Ζάκυνθος. Καλοκαίρι του 2002 στον Κόλπο του Λαγανά. Τουρίστες αμέτρητοι από Ελλάδα και Ευρώπη. Τους συναγωνίζονται σε αριθμό οι ξαπλώστρες και οι ομπρέλες στις απέραντες αμμουδιές. Η κοσμοπλημμύρα μας απωθεί, η συνάντηση όμως με τις θαλάσσιες χελώνες στο φυσικό τους περιβάλλον μας γοητεύει.
Συναρπαστικός επίλογος είναι η μοναδική εμπειρία των νήσων Στροφάδων καταπέλαγα στο Ιόνιο.
-Να ξανάρθετε φθινόπωρο ή χειμώνα, είναι τα τελευταία λόγια του Αντώνη Συνετού. Θα γνωρίσετε τότε μιαν άλλη όψη της Ζακύνθου.
Πέρασαν τρία χρόνια από τότε. Η νοσταλγία της Ζακύνθου παρέμενε ζωντανή, όπως και οι αναμνήσεις μας από την ευγένεια και τη φιλοξενία των κατοίκων της. Κάποιες πληροφορίες για ένα εξαιρετικό πετρόχτιστο κατάλυμα στο «Κερί» αναθέρμαναν την επιθυμία της επιστροφής. Που έγινε ακόμη ζωηρότερη μετά τον ενθουσιασμό στο τηλέφωνο του Αντώνη Συνετού και την ευγενική πρόσκληση της οικοδέσποινας των πέτρινων σπιτιών, της κυρίας Γιώτας Παπακώστα.

Ζάκυνθος. Καλοκαίρι του 2002 στον Κόλπο του Λαγανά. Τουρίστες αμέτρητοι από Ελλάδα και Ευρώπη. Τους συναγωνίζονται σε αριθμό οι ξαπλώστρες και οι ομπρέλες στις απέραντες αμμουδιές. Η κοσμοπλημμύρα μας απωθεί, η συνάντηση όμως με τις θαλάσσιες χελώνες στο φυσικό τους περιβάλλον μας γοητεύει.
Συναρπαστικός επίλογος είναι η μοναδική εμπειρία των νήσων Στροφάδων καταπέλαγα στο Ιόνιο.
-Να ξανάρθετε φθινόπωρο ή χειμώνα, είναι τα τελευταία λόγια του Αντώνη Συνετού. Θα γνωρίσετε τότε μιαν άλλη όψη της Ζακύνθου.
Πέρασαν τρία χρόνια από τότε. Η νοσταλγία της Ζακύνθου παρέμενε ζωντανή, όπως και οι αναμνήσεις μας από την ευγένεια και τη φιλοξενία των κατοίκων της. Κάποιες πληροφορίες για ένα εξαιρετικό πετρόχτιστο κατάλυμα στο «Κερί» αναθέρμαναν την επιθυμία της επιστροφής. Που έγινε ακόμη ζωηρότερη μετά τον ενθουσιασμό στο τηλέφωνο του Αντώνη Συνετού και την ευγενική πρόσκληση της οικοδέσποινας των πέτρινων σπιτιών, της κυρίας Γιώτας Παπακώστα.
ΠΡΩΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΒΡΑΔΥ ΣΤΟ ΚΕΡΙ
Κάτι λιγότερο από 600 οδικά χιλιόμετρα μας φέρνουν στο μυχό της όμορφης Κυλλήνης και στην αύρα του Ιονίου. Προλαβαίνουμε το Φέρρυ-μπόουτ έν α5λεπτο πριν λύσει τους κάβους του για Ζάκυνθο. Μέσα Οκτώβρη και το πλοίο είναι ασφυκτικά γεμάτο από ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Καθώς είμαστε οι τελευταίοι επιβάτες, μετά βίας βρίσκουμε ένα τραπεζάκι στο σαλόνι. Η Ζάκυνθος μοιάζει να συνεχίζει απτόητη την τουριστική της πορεία και μετά το καλοκαίρι.
Μετά από ταξίδι μιας ώρας και δέκα λεπτών στα ακύμαντα νερά του Ιονίου, μπαίνουμε αργά στο γνώριμο λιμάνι της πόλης. Στο τελευταίο φως της μέρας διαγράφεται ο εντυπωσιακός όγκος του πολιούχου ναού του Αγ. Διονυσίου και η λεπτή, αιχμηρή σιλουέτα του πανύψηλου καμπαναριού.
Οι νεαροί μας φίλοι, η Χρύσα και ο Δημήτρης, αποτυπώνουν με την κάμερα σκηνές από το λιμάνι, την παραλία, τις βραδινές όψεις της Ζακύνθου. Παρασκευή βράδυ, καιρός γλυκός, η κίνηση είναι ζωηρή. Κάποια στιγμή εγκαταλείπουμε τα θέλγητρα της πόλης και κατευθυνόμαστε νότια, προς την στρογγυλωπή χερσόνησο του Σκοπού. Εκεί βρίσκεται ο προορισμός μας, το Κερί, ο οικισμός στο νοτιότερο άκρο του νησιού. Μπροστά στη δέσμη των φώτων του αυτοκινήτου περνάνε διαδοχικά μικροί οικισμοί, ήπιο τοπίο, ο οικισμός της Λιθακιάς που είναι η χειμερινή βάση του Αντώνη και ύστερα ελαφρά ανηφορικές στροφές και συνεχόμενοι ελαιώνες.
22 χλμ. μετά την πόλη της Ζακύνθου μπαίνουμε στα πρώτα σπίτια του Κεριού. Από τη μικροσκοπική πλατειούλα κατηφορίζουμε δεξιά και σ’ ένα λεπτό αντικρίζουμε απέναντί μας τέσσερις μοναχικές, ολοφώτιστες κατοικίες. Είναι οι πέτρινες βίλες, που αποτελούν το συγκρότημα «REVERA». Η οικοδέσποινά μας, Γιώτα Παπακώστα, μας υποδέχεται με ντόπιο κρασάκι και γλυκό του κουταλιού. Γεννημένη στην Πάτρα από γονείς Ζακυνθινούς, υπήρξε από νωρίς πνεύμα ελεύθερο και ανήσυχο αναπτύσσοντας ποικίλες επιχειρηματικές δραστηριότητες στην πόλη. Επιστέγασμα ήταν το εστιατόριο «Πυξίδα», φημισμένο για το περιβάλλον και την ποιότητα των εδεσμάτων του. Μετά από μια εξαετία σ’ αυτή την απαιτητική και εξαντλητική δραστηριότητα αποζήτησε την ηρεμία και γλυκύτητα των πατρογονικών της εδαφών. Σε μια έκταση 9,5 στρεμμάτων, ακριβώς έξω απ’ το Κερί, δημιούργησε τον Ιούλιο του 2002 μαζί με τα παιδιά της αυτή την εκπληκτική μονάδα, που αποτελεί έργο ζωής και κατάθεση ψυχής. Το διαπιστώνουμε ήδη από τους φωτισμένους και πολύ περιποιημένους υπαίθριους χώρους, καθώς και από την υπέροχη εξωτερική λιθοδομή των κατοικιών. Το άνοιγμα της πόρτας και η είσοδος στο εσωτερικό είναι μια επιστροφή στο παρελθόν, στο ρομαντισμό και στη φινέτσα μιας άλλης εποχής. Τζάκι, δάπεδο με κεραμικά πλακίδια, τοίχοι βαμμένοι με ζεστούς γήινους τόνους ή με έξοχη κεραμιδί και μπεζ πέτρα από νταμάρι της ορεινής Ζακύνθου, ξύλινα δοκάρια στην οροφή, ένα περίτεχνο μπαούλο με χρονολογία 1878, σιδερένιο κρεβάτι σφυρήλατο από τους τελευταίους εναπομείναντες ντόπιους μαστόρους, λεπτοδουλεμένα ρομαντικά κεντήματα στα χειροποίητα έπιπλα, μια συνολική αίσθηση καλαισθησίας και ποιότητας, που αποπνέει μεράκι ακόμη και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Ένα κατάλυμα που αναβιώνει εικόνες παλιού Ζακυνθινού αρχοντικού και περιποιεί τιμή τόσο στον οικοδεσπότη όσο και στους φιλοξενούμενούς του. Αυτή άλλωστε είναι η επιδίωξη της Γιώτας. Να μεταδώσει στους επισκέπτες της, Έλληνες και ξένους, μια ζωντανή εικόνα της παραδοσιακής Ζακυνθινής φιλοξενίας και αρχοντιάς.
Κάθε σπίτι μπορεί να φιλοξενήσει έως και οχτώ άτομα, αφού περιλαμβάνει ισόγειο με καθιστικό και δύο υπνοδωμάτια, δεύτερο διαμέρισμα στον όροφο και πιο πάνω μια ρομαντική σοφίτα με ενσωματωμένο μπάνιο και θέα εκπληκτική. Όλοι οι χώροι είναι πολύ άνετοι, ενώ η κουζίνα δεν διαφέρει από την καλύτερα εξοπλισμένη κουζίνα ενός σπιτιού με μεγάλο ψυγείο, ηλεκτρική κουζίνα, καφετιέρα, τοστιέρα, βραστήρα και πλήρη σειρά μαγειρικών σκευών.
Μετά το πολύωρο ταξίδι χαλαρώνουμε για λίγο στο μεγάλο μπαλκόνι με τον ξύλινο καναπέ και τις πολυθρόνες. Μοιάζει με γλυκειά ανοιξιάτικη βραδιά. Οι μόνοι ήχοι οφείλονται στους γρύλους, σε κάποια μακρινά κουδουνάκια και στο μονότονο τραγούδι του γκιώνη. Το φεγγάρι αργεί ακόμη, η νύχτα είναι σκοτεινή. Αυτό ωστόσο δεν μας εμποδίζει να μαντέψουμε ένα ωραίο φυσικό περιβάλλον ολόγυρά μας.
ΤΟ «ΛΗΤΡΟΥΒΕΙΟ» ΣΤΗ «ΛΙΘΑΚΙΑ»
– Όσο κι αν είστε κουρασμένοι, σας περιμένω στο μαγαζί, λέει στο τηλέφωνο ο Αντώνης. Εδώ άλλωστε θα χαλαρώσετε με ωραία μουσικούλα.
Στο δρόμο λοιπόν και πάλι, με προορισμό τη Λιθακιά. Στο κέντρο του όμορφου χωριού βρίσκεται ένα παλιό ελαιοτριβείο, που χρονολογείται από το 1916 και ανήκει στον δάσκαλο Σάββα Χαϊκάλη. Σεβόμενοι απόλυτα τον αρχιτεκτονικό του χαρακτήρα, ο Σάββας και ο Αντώνης δημιούργησαν το Οινομαγειρείο – Μεζεδοπωλείο «Λητρουβείο», ένα ταβερνάκι κι από τα γραφικότερα που μπορεί να συναντήσει κανείς.
Ο χώρος έχει μια αυθεντικότητα μοναδική, που οφείλεται στα παλιά εργαλεία και αντικείμενα, στις μεγάλες φωτογραφίες εποχής που διακοσμούν τους τοίχους, στην παλιά ξύλινη πόρτα και στο ξύλινο ταβάνι, όπου τα τεράστια δοκάρια κυπαρισσιού διατηρούνται αυτούσια. Αυτό όμως που δεσπόζει στο κέντρο της αίθουσας με τον όγκο του είναι το τεράστιο «μονολίθαρο» που γύριζε με άλογο, καθώς και το πιεστήριο με τα μάγγανα, στοιχεία της προβιομηχανικής Ζακύνθου του 19ου αιώνα. Η εξέλιξη ήταν το «διλίθαρο» ή «καραγκιόζα», μου λέει ο Σάββας, που λειτουργούσε πάλι χωρίς μηχανική κίνηση. Ακολούθησε η τρίτη γενιά, των μηχανοκίνητων ή ηλεκτροκίνητων με υδραυλική πίεση, για να φτάσουμε στα πιεστήρια της τέταρτης γενιάς, τα φυγοκεντρικά.
Τρία λοιπόν χρόνια μετά, μας υποδέχεται ο Αντώνης με ανοιχτή αγκαλιά. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με το γνώριμο θαυμάσιο κρασί, που έχει σαν βάση την ντόπια ποικιλία του «αυγουστιάτη». Ύστερα γευόμαστε μια μεγάλη ποικιλία ορεκτικών, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν το πικάντικο Ζακυνθινό λαδοτύρι, οι ντοματοκεφτέδες, η σπλήνα γεμιστή και το σπληνάντερο. Από τα επιδόρπια ξεχωρίζω την πανακότα, η γεύση της οποίας είναι απαράμιλλη.
Κόσμος πολύς, ατμόσφαιρα γεμάτη κέφι που γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, μόλις ακούγονται οι πρώτες πενιές από τα δυο μπουζούκια και την κιθάρα.
Παλιά ρομαντικά τραγούδια, «αρέκιες» (ζακυνθινές μαντινάδες), τραγούδια σκωπτικά ζακυνθινά, όλα τραγουδισμένα με υπέροχες φωνές. Αποκάλυψη είναι το μπουζουκάκι του μικρού Φραγκίσκου, ηλικίας μόλις 14 ετών, καθώς και η συμμετοχή της εκπληκτικής φυσαρμόνικας του Γιαννίκου. Μια βραδιά στο «Λητρουβείο» μοναδική.
ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΚΕΡΙ
Παρά την κούραση της προηγούμενης μέρας ξυπνάω με τα κοκόρια του χωριού. Θαμπώνουν τα άστρα στον ουρανό κι ύστερα χάνονται. Στο πρώτο φως της μέρας το φυσικό περιβάλλον προβάλλει πολύ ωραιότερα απ’ όσο φανταζόμουν. Τα πέτρινα σπίτια της Γιώτας περιβάλλονται από ελαιώνα με νεαρές και αιωνόβιες ελιές και αμέσως μετά από υγιέστατο πευκοδάσος. Στον δυτικό ορίζοντα, ανάμεσα σε δυο καταπράσινους λοφίσκους, προβάλλει το γαλάζιο του Ιονίου. Πίνω τον πρώτο μου καφέ στο μπαλκόνι, μέσα σ’ αυτή την απέραντη γαλήνη, που την γλυκαίνουν ακόμη περισσότερο τα τιτιβίσματα των πουλιών.
Λίγο αργότερα συγκεντρωνόμαστε όλοι στο υπέροχο ταρατσάκι του κεντρικού κτιρίου. Κάτω από τις πρωινές ακτίνες του ήλιου απολαμβάνουμε έξοχη ομελέτα, ντόπιο τυρί και σπιτική μαρμελάδα σύκου.
Γύρω μας φύση μαγευτική, δέντρα και λουλούδια.
Μερικές δεκάδες μέτρα απέναντί μας, στον γειτονικό ελαιώνα, έχουν πιάσει δουλειά από νωρίς, ακούγονται οι ομιλίες των χωρικών και τα χαρακτηριστικά χτυπήματα από τους ραβδισμούς των ελαιόδεντρων. Εντύπωση μου κάνει, ότι, εκτός από την συλλογή του ελαιόκαρπου – αυτών των μικρών αναρίθμητων ελιών – γίνεται ταυτόχρονα και το κλάδεμα του δέντρου, κάτι που στη Β. Ελλάδα πραγματοποιείται πάντα σε χρόνο μεταγενέστερο. Ή εδώ οι άνθρωποι είναι πολύ εξυπνότεροι από τους βόρειους, και τελειώνουν μια και καλή με κάθε δέντρο, ή οι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες του τόπου ευνοούν το κλάδεμα αυτή την εποχή. Καταλήγω να πιστέψω, ότι ισχύει το δεύτερο.
– Αν είστε έτοιμοι, προτείνω να γνωρίσουμε την περιοχή, λέει η Γιώτα.
Αρχίζουμε με μια βόλτα στο Κερί. Χτισμένο αμφιθεατρικά σε λοφοπλαγιά, με μέσο υψόμετρο 150 μέτρων, το Κερί έχει ΒΔ προσανατολισμό, με αποτέλεσμα να φωτίζεται άπλετα μόνον μετά το μεσημέρι. Στην λιλιπούτεια πλατειούλα υπάροχυν δύο καφενεδάκια. Το ένα, η «Περγουλιά» έχει και τραπεζάκια έξω. Ανηφορίζουμε δρομίσκους προς τα νότια. Τα σύγχρονα σπίτια εναλλάσσονται με παλιά, πετρόχτιστα και ογκώδη. Όμορφες αυλές με κληματαριές, μπουκαμβίλιες, λεμονιές, που και που περιποιημένα περιβολάκια. Στην αυλή της η κυρά-Ελένη Καλαβρέζου έχει διακοσμήσει την κρεβατίνα της κληματαριάς με πολλές κολοκύθες βαμμένες κόκκινες.
Με πληθυσμό 900 περίπου κατοίκων το Κερί είναι μεγάλος και όμορφος οικισμός, που, αν και δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί παραδοσιακός, διατηρεί αρκετά στοιχεία παρελθόντος.
Κατηφορίζουμε από την πλατειούλα και στρίβουμε δεξιά. Σ’ ένα λεπτό βρισκόμαστε στο επίπεδο τμήμα του χωριού, όπου, ανάμεσα σε υπεραιωνόβιους ελαιώνες δεσπόζει η εκκλησία της Παναγιάς Κεριώτισσας και δίπλα της το Δημ. Σχολείο του χωριού. Η αρχιτεκτονική της μεγάλης εκκλησίας είναι εντυπωσιακή με πελεκητούς γωνιόλιθους, μαρμάρινες διακοσμήσεις με κίονες και κιονόκρανα στην κύρια είσοδο και έξι αψιδωτά σιδερόφρακτα παράθυρα. Χρονολογείται από το 1745 ενώ ανακαινίσθηκε το 1962. μερικά μέτρα μπροστά από την είσοδο διατηρείται το παλιό πηγάδι με το οκτάγωνο πέτρινο στόμιο, το «φιλιατρό». Επιβλητικό και εξαιρετικά ογκώδες είναι το τριώροφο καμπαναριό, εξολοκλήρου από πελεκητούς λίθους. Οικοδομήθηκε το 1950 σε αντικατάσταση του μικρότερου παλαιού από τους αδελφούς Ιωάννη και Διονύσιο Βελέρη.
Ο παπά-Γιάννης μας ανοίγει την εκκλησία, που άλλοτε ήταν καθολικό μοναστηριού με μοναχούς. Είναι βασιλική μονόκλιτη μεγάλων διαστάσεων με ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο, κεντρικό πολυέλαιο ασημένιο, γυναικωνίτη, στασίδια διπλής σειράς που πρώτη φορά συναντάμε, τοιχογραφίες οροφής του 1970 αλλά αρκετές εικόνες μεγάλων διαστάσεων από τα τέλη του 19ου αιώνα. Η φημισμένη εικόνα της Παναγίας Κεριώτισσας είναι καλυμμένη με ασήμι. Στο πίσω μέρος της φέρει ίχνη της εικόνας του Αγ. Νικολάου και βρέθηκε μισοκαμμένη το 1606. Στον μεγάλο αύλειο χώρο του ναού γίνονται δυο πανηγύρια, ένα την δεύτερη μέρα του Πάσχα και ένα το 15αύγουστο με μεγάλη προσέλευση πιστών.
Μετά την ξενάγηση ο παπά-Γιάννης επιστρέφει στον ελαιώνα, χωρίς το ράσο σκαρφαλώνει σ’ ένα μεγάλο ελαιόδεντρο και πιάνει το ραβδί. Η κυρά-Ιωάννα, η παπαδιά, καταγίνεται με τις εργασίες εδάφους. Βρισκόμαστε στην καρδιά του παμπάλαιου ελαιώνα, στην τοποθεσία «Τραφουνάρα» (από το «τράφος» = τάφρος), που τον χειμώνα γεμίζει με νερό.
Γι’ αυτό στη τοποθεσία υπάρχουν πάνω από 30 (!) παλιά πηγάδια, που πολλά έχουν εξαφανιστεί κάτω από χώματα και πέτρες.
– Άλλοτε οι γυναίκες του χωριού κουβαλούσαν απ’ τα πηγάδια το νερό πάνω στα κεφάλια τους με τις «πινιάτες», τους τσίγκινους κάδους που χωρούσαν 20 κιλά, μας λέει η παπαδιά. Έδεναν στο πάνω μέρος του κεφαλιού τους μια πετσέτα, τον «πηδέλογο», και εκεί πάνω στήριζαν την πινιάτα. Χειρονομούσαν, μιλούσαν και βάδιζαν χωρίς πρόβλημα και χωρίς τη βοήθεια των χεριών.
– Κι η δικιά μου η μάννα, όταν στέρευε το νερό αυτών των πηγαδιών, το κουβαλούσε από το «Μονοδέντρι», δυο χλμ. μακριά, συμπληρώνει ο παπά-Γιάννης.
Συνεχίζουμε την περιήγησή μας στη διπλανή τοποθεσία «Γαϊδουροπνίχτης», που ονομάστηκε έτσι, όταν ένας γάιδαρος έπεσε μέσα στο μεγάλο στόμιο ενός πηγαδιού και πνίγηκε. Σήμερα το συγκεκριμένο πηγάδι είναι καλυμμένο με μια τεράστια πλάκα, που έχει μικρή μόνον τρύπα στο κέντρο. Ολόγυρά μας οι κορμοί των ελαιόδεντρων από τα χρόνια των Βενετών (πάνω από 5 αιώνες πριν) μας εντυπωσιάζουν με τον όγκο και το σχήμα τους, αληθινά μνημεία της φύσης. Δεν ξέρουμε ποιον να πρωτοθαυμάσουμε. Άλλωστε όλοι οι ελαιώνες της ευρύτερης περιοχής αποτελούν πραγματικό αξιοθέατο.
-Ας πάμε όμως τώρα σ’ ένα άλλο αξιοθέατο, λέει η Γιώτα.
Βγαίνουμε από το χωριού με κατεύθυνση ΝΔ. Σε ενάμισι χλμ., μέσα από ελαιώνες και πευκώνες, φτάνουμε δίπλα στο Φάρο του Κεριού, σε πλάτωμα που αγναντεύει το Ιόνιο. Αφήνουμε το αυτοκίνητο δίπλα στα πολλά νοικιασμένα των ξένων τουριστών. Το παράξενο είναι, ότι, ανάμεσά τους, δεν υπάρχει κανένας Έλληνας. Βαδίζουμε μερικά μέτρα και… καρφωνόμαστε στα πόδια μας. Με κομμένη την ανάσα και κρατώντας με τα χέρια προεξοχές του εδάφους, βγάζουμε για λίγο το κεφάλι μας στο κενό. Ο ίλιγγος είναι καθολικός, εκτείνεται από κάτω μας στην πιο ρεαλιστική μορφή του. Χαοτικός γκρεμός, ύψους τουλάχιστον 150 μέτρων, έχει κόψει κατακόρυφα την πλαγιά και καταλήγει στην ακτή. Αδύνατον ν’ αντέξει κανείς όρθιος πάνω από μερικές στιγμές.
Κάποιοι ξένοι τολμηροί, υποβασταζόμενοι από άλλους, σκύβουν λίγο και φωτογραφίζουν το χάος. Ένα χιλιόμετρο στα ΝΔ, στην άκρη ενός κάβου, αναδύονται από την επιφάνεια της θάλασσας δυο κωνικές βραχονησίδες, μια μεγάλη και μια πολύ μικρότερη, με στενό άνοιγμα ανάμεσά τους.
-Αυτές είναι οι περίφημες «Μυζήθρες», εξηγεί η Γιώτα. Αν βρείτε χρόνο, μέσον μεταφοράς και ήρεμο καιρό, θα μείνετε έκπληκτοι, από τις πάμπολλες θαλασσοσπηλιές και τη συνολική θεαματικότητα και αγριότητα αυτής της ακτογραμμής.
Μετά τον ίλιγγο επιστρέφουμε σε τοπία ειρηνικά, στην περιφραγμένη έκταση του φάρου, με τα πεύκα και τα αναρίθμητα κυκλάμινα, τις «κοπελούλες», όπως τα λένε στο νησί.
Ασβεστοχρισμένο το κυλινδρικό κτίσμα του φάρου, όπως και το σπιτάκι του φαροφύλακα. Είναι ο Γεράσιμος Ποταμίτης από τις Βολίμες, φαροφύλακας από το 1978, με θητεία δυο χρόνων στον φάρο των Στροφάδων στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Σε αντίθεση με τις εγκαταστάσεις εκείνου του φάρου, αυτές εδώ διατηρούνται σε άριστη κατάσταση.
Νωρίς το απόγευμα παίρνουμε με την Γιώτα έναν αγροτικό δρόμο προς τα ΒΔ. Μέσα από ελαιώνες και υπέροχο πευκοδάσος – που το έχουμε ήδη θαυμάσει απ’ το μπαλκόνι μας -, φτάνουμε μετά από 900 μ. σε μικρό ξέφωτο με πέτρινο σπιτάκι. Ο τόπος ευωδιάζει από δεντρολίβανο και φασκόμηλο. Άλλη μια συγκλονιστική θέα μας καταπλήσσει, αυτή τη φορά προς το φάρο και τους κατακόρυφους γκρεμούς με τις «Γαλάζιες σπηλιές». Λίγο πιο κάτω, μια καταπράσινη χαράδρα απλώνεται αρχοντικά ως την αρχή του θαλάσσιου ορίζοντα.
– Αυτή η περιοχή είναι αθέατη, ελάχιστοι τουρίστες φτάνουν ως εδώ, λέει η Γιώτα. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, το ιδιωτικό μου ερημητήιο.
ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΑ ΒΟΡΕΙΑ ΟΡΕΙΝΑ
Παρά την κούραση του Σαββατόβραδου στην ταβέρνα ο Αντώνης αναλαμβάνει από το πρωί την ξενάγησή μας. Επισκεπτόμαστε αρχικά το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Λιθακιάς, ένα μεγάλο διώροφο χτισμένο το 1530 με πελεκητούς λίθους από την οικογένεια Μεσσαλά. Στις αρχές του 19ου αιώνα χρησιμοποιήθηκε από τους Άγγλους ως φυλακή και το 1898 περιήλθε στην οικογένεια Γιατρά. Από το 1997 που στεγάζει το Περιβαλλονικό Κέντρο έχει δεχθεί περίπου 10.000 μαθητές, εκπαιδευτές και φοιτητές με προγράμματα που αφορούν το θαλάσσιο περιβάλλον, σεισμούς και μέτρα προστασίας, ελιά και ελαιώνα, καθώς και τα «θαλασσοψιθυρίσματα», για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Συνεργάζεται με πολλά Ελληνικά και ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τελεί υπό την αιγίδα του Υπ. Παιδείας και της Ε.Ε (τηλ. 26950-53417).
Ανηφορίζουμε προς «Κοιλιώμενο» με κατεύθυνση ΒΔ. Πριν από το χωριό στρίβουμε αριστερά σε χωματόδρομο.
– Μας περιμένει ο Στάθης, ο σπιτονοικοκύρης σας πριν 3 χρόνια στο Λαγανά, λέει ο Αντώνης.
Μέσα από δασικούς δρομίσκους, που δεν αναφέρονται στους χάρτες, τον εντοπίζουμε μετά από λίγο στο κονάκι του, ένα ξύλινο καλυβάκι με ελαφριά κατασκευή, που δεν προσφέρει καταφύγιο στα κρύα του χειμώνα.
Ο Στάθης Σούλης κάνει μεγάλες χαρές από την αναπάντεχη επίσκεψη. Βγάζει αμέσως ένα μπουκάλι κρασί από το δικό του.
– Μεζές της προκοπής δεν μου βρίσκεται αυτή την ώρα, μόνον λαδοτύρι και «κατσάμπες» (πεπόνια χειμωνιάτικα). Το μεσημέρι, ωστόσο, σας καλώ στο σπίτι για λαγό.
Πίνουμε κρασάκι με τους πρόχειρους μεζέδες. Τα χωρατά και τα πειράγματα παίρνουν και δίνουν. Είναι άλλωστε γνωστοί οι Ζακυνθινοί για το χιούμορ και τη σκωπτική τους διάθεση, που φτάνει στα όρια του αυτοσαρκασμού.
– Έχετε ακούσει ποτέ βουνίσιο να πιάνει ψάρι με τζουγκράνα; Ρωτάει κάποια στιγμή ο Αντώνης και κοιτάζει προς το Στάθη.
Του ρίχνει εκείνος μια λοξή ματιά και χαμογελάει.
– Έλα, πες το, τον παρακινεί ο Αντώνης.
– Λοιπόν, παιδιά, καλοκαίρι πρωί ισιώνω με την τζουγκράνα την άμμο στην παραλία του Λαγανά.
Βλέπω ξαφνικά ένα μεγάλο ψάρι να πηγαινοέρχεται μπροστά μου σε μια πιθανή νερό. Μπαίνω μέσα, του δίνω μια με τη τζουγκράνα και το παίρνω. Αργότερα μου είπαν πως ήταν «κυνηγός».
Βάζουμε όλοι τα γέλια, όχι μόνον με την απίστευτη ιστορία αλλά κυρίως με τον τρόπο διήγησης του Στάθη, που με καταγωγή από το ορεινό Κοιλιωμένο, δεν είχε ποτέ σχέσεις με τη θάλασσα.
– Ακούστε όμως και το αντίστροφο, λέει ο Αντώνης.
Ήμουνα με τη βάρκα και έκανα καταδύσεις στις άγριες ακτές του Κεριού. Ξαφνικά βλέπω να πέφτει από ψηλά ένας λαγός, που μάλλον γλίστρησε στα γκρέμια. Βουτάω και τον παίρνω στη βάρκα. Όταν βγήκα στην παραλία του Λαγανά με την καταδυτική στολή και το λαγό στην αγκαλιά, Έλληνες και ξένοι δεν πίστευαν τα μάτια τους. Με ρωτάει λοιπόν ένας Ολλανδός, που βρήκα το λαγό. Στη θάλασσα του απαντάω, εμείς στην Ελλάδα εκεί τους βρίσκουμε τους λαγούς, στη θάλασσα.
Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω επισκεπτόμαστε και το κονάκι του Κώστα, του αδελφού του Στάθη. Είναι ένα παλιό φορτηγάκι βαν, που έχει βαφεί με χρώματα παραλλαγής για να είναι σε αρμονία με το δάσος. Η θέα του είναι κορυφαία προς το πέλαγος και, εκτός από έναν δασικό δρόμο, δεν έχει γύρω του κανένα άλλο σημείο ανθρώπινης παρέμβασης.
Απέναντι από τα πατρογονικά εδάφη των δυο αδελφών βρίσκεται το χωριό τους, το Κοιλιωμένο, ένας μεγάλος και γραφικότατος, οικισμός χτισμένος σε υψόμετρο 450 μέτρων σε ηλιόλουστη πλαγιά. Ανηφορίζοντας για την πλατεία ο Αντώνης σταματάει μπροστά σ’ ένα μεγάλο πετρόχτιστο διώροφο των αρχών του 19ου αιώνα.
– Αυτή είναι η ταβέρνα «ΑΛΙΤΖΕΡΙΝΟΙ», του συνονόματού μου Αντώνη Μαρούδα, λέει ο φίλος μας. Πάμε να του πούμε μια καλημέρα.
Άνθρωπος συμπαθής ο Αντώνης, με ντόμπρα φυσιογνωμία που εμπνέει εμπιστοσύνη, κάθεται σ’ ένα τραπεζάκι με τον Διονύση Μαρούδα, Πρόεδρο του χωιρού.
– Καλημερίζω τον σοβαρότερο ανταγωνιστή μου στην περιοχή, λέει εύθυμα ο Αντώνης Συνετός.
– Αυτό είναι το καλύτερο κομπλιμέντο που έχω ακούσει. Ωστόσο, ο πρώτος είσαι εσύ, λέει το Μαρούδας και πιάνει αμέσως ένα μπουκάλι με τσίπουρο δικό του.
– Το προτιμάτε σκέτο ή με χυμό πορτοκάλι που βάζουμε στη βότκα;
– Ας δοκιμάσουμε αυτό το πρωτότυπο κοκτέιλ, του απαντάω.
Δεν είναι καθόλου άσχημο, ελάχιστα διαφέρει από τη βότκα. Ο ισόγειος χώρος είναι θαυμάσιος, με πλακόστρωτο δάπεδο, χοντρούς πέτρινους τοίχους και ταβάνι αυθεντικό με ταβανόξυλα και «μπουντουνάρια» (τεράστια στρογγυλά δοκάρια) από κυπαρίσσι Ζακυνθινό.
– Και η ονομασία «Αλιτζερίνοι» πως προέκυψε; ρωτάω τον Αντώνη.
– Κάποτε αυτό το ισόγειο ήταν στάβλος, μου απαντάει. Όταν λοιπόν ξεκίνησα να τον μεταμορφώνω σε ταβέρνα, οι φίλοι μου γελούσαν και με κορόιδευαν. «Ούτε Αλιτζερίνοι (Αλγερινοί) δεν θάρχονται εδώ», μου έλεγαν, δηλαδή ούτε οι τελευταίοι των ανθρώπων. Έτσι κι εγώ, από αντίδραση, τούδωκα αυτό το όνομα.
– Και τώρα;
– Ε, τώρα το μαγαζί είναι γεμάτο Αλιτζερίνους.
Με εσωτερική πέτρινη σκάλα ανεβαίνουμε στον όροφο. Η εικόνα της αίθουσας είναι μια αποκάλυψη. Ξύλινο πάτωμα, ξύλινο ταβάνι στο σχήμα της σκεπής, πολλά περιμετρικά παράθυρα με θέα και άπλετο φως, τοίχοι πανέμορφοι με αυθεντική λιθοδομή, φτιαγμένοι από τα χέρια του Αντώνη.
– Μη σας εντυπωσιάζει η ιδιόχειρη κατασκευή, μας λέει ο φίλος μας. Το χωριό είναι φημισμένο για τους «πελεκάνους» του (τους πετράδες) που μαθαίνουν από μικροί να πελεκούν την πέτρα. Δεν νοείται άντρας άνω των 20 ετών, ανεξαρτήτως σπουδών και επαγγέλματος, που να μην ξέρει να πελεκάει την πέτρα και να χτίζει. Από την πέτρα ζουν τουλάχιστον 50 οικογένειες. Ανάμεσά τους ο Διονύσης Κουρέμπας θεωρείται ο πιο φημισμένος εν ζωή δάσκαλος της πέτρας.
Μερακλής και σαν ταβερνιάρης ο Αντώνης, εκτός από την ποικιλία των παραδοσιακών του εδεσμάτων, έχει δημιουργήσει ένα λεύκωμα με 45 ντόπιες ποικιλίες αμπέλου, που εξακολουθούν να καλλιεργούνται στο νησί. αναφέρω ενδεικτικά από τις λευκές ποικιλίες το «Ασπρούδι», τον «Παύλο», το «Γουστουλίδι», τον «Αητονύχη» και από τις μαύρες τον «Αυγουστιάτη», το «Κουτσουμπέλι», το «Μαυροκύρινθο».
– Αύριο βράδυ σας προσκαλώ να γνωρίσετε την κουζίνα μου, λέει ο φίλος μας, καθώς τον αποχαιρετάμε.
100 μ. πιο πάνω είναι η πλατεία με την πετρόχτιστη εκκλησία του Αγ. Νικολάου, χτισμένη το 1917. Καύχημα του χωριού και όλης της περιοχής είναι το 5ώροφο καμπαναριό, ύψους 22 (!) μέτρων, φρουριακής κατασκευής στους τρεις πρώτους ορόφους και με περίτεχνη ελαφρότερη κατασκευή στους υπόλοιπους. Ανεγέρθηκε στις 26 Απριλίου του 1893 από τον ντόπιο μάστορα Αναστάσιο Μαρούδα ή Κόντο. Η μεγάλη καλλιτεχνική και συμβολική του αξία έγκειται στα διάφορα ανάγλυφα σύμβολα του ανωτέρου ορόφου, που μέσα από ποικίλα σχήματα και μορφές απεικονίζουν έννοιες όπως γέννηση, θάνατος, πίστη, αγάπη, φώτιση, ελπίδα, σύνεση, νιάτα, γεράματα. Είναι μια πρωτόγνωρη καλλιτεχνική δημιουργία και έμπνευση σε οικοδόμημα αυτού του είδους. Κάνουμε μια σύντομη περιήγηση στο χωριό, που αποτελείται κατά βάση από τέσσερις μεγάλες οικογένειες, τους Μαρουδαίους, τους Σουλαίους, τους Βιθουλκαίους και τους Κορφιαταίους. Πολλά παλιά πέτρινα σπίτια θυμίζουν τετράγωνους πύργους, που σε περίπτωση απειλής έκλειναν τις εξωτερικές πόρτες και δημιουργούσαν κάστρο.
Μετά το Κοιλιωμένο συνεχίζουμε νότια και μα θαυμάσια δασική διαδρομή φτάνουμε σ’ ένα 10λεπτο σ’ έναν άλλο οικισμό της περιοχής, του Αγαλά.
Ο Λάμπρος Κλάδης, δάσκαλος και Αντιδήμαροχς του Δήμου Λαγανά, μας υποδέχεται στην εκκλησία της Παναγίας, κτίσμα του 1817. Το τριώροφο καμπαναριό είναι πολύ λιτό σε σύγκριση με το προηγούμενο. Έχει ανεγερθεί το 1890 και οι δυο καμπάνες του φέρουν χρονολογία 1891.
Στον αύλειο χώρο της εκκλησίας έχει αποκατασταθεί το παλιό Δημ. Σχολείο, που πρόκειται να λειτουργήσει ως Μουσείο της Ζακυνθινής φύσης. Προς το παρόν στεγάζει την πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση ζωγραφικής του αυτοδίδακτου ντόπιου ζωγράφου Διονύση Γιατρά.
Λίγο πιο πάνω, το πατρογονικό αρχοντικό του ζωγράφου μας εντυπωσιάζει με το τεράστιο μονοκόμματο πέτρινο υπέρθυρο, τα περίτεχνα πέτρινα φουρούσια και το λαξευτό πυθάρι, ενώ στο διπλανό ερειπωμέν ο ελαιοτριβείο σώζεται ένα γιγάντιο μονολίθαρο, με διάμετρο πάνω από 2μ. και πάχος 50 εκατοστών.
Ένα χλμ. ΝΔ του χωριού αντικρίζουμε το «Λαγκάδι του Βάου», ένα φαράγγι απίστευτης ομορφιάς, με βλάστηση πυκνή και αδιαπέραστη και στόμια σπηλαίων στις κάθετες πλαγιές βραχώδους συγκροτήματος.
Μετά από λίγο φτάνουμε σε ηπιότερα τοπία, στη «Λάκα του Αντρωνιού». Επίπεδο πανέμορφο οροπέδιο με εκτεταμένους αμπελώνες, περιμετρικά αιωνόβιους ελαιώνες και στον εξωτερικό κύκλο πευκόφυτες πλαγιές. Το εντυπωσιακότερο χαρακτηριστικό είναι τα φημισμένα «Πηγάδια του Αντρωνιού», 12 συνολικά, όλα με λαξευτά πετρόχτιστα στόμια και διαμέτρους που ποικίλλουν από 1,5-3 μέτρα. Έχουν κατασκευασθεί τον 16ο και 17ο αι. από τους Ενετούς και εξακολουθούν να έχουν νερό. Τελευταία εντυπωσιακή εικόνα από την περιοχή είναι το οροπέδιο πάνω από τις σπηλιές του Βάου με μερικές κατοικίες, πλατειούλα με καφενεδάκι, ανεμόμυλο και κορυφαία θέα στο πέλαγος.
Μετά τους καταιγιστικούς ρυθμούς της περιήγησης επιστρέφουμε στο Κοιλιωμένο, όπου ο Στάθης μας περιμένει στο σπίτι του με εξαίρετο ζυμωτό ψωμί, λαδοτύρι, κρασί δικό του, πατάτες φούρνου και λαγό.
– Τώρα που μάθατε καλά το δρόμο για τη Ζάκυνθο, ελπίζω να ξαναβρεθούμε, λέει ο καλός μας φίλος, καθώς τους αποχαιρετάμε.
Μένουν ακόμη τρεις περίπου ώρες ως το τελευταίο φως. Ανηφορίζουμε προς τα ΒΔ. Μετά από 1,5 χλμ. ασφάλτου και 3 χλμ. χωματόδρομου φτάνουμε σε ωραιότατο οροπέδιο, όπου δεσπόζει η φημισμένη Μονή της Υπεραγάθου. Είναι χτισμένη από τον Παρθένιο Κωστή, που το 1608 την μετέτρεψε σε κοινοβιακή. Το 1658 αποτέλεσε μετόχι της Μονής Σινά. Πύλη με αψίδα και πελεκητή πέτρα, καμπάνα του 1818 κατασκευασμένη στη Βενετία, δυο ωραία πέτρινα πηγάδια, αρκετές ερειπωμένες εγκαταστάσεις και οχυρωματικός περίβολος με φθορές αλλά καθολικό σε καλή κατάσταση. Κάθε χρόνο στις 21 Νοεμβρίου (Εισόδια της Θεοτόκου) γίνεται μεγάλο πανηγύρι με βακαλάο τηγανιτό.
Από τη μονή συνεχίζουμε μια συναρπαστική χωμάτινη διαδρομή ανάμεσα από υπέροχα πευκοδάση, κυπαρίσσια, ελαιώνες και αμπελώνες, λιθόκτιστες αγροικίες και πεζούλες. Είναι μια Ζάκυνθος πανέμορφη και αθέατη, έξω από τις συνηθισμένες τουριστικές διαδρομές. 4,5 χλμ. μετά αντικρίζουμε μπροστά μας τον μικρό ορεινό οικισμό της Λούχας, χτισμένο σε υψόμετρο 450 μ. στις πλαγιές υπέροχης κοιλάδας. Όμορφη εκκλησία του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου με περίτεχνη λιθοδομή και ωραίο καμπαναριό του 1843. Σπίτια ως επί το πλείστον πετρόχτιστα, που διατηρήθηκαν ανέπαφα από τον μεγάλο σεισμό του 1953.
Απέναντι από την εκκλησία ένα καφενείο – ταβερνάκι είναι ανοιχτό. Η ταρατσούλα του έχει ωραία θέα στην κοιλάδα. Είναι σημείο και ώρα ιδανική για ένα καφεδάκι. Μας το προσφέρει η κυρία Ευθυμία ξένου, μια Θρακιώτισσα από την Κομοτηνή, που το 1992 έπεισε τον άντρα της Παναγιώτη να εγκαταλείψουν την πόλη της Ζακύνθου και να γυρίσουν στην πατρογονική του γη. Οι φιλόξενοι άνθρωποι δεν περιορίζονται μόνον στο καφεδάκι αλλά μας κερνούν και δύο γλυκά του κουταλιού, μήλο και σταφύλι.
– Μια και ήρθατε ως εδώ, επιτρέψτε μου να σας ξεναγήσω και στο σπήλαιο της περιοχής μας, λέει ο Παναγιώτης και έρχεται μαζί μας. Ανηφορίζουμε τις κατάφυτες από κουμαριές πλαγιές του ορεινού συγκροτήματος «Βραχιώνας», που με υψόμ. 737 μέτρων, είναι το υψηλότερο Ζακυνθινό βουνό. Στη συνέχεια διασχίζουμε τον μικρό, παραδοσιακό οικισμό Γύρι και μετά, με άγριο χωματόδρομο, κατηφορίζουμε ως το τέρμα της διαδρομής, σε απόσταση 5,5 χλμ. από τη Λούχα. Ένας νέος ορίζοντας απλώνεται χαμηλά στα ΒΑ. Είναι ο απέραντος κάμπος της Ζακύνθου με τους πάμπολλους οικισμούς και απέναντι τα παράλια της Πελοποννήσου. Στα Β, πάνω από το πέλαγος, ορθώνεται ένα μεγάλο τμήμα από τον ορεινό όγκο του Αίνου στο νησί της Κεφαλλονιάς. Καθώς έχουμε αλλάξει προσανατολισμό, οι ήπιες μέχρι τώρα καιρικές συνθήκες, μεταβάλλονται δραματικά, μ’ ένας δυνατό και ψυχρότατο βοριά. Με κατηφορικό, κακοτράχαλο μονοπάτι ξεκινάμε για το σπήλαιο «Φαρδύ». Σ’ ένα 5λεπτο το ανακαλύπτουμε κάτω από τον κορμό μιας χαρουπιάς. Η είσοδος είναι στενή και δύσκολη στην πρόσβαση, μια μικρή σκάλα θα ήταν απαραίτητη.
Το έδαφος στο εσωτερικό είναι κατηφορικό, ανώμαλο και ολισθηρό. Στο φως των φακών εισχωρούμε για 40 περίπου μέτρα, συναντώντας χαμηλά περάσματα αλλά και αίθουσες με ύψος 4-6 μέτρων. Ο σταλακτιτικός διάκοσμος έχει υποστεί μεγάλες φθορές, διατηρούνται όμως κάποιοι μεγάλοι σταλαγμίτες, που σχηματίζουν κολώνες ως την οροφή. Το εντυπωσιακότερο χαρακτηριστικό του σπηλαίου είναι οι αναρίθμητες νυχτερίδες, που ταράζονται από την ξαφνική παρουσία μας και πετούν σαν σύννεφα πάνω απ’ τα κεφάλια μας, με μικρές κραυγές.
Το πέσιμο της νύχτας μας βρίσκει στο ησυχαστήριό μας στο Κερί, κουρασμένους αλλά και γοητευμένους από τη συναρπαστική εναλλαγή τόσων ποικίλων καταστάσεων και εικόνων. Ποιος είπε ότι η Ζάκυνθος είναι μόνον θερινός προορισμός;
Η οικοδέσποινά μας μας περιμένει. Εξαίσιες ευωδιές πλανώνται στην ατμόσφαιρα. Είναι μια από τις σπεσιαλιτέ της, χωριάτικη κότα γεμιστή με τα εντόσθιά της,τυρί, ρύζι και ντομάτα. Ανοίγουμε δυο μπουκάλια ντόπιου Αυγουστιάτη. Είναι το ωραιότερο κλείσιμο μιας μέρας με απίστευτη πληρότητα.
ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΚΕΡΙΟΥ
Με ρυθμούς νωχελικούς, άγνωστους ως τώρα, ξυπνάμε κατά βούληση. Απολαμβάνουμε το πρωινό μας με τη συντροφιά της Γιώτας, η οποία, μετά από παραγγελία των επισκεπτών της, μπορεί να παρασκευάσει μια μεγάλη ποικιλία ντόπιων εδεσμάτων, όπως η κότα που δοκιμάσαμε και ακόμη πανσέτα γεμιστή, κουνέλι κοκκινιστό ή γεμιστό, «ριγανάδα» και φρέσκο ψάρι.
Από το Κερί κατευθυνόμαστε βόρεια προς τη «Λίμνη του Κεριού», έναν γραφικό οικισμό με άνετη προκυμαία και αμμουδιά, μεγάλο αλιευτικό καταφύγιο, πολλά ταβερνάκια πλάι στη θάλασσα και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Το κύριο χαρακτηριστικό της περιοχής είναι μια βαλτώδης έκταση αρκετών δεκάδων στρεμμάτων, ένας υγρότοπος με δάση και καλαμιώνες, κανάλια και νερό που διατηρείται όλο το χρόνο. Εδώ βρίσκονται και οι λεγόμενες «Πηγές του Ηρόδοτου», ένα πηγάδι με στόμιο μαυρισμένο από πίσσα και πιθανότατη ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου, που μετά από έρευνες θεωρήθηκαν μη εκμεταλλεύσιμα. Η Λίμνη Κεριού είναι πολύ ζωντανός οικισμός, που τα Σαββατοκύριακα του χειμώνα εξακολουθεί να προσελκύει επισκέπτες. Η κυρά-Διονυσία, 75 ετών, εξακολουθεί να κρατάει ανοιχτό το μαγαζάκι της. Πουλάει βότανα της περιοχής και χειροποίητα πλεκτά, που εξακολουθεί ακόμα να πλέκει με το «πόμολο», το γνωστό μας βελονάκι.
Πάνω από τη Λίμνη είναι η θεαματική περιοχή του «Μαραθιά», στις Α πλαγιές του βουνού «Σκοπός». Απέραντοι ελαιώνες, πολλά και περιποιημένα θερινά καταλύματα ανάμεσά τους και ανοιχτός ορίζοντας στη θάλασσα, στο Μαραθονήσι και στον Κόλπο του Λαγανά. Εδώ και το εξαιρετικό Καφέ-Μπαρ «ΜΥΘΟΣ», σε κορυφαία θέση πάνω απ’ το λιμάνι, αλλά με θέα που υποβαθμίζεται από τα πανταπού παρόντα καλώδια της ΔΕΗ.
Νωρίς το απόγευμα έρχεται η στιγμή να εγκαταλείψουμε τις στεριές και να γνωρίσουμε τις φημισμένες παραλίες του Κεριού. Στη μικρή βαρκούλα «Θεοφύλακτη» επιβιβαζόμαστε 5 άτομα με καπετάνιο τον Αντώνη. Μικρό σκάφος, χαμηλή κουπαστή, πολλοί επιβάτες με κάμερες και φωτογραφικό εξοπλισμό. Απέχουμε μόλις μερικά εκατοστά από την επιφάνεια της θάλασσας. Σκέφτομαι το ανοιχτό πέλαγος και την πιθανότητα κυματισμού στις ΝΔ ακτές. Ατάραχος καπετάνιος ο Αντώνης, με καθησυχάζει.
Βγαίνουμε από τον όρμο του Αγ. Σώστη με μπουνάτσα. Περνάμε το Μαραθονήσι και σε μισή ώρα φτάνουμε στις βραχώδεις ακτές του Μαραθιά, σε τοποθεσία γνωστή με το όνομα «Χταπόδι». Περνάμε έξω από τρεις διαδοχικές σπηλιές και κάτω από την «Καμάρα», μια τεράστια φυσικά αψίδα, που έχει σχηματιστεί στους βράχους της ακτής. Ειν’ ένα σημείο θεαματικότατο, με άγρια ομορφιά. Σ’ ένα 5λεπτο βρισκόμαστε στην τοποθεσία του «Γιαννακιού», με την ομώνυμη αψίδα και κατακόρυφες βραχώδεις πλαγιές, που σε κάποια σημεία ξεπερνούν τα 100 μέτρα. Με μαεστρία ο Αντώνης κατευθύνει τη βάρκα ανάμεσα από μια στενή δίοδο, ενώ μεγαλειώδεις βραχώδεις σχηματισμοί αιωρούνται πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Αμέσως μετά αντικρίζουμε νέα στόμια σπηλαίων και μια αμμουδίτσα ανάμεσά τους, που το άνοιγμά της δεν ξεπερνάει τα 30 μέτρα. Από πάνω της ορθώνεται μια τεράστια κατακόρυφη κοψιά από συμπαγή ανοιχτόχρωμα πετρώματα, με ύψος που ξεπερνάει τα 80 μ. και πλάτος όχι λιγότερο από 150 μέτρα. Στη βάση αυτού του πελώριου τοίχου, αμμουδίτσες 15-20 μέτρων διαδέχονται η μία την άλλη.
– Για όσους έχουν πλωτό μέσο το καλοκαίρι, είναι ένας αληθινός ιδιωτικός παράδεισος, λέει ο Αντώνης.
Η τοπογραφία της περιοχής μου θυμίζει την διάσημη ακτή «Πόρτο Κατσίκι» στην Λευκάδα, έχω όμως την αίσθηση, ότι η γεωλογική εικόνα που έχουμε μπροστά μας είναι πολύ θεαματικότερη. Αναρίθμητα νεαρά πεύκα, με λαμπερό ανοιχτοπράσινο χρώμα, ισορροπούν στους κάθετους γκρεμούς. Είν’ ένα συνολικό θέαμα, που καμιά περιγραφή δεν μπορεί να αποδώσει.
Είμαστε όλοι γοητευμένοι, φωτογραφικές μηχανές και κάμερες έχουν πάρει φωτιά. Ο Αντώνης χαμογελάει:
– Είμαστε ακόμη στην αρχή!
Μπαίνουμε σ’ ένα λαβυρινθώδες τούνελ μισοσκότεινο. Μετά βίας χωράει η βάρκα, σχεδόν αγγίζει τα τοιχώματα. Διαδρομή ελικοειδής, γεμάτη μυστήριο, νερά ακίνητα, με παράξενες ανταύγειες. 50 μ. μετά βγαίνουμε από την άλλη μεριά. Φτάνουμε στην περιοχή «Δύο κολώνες». Φοβερές θαλασσοσπηλιές, γεωλογικά ρήγματα χάσκουν ανάμεσα στους βράχους. Ο Αντώνης πραγματοποιεί εκπληκτικούς ελιγμούς για να φωτογραφίσουμε και να βιντεοσκοπήσουμε αυτά τα θαύματα της φύσης.
Πλώρη για τις «Σπηλιές του Κεριού». Μια ταπεινή αδιόρατη σχισμή αποδεικνύεται στόμιο τούνελ. Εισχωρούμε αργά, 40 μέτρα στα έγκατα των βράχων. Το πλάτος κυμαίνεται από 3 έως 6 μέτρα, το ύψος της πέτρινης οροφής πάνω απ’ τα κεφάλια μας ξεπερνάει τα 10 μέτρα. Είν’ ένας θαλάσσιος ναός, η αίσθηση είναι απίστευτη, τα νερά είναι στο χρώμα του οινοπνεύματος, ένα υγρό κρύσταλλο απαράμιλλης διαφάνειας. Καθώς οι απογευματινές ακτίνες φωτίζουν το στόμιο, δημιουργούνται αντανακλάσεις που φεγγοβολούν πάνω στους βράχους. Με σβησμένη τη μηχανή μένουμε ένα 10λεπτο στην απόλυτη σιγαλιά. Όταν ξαναβγαίνουμε στο φως τα μάτια μας θαμπώνουν. Νέες αψίδες και νέες σπηλιές. Στα βάθη μιας απ’ αυτές υπάρχει αθέατη λιμνούλα.
– Το νερό της είναι υφάλμυρο, λέει ο Αντώνης. Είναι ανάμειξη θαλασσινού και γλυκού που αναβλύζει από το βράχο.
Στην επόμενη σπηλιά το χρώμα των νερών είναι το απόλυτο τυρκουάζ και ο βυθός αμμώδης με απίστευτη λευκότητα. Τα χρώματα των πετρωμάτων στα τοιχώματα έχουν τις αποχρώσεις του χαλκού και της σκουριάς. Νομίζουμε ότι ζούμε εκτός πραγματικότητας.
Φτάνουμε στο «Λιανό Κάβο». Σπηλιές, ρωγμές, πεύκα σε ρόλο αναρριχητών, σπηλιά «Πεταλούδα». Προβάλλει μπροστά μας ο άγριος «Μαύρος Κάβος».
Διασχίζουμε πέρασμα στενό και επικίνδυνο και αμέσως μετά μας χτυπάνε οι πνοές και τα κύματα του μαΐστρου. Με πολύ αργή ταχύτητα πάμε για ένα 10λεπτο κόντρα στον καιρό, για να φωτογραφίσουμε και να δούμε από κοντά τις περίφημες «Μυζήθρες», αυτούς τους θεαματικούς βραχώδεις κώνους, που είχαμε θαυμάσει από τα ιλιγγιώδη ύψη του φάρου. Περνάμε ανάμεσά τους, ο ήλιος παίρνει να χαμηλώσει. Το ταξίδι στην ακτογραμμή των θαυμάτων φτάνει στο τέλος του. Έχοντας πια πρίμα τον καιρό γλιστράμε με ταχύτητα στη θάλασσα.
– Γιατί το πλήρωμα είναι σιωπηλό; ρωτάει ο καπετάνιος.
– Ελπίζαμε, πως αυτό το ταξίδι δεν θα τελείωνε ποτέ.
Πριν φτάσουμε στο αραξοβόλι του Άγιου Σώστη, ο Αντώνης παρακάμπτει για λίγο στο Μαραθονήσι. Είναι έξοχα φωτισμένο και μοιάζει με χελώνα. Εδώ είναι η τελευταία σπηλιά. Χαμηλώνουμε τα κεφάλια κάτω από την πέτρινη αψίδα και εισδύουμε στο εσωτερικό. Θόλος καμπύλος, μεγαλειώδης, σμιλεμένος με απαράμιλλη τέχνη από τη φύση. Δίπλα μια αμμουδίτσα θεϊκή, που δεν ξεπερνάει τα 15 μέτρα. Κοντά της ένας μυχός στενός και αθέατος, μια φυσική πισίνα με κρυστάλλινα νε΄ρα.
– Εδώ είναι το ησυχαστήριό μου, λέει ο Αντώνης.
Στο νησάκι του Αϊ-Σώστη το μπαράκι είναι ανοιχτό.
Χαλαρώνουμε με καφεδάκι και αγναντεύουμε τη σκουρόχρωμη επιφάνεια της θάλασσας και την αναδυόμενη πανσέληνο του Οκτώβρη.
Θα πίστευε κανείς, ότι μετά το θαλασσινό ταξίδι και το ολόγιωμο φεγγάρι, δεν θα υπήρχε χώρος για άλλη εμπειρία. Η μέρα, ωστόσο, δεν είχε τελειώσει ακόμη. Στην ορεινή Ζάκυνθο, μακριά από τις ακτές, μας περιμένουν οι «Αλιτζερίνοι». Δευτέρα βράδυ και ο Αντώνης Μαρούδας έχει ανοίξει το μαγαζί μόνον για μας. Στην παραδοσιακή αίθουσα με τον ωραίο φωτισμό καταφθάνουν οι φίλοι, ο ένας μετά τον άλλον, ώσπου μαζευόμαστε περίπου 15.
Γιδόσουπα με κόκκινη σάλτσα απίστευτης νοστιμιάς, γίδα βραστή και σπλήνα γεμιστή, «σγαρτζέτο» (εντόσθια κατσικίσια σε μικρές γαρδούμπες), κεφτεδάκια, λουκάνικα και άλλα ορεκτικά που αδυνατώ να θυμηθώ. Τσιπουράκι στην αρχή και ύστερα κρασί, λευκό και μαύρο. Όταν, μετά τα μεσάνυχτα, επιστρέφουμε στο Κερί, νιώθουμε ακόμη πιο κοντά και οικεία μ’ αυτούς τους ωραίους ανθρώπους της Ζακύνθου.