Είναι αλήθεια, πως κάθε φορά που μιλάμε για Ζαγόρι, οι Φραγκάδες και οι Νεγάδες δεν είναι από τα πρώτα ονόματα που έρχονται στο νου μας. Όχι γιατί υπολείπονται σε ομορφιά ή παράδοση κάποιων άλλων διάσημων χωριών αλλά κυρίως γιατί η τουριστική υποδομή τους ήταν ως πρόσφατα ανύπαρκτη.

Είναι αλήθεια, πως κάθε φορά που μιλάμε για Ζαγόρι, οι Φραγκάδες και οι Νεγάδες δεν είναι από τα πρώτα ονόματα που έρχονται στο νου μας. Όχι γιατί υπολείπονται σε ομορφιά ή παράδοση κάποιων άλλων διάσημων χωριών αλλά κυρίως γιατί η τουριστική υποδομή τους ήταν ως πρόσφατα ανύπαρκτη.
Το χειμώνα του 2001 – μέρες Πρωτοχρονιάς – μας έφερε ο δρόμος στους Φραγκάδες, διαβατικούς προς το Ανατολικό Ζαγόρι.
– Να άλλο ένα ξεχασμένο χωριό του Ζαγοριού, είχα πει τότε στην Άννα. Σπάνια οι επισκέπτες φτάνουν ως εδώ. Μα κι αν ακόμα φτάσουν, το εγκαταλείπουν γρήγορα. Χωρίς ξενώνα και ταβέρνα δεν μένει ο επισκέπτης.
Δύο λεπτά αργότερα, στην είσοδο του χωριού, μας περίμενε ένα θέαμα απίστευτο. Πάνω από δέκα αυτοκίνητα ασφυκτιούσαν μπροστά σ’ ένα ογκώδες οίκημα, φωταγωγημένο και στολισμένο γιορτινά. Στο εσωτερικό της αίθουσας αναμμένα τζάκια, ωραία διακόσμηση, πρόσωπα χαρούμενα, πίτες, αγριογούρουνα, παραδοσιακή κουζίνα και κόκκινο κρασί. Ο ξενώνας «Πετρωτό» είχε αναλάβει το δύσκολο έργο, να ξαναφέρει τον κόσμο στους Φραγκάδες. Φύγαμε αργά μέσα στο χιόνι με την υπόσχεση να επιστρέψουμε …
ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
– Σας θυμάμαι, λέει ο Αλέξης. Είχατε καθήσει σ’ ένα μικρό τραπεζάκι στη γωνία, το μοναδικό που ήταν ελεύθερο. Σας είχα σερβίρει αγριογούρουνο, πίτα και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί.
Ο Αλέξης, ο ένας από τους τρεις γιους του Νίκου και της Φρόσως, δεν έχει αλλάξει από τότε, είναι πάντα το ίδιο ευγενικός και φιλικός. Περιφέρουμε τα βλέμματά μας στην όμορφη αίθουσα, τόσο ασφυκτικά γεμάτη την Πρωτοχρονιά του 2001 και τόσο ήρεμη αυτή την ηρωική ώρα του Νοέμβρη. Κάθε σημείο του χώρου αποπνέει καλαισθησία και γούστο. Το εξαιρετικό πλακόστρωτο δάπεδο συνυπάρχει αρμονικά με τα ταβάνια, φτιαγμένα παραδοσιακά με ξύλινα πηχάκια. Τα λευκά κουρτινάκια που κοσμούν τα σιδερόφρακτα παράθυρα επιτρέπουν στο φως να εισχωρεί διάχυτο από πολλά σημεία των τοίχων. Στοιχείο διακοσμητικό εξαίρετο είναι οι κομψές προθήκες που φιλοξενούν παλιά αντικείμενα και με τον εσωτερικό τους φωτισμό χαρίζουν στην αίθουσα μια ξεχωριστή προσωπικότητα.
Την ευχάριστη όψη του χώρου εστίασης συμπληρώνουν το τζάκι και το πετρόχτιστο μπαρ με τα ψηλά ξύλινα σκαμνιά. Ένας ιδιαίτερος χώρος καθιστικού, ζεστός και φιλόξενος, έχει δημιουργηθεί στο δυτικό τμήμα της αίθουσας. Εδώ, γύρω από το αναμμένο τζάκι, με κρασί ή τσιπουράκι στα χαμηλά στρόγγυλα τραπεζάκια, έμελλε να περάσουμε ευχάριστες ώρες με τους ανθρώπους των Φραγκάδων τις νύχτες του Νοέμβρη.
Μια εσωτερική πέτρινη σκάλα οδηγεί στα δωμάτια του δεύτερου ορόφου του ξενώνα. Στο τέλος της σκάλας δεσπόζει μια ωραιότατη αρχιτεκτονική κατασκευή. Όλος σχεδόν ο χώρος έχει παραμείνει ανοιχτός, δημιουργώντας έτσι ένα υπέροχο αίθριο, που δίνει στην αίθουσα του ισογείου μια αίσθηση απλοχωριάς και ελευθερίας. Σ’ ένα τμήμα του αίθριου φιλοξενείται ένα μικρό καθιστικό με επίπλωση εξαιρετικής ποιότητας και σκάκι, χώρος ιδανικός για κάποιες ήρεμες στιγμές. Εξίσου ευχάριστα είναι και τα δωμάτια του ξενώνα, που είναι λιτά αλλά όμορφα επιπλωμένα και διαθέτουν μεγάλη ευρυχωρία. Κάποια απ’ αυτά προσφέρουν θέα εκπληκτική στον ορεινό ηπειρωτικό ορίζοντα, όπου δεσπόζουν το Περιστέρι, τα Τζουμέρκα και το Μιτσικέλι.
Ένας άλλος σημαντικός πόλος έλξης για τους επισκέπτες του ξενώνα αλλά και των Φραγκάδων είναι η εξαίρετη μαγειρική της κυρίας Φρόσως. Σαν γνήσια ζαγορίσια νοικοκυρά ακολουθεί την γευστική παράδοση του τόπου της με κυρίαρχα πιάτα την εξαιρετική γίδα βραστή, ντόπιους γίγαντες με χόρτα στο φούρνο, γιαπράκια και αρνί στη γάστρα με πατάτες φούρνου. Κορυφαία γεύση είναι το ντόπιο αγριογούρουνο στιφάδο. Το καλοκαίρι κυριαρχούν το μοσχάρι με μελιτζάνες, το αρνί με φασολάκια και τα κολοκυθάκια γεμιστά. Δεν λείπουν βέβαια τα νόστιμα ντόπιο κρέατα της ώρας με το παραδοσιακό κοντοσούβλι, παϊδάκια και μπιφτέκι. Οι λάτρεις της ηπειρώτικης πίτας θα έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε χορτόπιτα με ποικιλία χόρτων, κοτόπιτα, τυρόπιτα, κολοκυθόπιτα, πρασόπιτα και βέβαια την πατροπαράδοτη και πασίγνωστη σ’ όλο το Ζαγόρι αλευρόπιτα. Την ίδια νοστιμότατη αυτή πίτα έχει την δυνατότητα να παραγγείλει ο επισκέπτης και στο πρωινό του, που περιλαμβάνει ντόπιο μέλι, χωριάτικα αυγά, σπιτικές μαρμελάδες, τυριά και αλλαντικά.
Για τη φιλόξενη διάθεση και την ευγένεια όλων των μελών της οικογένειας Πάντζου μόνον κολακευτικά θα μπορούσαμε να μιλήσουμε. Άλλωστε τα στοιχεία αυτά χαρακτηρίζουν κατά κανόνα κάθε Ηπειρώτη. Είναι εξαιρετικά ευχάριστο για μας να έχουμε για πρώτη φορά τη δυνατότητα της παραμονής στον ωραίο οικισμό των Φραγκάδων. Μακάρι να βρεθούν μιμητές της οικογένειας Πάντζου και σ’ όλα εκείνα τα μικρά Ζαγοροχώρια, που από έλλειψη τουριστικής υποδομής εξακολουθούν να παραμένουν άσημα και άγνωστα, με ελάχιστη ζωή.
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΡΑΓΚΑΔΕΣ
53 ασφάλτινα χιλιόμετρα χωρίζουν τους Φραγκάδες από την πόλη των Ιωαννίνων. Λίγο πριν φτάσουμε στο ωραίο χωριό το αντικρύζουμε απέναντί μας σκαρφαλωμένο αμφιθεατρικά, σε υψόμετρο από 900-1000 μέτρα, στην ΝΑ πλαγιά ενός κατάφυτου λοφίσκου. Ο άριστος προσανατολισμός του – όπως άλωστε και όλων των οικισμών του Ζαγοριού – του εξασφαλίζει ηλιοφάνεια καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας, δίνοντάς του κλίμα ξηρό και υγιεινό. Επιπλέον η θέση αυτή χαρίζει στους κατοίκους του θέα απεριόριστη σ’ όλο το ανατολικό, νότιο και δυτικό ορίζοντα, όπου δεσπόζουν οι εντυπωσιακοί ορεινοί όγκοι του Λάκμου, των Τζουμέρκων και του Μιτσικελιού. Όλος ο κοντινός ορίζοντας που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους Φραγκάδες και στα πανύψηλα αυτά βουνά είναι κατάσπαρτος από αναρίθμητους λοφίσκους, χαραδρώσεις και πτυχώσεις, ένα πολύπλοκο ανάγλυφο κατάφυτο από απέραντα δρυοδάση, αληθινή ευτυχία της όρασης.
Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος που φτάνει από τους Κήπους κόβει στα δύο τους Φραγκάδες, περνάει από την κεντρική πλατεία του Αγ. Δημητρίου και συνεχίζει προς τη Λεπτοκαρυά και το Ανατολικό Ζαγόρι. Με αφετηρία μας τον ξενώνα, που είναι το πρώτο οίκημα στην δυτική είσοδο του οικισμού, ξεκινάμε την περιήγησή μας στους Φραγκάδες.
Μπροστά από τον ξενώνα ανηφορίζει προς τα βόρεια ένα καλντερίμι φαρδύ και καλοδιατηρημένο. Περνάει ανάμεσα από συνεχόμενους φράκτες φτιαγμένους με καλή ξερολιθιά, που αποτελούν το σύνορο ανάμεσα στο δημόσιο δρόμο και τις ιδιοκτησίες των κατοίκων, μικρές κατά κανόνα αυλές με λουλούδια ή λαχανόκηπους. Τα σπίτια είναι πετρόχτιστα, τα περισσότερα στεγασμένα με την παραδοσιακή πλάκα του Ζαγοριού, κάποια όμως φέρουν σκεπή από κεραμίδι. Αυτή η εμφάνιση των κεραμοσκεπών αποτελεί παρέκκλιση από τον κανόνα των πλακόσκεπων στεγών, που χαρακτηρίζουν τα περισσότερα Ζαγοροχώρια. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε, ότι οι Φραγκάδες ήταν ένα από τα χωριά του Ζαγοριού, που γνώρισαν την καταστροφική μανία των Γερμανών σε όλη της την έκταση, αφού στις 23 Οκτωβρίου του 1943 τα σπίτια κάηκαν σε ποσοστό σχεδόν 80%. Για την εικόνα του χωριού πριν από την καταστροφή του σημειώνει σχετικά ο Θ. Σακελλαρίδης στο βιβλίο του «Φραγκάδες»:
«Προτού καεί το χωριό είχε πανέμορφα επιβλητικά σπίτια με δύο και τρεις ορόφους, χτισμένα από τον πολύχρονο μόχθο και ιδρώτα των ντόπιων και ξενιτεμένων Φραγκαδιωτών. Από τα 120 που είχε κάηκαν περίπου τα 80 που ήταν και τα καλύτερα. Τα λίγα που έμειναν μαρτυρούν την αρχοντιά, τον πολιτισμό και το καλαίσθητο πνεύμα που διέκρινε κάθε Φραγκαδιώτη. Φυσικά τα σπίτια αυτά τα έφταναν μόνον οι πλούσιοι και αποτελούσαν, εκτός από επίδειξη οικονομικής ευμάρειας και έναν τρόπο να ασφαλίζουν το βιος τους, αφού η ληστεία στα χωριά του Ζαγοριού βρισκόταν σε μεγάλη έξαρση στα χρόνια της τυραννίας. Οι πλακόστρωτες αυλές με καλοπελεκημένους οβορούς από βαριές δρύινες πόρτες, συμπλήρωναν τον πλούτο και το μεράκι του νοικοκύρη. Τα σπίτια που χτίστηκαν ύστερα από το κάψιμο και υπάρχουν σήμερα, δεν μπορούν να συγκριθούν και να παραβγούν μπροστά σ’ εκείνα που είχε το χωριό προτού καεί. Τα έργα του ανώνυμου σμιλευτή της πέτρας και του ξύλου, του ασπούδαστου μάστορα από τα χωριά της Κόνιτσας και του διακεκριμένου ζωγράφου των Χιονιάδων, μένουν αθάνατα. Τα βλέπουμε στις επιβλητικές εκκλησίες και στα ταπεινά ξωκκλήσια, στα καλντερίμια και στα τζάκια του χωριού. Τα βλέπουμε στα περίφημα τοξωτά γεφύρια, που κάνουν ευκολοδιάβατα τα ποτάμια και τους ορμητικούς χειμάρρους. Έργα αιωνόβια, που είναι σημάδια ενός αξιόλογου πολιτισμού που είχε αναπτυχθεί από τον 18ο αιώνα στο Ζαγόρι.
Άλλη απόδειξη μεγάλης φαντασίας, καλαίσθητου γούστου και νοικοκυροσύνης που είχαν πολλοί Φραγκαδιώτες, αντικατοπρίζετο στην εσωτερική διαρρύθμιση των σπιτιών. δωμάτια με σκαλιστά ταβάνια, με μεγάλα ευήλια παράθυρα, δωμάτια χειμωνιάτικα (μαντζάτα) με αναπαυτικά μπάσια καλοστρωμένα με χαλιά της Ανατολής, που η θαλπωρή του τζακιού το χειμώνα έδινε στην οικογένεια ευχάριστη ατμόσφαιρα. Κρεββάτες (σημερινά σαλόνια) τεράστιες, που χρησίμευαν για την υποδοχή των καλεσμένων στις γιορτές, στα γλέντια, στις διασκεδάσεις. Τα καλοκαιρινά (οντάδες) με τα όμορφα γύρω στους τοίχους ράφια, όπου οι οικοδέσποινες τοποθετούσαν με κάθε επιμέλεια μήλα νοστιμώτατα, αρωματικά κυδώνια και ρόδια, που χάριζαν στον επισκέπτη ευχάριστη ευωδιά.
Εκτός από τα παραπάνω δωμάτια το κάθε σπίτι είχε και την αποθήκη του. Σ’ αυτήν έβαζαν με μεγάλη τάξη τα διάφορα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης. Οι προμήθειες ήταν ανάλογες με τον αριθμό των μελών και την οικονομική άνεση της κάθε οικογένειας. Οι περισσότερο ευκατάστατες οικογένειες εφοδιάζονταν τρόφιμα περίπου για ένα χρόνο, «χρονικής», όπως συνήθιζαν να λένε. Αυτό γινόταν, γιατί κατά την χειμερινή περίοδο ήταν προβληματική και πολλές φορές αδύνατη η επικοινωνία με τα Γιάννινα. Τα περισσότερα είδη διατροφής τ’ αγόραζαν από πλανόδιους πωλητές, που έρχονταν πολλές φορές τότε στο χωριό.
Το ισόγειο του σπιτιού το χρησιμοποιούσαν για τη στέγαση των οικόσιτων ζώων. Εκτός από τους χώρους που χρησίμευαν για τα ζώα, πολλά σπίτια διέθεταν και «μπίμπσα», έναν σκοτεινό θολωτό χώρο που χρησίμευε για κελάρι. Τα βαρέλια (βαένια) που σώζονται ακόμα και σήμερα σε μερικά σπίτια που δεν κάηκαν αλλά και η έκταση των εγκαταλειμμένων αμπελιών μαρτυρούν τη μεγάλη σοδιά σε σταφύλια την εποχή εκείνη. Πριν από τον πόλεμο κάθε σχεδόν οικογένεια παρήγαγε πάνω από 500 οκάδες κρασί.
Με το κάψιμο του χωριού από τους Γερμανούς χάθηκε οριστικά ένας πολύχρονος αναπτυγμένος Ζαγορίσιος πολιτισμός, που κουβάλησαν με αίμα και μόχθο οι ξενιτεμένοι πρόγονοί μας στην αγαπημένη τους γενέτειρα».
Καθώς συνεχίζουμε την ανηφορική μας διαδρομή η θέα γίνεται όλο και ωραιότερη. Λίγο πιο πάνω το φαρδύ καλντερίμι διχάζεται σε δύο στενότερα. Το ένα κατηφορίζει ανατολικά προς την πλατεία, ενώ το άλλο συνεχίζει προς τα βόρεια, στο υψηλότερο σημείο του χωριού, στην εκκλησία της Παναγίας. Λίγο πιο κάτω συναντάμε μια μεγάλη σκεπαστή βρύση με αψίδες, κάποιες όμως σύγχρονες επεμβάσεις έχουν αλλοιώσει σ’ ένα βαθμό τον παραδοσιακό της χαρακτήρα. Πάνω από τη βρύση δεσπόζει ένα επιβλητικό τριώροφο αρχοντικό, που τώρα ανήκει στον Κλέαρχο Κονιτσιώτη. Σ’ αυτό το σημείο καταλήγει, μετά από κυκλική πορεία στο υψηλότερο τμήμα του χωριού και το δεύτερο παρακλάδι του φαρδιού καλντεριμιού. Ήδη όμως περνάμε δίπλα από άλλη μια βρύση κατασκευασμένη το 1938 και αμέσως μετά φτάνουμε στην πλατεία του χωριού, με την εξαιρετική πετρόχτιστη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Είναι η κεντρική εκκλησία του χωριού με θολωτές καμάρες στον εξωνάρθηκα και δύο ξεχωριστές εξώπορτες που η μία οδηγεί στον δίπατο γυναικωνίτη, χωρισμένο με καφάσια από την υπόλοιπη εκκλησία. Το έτος ανέγερσής της, όπως προκύπτει από εντοιχισμένη πλάκα στο δεξί μέρος της βόρειας πλευράς, είναι το 1799, που κατά σύμπτωση είναι το ίδιο έτος που μαρτύρησε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Πάνω από τις δύο εισόδους είναι ιστορημένη η εικόνα του Αγίου Δημητρίου, με ημερομηνία 23 Απριλίου 1803 στην είσοδο του κυρίως ναού.
Με διαστάσεις 21Χ12 μ. η εκκλησία είναι μια επιβλητική τρίκλιτη βασιλική μετά τρούλου, με πλούσια ιερά σκεύη και πολύτιμες εικόνες. Το δάπεδό της είναι πλακοστρωμένο με ορθογώνιες σχιστόπλακες. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο της, κατά τον Θ. Σακελλαρίδη, «μοιάζει δαντελένιο, καθώς το σκάλισμα προχωρεί βαθιά και δεν περιορίζεται στην επιφάνεια του ξύλου». Ο σκαλιστός άμβωνας και απέναντί του το δεσποτικό συμπληρώνουν την εσωτερική μεγαλοπρέπεια του ναού.
Επιβλητικό από κάθε άποψη είναι και το πετρόχτιστο καμπαναριό, που σε σχήμα εξαγώνου ορθώνεται σε ύψος 12 περίπου μέτρων μπροστά στην εκκλησία. Έτος ανέγερσής του, όπως προκύπτει από λευκή εντοιχισμένη πλάκα, είναι το 1833. Αποτελείται από τρεις ορόφους, που επικοινωνούν με ξύλινη σκάλα μεταξύ τους. Τον τελευταίο όροφο κοσμούν με την πλαστικότητά τους έξι μεγάλα τοξωτά παράθυρα. Σ’ αυτό τον όροφο είναι τοποθετημένες δύο καμπάνες, ένα σήμαντρο και ένα «τσιόκανο» (ξύλινο σήμαντρο). Όπως παραστατικά γράφει ο Σακελλαρίδης, «τις μεγάλες γιορτές τα παιδιά του χωριού, για να δείξουν ότι η γιορτή αυτή ξεχωρίζει από τις άλλες, τα χτυπούν όλα μαζί, με αποτέλεσμα μα σείεται από τους ήχους τους όλο το χωριό».
Καθόμαστε για λίγο στη μικρή πέτρινη βρύση κάτω από την εκκλησία και, καθώς αγναντεύουμε τον μακρινό ορίζοντα, έρχεται στο νου μας η γλαφυρή περιγραφή του Ιωάννου Λαμπρίδη (1839-1891), που έγραφε στα «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΑΓΑΘΟΕΡΓΗΜΑΤΑ» για τους Φραγκάδες: «Κείται επί λόφου μαγευτικού, έχει ορίζοντα εκτεταμένον, οδούς καλώς εστρωμένους, ύδατα ικανά, ρέοντα δι’ όλων των οδών και αρδεύοντα εκάστης οικίας το αειθαλές κηπάριον, και οικίας αξιολόγους. Η κωμόπολις αύτη απετελείτο το πάλαι, κατά την παράδοσιν, εκ πολλών τμημάτων, ως των κυρίων Φραγκάδων, Τσανάδων, Στρουμπέτσικο, Χριστοφόρου και Λίνου, συνοικισθέντων το πλείστον και συγκεντρωθέντων ύστερον εν τω χωρίω Φραγκάδες».
Τι γνωρίζουμε όμως για το απώτερο παρελθόν και την ιστορία των Φραγκάδων; Σύμφωνα με τον Σακελλαρίδη, η ίδρυση του οικισμού – μικρού στην αρχή – χρονολογείται πριν από το χρονικό της Βοτσάς, το 672 μ.Χ. Ακριβή στοιχεία για την ταυτότητα των πρώτων οικιστών δεν υπάρχουν. Πιθανόν να ήταν Σλάβοι και να κατοίκησαν στο κάτω μέρος του χωριού, στη σημερινή θέση «Σελιό». Αποτελούνταν από φτωχούς καλλιεργητές και κτηνοτρόφους. Το χωριό άρχισε να μεγαλώνει κατά το έτος 1583, όταν συγκεντρώθηκαν σ’ αυτό οι κάτοικοι των διαφόρων οικισμών που αναφέρθηκε πιο πάνω. Αιτία εγκατάλειψης αυτών των οικισμών υπήρξε μια μεγάλη επιδημία χολέρας, που έπληξε όλο το Ζαγόρι.
Επέλεξαν λοιπόν οι κάτοικοι τη σημερινή τοποθεσία του οικισμού, που παρείχε σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους άλλους, όπως καλύτερη θέση για άμυνα και προστασία από τους κλέφτες, περισσότερη καλλιεργήσιμη γη, άφθονα νερά για ύδρευση και άρδευση και κλιματολογικές συνθήκες πολύ ευνοϊκότερες.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Λαμπρίδη, οι Φραγκάδες συμπεριλαμβάνονταν στα 14 χωριά του Ζαγοριού που συνθηκολόγησαν το 1431 με τους Τούρκους, με την συμφωνία να αποστέλλονται κάθε χρόνο στην Πόλη 15 στρατιώτες (Βοϊνίκοι), καθώς και χρηματικό ποσό 500 «άσπρων». Οι Φραγκάδες αναγνωρίστηκαν ως κοινότητα μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, το 1913, ενώ με τον Νόμο του Καποδίστρια έχουν υπαχθεί στον Δήμο Τύμφης.
Αναφορικά με την ονομασία Φραγκάδες, αυτή προήλθε από του όνομα του Αντώνιου Φράγκου, ο οποίος μαζί με άλλους σωματοφύλακες, δολοφόνησε στις 23 Δεκεμβρίου του 1384 τον Σέρβο ηγεμόνα των Ιωαννίνων Θωμά Πρελούμποβιτς, που είχε ως κτήμα του το χωριό την εποχή που Ήπειρος τελούσε υπό Σερβοκρατία.
Από τις 9 Οκτωβρίου του 1431 μέχρι την απελευθέρωσή τους στις 12 Φεβρουαρίου του 1913 οι Φραγκάδες υπέστησαν πολλά δεινά και λεηλασίες από τους Τούρκους. Επίσης κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής θρήνησαν το χαμό εννέα παιδιών τους που υπηρετούσαν στον Ελληνικό Στρατό της άτυχης Μικρασιατικής Εκστρατείας. Η μεγαλύτερη βέβαια καταστροφή συνέβη το 1943 με το κάψιμο του χωριού από τους Γερμανούς.
Ο δρόμος συνεχίζει για λίγο βόρεια της πλατείας και καταλήγει έξω απ’ το χωριό με κατεύθυνση τη Λεπτοκαρυά. Εμείς κατηφορίζουμε κάτω από την εκκλησία, από όπου ξεκινούν δύο καλντερίμια, το ένα προς τα νότια και το άλλο προς τα δυτικά. Το πρώτο καταλήγει μετά από λίγο στα τελευταία σπίτια, στο κατώτερο σημείο του χωριού και αμέσως μετά στις εξοχές. Το δυτικό καλντερίμι, που είναι σχεδόν επίπεδο και καλοδιατηρημένο, είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Θεόδωρου Πετσιώνη, που το 1818 χρηματοδότησε το χτίσιμο του ομώνυμου γεφυριού έξω από το χωριό. Το καλντερίμι αυτό διασχίζει μια πολύ ωραία τοποθεσία του χωριού, με πολλά οπωροφόρα δέντρα, ένα σπίτι του 1888, καθώς και το διατηρημένο σε άριστη κατάσταση, παραδοσιακό σπίτι του πρώην υπουργού Κάρολου Παπούλια. Το καλντερίμι περνάει δίπλα από μια ωραία πετρόχτιστη και πλακοσκέπαστη βρύση, συνεχίζει για λίγο και ύστερα μετατρέπεται σε τσιμεντόδρομο, που βγαίνει έξω από το χωριό.
– Από αυτό το σημείο θα ξαναβγούμε στον ξενώνα, λέει ο Αλέξης και θα ολοκληρώσουμε έτσι την περιήγησή μας σ’ όλο το χωριό. Προηγουμένως όμως είμαστε υποχρεωμένοι να υποστούμε ένα μικρό γολγοθά.
Δεν έχει άδικο. Ένα στενό και παμπάλαιο καλντερίμι ξεκινάει κάθετα από τη θέση που βρισκόμαστε με κατεύθυνση βορειοδυτική. Η κλίση του είναι τρομερή, κυμαίνεται μεταξύ 18-20%, πράγμα που το καθιστά ένα από τα πιο απότομα καλντερίμια που έχω συναντήσει στο Ζαγόρι. Είναι όμως πολύ καλοφτιαγμένο, με αλλεπάλληλα οριζόντια διαζώματα από κάθετες πέτρες, που ανακουφίζουν τα βήματα στην ανάβαση, ενώ ταυτόχρονα παρέχουν απόλυτη προστασία από πιθανό γλίστρημα στην κατάβαση. Αφού – λόγω της τοπογραφίας του οικισμού στη συγκεκριμένη τοποθεσία – δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τη μεγάλη κλίση, οι παλιοί μαστόροι φρόντισαν τουλάχιστον με την εμπειρία και τη σοφή κατασκευή τους να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανότητες να υποστεί ο περιπατητής κάποιο ατύχημα.
Το ίδιο βράδυ το βοριαδάκι και ο ξάστερος ουρανός έχουν σαν συνέπεια να πέσει η θερμοκρασία αισθητά.
Απόψε η νύχτα είναι ιδανική για να βγάλουμε την τελευταία καζανιά τσίπουρου της φετινής χρονιάς, λέει ο Αλέξης.
Το καζαναριό βρίσκεται μερικές δεκάδες μέτρα κάτω απ’ τον ξενώνα. Μαζευόμαστε μια χαρούμενη συντροφιά, ανάβουμε το τζάκι και περιμένουμε. Οι μνήμες επανέρχονται ζωηρές, από την εποχή, που στο παραδοσιακό καζάνι ενός φίλου σε κρασοχώρι της Θεσσαλονίκης, έβγαζα κάθε χρόνο το δικό μου τσίπουρο με σταφύλια από το αμπέλι του. Βέβαια μέχρι το στάδιο της υγροποίησης και την έναρξη της απόσταξης η διαδικασία είναι αργή και απαιτείται υπομονή. Αυτή όμως ακριβώς η περίοδος της αναμονής που μεσολαβεί, από το άναμμα της φωτιάς κάτω απ’ το καζάνι ως τις πρώτες σταγόνες του προϊόντος της απόσταξης, είναι οι ωραιότερες ίσως ώρες για τσιπουράκι, μεζεδάκια στη θράκα, γέλια και πειράγματα, ωραίες ανθρώπινες στιγμές. Ύστερα ακολουθεί το τεχνικό μέρος της διαδικασίας, η συνεχής παρακολούθηση του οινοπνευματικού βαθμού του προϊόντος, το λεγόμενο «γραδάρισμα» και στο τέλος το «κόψιμο», το σταμάτημα δηλαδή της απόσταξης στον επιθυμητό οινοπνευματικό βαθμό. Στην Ήπειρο βέβαια, όπως άλλωστε και στη Στερεά, τη Νότιο Ελλάδα και τα περισσότερα νησιά, δεν συνηθίζουν να αναμειγνύουν με τα στέμφυλα τις ποικίλες αρωματικές ουσίες που προσθέτουν στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στη Θράκη, όπως γλυκάνισο, βασιλικό, θυμάρι, μαστίχα Χίου, μοσχοκάρυδο, μήλα, κυδώνια και τόσα άλλα. Έτσι το γευστικό αποτέλεσμα σ’ αυτές τις περιοχές (Ήπειρο κλπ.) είναι περίπου γνωστό εκ των προτέρων, αφού έχει τα χαρακτηριστικά του αρώματος και της γεύσης των ποικιλιών σταφυλιών που χρησιμοποιήθηκαν. Στη Βόρεια Ελλάδα αντίθετα μπορεί κάποιος να επεμβαίνει αποφασιστικά στη γεύση και στο άρωμα του τσίπουρου, μεταβάλλοντας κατά την προτίμησή του τις αναλογίες του γλυκάνισου και των υπόλοιπων αρωματικών ουσιών που συμμετέχουν κατά τη διαδικασία της απόσταξης. Έτσι το τελικό προϊόν μπορεί να επιφυλάσσει απρόβλεπτη γευστική εξέλιξη, μια αρκετή δόση «suspense», για να μεταχειρισθώ τον δόκιμο και πασίγνωστο αυτό Αγγλικό όρο.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα η απόσταξη τελειώνει, ο τόπος μοσχοβολάει από τις αναθυμιάσεις του φρέσκου τσίπουρου και τα ψητά κρέατα στη θράκα. Έξω το βοριαδάκι κατεβαίνει ψυχρό από τα Ηπειρωτικά βουνά, εμείς όμως, καθισμένοι πλάι στο τζάκι, το αγνοούμε.
Αν ποτέ σας προσκαλέσουν σε καζάνι, μην αρνηθείτε, αγαπητοί μας φίλοι.
ΣΤΗΝ ΩΡΑΙΑ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΑΔΩΝ
Η περιήγηση στη φύση των Φραγκάδων είναι συναρπαστική, αφού η ποικιλία του εδάφους και της βλάστησης ποτέ δεν κουράζει τον επισκέπτη. Βαθιές χαράδρες, ήπιες ρεματιές, ράχες βουνών και λόφοι, μικρές πεδιάδες και οροπέδια, όλα τα είδη των εδαφών εναλλάσσονται με καταπληκτική ποικιλία και συχνότητα. Και παντού άφθονα νερά, κοίτες χειμάρρων και ρυακιών που αυλακώνουν αυτό τον παράδεισο, μερικά μάλιστα με μόνιμη ροή σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Τα χιόνια και οι βροχές είναι πλουσιότατες και αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα όλης της περιοχής της δυτικής Πίνδου. Αντίστοιχα το κλίμα που επικρατεί είναι δροσερό και σχετικά υγρό το καλοκαίρι, ενώ είναι αρκετά ψυχρό από το Δεκέμβρη ως το Φλεβάρη, με συχνούς παγετούς και καταιγίδες.
Η βλάστηση, τόσο μέσα στο χωριό όσο και σ’ όλη τη γύρω περιοχή είναι άφθονη, με πολλά οπωροφόρα δέντρα και θάμνους. Στις δασικές εκτάσεις των χαμηλών υψομέτρων είναι σχεδόν καθολική η κυριαρχία της δρυός, που καταλαμβάνει 9000 στρέμματα από τις 23.000, που είναι η συνολική εδαφική επικράτεια των Φραγκάδων. Στα μεγαλύτερα υψόμετρα κάνει την εμφάνισή της η οξυά με 3000 περίπου στρέμματα, η ελάτη με 1000 και σε πολύ μικρότερη έκταση, μόλις 50 στρεμμάτων, η Μαύρη Πεύκη. Οι δασοσκεπείς και μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις καταλαμβάνουν το εκπληκτικό ποσοστό του 80% των συνολικών εδαφών της Κοινότητας Φραγκάδων. Έτσι ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού ασχολείται με την υλοτομία, ενώ επικουρικά με την γεωργία και κτηνοτροφία. Αυτές ωστόσο οι ασχολίες δεν είναι σε θέση να συγκρατήσουν τον ντόπιο πληθυσμό και ιδιαίτερα τους νέους, που ο αριθμός τους έχει συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια δραματικά, από την μετανάστευση στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας.
Κάθε εποχή του χρόνου στους Φραγκάδες έχει τη δική της ιδιαίτερη ομορφιά. Ο χειμώνας το κρύο και τις καμινάδες που καπνίζουν, τις ολόλευκες κορυφές των πανύψηλων βουνών αλλά και το χιόνι μέσα στο χωριό. Την άνοιξη και το καλοκαίρι όλη η φύση λουλουδιάζει, καλύπτονται οι λόφοι και οι πλαγιές με πυκνά καταπράσινα φυλλώματα και στα κλαδιά των δέντρων ωριμάζουν μήλα, κεράσια, καρύδια και κυδώνια. Όλα τα φρούτα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό είναι παρόντα εκτός από τα εσπεριδοειδή και την ελιά. Πιστεύουμε ωστόσο, πως ανάμεσα στις άλλες εποχές η πιο εκθαμβωτική είναι το φθινόπωρο, με την χρωματική έκρηξη των φυλλοβόλων δέντρων. Είναι η περίοδος – τόσο σύντομη δυστυχώς – της απόλυτης επικράτησης των γήινων χρωμάτων της βελανιδιάς, οξυάς, σφενδαμιού, γάβρου, λεύκας, ιτιάς, πλάτανου και των κατακόκκινων θάμνων του χρυσόξυλου. Που και που παρεμβάλλονται ανάμεσα σ’ αυτή την τεράστια χρωματική παλέτα της φύσης, οι συμμετρικές σκουροπράσινες σιλουέτες των κωνοφόρων και ιδιαίτερα των ελάτων. Την εποχή αυτή, σε όποιο σημείο κι αν γυρίσει κάποιος το κεφάλι του, όποιον δασικό δρόμο κι αν αποφασίσει ν’ ακολουθήσει, θα μείνει έκθαμβος από τη λαμπρότητα και την ποικιλία των χρωμάτων.
Ένα ηλιόλουστο πρωινό ξεκινάμε από τον ξενώνα να επισκεφθούμε τον Μύλο του Αλεξανδρή και το Γεφύρι του Πετσιώνη. Διασχίζουμε το χωριό με κατεύθυνση ανατολική προς Λεπτοκαρυά και σε απόσταση 1,3 χλμ. από τον ξενώνα συναντάμε στα δεξιά του δρόμου μια πινακίδα που μας κατευθύνει προς τον Μύλο του Αλεξανδρή. Ο χωματόδρομος είναι κατηφορικός και δύσβατος, τελείως ακατάλληλος για συμβατικά αυτοκίνητα. Μετά από 200 μέτρα διχάζεται, το αριστερό τμήμα οδηγεί σε αδιέξοδο ενώ το δεξί μετά από 400 μέτρα (600 συνολικά από την άσφαλτο) καταλήγει μπροστά στον Μύλο του Αλεξανδρή. Μετά τις εργασίες αποκατάστασης το πετρόχτιστο οίκημα διατηρείται εξωτερικά σε πολύ καλή κατάσταση, ενώ στο εσωτερικό του έχουν απομείνει ελάχιστα στοιχεία που θυμίζουν τη λειτουργία του.
Συνεχίζουμε την περιήγησή μας ανατολικά των Φραγκάδων, με προορισμό το φημισμένο Γεφύρι του Πετσιώνη. Σε απόσταση 2,9 χλμ. από τον ξενώνα συναντάμε στον δρόμο προς Λεπτοκαρυά την πινακίδα που μας κατευθύνει στο γεφύρι.
Κατηφορίζουμε δεξιά έναν χωματόδρομο αρκετά βατό, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες. Τα συμβατικά αυτοκίνητα είναι ενδεχόμενο να αντιμετωπίσουν κάποια προβλήματα, μόνον αν ο δρόμος είναι λασπωμένος. Σε κάθε περίπτωση όμως μπορεί να πάει κανείς και με τα πόδια, αφού η απόσταση από την άσφαλτο ως το σημείο που ξεκινάει το μονοπάτι για το γεφύρι είναι μόλις 1,4 χλμ., διαδρομή που καλύπτεται σ’ ένα 20λεπτο. Το σημείο που αρχίζει το μονοπάτι για το γεφύρι είναι πολύ χαρακτηριστικό, αφού εκεί ορθώνεται ένας χωμάτινος λοφίσκος με ένα πέτρινο εικονοστάσι στην κορυφή του. Είναι μια θέση θέας εξαιρετική, τόσο προς τους Φραγκάδες όσο και προς το γεφύρι, που αποκαλύπτεται χαμηλότερα στη ρεματιά, στην ίδια ευθεία με το χωριό.
Απαιτούνται λιγότερα από 3 λεπτά για να κατηφορίσουμε το μονοπάτι ως το γεφύρι.
Η εικόνα που αντικρύζουμε είναι εντυπωσιακή. Το δίτοξο γεφύρι του Πετσώνη ορθώνεται μεγαλόπρεπο πάνω από τα ήρεμε νερά του Ζαγορίτικου, ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση που δημιουργούν τα σκλήθρα, οι βελανιδιές, οι γάβροι, οι φράξοι και οι ιτιές. Οι διαστάσεις του είναι επιβλητικές, η κατασκευή του από τους έμπειρους μαστόρους της περιοχής Κόνιτσας, στιβαρή και περίτεχνη.
Ανεγέρθηκε το 1818 με δωρεά του καταγόμενου από το Δίλοφο Θεόδωρου Πετσιώνη. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση ο ευεργέτης γύριζε κάποτε στο χωριό του από ένα ταξίδι στη Βλαχία. Όταν έφτασε με το ζώο στο ποτάμι, διαπίστωσε με απογοήτευση, ότι εξαιτίας καταρρακτώδους βροχής η κοίτη του ποταμού ήταν φουσκωμένη και δεν του επέτρεπε να περάσει απέναντι. Υποχρεώθηκε λοιπόν να διανυκτερεύσει στο ύπαιθρο, περιμένοντας να υποχωρήσει η στάθμη στο ποτάμι. Αυτή η προσωπική του ταλαιπωρία τον ώθησε στην απόφαση να αναλάβει την χρηματοδότηση για την κατασκευή ενός γεφυριού. Δαπάνησε για το σκοπό αυτό 1200 ενετικά φλουριά. Ο ευεργέτης όμως δεν περιορίστηκε μόνον στην κατασκευή του γεφυριού. Άφησε στους κατοίκους των Φραγκάδων και ένα επιπλέον χρηματικό ποσό για τη συντήρησή του. Ο ιστορικός Λαμπρίδης αναφέρει σχετικά, ότι «ο ευεργέτης ούτος παρέδωκεν εις την Κοινότητα Φραγκάδων, προς ετήσιαν επισκευήν του σπουδαίου τούτου αγαθοεργήματος, γρόσια 1200 της εποχής εκείνης, άπερ έκτοτε κατά το σύνηθες αλλαχού εδαπανήθησαν. Πρόκειται δε το αξιόλογον τούτο έργον σπουδαίως να πάθη ένεκα της παραδειγματικής ακηδείας (αδιαφορίας) των διεπόντων τα της κοινότητος τούτης».
Ευτυχώς, οι απαισιόδοξες προβλέψεις του Λαμπρίδη δεν επαληθεύτηκαν. Η ισχυρότατη κατασκευή του γεφυριού άντεξε στο χρόνο και επιπλέον το 1973 πραγματοποιήθηκαν από την υπηρεσία αναστήλωσης αρχαιοτήτων εργασίες επισκευής, στις οποίες συμμετείχαν με προσωπική εργασία οι κάτοικοι των Φραγκάδων. Έκτοτε το Γεφύρι του Πετσιώνη κρίθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο και εξακολουθεί να παραμένει σε άριστη κατάσταση, εντυπωσιάζοντας με την περίτεχνη αρχιτεκτονική του.
ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟΥΣ ΝΕΓΑΔΕΣ
Θα ήταν ασυγχώρητη παράλειψη για τον επισκέπτη των Φραγκάδων, να μην αφιερώσει λίγο χρόνο για να γνωρίσει τους Νεγάδες. Στις παρυφές του κεντρικού οδικού δικτύου του Ζαγοριού, αθέατο μέσα σε πυκνά δάση οξυάς, βελανιδιάς και έλατου, μοιάζει το ιστορικό χωριό ν’ ακολουθεί στωικά τη μοίρα του, να ζει με αξιοπρέπεια τη μοναξιά του και να αναπολεί με παράπονο της μέρες δόξας και ακμής. Τότε που οι Νεγάδες ήταν από τα πιο ονομαστά χωριά του Ζαγοριού, με πληθυσμό χιλίων κατοίκων και 250 αρχοντόσπιτα. Τούρκικες και αλβανικές καταπιέσεις, ληστρικές επιδρομές και μετανάστευση, προκάλεσαν τη δραματική συρρίκνωση του πληθυσμού, την ερήμωση και κατάρρευση των περισσότερων σπιτιών.
Ήδη από τον Αύγουστο του 1893 η εφημερίδα «Φωνή της Ηπείρου» είχε επισημάνει την παρακμή των Νεγάδων και έγραφε σε ανταπόκριση του απεσταλμένου της: «Το χωριό τούτο προ πεντήκοντα εννέα ετών, ον το πρώτον του Ζαγορίου, ήδη κατήντησε το έσχατον, διότι οι πλείστοι των κατοίκων αυτού, αποχωρήσαντες εις ξένα μέρη λόγω της επαράτου ληστείας, εγκατέλιπον αυτό ανεπιστρεπτεί. Υπέρ τας πεντήκοντα μεγάλους οικίας ηρίθμησα κατεστραμμένους. Την αρχαίαν εύκλειαν δύναται να ίδη τις εν τω μεγαλοπρεπεί ναώ του Αγίου Γεωργίου και τω εξαγώνω κωδωνοστασίω, εν ω εκκρεμές ωρολόγιον ήρτηται. Σήμερον αριθμεί εν όλω οικογενείας 80 …»
Δύο χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1895, έγραφε η ίδια εφημερίδα: «Όσον αφορά δια το χωρίον Νεγάδες, κατατήκεται η καρδία μου αναλογιζομένου πόσον βαθμού ευημερίας και ιπποτισμού κατήντησε να κατοικείται υπό ολίγων οικογενειών, των πλείστων απόρων και δυστυχών. Ήτο το πρώτον του Ζαγορίου χωρίον υπό έποψιν πλούτου και μεγαλοπρεπείας και ήδη μόνον το κωδωνοστάσιον μετά του ευμεγέθους ωρολογίου του, η αριστοκρατική εκκλησία του χωρίου και λείψανα τινά μεγαλοπρεπεστάτων οικιών, μένουσι μαρτύρια της ποτέ υπαρχούσης εν τω χωρίω λαμπρότητος».
Ωστόσο, παρά την διαπίστωση της παρακμής του τόπου, τον Σεπτέμβριο του 1901 γράφει η ίδια εφημερίδα για τους κατοίκους των Νεγάδων: «Διακρίνεται η κοινότης δια την λεπτότητα της ανατροφής των κατοίκων, οίτινες καίτοι άποροι, ούδεν ήττον είσιν ευγενείς και ευπροσήγοροι και λίαν λεπτοί εις τους τρόπους».
Στις αρχές του 19ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1805, ο Γάλλος περιηγητής και ιστορικός συγγραφέας Πουκεβίλλ διορίστηκε από τον Μ. Ναπολέοντα ως πολιτικός πράκτορας της Γαλλίας στην Αυλή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, με τον οποίο συνδέθηκε στενότατα. Στην δεκαετία που παρέμεινε στα Ιωάννινα επισκέφθηκε και τους Νεγάδες και φιλοξενήθηκε στο αρχοντικό του Ανανίογλου. Ήταν η εποχή της ακμής των Νεγάδων και ο Γάλλος περιηγητής εντυπωσιασμένος σημείωνε, ότι «παρουσιάζουν την όψιν Ιταλικού χωριού, πλεονέκτημα το οποίον οφείλουν εις το εμπόριον των κατοίκων των, οι οποίοι διενεργούν συναλλαγάς σημαντικωτάτους μεταξύ της Κωνσταντινουπόλεως και της Βλαχίας».
Αλλά και ο Ι. Λαμπρίδης στα «Ζαγοριακά» του 1889 παρομοιάζει τους Νεγάδες με μικρογραφία της όμορφης Γαλλικής πολιτείας Aix la Chappelle στα σύνορα της Γαλλίας, Ελβετίας και Γερμανίας, χαρακτηρίζει δε τους Νεγάδες ως «έδρα της πολυτελείας και του πλούτου από του 1740 ιδίως μέχρι του 1855».
Πιο πρόσφατα ακόμη, το 1955, ο πολύ σημαντικός λαογράφος, φυσιοδίφης και συγγραφέας Κώστας Λαζαρίδης από το Κουκούλι, λέει για τους Νεγάδες ότι «είναι χωριό με βαριά αρχοντιά και με πρωτοφανή πολιτισμό στην περιοχή του Ζαγοριού, από τα λίγα χωριά που άνθισαν και αναδείχθηκαν τόσο πολύ».
Από πότε όμως υπάρχουν και που οφείλουν αυτή την ανάπτυξή τους οι Νεγάδες;
Κατά τον Μάνθο Κ. Οικονόμου, η ίδρυση του οικισμού φέρεται κατά το έτος 1312, με πρώτον οικιστή τον μεγαλοεπιχειρηματία Γεώργιο Νέγα, από τον οποίο πήρε το όνομά του ο οικισμός. Αρχικά το χωριό είχε περιορισμένη έκταση, αποτελείτο από 11 μικρά σπίτια, γρήγορα όμως μεγάλωσε με την συνένωση και των γύρω οικισμών.
Για πολλά χρόνια οι πρώτοι Νεγαδιώτες είχαν ως κύρια ενασχόληση την καλλιέργεια της γης και την κτηνοτροφία. Με την πάροδο του χρόνου και τη μεταβολή των συνθηκών ζωής η γεωργία και η κτηνοτροφία αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Έπρεπε να βρεθούν άλλοι βιοποριστικοί τρόποι για να συντηρηθούν οι πολυμελείς οικογένειες. Άρχισαν λοιπόν, δειλά στην αρχή και με μεγαλύτερη τόλμη στη συνέχεια, τα ταξίδια των Νεγαδιωτών σε ξένους τόπους, Βλαχία, Μολδαβία, Βεσσαραβία, Ρωσσία, Αυστρία, Βουλγαρία, Κωνσταντινούπολη, Μικρά Ασία και αλλού. Τα επαγγέλματα που έκαναν στα ξένα ήταν πολλά και ποικίλα, από τα πιο ταπεινά ως τα σημαντικότερα. Πάντα όμως ζούσαν με λιτότητα, για να εξοικονομήσουν όσο περισσότερα μπορούσαν για το σπίτι τους. Η διάρκεια του ταξιδιού ξεπερνούσε πολλές φορές τα δύο χρόνια, αφού όνειρο κάθε Νεγαδιώτη ήταν να αποκτήσει αρκετά χρήματα και μετά να γυρίσει στο χωριό του για να αναπαυθεί, να μεγαλώσει το σπίτι του ή να κάνει κάποια ευεργεσία για τον τόπο.
Αρκετοί επιδόθηκαν και στο εμπόριο, από το οποίο απέκτησαν τόσα πλεονάζοντα χρήματα, ώστε να κάνουν και αγορές στους ξένους τόπους. Κατά τον Γ. Β. Σωτήρη, 90 συνολικά οικογένειες Νεγαδιωτών απέκτησαν αστικά ή αγροτικά αυτοκίνητα στους τόπους που ταξίδευαν. Κάποιοι επίσης ασχολήθηκαν με την προμήθεια, από τη Βλαχία και Μολδαβία, προβάτων για τον αυτοκρατορικό οθωμανικό στρατό, εισπράττοντας το γνωστό «προβατονόμιο».
Στην εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών» του Δεκεμβρίου του 1955, ο Κ. Λαζαρίδης από το Κουκούλι έγραφε τα εξής για τα ταξίδια στους Νεγάδες:
«Για να καταδειχθή πόσο μεγάλος αριθμός Νεγαδιωτών ήταν ταξιδεμένοι στη Βλαχία και στη Βεσσαραβία, αναφέρω το παρακάτω γεγονός.
Ο προπάππος μου από το Κουκούλι, Αστερινός Κόκκορας, είχε αρχικό επάγγελμα «φλοκοτάς», δηλ. έραβε γυναικεία φλοκοτά. Εγκατέλειψεν όμως την τέχνην του αργότερα και άρχισε να μετέρχηται το επάγγελμα του μεταφορέα χρημάτων των ταξιδεμένων Νεγαδιωτών, δηλαδή έγινε, να πούμε, κινητός τραπεζίτης. Μόνο η συναλλαγή του με τα σπίτια των ταξιδεμένων ήταν αρκετή να του προσπορίζει τα αναγκαία έσοδα. Κάθε δύο χρόνια πραγματοποιούσε κι ένα ταξίδι προς τη Ρουμανία και Ρωσσία, συναντούσε όλους τους εκεί Νεγαδιώτες και έπαιρνε χρήματα, τα οποία μετέφερε και τα έδινε στην οικογένεια του κάθε ξενιτεμένου. Εννοείται, ότι τον καιρό που βρισκόταν στο Κουκούλι, πίστωνε και διάφορες οικογένειες από Νεγάδες που είχαν ανάγκη από χρήματα, τα οποία εισέπραττε, όταν πήγαινε πάλι εκεί. Όλες βέβαια αυτές οι συναλλαγές απέναντι αμοιβής η και καταβολής σχετικού τόκου ή ποσοστών. Από τους λογαριασμούς αυτούς που έχω στα χέρια μου και που αναφέρονται στην εικοσαετία 1856-1875, καταφαίνονται αρκετά πράγματα γύρω από την τότε συναλλαγή και την οικονομική πίστη που επικρατούσε στα χωριά του Ζαγοριού».
Δεν είναι ακριβώς γνωστό, πότε ξεκίνησαν τα ταξίδια οι Νεγαδιώτες. Το βέβαιο όμως είναι, πως ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα, το χωριό παρουσίασε μια σπάνια οικονομική και πολιτιστική ακμή, μια πολυτέλεια και έναν πλούτο, που από το 1740 ως το 1850, σηματοδότησαν την αίγλη των Νεγάδων σ’ όλο το Ζαγόρι.
Μία από τις πρώτες προτεραιότητες των ξενιτεμένων, που γύριζαν πλουτισμένοι στο χωριό τους, ήταν να μεγαλώσουνε το σπίτι τους, σημάδι αδιάψευστο οικονομικής ευμάρειας και προκοπής στους συγχωριανούς τους. Την περίοδο εκείνη χτίστηκαν σπίτια με επιβλητική μεγαλοπρέπεια, διώροφα, τριώροφα, ακόμη και τετραώροφα, αληθινά παλατάκια. Για την ασφάλεια από τους ληστές και από τους Τούρκους ήταν περιτριγυρισμένα από αυλότοιχο που ξεπερνούσε σε ύψος τα δύο μέτρα, ο λεγόμενος «οβορός». Η αυλόθυρα, που ήταν στο ύψος του οβορού ή και ψηλότερη ακόμη, σκεπαζόταν με στέγη διπλόρριχτη, που σχημάτιζε δύο υπόστεγα, ένα προς το εσωτερικό της αυλής κι ένα προς το έξω μέρος του δρόμου.
Η εξώπορτα ήταν φτιαγμένη από χοντρές και πλατιές «δρένιες» (δρύινες) σανίδες, που καρφώνονταν σε ισχυρά δοκάρια με χοντρά γύφτικα καρφιά, τα γνωστά «περόνια» με το πλατύ κεφάλι.
Η αυλή ήταν ευρύχωρη, στρωμένη με πλάκες και γεμάτη με κληματαριές και διάφορα λουλούδια.
Το εσωτερικό βέβαια των αρχοντικών απέπνεε πολυτέλεια και πλούτο με τους άνετους οντάδες, τα ζεστά μαντζάτα, τα ξυλόγλυπτα ταβάνια, τα καλλιτεχνικά τζάκια, τις τεράστιες ηλιόλουστες κρεβάτες με τα σιδερόφρακτα παράθυρα και τριγύρω τα μπάσια, σκεπασμένα με πολύχρωμα κιλίμια. Αναμνηστικές οικογενειακές και φωτογραφίες προγόνων στόλιζαν τους τοίχους. Τα κελάρια ήταν γεμάτα με κρασιά και με γεννήματα, που κάλυπταν για μεγάλο διάστημα τις ανάγκες της οικογένειας. Όλα τα σπίτια ήταν πεντακάθαρα και το εσωτερικό τους έδειχνε την τάξη τη νοικοκυροσύνη και τον πολιτισμό των ιδιοκτητών τους.
Μα σήμερα; Τι έχει απομείνει σήμερα από εκείνη την αρχοντιά και την αίγλη των Νεγάδων; Που είναι οι πολυταξιδεμένοι αφεντάδες με τις μεγάλες τους φαμίλιες; Που είναι οι λαμπροί χοροί και οι συγκεντρώσεις, όπου με περίσσια αυστηρότητα αλλά και σύνεση αποφασίζονταν τα συνοικέσια των νέων του χωριού;
Αγναντεύουμε από μακρυά το πανέμορφο αλλά τόσο συρρικνωμένο σε έκταση και μεγαλοπρέπεια χωριό και προσπαθούμε να μαντέψουμε. Ίσως μόνον ο επιβλητικός όγκος της περίφημης τρισυπόστατης εκκλησίας των Νεγάδων και δυο τρία αρχοντικά θυμίζουν κάτι από το φημισμένο παρελθόν. Το άρωμα ωστόσο από την αίγλη των Νεγάδων παραμένει, δεν μπόρεσαν να το εξαλείψουν οι αιώνες παρακμής που μεσολάβησαν.
Το διακρίνουμε στα παλιά και καλοδιατηρημένα καλντερίμια, στην τάξη και την καθαριότητα των εξωτερικών χώρων, στα ομορφοχτισμένα σπίτια και στις περιποιημένες τους αυλές, στη φυσική ευγένεια και την ηρεμία των ελάχιστων κατοίκων.
Από την σκεπασμένη με φθινοπωρινά ξερόφυλλα πλατεία του Αγ. Γεωργίου κατευθυνόμαστε προς τα βόρεια και μετά από 100 περίπου μέτρα βρισκόμαστε σε μια μικρή πλακόστρωτη πλατειούλα, με καφενεδάκι και μεγάλο πλάτανο. Από εδώ ξεκινούν τρία θαυμάσια ανηφορικά καλντερίμια προς τα δυτικά και βόρεια του χωριού. Μερικές δεκάδες μέτρα πιο πάνω ορθώνεται το επιβλητικό τριώροφο αρχοντικό του Λώλη, που μας χαρίζει μια νότα αισιοδοξίας, αφού εξακολουθεί να κατοικείται. Ένα εντοιχισμένο λιθανάγλυφο πάνω από την είσοδο μας φανερώνει την χρονολογία κτίσης του, που είναι πιθανότατα το έτος 1807. Γνήσιος εκπρόσωπος της περιόδου ακμής του τόπου, το αρχοντικό μας εντυπωσιάζει με τη βαριά φρουριακή κατασκευή του, την εξαιρετική τοιχοποιία του, τις πολλές οριζόντιες ξυλοδεσιές και τα μικρά, σιδερόφρακτα παράθυρα.
Δίπλα από το αρχοντικό ανηφορίζει στενό, καλντεριμωτό μονοπάτι, που σε ελάχιστα λεπτά μας οδηγεί στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, στο υψηλότερο σημείο του χωριού. Πανύψηλες βελανιδιές περιβάλλουν την εκκλησία δημιουργώντας ένα φυσικό περιβάλλον μαγευτικό. Η αρχιτεκτονική της εκκλησίας με τις ωραίες πέτρινες αψίδες στον εξωνάρθηκα είναι πανομοιότυπη με του Αγ. Γεωργίου, οι διαστάσεις της όμως είναι σαφώς μικρότερες. Χρονολογία ανέγερσης είναι το 1798, σύμφωνα δε με τον ιστορικό Ι. Λαμπρίδη στα «Ζαγοριακά» του 1889: «ο δε της Κοιμήσεως δαπάνη μεν του Κ. Σαρρή, επιμελεία δε και του Κ. Σεργιάννη ανηγέρθη».
Ακριβώς κάτω από την εκκλησία το μονοπάτι συνεχίζει τη διαδρομή του και χάνεται στα δάση. Καλαίσθητες πινακίδες προσκαλούν τους λάτρεις της πεζοπορίας ν’ ακολουθήσουν τις παλιές στράτες προς Κήπους ( 1 ώρα και 25΄), Τσεπέλοβο (1:40) και Σκαμνέλι (1:40΄). Επιστρέφουμε από την εκκλησία της Θεοτόκου και βαδίζουμε το καλντερίμι της οδού Χαυγιάρη, στο ΒΑ τμήμα του χωριού. Είναι μια ωραία γειτονιά, με μερικά μεγάλα όμορφα σπίτια αλλά και κάποια λίγα που έχουν τσίγκινη σκεπή. Μετά τα τελευταία σπίτια αρχίζει το δάσος, που άλλωστε περιβάλλει από κάθε σημείο τους Νεγάδες.
Άλλο ένα θαυμάσιο καλντερίμι κατευθύνεται προς τα Δ, ανάμεσα από πυκνά δομημένα σπίτια και φράκτες αυλών με έξοχη τοιχοποιία. Εδώ είναι η οδός Θανάση Βάγια, που μετά από μερικές δεκάδες μέτρα περνάει μπροστά από το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα και κατευθύνεται προς το ΒΑ. Ο ίδιος δρόμος συνεχίζει προς τα Ν και ΝΔ. Ένα τμήμα του καταλήγει στο δυτικό άκρο του χωριού, σε κτήματα με οπωροφόρα δέντρα. Το νότιο τμήμα κατηφορίζει και καταλήγει στην πλατεία του Αγ. Γεωργίου. Στενά καλντερίμια κάτω από την πλατεία καταλήγουν στα νότια και ανατολικά άκρα του οικισμού, στις παρυφές μιας απότομης και πυκνοδασωμένης χαράδρας. Σε πολύ λίγο λοιπόν χρόνο και μ’ έναν εξαιρετικά ευχάριστο περίπατο έχουμε ολοκληρώσει την περιήγησή μας στο σύνολο σχεδόν του οικισμού, έναν από τους πιο μικρούς και γραφικούς του Ζαγοριού.
Ως τελευταίο – και κορυφαίο – σημείο επίσκεψής μας στους Νεγάδες έχουμε αφήσει τον περίφημο τρισυπόστατο ναό, τον επιβλητικότερο σ’ όλο το Ζαγόρι. Η εκκλησία είναι τρίκλιτη βασιλική με μεγαλειώδεις διαστάσεις 30,50 Χ 17,50 Χ 9 μέτρα. Το κεντρικό κλίτος είναι αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο, το βόρειο (αριστερό) στην Αγία Τριάδα, ενώ το νότιο (δεξί) στον Άγιο Δημήτριο τον Μυροβλήτη. Μολονότι η εκκλησία δεν χωρίζεται σε τρία ιδιαίτερα και αυτοτελή τμήματα, έχει εντούτοις στο Ιερό τρεις ιδιαίτερες Άγιες Τράπεζες καθώς και τρεις Ωραίες Πύλες. Διαθέτει επίσης και τρεις εισόδους, στην βόρεια, τη νότια και την δυτική.
Στις κτητορικές επιγραφές που σώζονται στις κεντρικές εισόδους του βορείου και νοτίου κλίτους αναγράφεται, ότι «ΕΚΤΙΣΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΙ’ ΕΞΟΔΟΥ Χ΄΄ ΜΑΝΘΟΥ ΓΚΙΝΟΥ ΜΑΪΟΥ 2, 1792».
Στην εσωτερική όμως υπέρθυρη επιγραφή της βορείας κεντρικής εισόδου αναγράφονται, εκτός από τον κτήτορα Χατζημάνθου Γκίνου, και τα ονόματα των κτητόρων των δύο προηγούμενων εκκλησιών, που προϋπήρχαν στην ίδια θέση. Η πρώτη ήταν πολύ μικρή και κτίσθηκε ταυτόχρονα με την ίδρυση του οικισμού. Στα βημόθυρα του τέμπλου του παρεκκλησίου των Αγίων Πάντων υπάρχει η επιγραφή: «1717 Σεπτεμβρίου 17, δια χειρός εμού του ταπεινού Νικολάου εκ Καλαρρυτών». Από αυτή την επιγραφή αλλά και από αντίστοιχες χρονολογικά εικόνες, συμπεραίνεται, ότι η δεύτερη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου κτίσθηκε κατά τα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνος.
Τα εγκαίνια της τρίτης κατά σειράν εκκλησίας – με την σημερινή μορφή – έγιναν την 3η Νοεμβρίου του 1795 από τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Μακάριο, στην δε λειτουργία έλαβαν μέρος 22 ιερείς και 2 διάκονοι.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο ευεργέτης Χατζημάνθος Γκίνου ταξιδεύοντας στην Βεσσαραβία της Ρουμανίας ως τροφοδότης του τουρκικού στρατού, κατηγορήθηκε για κατάχρηση. Προσευχήθηκε τότε στο Θεό και στον Άγιο Γεώργιο να τον λυτρώσουν από την κατηγορία, κάνοντας τάμα την ανέγερση μεγαλόπρεπης εκκλησίας. Όταν αθωώθηκε από την άδικη κατηγορία εκπλήρωσε το τάμα του, μεταφέροντας τον χρυσό ανάμεσα σε σάκκους με καρφιά, γιατί την εποχή εκείνη ο κίνδυνος των ληστών ήταν μεγάλος.
Με τις γνωριμίες του Αλέξη και της κυρίας Φρόσως των κατοίκων των Νεγάδων είχαμε την εξαιρετική τύχη να μας ανοίξουν δύο φορές την εκκλησία και να περιεργασθούμε τις θαυμαστές της λεπτομέρειες. Στο ημίφως του φυσικού φωτισμού που επικρατεί στη εκκλησία, το μεγαλειώδες εσωτερικό αποκτάει μιαν εικόνα γεμάτη γοητεία και μυστήριο. Το δάπεδο είναι στρωμένο με τις αυθεντικές του πλάκες. Τα πανύψηλα ταβάνια – από όσο είμαστε σε θέση να διακρίνουμε – είναι εξ ολοκλήρου ξυλόγλυπτα και χρωματισμένα, αληθινά έργα τέχνης. Τα βαρύτιμα μπρούτζιν μαουάλια, αφιερωμένα κι αυτά από τον κτήτορα, φέρουν χαραγμένη ημερομηνία 20 Μαΐου 1790.
Εκείνα όμως τα στοιχεία που κάνουν τον ναό μοναδικό, είναι αφ’ ενός το εντυπωσιακό του τέμπλο – ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα της Ορθοδοξίας – και αφ’ ετέρου η έξοχη τοιχογράφηση, που καλύπτει κάθε τετραγωνικό εκατοστό των απέραντων εσωτερικών επιφανειών. Κατά τον ιερέα Δημήτριο Βουζουκλή, «το Εικονοστάσιον (τέμπλον) είναι αρίστης γλυπτικής τέχνης εκ ξύλου καρυδιάς, επιχρυσωμένου δια κόνεως εκ καθαρού χρυσού, περιέχει δε διακοσίας επτά εικόνας». Το τέμπλο και οι ξυλογραφίες θεωρούνται από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της Ηπειρώτικής τέχνης κατά τα χρόνια της δουλείας.
Οι εξαιρετικές τοιχογραφίες αφετέρου παρουσιάζουν νεοβυζαντινή τεχνοτροπία Ηπειρώτικής τέχνης και ζωγράφων Καπεσοβιτών. Κατά τη γνώμη των ειδικών σε μερικές περιπτώσεις η οστεώδης μορφή των προσώπων του Αγίων και η κατακόρυφη γραμμή της μορφής τους θυμίζουν έργα του Δομίνικού Θεοτοκόπουλου. Στις τοιχογραφίες ιστορούνται όλα τα αξιομνημόνευτα γεγονότα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Μένουμε κυριολεκτικά εμβρόντητοι από το απίστευτο πλήθος των παραστάσεων. Ανάμεσα στις εκατοντάδες που υπάρχουν αναφέρουμε τελείως ενδεικτικά την Κοσμογονία, τη Δημιουργία του Αδάμ και Εύας, την Έξοδο από τον Παράδεισο, τον Πύργο της Βαβέλ, τα Σόδομα και Γόμορα, τον Κατακλυσμό, τους Προφήτες, την Γέννηση του Κυρίου, την Βάπτιση, τα Θαύματα, τη Σταύρωση, την Ταφή και την Ανάσταση, την Δευτέρα Παρουσία, τους 12 Αποστόλους, τις Οικουμενικές Συνόδους και αναρίθμητα άλλα θέματα. Κάποιες βέβαια τοιχογραφίες, ιδιαίτερα σε υψηλά σημεία των τοίχων, έχουν επηρεασθεί από την υγρασία και χρήζουν άμεσης συντήρησης.
Το εκπληκτικότερο όμως θέμα, και ένα από τα σπανιότερα σε Ελληνικό Ορθόδοξη Ναό, είναι η απεικόνιση δύο σπουδαίων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, πρόδρομων του Χριστιανισμού, του Αριστοτέλη και του Πλούταρχου. Στην πρώτη επίσκεψή μας δεν καταφέραμε να τους εντοπίσουμε ανάμεσα στις αναρίθμητες παραστάσεις. Την δεύτερη όμως φορά, ο καλοκάγαθος κυρ – Τάκης από τους Νεγάδες μας τους έδειξε, ψηλά σ’ ένα παράθυρο στο βόρειο κλίτος του ναού. Ήταν τόσο μεγάλη η απόσταση που μας χώριζε, ώστε κάθε απόπειρα φωτογράφησης ήταν μάταιη. Ο καλός άνθρωπος βρήκε τη λύση. Ψάχνοντας στον ισόγειο γυναικωνίτη – που δυστυχώς παρουσιάζει σήμερα την όψη αποθήκης – ανακάλυψε μια τεράστια ξύλινη σκάλα, που την μεταφέραμε μαζί και την στερεώσαμε στον τοίχο. Έτσι η Άννα κατάφερε να ανεβεί και να φωτογραφίσει τις μορφές των δυο φιλοσόφων της Αρχαίας Ελλάδας.
Εγκαταλείπουμε τον Ναό των Νεγάδων γοητευμένοι, με την πεποίθηση, ότι δύσκολα η Ορθοδοξία θα μπορούσε να στεγασθεί σε ωραιότερο κατάλυμα. Η μοναδική μας ίσως ένσταση σχετικά με τον περιβάλλοντα χώρο της εκκλησίας είναι η παράταιρη παρουσία ενός παμπάλαιου αυτοκινήτου PEUGEOT, που σκουριάζει με τα χρόνια δίπλα στον περίβολο. Το αυτοκίνητο – αντίκα μας είναι οπωσδήποτε συμπαθέστατο, πιστεύουμε όμως, πως κάποιος διακριτικότερος χώρος θα μπορούσε να στεγάζει τα γηρατειά του.
ΤΑ ΑΘΕΑΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ
ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΑΔΩΝ ΚΑΙ ΝΕΓΑΔΩΝ
Καθώς ο Νοέμβρης πλησιάζει προς το τέλος του, οι αισιόδοξες μετεωρολογικές προβλέψεις μας παρακινούν για ένα νέο ταξίδι στο Ζαγόρι. Αθέατα μέσα στις απόκρυφες ρεματιές τους, τα πέτρινα γεφύρια των Φραγκάδων και Νεγάδων είναι για μας μια ακατανίκητη πρόκληση να τα εντοπίσουμε και να τα φωτογραφίσουμε. Τα θαυμαστά αυτά μνημεία της αξεπέραστης αρχιτεκτονικής του Ζαγοριού πάνω από τα γοργοκίνητα ρέματα, έχουν συμβάλει για αιώνες στην ασφαλή διακίνηση εμπορευμάτων και ανθρώπων. Πιστεύουμε λοιπόν, πως η ακριβής περιγραφή των χαρακτηριστικών τους και της θέσης τους είναι μια ελάχιστη συμβολή στην ανάδειξη της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς, ενώ παράλληλα θα είναι μια πολύτιμη πυξίδα στα χέρια κάθε φυσιολάτρη ή ανθρώπου που συγκινείται απ’ την παράδοση.
Με λαμπρό καιρό που θυμίζει καλοκαίρι, ξεκινάμε με τον Αλέξη να τα ανακαλύψουμε. Πολύτιμο οδηγό μας σ’ αυτό το οδοιπορικό του παρελθόντος των Φραγκάδων έχουμε τον Ναπολέοντα Καλογήρου. Υλοτόμος από την παιδική του ηλικία, βραχύσωμος και ευκίνητος παρά τα 72 του χρόνια, ο συμπαθέστατος αυτός άνθρωπος δεν έχει πάψει να ασχολείται με το δάσος. Βουνοκορφές, ράχες, βοσκοτόπια και φαράγγια, κάθε σημείο της περιοχής του Ζαγοριού, είναι συνδεδεμένο με αναρίθμητες αναμνήσεις της ζωής του. κάποιες απ’ αυτές είναι τραγικές, ιδιαίτερα όσες αναφέρονται στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου.
– Ας αρχίσουμε πρώτα απ’ το γεφύρι του Μπογδάνη, του «Μπογντάν», όπως το λέμε εμείς στη γλώσσα μας, προτείνει ο Ναπολέων. Είναι το πιο μακρινό και ξεχασμένο, πολύ δύσκολο να το βρείτε, αν δεν σας πάει άνθρωπος που ξέρει.
Ξεκινάμε από τον ξενώνα με κατεύθυνση προς Κήπους και μετά από 1,5 χλμ. εγκαταλείπουμε την άσφαλτο και ανηφορίζουμε δεξιά τον δασικό δρόμο με κατεύθυνση ΒΑ. Το οδόστρωμα είναι αρκετά δύσκολο και δεν συνίσταται σε συμβατικά αυτοκίνητα κατά την χειμερινή περίοδο.
Η διαδρομή είναι υπέροχη, ανάμεσα σε απέραντα δρυοδάση, στα οποία πιο πάνω αναμειγνύονται και πεύκα. Η θέα είναι εξαιρετική και εναλλάσσεται διαρκώς, άλλοτε προς τη γυμνή κορυφογραμμή της Τύμφης που ορθώνεται στα βόρεια, άλλοτε κάτω χαμηλά προς τους Φραγκάδες και άλλοτε στο βάθος του νότιου ορίζοντα, όπου δεσπόζουν οι επιβλητικοί όγκοι του Περιστεριού και των Τζουμέρκων. Λίγο πιο πάνω συναντάμε πλάι στο δρόμο ένα ωραίο πέτρινο εικονοστάσι, που έχτισε ο Ναπολέων.
Στα 3,7 χλμ. ακριβώς από τον ξενώνα βρισκόμαστε μπροστά σε μια διακλάδωση που είναι αποφασιστική για την περαιτέρω πορεία μας στο γεφύρι. Κατηφορίζουμε αριστερά έναν δύσβατο και λασπωμένο χωματόδρομο και στα 4,6 χλμ. σταματάμε. Ένα στενό και σχεδόν αδιόρατο μονοπάτι ξεφεύγει κάτω από το δρόμο και χάνεται στο δάσος. Είναι πολύ δύσκολο να το εντοπίσει κανείς, έτσι όπως είναι αχρησιμοποίητο και καλυμμένο με ξερόφυλλα. Βυθιζόμαστε μέσα στη φθινοπωρινή υγρασία κάτω από έλατα και οξυές. Πολύ συχνά εμποδίζονται τα βήματά μας από αγκαθωτές αβατσινιές, κρυμμένες πέτρες, χαμόκλαδα και θάμνους. Είναι ένα μονοπάτι ολισθηρό και δύσβατο, μέσα σ’ ένα δασικό περιβάλλον που έχει παραμείνει άγριο και παρθένο για πολλές δεκαετίες.
Ακούγεται ανεπαίσθητος ήχος νερού, σαν γλυκό μουρμουρητό. Σε δύο λεπτά ξεπροβάλλει ανάμεσα στη ζούγκλα η κοίτη της ρεματιάς και το μονότοξο γεφύρι. Είναι πανέμορφο, ένα υπέροχο δημιούργημα του ανθρώπου, που συμπληρώνει ιδανικά την αρμονία της φύσης. Κατεβαίνουμε με δυσκολία στην κοίτη της ρεματιάς και καθόμαστε για λίγο κάτω από το αριστοτεχνικό του τόξο. Το νερό κυλάει πάνω στις λείες πλάκες με αιθέρια καθαρότητα. Σκύβουμε και ξεδιψάμε μ’ αυτό το αγνό απόσταγμα του Ζαγορίσιου ρυακιού. Ύστερα παίρνουμε το ανηφορικό μονοπάτι της επιστροφής και σε λιγότερο από επτά λεπτά, βρισκόμαστε στο αυτοκίνητο.
Μια και είμαστε στην περιοχή, δεν πεταγόμαστε και λίγο στο εκκλησάκι του Προφητηλία; Προτείνει ο Ναπολέων. Συνεχίζουμε ανηφορικά και στα 2,1 χλμ. βγαίνουμε από το κύριο δασικό δίκτυο και στρίβουμε αριστερά.
-Που πάει ο δρόμος στην ευθεία Ναπολέων;
– Καταλήγει στον Καστανώνα, στο παλιό Δραγάρι. Μην ψάχνεις να τον βρεις στους χάρτες, δεν υπάρχει.
Στα 2,7 χλμ. στρίβουμε και πάλι αριστερά και στα 3,1 τερματίζουμε στην κορυφή ενός λόφου, στο εκκλησάκι του Προφητηλία. Από το υψόμετρο των 1250 μ. η θέα είναι απεριόριστη σ’ όλες τις πανύψηλες γύρω κορυφές, Τύμφη, Περιστέρι, Τζουμέρκα, Μιτσικέλι. Το περιβάλλον είναι υπέροχο, κατάφυτο με πεύκα, έλατα, οξυές, και υψίκορμες βελανιδιές. Κάποια στιγμή σκύβει ο Ναπολέων και μου δείχνει στο μαλακό χώμα ίχνη από πατήματα αρκούδας.
Χτισμένο με παραδοσιακό τρόπο – πέτρα στους τοίχους και πλάκες στη σκεπή – το εκκλησάκι υφίσταται σ’ αυτή την ερημιά από το 1872, όπως αναγράφεται στην κτητορική επιγραφή της τοιχογραφίας του Προφητηλία πάνω απ’ το υπέρθυρο. Το μονόχωρο εσωτερικό του είναι πλακοστρωμένο και πολύ λιτό, ενώ οι τοίχοι είναι ασβεστοχρισμένοι. Σε στρατηγικά σημεία γύρω του διακρίνονται ακόμη ίχνη από παλιά ορύγματα και θέσεις μάχης που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Σήμερα είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε, ότι αυτή η ειρηνική τοποθεσία υπήρξε μισό αιώνα πριν το θέατρο τόσων σκληρών και αδελφοκτόνων συγκρούσεων.
Το δεύτερο γεφύρι είναι πολύ πιο εύκολο να το βρει κανείς και δεν χρειάζεται 4 Χ 4, λέει ο Ναπολέων.
Πάντα με κατεύθυνση προς Κήπους και σε απόσταση 4,1 χλμ. ακριβώς από τον ξενώνα συναντάμε στα δεξιά του ασφαλτοστρωμένου δρόμο ένα πέτρινο εικονοστάσι. Απέναντί του – και αριστερά του δρόμου – κατηφορίζει απότομα ένα μονοπάτι, που πολύ γρήγορα μετατρέπεται σε μια πετρώδη και κακοτράχαλη πλαγιά. Σήμανση βέβαια δεν υπάρχει άλλά ούτε και είναι απαραίτητη, αφού η κατεύθυνση είναι εμφανής. Μετά από 4 λεπτά βρισκόμαστε μπροστά στο γεφυράκι, που είναι χτισμένο πάνω από μια ρεματιά με λιγοστό νερό. Είναι μικρότερο και δεν περιβάλλεται από τη ζούγκλα και το δυσπρόσιτο τοπίο, που τόσο πολύ μας είχαν εντυπωσιάσει στο Γεφύρι του Μπογντάν. Δεν παύει όμως να είναι φτιαγμένο με την ίδια μαστοριά και τέχνη, που χαρακτηρίζουν όλα τα γεφύρια στο Ζαγόρι.
Η απότομη ανάβαση, με τον ήλιο και τις ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες του Νοέμβρη, είναι ένας μικρός γολγοθάς, που διαρκεί ένα πεντάλεπτο και μας γεμίζει με ιδρώτα.
– Τώρα θέλεις να πάμε και στο τρίτο το γεφύρι; με ρωτάει ο Ναπολέων, με την κρυφή ελπίδα, πως, λόγω της μεσημεριάτικης ώρας, θα συμφωνούσα ίσως να το αναβάλουμε.
Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά.
– Ας τελειώνουμε λοιπόν.
Το «Γεφύρι της Ρουστάρας» δεν απέχει πολύ από το προηγούμενο. Σε απόσταση 5,9 χλμ. από τον ξενώνα εγκαταλείπουμε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο Φραγκάδων – Κήπων και στρίβουμε με μια κλειστή αριστερή στροφή σε χωματόδρομο. Αρχικά ο δρόμος είναι βατός, πολύ γρήγορα όμως κατηφορίζει και γίνεται κακοτράχαλος με βαθιά νεροφαγώματα και πέτρες, που καθιστούν την πρόσβαση σε συμβατικά αυτοκίνητα αδύνατη. Μετά από 1,4 χλμ. (7,3 συνολικά από τον ξενώνα) ο δρόμος τερματίζει σ’ ένα μικρό πλάτωμα.
Το φυσικό περιβάλλον είναι ειδυλλιακότατο, οι χαμηλές λοφοπλαγιές είναι κατάφυτες με βελανιδιές, κέδρα και πουρνάρια. Ανάμεσα στην έκρηξη των λαμπρών φθινοπωρινών χρωμάτων προβάλλει απέναντι στα ΒΑ ο οικισμός των Φραγκάδων, σκαρφαλωμένος στην πλαγιά. Αυτή είναι και η κατεύθυνση του ήπιου μονοπατιού, που περνάει ακριβώς δίπλα από ένα όμορφο, πετρόχτιστο εικονοστάσι. Σε λιγότερο από 3 λεπτά βρισκόμαστε στην κοίτη του ρέματος «Λίνα», που πλησιάζει σε πλάτος τα 10 μέτρα
Και, ακόμα κι αυτή την εποχή, φιλοξενεί σημαντική ποσότητα πεντακάθαρου νερού. Το μονότοξο γεφύρι είναι μεγαλόπρεπο, το καλντερίμι που περνάει από πάνω του διατηρείται σε άριστη κατάσταση, ενώ στα άκρα του καταστρώματος διασώζονται αρκετές «αρκάδες» (οι όρθιες προστατευτικές πέτρες).
– Μαζί με το μεγάλο γεφύρι του Πετσιώνη που το ξέρετε, αυτά είναι τα γεφύρια των Φραγκάδων, λέει ο Ναπολέων. Το χρέος μου το έκαμα.
Ήδη όμως προβάλλει ο δεύτερος στόχος μας, τα γεφύρια των Νεγάδων.
– Πρέπει να βρούμε κάποιον απ’ το χωριό, που να τα ξέρει και επιπλέον να είναι πρόθυμος να μας οδηγήσει, λέει προβληματισμένος ο Αλέξης.
Παίρνουμε και πάλι την υπέροχη δασική διαδρομή με τον βατό δρόμο, που ενώνει Φραγκάδες και Νεγάδες. Κάτω από το φως του ήλιου λαμποκοπούν στα βόρεια οι λευκόγκριζες ορθοπλαγιές της Τύμφης. Στην φυλλοσκέπαστη πλατεία του χωριού συναντάμε τον κυρ – Τάκη, που λίγες μέρες πριν μας είχε ανοίξει την περίφημη εκκλησία των Νεγάδων.
Τη στιγμή εκείνη ξεφορτώνει από ένα αγροτικό τα ξύλα του χειμώνα.
– Τέτοια ώρα που ήρθες δεν μπορώ να σε οδηγήσω, θα σου πω όμως πως θα φτάσεις στα γεφύρια.
Από το νότιο τμήμα της πλατείας κατηφορίζει ένα καλντερίμι ως τα τελευταία σπίτια του χωριού.
«Δεν θα συνεχίσετε ευθεία αλλά θα στρίψετε αριστερά», είναι οι οδηγίες του κυρ – Τάκη. Στρίβουμε αριστερά αλλά μετά από λίγο βρισκόμαστε μπροστά σε δυο μονοπάτια, που, με μικρή απόκλιση μεταξύ τους, ακολουθούν σχεδόν την ίδια πορεία.
– Και τώρα, ποιο από τα δύο; ρωτάει ο Αλέξης.
– Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σου απαντήσω. Ας δοκιμάσουμε πρώτα το πλησιέστερο στο χωριό και βλέπουμε.
Περνάμε δίπλα από μερικές μηλιές με μικρά και νόστιμα ξινόμηλα, μετά όμως από τρία λεπτά το μονοπάτι τερματίζει σε ιδιωτικό χώρο που είναι φραγμένος.
– Τώρα ξέρουμε, λέω στον Αλέξη. Είναι το άλλο μονοπάτι.
Το δεύτερο αυτό μονοπάτι μετά από λίγο παίρνει πορεία κατηφορική προς την χαράδρα. Είναι στενό, όχι ιδιαίτερα δύσβατο και ευδιάκριτο. Μετά όμως από λίγα λεπτά καλύπτεται από τα πεσμένα φύλλα των δέντρων και περνάει μέσα από αγκαθωτές αβατσινιές και πυκνή βλάστηση. Αρκετές φορές είμαστε υποχρεωμένοι να ανοίγουμε δίοδο παραμερίζοντας κλαδιά. Αν και εξακολουθεί να είναι ευδιάκριτο, είναι φανερό, πως σπάνια πια χρησιμοποιείται. Σ’ ένα σημείο συναντάμε μια πεσμένη πινακίδα με την ένδειξη «Μύλους», ενώ λίγο πιο κάτω μια δεύτερη πινακίδα, όρθια αυτή, μας δείχνει την κατεύθυνση προς τα γεφύρια. Ήδη στ’ αυτιά μας φτάνει ο ήχος του νερού από τη χαράδρα, η βλάστηση όμως είναι τόσο αδιαπέραστη, που μόνον να μαντέψουμε μπορούμε την παρουσία της.
Μετά τη συνεχή κατάβαση το μονοπάτι ομαλοποιείται και συνεχίζει κάτω από μια σκιερή αψίδα, που σχηματίζουν οι κλιματσίδες, οι κισσοί και τα πυκνά κλαδιά των δέντρων πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Είναι μια απολαυστική διαδρομή, παράλληλα με την αθέατη ρεματιά, που πρέπει να βρίσκεται μερικά μέτρα χαμηλότερα. Ξαφνικά η αψίδα τελειώνει, πλατάνια, οξυές και καστανιές ορθώνονται πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Λίγα μέτρα πιο κάτω, μέσα σ’ αυτό το εξαίσιο περιβάλλον, αποκαλύπτεται το πρώτο γεφύρι των Νεγάδων. Η παρουσία του, μετά από πορεία περίπου ενός τετάρτου, μας γεμίζει με απερίγραπτη χαρά. Σ’ αυτό το απόκρυφο σημείο της χαράδρας επικρατεί μια διαπεραστική ψύχρα και υγρασία, ένα μικροκλίμα τόσο διαφορετικό από τη ζέστη της πλατείας των Νεγάδων. Το πιο εκπληκτικό αλλά και εξαιρετικά ευχάριστο για τις ανάγκες της φωτογράφησης είναι, ότι κάποιες ακτίνες του μεσημεριάτικου ήλιου καταφέρνουν να διεισδύσουν ανάμεσα από τα αλλεπάλληλα πυκνά κλαδιά των δέντρων και να φωτίσουν ένα τμήμα απ’ το γεφύρι. Παραμερίζοντας τα πυκνά κλαδιά της όχθης κατεβαίνω ως την κοίτη του ρέματος και θαυμάζω το μικρό, πανέμορφο γεφυράκι, τη σοφή και στέρεα αρχιτεκτονική του, που, χωρίς καμιά συντήρηση ή επέμβαση, αντέχει αναλλοίωτη στο χρόνο. Μερικές δεκάδες μέτρα πιο πάνω σχηματίζονται πάνω σε λείους μαύρους βράχους μικρές ροές νερού, αλλεπάλληλα χαριτωμένα καταρρακτάκια σε μικρογραφία, που χαρίζουν στο τοπίο μια ιδιαίτερη γαλήνη και ομορφιά. Μας λείπει ωστόσο το δεύτερο γεφύρι των Νεγάδων. Οι οδηγίες του κυρ Τάκη ήταν «σαφείς»: «Κάπου εκεί κοντά στο πρώτο, θα το βρείτε».
Μια πρώτη γρήγορη οπτική σάρωση της περιοχής δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, η ορατότητα μέσα από τα πυκνά κλαδιά των δέντρων είναι πολύ περιορισμένη. Στρέφω το βλέμμα προς τα καταρρακτάκια αλλά οι όχθες είναι απότομες και η πρόσβαση αδύνατη. Το ίδιο περίπου ισχύει και χαμηλότερα απ’ το γεφύρι. Δεν έχουμε την παραμικρή δυνατότητα να κατεβούμε τη ροή του ρέματος για να ανακαλύψουμε το δεύτερο.
Η ώρα περνάει, αρχίζω να συμβιβάζομαι την ιδέα, ότι πρέπει να είμαι ευχαριστημένος και με το ένα γεφυράκι. Εντελώς τυχαία στρέφω το βλέμμα μου προς τα ΝΑ, σ’ ένα σημείο που η βλάστηση είναι αδιαπέραστη. Και τότε, μέσα από ένα στενό άνοιγμα στις κορυφές των δέντρων, έχω ξαφνικά την εντύπωση – η μήπως είναι ψευδαίσθηση; -, ότι διακρίνω το ανώτερο τμήμα ενός τόξου. Φωνάζω κοντά μου τον Αλέξη, που παρατηρεί για λίγο προσεκτικά αλλά δεν μπορεί να μου απαντήσει με βεβαιότητα.
– Ας κινηθούμε για λίγο προς αυτή την κατεύθυνση, του λέω και αμέσως σχεδόν ανακαλύπτω μέσα στα άφθονα ξερόφυλλα και τα πεσμένα κάστανα τα αδιόρατα ίχνη ενός μονοπατιού. Μετά από λίγα μέτρα το μονοπάτι ανηφορίζει και διασχίζει ένα πολύ επικλινές πρανές, που το περνάμε με μικρά βήματα και με μεγάλη προσοχή. Σηκώνουμε τα μάτια και, 40 περίπου μέτρα απέναντί μας, προβάλλει το τόξο ενός εντυπωσιακότατου γεφυριού. Είναι μεγάλο, όλες του οι διαστάσεις – μήκος, πλάτος, ύψος – είναι πολύ μεγαλύτερες από του προηγούμενου.
Αυτή η διαφορά των διαστάσεων είναι απόλυτα δικαιολογημένη, αφού το ρέμα αυτού του γεφυριού είναι το φαρδύ, κύριο ρέμα, στο οποίο συμβάλλει λίγο πιο κάτω το δευτερεύον ρέμα του άλλου γεφυριού. Όση ώρα ασχολείται με τις μετρήσεις ο Αλέξης, προσπαθώ να εντοπίσω την καλύτερη δυνατή γωνία φωτογράφισης. Δυστυχώς το γεφύρι είναι βυθισμένο στη σκιά και είναι εξαιρετικά αμφίβολο, αν ποτέ το βλέπει ο ήλιος.
Διακρίνω μια υποψία δρόμου στην απότομη και κακοτράχαλη πλαγιά, που καταλήγει στο νότιο άκρο του γεφυριού. Ανηφορίζω για μερικά μέτρα και αντικρύζω έκπληκτος ψηλά στα βόρεια, την επιβλητική εκκλησία των Νεγάδων και ένα τμήμα του οικισμού λουσμένα στο λαμπρό φως του απομεσήμερου. Μέσα απ’ τα σκοτάδια της χαράδρας που βρισκόμαστε είναι μια εξαίσια όσο και απρόσμενη εικόνα.
Παίρνουμε αργά το δρόμο της επιστροφής. Είναι 14 ανηφορικά λεπτά με τόση ζέστη και ιδρώτα, που μας παραπέμπουν σε αυθεντικές συνθήκες καλοκαιριάτικης πορείες. Στο τέρμα της διαδρομής μας περιμένει η ανταμοιβή από τη σκιά του τεράστιου πλάτανου, το πέτρινο πεζούλι και το δροσερό νερό της βρύσης της εκκλησίας.
– Πρέπει να είσαι πολύ ικανοποιημένος, μου λέει ο Αλέξης.
– Ναι, και θα είμαι ακόμη περισσότερο, μόλις ανακαλύψουμε και το τρίτο γεφύρι των Νεγάδων.
Τη φορά αυτή οι πληροφορίες είναι απόλυτα σαφείς. Σε απόσταση 1,3 χλμ. από την πλατεία συναντάμε στ’ αριστερά του ασφαλτοστρωμένου δρόμου προς τους Κήπους μια πινακίδα με χάρτη της περιοχής. Αμέσως κάτω από την πινακίδα αρχίζει ένα εκπληκτικό επίπεδο μονοπάτι, με μαλακό χώμα στρωμένο με ξερόφυλλα.
Πάνω από τα κεφάλια μας μας προστατεύει από τον ήλιο η ευεργετική σκιά των φυσικών αψίδων, που δημιουργούνται από τα πυκνά κλαδιά των δέντρων. Είναι εξαιρετικό προνόμιο να βαδίζουμε χαλαρωμένοι σ’ αυτή την παραδεισένια διαδρομή, που παρακαλάμε να παραταθεί όσο γίνεται περισσότερο. Δυστυχώς, μετά από 4 μόλις λεπτά φτάνουμε σε μια μικρούλα ρεματιά, που πάνω της είναι χτισμένο ένα περιορισμένων διαστάσεων αλλά εξαιρετικά όμορφο γεφυράκι. Μερικά μέτρα πιο πίσω ορθώνεται άλλο ένα πετρόχτιστο αριστούργημα. Είναι μια εκπληκτική κρήνη, αψιδωτή και πλακοσκέπαστη, με αδύνατη ροή βουνίσιου υπέροχου νερού. Επιτρέπουμε στους εαυτούς μας την πολυτέλεια μιας σύντομης ανάπαυλας σ’ αυτό τον μικρό παράδεισο και ύστερα αναχωρούμε για τον ξενώνα, γοητευμένοι από τα αποτελέσματα του οδοιπορικού μας στα αθέατα γεφύρια των Φραγκάδων και Νεγάδων.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δεν ξέρω αν και πότε θ’ αξιωθώ να πω με σιγουριά, ότι γνωρίζω το Ζαγόρι. Μετά από τόσα χρόνια και τόσες επισκέψεις, έχω την αίσθηση, πως κάθε φορά ξεκινάω απ’ την αρχή. Ίσως εκεί να οφείλεται η γοητεία αυτού του τόπου. Δεν δείχνει μονομιάς του θησαυρούς του. Τους κρατάει καλά κρυμμένους μέσα σε φαράγγια και χαράδρες, πίσω από απόκρημνες κορφές. Ας είναι λοιπόν μακρύ το ταξίδι στο Ζαγόρι. Η χαρά της ανακάλυψης, αυτό είναι που μετράει περισσότερο.