Είχαμε μόλις επιστρέψει από την Πελοπόννησο. Οι εικόνες καταστροφής ήταν ακόμη πολύ νωπές και οι εμπειρίες τραυματικές. Όταν λοιπόν η
Νομαρχία Δράμας μας προσκάλεσε στις 13 του Οκτώβρη 2007 στον Α΄. Υπερμαραθώνιο των 100 χιλιομέτρων, που θα διεξήγετο στα ορεινά του Παρανεστίου, δεν διστάσαμε καθόλου.
Ξύπνησαν μνήμες ζωηρές από το δασικό περιβάλλον μιας Ελλάδας απόμακρης, γεμάτης με απαράμιλλη ομορφιά. Μετά το 6ημερο οδοιπορικό της θλίψης, το παρθενικό κάλλος της Ροδόπης απαιτούσε ξαφνικά την αξία της απόλυτης κάθαρσης, ψυχικής και οπτικής.
Είχαμε μόλις επιστέψει από την Πελοπόννησο. Οι εικόνες καταστροφής ήταν ακόμη πολύ νωπές και οι εμπειρίες τραυματικές. Όταν λοιπόν η Νομαρχία Δράμας μας προσκάλεσε στις 13 του Οκτώβρη στον Α΄. Υπερμαραθώνιο των 102 χιλιομέτρων, που θα διεξήγετο στα ορεινά του Παρανεστίου, δεν διστάσαμε καθόλου. Όχι μόνον γιατί μας συνάρπασε η σημαντικότητα και πρωτοτυπία του εγχειρήματος. Αλλά και γιατί ξύπνησαν μνήμες ζωηρές και ανεξίτηλες από το δασικό περιβάλλον μιας Ελλάδας μοναχικής και απόμακρης, γεμάτης με απαράμιλλη ομορφιά.
Μετά το 6ημερο οδοιπορικό της θλίψης, μετά τη δυσωδία της καμένης γης, μετά την αγανάκτηση από την ανικανότητα και τις παραλείψεις της πολιτείας, το παρθενικό κάλλος της Ροδόπης απαιτούσε ξαφνικά την αξία της απόλυτης κάθαρσης, ψυχικής και οπτικής.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
Νωρίς το πρωί, τέλη Σεπτέμβρη στο Παρανέστι. Ο Ορέστης Μπόσκος γεμίζει ως απάνω το ρεζερβουάρ του SUSUKI JIMNY και ξεκινάμε. Ένα – ένα αποκαλύπτονται τα περισσότερα σημεία της μεγάλης διαδρομής: ξεχασμένα μονοπάτια σε απόκρυφες πλαγιές, γεφυράκια σε κοίτες ρεμάτων και χειμάρρων, παλιά εγκαταλελειμμένα χωριά, τοπία θεαματικά μέσα σε δάση και απόκρημνες χαράδρες. Είναι η Ροδόπη της θρυλικής «Ζαγκραντένιας» (Παρθένου Δάσους Φρακτού), του περίφημου «Καρά-Ντερέ» (Δάσους Ελατιάς), η Ροδόπη της απόλυτης κυριαρχίας της φύσης και της μηδαμινής μόλυνσης από τις δραστηριότητες του ανθρώπου. Σ’ αυτή τη Ροδόπη θα διεξαχθεί σε λίγες μέρες ο μεγάλος αγώνας.
Το σκοτάδι μας προλαβαίνει ακόμη μακρυά, έξω από το Παρθένο Δάσος, να γεμίζουμε τα μπουκάλια μας από την κρυστάλλινη «Πηγή Ζωγράφου», σε υψόμετρο 1300 μέτρων. Νύχτα πια, κατάκοποι, γυρνάμε στο Παρανέστι.
– Νομίζω, πως ήρθε η ώρα να γνωρίσεις την Αλίκη Σωτηριάδου, τη Δήμαρχο του Παρανεστίου, μου λέει ο Ορέστης.
– Τόσο αργά;
– Κανένα πρόβλημα, μου απαντάει ο φίλος μου. Δεν είναι συμβατικό άτομο η Αλίκη.
Δεν έχει άδικο. Η Αλίκη παρατάει την ηρεμία του σπιτιού της κι έρχεται και μας βρίσκει σ’ ένα 20λεπτο.
– Είναι αλήθεια, ότι επί τρεις μέρες βαδίζατε για 7-8 ώρες τη μέρα; Και ότι διαβήκατε το μεγαλύτερο τμήμα των 102 συνολικά χιλιομέτρων της διαδρομής του αγώνα; την ρωτάω.
– Αλήθεια είναι. Όχι όμως μόνον εγώ αλλά όλα τα βασικά μέλη της Οργανωτικής Επιτροπής.
– Για ποιο λόγο να μπείτε εσείς σ’ αυτή την τόσο κοπιαστική διαδικασία; επιμένω. Δεν σας αρκούσαν οι απόψεις των συμβούλων σας που είναι σχετικοί με το άθλημα;
– Θέλαμε να έχουμε προσωπική άποψη για τις συνθήκες που θ’ αντιμετωπίσουν σε λίγες μέρες οι αθλητές. Η κούραση βέβαια ήταν μεγάλη αλλά γλυκειά.
Δεν χρειαζόταν να ρωτήσω τίποτε παραπάνω. Μέσα σε λίγες λέξεις είχε συνοψίσει όλη την κοσμοθεωρία της η Δήμαρχος του Παρανεστίου. Οραματίστηκα ξαφνικά τη μοίρα αυτής της χώρας αν ο κάθε ηγέτης, μεγάλος και μικρός, φρόντιζε να έχει «προσωπική άποψη» για ότι τον αφορά. Δυστυχώς, οι «ασκήσεις επί χάρτου» είναι πολύ ευκολότερες από τις «ασκήσεις επί εδάφους».
ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ
Παρασκευή 12 του Οκτώβρη, παραμονή του μεγάλου αγώνα στο Παρανέστι. Με τον φίλο και συνεργάτη μου, τον φωτογράφο Πέτρο Κουρούπη, διανύουμε ως το τελευταίο φως της μέρας δεκάδες χιλιόμετρα μέσα στα βουνά. Επισημαίνουμε μαζί όλα τα πιθανά σημεία φωτογράφισης, όχι μόνον από τη διαδρομή του αγώνα αλλά και από ιδιαίτερα σημεία της φύσης της Ροδόπης. Το βράδυ στο ξενοδοχείο PHILOXENIA μας υποδέχονται εγκάρδια ο παλιός μας φίλος Σάββας Γεωργιάδης και η αγαπητή του οικογένεια. Ίδια πάντα θερμή φιλοξενία, όπως 6 περίπου χρόνια πριν, όταν με τον Σάββα τρέχαμε ολημερίς στα ορεινά του Παρανεστίου για το άρθρο. (τεύχος 25, Ιαν.-Φεβ. 2002). Ίδια και επαυξημένα τα περίφημα λουλούδια του στον αύλειο χώρο της μονάδας. Η επέκταση όμως του ξενοδοχείου με την νέα πτέρυγα είναι πρόσφατη. Μια δουλειά εκπληκτική, προσεγμένη στην παραμικρή λεπτομέρεια. Είναι μεγάλο προνόμιο να συναντάει κανείς στην απόμακρη περιφέρεια, τόσο ωραίες συνθήκες διαμονής. Το πάθος του Σάββα για ποιοτικές υπηρεσίες παραμένει ασίγαστο.
Αργότερα, σ’ ένα ανακαινισμένο ταβερνάκι της μικρής πόλης, έχω τη χαρά να ξαναδώ παλιούς γνωστούς και ανάμεσά τους την καλή μου φίλη Εύη Τζήμου από την Νομαρχία Δράμας, μια από τις «ψυχές» της οργανωτικής επιτροπής. Παρούσα και η Αλίκη, δημοσιογράφοι και φωτογράφοι από περιοδικά, εφημερίδες και κανάλια. Κουβέντες, κέφι και κρασάκι ως αργά. Ψάχνω να βρω κανέναν αθλητή. Οι τελευταίοι αποχώρησαν πολλή ώρα πριν. Κάνουν συντήρηση δυνάμεων πριν από την μεγάλη εκκίνηση. Που, αλλοίμονο, είναι στις 6 τα χαράματα. Αν ήταν καλοκαίρι, το χάραμα θα ήταν ειδυλλιακό και δροσερό. Στα μέσα του Οκτώβρη έχει ψύχρα κι είναι θεοσκότεινα. Και το σημείο εκκίνησης δεν είναι στο Παρανέστι. Είναι 30 χιλιόμετρα μακρυά, μέσα στα βουνά. Λίγο μετά τις 4 πρέπει να είμαστε όρθιοι, έτοιμοι για αναχώρηση…
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
Άγριο πράγμα να ξυπνάς στις 4 και τέταρτο τα χαράματα. Οκτώβρη μήνα στο Παρανέστι. Παλιά, τα καλοκαίρια, το έκανα μ’ ευχαρίστηση, όταν σηκωνόμουν να ρίξω παραγάδι. Πίνουμε με τον Πέτρο βιαστικά λίγο καφέ κι αναχωρούμε. Ένα καραβάνι από ετερόκλητα αυτοκίνητα, τζιπ, επιβατικά, αγροτικά, λεωφορεία, ασθενοφόρα, πυροσβεστικά, της αστυνομίας, του δασαρχείου και του στρατού διασχίζουν με τα φώτα αναμμένα τις αλλεπάλληλες στροφές πάνω από το Παρανέστι. Αθλητές, οργανωτές, δημοσιογράφοι, εθελοντές και παρατηρητές σπεύδουν στο χώρο της αφετηρίας. Το πλάτωμα πάνω από το Ρέμα Φαρασινού ποτέ δεν έχει γνωρίσει τέτοιο συνωστισμό.
Γεννήτριες θορυβώδεις, φωνές και οχλαγωγία, προβολείς εκτυφλωτικοί. Ανάμεσά τους οι 88 αθλητές ντυμένοι ελαφρά. Εμείς οι υπόλοιποι τυλιγμένοι στα ζεστά μπουφάν. Στις 06:20 η γραμματεία ανακοινώνει, ότι η εκκίνηση θα δοθεί σε 10 λεπτά. Τελευταίες μικροκινήσεις των αθλητών για ξεμούδιασμα και ζέσταμα. Ο χρόνος κυλάει αντίστροφα πια. Η γραμματεία ανακοινώνει εκκίνηση σ’ ένα λεπτό.
Μια φωνή ακούγεται ξαφνικά, που σκεπάζει όλες τις άλλες: «Δώσετε αυτό τον αγώνα πρώτα για τον εαυτό σας και μετά για το περιβάλλον, γι’ αυτή την πανέμορφη γη της Ροδόπης». Είναι τα λόγια της Αλίκης, μερικά δευτερόλεπτα πριν απ’ την εκκίνηση. Αμέσως μετά ζητωκραυγές, χειροκροτήματα και διάχυτη συγκίνηση. Ξεκινάει ο Α΄. Υπερμαραθώνιος Παρθένου Δάσους Παρανεστίου Δράμας, στις 06:32 ακριβώς, της 13ης Οκτώβρη του 2007. Είναι μια ημερομηνία ιστορική για τους ορεινούς αγώνες στην Ελλάδα.
Οι αθλητές ξεκινούν με αλαλαγμούς, σημάδι του ενθουσιασμού και του υψηλού τους ηθικού. Ανάμεσά τους πέντε γυναίκες, παρουσίες όμορφες και γενναίες. Σε λίγα δευτερόλεπτα τους καταπίνει το σκοτάδι. Αρχίζουν την πρώτη διαδρομή, το ανηφορικό και δύσκολο μονοπάτι ως το Φρακτό, με αναμμένα τα φαναράκι κεφαλής. Κάπου παίρνει το μάτι μου την Εύη Τζήμου και κει κοντά της την Αλίκη. Τα πρόσωπά τους λάμπουν, είναι χαλαρωμένα μετά την ένταση και τις προσπάθειες τόσων μηνών, ως τούτη τη στιγμή. Αμέσως μετά αρχίζει μια άλλη ένταση. Η αγωνία της πετυχημένης διεξαγωγής του αγώνα, του ασφαλούς τερματισμού όλων των αθλητών. Μόνον αν έχει κανείς υπ’ όψη του τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου αγώνα, μπορεί να αντιληφθεί τη δυσκολία του εγχειρήματος, μοναδικού ως τώρα στην Ελλάδα. Πρόκειται για 102 χλμ. εδάφους ορεινού με σημαντικές υψομετρικές διαφορές, που πρέπει να καλυφθεί μια κι έξω, χωρίς προγραμματισμένα διαστήματα ανάπαυσης, εκτός από λιγόλεπτες στάσεις ανεφοδιασμού και ανασυγκρότησης, για μερικές ανάσες των αθλητών. Οι πρώτοι προβλέπεται να τερματίσουν με το φως της μέρας. Οι περισσότεροι όμως θα νυχτώσουν μέσα στα βουνά. Κάποιοι ίσως θα έχουν την τύχη να τρέχουν συντροφιά μ’ έναν – δυο συναθλητές τους. Θα είναι μεγάλη παρηγοριά μες το σκοτάδι. Μα κάποιοι άλλοι, με λιγότερες δυνάμεις, θα μείνουν ολομόναχοι, ν’ αντιμετωπίσουν τη μοναξιά τους, την κούραση και τη δυσκολία της νύχτας. Με το φαναράκι κεφαλής θα πρέπει πάντα να διακρίνουν τα σημάδια στο μονοπάτι. Αλλιώς κινδυνεύουν να χαθούν…
88 άνθρωποι από διάφορα μέρη της Ελλάδας πήραν τη μεγάλη απόφαση και ήδη δοκιμάζουν τις σωματικές και τις ψυχικές τους δυνάμεις στο βουνό. Με την όποια ορειβατική εμπειρία διαθέτω από πολύωρες πορείες – βαδίζοντας όμως και όχι τρέχοντας – υποκλίνομαι μπροστά στην αποφασιστικότητα και το ψυχικό τους σθένος.
Τα μάτια μου συναντιούνται με μια φυσιογνωμία γνωστή. Είναι ο Λάζαρος ο Ρήγος, η μεγάλη ψυχή της διοργάνωσης, ο Διευθυντής του αγώνα. Ξέρω πως ο τίτλος «Διευθυντής» ακούγεται περίεργα για ένα τέτοιο γεγονός. Στο άκουσμα της λέξης φέρνει κανείς στο νου του κοστούμια και γραβάτες, πολυτελή γραφεία, συμβούλους και ασκήσεις επί χάρτου. Ο Λάζαρος είναι Διευθυντής με ορειβατικά άρβυλα και φόρμες. Τις ασκήσεις τις κάνει επί εδάφους, αθλητής και ο ίδιος, που από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 τρέχει στα βουνά. Αυτός εξέλιξε από το 2004 τον Μαραθώνιο του Ολύμπου, τον περίφημο OLYMPUS MARATHON με τη διεθνή του ακτινοβολία. Κι είναι αυτός που εμπνεύστηκε ένα χρόνο πριν, εδώ στο Παρανέστι, αυτό το πρωτόγνωρο για τα Ελληνικά δεδομένα εγχείρημα, με τη συμπαράσταση του συνεργάτη του Δημήτρη Γεωργίου.
Ο Λάζαρος την είχε αγαπήσει και την ήξερε από παλιά την περιοχή. Την γνώρισε ακόμη καλύτερα με τη βοήθεια του Ορέστη Μπόσκου, του «βουνολόγου» όπως τον ξέρουν. Τις πρώτες σκέψεις του τις συζήτησε ο Λάζαρος με την Εύη Τζήμου από τη Νομαρχία Δράμας. Βρήκε αμέριστη συμπαράσταση απ’ αυτό το στέλεχος, που χρόνια τώρα έχει προσφέρει τεράστιες υπηρεσίες στα τουριστικά πράγματα της Δράμας. Αμέσως μετά τη σκυτάλη παίρνει η Δήμαρχος Αλίκη, που ανασκουμπώνεται κει ξεκινάει με ενθουσιασμό και πάθος για το όραμα του τόπου και την προβολή της πατρογονικής της γης. Κινητοποιεί τους πάντες και τα πάντα, από τους «υψηλά ιστάμενους» ως τους εθελοντές – μικρά παιδιά, από μεγάλες επιχειρήσεις ως τους μικρούς επαγγελματίες του τόπου της και πληθώρα ακόμη δημοσίων υπηρεσιών και μέσων ενημέρωσης. Μεγάλες οι δυσκολίες, πολλές οι αρχικές αμφισβητήσεις, ακόμη όμως μεγαλύτερο το όραμα που είναι μπροστά. Προσωπική και οικογενειακή ζωή σχεδόν «θυσιάζονται», η Αλίκη όμως… καλά κρατεί.
Ο Λάζαρος από τη μεριά του με το επιτελείο του δουλεύουν ασταμάτητα. Σχεδιάζουν στο χάρτη και υλοποιούν στο έδαφος. Διανοίγουν και σηματοδοτούν μονοπάτια, επιλέγουν τις διαδρομές στα κορυφαία σημεία της Ροδόπης, πειραματίζονται συνεχώς για να μην αφήσουν τίποτε στην τύχη, τρέχει ο Λάζαρος για πρώτη φορά το Μάιο όλη τη διαδρομή και σημειώνει τους ενδιάμεσους και τον συνολικό χρόνο (κάτι που επανέλαβε και δυο εβδομάδες πριν τον αγώνα). Βγαίνουν μ’ αυτόν τον τρόπο πολύτιμα συμπεράσματα, γίνονται τροποποιήσεις και βελτιώσεις. Ειδοποιούνται οι αθλητές, τους κοινοποιούνται οι όροι συμμετοχής που υπακούουν σε κριτήρια αυστηρά, λαμβάνεται μέριμνα για τη διαμονή και διατροφή τους. Σιγά – σιγά ευαισθητοποιείται και κινητοποιείται το σύνολο της τοπικής κοινωνίας, όλοι θέλουν να είναι παρόντες στο μεγάλο προσκλητήριο για την ανάδειξη του τόπου τους. και σήμερα, ένα χρόνο μετά, ο μεγάλος αγώνας βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
– Πως αισθάνεσαι τούτη τη στιγμή; ρωτάω το Λάζαρο.
– Προς το παρόν αισιόδοξος, ότι όλα θα παν καλά. Θα σου απαντήσω οριστικά αύριο το πρωί.
ΑΛΛΟΙ ΜΕ ΤΖΙΠ ΠΗΓΑΙΝΑΝΕ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΜΕ ΤΑ … ΠΟΔΙΑ
Ξεκινάμε με το τζιπ του Διαμαντή Γκλαβόπουλου με κατεύθυνση προς Φρακτό. Παλιός φίλος ο Διαμαντής, ακόμη από το άρθρο του «Φαλακρού» (τεύχος 15, χειμώνας 1999). Δεινός σκιέρ, δάσκαλος σκι, λάτρης του βουνού και της περιπέτειας, με ορειβατικό καταφύγιο – ξενώνα στον ορεινό οικισμό «Δεντράκια», έξω από τη Δράμα. Δεν είναι λίγοι οι φυσιολάτρες, που επωφελούνται των γνώσεων και υπηρεσιών του Διαμαντή για μια συναρπαστική εμπειρία στο βουνό. (τηλεφ. 6979-383409 και 25210 24134).
Διασχίζουμε τα «Θερμιά» και τα δάση της χαράδρας, βυθισμένα ακόμα στη σκιά. Φτάνουμε στο Σταθμό 4, του Αη Γιάννη. Το σημείο απέχει 33 χλμ. από την εκκίνηση και βρίσκεται σε υψόμετρο 1060 μ. (Υψόμετρο αφετηρίας 460 μ.). Ψύχρα πρωινή, στο δρόμο καίει μια καλή φωτιά. Κόσμος πολύς, εθελοντές, σημειωτές και χρονομέτρες, στρατιώτες, ιατροφαρμακευτικό υλικό και όλα τα απαραίτητα εφόδια για τους αθλητές, τρόφιμα, νερά, χυμοί και γλυκά. Αρκούμαστε σ’ ένα καφεδάκι Ελληνικό, όρθιοι δίπλα στη φωτιά. Ύστερα ανηφορίζουμε αργά για τον Σταθμό της Ζαγκραντένιας. Βρίσκεται ακριβώς πάνω από το Δασικό Εργοτάξιο του Φρακτού, σε υψομ. 1370 μέτρων, 23 χλμ. από το σημείο εκκίνησης. Είναι νωρίς ακόμα για να εμφανισθούν οι πρώτοι αθλητές, αφού τα μονοπάτια είναι δύσκολα και η υψομετρική διαφορά από την αφετηρία μεγάλη. (910 μέτρα).
Αποφασίζουμε λοιπόν μια πρωινή περιπλάνηση στο θρυλικό «Παρθένο Δάσος του Φρακτού» («Ζαγκρατένια»). Διασχίζουμε τους δασικούς δρόμους, επισημαίνουμε τα ονειρεμένα μονοπάτια που έχουν συμπεριληφθεί στη διαδρομή του αγώνα, με τα κρυστάλλινα μικρορρέματα, τα ξύλινα γεφυράκια, το παχύ στρώμα των καφεκίτρινων ξερόφυλλων. Σημύδες, οξιές, έλατα και ερυθρελάτες, φράξοι και γάβροι, ιτιές και πλατάνια, πολλά είδη πεύκων και ανάμεσά τους η σπάνια «πενταβέλονη», οπωροφόρα δέντρα με μικρά φρούτα του δάσους, θάμνοι, μανιτάρια, φτέρες και λουλούδια, υψώνονται από τη βρεγμένη γη ελεύθερα, άναρχα, ανέγγιχτα από χέρι ανθρώπου τις τελευταίες δεκαετίες, δημιουργώντας αυτό το θαύμα της Ελληνικής φύσης, το κόσμημα της Ροδόπης.
Καταλήγουμε στη θέση «Πανόραμα», με την πηγή νερού και το ξύλινο κιόσκι του Δασαρχείου Δράμας. Είναι, πιθανότατα, ένα από τα πιο θεαματικά δασικά τοπία, που μπορεί κάποιος ν’ αντικρίσει στην Ελλάδα. Κάτω χαμηλά, αθέατο μέσα στην κατάφυτη χαράδρα, βρίσκεται το αρχικό μονοπάτι της διαδρομής του αγώνα. ολόγυρα δεσπόζουν πελώριοι βραχώδεις σχηματισμοί, χαοτικά φαράγγια, εκρηκτικά φθινοπωρινά χρώματα του δάσους. Οι απαράμιλλες αυτές εικόνες, η απόλυτη γαλήνη, μας αιχμαλωτίζουν για πολύ περισσότερο από τον προϋπολογισμένο χρόνο. Όταν επιστρέφουμε στο Σταθμό 3 της Ζαγκραντένιας μια μεγάλη ομάδα από τους πρώτους αθλητές κατηφορίζει ήδη προς τον Σταθμό του Αη-Γιάννη.
Προσπερνάμε αργά έναν – έναν τους αθλητές. Παρ’ όλη όμως την προσοχή μας όλο και κάποια σκόνη τους μολύνει τα πνευμόνια, κάτι που μας γεμίζει με αισθήματα ενοχής. Αυτοί οι άνθρωποι μοχθούν για τον ωραίο τους αγώνα. κι εμείς πηγαινοερχόμαστε στους δασικούς δρόμους, με την άνεση και τον μηδενικό κόπο που μας εξασφαλίζει το αυτοκίνητο. Δεν σταματάμε στον Αη-Γιάννη, συνεχίζουμε δυτικά για τον Σταθμό 5, με την ντόπια ονομασία «Γιουμουρλού».
Βρισκόμαστε ήδη στις παρυφές του Δάσους Ελατιάς, του φημισμένου «Καρά-Ντερέ». Ο Σταθμός θυμίζει υπαίθρια κατασκήνωση, με μεγάλο συνωστισμό και άφθονα εφόδια. Εκτός από τα παντοειδή σάντουϊτς και γλυκίσματα, δεν λείπουν και κάποια ιδιαίτερα εδέσματα, όπως ζεστή φασουλάδα και μπιφτέκια. Κάποιος αθλητής μόλις έχει αδειάσει ένα πιάτο φασουλάδα, ενώ ένας άλλος έχει δώσει επιτυχή μάχη μ’ ένα τεράστιο μπιφτέκι. Αναρωτιέμαι πώς θα μπορέσουν να συνεχίσουν. Οι περισσότεροι, πάντως, είναι πολύ λιτοί. Αρκούνται σε μερικές μπουκιές και διάφορα υγρά.
Μέχρι τον επόμενο Σταθμό 6, στην περιοχή του παλιού συνοικισμού «Αλίκιοϊ», ο δρόμος είναι δύσβατος, ακόμη και για τζιπ. Λίγο αργότερα όμως ο δρόμος γίνεται τελείως απαγορευτικός για όλα τα οχήματα. Οι αθλητές κινούνται επιτέλους μόνοι και απερίσπαστοι, παίρνουν τη μικρή τους εκδίκηση απέναντι σε τροχοφόρα και επωχούμενους. Στο Σταθμό 7 λοιπόν, στο «Μέγα Ρέμα», όπως άλλωστε και στον Σταθμό 1, στο «Ρέμα Φαρασινό», όλα τα εφόδια έχουν μεταφερθεί στα χέρια από τις Ομάδες Εθελοντών.
Γύρω στις δωδεκάμιση μας βρίσκουν οι πρώτες ψιχάλες της βροχής, κρατάει για μερικά λεπτά κι ύστερα εκφυλίζεται σε λεπτότατα σταγονίδια, σε λίγο όμως ξαναρχίζει δυνατότερη. Ένα 20λεπτο πριν από τις 2 ανοίγουν ξαφνικά οι καταρράχτες του ουρανού. Η μπόρα κρατάει ένα 5λεπτο, αμέσως μετά βγαίνει ήλιος λαμπρός.
4 λεπτά μετά τις 2 φτάνουν ταυτόχρονα στο Σταθμό 8 της Ζαρκαδιάς οι δυο πρώτοι αθλητές, είναι οι φίλοι Δημήτρης Βενετικίδης και Παναγιώτης Ιωαννίδης, που σ’ όλη τη διαδρομή τρέχουν μαζί. Έχουν ήδη διανύσει 73 χλμ., πάνω από τα 2/3 της συνολικής διαδρομής, σε χρόνο 7 ώρες και 31 λεπτά. Η μέση ωριαία ταχύτητά τους επί επτάμιση ώρες είναι 9.73 χλμ! Όχι σε επίπεδο έδαφος. Αλλά σε δασικούς δρόμους και δύσβατα μονοπάτια, με μεγάλες υψομετρικές διαφορές!
Μετά τον Σταθμό της Ζαρκαδιάς μεσολαβούν μερικές εκατοντάδες μέτρα ασφαλτόδρομου, ύστερα 1 χλμ. δασικού δρόμου προς «Λεπίδα», μονοπάτι, παλιό πέτρινο γεφυράκι και αμέσως μετά μια συνεχής ανάβαση 600 σχεδόν μέτρων ως τον Σταθμό 9 της Οξυάς. Εκεί δεν φτάνουν αυτοκίνητα. Μια μικρή γεύση αυτού του «Γολγοθά» – σ’ ένα πανέμορφο δασικό μονοπάτι όμως – είχα πάρει στα τέλη του Σεπτέμβρη για ένα 20λεπτο με τη συνοδεία του Ορέστη.
Ακολουθεί ο Σταθμός της Σίλλης, σ’ αυτό το πανέμορφο ορεινό χωριό με την πανέμορφο ορεινό χωριό με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, που εξακολουθεί να κατοικείται μόνον από ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, τον μπάρμπα-Μιχάλη και τη Φεγγούλα.
Κατά διαστήματα βρέχει δυνατά. Δεν ξέρω τι περισσεύει στα κορμιά των αθλητών, ο ιδρώτα ή η βροχή. Φτάνουμε στο νεότευκτο γεφυράκι του Αρκουδορέματος, στον Σταθμό 11. νεότευκτο το γεφυράκι και πολύ καλαίσθητο, κατασκευασμένο από σίδερο και ξύλο σε χρόνο ρεκόρ για τις ανάγκες του αγώνα.
Στις 4 και 28′ περνάει το γεφύρι ο Δημήτρης Βενετικίδης. Μαζί του είναι και ο διευθυντής του αγώνα, ο Λάζαρος ο Ρήγας. Θα τον συνοδέψει και πάλι στα τελευταία 2 χλμ. πριν το Παρανέστι. «Είμαστε φίλοι από το 1992», θα μου πει αργότερα. Έχουμε τρέξει μαζί αμέτρητα χιλιόμετρα, μέσα και έξω απ’ την Ελλάδα. Τον συνόδεψα για μια μικρή ηθική συμπαράσταση.»
Τους προλαβαίνω και τους δυο στο άχαρο ασφάλτινο κομμάτι, από το χωριό Ξάγναντο ως το Παρανέστι. Στα όρια της κωμόπολης ο Λάζαρος αποχωρεί, πηγαίνει στη γραμμή τερματισμού να υποδεχθεί τον φίλο του, που τερματίζει πρώτος.