Η Υάμπολις και οι Άβαι ήταν δύο αρχαίες πόλεις στη Βοιωτία οι οποίες τιμούσαν με ένα κοινό Ιερό τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Το Μαντείο του Απόλλωνα αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα Ιερά της αρχαίας Ελλάδας, αντάξιο των Δελφών, και καταστράφηκε από τους Πέρσες μετά τη μάχη των Θερμοπυλών. Και οι δύο πόλεις βρίσκονται στον δρόμο Λιβαδιάς-Αταλάντης, σε μια απομονωμένη θέση, ελάχιστα μετά το χωριό Έξαρχος.
Η Υάμπολις και οι Άβαι ήταν δύο αρχαίες πόλεις στη Βοιωτία οι οποίες τιμούσαν με ένα κοινό Ιερό τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Το Μαντείο του Απόλλωνα αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα Ιερά της αρχαίας Ελλάδας, αντάξιο των Δελφών, και καταστράφηκε από τους Πέρσες μετά τη μάχη των Θερμοπυλών. Και οι δύο πόλεις βρίσκονται στον δρόμο Λιβαδιάς-Αταλάντης, σε μια απομονωμένη θέση, ελάχιστα μετά το χωριό Έξαρχος.
Απ’ την Ελάτεια της Φθιώτιδας με κατεύθυνση τον Ορχομενό βγήκαμε στη διασταύρωση της Αταλάντης και εκεί είδαμε μια πινακίδα που έγραφε για κάποιο Ιερό του Απόλλωνα και της Άρτεμης στα πέντε περίπου χιλιόμετρα. Ο χάρτης που ανοίξαμε ανέφερε ένα σημαντικό Ιερό στις μυθικές Κλεωνές.
Η θέση και το όνομα μου ήταν άγνωστα, γι αυτό κι η περιέργεια μεγάλη. Στρίψαμε, λοιπόν, για Αταλάντη και κρατώντας μικρό καλάθι φτάσαμε στο χωριό Καλαπόδι. Σε λιγότερο από δύο χιλιόμετρα βρεθήκαμε έξω από το διπλό Ιερό, της Άρτεμης και του Αβαίου Απόλλωνα, σε ένα πανωσήκωμα ανδηρωτό που ήταν περίφρακτο.
Ναι! Εδώ ήταν το Μαντείο του Απόλλωνος των Αβών, το οποίο σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (VIII, 33) αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα της αρχαίας Ελλάδας, αντάξιο των Δελφών. Οι απαρχές του Ιερού, το οποίο καταστράφηκε από τους Πέρσες μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, ανάγονται στη Μυκηναϊκή περίοδο. Κατά τις ανασκαφές που διενήργησε το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο αποκαλύφθηκαν δύο ναοί, ένας κλασικός κι ένας αρχαϊκός, που λειτούργησαν για μια τουλάχιστον χιλιετία. Ο αρχαϊκός ναός, και καλύτερα σωζόμενος, φέρεται να αποπερατώθηκε γύρω στον 6ο π.Χ. αιώνα. Σήμερα τα υποστυλωμένα ερείπια είναι σκεπασμένα με ειδικό προστατευτικό κάλυμμα, ενώ είναι φανερή η επιμελητεία της αποκατάστασης, καθώς επικρατεί ένας οργασμός εργασιών σε ολόκληρο το εργοτάξιο.
Αφού ξεπληρώσαμε το χρέος μας στα παιδιά της Λητούς, κινήσαμε να φύγουμε με αισθήματα δέους για την απόκοσμη αυτή παρουσία των δυο θεών. Ωστόσο, ακόμη δε γνωρίζαμε τι μας επιφύλασσε η μέρα και πώς θα ξετύλιγε το κουβάρι της η τύχη μας. Πριν καλά καλά συνέλθουμε από την έκπληξη του Ιερού, μια νέα, ύπουλη συγκίνηση ήρθε και θρονιάστηκε στο θυμικό μας.
Ένας κατηφορικός δρομάκος όριζε την καινούργια προοπτική της τύχης. Αν δεν βλέπαμε τις τεράστιες πινακίδες στα κράσπεδα του δρόμου, δεν θα ενεργοποιούνταν η περιέργειά μας να δούμε πού παραπέμπουν. Οι πινακίδες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας έδειχναν με βέλη από τη μια τη στροφή προς τα δυο Ιερά κι από την άλλη την κατεύθυνση προς την Υάμπολη και τις Άβες, δυο αρχαίες πολιτείες που βρισκόντουσαν στην πορεία του κάθετου δρόμου, δίχως κανένα άλλο στοιχείο.
Ακολουθήσαμε τον δευτερεύοντα επαρχιακό δρόμο. Η πρώτη πινακίδα που είχαμε δει στην αρχή της διαδρομής, και την οποία πήραμε, έγραφε «Υάμπολις 5 χιλιόμετρα». Προχωρήσαμε με κάθε επιφύλαξη, καθώς δεν συναντάμε συχνά στους καμπίσιους ελληνικούς δρόμους τέτοια ερημικά τοπία. Υποψιασμένοι για κάποιο ύψωμα ή λόφο, από αυτούς στους οποίους γνωρίζουμε ότι χτιζόντουσαν οι αρχαίες ακροπόλεις, κοιτούσαμε δεξιά αριστερά κατά την πορεία μας δίχως κάτι να μας τραβάει ιδιαίτερα την προσοχή. Μπροστά ο κάμπος άρχισε να συγκλίνει σταδιακά και να σχηματίζεται δεξιά μας ένα ρέμα. Αριστερά υψωνόταν το Χλωμό Όρος (το βουνό της Αταλάντης), ενώ από τα δεξιά μας μικρότερο βουνό που στα ριζά του σχηματιζόταν ποταμάκι.
Τραβάμε παράλληλα με αυτό το ποταμάκι, που λέγεται Μπογδανόρεμα, ενώ βαθμιαία ανοίγει ξανά το κλειστό τοπίο κι αποκαλύπτεται ένας πανώριος κάμπος. Στα 5,7 χιλιόμετρα, από δεξιά μας, φεύγει χωμάτινος δρόμος που οδηγεί στα ερείπια της αρχαίας Υάμπολης, ενώ η ευθεία βγάζει στο χωριό Έξαρχος
Στρίβουμε κι ακολουθούμε τον χωμάτινο δρόμο για 1.000 μέτρα. Στο σημείο αυτό ένα χορταριασμένο μονοπάτι ανηφορίζει στον λόφο. Το παίρνουμε, διασχίζουμε ωραία γεωμετρικά λιβάδια και φτάνουμε σ’ πλατύδρομο ύψωμα, όπου όλο και περισσότερα κεραμικά και όστρακα πλημμυρίζουν το ολοπράσινο ταπέτο του. Αμέσως μετά, έρχονται να σαρώσουν την επιφάνεια της κορυφογραμμής πλήθος πεσσοί και θραύσματα από αρχαίες κολώνες κι άλλα κομμάτια από άγνωστες αρχαίες κατασκευές. Όλη η κορυφή είναι ένα στρογγυλό λιβάδι σαν περιβραχιόνιο στην ελεύθερη εξάπλωση της φύσης.
Διασχίζουμε τον ζωτικό χώρο της ακρόπολης και βιαζόμαστε να κάνουμε τον γύρο του λόφου για να βρούμε τα τμήματα του αρχαίου τείχους. Κατηφορίζοντας το απότομο βορεινό πρανές διακρίνουμε σε χαμηλότερη λάκκα μια χαρακτηριστική αναλημματική υποστήριξη, τμήμα του οχυρωματικού περίβολου. Θα κατέβουμε ως τη στέψη του τείχους και θα πέσουμε σε πολυγωνικό κτίσμα από το οποίο ξεκινάει μια μακριά οχύρωση, εντυπωσιακά σταθερή, που φαίνεται ότι αποτελούσε το ισχυρό περιβολικό τείχος της σπουδαίας εκείνης ακρόπολης.
Η Υάμπολις ήταν αρχαία πόλη της Φωκίδας, λένε τα κιτάπια. Τα αρχαία χρόνια η Φωκίδα συνόρευε με τη Βοιωτία. Σύμφωνα όμως με τον Παυσανία, η Υάμπολη κατοικήθηκε από τους Ύαντες, τους οποίους εκδίωξαν οι Καδμείοι των Θηβών. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο, όμως δεν έχει βεβαιωθεί ότι πρόκειται για την ίδια πόλη που σήμερα βλέπουμε πάνω στον λόφο. Θα καταστραφεί, μαζί με όλες τις άλλες φωκικές πόλεις του Κηφισού, από τους Πέρσες, αλλά θα ξαναχτισθεί, γύρω στον 4ο αιώνα π.Χ. και θα υποστεί δεύτερη καταστροφή από τους Μακεδόνες του Φιλίππου. Όμως, οι δραστήριοι Υαμπολίτες θα την χτίσουν πάλι, με τη βοήθεια του Αδριανού, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Αυτή η πόλη διέθετε αγορά, βουλευτήριο και θέατρο. Ωστόσο, δεν σώζονται σήμερα παρά λίγα τείχη από τη σημαντική οχύρωση της παλιάς ακρόπολης.
Εντυπωσιασμένοι από το όλο σκηνικό, επιστρέφουμε στην αρχική μας θέση, για να ξαναβγούμε στον ασφαλτόδρομο. Προβληματιζόμαστε αν πρέπει να συνεχίσουμε, καθώς βλέπουμε στον χάρτη ότι ο δρόμος φτάνει ως το χωριό Έξαρχος και συνεχίζει από κει με χωματόδρομο ως τις παρυφές του Ορχομενού. Ενδιάμεσα, παρατηρούμε στον χάρτη την άλλη αρχαία πόλη, των Αβών, ένα μόλις χιλιόμετρο έξω από το χωριό Έξαρχος. Συνεχίζουμε για δυόμισι χιλιόμετρα τον δρόμο προς το τελευταίο χωριό του κλειστού αυτού κάμπου, τον Έξαρχο, ένα τυπικό μεγαλοχώρι της Βοιωτίας, και τον διασχίζουμε ψάχνοντας να βρούμε την έξοδο προς το κάστρο των Αβών. Αφού βγούμε, δεν κάνουμε πάνω από ένα χιλιόμετρο για να πλησιάσουμε τις παρυφές του κάστρου.
Έχουμε ένα δίπολο ενδιαφέρον για τον τόπο που ξετυλίγεται στην κορυφή του λόφου, πάνω ακριβώς από μια στάνη. Από τη μια την ακρόπολη των Αβών κι από την άλλη τον ναό του Απόλλωνα. Η μια στην κορυφή του λόφου, ο άλλος στο άγνωστο. Λογικό είναι να κοιτάζουμε καχύποπτα γύρω μας. Περνάμε ωστόσο μέσα από τη στάνη, αφού βλέπουμε να διαγράφεται ένα σταχτοκόκκινο ίχνος μονοπατιού.
Οι Άβες ήταν μια σπουδαία πόλη χτισμένη πάνω σε τούτον τον βαθυπράσινο λόφο, και σήμερα είναι πνιγμένη στα πουρνάρια, τα θαμνόδεντρα και τα παλιούρια. Εδώ, υπάρχει πινακίδα που ορίζει τον αρχαίο τόπο.
Τις Άβες φέρεται να ίδρυσε ο Άβας, όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα «Φωκικά» του. Αντίθετα, ο Αριστοτέλης, όπως διασώζει ο Στράβων (10,1,3), ισχυρίζεται πως η πόλη είχε προέλευση Θρακική, ότι δηλαδή ιδρύθηκε από τους Άβαντες. Στην αρχαιότητα οι Άβες φημίζονταν για το Μαντείο τους, που ήταν αφιερωμένο στον Αβαίο Απόλλωνα. Καταλήφθηκαν από τους Πέρσες το 480 π.Χ. και δυο φορές ο ναός τους κάηκε. Ωστόσο, ήταν η μόνη πόλη που δεν καταστράφηκε από τον Φίλιππο, επειδή δεν είχε λάβει μέρος στον Φωκικό πόλεμο. Σύμφωνα με τον Παυσανία, την πόλη τίμησε ο Αδριανός, ο οποίος της αφιέρωσε κι έναν μικρό ναό, αλλά χωρίς μαντείο. Τα σημερινά κατάλοιπα είναι κάποια ίχνη τειχών, μια πύλη ακρόπολης και τα ερείπια του ναού.
Το μονοπάτι που ανηφορίζει είναι δύσβατο και λοξότμητο, πολλές πέτρες το πληγώνουν στη διαδρομή του, αλλά φαίνεται καθαρά στην πρώτη ζώνη της αρχαίας πόλης μια χαμηλή πυλίδα με κυβόπλακες που αγωνιούμε να προσεγγίσουμε. Θα μας πάρει ώρα μέχρι να την περάσουμε και να διαβούμε τη σειρά με τις ακανόνιστες πλακόπετρες που στοιχίζουν τα όρια της αρχαίας πόλης.
Ο Δημήτρης, ως πιο ευέλικτος και γοργοπόδαρος, διασχίζει σύντομα τη δεύτερη οχυρωματική ζώνη και καταφέρνει να πατήσει την κορφή του λόφου. Παράλληλα όμως, παρατηρεί στο βάθος ένα αλώνι με παλιόπετρες που προσιδιάζουν σε θεμέλια αρχαίου ναού. Αυτό ήταν το δεύτερο ζητούμενό μας. Η ανεύρεση του Ναού του Απόλλωνα, κάπου σε μια κρυμμένη ράχη των διαδοχικών λόφων οι οποίοι τεμαχίζουν την εκτεταμένη κοιλάδα του Έξαρχου.
Κατεβαίνοντας από την κορυφή δε χρειάστηκε ν’ ακολουθήσουμε τις οδηγίες που μας είχαν δώσει οι ντόπιοι για το πού βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου χτίσματος που αυτοί χαρακτηρίζουν αρχαίο θέατρο, αλλά βέβαια δεν ήταν.
Μας πήρε μια ώρα και κάτι η ανάβαση, η εξερεύνηση της οχύρωσης των Αβών και ο γυρισμός. Από έναν αγροτικό δρόμο γεμάτο λάσπες και γούρνες περαιωθήκαμε κοντά στο ζητούμενο σημείο που είχε προσημειώσει ο Δημήτρης, αλλά τα διχασμένα χωράφια, οι πλαγιές, τα καναλάκια κι οι προσχώσεις που δημιουργούσαν, και οι αλλεπάλληλες τραμπάλες του εδάφους μας απομάκρυναν από το πιθανό σημείο του Απολλώνειου ναού βγάζοντάς μας έξω από τον προορισμό μας.
Όμως ο χωμάτινος δρομάκος έστριβε ξαφνικά προς την κατεύθυνση που είχε μαρκάρει ο Δημήτρης και μας έμπαζε πάνω σε δυο αχνές ροδιές σε έναν ελαιώνα. Εκεί αφήσαμε το αυτοκίνητο και πήραμε να τρέχουμε προς μιαν άγνωστη κατεύθυνση, αβέβαιοι για τον στόχο μας. Η δικαίωση ωστόσο ήρθε πανηγυρικά. Στην άκρη της παρυφής ξεφύτρωναν λίγα μάρμαρα που κείτονταν, ύστερα από τόσους αιώνες, μοναχικά, άδοξα και πεταμένα δώθε κείθε, πολύ μακριά από τα αδελφά μάρμαρα που φωτίζουνε στις μέρες μας τη χώρα του Ήλιου, του Απόλλωνα δηλαδή.
O μεγάλος ετούτος ναός του Απόλλωνα, που βρίσκεται χαμένος μέσα στο άβατο της βοιωτικής επαρχίας, δεν ήταν παρά ο συνδετήριος επιβώμειος κρίκος δυο σημαντικών αρχαίων πόλεων, των Αβών και της Υάμπολης, γι’ αυτό και ανεγέρθηκε κάπου στη μέση της απόστασης που χώριζε τις δύο ακροπόλεις.
Η επιστροφή στον άξονα Λιβαδιάς-Λαμίας έγινε από τις παρυφές των Αβών, από χωματόδρομο έντεκα χιλιομέτρων ως τον Ορχομενό, μέσω του χωριού Διόνυσος, κοντά στις πηγές του Μέλανα ποταμού κι από κει, από δευτερεύοντα επαρχιακό δρόμο κάτω από το όρος Ακόντιο, φτάσαμε στη Χαιρώνεια, όπου και έκλεισε ο κύκλος της περιπλάνησής μας στην αρχαία Λοκρίδα της Βοιωτίας.