Ξεκινάμε την περιήγησή μας από το ξενοδοχείο “Ταλετόν”, στο πέτρινο οικοδόμημα των μέσων του 19ου αιώνα. Ζυμωτό ψωμί από τον παραδοσιακό ξυλόφουρνο της κυρα -Παρής και παίρνουμε τις ανηφοριές. Επισκεπτόμαστε τις ιστορικές Μονές Ζερμπίτσας και Γόλας, θαυμάζουμε τις τοιχογραφίες με τις παραστάσεις των αρχαίων φιλοσόφων, διαβαίνουμε το πανέμορφο δασικό μονοπάτι ως την Κουμουστά. Θεαματικό το φαράγγι του Ανακώλου και εκπληκτικό το ελληνιστικό πέτρινο γεφύρι, χτισμένο ανάμεσα στο 100 και στο 30 π.Χ. το μοναδικό στην Ευρώπη που 2000 χρόνια μετά την κατασκευή του, εξακολουθεί να είναι σε χρήση ασφαλή.

Ακούω την Άννα να μου αναφέρει το Ξηροκάμπι. Ναι, το θυμάμαι αμυδρά το Ξηροκάμπι Λακωνίας. Πριν χρόνια το είχαμε διασχίσει στη διαδρομή μας για την ορεινή Άρνα.
Από τότε άλλαξαν πολλά, απόχτησε ο τόπος καταλύματα, από απλό πέρασμα μεταμορφώθηκε σε προορισμό. Έναν προορισμό στους πρόποδες του Ταΰγετου, με ανεξάντλητη ποικιλομορφία και ωραιότητα.
Να λοιπόν και πάλι ένα μακρύ, πολύωρο ταξίδι μπροστά μας, αληθινή ευτυχία για τους λάτρεις της περιήγησης. Κι ας έχει γίνει πια μια πανάκριβη υπόθεση η οδική διάσχιση της Ελλάδας.
ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΠΟΛΥ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΣ
Δεν δυσκολευόμαστε να βρούμε το Ξηροκάμπι. Μετά τη Σπάρτη παίρνουμε τη δημοσιά για το Γύθειο, διασχίζουμε τις ιστορικές Αμύκλες και την Τραπεζοντή και στρίβουμε δεξιά. 4χλμ. μετά μας υποδέχεται ο επιβλητικός ναός της Αγ. Τριάδας στην είσοδο του χωριού. Απέναντί του το πετρόχτιστο και πανέμορφο ξενοδοχείο «ΤΑΛΕΤΟΝ», το ορμητήριό μας για την εξερεύνηση της περιοχής. Καθώς κατευθυνόμαστε στην πλατεία συναντάμε τη λαϊκή αγορά, που γίνεται στο Ξηροκάμπι κάθε Παρασκευή. Είναι η πιο λιλιπούτεια λαϊκή που έχουμε δει ποτέ. Τέσσερις πάγκοι όλοι κι όλοι, αραδιασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον. Ισάριθμοι πίσω τους οι πωλητές – παραγωγοί. Ούτε φωνές ούτε συνωστισμός. Φρούτα και ζαρζαβάτια, ορεινές ντομάτες και πατάτες, ψαράκια φρέσκα απ’ τα νερά του Λακωνικού. Με μια γρήγορη περασιά, που δεν ξεπερνάει το μισό λεπτό, έχουμε πλήρη άποψη για τ’ αγαθά της περιοχής.
Απέναντι απ’ τη λαϊκή στέκει ακόμα ένα σπίτι πετρόχτιστο, παλιό, με πολλές φθορές. Χαραγμένη στο μαρμάρινο υπέρθυρο της εξώπορτας είναι η χρονολογία 1810. Είναι το παλαιότερο χρονολογημένο οίκημα του χωριού, αψευδής μαρτυρία μόνιμης κατοίκησης του τόπου πριν από την Επανάσταση του 1821.
Χτισμένο σε υψόμετρο 250 μέτρων το Ξηροκάμπι ειν’ ένας τόπος ωραίος και ζωντανός. Γύρω απ’ την πλατεία, είναι συγκεντρωμένο το σύνολο σχεδόν των διάφορων μαγαζιών. Τρία θαλερότατα πλατάνια ρίχνουν τη σκιά τους. Το πιο ηλικιωμένο φυτεύτηκε το 1926 ενώ τα άλλα δυο είναι μεταγενέστερα.(1)
Τα μαγαζιά φιλοξενούν αρκετούς θαμώνες, ντόπιους και ξένους. Φωνακλάδες οι περισσότεροι και χωρατατζήδες, πίνουν χύμα κρασί ή τσιπουράκι. Στις ομιλίες τους προστίθενται και θόρυβοι τροχοφόρων. Καθόλου δεν μας ενοχλεί ο συνωστισμός. Είναι πολύ προτιμότερος από την άκρα σιωπή και την ερημιά κάποιων απόμακρων οικισμών.
Όλα είναι όμορφα στην πλατεία: το τσίπουρο, τα μεζεδάκια, η εξυπηρέτηση, οι τιμές. Είναι μια εικόνα αυθεντική, που διαφέρει από την προσποιητή ευγένεια, που επικρατεί κατά κανόνα στους τουριστικούς προορισμούς. Να όμως και κάποιος ντόπιος που παρκάρει το αυτοκίνητό του ακριβώς μπροστά στο τραπεζάκι του ταβερνείου. Λίγα λεπτά αργότερα τιμωρείται γι’ αυτή την «νεοελληνική συμπεριφορά». Το λεωφορείο της γραμμής, που δεν χωράει να στρίψει, τον υποχρεώνει να ψάξει χώρο στάθμευσης εκεί που δεν ενοχλεί.
50 μέτρα πιο πάνω, στην πλατεία του Δημαρχείου, συναντάμε τον ξυλόφουρνο της κυρά-Παρής. Τί θεϊκή ευωδιά εκπέμπουν οι ξυλόφουρνοι! Η πιο λαχταριστή, η πιο αγαπημένη ίσως μυρωδιά, που συνοδεύει από την παιδική ηλικία τις αναμνήσεις μου. Στους ξυλόφουρνους τότε της Καβάλας. Που αργότερα αντικαταστάθηκαν από τους Γερμανικούς, τους ηλεκτρικούς.
Πετυχαίνουμε την κυρά-Παρή Ιππιώτη σε μεγάλες φούριες. Ξεφουρνίζει ένα-ένα τα καλοψημένα ψωμιά, σε κάποια άλλα αλλάζει θέση, σε σημεία του φούρνου που είναι πιο ζεστά. Κάθε φορά που ανοίγει το πορτάκι, ξεφεύγει λίγη ζέστη.
Συμπαθέστατη η κυρούλα, μικροκαμωμένη και λεπτή, με ασημόγκριζα μαλλιά. Κάθε μέρα ανοίγει το μαγαζί στις δυόμιση τα χαράματα κι ύστερα βάζει φωτιά στο φούρνο με ξύλα από μεσέδες, ελιόδεντρα και πουρνάρια.
–Πόσα χρόνια καταγίνεσαι με το φούρνο; την ρωτάει η Άννα.
-«Σαράντα χρόνια φούρναρης», απαντάει, με την πασίγνωστη φράση της παλιάς διαφήμισης.
Φούρναρης ο πατέρας της, φούρναρης κι ο άντρας της. Οι φωτογραφίες τους θυμίζουν το παρελθόν του μαγαζιού. Για μερικά λεπτά μας εγκαταλείπει η άξια φουρνάρισσα. Πηγαίνει στο υπόγειο και παίρνει μια αγκαλιά ξύλα. Στο πίσω μέρος του φούρνου ανοίγει ένα πορτάκι και μ’ ένα μακρύ διχαλωτό κοντάρι σπρώχνει τα ξύλα για να ενισχύσει τη φωτιά.
–Πρέπει να’ χω το νου μου, να κρατάει ο φούρνος μια θερμοκρασία σταθερή.
Με βοηθό την συντοπίτισσά της Τζένη και, στη διάρκεια της μέρας και τον γιο της Πολύδωρο, η κυρά-Παρή φτιάχνει στο Ξηροκάμπι από τα νοστιμώτερα ψωμιά που έχουμε δοκιμάσει ποτέ.
Ο περίπατος στο χωριό αποκαλύπτει δρομάκια στενά και σπίτια πετρόχτιστα, ωραίας αρχιτεκτονικής. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία βρίσκεται στην πλατεία του Δημαρχείου, μερικά μέτρα πριν από τον ξυλόφουρνο. Είναι μια επιβλητική πέτρινη αυλόθυρα, η μόνη που έχει απομείνει από ένα παλιό σπίτι που υπήρχε κάποτε εδώ. Στο ανώτερο τμήμα διακρίνεται χαραγμένη η χρονολογία 1878, ενώ μια όμορφη ζωγραφιά διατηρεί ακόμη τα αυθεντικά της χρώματα, παρά την καθημερινή έκθεσή της σ’ όλους τους καιρούς. Μπροστά από την πόρτα επιβάλλονται με τον όγκο τους δυο πελώριες μυλόπετρες, τα «λιθάρια» που χρησιμοποιούνταν για το σπάσιμο της ελιάς. Εκεί δίπλα είναι κι ο σιδερένιος μηχανισμός του λιοτριβιού, καθώς κι ένα σιδερένιο μάγγανο πηγαδιού. Τα περισσότερα σπίτια γύρω από την πλατεία είναι παραδοσιακά και επιπλέον χαμηλά. Έτσι δεν κρύβεται ο ορίζοντας κι η πλατεία αναπνέει. Πίσω μάλιστα από τα πρόβουνα του Ταΰγετου μπορούμε να διακρίνουμε και τη μύτη της οξυγώνιας πυραμίδας.
ΣΤΗΝ Ι. ΜΟΝΗ ΖΕΡΜΠΙΤΣΑΣ
Ξεκινάμε να γνωρίσουμε τα σημαντικότερα αξιοθέατα της περιοχής. Και πρώτα την γειτονική Μονή Ζερμπίτσας. Συναντάμε το φημισμένο μοναστήρι σε απόσταση 5χλμ. νότια του Ξηροκαμπίου, χτισμένο σε υψόμετρο 500 μέτρων. Άλλοτε η μοναδική πρόσβαση ήταν μόνον με μονοπάτι. Το 1966 ανοίχθηκε χωματόδρομος και στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ο ασφαλτόδρομος. Καθώς πλησιάζουμε διασχίζουμε αιωνόβιο ελαιώνα, ενώ γύρω από τη μονή εκτείνεται δάσος από πανύψηλα δέντρα δρυών και σφενδαμιών.
Εξωτερικά η Ζερμπίτσα δίνει την αίσθηση φρουριακού συγκροτήματος, στο Α και Δ τμήμα του οποίου δεσπόζουν δυο πύργοι. Στον αύλειο χώρο μας οδηγεί μια θολωτή, πετρόχτιστη στοά. Το βλέμμα μας καθηλώνεται από έναν πλάτανο με διαστάσεις εντυπωσιακές. Τεράστια είναι και τα έξι κλαδιά, που υψώνονται ακτινωτά πάνω από τον κορμό. Η ηλικία του πλάτανου πρέπει να πλησιάζει τους 4 αιώνες, να ανάγεται δηλαδή στα χρόνια ανέγερσης του καθολικού, στα 1639.
Μαζί με τα μοναστηριακά κεράσματα οι μοναχές μας προσφέρουν και δροσερό βουνίσιο νερό από την πετρόχτιστη πηγή με την αέναη ροή. Στα ξύλινα παγκάκια, κάτω από τη σκιερή ομπρέλλα του πλάτανου, τα λεπτά κυλούν με υπέρτατη γαλήνη. Μερικά σκαλοπάτια μας οδηγούν λίγο χαμηλότερα στο καθολικό. Οι διαστάσεις του είναι επιβλητικές και η τοιχοποιΐα εξαίρετη ενώ τον τρούλλο πλαισιώνουν πολλαπλές κεραμοσκεπές. Σύμφωνα με τον Δημ. Γ. Κατσαφάνα (2) το καθολικό από τα χαρακτηριστικά του ανήκει στον αγιωρίτικο ή αθωνικό τύπο, με βυζαντινή καταγωγή και χρονολογία ανέγερσης το 1639. Ο ναός είναι σταυροειδής και το εσωτερικό του χωρίζεται σε τρία κλίτη από τέσσερις πεσσούς.
Σύμφωνα με την κτιτορική επιγραφή το καθολικό αγιογραφήθηκε το 1669. Οι εξαίσιες αγιογραφίες είναι μάλλον έργο μαθητών του Δημήτριου Κακαβά. Κατά τους Χαράλαμπο Μπούρα και Λασκαρίνα Μπούρα (3), «το καθολικό της Μονής Ζερμπίτσας φαίνεται ότι κτίσθηκε στη θέση ενός μεσοβυζαντινού μνημείου. Αυτό δεν προκύπτει μόνον από το οθωμανικό έγγραφο του 1639 αλλά και από την αναγνώριση διαφόρων λειψάνων, ενσωματωμένων σήμερα στο σωζόμενο καθολικό. Έχουν διασωθεί πολλά κομμάτια από ένα πλούσιο μαρμαροθέτημα, στρωμένα φίρδην-μίγδην στο νεώτερο δάπεδο του κυρίως ναού, καθώς και τέσσερα τουλάχιστον μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη που θα μπορούσαν, με τεχνοτροπικά κριτήρια, να αποδοθούν στον 12ο αιώνα».
Ένα τμήμα των τοιχογραφιών έχει πρόσφατα συντηρηθεί. Στον εσωτερικό θόλο του τρούλλου του πρόναου διακρίνεται αμυδρά ο ζωδιακός κύκλος, που χρειάζεται όμως εργασίες συντήρησης.
Τα χρόνια ακμής της μονής ήταν από το 1639 ως το 1770. Ακολούθησαν λεηλασίες και πυρπόληση από τους Αλβανούς και τους Βαρδουνιώτες. Στην Επανάσταση του ’21 η Ζερμπίτσα συμμετείχε με τον ηρωικό μοναχό Γαβριήλ Ζερμπιτσιώτη. Μετά την επανάσταση η μοναστική παράδοση συνεχίστηκε χωρίς διακοπή. Το 1962 έγινε ηγούμενος ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Σιμόπουλος, ενώ από το 1965 η μονή ξανάγινε γυναικεία. Εορτάζει στις 23 Σεπτεμβρίου την Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στο μοναστήρι υπάρχουν και 12 παρεκκλήσια, με σημαντικότερο εκείνο του Αη-Γιαννάκη, του οποίου φυλάσσεται η κορυφή της Αγίας Κάρας.
ΓΟΡΑΝΟΙ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟ ΛΑΤΟΜΕΙΟ
Επιστρέφοντας από την Μονή της Ζερμπίτσας στον κεντρικό δρόμο συνεχίζουμε το οδοιπορικό μας ακόμη νοτιότερα. Διασχίζουμε τον οικισμό της Δάφνης και παίρνουμε τις ανηφοριές προς την Πολοβίτσα. Κατάφυτες οι πλαγιές του Ταΰγετου, με ήπιες κλίσεις και αρκετές άνετες στροφές. 10χλμ. μετά το Ξηροκάμπι φτάνουμε στους Γοράνους. Με υψόμετρο 650-700 μέτρα και χτισμένοι με μεγάλη αμφιθεατρικότητα, οι Γοράνοι είναι ένας γραφικός ορεινός οικισμός, πέρασμα προς τους ακόμη ορεινότερους οικισμούς της Βασιλικής, της Άρνας και της Σπαρτιάς. Το μεζεδοπωλείο «Αγνάντιο» στην πλατεία μας δίνει την ευκαιρία για μια γευστική ανάπαυλα με έξοχη θέα προς τον κάμπο, τον Λακωνικό κόλπο και τον Πάρνωνα, μέχρι την Ελαφόνησο και την Χερσόνησο του Μαλέα.
Από την είσοδο του χωριού συνεχίζουμε δεξιά προς την Μονή της Γόλας. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πριν φτάσουμε στο μοναστήρι, λοξοδρομούμε ανηφορικά αριστερά, μέσα από αιωνόβιες βαλανιδιές και καστανιές. Σε δυο λεπτά φτάνουμε στην κορυφή ενός μοναχικού λόφου. Εδώ, μέσα σε κτήμα 140 στρεμμάτων κατάφυτο με καρυδιές και καστανιές, βρίσκεται ο ορεινός ξενώνας «FARIS». Από το υψόμετρο των 960 μέτρων η θέα προς την πυραμίδα και τις υπόλοιπες κορυφές του Ταΰγετου είναι μοναδική, όπως βέβαια και σε κάθε άλλο σημείο του ορίζοντα.
Σ’ αυτό τον ωραίο τόπο μας καλωσορίζει ο Γιώργος Κοκκορός, που επέλεξε το όνομα του ξενώνα του σε ανάμνηση της αρχαϊκής πόλης «Φάρις». Την Φάριδα αναφέρει και ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Β.582) ως μια από τις πόλεις της Λακεδαίμονος που συνεισέφεραν 60 καράβια στην εκστρατεία των Ελλήνων κατά της Τροίας.
Είναι αληθινή εμπειρία η διαμονή στα περιποιημένα δωμάτια και απολαυστικό το πρωινό με τα ντόπια προϊόντα και τους φρέσκους λουκουμάδες που ετοιμάζει ο Γιώργος.
Ένας χωματόδρομος με εξαιρετικά έντονη κλίση μας βγάζει στην κορυφή του αντικρινού λόφου, σε υψόμετρο 1.000 μέτρων. Εδώ βρίσκεται το ξωκκλήσι του Προφητηλία, αφιέρωμα του γιατρού Σταύρου Καλκάνη και έργο τηνιακού πελεκάνου με ωραιότατες λαξεύσεις. Η θέα είναι μοναδική, φτάνει ως τη Χερσόνησο του Μαλέα, την Ελαφόνησο και τα Κύθηρα.
Χάραξη αδιόρατη σε έδαφος κακοτράχαλο μας οδηγεί πίσω από τον λόφο σε θέσεις σύγχρονων λατομείων. Τα κάθετα πρανή αποτελούνται από σκληρούς χρωματιστούς γρανίτες. Ακολουθούν νταμάρια που βγάζουν λεπτές φέτες σαν σχιστόπλακες. Ο χωματόδρομος κινείται περιφερειακά του λόφου. Κάποια στιγμή, μέσα από πουρνάρια βρίσκουμε ένα πέρασμα, που 100 μέτρα μετά καταλήγει σε αρχαίο λατομείο μανιάτικης μαύρης πέτρας. Ειν’ ένα κατακόρυφο πρανές από συμπαγή βράχο με λείες λαξεύσεις και ύψος που ξεπερνάει τα 15 μέτρα. Κατάσπαρτο είναι το έδαφος από αμέτρητες μικρές πέτρες, υπολείμματα από τις εργασίες των αρχαίων λατόμων. Ένα ζευγάρι βασιλαετών διαγράφει αργές, κυκλικές τροχιές στον ουρανό.
–Είναι ένα από τα ελάχιστα ζευγάρια βασιλαετών που έχουν απομείνει στον Ταΰγετο, λέει ο Γιώργος.
ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΓΟΛΑΣ
Επιστρέφοντας από τον ξενώνα θαυμάζουμε τις υπεραιωνόβιες βαλανιδιές, τους θεαματικούς κορμούς των καστανιών. Μαυρόπευκα και έλατα, έχουν διαστάσεις εντυπωσιακές.
Το μοναστήρι της Γόλας αποκαλύπτεται σε υψόμετρο 840 μέτρων. Ωραία εικόνα, με πετρόχτιστα κτίρια, καθολικό με κόκκινες κεραμοσκεπές και τρούλλο εκπληκτικό. Πίσω ψηλά διαγράφεται η πυραμίδα του Ταΰγετου με φόντο τον ουρανό. Το ιστορικό μοναστήρι είναι χτισμένο σε απόλυτη αρμονία με το κορυφαίο σημείο της φύσης της Λακωνίας.
Οι μοναχές μας προσφέρουν δροσερό νερό και καφεδάκι. Πανέμορφος ο αύλειος χώρος, με γρασίδι, τριανταφυλλιές και πολλά άλλα λουλούδια. Μετά τις αναπλάσεις τα κτίρια είναι σε άριστη κατάσταση. Το καθολικό, βέβαια, είναι αυτό που κυρίως μαγνητίζει τα βλέμματά μας.
Από το βιβλίο των Θ. Κατσουλάκου και Β. Ασημομύτη (4) αντλούμε πολλά στοιχεία για τη μονή. Η Γόλα λοιπόν είναι μια ευρεία περιοχή με ποικίλες εναλλαγές. Το ομαλό έδαφος και η ύπαρξη νερού καθιστούν τη θέση πλεονεκτική. Το κλίμα είναι υγιεινότατο. Το έδαφος όμως της Γόλας είναι φτωχό. Είναι χαρακτηριστική η φράση: «Έκαμε κι η Γόλα στάρι!». Η ονομασία της περιοχής δεν είναι τυχαία. Το τοπωνύμιο είναι σλάβικο και σημαίνει «έδαφος γυμνό».
Από πότε όμως υφίσταται η Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Γόλας; Η κτιτορική επιγραφή αναφέρει: «Ανηγέρθη εκ βάθρων και ανιστορήθη ο θείος και πάνσεπτος ναός ούτος της υπεραγίας δεσπίνης ημών Θεοτόκου… εν τη τοποθεσία Γόλλας… επί έτους ΑΧΑΒ» (1632).
Κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ζωής του το μοναστήρι γνώρισε μέρες ακμής και καταστροφών. Στα τέλη του 18ου αιώνα δοκιμάστηκε σκληρά από τους Μπαρδουνιώτες μουσουλμάνους. Οι ζημιές της Γόλας ήταν μεγάλες. Η κινητή της περιουσία διαρπάχθηκε, οι μοναχοί διασκορπίστηκαν, τα κτίσματα υπέστησαν πολλές φθορές.
Με την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό αρχίζει η ανασυγκρότηση. Οι μοναχοί επιστρέφουν, καλλιεργούνται τα κτήματα, ξαναφυτεύονται τα αμπέλια. Το 1829 χτίζεται το καμπαναριό. 30 συνολικά άνθρωποι, μοναχοί, δόκιμοι και υπηρέτες, εργάζονται με ζήλο για να ξαναδώσουν στη μονή την παλιά της ακμή. Ακολουθούν δύσκολα χρόνια, το 1834 διαλύεται από το νεοσύστατο κράτος το μοναστήρι, το 1836 όμως, μετά από συντονισμένες προσπάθειες λαϊκών και μοναχών, επαναλειτουργεί. Το 1922 η Μονή της Γόλας προσαρτήθηκε στη Μονή της Ζερμπίτσας και η περιουσία της εκποιήθηκε. Ωστόσο, το 1963 επισκευάστηκε ένα κελλί, το 1974 άλλα τρία. Ακολούθησε η ανακεράμωση του καθολικού για να προστατευθούν αποτελεσματικά από την υγρασία οι αγιογραφίες που θαυμάζουμε σήμερα.
Ένα κατανυκτικό μισόφωτο υποδέχεται τα βήματά μας στο εσωτερικό του καθολικού. Ο αμυδρός φωτισμός οφείλεται σε μερικά αναμμένα καντηλάκια και στα μικρά στενόμακρα παράθυρα στον τρούλλο και στους τοίχους. Καθώς συνηθίζουν όλο και περισσότερο τα μάτια μας, αποκαλύπτεται ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού. Ο Β. Ασημομύτης αναφέρει, ότι το καθολικό, είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες, που καλύπτουν με αρμονική πολυχρωμία όλες τις εσωτερικές επιφάνειές του. Οι περισσότερες σώζονται σε καλή κατάσταση, ενώ πολλές, ιδίως του νάρθηκα, έχουν διαβρωθεί από την υγρασία και έχουν αποβεί σκοτεινές και ασαφείς, από άλατα και καπνούς κεριών και λιβανιού.
Οι τοιχογραφίες του ναού, είναι έργα του Δημήτριου Κακαβά και ολοκληρώθηκαν το 1632. Ο Δημήτριος Κακαβάς, υπήρξε από τους σημαντικότερους ζωγράφους της μεταβυζαντικής Πελοποννήσου.
ΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ
Η μεγαλύτερη πρωτοτυπία στον τοιχογραφικό διάκοσμο παρατηρείται στις παραστάσεις των αρχαίων φιλοσόφων στον νάρθηκα. Χρονολογία ιστόρησης είναι το έτος ΑΧΟΓ (1673) από «Χριστού γεννήσεως». Οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί εικονίζονται ολόσωμοι στην πιο ψηλή από τις τρεις ζώνες πάνω από την κεντρική είσοδο στον νάρθηκα. Πρώτος από αριστερά εμφανίζεται ο Σόλων, ακολουθεί ο Θουκυδίδης και στη συνέχεια ο Πλούταρχος. Πάνω από την αψίδα της θύρας εικονίζεται η «Σιβήλα (Σίβυλλα) η σοφή». Μετά εικονίζονται ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων και έβδομος στη σειρά ο Λακεδαιμόνιος σοφός Χείλων.
Είναι μεγάλη εμπειρία να συναντάμε σ’ ένα μνημείο της Ορθοδοξίας μερικούς από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αρχαίας ελληνικής διανόησης. Σύμφωνα μάλιστα με τον Β. Ασημομύτη, «οι εξεικονίσεις των φιλοσόφων στη Γόλα προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μοναδικότητα του φαινομένου σε περιοχή της νότιας Ελλάδας, καθότι οι έξι από τους επτά ναούς, με εικόνες αρχαίων σοφών, βρίσκονται κυρίως στη βόρειο Ελλάδα». (5) Στην γωνία, στα ΒΔ, ιστορείται και ο Όμηρος, η παράσταση όμως είναι σχεδόν κατεστραμμένη. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πρόσωπα των σοφών που είναι ασκεπείς καθώς και τα ειλητάριά τους (6), που είναι πλατειά και θυμίζουν αρχαίες στήλες αναγραφής ψηφισμάτων. Η συνύπαρξη των Ελλήνων φιλοσόφων με τους Αγίους της Εκκλησίας οφείλεται στην πεποίθηση των Πατέρων της Εκκλησίας, ότι η επικράτηση του Χριστιανισμού προπαρασκευάστηκε από τους Έλληνες φιλοσόφους, που δίδαξαν εναντίον της πολυθεϊστικής ειδωλολατρίας. Ένας άλλος λόγος είναι η προσπάθεια των υποδούλων Ελλήνων να διατηρήσουν ζωντανή την ελληνική παιδεία και σκέψη, όπως εκφράστηκε από τους Έλληνες σοφούς.
ΑΠΟ ΤΗ ΓΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΟΥΜΟΥΣΤΑ
Από το ιστορικό μοναστήρι το προσκύνημά μας μεταφέρεται στο φυσικό περιβάλλον του τόπου και συγκεκριμένα στο καταπληκτικό μονοπάτι που συνδέει τη Γόλα με τον οικισμό της Κουμουστάς. 100 μέτρα πριν από τη μονή μια πινακίδα αναφέρει υψόμετρο 870 μέτρων και χρόνο 1 ώρας. Το μονοπάτι κατηφορίζει με άριστη σήμανση ανάμεσα σε πυκνό δάσος πεύκων, έλατων, σφενδαμιών και πουρναριών. Μας εντυπωσιάζουν οι γέρικες καστανιές με τους πελώριους κορμούς. Το μονοπάτι είναι χωμάτινο, το έδαφος μαλακό, ειν’ αληθινή ευτυχία να βαδίζει κανείς. Τον τόπο ομορφαίνουν ζωηρόχρωμα κυκλάμινα. Πυκνή η βλάστηση πάνω απ’ τα κεφάλια μας, βαδίζουμε στη σκιά και στη δροσιά. Ξύλινα σκαλοπάτια μας οδηγούν στην κοίτη της ρεματιάς. Στο τέλος του Σεπτέμβρη είναι τελείως στεγνή. Εδώ κυριαρχούν τα πλατάνια. Τα φύλλα τους είναι πράσινα ακόμη, δεν έχει προλάβει να τα χρωματίσει το φθινόπωρο.
Μια κόκκινη πινακιδούλα σε ξύλινο στύλο μας ενημερώνει ότι υπολείπονται 2.5 χλμ. ακόμη ως την Κουμουστά. Βαδίζουμε για αρκετά λεπτά παράλληλα με το ρέμα. Το μαλακό έδαφος είναι ανασκαμμένο από γουρούνια. Ένα ξύλινο γεφυράκι μας περνάει στην αριστερή όχθη. Ψηλά στα Β-ΒΑ ορθώνονται οι βραχώδεις πλαγιές του φαραγγιού. Ένας δεύτερος στύλος αναγράφει 2 χλμ. Ήδη αποκαλύπτεται απέναντί μας ο οικισμός, με σπίτια διάσπαρτα σε μια κατάφυτη πλαγιά. Ακούγεται ήχος νερού. Το μονοπάτι γίνεται πετρώδες, κατηφορικό κι ελικοειδές, ανάμεσα σε δάσος πουρναριών και σφενδαμιών. Ο τρίτος ξύλινος στύλος δεν έχει πάνω του την μικρή κόκκινη πινακίδα. Προφανώς κάποιος «μερακλής συλλέκτης», την αφαίρεσε για ενθύμιο.
Ο ήχος του νερού γίνεται βουερός. Μερικά λεπτά μετά φτάνουμε στην κοίτη του ρέματος της Ρασίνας, σε υψομετρο 605 μέτρων. Στο τέλος του Σεπτέμβρη το ρέμα κατηφορίζει από τις ανατολικές πλαγιές του Ταϋγέτου, με πλούσια ροή, πεντακάθαρο ανάμεσα στις πέτρες, στα νεαρά πλατάνια και τους κισσούς. Το τοπίο είναι πολύ ειδυλλιακό. Ένα όμορφο πέτρινο γεφύρι μας περνάει στην αντικρινή όχθη της Ρασίνας. Ήδη το μονοπάτι αρχίζει ν’ ανηφορίζει, στο τελευταίο τμήμα της διαδρομής του προς το χωριό. Σ’ ένα πεντάλεπτο βγαίνουμε σε φαρδύ χωματόδρομο και κατευθυνόμαστε αριστερά. Λοξοδρομούμε για λίγο στο εκκλησάκι του Αγ. Παντελεήμονα, χτισμένο σε ξέφωτο με ωραία θέα, το 1913. Μερικά λεπτά μετά μπαίνουμε στα πρώτα σπίτια της Κουμουστάς. Κοιτάζω το ρολόι μου: 13:25’! Η μία ώρα που ανέφερε η πινακίδα έγιναν δυόμιση! Και θα μπορούσαν να ήταν άλλες τόσες. Η διαδρομή τις αξίζει από κάθε άποψη. Δυστυχώς, τόσες ώρες δεν συναντήσαμε κανέναν! Κι ούτε βέβαια φανταζόμασταν πως θα συναντούσαμε κάποιον στην Κουμουστά. Νά όμως, που ένας μεσήλικας βγαίνει από ένα LADA NIVA.
-Καλώς τους, ελάτε για ένα καφεδάκι.
-Ευχαριστούμε, θα’ ρθουμε σε λίγο.
Κατευθυνόμαστε στην πλατεία. Σε υψόμετρο 680 μέτρων είναι πλακόστρωτη αναπλασμένη το έτος 2000. Ένας γέρικος πλάτανος καλύπτει τον χώρο με υπέροχη σκιά. Χαρακτηριστικότερο, ωστόσο, γνώρισμα της πλατείας είναι η ιστορική πέτρινη κρήνη. Κατασκευασμένη το 1833 έχει έξι κρουνούς στη σειρά, από τους οποίους όμως μόνον οι τρεις έχουν αξιόλογη ροή.
Από τα πολλά και σημαντικά που αναφέρει ο Δ.Γ. Λάσκαρις για την Βυζαντινή Κουμουστά περιοριζόμαστε να πούμε, ότι ο τόπος ακμάζει κυρίως από το 1350 ως το 1500 μ.Χ. Στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων κατά των Τούρκων είχε μεγάλη και σημαντική συμμετοχή η Κουμουστά. Το 1826 κάηκε από τον Ιμπραήμ. Μετά την Επανάσταση οι περισσότεροι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο Ξηροκάμπι. Το 1958-59 έκλεισε το μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο με τους τελευταίους έξι μαθητές.
Βαδίζουμε για λίγο γύρω απ’ την πλατεία. Στα πανύψηλα πλατάνια έχουν από χρόνια αναρριχηθεί κληματαριές. Οι χοντροί κορμοί φανερώνουν την μεγάλη τους ηλικία, ενώ τα λεπτότερα, τελευταία κλαδιά, ξεπερνούν σε ύψος τα 10 μέτρα. Ακόμα κι εκεί πάνω υπάρχουν τσαμπιά με σταφύλια, προσιτά όμως μόνον στα πουλιά.
Μετά την πλατεία μας υποδέχεται ο Δημήτρης Καραπαππάς με τη Γαλλίδα γυναίκα του Annie. Καθώς πεζοπορούσαν μερικά χρόνια πριν στον Ταΰγετο, βρέθηκαν τυχαία στην Κουμουστά.
–Ο τόπος μας ξετρέλανε, λέει ο Δημήτρης. Βαδίζαμε πέρα-δώθε στο έρημο χωριό και ξαφνικά κάποιος μας φωνάζει για καφεδάκι. Πριν καλά-καλά το καταλάβουμε, βρεθήκαμε ιδιοκτήτες ενός οικοπέδου μ’ ένα ερειπωμένο κτίσμα στην Κουμουστά. Που, φυσικά, μας πήρε πολύ χρόνο και κόπο, ώσπου να το φέρουμε σε τούτη τη μορφή.
-Κι από τότε, βέβαια, έρχεστε εδώ με κάθε ευκαιρία.
-Όχι! Μένουμε μόνιμα εδώ! Είμαστε οι μοναδικοί μόνιμοι κάτοικοι του χωριού. Εσείς, όμως, πώς βρεθήκατε στην Κουμουστά;
-Ετοιμάζουμε ένα άρθρο για το περιοδικό ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ.
-Το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ; Μισό λεπτό.
Μπαίνει προς τα μέσα κι αμέσως επιστρέφει. Στα χέρια του κρατάει τρία προηγούμενα τεύχη του περιοδικού.
-Τα περισσότερα βρίσκονται στο σπίτι της Αθήνας. Μπράβο σας, κάνετε σπουδαία δουλειά.
–Κι εγώ, που φωτογραφίζω χρόνια, εκτιμώ πολύ τις φωτογραφίες σας, λέει η Annie, απευθυνόμενη στην Άννα.
Οι φίλοι μας είναι ενθουσιασμένοι. Στο υπέροχο μπαλκόνι τους θέλουν να μας κεράσουν τσιπουράκι. Αρνούμαστε ευγενικά.
-Την επόμενη φορά. Τώρα πρέπει να συνεχίσουμε τη δουλειά μας.
-Τότε θα έρθουμε μαζί σας, να σας ξεναγήσουμε στο χωριό.
Παίρνουμε τις χωμάτινες ανηφοριές και σε μερικά λεπτά φτάνουμε στο παλιό Δημοτικό Σχολείο. Σήμερα έχει μετατραπεί σε κατάλυμα, κυρίως για ορειβάτες. Παραδίπλα ένα παραδοσιακό σπίτι έγινε ξενώνας με την ονομασία «Ρούγα». Ζεστό και φιλόξενο το σπιτικό, με τζάκια και πλήρες νοικοκυριό. Για το καλοκαίρι υπάρχει υπαίθρια ψησταριά, ξυλόφουρνος και πανοραμική αυλή στους πρόποδες του βουνού. Κάθε λίγο η Κουμουστά μας αποκαλύπτει αθέατες λεπτομέρειες: την εκκλησία του Αγ. Κων/νου του 17ου αιώνα, σπίτια πετρόχτιστα καινούργια, παλιά ή ερειπωμένα, χαμηλά το ναΰδριο της «Παναΐτσας», του 13ου πιθανότατα αιώνα. Στην αντικρινή ράχη, κάτω από θεαματικά συγκροτήματα βράχων, συναντάμε τον ναό του Προφήτη Ηλία, κτίσμα του 1689.
–Ελάτε τώρα να σας αποκαλύψουμε την ιδιωτική μας πισίνα, λέει ο Δημήτρης. Μας την παραχώρησε η φύση της Κουμουστάς, για να μας ανταμείψει που μένουμε εδώ.
Παίρνουμε την γνωστή μας δυτική είσοδο του χωριού και αρκετές εκατοντάδες μέτρα μετά, βγαίνουμε απ’ τον δρόμο. Μπαίνουμε σε κατηφορικό, δύσβατο μονοπάτι. Σε τρία λεπτά αποκαλύπτεται ανάμεσα σε βράχους μια ονειρεμένη λιμνούλα, με βαθειά, κρυστάλλινα νερά. Η φύση ολόγυρα είναι ζούγκλα, ένας τόπος εκπληκτικός και απόλυτα κρυφός.
–Μια βδομάδα πριν είμασταν εδώ, λέει η Annie. Θα ξαναβουτήξουμε μόλις γλυκάνει λίγο περισσότερο ο καιρός.
Ο ουρανός σκοτεινιάζει. Επιστρέφοντας στο σπίτι αρχίζει η βροχή. Προφυλαγμένοι από το υπόστεγο της ταράτσας, παρακολουθούμε τις χοντρές σταγόνες να μουσκεύουν το χώμα, τα δέντρα, τις αντικρινές πλαγιές. Δεν κρατάει πολύ. Αραιώνουν τα σύννεφα, ο ήλιος ξαναβγαίνει.
–Και τώρα, τί λέει το πρόγραμμα; ρωτάει ο Δημήτρης.
-Στο φαράγγι του Ανακώλου.
-Α, σας περιμένουν 6 κατηφορικά ασφάλτινα χιλιόμετρα, που έχουν καλύψει ολότελα την παλιά στράτα που ένωνε την Κουμουστά με τον κάμπο. Θα σας βγάλω με το αυτοκίνητο λίγο παρακάτω.
Αποχαιρετάμε τους ευγενικούς ανθρώπους και ξαναβγαίνουμε στο δρόμο.
ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΑΝΑΚΩΛΟΥ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟ ΓΕΦΥΡΙ
Κατάφυτο το φαράγγι. Υπολείμματα παλιού νερόμυλου. Τσιμεντένιο αυλάκι με άφθονη ροή νερού, για την άρδευση των καλλιεργειών του κάμπου. Ανηφοράκι για 200 περίπου μέτρα. Ελαιώνες και ναός του Αγ. Σπυρίδωνα. Ρείκια, μυρτιές και κουμαριές. Η πορεία ξεκούραστη, η άσφαλτος όμως δεν έχει την ομορφιά του μονοπατιού.
Το φαράγγι πιο κάτω στενεύει, γίνεται θεαματικό. Ορθώνονται μεγαλόπρεπα συγκροτήματα από συμπαγή ασβεστόλιθο, με αλλεπάλληλες σπηλιές. Πρόσβαση σ’ αυτές έχουν μόνον αναρριχητές και αετοί.
Φτάνουμε σε μεγάλη γέφυρα τσιμεντένια. Λίγο χαμηλότερα, αθέατη σχεδόν, σώζεται μια μονότοξη πέτρινη. Από πάνω της περνούσε άλλοτε μονοπάτι. Εδώ εντοπίζουμε το στενότερο σημείο του φαραγγιού, με πλάτος που δεν ξεπερνάει τα 15-20 μέτρα. Νά και το «Διαβολαύλακο», μια αδιόρατη λάξευση πάνω στον επικλινή συμπαγή βράχο, που ανάγεται στην αρχαϊκή περίοδο και εξυπηρετούσε αρδευτικούς σκοπούς. Πάνω από τα κεφάλια μας, οι βράχοι σχηματίζουν μια φυσική τρύπα με μεγάλες διαστάσεις. Καθώς το φαράγγι πλησιάζει στο τέλος του, αποκαλύπτεται για πρώτη φορά απέναντί μας το Ξηροκάμπι με κόκκινες κεραμοσκεπές, που διακοσμούν όμορφα τον καταπράσινο κάμπο των πορτοκαλεώνων και ελαιώνων. Η πορεία μας, μετά από τόσες ώρες στη φύση, τελειώνει πάνω από το δυτικό τμήμα του χωριού. Δεν θα μπορούσαμε όμως να μην λοξοδρομήσουμε για λίγο προς την έξοδο του φαραγγιού, σε αναζήτηση του διάσημου, του μοναδικού Γεφυριού του Ξηροκαμπίου. Θα αναρωτηθεί, βέβαια, κάποιος πού οφείλει το γεφύρι την μοναδικότητα και την αίγλη του.
Μα, φυσικά, στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του: στην ιστορικότητα, στην απίστευτη αντοχή του στο χρόνο και κυρίως στο γεγονός, ότι είναι το μοναδικό γεφύρι στην Ευρώπη, που 2.000 χρόνια μετά την κατασκευή του, μπορεί να είναι σε χρήση ασφαλή.
Εντοπίζουμε το γεφύρι στο στενότερο σημείο της εξόδου του φαραγγιού, 100 περίπου μέτρα ΝΔ από τα τελευταία σπίτια του χωριού. Το συνολικό μήκος του καταστρώματος ξεπερνάει τα 15 μέτρα, το πλάτος φτάνει τα 3, ενώ μεγάλο είναι και το ύψος από την κοίτη της Ρασίνας. Το μνημείο αποπνέει μια αξεπέραστη τέχνη και στιβαρότητα. Η κατασκευή του είναι φρουριακή, με λαξευτούς ογκόλιθους πάνω στους συμπαγείς βράχους που περικλείουν την απότομη κοίτη του φαραγγιού. Δυστυχώς η δύσβατη όχθη κι ένας πεσμένος κορμός πεύκου εμποδίζουν την άνετη πρόσβασή μας ως την κοίτη. Ως προς την χρονολογία της οικοδόμησής του, η τελευταία επίσημη άποψη την ανάγει στην Ελληνιστική Περίοδο, ανάμεσα στο 100 και στο 30 π.Χ.!
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στο Ξηροκάμπι της Λακωνίας ο χρόνος κυλάει με γοργούς ρυθμούς, θα επιθυμούσαμε να είχαμε άλλον τόσο. Ο τόπος αρχίζει ν’ αναδύεται δυναμικά στο τουριστικό στερέωμα της χώρας. Άλλωστε είναι πάμπολλα όσα μπορεί να προσφέρει στον επισκέπτη.
Το τελευταίο μας πρωινό το παίρνουμε με τη συντροφιά του οικοδεσπότη μας, του Δώρου Σολωμού. Επιλέγουμε το μεγάλο ορθογώνιο τραπέζι με τις βαρειές καρέκλες, έπιπλα από μασσίφ ξύλο, εξαιρετικά και χειροποίητα. Αποπνέουν μια αρχοντιά και μια στιβαρότητα, σπάνια για έπιπλα σε χώρο εστίασης.
–Είναι οικογενειακά κειμήλια, λέει ο Δώρος. Στα χρόνια του μεσοπολέμου, τα έπιπλα που συνηθίζονταν ήταν λεπτεπίλεπτα, έσπαζαν με το παραμικρό. Αγανάκτησε ο πατέρας μου και τα πέταξε. Παράγγειλε στον τεχνίτη έπιπλα από ατόφιο ξύλο ν’ αντέχουν κάθε καταπόνηση. Όπως αυτό το τραπέζι, που είναι βαρύ, ασήκωτο αλλά και αθάνατο. Τέτοια κομμάτια σπάνια γίνονται στη σημερινή εποχή.
Ευωδιάζει το πρωινό στο ΤΑΛΕΤΟΝ. Ο αχνιστός καφές, η ομελέττα με τα χωριάτικά αυγά, το ζεστό ζυμωτό ψωμί της κυρα-Παρής. Η ώρα, ωστόσο, περνάει και το ταξίδι είναι μακρύ.
Ο Δώρος μας ξεβγάζει ως το αυτοκίνητο. Σηκώνει το χέρι:
-Καλή αντάμωση. Και μην βιάζεστε. Απολαύστε το μακρύ σας ταξίδι με «ταχύτητα κρουαζιέρας», «Velocita crociera», όπως λένε οι Ιταλοί.
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ «ΤΑΛΕΤΟΝ»
Το όνομα είναι εμπνευσμένο από την αρχαία ονομασία της κορυφής του Ταϋγέτου, που ήταν Ταλετόν. Το αναφέρει στα «Λακωνικά» του ο Παυσανίας: «Άκρα δε του Ταϋγέτου Ταλετόν…».
Το κτίριο είναι χτισμένο με ανοιχτόχρωμη ντόπια πέτρα, λαξευτούς γωνιόλιθους από λευκό μάρμαρο, πελεκητά μαρμάρινα πρέκια και από πάνω ανακουφιστικά τοξάκια από την ίδια μαρμαρόπετρα. Χαμηλό στο κεντρικό τμήμα και ελαφρά υπερυψωμένο -κατά ένα μόνον όροφο- στα άκρα, το κτίριο αποπνέει πλαστικότητα και χάρη.
–Στόχος μου ήταν να μην ξεφύγουν από την ανθρώπινη κλίμακα οι διαστάσεις του κτιρίου, μας εξηγεί ο πολιτικός μηχανικός Δώρος Σολωμός, ιδιοκτήτης και κατασκευαστής του ξενοδοχείου ΤΑΛΕΤΟΝ. Η δεύτερη επιδίωξή μου ήταν να σεβαστώ τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του οικοδομήματος, που έχει ήδη ξεπεράσει ενάμισι αιώνα ζωής.
Στα μέσα του 19ου αιώνα η πρώτη χρήση του κτιρίου ήταν αποθήκη. Εκεί τοποθετούσε η οικογένεια Σολωμού λάδι, τυροκομικά, σταφίδα, σιτηρά. Στη συνέχεια ένα τμήμα έγινε «λιτριβιό». Την περίοδο του μεσοπολέμου μετατράπηκε σε σηροτροφείο. Μεταπολεμικά στέγασε μεγάλες πετρελαιομηχανές, που τροφοδοτούσαν με ηλεκτρικό ρεύμα το Ξηροκάμπι.
–Με την αχρησία των τελευταίων χρόνων το κτίριο αργοπέθαινε αβοήθητο, λέει ο Δώρος. Επιστρέφοντας λοιπόν από την Ιταλία και ωθούμενος από έντονο συναισθηματισμό πήρα την μεγάλη απόφαση να του ξαναδώσω ζωή, μετατρέποντάς το σ’ ένα φιλόξενο κατάλυμα.
Και είναι πράγματι φιλόξενο το ΤΑΛΕΤΟΝ. Το διαπιστώνουμε στις ζεστές γωνιές του, στην ευχάριστη ατμόσφαιρα, στο χαμόγελο του προσωπικού. Εδώ αισθανόμαστε μια ευχάριστη οικειότητα, σαν φίλοι από παλιά. Υπάρχει, ωστόσο, κάτι ακόμα στο ΤΑΛΕΤΟΝ. Με τα πρώτα μας βήματα στον χώρο της Reception αισθανόμαστε κάτω από τα πόδια μας το δέος ενός απρόσμενου κενού. Είναι το χοντρό, διάφανο κρύσταλλο, που καλύπτει το κυκλικό στόμιο μιας υπόγειας δεξαμενής λαδιού. Το σχήμα της είναι κυλινδρικό. Στο επάνω μέρος κλείνει με τρούλλο, ενώ το δάπεδο έχει σχήμα κλιμακωτό κωνικό, όπου συγκεντρώνονταν τα υπολείμματα των αιωρουμένων στοιχείων του λαδιού.
Η διάμετρος της δεξαμενής είναι 2.80 και το ύψος της 5.80 μέτρα, διαστάσεις που της εξασφαλίζουν χωρητικότητα 30 περίπου κυβικών. Μ’ έναν απλό υπολογισμό μπορούμε ν’ αντιληφθούμε την χωρητικότητα της δεξαμενής πολύ παραστατικά. Αν θεωρήσουμε, ότι μια μεσαία ελληνική οικογένεια καταναλώνει ετησίως 5 τενεκέδες λαδιού, τότε θα χρειαζόταν τουλάχιστον 350 χρόνια για να καταναλώσει το περιεχόμενο αυτής της δεξαμενής!
Εξίσου εκπληκτική είναι και η κατασκευαστική της τελειότητα. Ο αρχιμάστορας Φαρμασόκης επέλεξε ως πρώτη ύλη μαρμαρόπετρα Ταϋγέτου. Υπολογίζεται ότι χρησιμοποιήθηκαν 600 περίπου λαξευτές ορθογώνιες πέτρες διαφόρων διαστάσεων. Εξωτερικά υπάρχει σκυρόδεμα πάχους 15 εκατοστών με σκύρους, δηλ. χαλίκια, διαφόρων μεγεθών και κονίαμα θηραϊκής γης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η στεγανοποίηση των τοιχωμάτων της δεξαμενής. Τα υλικά που χρησιμοποιούντο για να εφαρμόζουν τα μάρμαρα μεταξύ τους ήταν ποσότητα ελαιολάδου, κρόκοι αυγού και ποσότητα θειαφιού. Σ’ αυτό τον πολτό εμβάπτιζαν κλωστές από μαλλί προβάτου, τις οποίες τοποθετούσαν στις άκρες των μαρμάρων. Έτσι καλύπτονταν τα κενά, με αποτέλεσμα την απόλυτη στεγανότητα της δεξαμενής.(7)
Στο ΤΑΛΕΤΟΝ, ωστόσο, υπάρχουν και αθέατες λεπτομέρειες που απηχούν με τον πειστικότερο τρόπο την φιλοσοφία του ιδιοκτήτη-κατασκευαστή του.
–Όποιος, λέει ο Δώρος Σολωμός, έχει μεγαλώσει στη δεκαετία του ’50 ή του ’60, θα θυμάται, ότι κάθε φορά που φρεσκαριζόταν το σπίτι, μοσχοβολούσε η μυρωδιά και φρεσκάδα των χρωμάτων. Στη συνέχεια μπήκε η χημεία στη ζωή μας και η μυρωδιά του φρέσκου χρώματος δεν ήταν πολύ επιθυμητή.
Δεν είναι όμως μόνον τα χρώματα. Στην οικοδομή πλέον έχουν επικρατήσει υλικά με υψηλά ποσοστά φορμαλδεΰδης όπως οι μελαμίνες, τα νοβοπάν, τα MDF, που επιβαρύνουν τον αέρα σε επαγγελματικούς χώρους και κατοικίες. Μ’ αυτές τις σκέψεις έκανα ριζική επέμβαση στην επιλογή των υλικών. Ξεκίνησα από τα ξύλα της στέγης. Αντί να τα εμποτίσω με χημικά δηλητήρια, χρησιμοποίησα το βορικό άλας, όπως παλιά. Στα μονωτικά υλικά απέφυγα το DAW, που είναι πετρελαϊκής προέλευσης και χρησιμοποίησα φελλό Πορτογαλίας.
Με αγνό ξύλο κατασκευάστηκαν τα έπιπλα, καθώς και οι ντουλάπες των δωματίων και κουζινών. Για τους χρωματισμούς χρησιμοποιήθηκαν τα χρώματα της AURO, Γερμανικής εταιρείας με αγνές ύλες, ορυκτής και φυτικής προέλευσης. Τέλος, για την θέρμανση και ψύξη απέφυγα το πετρέλαιο που μολύνει το περιβάλλον και χρησιμοποίησα μια πρόσφατη τεχνολογία, τη γεωθερμία. Αυτή η φιλοσοφία πέρασε και στο πρωινό, όπου χρησιμοποιούμε ως επί το πλείστον βιολογικά προϊόντα, καθώς και στα καλλυντικά του μπάνιου. Και βέβαια, για να μην κάνουμε σπατάλη του νερού, αποθηκεύουμε τα βρόχινα νερά σε μια υπόγεια δεξαμενή και τα χρησιμοποιούμε για να ποτίζουμε τον κήπο όλο το χρόνο.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1) Δημήτριος Γ. Λάσκαρις, «ΤΟ ΞΗΡΟΚΑΜΠΙ ΤΗΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΟΣ».
(2) «Ζερμπίτσα. Το ιερόν και σεβάσμιον μοναστήριον».
(3) «Η ΕΛΛΑΔΙΚΗ ΝΑΟΔΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 12ο ΑΙΩΝΑ».
(4) Το μοναστήρι της ΓΟΛΑΣ Λακωνίας
(5) Εικόνες Ελλήνων Φιλοσόφων εκτός από τη Μονή της Γόλας υπάρχουν στη Μονή της Μεγίστης Λάυρας και στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, στη Μονή Φιλανθρωπινών Ιωαννίνων και στη Μονή Βιλάς Ηπείρου, επίσης σε ναό της Σιάτιστας στη Δ. Μακεδονία και στον ναό του Αγ. Γεωργίου Νεγάδων Ζαγορίου.
(6) Ειλητάριο είναι η περγαμηνή με χωρία της Γραφής, την οποία εικονίζονται να κρατούν διάφοροι άγιοι.
(7) Η διαδικασία της στεγανοποίησης προέρχεται από περιγραφή του Παναγιώτη Στεργιανόπουλου, όπως την διέσωσε ο πατέρας του Γεώργιος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Δημ. Γ. Λάσκαρις, «ΤΟ ΞΗΡΟΚΑΜΠΙ ΤΗΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΟΣ», ΑΘΗΝΑ 2002
-Θεόδ. Κατσουλάκος – Βας. Ασημομύτης, «ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΓΟΛΑΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ», ΑΘΗΝΑ 1991
-Δημ. Γ. Κατσαφάνας, «ΖΕΡΜΠΙΤΣΑ. ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΚΑΙ ΣΕΒΑΣΜΙΟΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΝ», ΑΘΗΝΑ 1990
-Χαρ. Μπούρας – Λασκ. Μπούρα, «Η ΕΛΛΑΔΙΚΗ ΝΑΟΔΟΜΙΑ κατά τον 12ο αιώνα», εκδ. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2002
-ΛΑΚΩΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1998, εκδ. ΙΔΙΟΜΟΡΦή, ΣΠΑΡΤΗ 1997
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε θερμά:
-Τον Εκδότη Γιώργο Κώτσο των εκδόσεων ΙΔΙΟΜΟΡΦή για όλες του τις βοήθειες
-Τον Γιώργο Κοκκορό για τη φιλοξενία του στον ορεινό ξενώνα «ΦΑΡΙΣ»
-Τον πατέρα Γεώργιο στην Ι. Μητρόπολη Μονεμβασίας και Σπάρτης
-Τον Δημήτρη Καραπαππά και τη γυναίκα του Annie στην Κουμουστά
-Το ζευγάρι των εξαιρετικών ολλανδών φωτογράφων ANTON HARFST και LAURIEN VAN DEN HOVEN
-Τέλος, ιδιαίτερα ευχαριστούμε το προσωπικό και τον οικοδεσπότη μας Δώρο Σολωμό στο ξενοδοχείο «ΤΑΛΕΤΟΝ», που έκαναν τα πάντα για να βοηθήσουν το έργο μας και να ομορφήνουν τη διαμονή μας.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΔΙΑΜΟΝΗ:
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ «ΤΑΛΕΤΟΝ» 27310-35150, FAX 35170
ΞΕΝΩΝΑΣ «FARIS» 27310-75447, FAX 75448
6945-364545
ΞΕΝΩΝΕΣ ΚΟΥΜΟΥΣΤΑΣ
Πληροφ. Δημ. Καραπαππάς 697-8225154
Παραδοσιακά ντόπια πιάτα και πολύ καλής ποιότητας κρέατα σε όλους τους χώρους εστίασης του Ξηροκαμπίου, στους Γοράνους και στο εστιατόριο του ορεινού ξενώνα FARIS.
ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΞΗΡΟΚΑΜΠΙΟΥ
Από Σπάρτη: 16χλμ.
Από Αθήνα: 250χλμ.
Από Θεσ/νίκη: 760χλμ.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Επισκεφθείτε πολύ κοντά στο Ξηροκάμπι:
-Την BIOGRECO. Από το 2002 είναι η πρώτη πιστοποιημένη κάθετη μονάδα νωπών βιολογικών κοτόπουλων στην Ελλάδα.
-Δοκιμάστε και πάρτε μαζί σας το εξαιρετικό ζυμωτό ψωμί από τον ξυλόφουρνο της κυρα-Παρής.
-Γνωρίστε τους εξαίρετους Ολλανδούς φωτογράφους ANTON και LAUREEN, περπατήστε μαζί τους στη φύση της Λακωνίας και βελτιώστε τις φωτογραφικές ικανότητές σας στην πράξη.
ΧΑΡΤΕΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
-ΤΑΫΓΕΤΟΣ, 1:50.000, Anavasi
-ΤΑΫΓΕΤΟΣ ΞΗΡΟΚΑΜΠΙ, 1:25.000, Anavasi
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΞΟΡΜΗΣΕΙΣ
Photothema (Anton και Laureen)
27310-36668, 6934-436325, ΞΗΡΟΚΑΜΠΙ 23054, Λακωνία