Βοριάς ψυχρός σαρώνει το Ζαγόρι. Καταχείμωνο. Μετά το χιόνι ακολουθεί η παγωνιά. Στους δρόμους, στις βρύσες, στις κρυστάλλινες λεπίδες που κρέμονται απ’ τις στέγες. Ρέματα και ρυάκια μένουν στο χώμα ακίνητα, η ροή τους μοιάζει μαρμαρωμένη απ’ τον καιρό. Πάνω απ’ το Καπέσοβο ανηφορίζει ένας δρόμος με πορεία προς το βουνό. Στη χιονισμένη του επιφάνεια διακρίνονται αμυδρά παλιά αυλάκια αυτοκινήτου. Τίποτε δεν έχει περάσει μετά τη νέα χιονόπτωση.
Φαίνεται πως κανέναν δεν προσελκύει η πινακίδα με την ένδειξη “ΒΡΑΔΕΤΟ 9”. Και γιατί θάπρεπε άλλωστε; Χωρίς ξενώνες, καφετερίες και ταβέρνες το μικρό Βραδέτο δεν έχει θέση ανάμεσα στους διάσημους τουριστικούς προορισμούς του Ζαγοριού. Το μόνο που διαθέτει σε αφθονία είναι η φυσική του ομορφιά.
Βοριάς ψυχρός σαρώνει το Ζαγόρι. Καταχείμωνο. Μετά το χιόνι ακολουθεί η παγωνιά. Στους δρόμους, στις βρύσες, στις κρυστάλλινες λεπίδες που κρέμονται απ’ τις στέγες. Ρέματα και ρυάκια μένουν στο χώμα ακίνητα, η ροή τους μοιάζει μαρμαρωμένη απ’ τον καιρό. Πάνω απ’ το Καπέσοβο ανηφορίζει ένας δρόμος με πορεία προς το βουνό. Στη χιονισμένη του επιφάνεια διακρίνονται αμυδρά παλιά αυλάκια αυτοκινήτου. Τίποτε δεν έχει περάσει μετά τη νέα χιονόπτωση. Φαίνεται πως κανέναν δεν προσελκύει η πινακίδα με την ένδειξη «ΒΡΑΔΕΤΟ 9». Και γιατί θάπρεπε άλλωστε; Χωρίς ξενώνες, καφετερίες και ταβέρνες το μικρό Βραδέτο δεν έχει θέση ανάμεσα στους διάσημους τουριστικούς προορισμούς του Ζαγοριού. Το μόνο που διαθέτει σε αφθονία είναι η φυσική του ομορφιά. Μα αυτή δεν ενδιαφέρει τον τουρίστα. Γιατί προϋποθέτει παρέκκλιση από τις ασφάλτινες οδικές αρτηρίες, έξοδο από το αυτοκίνητο και χρήση των ποδιών, του πατροπαράδοτου τρόπου γνωριμίας με τη φύση. Μόνον ανθρώπους με φιλοσοφία περιηγητή και φυσιολάτρη γοητεύει το Βραδέτο. Τους άλλους, τους πολλούς, τους αφήνει αδιάφορους.
Σταματώ μπροστά στην πινακίδα που εξέχει από το χιόνι. Ακολουθώ με το βλέμμα την ελικοειδή πορεία του δρόμου, που ανηφορίζει και χάνεται ανάμεσα στην παρθενική, την απάτητη λευκότητα των υψιπέδων του Βραδέτου. Πώς νάναι το χωριουδάκι χιονισμένο; Δεν το έχουμε δει ποτέ. Κι ούτε ξέρουμε αν μ’ αυτή τη βαρυχειμωνιά έχει απομείνει κάποια ανθρώπινη παρουσία στον οικισμό. Η αθώα πινακίδα δίνει μόνον πληροφορίες για την απόσταση. Τίποτε άλλο. Τα υπόλοιπα οφείλουμε να τα ανακαλύψουμε εμείς. Δεν το πολυσκεφτόμαστε. Η αποκοτιά δεν συμβαδίζει με τη λογική αλλά με την παρόρμηση. Κι απ’ αυτήν διαθέτουμε σε μεγάλες δόσεις με την Άννα. Εμπρός λοιπόν! Το άγνωστο κι η γοητεία του κινδύνου είναι εδώ και μας περιμένουν. Αργή τετρακίνηση και ξεκινάμε. Σε σημεία εκτεθειμένα στο βοριά το χιόνι είναι σκληρό σαν πάγος, ενώ στις κοιλότητες παχύ και μαλακό. Οι κίνδυνοι ακινητοποίησης ελλοχεύουν κάθε στιγμή, το ελαφρύ ωστόσο τετρακίνητο όχημα ανταποκρίνεται, έστω και δύσκολα, στις απαιτήσεις της διαδρομής.
Διασχίζουμε ολομόναχοι τον αυχένα του Βραδέτου σε υψόμετρο 1500 περίπου μέτρων. Τι ευτυχία είναι τούτη, τι αίσθηση πρωτόγνωρη! Πού και πού σταματάμε, βγαίνουμε έξω από το δρόμο και βυθιζόμαστε ως το γόνατο στο χιόνι, προσπαθούμε ν’ αποτυπώσουμε τη μεγαλοπρέπεια του τοπίου με τις φωτογραφικές μας μηχανές.
Μεσημεράκι. Σαν διαδοχικές λευκές πυραμίδες μακρυά οι πρώτες στέγες του χωριού. Καλυμμένο το Βραδέτο από παχύ στρώμα χιονιού μοιάζει σαν νάχει παραδοθεί σε λήθαργο. Η μόνη του ανάσα είναι μια λεπτή στήλη καπνού. Προέρχεται από την καμινάδα ενός μικρού καφενείου στην πλατεία της εκκλησίας. Η θεια-Κωνστάντω, μοναδική ανθρώπινη παρουσία στο χωριό, εξακολουθεί στα 70 της χρόνια να «φυλάει Θερμοπύλες». Μας καλοδέχεται, έκπληκτη από την απόπειρά μας να φτάσουμε ως εδώ.
– Κοπιάστε στη φωτιά να ζεσταθείτε. Κι αν πεινάτε, να ετοιμάσω κάτι.
Προσθέτει ξύλα στη ξυλόσομπα, βάζει επάνω της ψωμάκι να ψηθεί, φέρνει ένα τσίπουρο για να διώξουμε το κρύο. Ύστερα καθαρίζει πατάτες, χτυπάει αυγά και φτιάχνει μια ομελέτα, ρίχνει μέσα και κομματάκια χωριάτικου λουκάνικου. Βολευόμαστε στον στενό ξύλινο πάγκο, πλάι στην ξυλόσομπα που τρίζει, πίνουμε τσιπουράκι κι ύστερα κρασί, τρώμε με μεγάλη όρεξη τα καλούδια που μας φέρνει.
Το καφενεδάκι παμπάλαιο, μικρό και ταπεινό, κάθε γωνιά του αποπνέει παρελθόν. Λίγα ραφάκια με φτωχά είδη μπακαλικής, κορνίζες στους τοίχους με φωτογραφίες από τη «Σκάλα του Βραδέτου», το στόμιο του Βίκου στη «Μπελόη», γεφύρια πέτρινα από γνωστά σημεία του Ζαγοριού. Απ’ τα 18 της χρόνια σ’ αυτό το καφενείο η Κωστάντω, μια ολόκληρη ζωή. Χρόνια καλά και χρόνια δίσεκτα, με οικογένεια, με πανηγύρια και με κόσμο. Έχει πολλά να θυμάται απ’ τη ζωή της, στιγμές χαράς αλλά και πίκρας και μεγάλης μοναξιάς. Σήμερα άλλαξαν στο Βραδέτο οι καιροί, όπως σε τόσους τόπους στην Ελλάδα. Κλείσαν εδώ και χρόνια τα σχολεία, έφυγαν οι νέοι στις πόλεις, τίποτε δεν τους κρατάει σ’ αυτό τον τόπο, τον τόσο ωραίο αλλά και τόσο μοναχικό και σκληροτράχηλο. Και δεν είναι οικονομικό μόνον το πρόβλημα. Είναι κυρίως η ανυπαρξία κοινωνικότητας, η έλλειψη κάθε δυνατότητας για συμμετοχή και στις στοιχειώδεις απολαύσεις της ζωής, που έχει ένας άνθρωπος της πόλης. Το μικρό Βραδέτο γερνάει καθημερινά και δεν ανανεώνεται. Η θειά Κωστάντω αντιστέκεται ακόμη. Όσο μπορεί…
Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μια παγωμένη ανάσα του βοριά. Μαζί της εισχωρεί και μια παρέα ανθρώπων με σκούφους, πολύχρωμες φόρμες που θυμίζουν σκιέρ, μπαστούνια και ορειβατικά άρβυλα ως τη μέση του ποδιού. Μοιάζουν Αυστριακοί ή Γερμανοί. Μας χαιρετάνε πρόσχαρα. Τα μάγουλά τους είναι αναψοκοκκινισμένα από το κρύο και την αντανάκλαση του ήλιου στην επιφάνεια του χιονιού. Έχουν μόλις ολοκληρώσει την ανάβαση της χιονισμένης Σκάλας Βραδέτου. Κι ενώ ετοιμάζονταν να φύγουν, παρατήρησαν τον καπνό της μιας και μοναδικής καμινάδας, που οδήγησε τα βήτατά τους ως εδώ. Αρκούνται σε μερικές μπύρες – χειμωνιάτικα – κι ύστερα παίρνουν το δρόμο της επιστροφής, πάλι από τη Σκάλα. Τους ακολουθούμε για λίγο κι έχουμε την πρώτη εμπειρία από την λαξευμένη στο γκρεμό «Σκάλα Βραδέτου», αυτό το αριστούργημα της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Το χιόνι όμως μας εμποδίζει να εκτιμήσουμε – στο βαθμό τουλάχιστον που θα θέλαμε – τις κατασκευαστικές ιδιαιτερότητες αυτού του περίφημου ελικοειδούς καλντεριμιού, του πιο διάσημου ίσως στην Ελλάδα.
Απομεσήμερο. Η χειμωνιάτικη μέρα κυλάει γοργά. Περιδιαβαίνουμε για ώρα πολλή τα στενορρύμια του Βραδέτου. Σπίτια σφαλισμένα, χωρίς ζωή, αλλού λιθοσωροί και τοίχοι ερηπωμένοι. Τα καλντερίμια καλυμμένα από το χιόνι, στα πιο πολλά αφράτο και απάτητο, τα βήματά μας ηχούν πάνω του πνιχτά. Κανένας άλλος ήχος δεν ταράζει την απόλυτη γαλήνη. Εκτός από μας και την Κωστάντω δεν υπάρχει άλλη ανθρώπινη παρουσία στο χωριό. Η εγκατάλειψη κι η ερήμωση μας φέρνουν μελαγχολία. Καθώς σουρουπώνει το Βραδέτο δεν μας κρατάει πια. Δεν ξέρω τι σκέφτεται η θειά Κωστάντω τη στιγμή της αναχώρησής μας. Ενώ μας αποχαιρετάει, το βλέμμα της είναι απλανές….
ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Ήταν εκείνη η ανεκπλήρωτη επιθυμία να διαβούμε τη «Σκάλα» πάνω στα βήματα των παλιών Ζαγορίσιων, αργά και με σεβασμό, όπως της αξίζει. Ήταν η άγνωστη διαδρομή ως τη «Μπελόη» και τις άλλες εξοχές. Ήταν η ανάγκη να ξαναδούμε τη θειά Κωστάντω και να μάθουμε πως εξακολουθεί να πορεύεται στο Βραδέτο αυτή η ερημίτισσα. Ήταν, τέλος η θερμή πρόσκληση του καλού μας φίλου Θουκυδίδη απ’ το Καπέσοβο. Είχε, λέει, ολοκληρώσει τον ξενώνα του, αυτό το προσωπικό όνειρο ζωής και μας περίμενε πλάι στο τζάκι να μας κεράσει κρασί και τσίπουρο δικό του.
Να λοιπόν και πάλι, μετά από πέντε χρόνια, μπροστά μου το Βραδέτο. Χωρίς την Άννα τούτη τη φορά. Οι ευθύνες της στο περιοδικό είναι πολλές και η παρουσία της στο γραφείο απαραίτητη. Δίπλα μου, ωστόσο, έχω έναν άλλο φανατικό ταξιδευτή και φυσιολάτρη, τον Πέτρο, πολύ καινούργιο στο ΕΛΛΗΝΙΚΌ ΠΑΝΟΡΑΜΑ αλλά 34 ήδη χρόνια σύντροφο ψυχής. Από εκείνο το μακρινό φθινόπωρο του 1972 στην Κρήτη, στη Σχολή των Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού, την περιβόητη Σ.Ε.Α.Π. Στα χρόνια που ακολούθησαν μπήκε ανάμεσά μας η θάλασσα του Αιγαίου. Στο νησί της Πάρου ο Πέτρος, στη Θεσσαλονίκη εγώ. Μα τίποτα δεν άλλαξε. Η απόσταση και ο πανδαμάτορας χρόνος δαμάστηκαν από την ποιότητα και το βάθος της φιλίας μας. Πού μετά από τόσα χρόνια και τόσες περιπέτειες μας έφερε και πάλι κοντά, στην πόλη που αγκαλιάζει το μυχό του Θερμαϊκού, αυτήν που πιότερο απ’ όλες τις άλλες αγάπησε ο Πέτρος. Ένας νέος ταξιδευτής λοιπόν δοκιμάζει τα πρώτα του βήματα σ’ αυτή τη μεγάλη στράτα που χάραξε πριν από 11 χρόνια το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ.
Με τα πρώτα φετινά χιόνια στα βουνά και το τηλεφώνημα του Θουκυδίδη ξέσπασε μέσα μου νοσταλγία για το Βραδέτο ανυποχώρητη. Ανακάλεσα στη μνήμη το μισοέρημο χωριό, τα μοναχικά του υψίπεδα, εικόνες απ’ τα βουνά, τα φαράγγια και τη Σκάλα. Έπρεπε να το προλάβουμε, πριν σκεπαστεί και πάλι από το χιόνι και την πολύμηνη ακινησία του χειμώνα.
Επιλέγουμε μια διαδρομή, που 9 χρόνια πριν (τεύχος 7, 1977) είχε πρωτοφανερωθεί στα μάτια μας και μας είχε αφήσει άφωνους με την ποικιλία του τοπίου, τις δυσκολίες του δρόμου, τη μοναχικότητα και την παρθενική της ομορφιά. Ήταν η περίφημη «Λάκκα Αώου», ελάχιστα – τότε – γνωστός και αθέατος σύνδεσμος Κόνιτσας και Γρεβενών, Δυτ. Μακεδονίας και Ηπείρου. Χαραγμένη στις δασοσκέπαστες πλαγιές του Σμόλικα η διαδρομή ατένιζε στον μακρινό ορίζοντα τη συγκλονιστική οροσειρά της Τύμφης ενώ χαμηλά, ανάμεσα σε απόκρυφες χαράδρες, έβρισκε δίοδο η ορμητική ροή του Αώου. Τότε ήταν μια περιπέτεια με αναρίθμητες εκπλήξεις και στροφές, μια αναζήτηση στο άγνωστο, γεμάτη με παγίδες από νεροφαγώματα και λάσπες, με ύπουλες κατολισθήσεις από τα σαθρά και απότομα πρανή. Σήμερα είναι μια ασφάλτινη διάσχιση που η ελάχιστη κίνηση τροχοφόρων και το εξαιρετικό φυσικό της κάλλος την καθιστούν μια από τις συναρπαστικότερες ορεινές διαδρομές της χώρας. Το χειμώνα, ωστόσο, δυσκολεύει εξαιτίας υψομέτρου, πάγου και χιονιού.
Στα όρια των νομών Γρεβενών και Ιωαννίνων ο αυχένας της Βασιλίτσας μας καθηλώνει. Προβάλλει σε υψόμετρο 1800 μέτρων μέσα από σύννεφα, που μας κυκλώνουν από παντού. Το φως του ήλιου αδυνατίζει, φιλτράρεται πίσω από κύματα γκρίζας καταχνιάς. Ένα πέπλο μυστηρίου τυλίγει τα αιωνόβια ρόμπολα, τους κεραυνοβολημένους κορμούς, τα παγωμένα ρέματα, τα κλαδιά και τους θάμνους πασπαλισμένους από χιόνι.
Σταματάμε. Είναι αδύνατον να προσπεράσουμε μέσα από κλειστά παράθυρα τον τόπο. Βγαίνουμε έξω στο πρωινό αγιάζι, οσμιζόμαστε την υγρασία της γης, ριγούμε στην ψύχρα του υψομέτρου. Για ώρα πολλή ξεχνάμε τον προορισμό του ταξιδιού. Προορισμός γίνεται το ίδιο το ταξίδι. Ύστερα χαμηλώνουμε στο βύθισμα του Δίστρατου με αλλεπάλληλες στροφές. Από τις καμινάδες του χωριού βγαίνει καπνός, διάχυτη είναι η μυρωδιά του ξύλου. Ανηφορίζουμε για Άρματα, σε άσφαλτο πια, ο άγριος χωματόδρομος είναι παρελθόν. Πριν από το Παλιοσέλι εγκαταλείπουμε την άσφαλτο για Κόνιτσα, στρίβουμε απότομα αριστερά προς την κοίτη του Αώου. Χωματόδρομος φαρδύς, στρωμένος με κροκάλες, φορτηγά ανεβοκατεβαίνουν συνεχώς. Στη θέση του παλιού και επικίνδυνου λασπόδρομου μια νέα οδική αρτηρία γεννιέται. Η ασφαλής – και τόσο ποθητή από χρόνια – σύνδεση των Γρεβενών με το Βόρειο Ζαγόρι είναι επιτέλους ορατή.
Βρυσοχώρι, Ηλιοχώρι, Γυφτόκαμπος, πεύκα, έλατα, κοκκινωπά σφενδάμια, καφετιές βαλανιδιές και οξιές, τοπία γνωστά και αγαπημένα από χρόνια εναλλάσσονται σε κάθε χιλιόμετρο με ποικιλία θαυμαστή. Σκαμνέλι, Τσεπέλοβο, νέοι ξενώνες, ανοικοδόμηση παντού. Το Ζαγόρι αναπτύσσεται διαρκώς, κάποιες μονάδες είναι υπερβολικά μεγάλες για τον τόπο, του αφαιρούν την παλιά του αθωότητα, του δίνουν όψη κοσμικών ορεινών προορισμών.
Ο ήλιος της δύσης μας προλαβαίνει στα ψηλώματα πάνω απ’ το Καπέσοβο. Οι ακτίνες του διαπερνούν το παχύ στρώμα των σύννεφων, διαχέονται ανάμεσα στις αναρίθμητες πτυχώσεις της κοιλάδας που εκτείνεται ως τους πρόποδες του όρους Μιτσικέλι. Στο βάθος φράσσουν τον ορίζοντα το μακρόστενο Περιστέρι κι ο βαρύς όγκος των Τζουμέρκων, «ΒΡΑΔΕΤΟ 9». Μετά από πέντε χρόνια η πινακίδα είναι στη θέση της, χωρίς χιόνια τούτη τη φορά.
– Ας περιμένει λίγο ο Θουκυδίδης, λέω στον Πέτρο. Θέλω να δω πως είναι πριν το πέσιμο της νύχτας στο Βραδέτο.
Ψηλά στον αυχένα βοριαδάκι, ψύχρα μα και θέα εκπληκτική. Ο τυχερός επισκέπτης του Βραδέτου έχει πάντα τα μάτια του γεμάτα με Ηπειρώτικη ομορφιά.
Στο πάνω τμήμα του χωριού μας υποδέχεται μια έκπληξη: ένα οικοδόμημα βαρύ, με τοίχους από τούβλα, που του δίνουν μια όψη αστική, ξένη προς την αρχιτεκτονική του Ζαγοριού. Όλα δείχνουν πως θάναι ο πρώτος ξενώνας του Βραδέτου, το πρώτο δειλό άνοιγμα, στον κόσμο του τουρισμού, αυτού του απόμακρου χωριού. Μακάρι η συνολική αισθητική του καταλύματος να είναι συμβατή με το Ζαγόρι κι η παρουσία του αν σημάνει την έξοδο του Βραδέτου από τη μακρόχρονη απομόνωση.
Μόνον τα βήματά μας αντηχούν στα καλντερίμια του χωριού. Καμιά πόρτα δεν είναι ανοιχτή, από καμιά γρύλλια παντζουριού δεν βγαίνει φως. Πάνω από την πλατεία, ωστόσο, διακρίνεται αμυδρά ίχνος καπνού. Πλησιάζουμε. Μια μαυροφορεμένη σιλουέτα βηματίζει αργά προς την εκκλησία του Αγ. Νικολάου. Δεν έχω καμιά αμφιβολία. Είναι η θεια Κωστάντω. Στο άκουσμά μας κοντοστέκεται. Γυρίζει το κεφάλι και μας ρίχνει μια καχύποπτη ματιά. Δυο ξένοι άντρες στο χωριό. Σούρουπο. Κι αυτή ολομόναχη.
– Καλησπέρα, λέω από μακρυά σηκώνοντας το χέρι.
– Καλησπέρα, απαντάει μονολεκτικά.
– Αν τόκλεισες το καφενείο για απόψε να μην ανησυχούμε, καλύτερα να φύγουμε. Μα αν είναι ανοιχτό, θα θέλαμε ένα καφεδάκι.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της για λίγο χαλαρώνουν.
– Κι εσείς πως από δω τούτη την ώρα; Ποιοι είστε;
– Είμαστε από Θεσσαλονίκη. Πριν πέντε χρόνια έχουμε ξανάρθει. Πού να μας θυμάσαι με τόσο κόσμο που πέρασε από τότε.
Οι τελευταίες επιφυλάξεις μοιάζουν να διαλύονται.
– Πήγαινα σπίτι, νύχτωσε πια, δεν περιμένω και κανέναν. Μια και με προλάβατε όμως, κοπιάστε να σας κάνω έναν καφέ.
Μπαίνουμε στο καφενεδάκι. Στο άναμμα της λάμπας δεν βλέπω καμιά ορατή αλλαγή. Ο ίδιος ξύλινος πάγκος, η ξυλόσομπα, οι ταλαιπωρημένες κορνίζες με τα τοπία του Ζαγοριού στους τοίχους. Η θεια-Κωστάντω συδαυλίζει τα κάρβουνα που απόμειναν στη σόμπα, προσθέτει δυο ξυλάκια, πάει πίσω από τον πάγκο και φτιάνει τον καφέ.
Βάζει ποτήρια με νερό και φλυτζανάκια σ’ ένα δίσκο και τα φέρνει στο τραπέζι. Κάθεται κοντά μας πλάι στη σόμπα.
– Πως τα πας θεια-Κωστάντω; τη ρωτάω.
– Πώς να τα πάω σ’ αυτή την ερημιά; Τώρα τελευταία πονάει και το πόδι μου. Ευτυχώς που έχω τα παιδιά μου, τη Σταυρούλα και το Λάμπρο. Έρχονται κάθε βδομάδα από τα Γιάννενα, με βοηθάνε και με βλέπουν. Χωρίς τη βοήθειά τους τίποτα δεν θάκανα.
Την ρωτάει ο Πέτρος πως είναι οι χειμώνες. Κουνάει το κεφάλι της:
– Εδώ είναι νάσαι νέος κι όταν χιονίζει,νάχεις όλη μέρα ένα φτυάρι να φτυαρίζεις.
– Θα ξανάρθουμε κάποιο μεσημέρι θειά-Κωστάντω, να μας ετοιμάσεις να φάμε κάτι και να πιούμε ένα κρασί.
– Όπως αγαπάτε.
Την καληνυχτίζουμε. Το φως του καφενείου σβήνει πίσω μας. Απομένουν τα φώτα των στύλων που φωτίζουν τα βήματά μας ώσπου να βγούμε απ’ το Βραδέτο.
Φτάνουμε νύχτα στο Καπέσοβο. Ούτε εδώ επικρατεί συνωστισμός. Ωστόσο ο τόπος δείχνει ζωντανός. Δυο-τρία παράθυρα είναι φωτισμένα κι από την καμινάδα του Θουκυδίδη ο καπνός βγαίνει πυκνός. Μας υποδέχεται ο φίλος μας με ανοιχτή αγκαλιά.
– Αργήσατε. Νόμισα ότι χάσατε το δρόμο.
Με το μουστάκι του, την πρόσχαρη φυσιογνωμία και το πλατύ χαμόγελο ο φιλόλογος καθηγητής Θουκυδίδης Παπαγεωργίου εξακολουθεί να είναι πάντα ο ίδιος, όπως τον πρωτογνώρισα. Με μια μικρή διαφορά. Εδώ και λίγο καιρό έχει αποσυρθεί απογοητευμένος από την ενεργό δράση μετά από 30 χρόνια προσφοράς.
Ρίχνει ένα μεγάλο κούτσουρο στο τζάκι, γεμίζει με τσίπουρο δικό του τα ποτήρια μας, χαλαρώνουμε απέναντι στην ωραία φωτιά. Μετά το τηλεφώνημά του έτσι ακριβώς φανταζόμουν τις στιγμές.
Περιφέρω το βλέμμα μου στο χώρο. Η τελειομανία του ξυλογλύπτη και χειροτέχνη Θουκυδίδη είναι ορατή παντού: στο έξοχο ταβάνι από μασίφ ξύλο δρυός, στις χειροποίητες συλλεκτικές του γκλίτσες, στο τζάκι από βαριά γκρίζα πέτρα, στο περίτεχνο δάπεδο με ντόπια πλάκα στους χρωματισμούς της ώχρας και του γκρι.
Εμφανίζεται η κόρη του Θουκυδίδη, η Γιάννα. Φέρνει πίτα, φασόλια γίγαντες στο φούρνο και μαγειρεμένη μελιτζάνα, όλα από τα χέρια της. Γεμίζει τα ποτήρια μας με κρασί του πατέρα της αγνό και ευωδιαστό. Κάποια στιγμή τα βλέφαρα βαραίνουν. Ο ύπνος μας συντροφεύει γλυκός και αβίαστος, μέχρι το πρωί.
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΓΥΡΩ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΒΡΑΔΕΤΟ
Στο ξεκίνημα της μέρας ένας ήλιος λαμπρός προβάλλει πίσω απ’ τα βουνά. Στα ψηλώματα που βρισκόμαστε ο ουρανός είναι ανέφελος, γαλάζιος. Κάτω χαμηλά στην κοιλάδα, ωστόσο, η ομίχλη παραμένει πυκνή και αμετακίνητη. Ανηφορίζουμε για το Βραδέτο και στον πρώτο χωματόδρομο στρίβουμε δεξιά. Απλώνεται μπροστά μας ένα τοπίο γυμνό, με ήπιες χαραδρώσεις και απαλές λοφοπλαγιές. Στο χαμηλό χορτάρι βόσκουν αγελάδες. Τη μονοτονία του πράσινου διακόπτουν φτέρες με έντονο χρώμα καφετί. Μια πλαγιά είναι κατάσπαρτη με αμέτρητες γκρίζες πέτρες, τραχειά παραφωνία στο ομαλό έδαφος του τόπου.
Για δυόμιση χιλιόμετρα μας ταλαιπωρεί ένας κακοτράχαλος χωματόδρομος. Τερματίζει σ’ ένα οροπέδιο σε υψόμετρο 1700 μέτρων. Ένας συναρπαστικός ορίζοντας αποκαλύπτεται απέναντί μας. Είναι η εκπληκτική οροσειρά της Τύμφης με τις διαδοχικές της κορυφές, οι περισσότερες από τις οποίες ξεπερνούν τα 2000 μέτρα. Εκεί ανάμεσά τους, αθέατη στα μάτια των μακρινών παρατηρητών, φωλιάζει στο μυστικό της κοίλωμα η θρυλική Δρακολίμνη της Γκαμήλας. Λιγότερες από 4 ώρες μας χωρίζουν απ’ αυτό τον ονειρικό ορειβατικό προορισμό, ένα εγχείρημα όμως που είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί στην περιορισμένη διάρκεια της μέρας αυτής της εποχής. Περιοριζόμαστε λοιπόν στην ήρεμη διάσχιση ενός μονοπατιού με καλή χάραξη, που μετά από 25 λεπτά μας οδηγεί στην αρχή του «Μέγα Λάκκου», ενός φαραγγιού δευτερεύοντος του Βίκου, που ελάχιστα όμως υστερεί σε ομορφιά και μεγαλοπρέπεια.
Φτάνουμε στο ηλιόλουστο Βραδέτο μεσημέρι, με ζέστη αφύσικη γι’ αυτή την εποχή. Η θειά Κωστάντω λιάζεται ολομόναχη σ’ ένα υπαίθριο τραπεζάκι στην πλατεία της εκκλησίας. Γι’ αυτήν την εκκλησία αναφέρει ο Λαμπρίδης, ότι «ο αοίδιμος Ν. Τσιγαράς ιδρύσατο την επ’ ονόματι της Γεννήσεως της Θεοτόκου κοινήν του χωρίου εκκλησίαν κατά το έτος 1799, προικίσας ταύτην και με τρεις κώδωνας, με εικόνες και με πολλά ιερά σκεύη και άμφια».
Δίπλα από το Ιερό ορθώνεται ο μεγάλος πλάτανος με τα φουντωτά κλαδιά του, που σε κάθε φύσημα του ανέμου φυλλορροούν. Η θεια Κωστάντω μας θυμάται στη στιγμή. Είναι πρόσχαρη, ομιλητική, ένας άνθρωπος εντελώς διαφορετικός από την πρώτη μας προσέγγιση. Καθόμαστε δίπλα της, παραδομένοι στις ακτίνες του ζεστού φθινοπωρινού ήλιου, στο υψόμετρο των 1340 μέτρων της πλατείας του Βραδέτου. Για την «Στέγη» αυτή του Ζαγοριού έγραφε χαρακτηριστικά ο Λαμπρίδης: «Κείται το υψηλότατον τούτο χωρίον, εξουσιάζον όλον το Ζαγόριου, επί οροπεδίου. Έχει κλίμα κατ’ εξοχήν εύκρατον, ορίζοντα εκτεταμένον, τόπους απεράντους, όρη δύσβατα και παράγει, εκτός του ωραιοτάτου τυρού και βουτύρου, και βρύζαν όχι ευκαταφρόνητον».
Οι επιφανείς και λόγιοι άνδρες είναι κατά τον Λαμπρίδη «ο Νούτσο-Κοντοδήμος, προεστώς ταχυρός, καταργήσας δια της επιρροής του πολλούς του Ζαγορίου φόρους, ο διδάσκαλος των διδασκάλων Αναστάσιος Σακελλαρίου, ο ευεργετήσας πάσαν των ευρωπαϊκην Τουρκίαν δια της ακαμάτον και πολυχρονίου εν Ιωαννίνοις διδασκαλίας του, ο Φίλιππος Αναστασίου, διδάκτωρ της Ιατρικής και οι αδελφοί Τσιγαρά, διδάκτορες επίσης της Ιατρικής».
Στα χρόνια του Λαμπρίδη, περί τα μέσα του 19ου αιώνα, το Βραδέτο αριθμούσε 360 κατοίκους και, σύμφωνα με την παράδοση, κατοικήθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα από ποιμένες, που έφεραν στο Βραδέτο τις σκηνές τους από την Νούκα, τμήμα του Σκαμνελίου. Σήμερα η εποχή εκείνη της πολυκοσμίας είναι μακρινή, μόνον τα καλοκαίρια ζωντανεύει ο τόπος. Τον χειμώνα, και πάλι όχι σ’ όλη του τη διάρκεια, μοναδικός κάτοικός του είναι η Κωστάντω, που, όταν αποκλείεται από χιόνια, έρχονται τα ερπυστριοφόρα και την παίρνουν.
Η γερόντισσα μας προτείνει χοιρινή τηγανιά. Δεν έχουμε αντίρρηση. Ώσπου να γίνει απολαμβάνουμε τον ήλιο, αγναντεύουμε απέναντί μας το Μιτσικέλι, το Περιστέρι, τα Τζουμέρκα. Κάποια στιγμή μας γνέφει η Κωστάντω από την πόρτα του καφενείου.
– Σας έστρωσα μέσα. Δεν μπορώ να κουβαλάω τα πιάτα τόσο μακριά.
Μετά το γεύμα τριγυρνάμε για λίγη ώρα στο Βραδέτο. Το κεντρικό καλντερίμι μας οδηγεί χαμηλότερα σε άλλα δευτερεύοντα, χορταριασμένα και στενά ή αδιέξοδα. Σπίτια με πέτρα, πλακοσκέπαστα. Κάποια έχουν ξεφύγει απ’ την παράδοση, έχουν τσίγκινες σκεπές. Στο κάτω τμήμα του χωριού, ανάμεσα σε άναρχη βλάστηση και δέντρα, τα ερείπια περισσεύουν. Τα δείγματα ωστόσο της τοιχοποιίας στις ξερολιθιές που παραμένουν είναι άριστα. Με λίγη φροντίδα θα μπορούσε να έχει πολύ ωραία εικόνα το χωριό.
Απομεσήμερο. Το καφενεδάκι της Κωστάντως έχει κλείσει. Για ποιον άλλωστε να παραμείνει ανοιχτό; Από το πάνω μέρος του χωριού ξεκινάμε για «Μπελόη». Μετά από 800 μέτρα ξεκινάει το μονοπάτι, καλογραμμένο και ομαλό, με ήπιες κλίσεις και ξεκούραστο. Το φυσικό περιβάλλον είναι ειδυλλιακό, θυμίζει ρομαντικό πίνακα ζωγράφου της Αναγέννησης. Παντού κυριαρχούν οι απαλές γήινες αποχρώσεις από τις καφετιές φτέρες και τα ξερόχορτα, που σχηματίζουν βελούδινα χαλιά σε χρώμα ώχρας. Πού και πού ορθώνονται συστάδες βράχων με ωραίους σχηματισμούς και παράλληλες στρώσεις από λεπτές σχιστόπλακες, τόσο χαρακτηριστικές σε πολλά σημεία του Ζαγοριού.
Το τελευταίο τμήμα του μονοπατιού είναι καλυμμένο από μεγάλες επίπεδες πλάκες φυσικές. Τις διαδέχεται ωραίο καλντερίμι που καταλήγει στην «Μπελόη». Είν’ ένα φυσικό «χαγιάτι» στην κόψη του γκρεμού, που μας χαρίζει θέα του Βίκου απερίγραπτη, μετά από χαλαρό περίπατο που μόλις ξεπερνάει τα 20 λεπτά.
Η δασωμένη κοίτη της χαράδρας είναι ήδη βυθισμένη στη σκιά, ενώ στα ψηλότερα σημεία του φαραγγιού ο ήλιος του δειλινού φωτίζει ακόμη.
Κάποια πελώρια δέντρα είναι γαντζωμένα στην αβυσσαλέα ορθοπλαγιά. Αναρωτιόμαστε πού βρήκαν χώμα οι ρίζες τους, πώς κρατάνε το βάρος των κορμών. Μόνο η φύση ξέρει την απάντηση.
ΣΚΑΛΑ ΒΡΑΔΕΤΟΥ
Την Σκάλα Βραδέτου αξίζει να την γνωρίσει κάποιος στην κατάβαση. Όχι απλά γιατί είναι λιγότερο κοπιαστική απ’ την ανάβαση αλλά κυρίως, γιατί, το κάθε βήμα στην κατάβαση χαρίζει μια συνολική άποψη του μεγαλειώδους φαραγγιού και των λεπτομερειών της μοναδικής της κατασκευής. Αν μάλιστα έχει χρόνο στη διάθεσή του ο πεζοπόρος, τότε η αισθητική απόλαυση είναι μεγαλύτερη.
Με το αυτοκίνητό του ο Θουκυδίδης μας μεταφέρει στο Βραδέτο. Ακολουθώντας τη σχετική πινακίδα βρίσκουμε εύκολα έξω απ’ το χωριό τον δρόμο προς το εκκλησάκι του Αγ. Αθανασίου.
100 περίπου μέτρα πριν από το ναό ακολουθούμε το μονοπάτι δεξιά, που περνάει μερικά μέτρα κάτω από το ξωκκλήσι και συνεχίζει προς τη Σκάλα. Ήδη βρισκόμαστε σε καινούργιο καλντερίμι, που έχει ανακατασκευασθεί με τρόπο άτεχνο. Η αίσθηση είναι πολύ διαφορετική από τις παλιές πέτρες, με τέχνη φυτεμένες στο έδαφος και στρογγυλεμένες από τα πόδια τόσων ανθρώπων και υποζυγίων στους αιώνες.
Ο Αγ. Αθανάσιος είναι στενά συνδεδεμένος με την παράδοση του τόπου. Όπως θυμάται ο 90χρονος Καπεσοβίτης Κώστας Ζαμπαλάς, (περιοδ. «ΤΟ ΖΑΓΟΡΙ ΜΑΣ», τ. 304-305, 2003) «εκείνα τα χρόνια οι συγγενείς και οι χωριανοί ξεκινούσαν τους αγαπημένους τους για την ξενιτιά με κλάματα κι ευχές από τον Αϊ-Θανάση κι επιστρέφοντας έκοβαν και λίγες κρανιές, για να γυρίσουν γεροί απ’ τα ξένα. Από δω τους αγνάντευαν μέχρι να ξεμακρύνουν. Τα έζησα κι εγώ αυτά τα έθιμα κι ένοιωσα τα συναισθήματα της λύπης και χαράς. Όταν γύριζαν οι ξενιτεμένοι οι συγγενείς κι οι χωριανοί περίμεναν στον Αϊ-Θανάση κι αγνάντευαν στα Καπεσοβίτικα τον ερχομό κι ύστερα στον ανήφορο, στα καγκέλια. Όταν έφταναν στο «Αλωνούτσι», όλοι φώναζαν «έρχονται», «έρχονται». Στον Αϊ-Θανάση άνοιγαν οι αγκαλιές και τα μάτια γιόμιζαν δάκρυα χαράς».
Μερικά λεπτά μετά τον Αϊ-Θανάση αρχίζει το όμορφο καλντερίμι και οι έλικες της Σκάλας. Σε κάθε βήμα η θέα γίνεται συγκλονιστική στο βύθισμα του Καπεσοβίτικου φαραγγιού, στους ολόρθους βράχινους πύργους, στ’ αντικρινά ηπειρώτικα βουνά. Πουρνάρια, κέδρα, γάβροι και σφενδάμια παρεμβάλλονται ανάμεσα στην γκρίζα πέτρα της Σκάλας, που ήδη με τα αλλεπάλληλα καγκέλια φτάνει στο αποκορύφωμα της αρχιτεκτονικής της τελειότητας.
Χαραγμένη με απαράμιλλη υπομονή και μαεστρία στον απότομο γκρεμό η Σκάλα τέρπει την αισθητική μας με την εξαίρετη προστατευτική της ξερολιθιά και το περίτεχνο καλντερίμι, που έχει κλίσεις ήπιες, γλυκύτατες καμπύλες, παραστάδες που εξέχουν κατά διαστήματα για να προφυλάσσουν από γλιστρήματα τον βηματισμό ανθρώπων και ζώων. 1500 περίπου μέτρα ξερολιθιάς και πάνω από 1100 καλντεριμωτοί αναβαθμοί καλύπτουν μια υψομετρική διαφορά 250 μέτρων, συνδέοντας το Βραδέτο με το Καπέσοβο. Αναρίθμητες πέτρες μπαρούτι, 20 χρόνια σκληρής δουλειάς και 40 φορτώματα αλάτι για το φαΐ των μαστόρων χρειάστηκαν για να ολοκληρωθεί το περίφημο αυτό έργο. Η ακριβής χρονολογία κατασκευής δεν είναι γνωστή, πιθανολογείται όμως, ότι Βραδετινοί που ζούσαν στην αυλή του Τσάρου, έστειλαν στις αρχές του 18ου αιώνα χρήματα για την κατασκευή της Σκάλας.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 έγινε η χάραξη της ορεινής διαδρομής που συνδέει Βραδέτο και Καπέσοβο, ενώ τα τελευταία τρία χρόνια ολοκληρώθηκε η ασφαλτόστρωση του δρόμου. Η Σκάλα του Βραδέτου, ωστόσο, διατηρεί την απαράμιλλη αίγλη της ως ένα από τα επιφανέστερα μνημεία λαϊκής αρχιτεκτονικής, όχι μόνον του Ζαγοριού αλλά όλης της Ελλάδας.
Πόση ώρα απαιτείται για να κατέβει κάποιος τη Σκάλα; Μισή ώρα; Περισσότερο; Δεν ξέρω ακριβώς. Εμείς χρειαστήκαμε πάνω από δυο ώρες για να απολαύσουμε το τοπίο και να εκτιμήσουμε την τέχνη των μαστόρων που την έφτιασαν.
Ο ΞΕΝΩΝΑΣ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
Σπίτι Καπεσοβίτικο του 1875 με ίχνη ορατά της φθοράς του χρόνου. Στα χέρια του Θουκυδίδη αναγεννήθηκε. Διατηρώντας αναλλοίωτα τα αυθεντικά χαρακτηριστικά της Ζαγορίσιας αρχιτεκτονικής, συνεχίζει από το Πάσχα του 2006 την πορεία του στο χρόνο, ως ένα εξαίρετο κατάλυμα.
Την αρχική αίσθηση της Ζαγορίσιας κατοικίας προκαλεί η βαριά ξύλινη αυλόθυρα με τα πλατυκέφαλα καρφιά, κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από τα χέρια του Θουκυδίδη σύμφωνα με τα παλιά πρότυπα του τόπου. Από μια αλυσίδα κρέμεται ο «κλίτσος», ένα ραβδάκι ξύλινο – που μπορεί να είναι και σιδερένια – με καθοριστική σημασία για το άνοιγμα της πόρτας. Μόνον ο παρατηρητικός επισκέπτης – και οπωσδήποτε κάθε Ζαγορίσιος – ξέρει, πως η πόρτα ανοίγει μόνον με την εφαρμογή του κλίτσου σε μια αθώα τρυπούλα στο ανώτερο σημείο της πόρτας.
Ο χώρος καθιστικού, πρωινού και εστίασης είναι εντυπωσιακός με την άριστη τοιχοποιΐα, το επιβλητικό τζάκι, τα παλιά διακοσμητικά στοιχεία και τις τρεις πέτρινες καμάρες, που χωρίζουν την κυρίως αίθουσα από την κουζίνα και το μπαρ.
Η εικόνα της αυθεντικής Ζαγορίσιας κατοικίας ολοκληρώνεται στον δεύτερο όροφο. Στην κορυφή της σκάλας δεσπόζει η ευρύχωρη «Κρεββάτα», ένα καθιστικό ηλιόλουστο, με ξυλόγλυπτο ταβάνι, παλιό κιλίμι με ηπειρώτικα μοτίβα, ξύλινα έπιπλα έξοχα συντηρημένα και λίγα διακοσμητικά στοιχεία που προσδίδουν στο χώρο λιτότητα και αρχοντιά.
Η Κρεββάτα περιβάλλεται από 4 δωμάτια: το «Σανσίν», με τα παράθυρα ανοιχτά σε Ανατολή και Δύση, με τα ευρύχωρα «μπάσια» και το τζάκι, το παλιό χειροποίητο κιλίμι, τη «μεσάντρα», το ξυλόγλυπτο ταβάνι, το μπαούλο από τα χέρια του Θουκυδίδη. Ο «Νοντάς» υπέροχο δωμάτιο με αντίστοιχα χαρακτηριστικά και παμπάλαιο μπαούλο διακοσμημένο με φίλντισι.
Το «Μυστικό», χωρίς τζάκι, μικρό και χαριτωμένο, με σιδερένιο χειροποίητο κρεββάτι.
Το «Μεσοφούντι», με λευκή βελέντζα, τζάκι, δίκλινο μπάσι, παλιό μπαούλο και θαυμάσια διακόσμηση. Κάθε δωμάτιο έχει τη δική του προσωπικότητα, ανάλογα με τη λειτουργία του στο Ζαγορίσιο σπίτι. Μια κομψή σκάλα οδηγεί από την Κρεββάτα στη σοφίτα.
Η διανυκτέρευση και οι παραδοσιακές γεύσεις στον ξενώνα του Θουκυδίδη είναι αληθινή εμπειρία. Παραμένει αξέχαστη η φιλοξενία του ίδιου και της καταπληκτικής του οικογένειας τόσο στον ξενώνα όσο και στην «Στέρνα», το μοναδικό αυτό παραδοσιακό μαγαζάκι στο κέντρο του χωριού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Ι. Λαμπρίδου, «ΗΠΕΡΩΤΙΚΑ ΑΓΑΘΟΕΡΓΗΜΑΤΑ», εκδ. ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, Ιωάννινα 1971.
– Ε.Π. Μακρή. «ΤΑ ΖΑΓΟΡΟΧΩΡΙΑ», Ιωάννινα 1996
– περιοδ. «ΤΟ ΖΑΓΟΡΙ ΜΑΣ», τευχ. 304-305, 2003
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε θερμότατα τον ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ και την οικογένειά του για την φιλοξενία και όλες τις βοήθειες.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΔΙΑΜΟΝΗ: Μέχρι την λειτουργία του ξενώνα στο ΒΡΑΔΕΤΟ η πλησιέστερη διαμονή είναι 9 χλμ. μακρυά στο Καπέσοβο:
α) στον ξενώνα του ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
(ΤΗΛ. 26510-33570 και 6979-983798)
β) στον ξενώνα ΚΑΠΕΣΟΒΟ, επίσης παραδοσιακό και ζεστό της αγαπητής μας ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΑΣ ΦΙΤΣΙΟΥ. (τηλ. 26530-71724, 26510-71930 και 6945-529357)
ΕΣΤΙΑΣΗ: Παραδοσιακές γεύσεις στον ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ μόνον για τους ενοίκους ή κατόπιν ειδοποίησης.
Στο καφενεδάκι της ΚΩΣΤΑΝΤΩΣ στο Βραδέτο (τηλ. 26530 71701)
Στο ταβερνάκι της κυρα-ΟΛΓΑΣ στο Καπέσοβο (τηλ. 26530 71708)
ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΒΡΑΔΕΤΟΥ
Από Ιωάννινα: 55χλμ.
Από Αθήνα: 490 χλμ.
Από Θεσ/νίκη: 350 χλμ. (μέσω Κόνιτσας)
310 χλμ. (μέσω Γρεβενών-Βασιλίτσας)
Χάρτης ΖΑΓΟΡΙ 1:50,000, ΑΝΑΒΑΣΗ