Γνωρίζαμε εδώ και χρόνια από τους χάρτες, ότι κάπου κοντά στο Κεραμίδι υπήρχε και το Βένετο. Μα ο δρόμος από το κεντρικό δίκτυο ως τον οικισμό ήταν χωμάτινος και σταματούσε ως εκεί. Προσπερνούσαμε κάθε φορά την πινακίδα, χωρίς να ενδώσουμε στον πειρασμό να το γνωρίσουμε. Κι ούτε ποτέ μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι σ’ αυτόν τον τόπο, που έμοιαζε τόσο μοναχικός και ξεχασμένος, λειτουργούσε κατάλυμα και μάλιστα από τη δεκαετία του ’80. Όταν μας το αποκάλυψε ο Χρήστος Γαλάτος μείναμε έκπληκτοι, από την τόλμη του ανθρώπου, που επένδυσε σε τόπο, μακρυά από τους γνωστούς Πηλιορείτικους προορισμούς.
-Τα τελευταία χρόνια αποκτήσαμε και άσφαλτο, ανήκουμε πια στo κλαμπ των προνομιούχων, καταλήγει ο Χρήστος.
Η γοητεία του άγνωστου είναι μπροστά μας. Δεν διστάζουμε ούτε στιγμή να ξεκινήσουμε για Βένετο.

Γνωρίζαμε εδώ και χρόνια από τους χάρτες, ότι κάπου κοντά στο Κεραμίδι υπήρχε και το Βένετο. Μα ο δρόμος από το κεντρικό δίκτυο ως τον οικισμό ήταν χωμάτινος και σταματούσε ως εκεί. Μετά αρχίζουν μονοπάτια. Έσχατος λοιπόν προορισμός του Β. Πηλίου το Βένετο, απομονωμένος στην άκρη πυκνοδασωμένων βουνοπλαγιών, βιγλάτορας από ψηλά των δυσπρόσιτων παραλιών του Β. Αιγαίου. Προσπερνούσαμε κάθε φορά την πινακίδα, χωρίς να ενδώσουμε στον πειρασμό να το γνωρίσουμε. Κι ούτε ποτέ μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι σ’ αυτόν τον τόπο, που έμοιαζε τόσο μοναχικός και ξεχασμένος, λειτουργούσε κατάλυμα και μάλιστα από τη δεκαετία του ’80. Όταν μας το αποκάλυψε ο Χρήστος Γαλάτος μείναμε έκπληκτοι, όχι τόσο από το μέγεθος της άγνοιάς μας όσο κυρίως από την τόλμη ή – καλύτερα – την αποκοτιά του ανθρώπου, που επένδυσε σε τόπο, μακρυά από τους γνωστούς Πηλιορείτικους προορισμούς.
-Τα τελευταία χρόνια αποκτήσαμε και άσφαλτο, ανήκουμε πια στα κλαμπ των προνομιούχων, καταλήγει ο Χρήστος.
Η γοητεία του άγνωστου είναι μπροστά μας. Δεν διστάζουμε ούτε στιγμή να ξεκινήσουμε για Βένετο.
ΣΤΙΣ ΕΣΧΑΤΙΕΣ ΤΟΥ Β. ΠΗΛΙΟΥ
Επιλέγουμε μια αντισυμβατική διαδρομή για να προσεγγίσουμε το Βένετο. Όχι το ασφάλτινο οδικό δίκτυο πάνω από τον οικισμό «Κανάλια» της αποξηραμένης λίμνης Κάρλας αλλά την ακτογραμμή της Λάρισας. Είναι μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση, που ξεκινάει ουσιαστικά αριστερά από την είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών, περνάει από Ομόλιο, Στόμιο, Καρίτσα, Κόκκινο Νερό και στη συνέχεια διασχίζει τις αχανείς και πανέμορφες παραλίες της Βελίκας και του Αγιόκαμπου ως το Πολυδένδρι. Μετά από λίγο η άσφαλτος δίνει τη θέση της αριστερά σε χωματόδρομο με πινακίδα προς Κεραμίδι.
Η διαδρομή ελίσσεται ανάμεσα στις ανατολικές δασοσκέπαστες καταπτώσεις του όρους «Μαυροβούνι», που είναι η βόρεια κατάληξη του Πηλίου. Το Μαυροβούνι είναι ένα πυκνοδασωμένο και όμορφο βουνό, με υπέροχες δασικές διαδρομές αλλά άγνωστο και αγνοημένο, καθώς έχει την ατυχία να συνορεύει με το διάσημο βουνό των μυθικών κενταύρων, το Πήλιο.
Η χωμάτινη πορεία – με κάποιες δυσκολίες σε ορισμένα σημεία – ξεπερνάει τα 10 χλμ., συναντάει ρεματιές και ρυάκια με νερό, βλάστηση οργιώδη και, σε κάποια ανοίγματα, θεαματικές εμφανίσεις της ακτής. Συναντάμε το ασφάλτινο οδικό δίκτυο, που αριστερά οδηγεί στο παραθαλάσσιο «Καμάρι», ενώ δεξιά ανηφορίζει στο γραφικότατο Κεραμίδι.
Δάση δρυός με χαρακτηριστικά αιωνόβια δέντρα πλάι στο δρόμο και να, ξαφνικά η πινακίδα προς Βένετο, άτσαλα τοποθετημένη σε μια αριστερή κλειστή στροφή. Αρχίζει ένας καινούργιος ασφαλτόδρομος, κατηφορικός, με αναρίθμητες στροφές. Στο τέρμα του, 13 χλμ. μετά, εμφανίζεται το Βένετο. Χτισμένος στην έντονη κλίση μιας ασφυκτικά δασοσκέπαστης πλαγιάς, ο ωραίος οικισμό ατενίζει από υψόμετρο 250-300 μέτρων το Αιγαίο. Ψηλά, πάνω απ’ το χωριό, συνωστίζονται τα αυτοφυή δέντρα του δάσους, βαλανιδιές, γάβροι, ρείκια, κρανιές, φράξοι, πεύκα, κουμαριές και καστανιές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν φλαμουριές, με το χαρακτηριστικό πλατύ του φύλλωμα. Ο αέρας ευωδιάζει ευχάριστα απ’ το λεπτό τους άρωμα.
Μέσα στο χωριό τα είδη του δάσους λιγοστεύουν, δίνουν τη θέση τους σε πιο ήμερους εκπρόσωπους της φύσης, πολλές και μεγάλες καρυδιές, κερασιές, αμυγδαλιές, μπολιασμένες καστανιές, συκιές, κορομηλιές. Δεν λείπουν φυσικά οι φλαμουριές, τα πλατάνια, μεγάλες βαλανιδιές και κάποια ωραία έλατα. Διάσπαρτα σ’ αυτή την ποικιλία των δέντρων είναι τα οικήματα του Βένετου, με κόκκινα κεραμίδια, χτίσματα καινούργια τα περισσότερα, χωρίς να λείπουν και κάποια παραδοσιακά με πέτρα. Αυτά όμως που διατηρούν στέγες πλακοσκέπαστες δεν ξεπερνούν τα 4.
Στην είσοδο του χωριού μας καλωσορίζει ειρηνικά η πανέμορφη εκκλησία της Υπαπαντής του Χριστού. Χτισμένη τα 1767 διατηρεί την ωραία της τοιχοποιΐα και στέγη καλυμμένη από σχιστόπλακες, μετά από φροντίδες της κοινότητας και του Πολιτιστικού Συλλόγου Βένετου, που ολοκληρώνει τη διαμόρφωση και του περιβάλλοντος χώρου. Μπροστά δεσπόζει το πετρόχτιστο καμπαναριό και το πανύψηλο κυπαρίσσι, δέντρο πολύ εντυπωσιακό, πιθανότατα ίδιας ηλικίας με την εκκλησία. Αυτό όμως που χαρίζει ιδιαίτερη αίγλη στον ναό είναι το τέμπλο του, ένα από τα ωραιότερα ξυλόγλυπτα τέμπλα του Πηλίου.
Πολύ κοντά είναι και το παλιό Σχολείο του χωριού, που δεν εγκαταλείφθηκε στη μοίρα του αλλά, ιδιαίτερα φροντισμένο, χρησιμοποιείται για διάφορες εκδηλώσεις. Εδώ και ένα μεγάλο πετρόχτιστο αλλά ακατοίκητο οίκημα, ενώ πιο δίπλα, στη σκιά των πλατανιών, ξεδιψάμε με το κρυστάλλινο βουνίσιο νερό μιας μεγάλης, σκεπαστής πηγής.
-Απόψε είστε φιλοξενούμενοι δικοί μου, λέει ο Χρήστος Γαλάτος και μας καλωσορίζει πρόσχαρα στην πλατεία του χωριού. Όμορφη, πλακόστρωτη, σε υπερυψωμένη θέση, με τα πλατάνια της και δυο διπλανά ταβερνάκια, του Θανάση Πετρακάκη και του Δημήτρη Γιάγκου. Τσιπουράκι με παραδοσιακούς πηλιορείτικους μεζέδες, κουβεντούλα στη δροσιά μέχρι αργά. Ύστερα ανηφορίζουμε προς το σπίτι του Χρήστου. Βρίσκεται στα ψηλώματα του χωριού, δίπλα στο εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, μπροστά σε μια αιωνόβια βαλανιδιά. Καθόμαστε στην αυλίτσα, κάτω από τα κλαδιά μιας ωραίας κερασιάς. Χαμηλά το χωριό, στο βάθος μακρυά τα φώτα του Αγιόκαμπου. Είναι τόση η γαλήνη της νυχτερινής τούτης ώρας, που πολύ δύσκολα αποφασίζουμε να την αποχωριστούμε. Η ξεκούραση, ωστόσο, είναι απαραίτητη. Το επόμενο πρωί μας περιμένει η πορεία ως την περίφημη Μονή Φλαμουρίου.
ΣΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΦΛΑΜΟΥΡΙΟΥ
Ξυπνάμε απ’ τα χαράματα. Το όμορφο χωριό κοιμάται ακόμα. Αγναντεύω χαμηλά και θυμάμαι τη γραφή του Κώστα Λιάπη, βαθύτατου γνώστη του Πηλίου, συγγραφέα, ιστοριοδίφη και, κυρίως, καλού φίλου. Σύμφωνα λοιπόν με τον Κώστα Λιάπη (1), «η περιοχή γύρω απ’ το Βένετο φαίνεται πως έχει παλιά ιστορία που εκτείνεται μέχρι και τα προχριστιανικά χρόνια, όπως τουλάχιστον δείχνουν τα σχετικά ευρήματα (σπόνδυλοι από αρχαίους κίονες κλπ.). επίσης έχουν βρεθεί και ίχνη από τον ύστερο Μεσαίωνα, όπως τα απομεινάρια από ένα «Καστέλι», δείγμα πως πιθανότατα υπήρχε εδώ κατά τη Φραγκοκρατία και στρατιωτικός σταθμός. Άλλωστε κι αυτό το όνομα του χωριού, που διατηρείται ως τις μέρες μας, αποκαλύπτει Βυζαντινή ή Βενετσιάνικη προέλευση. Το νεότερο χωριό πρέπει να χτίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ίσως από κολίγους του μοναστηριού του Φλαμουρίου αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί σημαντικά, γιατί το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής το εξουσίαζε και το εκμεταλλευόταν το μοναστήρι.
Οι κάτοικοί του παλιότερα ζούσαν είται από την κτηνοτροφία είτε καλλιεργώντας αμπέλια, συκιές και λίγες ελιές, ενώ έβγαζαν και λίγο μέλι και μετάξι. Τα νεότερα χρόνια, οι αφόρητες συνθήκες που δημιούργησε ο εμφύλιος (1945) και οι κατολισθήσεις που σημειώθηκαν το 1957 έδιωξαν τους λιγοστούς κατοίκους και το χωριό ερημώθηκε τελείως για διάστημα τουλάχιστον τριών δεκαετιών. Όμως, εδώ και μερικά χρόνια οι Βενετιώτες, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους είναι εγκατεστημένοι στην Αγία Παρασκευή του Βόλου – σε συνοικισμό με το όνομα μάλιστα «Βενετιώτικα» – επανέρχονται στο χωριό, ανακαινίζουν τις παλιές τους εστίες ή κατασκευάζουν καινούργιες, γεγονός που ξαναδίνει σιγά – σιγά ζωή στο Βένετο, κυρίως τα καλοκαίρια».
Ο Χρήστος μας φωνάζει για πρωινό – όλα είναι ωραία, το ψωμί, το τυρί, τα φρέσκα αυγά. Για φρούτο έχουμε τα εκπληκτική γεύσης κεράσια απ’ το δέντρο. Στο καφεδάκι μας προλαβαίνει ο καλός φίλος και συνεργάτης Μιχάλης Πόρναλης, κορυφαίος φωτογράφος του Πηλίου, που καταφθάνει από το Βόλο για να μας συντροφέψει ως το Φλαμούρι. Πανέτοιμοι λοιπόν ξεκινάμε από τη μεγάλη βαλανιδιά ακολουθώντας την πινακίδα 02 του Ε.Ο.Σ. Βόλου. Σ’ ένα 10 λεπτο φτάνουμε με καλό χωματόδρομο (όπου μπορεί να έρθει και αυτοκίνητο) στη θέση «Σταυρός». Εδώ συναντάμε τις πινακίδες προς Μοναστήρι και ξεκινάμε το μονοπάτι. Βρισκόμαστε ξαφνικά σε φυσικό τούνελ με αδιαπέραστη σκιά, που έχει δημιουργηθεί από πυκνά ρείκια και κουμαριές. Έξοχη πορεία, ελαφρά ανηφορική, μας οδηγεί σ’ ένα 10 λεπτο σε μικρό ξέφωτο με την ονομασία «Αριάδης», όπου και πάλι συναντάμε πινακίδα προς μοναστήρι.
-Το πυκνότατο αυτό δάσος ολόγυρά μας, πριν 40 χρόνια δεν υπήρχε, ήταν έκταση καλλιεργημένη με αμπέλια, επισημαίνει ο Χρήστος.
Για ένα τέταρτο κατηφορίζουμε ελαφρά, συναντάμε δυο πινακίδες προς τον προορισμό μας και αντικρύζουμε τη θάλασσα. Αρχίζει λιθόστρωτο, που μας φέρνει στην τοποθεσία «Σπηλιές». Πήρε την ονομασία της από μεγάλες κοιλότητες βράχων, σε σημείο με πανοραμική θέα στο πέλαγος, που χρησιμοποιούντο από τους βοσκούς ως μαντριά για τα κατσίκια. Εδώ υπάρχουν και υπολείμματα παλιών καλυβιών με ωραία ξερολιθιά, όπου ξεχειμώνιαζαν οι βοσκοί.
Πάντα με λιθόστρωτο φτάνουμε στην κοίτη του «Ρέματος Σπηλιών», που το χειμώνα κατεβάζει πολύ νερό. Σε διακλάδωση του μονοπατιού κατευθυνόμαστε αριστερά (ΝΑ). Εδώ μας περιμένει απότομος ανήφορος, ευτυχώς με σύμμαχό μας πάντα τη σκιά. Παρά τα χρονάκια του ο Χρήστος ανηφορίζει με την ταχύτητα κατσικιών, αγκομαχώ να τον προλάβω. Με γοργούς ρυθμούς ο ανήφορος διαρκεί ένα 20 λεπτο, αληθινό «τεστ κοπώσεως». Παίρνουμε ανάσα στην τοποθεσία «Πετρίαλο», ένα ωραίο οροπέδιο με επίπεδες πλάκες, που μοιάζει με τεράστιο φυσικό αλώνι. Στα Ν – ΝΑ μας δείχνει ο Χρήστος τα δασωμένα ψηλώματα με την ονομασία «Κορομηλιά», όπου πριν χρόνια επέλεξε να συναντήσει το θάνατο, παγωμένος από το κρύο, ο Αυστριακός «πηλιολάτρης» Αλφόνς – Αντρέα Χοχάουερ, πασίγνωστος σ’ όλο το Πήλιο και ιδιαίτερα στο Τρίκερι.
-Εκεί, πίσω από τις δασωμένες πλαγιές, βρίσκεται η Μονή, συμπληρώνει ο φίλος μας.
Σ’ ένα 20 λεπτο συναντάμε δίστρατο με πινακίδες. Αριστερά κατηφορίζει το μονοπάτι και σε 25 περίπου λεπτά καταλήγει στη θάλασσα, στο επίνειο του Αγ. Νιλολάου. Δεξιά ανηφορίζει – δυστυχώς – προς τη Μονή. Για μισή ώρα διασχίζουμε πυκνά δάση δρυός, καστανιάς, φλαμουριάς και αργότερα οξιάς. Προβάλλει απέναντί μας το μεγάλο μοναστήρι σαν αληθινό φρούριο, τετράγωνο και περίκλειστο από υψηλούς τοίχους, που το ασφαλίζουν από παντού. κατά τον Κώστα Λιάπη, «το μεγάλο και σταυροπηγιακό, παλιότερα, μοναστήρι του Φλαμουρίου ή Φλαμπουρίου πρωτοχτίστηκε, όπως πληροφορούμαστε από σχετικό σημείωμα του ζαγοριανού πατριάρχη Καλλίνικου του Γ’, τον καιρό του σουλτάνου Σελίμ του Α’ (1516) από τον Φλαμπουριάρη του Μοριά Γεώργιο. Πιθανόν, όμως, να ερειπώθηκε αργότερα, γιατί ξαναχτίστηκε από τον Όσιο Συμεών, τον «μονοχίτωνα» και «ανυπόδητο», από το Βαθύρεμα της Αγιάς στο τέλος του 16ου αιώνα. Το ίδιο προικίστηκε τα επόμενα χρόνια, βάσει τριών πατριαρχικών σιγιλλίων με μια τεράστια δασική και χορτολιβαδική έκταση, την οποία κατέχει μέχρι σήμερα. Το βυζαντινού ρυθμού και με πέντε τρούλους καθολικό της μονής, που είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, θεμελιώθηκε από τον Όσιο Συμεών στα 1595 και αποπερατώθηκε το 1602. Γύρω δε απ’ αυτό υπάρχει το γνωστό αθωνικό τετράγωνο με παρεκκλήσια, δεκάδες κελιά και άλλους βοηθητικούς χώρους. Το μοναστήρι, που λειτουργεί αδιάκοπα ως ανδρική μονή και το εσωτερικό του αποτελεί άβατο για της γυναίκες, γιορτάζει στις 6 Αυγούστου, μέρα κατά την οποία κατακλύεται από πιστούς, προερχόμενη απ’ όλο το Πήλιο αλλά και από το εσωτερικό της θεσσαλίας».
2 ώρες και 15 λεπτά μετά την αναχώρησή μας από το Βένετο (χρόνος στον οποίο συμπεριλαμβάνονται και αρκετές μικροστάσεις) απολαμβάνουμε ένα παγωμένο βουνίσιο νερό από την πηγή στον πλακόστρωτο αύλειο χώρο της μονής. Οι μοναχοί μας υποδέχονται με μεγάλη ευγένεια και μας προσφέρουν όλα τα καθιερωμένα μοναστηριακά κεράσματα. Την περίοδο αυτή η μονή θυμίζει ένα πραγματικό εργοτάξιο, αφού βρίσκονται σε εξέλιξη ευρύτατες εργασίες αποκατάστασης στην Β πλευρά που κινδύνευε με κατάρρευση, στον αύλειο χώρο, στο καθολικό και στις πλακοσκέπαστες στέγες του, καθώς και στον χώρο της Τράπεζας.
Το καθολικό είναι εξαίρετο. Διατηρεί το αυθεντικό δάπεδο με πλάκες μεγάλων διαστάσεων, ενώ οι τοιχογραφίες είναι υψηλής τέχνης, υπάρχουν όμως μόνο στα ανώτερα τμήματα των τοίχων, στους θόλους και στον τρούλο, αφού στα χαμηλότερα τμήματα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Πολύ ωραίο είναι και το ξυλόγλυπτο επιχρυσομένο τέμπλο. Το φως του ήλιου, η μοναδική πηγή φωτός, διεισδύει αδύναμα από τα στενά περιφερειακά παράθυρα των τοίχων και δημιουργεί μια ατμόσφαιρα απαράμιλλης υποβλητικότητας. Ηλεκτρικό ρεύμα και τηλέφωνο δεν υπάρχουν στη μονή. Εδώ η ζωή ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς, όμοιους με των περασμένων αιώνων, που ελάχιστη σχέση έχουν με τη σύγχρονη εποχή.
Για λίγο βγαίνω έξω απ’ τη μονή και μένω μόνος κάτω από τη σκιά μιας τεράστιας φλαμουριάς. Ακούγεται μόνο το κελάρυσμα του νερού, τα πουλιά και το θρόϊσμα των φύλλων στο φύσημα του αέρα.
Αποχαιρετάμε τους φιλόξενους μοναχούς – που ως την τελευταία στιγμή επιμένουν να μας κρατήσουν για το μεσημεριανό φαγητό – διασχίζουμε το υπέροχο οροπέδιο που περιβάλλει τη μονή και με κατεύθυνση ΝΔ μπαίνουμε κάτω από τη σκιά των καστανιών. Σε λιγότερο από ένα 10 λεπτο και σε υψόμετρο 600 περίπου μέτρων μπαίνουμε στη ζώνη της οξιάς. Δάσος εκπληκτικό, πανύψηλα δέντρα, μονοπάτι σκιερό καλυμμένο με ξερόφυλλα οξιάς, ρυάκια, γλυκειά ανηφόρα που διακόπτεται συχνά από μικρά ισιώματα. Είναι 25 λεπτά ειδυλλιακής διαδρομής που καθόλου δεν μας κουράζει.
Φτάνουμε σε μικρό πλάτωμα στη θέση «Σταυρός», στα 750 μ., με υψομετρική διαφορά 200 περίπου μέτρων απ’ τη μονή. Ως το σημείο αυτό καταλήγει αυτοκίνητο. Συνεχίζουμε σε πολύ καλό δασικό χωματόδρομο, που κάποια στιγμή ανηφορίζει αριστερά προς το «Πουρί». Μισή ώρα αργότερα φτάνουμε στη «Γούρα», ένα γλυκύτατο οροπέδιο περίκλειστο από δάσος οξιάς, με ποτίστρα για ζώα, πηγή με άφθονο, εξαιρετική ποιότητας νερό και μια γλυκύτατη λιμνούλα δίπλα στο δάσος, με διάμετρο 30 περίπου μέτρων. Ξεκούραση στη δροσιά του δάσους και ευχάριστη αναμονή, ώσπου να μας παραλάβει το αυτοκίνητο για Βένετο.
ΞΕΝΩΝΑΣ «ΒΕΝΕΤΟ»
ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΑΤΙ «ΑΝΩ ΚΕΡΑΣΙΑΣ»
Το Βένετο είναι πολύ φιλικός τόπος για έναν επισκέπτη αφού, εκτός από το ωραίο φυσικό περιβάλλον και τις περιορισμένες του διαστάσεις, διαθέτει και άνετο χώρο στάθμευσης, μερικές δεκάδες μέτρα πριν από την πλατεία. 100 περίπου μέτρα πιο κάτω είναι ο ξενώνας «το Βένετο», του Κωνσταντίνου Ρέππου και της γυναίκας του Ελένης. Ανήκουν και οι δυο σ’ αυτή την σπάνια κατηγορία ανθρώπων, που ξεκινούν μια επιχειρηματική δράση χωρίς να συντρέχουν οι απαραίτητες τεχνοοικονομικές προϋποθέσεις, έχοντας ως μοναδικό εφόδιο το προσωπικό τους όραμα και την αγάπη για τον τόπο τους. Φανταστείτε! Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 έγινε ο ξενώνας, το Βένετο ήταν σχεδόν ξεχασμένο, αθέατο στη μοναξιά του και με συνθήκες οδικής πρόσβασης σχεδόν μεσαιωνικές!
Άνθρωποι γελαστοί, καλωσυνάτοι, με φιλοξενία έμφυτη, μας μεταδίδουν αμέσως ένα ευχάριστο αίσθημα οικειότητας, που τόσο σπανίζει στην εποχή μας.
Διώροφο το κτίσμα, με 9 συνολικά δωμάτια, δίκλινα, τρίκλινα και δυο δίχωρα τετράκλινα. Όλα είναι εφοδιασμένα με τηλεόραση, ψυγείο, αυτόνομη θέρμανση, κουζίνα πλήρως εξοπλισμένη με όλα τα απαραίτητα σκεύη. Τα δίχωρα έχουν επιπλέον και τζάκι. Δέντρα, λουλούδια, γρασίδι στον αύλειο χώρο και θέσεις στάθμευσης. Για άλλη μια φορά μένουμε έκπληκτοι από την ύπαρξη του ξενώνα σ’ αυτόν τον έσχατο προορισμό του Β. Πηλίου και μάλιστα εδώ και μια 25 ετία.
Κοιμόμαστε βαθειά σε απόλυτη ησυχία, ξεκουραζόμαστε και το βραδάκι βγαίνουμε στην πλατεία του χωριού. Σάββατο βράδυ, κόσμος πολύς στα δυο ταβερνάκια, ατμόσφαιρα ζωντανή και ευχάριστη, νόστιμα και πάμφθηνα φαγητά, εξυπηρέτηση φιλικότατη. Τα χρόνια της αθωότητας εξακολουθούν να παραμένουν στο Βένετο. Κάπου εκεί στο μέσον της βραδιάς τα φύλλα του αιωνόβιου πλάτανου θροΐζουν δυνατά. Ξεσπούν τα πρώτα αστραπόβροντα και, σ’ ελάχιστα λεπτά, μπουρίνι φοβερό. Οι ταβερνιάρηδες υψώνουν, ανήμποροι ν’ αντιδράσουν, τα βλέμματα στο Θεό. Η πλατεία τους διασκορπιζεται πανικόβλητη μπροστά στη μανία της φύσης. Παίρνουμε αργά τον δρόμο για τον ξενώνα, χωρίς βιάση, μουσκεμένοι ως το κόκκαλο. Γιατί να βιαστούμε άλλωστε; «Ο βρεμένος δεν τη φοβάται τη βροχή».
Όλη τη νύχτα έβρεξε πολύ. Το επόμενο πρωί όλα είναι ήρεμα, αναρίθμητες δροσοσταλίδες λαμπυρίζουν στις ακτίνες του ήλιου. Ο 80 χρονος Γιάννης Κουλούρης έρχεται και μας βρίσκει στον ξενώνα. Συμπαθέστατος, καλοστεκούμενος, δεν δείχνει ούτε 70.
-Μαζί θα κάνουμε το μονοπάτι από την Άνω Κερασιά, μου λέει. Όποτε είσαι έτοιμος ξεκινάμε. Αυτοκίνητο, «Κανάλια», «Κερασιά» και άσφαλτος (!) προς Α. Κερασιά. Τελευταία φορά ήταν χωματόδρομος.
36 χλμ. από το Βένετο φτάνουμε στο ορεινό μικροσκοπικό χωριό. Στην πλακόστρωτη πλατειούλα δεσπόζουν πανύψηλα καβάκια. Θυμάμαι αμέσως το σπίτι και τη συντροφιά, πριν χρόνια, με τον Ηλία Λεφούση, αυτόν τον εξαίρετο συγγραφέα και άνθρωπο της Άνω Κερασιάς. Η πετρόχτιστη και πλακοσκέπαστη εκκλησία του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου, φέρει λιθανάγλυφο στο μαρμάρινο υπέρυθρο με χρονολογία αρχικής κατασκευής 1812. η καμπάνα κρέμεται από το κλαδί γιγάντιας βαλανιδιάς. Λίγο πιο πάνω, στο υπέροχο πλάτωμα, δεσπόζει υπεραιωνόβια καστανιά και τμήματα θαυμάσιας παλιάς λιθοδομής. Τα ελάχιστα σπίτια που απομένουν σ’ αυτό τον γαλήνιο τόπο είναι περιποιημένα αλλά τη μέρα τούτη ολόκλειστα.
Μπροστά από την πλατεία ξεκινούν με πινακίδες δυο μονοπάτια: ένα προς τα Δ με κατεύθυνση προς Βένετο (4 ώρες) και ένα προς τα Β με κατεύθυνση προς φλαμούρι (3 ώρες). Αυτό το μονοπάτι προτιμούν πολλοί πιστοί για το μεγάλο πανηγύρι της 6ης Αυγούστου στη μονή.
-Εμείς θα ξεκινήσουμε απ’ αλλού, λέει ο μπαρμπα – Γιάννης.
Επιστρέφουμε από το χωριό και, 600 μ. από την πλατεία (σε σημείο με πινακίδες) στρίβουμε αριστερά σε χωματόδρομο. Στα 100 περίπου μέτρα συναντάμε τσιμεντένια ποτίστρα και «σουβάλα» (μικρή λιμνούλα). Κατηφορίζουμε στο δεξί παρακλάδι με Β κατεύθυνση. Διασχίζουμε την ξερή – τούτη την εποχή – κοίτη του ρέματος «Τ’ ορσέλλι». Σ’ ένα τέταρτο αφήνουμε την κοίτη και ανηφορίζουμε αριστερά (απαραίτητες ως εδώ κάποιες σημειώσεις).
Αρχίζει φαρδύ, πέτρινο μονοπάτι, η παλιά στράτα που συνέδεε το Βένετο με την Α. Κερασιά. Πουρνάρια, κέδρα, ελαφρές ανηφόρες. Ήπιος και σοφός βηματισμός από τον μπαρμπα – Γιάννη. Φτάνουμε στην τοποθεσία «Ράχη τοίχου» και αποθαυμάζουμε τη θέα της αποξηραμένης λίμνης Κάρλας. Λιθοσωροί από γρανιτόπετρες.
-Στην Τουκροκρατία υπήρχαν οχυρώσεις, μου εξηγεί ο μπαρμπα – Γιάννης.
Λίγο αργότερα μια ξύλινη πινακίδα δείχνει τις κατευθύνσεις προς Κερασιά, Α. Κερασιά και Βένετο. Κατηφορικό λίθινο μονοπάτι, νέες πινακίδες και γιγάντια βαλανιδιά. Θέση «Γερακοφωλιά», μεγάλες οξιές με χαράγματα στους κορμούς, πανέμορφο οροπέδιο κατάφυτο με φτέρες. Σ’ ένα τέταρτο διασχίζουμε τη μακρόστενη λάκα της Γερακοφωλιάς και συναντάμε το τέλος του χωματόδρομου, που είχε διανοιχθεί πριν μισό αιώνα, με προοπτική τότε, να φτάσει ως το Βένετο. Αρχίζει πέτρινο μονοπάτι, που αργότερα εξελίσσεται σε καλντερίμι, κατασκευασμένο με προσωπική εργασία των παλιών Βενετιωτών, θυμάται ο μπαρμπα – Γιάννης τις ατελείωτες πεζοπορίες της νεανικής του ηλικίας ανάμεσα Βένετο και Α. Κερασιά. Μπαίνουμε σε εκπληκτικό δάσος υψηλόκορμων δρυών. Είναι η τοποθεσία «Της Γιάννενας το χωράφι». Ανηφορίζουμε και φτάνουμε στη θέση «Αρπακιόνα» (ονομασία που προέρχεται από το «αρπάκι», την μικρή βελανιδιά). Εδώ υπάρχουν εγκαταστάσεις υλοτόμων με τις χαρακτηριστικές καλύβες τους. Σ’ ένα τέταρτο φτάνουμε στα «Σταμέϊκα», ήδη όμως αντιμετωπίζουμε σοβαρότατο πρόβλημα από τους τάβανους και τα αμέτρητα μυγάκια, που μπαίνουν μέσα στα μάτια και στ’ αυτιά μας και δεν απομακρύνονται με τίποτε.
Κατηφορίζουμε δασικό δρόμο και σ’ ένα 10 λεπτο, συναντάμε αριστερά, πάνω στον κορμό μικρής αριάς, πινακιδούλα προς Βένετο. Πυκνοδασωμένο μονοπάτι, σκέτη ζούγκλα, βγάζει ο προνοητικός φίλος μου από το δισάκι του έναν κοφτερό «τραχά» και ανοίγει δρόμο κόβοντας τα πυκνά κλαδιά δεξιά και αριστερά. Φτάνουμε στο ερειπωμένο εξωκκλήσι του Αγ. Δημητρίου. Το Βένετο δεν είναι μακρυά.
Τρεις ώρες και 30 λεπτά από την αναχώρησή μας μπαίνουμε στα πρώτα σπίτια του χωριού. Η δίψα μας εδώ και πολλή ώρα είναι ανυπόφορη.
-Έτσι όμως θα εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο το νεράκι που θα βρούμε, μου λέει ο μπαρμπα – Γιάννης.
Για μερικά λεπτά ανηφορίζουμε έναν τσιμεντόδρομο. Δίπλα στο εξωκκλήσι του Αγ. Τρύφωνα είναι η πηγή «Καμάρα», που θεωρείται ότι έχει το καλύτερο νερό του Βένετου. Είναι κυριολεκτικά παγωμένο και εξαιρετικά εύγευστο. Πίνω αχόρταγα κάτω από τη σκιά των δέντρων. Το μαρτύριο με τη ζέστη και τα μυγάκια της τελευταίας ώρας έχει ήδη ξεχαστεί.
ΘΑΛΑΤΤΑ! ΘΑΛΑΤΤΑ!
Όπως οι «Μύριοι» στην αρχαιότητα, έτσι κραύγασα κι εγώ όταν αντίκρυσα και βούτηξα στη θάλασσα μετά τη διήμερη περιπλάνησή μου στα βουνά. Το Βένετο στην ουσία έχει δυο κοντινές παραλίες: την κακοτράχαλη ακτή «Κουλούρι» στα ΒΑ, που στο παρελθόν – αλλά ακόμη και σήμερα – αποτελούσε πρόχειρη καλοκαιρινή «σκάλα» για τους ναυτικούς και τους ψαράδες της περιοχής. Η δεύτερη είναι η ακτή «Πετρομέλισσο» στα Α. Και οι δυο απέχουν 4 χλμ. από το χωριό, με καλά συντηρημένους – αν και απότομους – χωματόδρομους, που έχουν διανοιχθεί ανάμεσα σε πλαγιές πυκνοδασωμένες από ρείκια, κουμαριές και αριές. Και αν το Κουλούρι είναι ακτή ελάχιστα φιλόξενη για κολυμβητές, το Πετρομέλισσο είναι τόπος ιδανικός για όσους αποζητούν το παρθένο φυσικό περιβάλλον και τη μοναχικότητα.
Αφήνουμε το αυτοκίνητο στο τέρμα του δρόμου και συνεχίζουμε με μονοπάτι και μερικές δεκάδες πέτρινα και σιδερένια σκαλοπάτια. Σε λιγότερο από ένα 5 λεπτο καταλήγουμε στην έξοδο ενός στενού φαραγγιού κατάφυτου με ρείκια, κουμαριές, αριές, αγριελιές, μυρτιές και λυγαριές. Ανάμεσα σ’ αυτή την ανέγγιχτη φύση και στους ανοιχτόχρωμους βράχους της ακτής σχηματίζεται ένας κολπίσκος, που το άνοιγμά του δεν ξεπερνάει τα 30 μέτρα. Λεπτό και μέτριο βοτσαλάκι, πρόσβαση αρκετά φιλική, διαυγέστατα νερά και στις άκρες μικρές βραχοσπηλιές με πυθμένα αμμουδερό, που δημιουργούν πισινούλες ατομικές.
Όταν φτάνουμε συναντάμε τέσσερα άτομα, σε μισή ώρα έχουμε απομείνει μόνοι. Η τέλεια απομόνωση. Αργότερα μαθαίνουμε, ότι μόλις μια 10 ετία πριν δεν υπήρχε πρόσβαση από τη στεριά και η ακτή ήταν πρακτικά άγνωστη. Η ευρύτερη όμως περιοχή δεν έχει μόνον τις ακτές Πετρομέλισσο και Κουλούρι. Είναι μια μεγάλη ακτογραμμή από τις συναρπαστικότερες του Πηλίου, με δύσκολη έως αδύνατη πρόσβαση από το μέρος της στεριάς.