Το Βόρειο Πήλιο ίσως δεν συγκαταλέγεται στους γνωστότερους και πιο πολυσύχναστους πηλιορείτικους προορισμούς. Είναι πολύ πιο αραιοκατοικημένο από το υπόλοιπο Πήλιο και με τις λιγότερες τουριστικές υποδομές. Είναι φυσικό, λοιπόν, τα παραπάνω χαρακτηριστικά να μην είναι ιδιαίτερα παρακινητικά για τον μαζικό τουρισμό. Αποτελούν, ωστόσο, ισχυρό κίνητρο για προσέλευση εξερευνητών και αυθεντικών ταξιδευτών.
Το Βόρειο Πήλιο ίσως δεν συγκαταλέγεται στους γνωστότερους και πιο πολυσύχναστους πηλιορείτικους προορισμούς. Είναι πολύ πιο αραιοκατοικημένο από το υπόλοιπο Πήλιο και με τις λιγότερες τουριστικές υποδομές. Είναι φυσικό, λοιπόν, τα παραπάνω χαρακτηριστικά να μην είναι ιδιαίτερα παρακινητικά για τον μαζικό τουρισμό. Αποτελούν, ωστόσο, ισχυρό κίνητρο για προσέλευση εξερευνητών και αυθεντικών ταξιδευτών.
Ακρόπολη Κασθαναίας
Ισχυρότεροι πόλοι έλξης στο Β. Πήλιο είναι το Βένετο και το Κεραμίδι, με το δεύτερο να είναι πολύ πιο παραδοσιακό. Γνωρίζαμε τον τόπο από παλιά όταν, ήδη το 2006, είχαμε επισκεφθεί την περίφημη Μονή Φλαμουρίου, το Βένετο και τις εντυπωσιακές, δυσπρόσιτες θαλασσοσπηλιές του. (Ελλ. Πανόραμα, τεύχος 53, Σεπ. –Οκτ. 2006). Άλλες, πάλι, φορές είχαμε επισκεφθεί το Κεραμίδι και το επίνειό του, το Καμάρι. Ωστόσο, δεν είχαμε ιδέα κι ούτε ποτέ κανείς μας είχε μιλήσει για την ακρόπολη της Αρχαίας Κασθαναίας, που είναι κρυμμένη σ΄αυτό τον τόπο. Την έξοδο από την άγνοιά μας ανέλαβε – και πάλι – ο ιχνηλάτης φίλος μας, ο Κυριάκος.
Στη διαδρομή μας από τον Βόλο προς το Κεραμίδι αγναντεύουμε με χαρά την γαλήνια υδάτινη επιφάνεια ενός μεγάλου τμήματος της – πάλαι ποτέ – κορυφαίας σε έκταση λίμνης της Ελλάδας, της θρυλικής Κάρλας. (1) Δύο περίπου χιλιόμετρα πριν από τα Κανάλια, κάνουμε μια μικρή στάση στον σκιερό υπαίθριο χώρο του Βυζαντινού ναού Αγίου Νικολάου Καναλίων. (2)
Θαυμάζουμε την αρχιτεκτονική του έξοχα αποκατεστημένου μνημείου και συνεχίζουμε προς τα Κανάλια. Μαζί μας είναι και ο Κεραμιδιώτης φίλος του Κυριάκου Σωτήρης Ευαγγέλου, που δεν παραλείπει να αναφέρει πληθώρα στοιχείων από την γενέτειρά του και την ευρύτερη περιοχή της Κάρλας.
Διασχίζουμε τα Κανάλια και παίρνουμε Βόρεια τις ανηφοριές για το Κεραμίδι. Καθώς κερδίζουμε υψόμετρο, αποκαλύπτεται χαμηλά η αστραφτερή, στο φως του ήλιου, επιφάνεια της – έστω και λειψής – Λίμνης Κάρλας. Στο βάθος του Θεσσαλικού κάμπου μπορούμε ν΄αντιληφθούμε ως που έφταναν τα αρχικά όρια της λίμνης. Μετά από λίγο χάνεται η θέα της Κάρλας, το τοπίο γίνεται βουνίσιο, δρυοσκέπαστο, με χαρακηριστικές αιωνόβιες βαλανιδιές στη διαδρομή. Κάποια στιγμή συναντάμε πλακόστρωτο μονοπάτι και πινακιδούλα, που σηματοδοτεί την πορεία του παλιού καλντεριμιού από τα υψίπεδα του Κεραμιδιού προς τα πεδινά.
Αποκαλύπτεται το Κεραμίδι, χτισμένο αμφιθεατρικά σε μια μακρυά ράχη με Α προσανατολισμό. Μεγάλο χωριό, που κάποτε ξεπερνούσε τις 1000 οικογένειες, όπως μας ενημερώνει ο Σωτήρης. Οι στέγες πολλών, των περισσοτέρων ίσως σπιτιών, είναι καλυμμένες από φαιόχρωμες σχιστόπλακες, χαρακτηριστικές της περιοχής του Κεραμιδιού. Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποιες στέγες σκεπασμένες με κεραμίδι.
-Γι’ αυτό ονομάστηκε Κεραμίδι; ρωτάω μισοαστεία – μισοσοβαρά τον Σωτήρη.
–Όχι, βέβαια, μου απαντάει γελώντας. Κατά μία εκδοχή ονομάστηκε έτσι από τους κατοίκους που στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχαν καμίνια στις όχθες της Κάρλας και κάναν κεραμίδια. Κάποτε, για να γλιτώσουν από τους Τούρκους, κατέφυγαν στο δυσπρόσιτο βουνό κι άρχισαν να συγκροτούν τον οικισμό του Κεραμιδιού.
Για την ονομασία του Κεραμιδιού υπάρχει και μια άλλη άποψη, που αναφέρεται στο βιβλίο του Κώστα Λιάπη. (3) Έτσι, λοιπόν, κατά τον παλιό δάσκαλο του χωριού Αριστ. Παπαχατζόπουλο, το χωριό ονομάστηκε έτσι ίσως κατ΄ευφημισμόν, διότι δεν υπάρχει κεραμίδι ή ίσως διότι ανεύρον οι πρώτοι οικήσαντες αρχαίας κεράμους. Τούτες δε οι αρχαίες κέραμοι… βρέθηκαν παρακάτω απ΄το χωριό, κοντά στη θάλασσα, όπου οι συγκλίνουσες γνώμες των αρχαιολόγων τοποθετούν την αρχαία πόλη Κασθαναία.
Στην αναζήτηση αυτής της αρχαίας πόλης κατευθυνόμαστε κι εμείς. Κατηφορίζουμε την γνώριμή μας, ασφάλτινη διαδρομή των 5 περίπου χιλιομέτρων προς το επίνειο του Κεραμιδιού, το πασίγνωστο Καμάρι. Δύο χιλιόμετρα πριν από το Καμάρι στρίβουμε απότομα αριστερά. Εδώ στενεύει και διχάζεται ο δρόμος. Η αριστερή διακλάδωση αποτελεί την αφετηρία μιας παραθαλάσσιας, θεαματικής αλλά δύστροπης και πολύστροφης διαδρομής που, μετά από 15 περίπου χιλιόμετρα, συναντάει τις αχανείς Λαρισινές παραλίες του Αγιόκαμπου, της Σωτηρίτσας και της Βελίκας.
Εμείς ακολουθούμε την δεξιά διακλάδωση, κατηφορίζουμε με στροφές και σε λίγα λεπτά φτάνουμε στην μικρή παραλία του Αϊ – Γιάννη. Ο Σπύρος Ζαχαράκης ολοκληρώνει στην ταβέρνα του τις τελευταίες εργασίες για την υποδοχή των θερινών επισκεπτών. Παραδίπλα καταλήγει και το πλακοσκέπαστο Κακόρρεμα, που πηγάζει απ΄τα δυτικά υψίπεδα του Κεραμιδιού.
Πίνουμε το καφεδάκι που μας προσφέρει ο Σπύρος και παρατηρούμε πολύ κοντά απέναντί μας την συμπαγή βλάστηση, που καλύπτει απ΄άκρη σ΄ακρη την λοφοπλαγιά του Αϊ-Γιάννη. Κάπου εκεί βρίσκεται, κρυμμένη από τα μάτια τουριστών και περαστικών, η Ακρόπολη της Αρχαίας Κασθαναίας. Είναι καταδικασμένη στη λήθη, ούτε μια πινακιδούλα δεν της έχει αφιερώσει η ελληνική πολιτεία.
–Η πρόσβαση δεν είν΄εύκολη ως εκεί πάνω, λέει ο Σπύρος. Το μονοπάτι έχει κλείσει από την χρόνια αχρησία και τα κλαδιά.
-Καλά, δεν το ανοίγουν πού και πού οι επισκέπτες;
-Ποιοι επισκέπτες; Πολύ λίγοι γνωρίζουν και ακόμη λιγότεροι επισκέπτονται αυτό τον τόπο. Έρχονται μόνον για καμιά καλοκαιρινή βουτιά.
Κατευθυνόμαστε στο Β τμήμα της παραλίας, πάνω από χοντρές, γκριζόλευκες κροκάλες. Σε τρία λεπτά φτάνουμε στη βάση του λοφίσκου του Αϊ-Γιάννη. Ένα πλακόστρωτο μονοπάτι με 128 σκαλοπάτια καταλήγει σε υψόμετρο 35 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Εκεί, σ΄ένα μικρό ξέφωτο, βρίσκεται το ασβεστωμένο, πλακοσκέπαστο ξωκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη. Ως εδώ φτάνουν όλοι οι επισκέπτες. Ωστόσο, μερικά μέτρα πριν φτάσουμε στο ξωκκλήσι, δημιουργείται, στ΄αριστερά του μονοπατιού, μια υποψία πρόσβασης μέσα στην πυκνή ζούγκλα.
Εκεί κατευθύνουμε τα βήματά μας. Παραμερίζουμε αγριόχορτα και αγκάθια, κληματσίδες και κλαδιά, κόβουμε όσα μπορούμε με το κοφτάκι που έχουμε μαζί μας. Τοποθετούμε, επίσης, και μερικές κορδέλες σήμανσης, για υποβοήθηση των όποιων πιθανών, μελλοντικών επισκεπτών. Δεν είναι εύκολο το εγχείρημά μας, αφού η βλάστηση είναι θεριεμένη από την αχρησία και τις βροχές. Κάποτε, βέβαια, που υπήρχε κτηνοτροφία σ΄αυτή την περιοχή, ήταν τα κατσίκια που φρόντιζαν για το ημέρωμα της ζούγκλας. Με τα χρόνια η κτηνοτροφία περιορίστηκε στα ορεινά και πρωταγωνιστής στο λόφο έγινε πάλι η βλάστηση μιας μεγάλης ποικιλίας δέντρων και θάμνων.
Ένα περίπου δεκαπεντάλεπτο διαρκεί η μάχη μας με την παρθένα, άγρια φύση της Κασθαναίας. Ξαφνικά, η ακρόπολη εμφανίζεται μπροστά μας, ένα ισχυρότατο τείχος από μεγάλους, λαξευτούς, γκρίζους ασβεστόλιθους. Ας αφήσουμε όμως τον φίλο μας τον Κυριάκο να μας αφηγηθεί με τον δικό του ποιητικό, μοναδικό τρόπο την προσωπική του εμπειρία από την Κασθαναία αλλά και αποσπάσματα από τις απόψεις κάποιων αρχαιολόγων και περιηγητών που βρέθηκαν εκεί.
H Κασθαναία ακρόπολη
“Μόνο στην Ελλάδα μπορούν να γίνουν τα πιο απίστευτα πράγματα (και παραστρατήματα)”.
Γιώργος Σεφέρης
“Aτραπητοί τε διηνεκέες, λιμένες τε πάνορμοι/ πέτραι τ’ ηλίβατοι και δένδρα τηλεθόωντα” απαγγέλει ο Ομηρος στην Οδύσσεια, στο στίχο ν-195, που πάει να πει δύσβατα μονοπάτια, κατάλληλα λιμάνια, κρεμαστοί βράχοι και δέντρα θαλερά.
Βάλτε και το “σπέος κατηρεφές”, που αναφέρει πιο κάτω, τη βαθουλωτή σπηλιά δηλαδή, και θα συμπληρωθεί ένα από τα πιο σύνθετα παζλ των ιστορικών περιγραφών στη σύγχρονη γεωγραφία.
Πέστε μου παρακαλώ πού μπορεί να συναντήσει κανένας τόσα πολλά φυσικά μνημεία την σήμερον ημέραν;
Όχι, δεν βρίσκονται στην Ιθάκη όλα αυτά τα καλούδια, στην οποία χοροστατεί η πένα του θείου ποιητή, αλλά κάπου στον απρόσιτο βορρά του Πηλίου. Όχι πως δεν έχει τέτοια θεσπέσια γραφήματα κι η Ιθάκη, αλλά στο Πήλιο όλα είναι διαφορετικά. Είναι πιο θαλερά, ατόφια και βαθιά μεταφυσικά. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Το θέμα μας είναι η ακρόπολη της Κασθαναίας, με τα κυκλώπεια τείχη, μιαν ανάσα πάνω από τη θάλασσα κι ανάμεσα σε ένα ποικίλο κι εκλεκτό πλήθος ψαλμών της Παράδεισος.
Τα πρώτα βήματα θα τα κάνουμε με τον Ηρόδοτο βηματίζοντας σε μια πηλιορείτικη εξοχή που τα έχει όλα: Κρεμαστούς βράχους, ακατέργαστους όρμους, βαθουλωτές σπηλιές μα κι ένα δάσος από ατόφιο πηλιορείτικο χρυσάφι. Από αυθεντικό φυσικό εργαστήρι!
Μια φύση δηλαδή με τέσσερις ορθές γωνίες κι ένα ανήσυχο νερό που τα συναντάει μέσα σε αυτόν τον καθρέφτη του γήινου περιβάλλοντος που όμοιό του, δύσκολο είναι να συναντήσει κανείς. Κι όλα αυτά πλαισιωμένα από τα εγκόλπια των αρχαίων θρύλων και των ιστοριών, που “φωνάζουν” πίσω από την πολυγωνική διατείχιση που τα περιβάλλει.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα οικείο περιβάλλον, όπου ο ανεξάντλητος κόσμος της αρχαίας κληρονομιάς σοφιλιάζεται με τα αυθεντικά στοιχεία της φυσικής σύνθεσης.
Ήταν η τρίτη φορά που επιδόθηκα στην …τσαρπαλωτή εκείνη διάσχιση της ακρόπολης των κλασικών (και ελληνιστικών) χρόνων που ρογχάζει μέσα σε ένα αθέατο φυτικό βασίλειο, κάπου είκοσι οργιές πάνω από το ρόγχο του οίνοπα πόντου.
Πού όλα αυτά; Kαμιά εκατοστή βήματα πάνω από τη βοτσαλιά του Αϊ-Γιάννη, δυτικά του Καμαριού και κάτω από το έτσι κι αλλιώς απομονωμένο πηλιορείτικο χωριό, με τ’ όνομα Κεραμίδι.
Παγιδευμένος λοιπόν μέσα σε ακατέργαστες λουρίδες φυτικής υπόστασης, παλιούρια που αγκυλώνουν και χλωρασιές που γδέρνουν το δέρμα με σκισίματα και χαρακιές κατάμεσα στις φλέβες βραχιόνων και κνημών.
Ήταν, λέει, εκεί η ακρόπολη μιας παμπάλαιας πολιτείας των αρχαίων χρόνων. Ποιος αλήθεια τόλμησε να την επιλέξει αυτή την τοποθεσία και να την εντειχίσει με τέτοιους γιγαντιαίους κυβόλιθους, ώστε να έχει το κεφάλι του ήσυχο από τους πειρατές που λυμαίνονταν το Αιγαίο;
O Alfred Mezieres, γάλλος περιηγητής του 1850 που περπάτησε στα ερείπια της αρχαίας πόλης γράφει ότι “είναι η πρώτη φορά που συνάντησε, τουλάχιστον στο Πήλιο, τέχνη αντάξια των Ελλήνων”, απόσπασμα που μεταφέρει στο βιβλίο του “Tα Παλιόκαστρα του Πηλίου” ο Κώστας Λιάπης.
“Εδώ τουλάχιστον”, γράφει ο Μezieres, “οι πέτρες ήταν τεράστιες, τα υλικά διαλεχτά και το σύνολο επιβλητικό. Τον κύριο ρόλο έπαιζε η δύναμη και η βία. Η δύναμη αυτή αποκαλύπτεται από τις διαστάσεις των ογκόλιθων και τη στερεότητα της κατασκευής που προσδίδει στα τείχη ένα ιδιόρρυθμο χαρακτήρα μεγαλείου που δε βρίσκεται στις ακροπόλεις της Βοίβης και του Ορμενίου… Ακόμη και τα τείχη της Δημητριάδος είναι λιγότερο στερεά και πιο άτεχνα απ’ αυτά του Κεραμιδίου. Ο περίβολος δείχνει τη μετάβαση του πολυγωνικού προς το κανονικό σύστημα. Τα ανατολικά τείχη, θεμελιωμένα πάνω στους βράχους που τους έχουν υποσκάψει τα κύματα γκρεμίζονται ακατάπαυτα. Τα βορινά και τα νότια ωστόσο τείχη παρέμειναν όρθια”.
Η περιφέρεια της πόλης δεν ήταν μεγαλύτερη από ένα μίλι. Δυτικά της περιτείχισης η ακρόπολη σταματάει απότομα σε μια χαράδρα, όριο φυσικής άμυνας.
Κάνω μια υπόθεση φαντασίας, λίγο πριν εισχωρήσω στα μυστήρια της φαντασμαγορικής αυτής ακρόπολης. Εάν αυτό το αξιόμαχο φυσικό κι απόκρυφο τοπίο, θαλασσινής μαγείας και πυκνού δρυμού, με τους φυτευτούς βράχους, τους δυο κρυφούς όρμους, τις μυστικές ατραπούς, τα σπηλιαράκια στις εσοχές των βράχων, επεξεργασμένα όλα από αειθαλή διάκοσμο, αν λοιπόν αυτό το τοπίο βρισκόταν στην επικράτεια οποιασδήποτε δυτικής ευρωπαϊκής χώρας, θα ήταν ίσως ένα από τα κορυφαία θεαματικά και γεωφυσικά πάρκα, της όποιας χώρας το διαθέτει.
Κι όμως αυτός ο στιβαρός, απείραχτος και μυστικός πυλώνας του αρχαίου κάλλους που σμιλεύτηκε από γιγάντιους κυβόλιθους, εδώ και πάνω από δυόμιση χιλιάδες χρόνια αποτελεί σήμερα ένα, ξεχασμένο ολωσδιόλου, απομεινάρι, ανίδωτο, ξενικό και θεός φυλάξοι μην το ενοχλήσουμε…
Πριν ακόμη εισχωρήσουμε στον αδιαπέραστο και τραχύτατο αυτό δρυμώνα και ψυλλιαστούμε την τεράστια ανάπτυξη των τειχικών διαγωνίων, ας δούμε πώς εκτιμούν την περιοχή δυο τοπικοί αρχαιολόγοι, η Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη και ο Μπάμπης Ιντζεσίλογλου.
Λένε ότι “η απόκρημνη πλαγιά, στ’ ανοιχτά του Κεραμιδίου, στο Πήλιο, κρύβει τα ερείπια μιας πόλης, στην παραλία της οποίας σκόρπισαν τα συντρίμμια του περσικού στόλου το 480 π.Χ. Σύμφωνα με τον Στράβωνα η Κασθαναία αποτελούσε κώμη εξαρτώμενη από την αρχαία Δημητριάδα. Η τειχισμένη ακρόπολη χωρίζεται από την κάτω πόλη με εγκάρσιο ισοδομικό τείχος που σώζεται σε ικανό ύψος και είναι ορατό από το δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα, με κυκλικούς πύργους στα άκρα του”.
Αυτά βέβαια πριν δασύνει κι εκτραχυνθεί το φυσικό περιβάλλον του αρχαίου οικισμού που το κανακεύει η γυρωπλεγμένη ακρόπολη. Ο Μπάμπης Ιντζεσίλογλου το λέει καθαρά, αλλά ποιος τον ακούει:
“Αν καταφέρουμε να ξεκινήσουμε μια ανασκαφή, θα πρέπει να αρχίσουμε από τον καθαρισμό της περιοχής”…
Εγκαταλείπω τον ωραίο διάκοσμο της βοτσαλωτής παραλίας του Αϊ-Γιάννη και πιάνω τη βορειοδυτική άκρη του όρμου, όπου σφηνώνει μια θαλασσινή σπηλιά με βράχινη γεφύρωση, για να ανηφορίσω πάνω στην καλοχτισμένη στράτα που καταλήγει στο παμπάλαιο ομώνυμο ξωκκλήσι, στην κορφή του λόφου, είκοσι οργιές πάνω από τον γκρεμό. Καταιγιστικά και κατακόρυφα πέφτουν από κάτω μου οι λίθινοι όγκοι που συγκρατούν το λόφο κι απελευθερώνουν τις όποιες αισθήσεις επιθυμούν να ταξιδέψουν.
Κι ύστερα; Ύστερα ο κάθε θεοσεβούμενος προσκυνητής, αφού ανάψει το κεράκι του στον Άγιο, προσευχηθεί και μανταλώσει την ξύλινη θύρα, θα πάρει την κατηφόρα για κει απ’ όπου ήρθε.
Αλλά η θεοσέβεια δε σταματά το καθήκον μας εδώ. “Ήρθαμε, είδαμε, προσκυνήσαμε”. Δεν τέλεψε το χρέος μας.
Μένει και κάτι ακόμη από τον κόσμο που αξίζει την προσοχή μας. Η διερεύνηση και η λατρεία του κοσμικού αρχετύπου από το οποίο καταγόμαστε. Τη φύση που έφτιαξε ο Θεός…
Είναι η δική μας γη, η δική μας φύση, η πόλη, η γειτονιά μας, την οποία πλέον εγκατοικεί ο δαίμων της λήθης και της μακαριότητας.
Ο ανεξάντλητος κόσμος της αρχαίας κληρονομιάς μας πνέει τα λοίσθια, για να μην πω αποσυντίθεται μέσα στη διαρκή ανυπαρξία και καλοχτισμένη μας άγνοια.
Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια του ναϋδρίου στεκόμαστε πάνω από τη φιλική διάθεση των στοιχείων του θαλασσινού νερού. Έχουμε την αίσθηση ότι θα μας αγγίξουν οι εκατόγχειρες δαίμονες των θαλάσσιων τεράτων. Αλλά είπαμε, ότι μάθαμε να βλέπουμε ανάποδα τον κόσμο μας καθώς, στη θέση της φύσης, παρατηρούμε ένας τέρας κι όχι μια από τις παραξενιές της.
Σιγά – σιγά προβαίνουν εμπροστά μας οι σκηνικές παρουσίες των σφένταμων, των αριών και των πουρναριών, δαφνοστεφανωμένα όλα από κισσούς και θεόρατα βάτα. Και όλα αυτά μέσα σε ένα μισοσκότεινο αλλά υπερφυσικό μεγαλείο.
Τριάντα μέτρα πριν από το ξωκκλήσι, αριστερά, μια ανεπαίσθητη ατραπός οδηγεί βαθιά μέσα στο αδαμαντωρυχείο της χλόινης σάρκας του δρυμού. Μια μυρωδιά στέρεα, προαιώνια, καταλυτική μας συνεπαίρνει από τα πρώτα δύσκολα βήματα που επιχειρούμε. Εξακοντίζονται από παντού παγίδες θανάσιμες μα κι αναζωογονητικές, θαλλοί, άνδηρα και αγκωνάρια, βλαστοί και ξερόκλαδα, τριβόλοι με αγκαθωτά χέρια και φυσικές ενέδρες από κουφωτές γούβες.
Κι όμως! Μεσ’ από την ξαναγεννημένη γήινη σάρκα ξεφυτρώνουν χαλύβδινα, λες, τείχη, λείψανα της θεριάς ακρόπολης που ενυπήρχε από τον 5ο ως τα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα, καθώς διασχίζουν το εντειχισμένο διάφραγμα σε ένα μόνιμο πλάτος τουλάχιστον δυόμιση μέτρων.
Αναγκάζεσαι εκ των πραγμάτων να περιορίσεις την όραση στα τραχιά πορίσματα του όντως αφιλόξενου τοπίου, που μαστιγώνουν όσες αισθήσεις είναι τρυφηλές και μη ανταγωνίσιμες. Το περιβάλλον στενεύει τους θύλακές του με μιαν αμείλικτη αναγκαιότητα.
Είναι σα να διαπλέουμε πια έναν αφιλόξενο πόντο, με τα κουπιά των χεριών μας, αναγκασμένοι ν’ απομακρύνουμε κάθε φορά, σε οποιοδήποτε κυματισμό, τον εχθρικό φορέα που μαστιγώνει όλα μας τα υπάρχοντα.
Πρέπει να βασιστώ στην εξαντλητική εκμετάλλευση ενός κύκλου πραγμάτων (ατραπός, βράχια, σπηλάδια και μυριάδες ζωύφια αγκαθόσπαρτων μυστηρίων), που όλα έχουν ή παίρνουν την όψη και το σχήμα ορατών και αοράτων παγίδων.
Τα τείχη, παρόλα αυτά, το χαβά τους. Κάθε τόσο ανασηκώνουν κεφάλι, κραυγάζουν για τη χαμένη τιμή τους, το σπασμένο κέρας της ηλικίας τους.
Η θάλασσα, ωστόσο, απόκρυφη κι αποσπασματική, πνίγεται μέσα στη θάλασσα του δρυμού, μακριά απ’ τη θάλασσα τ’ ουρανού, μα τόσο κοντά, τόσο δίπλα από την αστείρευτη θάλασσα του ονείρου.
Από παντού κρέμονται θύλακες μύθων και πολυπλόκαμες εστίες δωρεών και χαρισμάτων, απονεμητέων σε όλους αυτούς που αποτόλμησαν ν’ αφήσουν τον ύπνο του δικαίου και να εξορμήσουν στην πολύπλαγκτη θάλασσα του άγριου πόθου, ν’ απλώσουν βλέμμα ως την πολυπλοκότητα της αισθητικής θέας κι εντέλει να ενσαρκωθούν από αυτό το ευδαιμονικό περιβάλλον της αρχαίας καταγωγής των μυστηρίων…
Απορώντας ξαναπέφτουμε στις πληροφορίες που μας άφησε ο Μεζιέρ:
“Eκείνο που εντυπωσιάζει περισσότερο στην ελληνική αυτή πόλη είναι η τοποθεσία της. Εκπλήσσεται κανείς γιατί χτίστηκε πάνω ακριβώς στην ακροθαλασσιά. Πουθενά στην Πελοπόννησο δεν θα εύρισκε κανείς μια τέτοια ακρόπολη, έτσι τοποθετημένη. Οι Έλληνες απομακρύνονταν συνήθως από το γιαλό. Αθήνα, Αργος, Κόρινθος, Μέγαρα είναι σε υψώματα, σε απόσταση από τη θάλασσα. Η ελληνική πόλη του Κεραμιδιού (η Κασθαναία), χτισμένη σε μιαν ακτή απρόσβλητη, τριγυρισμένη από απρόσβλητους βράχους, διέθετε πρόσθετη αμυντική ικανότητα”.
“Ποιος ήταν ο λαός που διάλεξε αυτό το ξερό και άνυδρο οροπέδιο, ανάμεσα σε μια τρικυμιώδη θάλασσα, σε δάση και σε ένα ψηλό βουνό”, διερωτάται ο γάλλος περιηγητής και καταλήγει με την παράτολμη θέση – ερμηνεία του:
“Θα θέλαμε να φανταστούμε στη γωνιά αυτή έναν πληθυσμό ανθρώπων εξόριστων, που σαν άλλοι Τρώες ήρθαν από τα παράλια της Μ. Ασίας, διασταυρωμένοι λίγο ή καθόλου με τη θεσσαλική φυλή έστρεφαν τα βλέμματά τους ακατάπαυτα προς την ανοιχτή θάλασσα”…
Η ακρόπολη της Κασθαναίας είναι εντέλει ένα μυστικό που δικαιώνει τον ριψοκίνδυνο περιηγητή, ο οποίος θα περάσει απεδώ και θα στοιχηθεί με τις πηγές του πολιτισμού, είτε ήταν Μακεδόνας ο πρόγονός του είτε άλλης καταγωγής και φυλετικής ταυτότητας εγκάτοικος της ελληνικής χερσονήσου…
Ναι, ο λόφος της Κασθαναίας είναι ένα μυστικό κι εκπνευματωμένο τοπίο…
ΥΓ. Η Κασθαναία απέχει από το Βόλο 44 κι από τα Κανάλια 21,8 χιλιόμετρα. Στα 3,2 χιλιόμετρα από το Κεραμίδι κατηφορίζοντας για το Καμάρι, στρίβουμε αριστερά για Σκλήθρο, Αγιά και μετά από πενήντα μέτρα κάνουμε δεξιά για άλλα χίλια εκατό μέτρα. Η βοτσαλωτή παραλία είναι ο Αϊ-Γιάννης.
Βιβλιογραφία:
1.- Ηρόδοτος, Ιστορία, τ.Ζ’ μτφ. Αδ. Θεοφίλου.
2.- Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΧ.
3.- Α. Mezieres, Memoires sur le Pelion et l’ Ossa, Paris, 1853.
4.- Kώστας Λιάπης, Τα “Παλιόκαστρα” του Πηλίου, 2010.
Εγκαταλείπουμε την Κασθαναία, ακολουθώντας τα βήματα του Σπύρου που, ως ντόπιος, μας υποδεικνύει άλλη μια, ξεχασμένη διαδρομή. Μια διαδρομή μέσα σε ζούγκλα, που καταλήγει σχεδόν κάθετα και με συντομότερο δρόμο από την ακρόπολη ως το Κακόρρεμα. Και φέρνει τον έκπληκτο Σπύρο απέναντι σ΄ένα νεαρό, τρομαγμένο αγριογούρουνο.
Πριν πάρουμε τις ανηφοριές για το Κεραμίδι, δεν παραλείπουμε μια σύντομη επίσκεψη στο γειτονικό Καμάρι. Ένας δρομίσκος, πριν από το Καμάρι, καταλήγει στον όρμο με το αλιευτικό καταφύγιο της Αγριελιάς. Ένα λιμανάκι που δημιουργήθηκε γύρω στο 1980, υπήρξε πολύ σημαντικό καταφύγιο για τα αλιευτικά που ήταν στο έλεος του γραίγου, του λεβάντε και του σορόκου. Ακόμη σώζεται ένα ερειπωμένο πέτρινο καλυβάκι των ψαράδων δίπλα στην ακτή.
–Στις φουσκοθαλασσιές τα νερά έμπαιναν από την ανοιχτή πόρτα και βγαίναν από το παράθυρο, λέει ο Σπύρος.
Ολοκληρώνουμε την παράκτια περιήγησή μας στο γειτονικό Καμάρι. Ο οικισμός άρχισε από την δεκαετία του ’80 να αναδεικνύεται σ΄έναν πολύ δημοφιλή θερινό προορισμό του Βορείου Πηλίου, με μεγάλη ανοικοδόμηση, καταλύματα και ταβέρνες.
Παραπομπές
(1) Η Λίμνη Κάρλα, με έκταση 180-195.000 στρέμματα, άρχισε να αποξηραίνεται στο τέλος Αυγούστου του 1962, με την κατασκευή σήραγγας 15.150 μέτρων. Μετά τα προβλήματα που προκάλεσε η αποξήρανσή της, αποφασίστηκε η αναγέννηση ενός τμήματός της: Ήδη έχει δημιουργηθεί ένας σπουδαίος υγρότοπος με μεγάλο πληθυσμό και ποικιλία πουλιών.
(2) Έχοντας μείνει για πολλά χρόνια μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, αποκαταστάθηκε τελικά το μνημείο του 12ου – 13ου αιώνα το 2015. Στις 20 Μαΐου αυτού του έτους τελέσθηκαν τα θυρανοίξια με την παρουσία του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου. Ο Άγιος Νικόλαος ήταν πολύ αγαπητός από τους κατοίκους της περιοχής, αφού θεωρείτο ο προστάτης των ψαράδων της Κάρλας.
(3) «Πήλιον Όρος, Ιστορία, Παράδοση, Πολιτισμός, Περιήγηση», σελ. 160, Ζαγορά 2001
Κεραμίδι
Ανηφορίζοντας προς το Κεραμίδι συναντάμε στ΄αριστερά έναν τσιμεντόδρομο που μετά από 550 περίπου μέτρα καταλήγει στο ξωκκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 110 μέτρων, με ανοιχτή θέα στον ορίζοντα του Αιγαίου. Η βλάστηση γύρω του είναι πυκνή, με πρωταγωνιστές αιωνόβιες βελανιδιές. Η στέγη είναι σκεπασμένη με μαύρη σχιστόπλακα Κεραμιδιού, ενώ οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι του ενός μέτρου εξασφαλίζουν μια αξιοσημείωτη δροσιά στο εσωτερικό.
–Από εδώ κάποτε περνούσε το παλιό καλντερίμι που οδηγούσε από το Κεραμίδι στο Καμάρι, μας ενημερώνει ο Σωτήρης.
Εισχωρούμε στο Κεραμίδι από την κάτω είσοδο του χωριού. Εδώ μας καλωσορίζει ο Δημήτρης Σαφάκας που, λίγη ώρα πριν, σήκωσε τα παραγάδια του με μια ικανοποιητική ψαριά.
–Μόλις τελειώσετε με τις βόλτες σας, σας περιμένω για ένα κρασάκι. Τα ψάρια που θα ψήσουμε είναι πρωινά.
Ποιος σώφρων άνθρωπος θα αρνιόταν μια πρόσκληση σαν κι αυτή; Μόνον εμείς, που πολύ συχνά, έχουμε τον δυνάστη χρόνο να επεμβαίνει σε μερικές από τις πιο ιδιαίτερες στιγμές της ζωής μας. Αρκούμαστε, λοιπόν, σ΄ένα σύντομο τσιπουράκι με ζαρζαβατικά από τον κήπο του και ολόφρεσκα αυγουλάκια από τις δικές του κότες.
Ετοιμαζόμαστε να πάρουμε τα στενά, πλακοστρωμένα δρομάκια προς το κέντρο του χωριού, όταν ο Σωτήρης μας σταματάει.
–Προτείνω να κατηφορίσουμε πρώτα ως την Τρανή Βρύση, χαμηλά έξω απ΄το χωριό. Θα πάμε με τ’ αυτοκίνητο.
Ως τα κοιμητήρια του χωριού ο στενός δρόμος είναι στρωμένος με τσιμέντο. Μετά γίνεται δύσβατος χωματόδρομος που, 600 μέτρα μετά, σταματάει σ΄ένα μικρό ξέφωτο, στην άκρη μιας πλατανοσκέπαστης ρεματιάς. Μερικές δεκάδες μέτρα, ξεχωρίζει μέσα στην πυκνή βλάστηση, το περίγραμμα της «Τρανής Βρύσης». Ο χαρακτηρισμός «Τρανή» δεν είναι τυχαίος. Πρόκειται για ένα επιβλητικό πετρόχτιστο οικοδόμημα, σκεπαστό με την χαρακτηριστική μαύρη σχιστόπλακα Κεραμιδιού.
Εκτός από πηγή πόσιμου νερού, η Τρανή Βρύση χρησιμοποιείτο κατά το παρελθόν και ως πλυσταριό. Αυτό αποδεικνύεται από τις έξι διαδοχικές βρύσες και τις ισάριθμες, μεγάλων διαστάσεων γούρνες κάτω από τις βρύσες, όλες λαξευτές περίτεχνα σε μονοκόμματη σκουρόγκριζη πέτρα.
Εκείνο, ωστόσο, που κυριολεκτικά μας εντυπωσιάζει είναι ο μεγάλος τοίχος, μέσα από τον οποίο εξέχουν οι έξι βρύσες. Όλο το μέτωπο του τοίχου αποτελείται από συμπαγείς πελεκητές πέτρες άλλες από μάρμαρο και άλλες από γρανίτη ορθογώνιες και τετράγωνες.
Η πολυτέλεια της τοιχοδομίας, η αψεγάδιαστη λάξευση και η ποιότητα της συναρμογής των πλακών μεταξύ τους, παραπέμπουν σε μνημιακές κατασκευές άλλων εποχών.
Ξεδιψάμε με παγωμένο νερό, απομένουμε να θαυμάζουμε το περίτεχνο έργο των παλιών, μερακλήδων μαστόρων. Των οποίων, μοναδικό μέλημα ήταν ν΄αφήσουν ένα έργο αντάξιο της μαστοριάς του, που θα τους έκανε περήφανους στους σύγχρονους και επιγενόμενους συντοπίτες τους. Αυτή την μόνιμη τάση για καλαισθησία και ποιότητα την συναντάμε σ΄όλες τις κατασκευές του παρελθόντος: σπίτια, εκκλησίες, γεφύρια, καλντερίμια, ταπεινούς φράχτες ξερολιθιές και τόσα άλλα δείγματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής.
Όλα φέρουν τη σφραγίδα της εμπειρίας, της μαστοριάς, του σεβασμού στην ανθρώπινη κλίμακα και της εναρμόνισης με το φυσικό περιβάλλον. Είναι έργα που προκαλούν τον θαυμασμό μας για τους παλιούς και ταυτόχρονα την απογοήτευσή μας για το κατάντημα και τις μεγάλες επιπτώσεις της σύγχρονης εποχής.
–Στην Τρανή Βρύση, λοιπόν, έκαναν καθημερινά ουρά οι νοικοκυρές του πολυπληθούς χωριού, λέει ο Σωτήρης. Κουβαλούσαν με τα μουλάρια όσα ρούχα είχαν για πλύσιμο και ακόμα τις στάμνες και τους κάδους για πόσιμο και, για τις υπόλοιπες χρήσεις, νερό. Μπορείτε να αναπαραστήσετε στο μυαλό σας το μοντέλο της καθημερινότητας των Κεραμιδιωτών εκείνης της εποχής ;
–Κάποιοι από μας, που έζησαν στις παρυφές εκείνης της εποχής, μπορούν.
Στο πάνω μέρος της βρύσης υπάρχει μια δυσδιάκριτη επιγραφή. Ρίχνουμε λίγο νερό και αποκαλύπτεται η χρονολογία κατασκευής: 1889. Τελευταίες ματιές θαυμασμού σ’ αυτό το λαϊκό αρχιτεκτονικό μνημείο, που όμοιό του δεν θυμόμαστε να έχουμε συναντήσει στην Ελλάδα. Ύστερα παίρνουμε τις ανηφοριές για το κέντρο του χωριού.
Στενά πλακόστρωτα δρομάκια με πολύ έντονες κλίσεις αρκετά παραδοσιακά πέτρινα σπίτια με σχιστόπλακες στη σκεπή και, σε μερικά λεπτά, φτάνουμε στην πρώτη πλατεία, την Πλατεία του Σχολείου.
–Κάποτε, όλα αυτά τα πλακόστρωτα ήταν άριστα καλντερίμια με φυτευτές πέτρες, σχολιάζει ο Σωτήρης. Δεν άρεσαν σε κάποιους κοινοτικούς άρχοντες και τα ξήλωσαν, τοποθετώντας στη θέση τους πλάκες ολισθηρές.
-Δυστυχώς, Σωτήρη, κάπως έτσι σεβόμαστε την παράδοση σ’ όλη την Ελλάδα.
Με υψόμετρο 300 μ. η Πλατεία Σχολείου, επικοινωνεί με την Πλατεία της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Πλατάνι, πελώρια φλαμουριά με ομπρέλλα εκπληκτική και πανύψηλα κυπαρίσσια. Μέσα στο ωραίο φυσικό περιβάλλον και μια γλυκύτατη ανθρώπινη παρουσία, η κυρά Καλλιόπη, 84 ετών.
Πολύ ωραίος ο ναός του Αγίου Γεωργίου, μια τρίκλιτη, πλακοσκέπαστη βασιλική του 1787. Δυστυχώς το οικοδόμημα, όπως η συντριπτική πλειονότητα των Πηλιορείτικων – και όχι μόνον – εκκλησιών έχει τους τοίχους ασβεστωμένους. Το μοναδικό ανεπίχριστο τμήμα είναι η κόγχη του Ιερού, με τα λιθανάγλυφα και την πέτρινη τοιχοποιία, που αναδεικνύεται έξοχα σ΄αυτό το σημείο του ναού. Ασβεστωμένοι είναι επίσης – και χωρίς τοιχογραφίες – οι εσωτερικοί τοίχοι του ναού, ενώ πολύ ωραίο είναι το μεγάλο χρυσοποίκιλτο τέμπλο. Ένα χοντρό κρύσταλλο, στο κέντρο του ναού, προφυλάσσει τμήμα του αρχικού εντυπωσιακού δαπέδου.
Το Δ και Ν εξωτερικό τμήμα της εκκλησίας καταλαμβάνει μεγάλος σκεπαστός εξωνάρθηκας. Εκεί, 22 χτιστές πυροστιές, πάνω στις οποίες τοποθετούνται ισάριθμα καζάνια με βραστό κατσικίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας για το μεγάλο πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου. Να και το πέτρινο, χτιστό πηγάδι της πλατείας.
Το Β τμήμα της πλατείας του Αγίου Γεωργίου συνδέεται με την τρίτη πλατεία, το «Αλωνάκι», την κεντρική πλατεία του χωριού. Η σύνδεση γίνεται μ΄ένα γραφικό τοξωτό, πέτρινο γεφυράκι, που πάνω του φιλοξενούνται τραπέζια και καρέκλες από το παρακείμενο ταβερνάκι. Είναι μια ασυνήθιστη γραφικότητα στο κέντρο του Κεραμιδιού. Στο Αλωνάκι χτυπάει ο κοινωνικός αλλά και γαστρονομικός σφυγμός του χωριού, με αραδιασμένα ένα – γύρω τα μαγαζιά, ταβέρνες και καφενεία. Τα καλοκαιρινά βράδια ιδιαίτερα, στη δροσιά των πλατάνων, μια στάση είναι απαραίτητη.
Για ν΄αποκτήσουμε μια πληρέστερη εικόνα του τόπου, ξεκινάμε δυτικά απ΄το Αλωνάκι μια περιήγηση στα πλακόστρωτα σοκάκια του χωριού. Που, όπως και τα προηγούμενα, ήταν κάποτε στρωμένα με καλντερίμι. Περνάμε δίπλα από σπίτια όμορφα, με πέτρα και λουλουδιασμένες αυλές. Η περιδιάβαση στα στενά σοκάκια έχει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί αποκαλύπτονται διαρκώς παραδοσιακές οικιστικές λεπτομέρειες και γραφικές γωνιές. Να ένα σπίτι με χρονολογία 1868. Κάτω από το επίχρισμα του ασβέστη διακρίνονται παλιά ίχνη χρώματος λουλακί. Απέναντι του ένας πολύ όμορφος, σκεπαστός ξυλόφουρνος. Να και κάποια κατάλοιπα παλιού καλντεριμιού. Ένα άλλο σπίτι φέρει χρονολογία 1883. Βέβαια, δεν λείπουν και οι σύγχρονες οικοδομές, με στέγες από κεραμίδι καθώς και δομικά υλικά και αρχιτεκτονική αμφιλεγόμενης αισθητικής. Η οποία ωστόσο, δεν επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τον παραδοσιακό χαρακτήρα του οικισμού. Σ΄ένα από τα ψηλότερα σημεία του χωριού, επιβάλλεται με τον όγκο του, πάνω από τις στέγες των σπιτιών, ένα γιγάντιο πουρνάρι, από τα πιο επιβλητικά που μπορεί κάποιος να συναντήσει στην Ελλάδα.
Κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία για το Κεραμίδι αλιεύουμε από το εξαιρετικό βιβλίο του ακάματου ερευνητή Κώστα Λιάπη, σύμφωνα με τον οποίο: «το σημερινό χωριό πρέπει να συγκροτήθηκε στα πρωινά χρόνια της Τουρκοκρατίας, κυρίως από ηπειρώτες φυγάδες που ασχολήθηκαν με την γεωργία, ιδιαίτερα με την καλλιέργεια αμπελιών και συκιών. Ασχολήθηκαν επίσης με την κτηνοτροφία και την υλοτομία και αρκετοί με την ναυτιλία και αλιεία, χρησιμοποιώντας ως «σκάλα» τον μικρό οικισμό Καμάρι.
Στους εθνικούς αγώνες οι Κεραμιδιώτες είχαν αξιόλογη συμμετοχή. Κορυφαία αγωνιστική μορφή ήταν ο Φιλικός Γεώργιος Μόσχονος ή Μοσχοβάνης, από τους πρωταγωνιστές της πηλιορείτικης Επανάστασης του 1821. Σημαντική, όμως, συμμετοχή είχαν και τα κεραμιδιώτικα καράβια στην Επανάσταση του 1821, ενώ στην Επανάσταση του 1878 έλαβε μέρος στην μάχη της Κουκουράβας Αγιάς σώμα ολόκληρο από κεραμιδιώτες αγωνιστές με επικεφαλής του Γιωργάκη Γιαννούση,
Το Κεραμίδι, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας έγινε έδρα του Δήμου Κασθαναίας και μετά την διάλυση των πρώτων εκείνων δήμων, έγινε ξεχωριστή κοινότητα ενταγμένη ως το 1925 στην επαρχία Αγιάς και στη συνέχεια στην επαρχία Βόλου. Τέλος, ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η κεραμιδιώτικη μουσική παράδοση, απ΄την οποία διασώζονται αρκετές δεκάδες αυθεντικά τοπικά δημοτικά τραγούδια, κάμποσα απ΄τα οποία περιλήφθηκαν σε ψηφιακό δίσκο που εξέδωσε η κοινότητα Κεραμιδιού».
Το μόνο που έχουμε να συμπληρώσουμε εμείς, αποχαιρετώντας το Κεραμίδι, είναι η απουσία ενός – έστω και μικρού- παραδοσιακού καταλύματος στο χωριό. Που, μετά τις περιηγήσεις στην γύρω περιοχή και τις απαραίτητες κρασοκατανύξεις στο Αλωνάκι, θα αποτελούσε μια πολύ επιθυμητή φωλιά για ρεμβασμό και χαλάρωση στη διάρκεια της νύχτας. Θα μου πείτε, βέβαια, ότι υπάρχει και το γειτονικό παραθαλάσσιο «Καμάρι», όπου μπορεί να καταφύγει ο κουρασμένος ταξιδιώτης. Ωστόσο, άλλο είναι να περνάει κανείς την νύχτα του μέσα στον καλοκαιρινό συνωστισμό και πολύ διαφορετικό να ξυπνάει στη δροσιά και στο υψόμετρο των 300 μέτρων με τις συναυλίες των αηδονιών. Μακάρι να βρεθεί κάποτε ο οραματιστής, ο λάτρης του τόπου, ή ο «τρελός», που θα τολμήσει ένα εγχείρημα σαν κι αυτό.
Ευχαριστούμε για τις πληροφορίες, τις βοήθειες και τη συντροφικότητά τους, τον Σωτήρη Ευαγγέλου, τον Δημήτρη Σαφάκα και τον Σπύρο Ζαχαράκη.
Ιδιαίτερα ευχαριστούμε τον καλό μας φίλο και συνεργάτη Κυριάκο Παπαγεωργίου, χωρίς την παρακίνηση και την παρουσία του οποίου δεν θα καθίστατο δυνατή η επίσκεψη και ανακάλυψη τόσων συναρπαστικών και άγνωστων – σε μας – τόπων στο Α και Β Πήλιο.
Χρήσιμοι χάρτες
- Κεντρικό Πήλιο 1: 25 000 εκδ. Terrain
- Βόρειο Πήλιο – Μαυροβούνι 1 : 50 000 εκδ. Αnavasi.