Η γρεβενιώτικη ύπαιθρος είναι ίσως η ονομαστότερη περιοχή στην Ελλάδα, για τα περίτεχνα κι εντυπωσιακά της γεφύρια. Μια σειρά από εκπληκτικής ομορφιάς χωριουδάκια μακριά από την περίμετρο των οδικών αξόνων κρύβουν απίστευτα μυστικά του πολιτισμού της πέτρας και της σμίλης. Κι είναι αυτά η Kαληράχη, το Κάστρο, το Μέγαρο, ο Άγιος Κοσμάς, η Κορυφή, η Χρυσαυγή, το Τρίκορφο, η Καλλονή, το Δασύλλιο και το Δίλοφο.
Η περιοχή διαθέτει μια πλούσια γκάμα από λόφους, επίπεδα, ρεματιές και σπάνια χλωρίδα που συνιστούν ένα εντυπωσιακό κάδρο ομορφιάς και μια ιδιαίτερη αισθητική του υπαίθριου λόγου.
“η γη μεσ’ απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη
ωραιότερη μεσ’ στους χρυσούς ατμούς”…
Μονόγραμμα, Οδυσσέας Ελύτης
Είχαμε πάντα το νου στραμμένο σε μια αρμαθιά χωριουδάκια λίγο-πολύ άγνωστα στον πολύ κόσμο, αλλά γνωστά στους ανιχνευτές της γρεβενιώτικης ενδοχώρας. Να τα πούμε απ’ την αρχή: H Kαληράχη, το Κάστρο, το Μέγαρο, ο Αγιος Κοσμάς, η Κορυφή, η Χρυσαυγή, το Τρίκορφο, η Καλλονή, το Δασύλλιο και το Δίλοφο.
Τα τρία από αυτά (Κορυφή, Χρυσαυγή και Δίλοφο) ανήκουν στη γεωγραφική ενότητα Βοϊου Κοζάνης, ενώ τα υπόλοιπα στο νομαρχιακό δήμο του Αγίου Κοσμά Γρεβενών.
Παίρνοντας ως αφετηρία τον τελευταίο δήμο οργανώσαμε ένα ταξίδι – περιπέτεια με μια τραβέρσα του βορειοδυτικού τόξου Γρεβενών – Κοζάνης από το οποίο έπρεπε να αντλήσουμε τις πληροφορίες και τα έργα των μαστόρων της περιοχής. Πάνω στην κατεργασία της πέτρας. Αλλά και τη θαυματουργό εξόρυξη του νερού.
Η βόρεια ζώνη των Γρεβενών και η συνορεύουσα με αυτή δυσμική περιοχή του Βοϊου είναι μια μικροσκοπική και συνάμα συμπυκνωμένη σε μεγαλείο αίθρια ενδοχώρα που ευτυχώς για τους αισθαντικούς και ανήσυχους περιηγητές παραμένει στα αζήτητα των τουριστικών πακέτων αφήνοντας σε αυτούς τη γεύση ενός γλυκόπικρου νόστου. Νόστου επιστροφής στη χαμένη πατρίδα. Την πατρίδα του απολεσμένου παραδείσου.
Τέτοιος παράδεισος είναι η ανιχνευτική πορεία και διείσδυση σε έναν τόπο που θα μας αφήσει με το στόμα ανοιχτό από τα συνεχόμενα, αλλεπάλληλα και αισθαντικά συναπαντήματα των έργων και των ημερών της πέτρας και του νερού.
Εδώ οι αρχαίοι βοσκοί, τα κουδουνοφόρα κοπάδια, οι κοπατσαραίοι, τα μαστοροχώρια, οι κουτσόβλαχοι, εδώ το ανεπιτήδευτο και το νοσταλγικό, η περιπέτεια κι η αναπόληση, εδώ οι διαμελισμοί, τα διάσελα, οι ωραίοι λόφοι, τα γήινα κατώφλια κι οι αχανείς ωραιογραφίες, εδώ οι ασβεστόλιθοι, οι ψαμμίτες και τα κρύσταλλα, η μολάσσα κι ο οφιόλιθος, εδώ η βαθιά χαρακιά της ζωής, πέρα από τα ξεφτίδια των βουνών, εδώ η Πραμόριτσα, ο Βενέτικος και ο Γρεβενίτης. Εδώ όμως και τα κοχύλια της Πίνδου. Τα γεφύρια δηλαδή, της ωραίας τέχνης των πελεκητών και των λιθοξόων.
Η περιοχή του ανάγλυφου μεταξύ Βόϊου και Γρεβενών οργανώνει μιαν ορχήστρα από τρίλιες πουλιών, παραποτάμιους κλωγμούς αλλά και ουράνιες συνηχήσεις της βροχής και των σύννεφων.
Οι μαλακοί κι απέριττοι λόφοι με τις διαδοχικές ρωγμές, τους διαμελισμένους όγκους και τους σκουροπράσινους σύρτες των ρεματιών, μαζί με τους απογραφείς της άγριας ζωής και τους σωρούς από τα θεόσταλτα δώρα της χλωρίδας συνιστούν ένα πρωτότυπο αμάλγαμα φυσικής ευλογίας που καταξιώνει την ομορφιά του αγροτικού συνόλου απογειώνοντας την αισθητική του τοπίου.
Το φιλικό τοπίο προσοικειώνεται το ανθρώπινο μέτρο, ώστε εδώ μέσα στους θύλακες του γήινου δόμου να εκκολάπτονται τα θελκτικά οχυρά του Ωραίου και της αυθεντικής ζωής. Επιχωριάζουν οι δωρεές και τα δοσίματα των θεών που πλουτίζουν τον γήινο θύλακα διαδραματίζοντας ρόλο πρωταγωνιστικό…
Η γρεβενιώτικη περιπέτεια που εγγράψαμε τη μέρα εκείνη του φθινοπώρου κι ανεβάσαμε στο κάστρο του μυαλού και της επιθυμίας είχε για οδηγό την παρακάτω διαδρομή, με τις επόμενες στάσεις και τον τελικό της προορισμό.
Ξεκινήσαμε την περιπέτεια του γρεβενιώτικου μόχθου από το χωριό Καληράχη, από την οποία περάσαμε δίχως να σταματήσουμε. Στη διασταύρωση που υπάρχει έξω από το χωριό πήραμε έναν δρόμο αναστροφής που διέσχιζε την Καληράχη και κατευθύνονταν στο Κάστρο.
Υστερα από 3 χιλιόμετρα είδαμε μια πινακίδα να μας κατευθύνει αριστερά, εκτός κεντρικού δρόμου που παρέπεμπε στο γεφύρι του Κάστρου.
Στην είσοδο του χωριού και σε διαφορετικά σημεία συναντήσαμε δυο ανθρώπους όλους κι όλους που τα ονόματά τους σημάδεψαν τη μέρα μας στον κόσμο της ομηρικής περιπέτειας. Τον μπαρμπα-Οδυσσέα, έναν καλοκάγαθο γεράκο που βάδιζε κάθε μέρα κάμποσα χιλιόμετρα φεύγοντας το πρωί από το σπίτι του για να ξαναγυρίσει σε αυτό αργά το βράδυ, όπως μας είπε και το νεαρό Αχιλλέα, μαθητή του γυμνασίου που έπαιζε μπάλα μονάχος σ’ ένα λιβάδι ενώ ταυτόχρονα πρόσεχε και το μικρό του κοπάδι… Ηταν ένας μικρός ήρωας που το πρωί πήγαινε σχολείο στα Γρεβενά και το απόγεμα έβγαζε το κοπαδάκι του για βοσκή…
Διασχίζοντας χίλια πεντακόσια μέτρα βατού χωματόδρομου φτάσαμε σε ένα πλάτωμα όπου αφήσαμε το αμάξι μας και κατηφορίσαμε με τα πόδια ίσαμε τη στενή ρεματιά, όπου και το μεγάλο τοξωτό και πανέμορφο γεφύρι του Κάστρου. Το γεφύρι που χτίστηκε το 1850 γεφυρώνει τον ποταμό Γρεβενίτη βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Κάστρο και Μέγαρο.
Από το Κάστρο γυρίσαμε στην Καληράχη κι από κει πήραμε το δρόμο για το Μέγαρο. Διασχίσαμε το μεγάλο αυτό χωριό δίχως να χάσουμε χρόνο και πήραμε ύψος βγαίνοντας σε γυμνά τοπία με ωραία θέα στις εξοχές των Γρεβενών.
Διανύσαμε πέντε χιλιόμετρα από το Μέγαρο ως το Κυπαρίσσι, που το αφήσαμε για να πάρουμε το ρόμο του Αγίου Κοσμά. Κατηφορίζοντας ως τη βαθιά κοιλάδα της ρεματιάς πέφτουμε πάνω στο μισό ενός πελώριου γεφυριού που στέκει κολοβό στη μέση του ρέματος. Συνέδεε τα χωριά Κυπαρίσσι και Αγιο Κοσμά, ενώ το χτίσιμό του ανάγεται στο 1920.
Συνεχίζοντας το δρόμο περάσαμε έξω από τον Αγιο Κοσμά και κατευθυνθήκαμε στο Τσοτύλι και την περιοχή των χωριών του Βοίου. Ωστόσο κι αφού διαγράψαμε μια καμπύλη εφτά χιλιομέτρων, εγκαταλείποντας τον οδικό άξονα προς Ροδοχώρι, Κρίμηνι και Τσοτύλι φτάσαμε στην Κορυφή (παλιό όνομα Μπόρσια). Η Κορυφή είναι όνομα και πράμα. Βρίσκεται σε υψόμετρο 940 μέτρα και νομίζω πως είναι το ψηλότερο από όλα τα χωριά της περιοχής.
Περάσαμε κάπως βιαστικά από το χωριό αυτό, βλέποντας μόνο το πολύ όμορφο σχολειό. Από την Κορυφή χρειαστήκαμε τρισήμιση χιλιόμετρα πολύ κατηφορικού δρόμου με απότομες στροφές για να πιάσουμε τη γραφική κοιλάδα του Τριτσιώτικου ρέματος, καθιστώντας μας κοινωνούς μιας μακαριστής θέασης, όπου τα ρυάκια και οι νεροσυρμές εμπλουτίζανε το έτσι κι αλλιώς εξωτικό περιβάλλον του τόπου, καθώς δημιουργούσε μια εντυπωσιακή λεκάνη πολλών δρόμων, μέσα σε ένα σιφόνι αργοκίνητων υδρατμών.
Βγήκαμε από το αμάξι και πήραμε σαν αλλοπαρμένοι να τρέχουμε δεξιά κι αριστερά. Ακολουθώντας διάφορες διαδρομές προς όλες τις κατευθύνσεις πέσαμε σε έναν πολύ ιδιαίτερο καταρράκτη – κουρτίνα που άπλωνε τα φτερά του με μύριες σταγόνες. Ο καταρράκτης δίπλωνε μετά το δρόμο κι έπεφτε σε κατώτερα επίπεδα, ενώ στριφογύριζε μετά τα γλιστερά βράχια φτάνοντας κάτω από ένα μονότοξο ολοπέτρινο γεφύρι που έστεκε αγέρωχο δίπλα από το τσιμεντένιο ζεύγμα.
Το Παλιογέφυρο όπως είναι γνωστό είναι σημαντικό μνημείο της περιοχής που το κάνει να ξεχωρίζει το γεγονός ότι το ένα του ακρόβαθρο ακουμπάει στο βράχο. Επίσης το στηθαίο του αποτελείται από σφηνωτούς ορθοστάτες, κάτι που δε συναντιέται σε άλλα πέτρινα γεφύρια. Το πρώτο αυτό γεφύρι της Χρυσαυγής ή αλλιώς της Μοίραλης γεφυρώνει το μεγάλο ρέμα που χύνεται ύστερα στον Πραμόριτσα
Από την άλλη πλευρά του δρόμου έφευγε χωμάτινο δρομάκι που σε δυο χιλιόμετρα προσέγγιζε τον αρχαιολογικό χώρο της περιοχής.
Ηδη πλησιάζαμε το τρανό χωριό της Χρυσαυγής που χρειαζόταν για να το προσεγγίσουμε άλλα δυο χιλιόμετρα.
Ανεβαίνοντας στο χωριό τρίβαμε τα μάτια μας για τα σπίτια που βλέπαμε, τη ρυμοτομία, την απλωσιά, την κεντρική πλατεία και το πέτρινο καλντερίμι που ένωνε το πάνω με το κάτω μέρος του χωριού.
Εξαιρετικά δείγματα αρχιτεκτονικής αποτελούν το διδακτήριο του χωριού που κτίστηκε το 1925, η επιβλητική εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου (τρίκλιτη βασιλική με πέτρα πελεκητή και σκεπή σαμαρωτή χωρίς τρούλο) που δεσπόζει στην πλατεία και κτίστηκε το 1866.
Αφήνοντας στη θέση τους τα μνημεία του χωριού πήραμε τον κατήφορο πάνω σε ένα πανέμορφο ολοπέτρινο στρατί που μας έφερε κοντά στην κοίτη του ρέματος, όπου…
… Όπου ξεδίπλωνε τα πτυχία του ένα – ένα ο ωραιότερος σπουδαστής του γρεβενιώτικου τοπίου: Και τι δεν είχε ο ακατέργαστος βυθός του χωριού: Eνα πλούσιο ρέμα, έναν καταιγιστικό καταρράκτη, έναν ανακαινισμένο ολοπέτρινο νερόμυλο, καταρρακτώδη ροή του ποταμιού, ολογλυμμένα βράχια από δω κι από κει και τέλος ένα πανώριο και πανύψηλο μονότοξο γιοφύρι. Το γεφύρι της Χρυσαυγής.
Ως εκεί κατηφόριζε πλακόστρωτος δρόμος, μια καλαίσθητη διαδρομή που πλαισιωνότανε από διάσπαρτη χλόη, με κιόσκια, παγκάκια και παιδική χαρά.
Η Χρυσαυγή είναι ένα από τα πιο ορεινά χωριά της επαρχίας Βοϊου. Θεωρείται απομονωμένο, χωρίς καμία οδική επισήμανση με κρατικές πινακίδες, λες και δεν υπάρχει στον οδικό χάρτη του Γρεβενοβοϊου.
Βρίσκεται πιο κοντά στην κωμόπολη του Τσοτυλίου, ενώ πλησιέστερη πόλη είναι τα Γρεβενά και αρκετά μακριά η Κοζάνη.
Η αρχιτεκτονική των σπιτιών της Χρυσαυγής όχι μόνο διατηρεί το τοπικό παραδοσιακό χρώμα αλλά διαθέτει επί πλέον και λιθόκτιστα διόροφα οικήματα, με έναν ιδιόρρυθμο κι αριστοτεχνικό τρόπο χτισμένα από ντόπιους μαστόρους με ντόπια πέτρα.
Βρίσκεται σε υψόμετρο 860 μέτρων κι έχει έκταση δώδεκα τετραγωνικών χιλιομέτρων.
Η θέση που καταλαμβάνει είναι κεντρική ανάμεσα στα ομορφότερα Βοϊοχώρια και Γρεβενοχώρια, δηλαδή το Δίλοφο, το Δασύλλιο, το Τρίκορφο, την Κορυφή και τον Αγιο Κοσμά.
Το χωριό φέρεται να προϋπήρχε του έτους 1534, όπως αναφέρουν γραπτές μαρτυρίες. Οι επιγραφές του μοναστηριού της Ζάβορδας επιβεβαιώνουν τα στοιχεία αυτά. Το παλιό όνομα του οικισμού ήταν Μιραλί (προερχόμενο από το όνομα του Τούρκου διοικητή Ομέρ Αλή). Το 1927 μετονομάστηκε σε Στρογγυλόν και το 1930 πήρε το σημερινό της όνομα Χρυσαυγή.
Στη νότια πλευρά του χωριού υπάρχουν σωροί από πέτρες που πιθανολογείται ότι ήταν κατάλοιπα αρχαίου καταυλισμού, ο οποίος έλεγχε τις ορεινές διαβάσεις. Στο σημείο εκείνο βρέθηκαν ένα χάλκινο αγαλματίδιο της θεάς Αθηνάς, δόρατα, ξίφη και μεταλλικά αγγεία, όπως και νομίσματα.
Ο θρύλος ωστόσο ότι το όνομά της η Χρυσαυγή το πήρε το 1830, όταν οι κάτοικοι δολοφόνησαν τον μπέη της περιοχής, ο οποίος απαιτούσε η κάθε νύφη την πρώτη νύχτα του γάμου της να κοιμηθεί μαζί του. Από την επόμενη μέρα το χωριό πήρε το όνομα της χρυσής αυγής, μετά τη δολοφονία του τούρκου μπέη.
Πεντακόσια μέτρα μετά την κεντρική πλατεία φτάνουμε, όπως είπαμε, στο αίθριο της ρεματιάς. Πού να πρωτοκοιτάξεις; Aριστερά βοή χιλίων δαιμόνων που πέφτουν με εκκωφαντική σύρραξη κατακρημνιζόμενων υδάτων και δημιουργούν ένα πανδαιμόνιο ηχητικών σειρήνων. Είναι η περίφημη Δέση, ο πέτρινος καταρράκτης, μήκους 25 μέτρων και ύψους 7,5 μέτρων που δημιουργήθηκε το 1855 για την λειτουργία του νερόμυλου.
Σε ομαλή πλέον παροχέτευση του ρέματος διαχέονται στροβιλιστά τα ήσυχα νερά που κατηφορίζοντας περνάνε έξω από τον παλιό νερόμυλο, ο οποίος χτίστηκε το 1860 και λειτουργούσε ως το 1944. Τη χρονιά εκείνη καταστράφηκε από γερμανικό απόσπασμα λόγω των πατριωτικών συνθημάτων που ήταν γραμμένα στους τοίχους του. Το 1992 ανακαινίστηκε με χρήματα του ευρωπαϊκού προγράμματος και την αρωγή του πολιτιστικού συλλόγου.
Περπατώντας κατά μήκος μιας χτιστής κι ολοπέτρινης φαρδιάς στράτας, παράλληλα με το ρέμα, φτάνουμε στο μέτωπο του μεγάλου πετρογέφυρου.
Το μεγάλο πετρογέφυρο της Χρυσαυγής, χτίστηκε το 1854 κι έχει άνοιγμα βάσης 14,20 μέτρα και ύψος καμάρας 8 μέτρα, με άνοιγμα στέρνου τα τρία μέτρα. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα γεφύρια της Μακεδονίας και γεφυρώνει το Μαγεριώτικο ρέμα. Το σημείο είναι ειδυλλιακό και αφού περάσουμε την καμάρα του ανηφορίζουμε από χαρακτηριστικό μονοπάτι που μας έφερε στην κορυφή του απέναντι λόφου, από όπου η θέα τόσο του ρέματος με τον καταρράκτη, το νερόμυλο και το γεφύρι, όσο και του χωριού, είναι συναρπαστική.
Εγκαταλείπουμε με βαριά καρδιά τη Χρυσαυγή. Δεν ακολουθούμε την κλασική είσοδο που είναι και έξοδος του χωριού, αλλά ανηφορίζουμε απότομα, μέσα από στενό δρομάκι και σπίτια με ιδιόρρυθμη αρχιτεκτονική. Στην κορυφή του χωριού όπου και η εντυπωσιακή εκκλησία, στρίβουμε αριστερά μπαίνοντας σε χωματόδρομο, που τον ακολουθούμε για τρισήμιση χιλιόμετρα.
Αυτή η παραπεταμένη διαδρομή θα μου μείνει αξέχαστη. Ο δρόμος κινείται μέσα σε ένα υπέροχο δρυοδάσος που δε θέλουμε να τελειώσει. Στην άκρη του δρόμου και ύστερα από τρία χιλιόμετρα βλέπουμε αριστερά μας να ξεφυτρώνει μια πανώρια μικροκλησιά, πνιγμένη ανάμεσα στα καφεπράσινα κλαριά των βελανιδιών.
Υστερα από λίγο μπαίνουμε σε ένα ακόμη πανέμορφο χωριουδάκι, το Τρίκορφο, κι αυτό με σπουδαίο σχολειό και εκκλησιά, αλλά και πολύ ιδιαίτερα και χαρακτηριστικά σπίτια.
Μέχρις εδώ όμως φτάνει άσφαλτος, την οποία παίρνουμε για να ανηφορίσουμε ως τη διασταύρωση Καλλονής – Δασυλλίου. Στρίβουμε αριστερά πάλι για να δούμε το ωραιότερο χωριό της ορεινής Γρεβενοχώρας, την Καλλονή. Ονομα και πράμα κι ετούτο το γρεβενοχώρι της θεαματικής εξωχώρας που μοιάζει να κατρακυλάει σε μια εντυπωσιακή πλαγιά με σπίτια εφ’ ενός ζυγού…
Επιστρέφοντας στον κεντρικό άξονα παίρνουμε το δρόμο για το Δασύλλιο, κατηφορίζοντας μέχρι να περάσουμε το Μαέρικο γεφύρι. Θαύμα ειδέσθαι το συνολικλό τοπίο.
Eπί σκοπόν, πυρ, η κάννη του βλέμματός μας σε τούτη την έξοχη γεφυροποιό πινελιά του μαγεριώτικου ρέματος που καταβρέχει την όραση με την θαυμαστική αποτύπωση του γλυκού καταρράκτη καθώς φαίνεται να στεφανώνει την καμάρα του γεφυριού…
Το γεφύρι έχει μήκος 23 μέτρα και άνοιγμα τόξου 13, γεφυρώνει δε το Μαγεριώτικο ποτάμι που εκβάλλει στον Πραμόριτσα.
Αρχίζουμε και ανηφορίζουμε προς το χωριό. Υστερα από αρκετά έντονες ανηφορικές αναδιπλώσεις περνάμε μέσα από το κουκλίστικό Δασύλλιο για να προκάνουμε το τελευταίο χωριό της ποθητής και προδιαγεγραμμένης διαδρομής, που δεν είναι άλλο από το Δίλοφο, στο οποίο μπαίνουμε νικητές και τροπαιούχοι…
Διασχίζουμε την πάνω στράτα, εισχωρούμε σε μερικά από τα στεναδάκια του χωριού, εισπράττουμε κι αποτυπώνουμε τις εκπληκτικές γωνιές της φωτισμένης ακόμη πλευράς του κι αναχωρούμε προς τον οπισθογεμή κόσμο των υποχρεώσεών μας. Τον κόσμο της συμβατικής καχεξίας των σύγχρονων αρχιτεκτόνων που έχασαν το μέτρο και την αυταξία του δομικού εργαλείου της παλιάς ζωής: Tην πέτρα, την πελεκητή, το ξύλο και το νερό που αποστραγγίζει όλες τις ακαθαρσίες της επίπλαστης ζωής μας…
Η μέρα έφευγε τυλιγμένη μέσα σε ένα αργυρό πέπλο από χρυσούς ατμούς, ηλιόσκονης και νοσταλγίας.
Ο ηλεκτρονικός φωτοσυλλέκτης των εικόνων που εισπράξαμε σε μια μέρα τεράστιας δυναμικής και ποιοτικής χαράς, απορρυθμίζεται και χάνει λάδια καθώς από το “Είναι” της Επαγγελίας, επανεισδύουμε στον Κόσμο του “Φαίνεσθαι” που είναι μια κλίμακα παρακάτω από το “Γίγνεσθαι” της γρεβενιώτικης βιόσφαιρας.
Η γρεβενιώτικη γη μετατρέπεται από Γη της μικροψυχίας των άλλων διαμερισμάτων σε Γη της Ευχαριστίας, γιατί έτσι οφείλουμε να την εγγράψουμε στον μικρόκοσμο της γεωγραφικής νομοτέλειας.
Η γη της μολάσσας και του οφιόλιθου, η γη της ντριστέλας και του μαντανιού, η γη του πρεμνόδασου και του κρόκου, η γη των κυρατζήδων και των καραβανιών, η γη τέλος του νερού, του αέρα και του χώματος που πατάμε, πίνουμε κι αναπνέουμε, που συνοψίζει, γονιμοποιεί κι εξαργυρώνει το αισθητικό κριτήριο μιας ανώτερης ζωής στον πλανήτη της υπεραξίας των αγαθών, αυτή η γη, ας καταξιωθεί στη μνήμη των ανθρώπων ως μέγιστο επίτευγμα του Ωραίου και του Υψηλού στη ζωή που εκποιούμε ιδιωτεύοντας και καλλιεργώντας τα πάθη του υλικού μας πολιτισμού.
Ασφαλώς και “η γη αυτή μεσ’ απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη, ωραιότερη μέσα στους χρυσούς ατμούς”, της αυθεντικότητας και της νοσταλγίας”…