Είναι αλήθεια ότι οι ορεινοί όγκοι της χώρας μας δεν είναι οι προσφιλείς μου προορισμοί. Όπως δε με συγκινούν εύκολα οι επίπεδες εκτάσεις των κάμπων που ασάλευτοι και μονοκύμαντοι στερούνται παλμού και κίνησης. Γεννημένος σ’ ένα τόπο όπου το βουνό βουτάει μες τη θάλασσα, όπως συμβαίνει στο Πήλιο, όπου επισκέπτομαι ορεινές περιοχές, ψάχνω να συναντήσω τη θάλασσα στο βάθος του ορίζοντα. Ξέρω ότι από κει πάντα κάτι φθάνει. Πάντα κάτι καινούργιο.
Στο βουνό μπορείς να εξαντλήσεις την αναζήτησή σου φθάνοντας στην κορυφή του. Μπορείς έτσι να έχεις υπερυψωθεί «αγγίζοντας το Θεό», όμως αυτό είναι όλο. Στη θάλασσα η έκταση είναι ατέρμονη, αεικίνητη, ατελεύτητη.
Πάντα στους ορεινούς πληθυσμούς η θάλασσα ήταν η αφετηρία μιας νέας ζωής. Η «κάθοδος» απ’ το βουνό στο υγρό στοιχείο, είναι η λύτρωση απ’ τον ορεινό βαρύ όγκο, η αναζήτηση του φωτός απ’ τη σκιά. «Θάλαττα, θάλαττα!», αναφώνησαν οι κουρασμένοι και αποδεκατισμένοι πολεμιστές του Μεγάλου Αλεξάνδρου, φθάνοντας στα παράλια του Πόντου. Ένα καράβι σε μια θάλασσα πήρε και τους περισσότερους, ορεινούς πληθυσμούς με το κύμα της μετανάστευσης απ’ τα προπολεμικά κιόλας χρόνια.
Και να που μια σταλιά τόπος, νωχελικά και ράθυμα ξαπλωμένος, ανάμεσα στα όρη Άσκιο (Σινιάτσικο) και Μουρίκι, σε υψόμετρο 1200 μ., η Βλάστη, υπονομεύει και αντιπαλεύει τη θαλασσοφιλία μου, ορθώνοντας σα λάβαρο τα δάση της οξυάς φορτωμένα με τα «ψευδοκάστανα» απέναντι στο τσουρουφλισμένο παραθαλάσσιο αλμυρίκι.

Καλά ήσαν Ζερβαμ’ στη Βλαχιά
στο Βουκουρέστι,
τι ήθελες, τι γύρευες στο Μπλάτσι
στο Μουρίκι;
Απ’ τον «Εθνικό Ύμνο» της Βλάστης
Α. ΠΡΩΤΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Είναι αλήθεια ότι οι ορεινοί όγκοι της χώρας μας δεν είναι οι προσφιλείς μου προορισμοί. Όπως δε με συγκινούν εύκολα οι επίπεδες εκτάσεις των κάμπων που ασάλευτοι και μονοκύμαντοι στερούνται παλμού και κίνησης. Γεννημένος σ’ ένα τόπο όπου το βουνό βουτάει μες τη θάλασσα, όπως συμβαίνει στο Πήλιο, όπου επισκέπτομαι ορεινές περιοχές, ψάχνω να συναντήσω τη θάλασσα στο βάθος του ορίζοντα. Ξέρω ότι από κει πάντα κάτι φθάνει. Πάντα κάτι καινούργιο.
Στο βουνό μπορείς να εξαντλήσεις την αναζήτησή σου φθάνοντας στην κορυφή του. Μπορείς έτσι να έχεις υπερυψωθεί «αγγίζοντας το Θεό», όμως αυτό είναι όλο. Στη θάλασσα η έκταση είναι ατέρμονη, αεικίνητη, ατελεύτητη.
Πάντα στους ορεινούς πληθυσμούς η θάλασσα ήταν η αφετηρία μιας νέας ζωής. Η «κάθοδος» απ’ το βουνό στο υγρό στοιχείο, είναι η λύτρωση απ’ τον ορεινό βαρύ όγκο, η αναζήτηση του φωτός απ’ τη σκιά. «Θάλαττα, θάλαττα!», αναφώνησαν οι κουρασμένοι και αποδεκατισμένοι πολεμιστές του Μεγάλου Αλεξάνδρου, φθάνοντας στα παράλια του Πόντου. Ένα καράβι σε μια θάλασσα πήρε και τους περισσότερους, ορεινούς πληθυσμούς με το κύμα της μετανάστευσης απ’ τα προπολεμικά κιόλας χρόνια.
Και να που μια σταλιά τόπος, νωχελικά και ράθυμα ξαπλωμένος, ανάμεσα στα όρη Άσκιο (Σινιάτσικο) και Μουρίκι, σε υψόμετρο 1200 μ., η Βλάστη, υπονομεύει και αντιπαλεύει τη θαλασσοφιλία μου, ορθώνοντας σα λάβαρο τα δάση της οξυάς φορτωμένα με τα «ψευδοκάστανα» απέναντι στο τσουρουφλισμένο παραθαλάσσιο αλμυρίκι.
Β. ΒΛΑΣΤΗ: Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ
Η παραμονή μας στο χωριό συνέπεσε με τις παράξενες κι απότομες βροχοπτώσεις του Ιουνίου. Έτσι η περιήγησή μας στα πέριξ έγινε μέσα από διαλείμματα βροχής και ήλιου.
Ο δραστήριος κι αεικίνητος Κοινοτάρχης Μηνάς Δαλακιούρης μας οδηγεί – με τη βελόνα σταθερά κολλημένη στα τραγούδια του Β’ Προγράμματος – έξω απ’ το χωριό.
Πάμε στην Μονή του Αγίου Δημητρίου, προς το Σισάνι. Πάμε απ’ τον αγροτικό δρόμο που μας χαρίζει αψεγάδιαστες εικόνες αγροτικής ζωής, ενώ οι κουβέντες για την αρκούδα που ζει εδώ ανεβάζει την αγωνία και προσμονή για μια τυχαία συνάντηση μαζί της. Στο δρόμο μας μια στάνη με νεογέννητα κατσικάκια και πιο κει, στους πλούσιους λειμώνες άλογα και γίδια βόσκουν ανέμελα.
Το αυτοκίνητο βυθίζεται στα πυκνά αγριολούλουδα. Εδώ αν και Ιούνιος, η άνοιξη μόλις που χτυπά την πόρτα. Οι άκανθοι ακόμη μπουμπουκιασμένοι και οι κερασιές, στο χωριό, μόλις δέσαν καρπό.
Αλλά οι κουφοξυλιές (Sambucus nigra) ολάνθιστες με τα ολόλευκα μυρωδάτα μπουκέτα των λουλουδιών τους, ασπρίζουν εδώ και κει ανάμεσα σ’ οξυές και βελανιδιές. Τα άνθη τους γίνονται αφέψημα, το γνωστό ζαμπούκο, αγαπημένο αρωματικό κουζίνας των Βυζαντινών. Οι δε μικροσκοπικοί βαθύ-μωβ καρποί της δίνουν μια ωραία υπόξινη μαρμελάδα. Το δέντρο το λένε εδώ βουζιλιά κι απ’ τον κορμό του και το ξύλο της κερασιάς, φτιάχναν παλιά τα παιδιά ένα παιχνίδι, την πασπάκα, που αναπαριστούσε συμβολικά – με την είσοδο του ενός ξύλου μες το κενό του άλλου – την αναπαραγωγική διαδικασία της ζωής!
Σε λιγότερο από 3 χλμ. μες το δάσος, ανάμεσα σε μικρά ρυάκια που τρέχουν από παντού εμφανίζεται το σεμνό κτίσμα του Αγίου Δημητρίου. Η είσοδός του είναι χαμηλοτάβανη και όσο χωράει ένας άνθρωπος. Σκύβεις αναγκαστικά, απ’ το στενόχωρο άνοιγμα και μπαίνοντας σκυφτός μένεις εκστατικός. Όλος ο τοίχος που χωρίζει τον πρόναο απ΄ τον κυρίως ναό είναι τοιχογραφημένος. Το ίδιο ισχύει και στον κυρίως ναό.
Άγιοι, σκηνές του παραδείσου και γεγονότα απ’ το βίο του Χριστού και των Πατέρων, συμβολικές παραστάσεις απ’ τη μάχη του Καλού με το Κακό. Τα λάθη των ανθρώπων γίνονται αμαρτίες και ζωγραφίζονται εδώ με σκούρα χρώματα, ενώ πανέμορφα διακοσμητικά μοτίβα, παρεμβάλλονται ανάμεσα στις παραστάσεις, το έτος 1774 που αναγράφεται, φαίνεται πώς είναι η ημερομηνία τοιχογράφησης και πιθανής ανέγερσης του ναού. Η ολική κάλυψη των τοίχων με αγιογραφίες ήταν μια συνήθεια διαδεδομένη από τον 17ο και 18ο αιώνα σε πολλούς ναούς, όπως στον περίφημο των Παμμέγιστων Ταξιαρχών στις Μηλιές Πηλίου ή στον Προφήτη Ηλία του Τυρνάβου.
Το ουράνιο τόξο που βγαίνει σε λίγο σημαίνει την λήξη της βροχής και τα χρώματα της ίριδας αντανακλούν πάνω στο θαμπό γυαλί της μικρής καντήλας που κρέμεται έξω απ’ την είσοδο της Μονής.
Επιστρέφοντας στη Βλάστη, ο Μηνάς μας μιλά για τις αμπελοκαλλιέργειες, που κάποτε ήταν διαδεδομένες στην περιοχή. Μάλιστα η σχεδόν πεδινή περιοχή γύρω απ’ τη Μονή του Αγίου Δημητρίου είναι γνωστή ως «Αμπέλια». Ο συγγραφέας Γιάννης Βαρβαρούσης αναφέρει σ’ ένα σύγγραμμά του ότι ο σίσανος οίνος (όξυνος οίνος κατά το λεξικογράφο Ησύχιο), που έβγαινε στην περιοχή, έδωσε πιθανώς και το όνομα στο χωριό Σισάνι. Σήμερα χέρσα τα αμπελοχώραφα φιλοξενούν την αγριοσουρβιά (Sorbus aucuparia), τη μπραγκάντα (Crataegus monogyna) και τις πολλές αγριοτριανταφυλλιές (Rosa micrantha).
Η επόμενη μέρα ξημερώνει με τη Βλάστη ξεπλυμμένη απ’ τη βροχή, να αστραφτοκοπά. Ο Μηνάς μας περιμένει απ’ το πρωί στην πλατεία για να μας πάει στην τοποθεσία Τσιλιμίγκα. Έχει ξυπνήσει απ’ τις 6 για να μαζέψει μανιτάρια πριν προλάβουν άλλοι. Προβατούσκες και βασιλομανίταρα. Μας δίνει μια σακούλα.
Σε 15′ το δάσος που περιβάλλει το χωριό, έχει αποσυρθεί από μπρος μας και βρισκόμαστε σ’ ένα τεράστιο υποαλπικό λιβάδι με δεκάδες λουλούδια σε μια ατέλειωτη πολυχρωμία. Ανάμεσά τους η Daphne oleoides με το γλυκό προς γιασεμί άρωμά της. Η Saponaria bellidifolia, γνωστή σαν σαπουνόχορτο ή χαλβαδόριζα. Η ρίζα της χρησιμοποιούταν, τουλάχιστον παλιά, για την μαστιχάτη υφή του ταχινένιου χαλβά. Αψιθιές, τσουμπρίτσες (η τοπική ονομασία του Thymus vulgaris) και θαμνόκεδρα (Juniperus communis), απλώνονται σε μια τεράστια επίπεδη έκταση απέναντι από το Σινιάτσικο, που ενώ κατηφορίζει απαλά προς το βάθος της κοιλάδας, όπου ρέει ο ποταμός Μύριχος, εσύ νιώθεις, λόγω της απεραντοσύνης της επιφάνειας ότι το επίπεδο συνεχίζεται.
Απέναντι στο βουνό κάνα δυο στρούγκες είναι το μόνο που βλέπεις στο άδενδρο Άσκιο. «Το γάλα αυτής της περιοχής είναι το πιο μυρωδάτο», λέει ο Μηνάς «λόγω της ποικιλίας των χόρτων». Ανάμεσά τους και η ορχιδέα (όρχις ο γραπτός) που ο βολβός της αποξηραμένος μας δίνει το σαλέπι.
Κάπου κάπου η ολόλευκη «μπάλα» απ’ το προβατομανίταρο. Το τοπίο είναι επιβλητικός και η απεραντοσύνη του ενισχύει την προσωπική σου ελευθερία. Ελευθερία σώματος αλλά και νου.
Μια απ΄ τις αρετές της περιοχής της Βλάστης είναι ακριβώς αυτή η σοφή και μετρημένη κατανομή του δάσους και των ανοικτών εκτάσεων.
Περπατάς σ’ αυτό το ατέρμονο τοπίο και νιώθεις την ελαφράδα της ανύψωσης πάνω απ’ αυτό, όταν αργότερα κατεβαίνουμε για να χωθούμε μες την κοιλάδα του Μύριχου, διαπιστώνουμε τη φωτεινή ιδιαιτερότητα του Τσιλιμίγκα, σε σχέση με το υγρό και σκοτεινό παραμυρίχιο δάσος.
Εδώ ο ήλιος σκαλώνει στις πανύψηλες δρεις και το έδαφος παχύ απ’ τα φύλλα τους, απορροφά κάθε θόρυβο των βημάτων. Απόλυτη σιωπή. Ακόμη και οι Αμαδρυάδες, οι νύμφες της βελανιδιάς, όπως λέει ο Όμηρος στον ύμνο προς την Αφροδίτη, σιωπούν. Επιστρέφοντας, και αφού δροσιστήκαμε απ’ τη βασιλικιά πηγή, περνάμε απ’ το σημείο όπου υπήρχε παλιά ο νερόμυλος της οικογένειας Γιαννιώτης. Πυρετός εργασιών εδώ και ο κ. Μελάς Γιαννιώτης ανακατασκευάζει εκ βάθρων τον υδρόμυλο με σκοπό να λειτουργεί σαν αξιοθέατο του τόπου. Γύρω γύρω μια πλαγιά με μυρωδικά φυτά και κάμποσες τριανταφυλλιές της μυρωδάτης ποικιλίας Roza Damascena, θα δημιουργήσουν ένα ειδυλλιακό περιβάλλον.
ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΕ ΒΑΡΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Η Βλάστη ανήκει σε μια μεγάλη κατηγορία ορεινών πόλεων, οι περισσότερες συγκεντρωμένες στη ΒΔ Μακεδονία και μέχρι τ’ Αμπελάκια και τον Τύρναβο πιο νότια, που ένα σύνολο ιδιόμορφων προϋποθέσεων (φυσικογεωγραφικών αλλά και ιστορικοκοινωνικών), τις έφερε στο προσκήνιο της Ιστορίας, για τη μεγάλη τους ανάπτυξη στο εμπόριο και τον πολιτισμό, μεγέθη δυσανάλογα μεγάλα με τη σημερινή τους κατάσταση.
Ο Νομός Κοζάνης, στον οποίο ανήκει και η Βλάστη περιβάλλεται γύρω γύρω από βουνά. Στ’ ανατολικά το Βέρμιο, στο νότο τα Πιέρια, ο Βούρινος και τα Καμβούνια. Δυτικά το Βόϊο όρος. Εξαίρεση αποτελούν το όρος Σινιάτσικο (Άσκιο) που ορίζει από δυτικά και το Βέρμιο από ανατολικά το λιγνιτοφόρο κάμπο της Πτολεμαΐδας.
Εδώ σε υψόμετρο 1200 μ. η περιοχή κατοικήθηκε απ’ την εποχή ακόμη του Χαλκού. Ήδη πριν το 2.200 π.Χ. κατοικούταν από Αρκάδες και Αιολείς. Φύλλα ελληνικά κατά την αρχαϊκή περίοδο (700-600 π.Χ) είχαν το δικό τους βασίλειο, το βασίλειο της Εορδαίας. Ένα απ’ τα βασίλεια της Άνω Μακεδονίας, τα άλλα ήταν της Ορεστίδας και το βασίλειο της Ελιμιώτιδας.
Η Εορδαία υπήρξε αρχαία πόλη της περιοχής προς τιμήν της θεάς Εόρδας που ταυτιζόταν με τη μητέρα-Γη. Οι κάτοικοι αυτών των βασιλείων δεν ήταν ξεκομμένοι απ’ τους υπόλοιπους Έλληνες. Πήραν δε μέρος τόσο στον Πελοποννησιακό πόλεμο, όσο και στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Με την εμφάνιση του βασιλείου των Μακεδόνων, το κράτος των Εορδών απορροφήθηκε στο κράτος του Φιλίππου του Β’, στο βασίλειο των Αιγών.
Την ίδια τακτική ακολούθησε και ο Μέγας Αλέξανδρος. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι απ’ αυτή την περιοχή καταγόταν ένας απ’ τους σημαντικότερους στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Πτολεμαίος Α’ του Λάγου, αρχηγός της δυναστείας των Πτολεμαίων. Αλλά κι ένας σωματοφύλακας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στρατηγός της Ολυμπιάδας, ο Αριστόνους ο Πεισίου καταγόταν απ’ την ίδια περιοχή.
Το 169/8 π.Χ. οι Ρωμαίοι καταλαμβάνουν τη Μακεδονία κι ανάμεσα στ’ άλλα έργα κατασκευάζουν την Εγνατία Οδό, που περνούσε απ’ την επαρχία Εορδαίας και που μεγάλο κομμάτι της ταυτίζεται με τη σημερινή Νέα Εγνατία.
Στο Βυζάντιο η Βλάστη ανήκε στο Θ’ Θέμα Βυζαντίου μαζί με τη Μακεδονία.
Ύστερα για 5 αιώνες η Οθωμανική αυτοκρατορία καθόρισε τις τύχες της περιοχής. Οι Γιουρούκοι και οι Κονιάροι (κάτοικοι απ’ το Ικόνιο της Τουρκίας), φύλλα απ’ την περιοχή της Ανατολίας που φέραν οι Τούρκοι σ’ όλο τον κάμπο των Καϊλαρίων (δηλαδή της Πτολεμαΐδας) ανάγκασαν τους ντόπιους χριστιανούς να τραβήξουν κατά τα ορεινά για να ζήσουν.
Όμως, ο οργανωμένος οικισμός ξεκινά απ’ το 1769 όταν η Μοσχόπολη που είχε 12.000 σπίτια και 60.000 ανθρώπους, καταστράφηκε απ’ τους Τουρκαλβανούς. Οι κάτοικοί της μετακινήθηκαν προς το οροπέδιο της Βλάστης. Σ’ αυτούς προστέθηκαν και κάτοικοι του Γράμμου κι έτσι συγκροτήθηκε ήδη απ’ τον 18ο αιώνα ο βασικός πυρήνας της Βλάστης.
Οι κάτοικοι της Μοσχόπολης μετέφεραν, με επικεφαλής τον ιερέα Σίνα που κατέφυγε εδώ με την πρεσβυτέρα του, το σκαλιστό τέμπλο του Αγίου Νικολάου. Γιος του ιερέας είναι ο Σίμων Γ. Σίνας, μεγαλέμπορος και τραπεζίτης, μεγάλος ευεργέτης της Ελλάδας (θυμηθείτε την οδό Σίνα στην Αθήνα).
Μέσα σ’ έναν αιώνα η Βλάστη έφτασε να αριθμεί 6.000 κατοίκους. Η ορεινή μορφολογία του εδάφους γέννησε κι ανέπτυξε την κτηνοτροφία. Άλλη μια όμως σπουδαία δραστηριότητα ήταν η εμπορική. Η ακμή της πόλης διατηρείται από το 1879 μέχρι το 1940 (Β’ Παγκόσμιος πόλεμος). Σ’ όλο αυτό το διάστημα η Βλάστη αποκτά χαρακτηριστικά αστικής πόλης, τόσο στη δομή όσο και στη σύνθεση του πληθυσμού. Λειτουργούν 3 ελληνικά σχολεία (το Θωμαΐδειο Αρρεναγωγείο, το Μουσίκειο Παρθεναγωγείο και το Βρανίκειο-Δόσειο Δημοτικό Σχολείο). Οι κάτοικοι εκκλησιάζονται σε 3 ναούς: τον πολιούχο Άγιο Μάρκο, τον Άγιο Νικόλαο με το περίεργο καμπαναριό μες το σαχνισί και τον Άγιο Γεώργιο. Υπάρχει βιβλιοθήκη και πλήθος εμπορικών καταστημάτων που καλύπτουν τις ανάγκες της αγοράς. Οι Βλατσιώτισσες αγοράζουν με τον πήχυ τα υφάσματα. Στα παπουτσάδικα μπορεί κανείς να παραγγείλει ό,τι υποδήματα θέλει.
Όλο αυτό το διάστημα άξια τέκνα της πόλης, ξενιτεμένα εξ ανάγκης, ή από εμπορικό δαιμόνιο ταξιδεύουν στην Ευρώπη. Γίνονται αντιπρόσωποι εταιρειών, ιδιοκτήτες καραβιών που μεταφέρουν εμπορεύματα στο Δούναβη.
Η Βλάστη έδωσε δύο πρωθυπουργούς, δύο υπουργούς στη Σερβία, τρεις βαρώνους τραπεζίτες, εισαγγελείς στη Ρουμανία, έναν Ακαδημαϊκό, ένα Φιλικό της ελληνικής επανάστασης.
Όσοι σαν κτηνοτρόφοι παρέμειναν να βόσκουν τα κοπάδια τους στα πλούσια υποαλπικά λειβάδια, εξελίχθηκαν σε ικανούς τυροκόμους κυρίως στην παραγωγή μανουριού και μπάτζου.
Οι ξενιτεμένοι και ταξιδιώτες στην Ευρώπη, Βλατσιώτες δεν ξεχνούσαν τον τόπο τους. Ανοιχτομάτηδες και νοικοκυραίοι φέραν στη γενέτειρα ότι καλύτερο συνάντησαν στις ευρωπαϊκές αγορές. Έπιπλα, υφάσματα, καθρέφτες, ασημικά και πιατικά, τουαλέτες για τις κυρίες τους και χρυσαφικά.
Χτίσαν τα σπίτια τους με την ντόπια πέτρα. Στέρεα και δροσερά για το σύντομο καλοκαίρι και ζεστά για το μακρύ χειμώνα. Τα στόλισαν εξωτερικά με ξύλινα καφασωτά και νεοκλασσικές λεπτομέρειες σαν κι αυτές που βλέπαν στα πλουσιόσπιτα της Βιέννης, του Βελιγραδίου, της Τεργέστης και του Βουκουρεστίου. Ζωγράφισαν τα ξύλινα ταβάνια και τα υπέρθυρα με παραστάσεις απ’ το Βυζάντιο, την ελληνική μυθολογία και τους βίους των Αγίων.
Χτίσαν στις γωνιές των δρόμων βρύσες για να ξεδιψάνε οι περαστικοί.
Η επαφή των Βλατσιωτών με την προηγμένη Ευρώπη, όξυνε την έτσι κι αλλιώς έμφυτη περιέργεια και φιλοπρόοδη διάθεση σε βαθμό ώστε άνεμος εκσυγχρονιστικός να φυσάει μέχρι τον πόλεμο.
Η εφευρετικότητα αξιοποίησε το άφθονο (τότε) νερό του ποταμού Μύριχου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας! Ο ευφυής μυλωνάς που επινόησε το σύστημα, ηλεκτροφώτισε όχι μόνο τον υδρόμυλό του αλλά και το σπίτι του με καλώδια, διακόπτες, κ.λ.π.!
Η ακμή της πόλης δέχεται το πρώτο πλήγμα με τον πόλεμο του 1940. Οι Γερμανοί βομβαρδίζουν το χωριό. Ο Εμφύλιος πόλεμος που πέρασε κι από δω άφησε κι αυτός τα χνάρια του. Μετά την απελευθέρωση η Βλάστη είναι ένας κατεστραμμένος τόπος.
Τα σπίτια ασκεπή, χάσκουν σαν φαντάσματα και οι υποδομές της καθημερινής ζωής ανύπαρκτες. Όσοι φύγαν κυνηγημένοι στις μεγάλες πόλεις ή με τη μεταναστευτική λαίλαπα του 1960 δε γύρισαν.
Για πολλές δεκαετίες, η Βλάστη ήταν ένας βουβός τόπος το χειμώνα, όπου η παγωνιά και το χιόνι την απομόνωναν απ’ όλους. Τριγυρνώντας στο χωριό ακόμη και σήμερα πολλά σπίτια σκαλιστά και χορταριασμένα περιμένουν τους κληρονόμους να αποφασίσουν τις τύχες τους.
Ποιοι νέοι σήμερα θα αποφάσιζαν να ζουν μισό χρόνο στη Βλάστη και για ξεχειμώνιασμα στον κάμπο του Τυρνάβου ή αλλού όπως ο ακούραστος Κωνσταντούλας;
Ο φιλοπρόοδος, νεαρός επιχειρηματίας Γεώργιος Τζιόμπρας του οποίου την καθαρή και σύγχρονη τυροκομική μονάδα επισκεφθήκαμε στο Μηλοχώρι, δείχνει το δρόμο της σοβαρής, επιχειρηματικής δραστηριότητας, με τα απαράμιλλα, τυροκομικά προϊόντα της περιοχής.
Ο δραστήριος κ. Μελάς Γιαννιώτης ήδη ξεκίνησε μια πολιτιστική προσπάθεια ανάδειξης του λαϊκού πλούτου της Βλάστης μέσα από εκδόσεις κι έντυπα λαογραφικού περιεχομένου.
Και ο καλλιεργημένος Σταύρος Υφαντής εδώ και εφτά χρόνια σηκώνει στις πλάτες του την οργάνωση των Γιορτών της Γης με σπουδαίους καλλιτέχνες, Έλληνες κι αλλοδαπούς, κάθε χρόνο, στο πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου.
Αυτές είναι μερικές απ’ τις διαστάσεις που μπορεί να πάρει ο δρόμος της ανάπτυξης. Ένας τόπος που επέζησε πολλών καταστροφών κι έφθασε μέχρι τις μέρες μα. Οι παλιές δόξες πέρασαν στην ιστορία και ίσως στεγαστούν σ’ ένα Μουσείο Τοπικής Ιστορίας. Ο περιηγητικός πολιτισμός είναι πάντως, μονόδρομος για την καταπράσινη και βαθύσκιωτη Βλάστη.
Η ΤΥΡΟΚΟΜΕΙΑ ΣΤΗ ΒΛΑΣΤΗ: ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Πήρεν ο Μάρτης δώδεκα
κι Απρίλης δεκαπέντε
και τα κοπάδια κίνησαν
απ’ τα χειμαδιά για το Μπλάτσι.
Δημοτικό τραγούδι
Μετά από μια έντονα βροχερή μέρα, όπου το νερό ξέπλυνε τα φυλλώματα της οξυάς και της βελανιδιάς και η τσουμπρίτσα αναζωογονημένη μας σπάει τα ρουθούνια, με το ριγανώδη μύρο της, επισκεφτόμαστε τη στρούγκα του Κώστα (Τσέλα) Κωνσταντούλα, έξω απ’ τα Νάματα.
Ξεναγός και συνοδός μας ο Πρόεδρος των Βλατσιωτών Θεσσαλονίκης, ο ευγενικός και πρόθυμος Κωνσταντίνος Τζιώλας. Η συνάντηση με τα μυστικά της τοπικής τυροκόμισης είχε κλειστεί αποβραδίς.
Οχτώ και μισή τα κατσίκια έχουν αρμεχτεί και περιμένουν υπομονετικά στο μαντρί την καθιερωμένη έξοδο για βοσκή.
Το γάλα (100 κιλά) βρίσκεται στο καζάνι και σε λίγο μπαίνει πάνω απ’ τα αναμμένα ξύλα. Έχει κρατηθεί χωριστά μια ποσότητα γάλατος 4-5 κιλών (το πρόσγαλο). Η θερμοκρασία στο γάλα, στο οποίο προστέθηκε κι ένα κουταλάκι πιτιά, ανεβαίνει. Ο κυρ-Κώστας θερμομετράει. Στους 45° το καζάνι κατεβαίνει κι αρχίζει το ανακάτεμα. Το γάλα αρχίζει να δημιουργεί σβώλους που κάθονται στον πυθμένα. Αφήνει το ξύλινο κουτάλι και με το χέρι συνεχίζει το ανακάτεμα ενοποιώντας τους σβώλους σε μια μεγάλη μπάλα που σιγά-σιγά την ανυψώνει απ’ το βάθος του καζανιού. Αυτός είναι ο μπάτζος. Θα μπει σε μια μεγάλη πάνινη σακούλα που θα μείνει κρεμασμένη για να βγάλει τα υγρά της αρκετές ώρες.
Ύστερα το τυρί θα κοπεί σε φέτες και θα διατηρηθεί σε γάρο για να νοστιμίσει. Ο,τι απομένει στο καζάνι δεν πετιέται. Αφού απομακρυνθούν διάσπαρτοι σβώλοι που δεν ενοποιήθηκαν, στο καζάνι προστίθεται το πρόσγαλο και ξαναμπαίνει στη φωτιά.
Ήρθε η ώρα για το βουτυράτο μανούρι. Η θερμοκρασία πρέπει να ’ναι 65° στην αρχή και να φθάσει στους 85°-90°. Κι ενώ ο κυρ-Κώστας ανακατεύει συνέχεια, το βραστό γάλα αρχίζει να πήζει ελαφρά. Η σπάνια μυρωδιά της «γαλατίλας» πλημμυρίζει το αυτοσχέδιο και σχεδόν υπαίθριο εργαστήρι. Το καζάνι κατεβαίνει και ο Κώστας Τζιώλας μας μοιράζει κουτάλια για τη δοκιμή.
Το μανούρι που ακόμη έχει ρευστή μορφή κρέμας, όπως είναι ζεστό θα μπει σε μακρόστενες σακούλες (τα τσαντλάφια) που θα αφήσουν τα υγρά να στραγγίσουν και να δώσουν στο μείγμα τη γνωστή μακρουλή φόρμα του μανουριού.
Ο κυρ-Κώστας, μάστορας μιας τέχνης πανάρχαιας, ακούραστος και μεθοδικός, αψηφώντας υψηλές θερμοκρασίες και σωματική κούραση, παρασκεύασε σε 1:30 ώρα, δυο εκλεκτά προϊόντα που δεν μπορεί κανείς να τα συγκρίνει με τα αντίστοιχα τυποποιημένα της αγοράς. Παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής αγκαλιά με τα ευωδιαστά μανούρια και σκέφτομαι πώς μόλις παρακολούθησα ένα σπουδαίο μάθημα οικιακής παρασκευής της ανθρώπινης τροφής.
Δίπλα σπ’ το καζάνι τα γίδια τρώγαν λαίμαργα αλάτι απ’ τις ποτίστρες, ενώ το υπόλοιπο κοπάδι έβοσκε ελεύθερο στις δροσερές υπώρειες του Σινιάτσικου, μεγαλώνοντας αβίαστα.
Ένα κιγκλίδωμα χώριζε την «κάμαρη» από λαμαρίνες που ξαπόσταινε ο κυρ-Κώστας, από το μαντρί των ζώων και το «τραγούδι» των κουδουνιών φαίνεται πώς είναι το καλύτερο νανούρισμα, σ’ ένα κόσμο που άνθρωποι και ζώα συνυπάρχουν, εξαρτώμενοι ο ένας απ’ τον άλλο.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε:
– Τον Πρόεδρο της Κοινότητας, Μηνά Δαλακιούρη για την ξενάγηση και τις πληροφορίες του.
– Τον Κώστα Τζιώλα, για όσα στοιχεί και φωτογραφίες μας παραχώρησε, για τη φιλοξενία και το ενδιαφέρον του.
– Τον κτηνοτρόφο Κώστα Κωνσταντούλα για το γευστικό μανούρι που μας πρόσφερε.
– Τον Μελά Γιαννιώτη της «Γεωργοκτηνοτροφικής Επιχείρησης Βλάστης» για τις πληροφορίες του και τις εκδόσεις που μας χάρισε.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Γιάννης Βαρβαρούσης: Φωτογραφικοί θησαυροί της Βλάστης.
– Δρ. Ι. Μ. Τζαφέττας – Dr. E. Konecny: Νικόλαος Δούμπας.
– Μελάς Κ. Γιαννιώτης: Ο χειμώνας στη Βλάστη, ιδιωτική έκδοση.