Καθώς το 2009 πλησιάζει προς το τέλος του, μια επιστολή έφτασε στα γραφεία μας. Έφερε την υπογραφή του Παναγιώτη Τριπόντικα, αξιωματικού του Πολεμικού μας Ναυτικού. Θέμα της επιστολής ήταν η αποκατάσταση ενός από τους πιο διάσημους φάρους της Ελληνικής επικράτειας, στον θρυλικό Κάβο Μαλιά. Η επιστολή κατέληγε με μια πληροφορία πολύ συναρπαστική: η αποκατάσταση δεν περιοριζόταν μόνον στις κτιριακές εγκαταστάσεις, επεκτείνετο και στον ανθρώπινο παράγοντα. Πιο συγκεκριμένα, ο Διοικητής της Υπηρεσίας Φάρων, Αρχιπλοίαρχος Αγριογιάννης ΠΝ, είχε αποφασίσει την τοποθέτηση τεσσάρων φαροφυλάκων. 27 χρόνια λοιπόν μετά το 1983, τότε που αποχώρησαν από τον Μαλέα και οι τελευταίοι φαροφύλακες, ο φάρος θα ξανάπαιρνε ζωή…
Καθώς το 2009 πλησιάζει προς το τέλος του, μια επιστολή έφτασε στα γραφεία μας. Έφερε την υπογραφή του Παναγιώτη Τριπόντικα, αξιωματικού του Πολεμικού μας Ναυτικού. Θέμα της επιστολής ήταν η αποκατάσταση ενός από τους πιο διάσημους φάρους της Ελληνικής επικράτειας, στον θρυλικό Κάβο Μαλιά. Η επιστολή κατέληγε με μια πληροφορία πολύ συναρπαστική: η αποκατάσταση δεν περιοριζόταν μόνον στις κτιριακές εγκαταστάσεις, επεκτείνετο και στον ανθρώπινο παράγοντα. Πιο συγκεκριμένα, ο Διοικητής της Υπηρεσίας Φάρων, Αρχιπλοίαρχος Αγριογιάννης ΠΝ, είχε αποφασίσει την τοποθέτηση τεσσάρων φαροφυλάκων. 27 χρόνια λοιπόν μετά το 1983, τότε που αποχώρησαν από τον Μαλέα και οι τελευταίοι φαροφύλακες, ο φάρος θα ξανάπαιρνε ζωή…
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Η πρώτη μας αντίδραση μετά την ανάγνωση της επιστολής ήταν να τηλεφωνήσουμε στον συντάκτη της, τον Υποπλοίαρχο Παναγιώτη Τριπόντικα.
–Θα βρίσκομαι τις μέρες των Χριστουγέννων στην βόρεια Ελλάδα. Θα περάσω να σας δω.
Αφήνουμε τον Παναγιώτη να μας μιλάει για τον φάρο. Να μας εξιστορεί σαν παραμύθι το χρονικό των γεγονότων από την αρχική ιδέα ως την ευτυχή ολοκλήρωση.
Όλα ξεκίνησαν την Άνοιξη του 2005. Τότε, το νεοεκλεγέν Διοικητικό Συμβούλιο του Συνδέσμου Βελανιδιωτών «Η Μυρτιδιώτισσα» με πρόεδρο τον ίδιο, οραματίστηκε την διάσωση του Φάρου από τη φθορά της εγκατάλειψης και του χρόνου. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ο χαρακτηρισμός του φάρου ως «ιστορικού και διατηρητέου μνημείου». Μετά από συντονισμένες ενέργειες φορέων και τοπικής κοινωνίας ο χαρακτηρισμός εγκρίθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού το Καλοκαίρι του 2006. Ο δρόμος ήταν πια ανοιχτός και τα γεγονότα εξελίχθηκαν με ρυθμούς καταιγιστικούς.
Ο Σύλλογος της Μυρτιδιώτισσας απευθύνεται αρχικά στην εταιρεία Costamare του καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλου.(1) Με συνοπτικές διαδικασίες ο καπετάν Βασίλης αναλαμβάνει την χρηματοδότηση της μελέτης αποκατάστασης του Φάρου Μαλέα, καθώς και του μονοπατιού που οδηγεί σ’ αυτόν.
Η συνέχεια, ανήκει στο Κοινωφελές Πολιτιστικό Ίδρυμα «Αικατερίνη Λασκαρίδη» και συγκεκριμένα στον Πρόεδρό του, κ. Πάνο Λασκαρίδη.(2) Θυμάται ο Παναγιώτης: «Ο κύριος Λασκαρίδης μας δέχτηκε αμέσως στα γραφεία της ναυτιλιακής του εταιρείας «Lavinia». Γνωρίσαμε εκεί έναν άνθρωπο μοναδικό, πραγματικό λάτρη του πολιτισμού και των αξιών αλλά και λάτρη των φάρων. Αμέτρητες ήταν οι φωτογραφίες που είχε από όλους σχεδόν τους πετρόχτιστους φάρους της Ελλάδας. Μετά τον καπετάν Βασίλη λοιπόν ο κ. Λασκαρίδης ανέλαβε το ακόμη πιο δύσκολο και δαπανηρό κόστος της αποκατάστασης. Παράδειγμα προς μίμηση σε όλους εμάς, που αναζητούμε πρότυπα, αξίες, ιδανικά».
Αρχίζει λοιπόν στον Δήμο Βοιών, στα «Βάτικα» όπως είναι γνωστή η περιοχή, μια συλλογική, ενθουσιώδης προσπάθεια ιδιωτών και φορέων, καθένας από τους οποίους συνεισφέρει κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του στην αποκατάσταση του Φάρου. Το έργο φέρει σε πέρας ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Ευταξιόπουλος με το 12μελές συνεργείο του από τα τέλη του Μάη ως τα τέλη του Νοέμβρη 2009, σε χρόνο έξι μηνών. Μετά, λοιπόν, την επιτυχή αποκατάσταση από το Ίδρυμα Λασκαρίδη του φάρου του Ταίναρου, τίθεται από τα μέσα Δεκεμβρίου του 2009 σε πλήρη λειτουργία και ο φάρος του Μαλέα, με τέσσερις φαροφύλακες που εναλλάσσονται κάθε δέκα μέρες.
–Πότε μπορούμε να επισκεφθούμε τον φάρο; ρωτάω τον Παναγιώτη.
-Αμέσως μόλις το αποφασίσετε.
-Είναι δυνατόν να ζήσουμε και την εμπειρία μιας διανυκτέρευσης εκεί; Να γνωρίσουμε από κοντά, έστω για λίγο, τη ζωή των φαροφυλάκων;
-Η προοπτική μου φαίνεται πολύ συναρπαστική. Και, είμαι βέβαιος, πως δεν θα’ χουμε κανένα πρόβλημα να πάρουμε την σχετική άδεια από την Υπηρεσία φάρων.
ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΜΑΛΕΑ
Το μακρύ ταξίδι των 830 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη ως τον Μαλέα επιμηκύνεται ακόμη περισσότερο με την αναγκαστική παράκαμψη από την κατολίσθηση των Τεμπών. Έτσι, 11 ώρες μετά την αναχώρησή μας, τερματίζουμε κουρασμένοι αλλά πανευτυχείς στην παραθαλάσσια Νεάπολη Λακωνίας, την γραφική πρωτεύουσα των Βάτικων. Η μικρή πολιτεία μας γαληνεύει με τους χαλαρούς ρυθμούς της, απομακρύνει γρήγορα την ένταση του μεγάλου ταξιδιού. Ο ήλιος έχει ήδη βασιλέψει, στα νερά του λιμανιού καθρεφτίζονται τα φώτα της προκυμαίας και ο σκουροκόκκινος ουρανός ενός δραματικού δειλινού. Απέναντι, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, διαγράφονται τα σκοτεινά περιγράμματα της Ελαφονήσου και των Κυθήρων.
Στις 2 του Γενάρη η βραδιά είναι ήπια, αφύσικα ζεστή. Ελαφρά ντυμένοι οι Βατικιώτες περιδιαβαίνουν στην προκυμαία, απολαμβάνουν το τσίπουρο ή τον καφέ τους στους υπαίθριους χώρους των παραθαλάσσιων μαγαζιών. Χαλαρώνουμε κι εμείς μ’ ένα καφεδάκι, αισθανόμαστε ανάμεσά τους μια ευχάριστη οικειότητα, σαν να’ μαστε μέλη της τοπικής κοινωνίας από παλιά. Την ίδια οικειότητα μας μεταδίδουν με την εγκάρδια υποδοχή τους ο Θοδωρής Χάδιαρης και η γυναίκα του η Λίτσα, στο Ξενοδοχείο Αϊβαλί που ονομάστηκε έτσι σε ανάμνηση των χαμένων πατρίδων των γονιών. Είναι οι άνθρωποι που από την πλευρά τους, όπως και τόσοι άλλοι Βατικιώτες, πρόσφεραν αφειδώλευτα τις υπηρεσίες τους, στην κοινή προσπάθεια για την αποκατάσταση του φάρου.
Ωστόσο, καθώς η νύχτα στην Νεάπολη προχωράει, παίρνει ν’ αλλάζει ο καιρός. Τα πρώτα σημάδια της αλλαγής είναι οι πνοές του ανέμου, που όσο πάνε δυναμώνουν. Η ευχάριστη μέχρι τώρα θαλασσινή αύρα έχει εξελιχθεί σ’ έναν παντοδύναμο άνεμο, που φτάνει φουριόζος από τα βάθη του πελάγους, μεταμφιεσμένος άλλοτε σε γαρμπή και άλλοτε σε πουνέντε. Στην προκυμαία, το σκηνικό της ανεμελιάς και της ηρεμίας εξαφανίζεται. Τα υπαίθρια τραπεζάκια αδειάζουν βιαστικά, μεταφέρονται όλοι στη σιγουριά των χειμωνιάτικων αιθουσών. Ξαφνικά η πρωτεύουσα των Βάτικων, μοιάζει με ανεμοδαρμένο αιγαιοπελαγίτικο νησί.
Αποσυρόμαστε στο δωμάτιό μας, στον πρώτο όροφο του ξενοδοχείου Αϊβαλί. Μόνον η παραλιακή λεωφόρος το χωρίζει από το κύμα. Αφήνω στο παράθυρο μια χαραμάδα ανοιχτή, για να διεισδύει ο υπόκωφος ήχος του αέρα και των κυμάτων.
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΑΡΟ
Η έγνοια της πορείας για το φάρο με ξυπνάει απ’ τα χαράματα. Κατάμαυρα σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό. Ψηλά, σε μια γωνιά του, ωστόσο, διακρίνεται αμυδρά ένας τόνος σκουροκόκκινος. Περνάει απ’ το μυαλό μου μια πιθανή θεαματική ανατολή. Δεν διστάζω καθόλου. Παίρνω το αυτοκίνητο, διασχίζω την κοιμισμένη, ακόμα, Νεάπολη και βγαίνω στις ανηφοριές για τα ψηλώματα της Βαβύλας. Καιρός ήταν! Στην κατεύθυνση της ανατολής τα μαύρα χρώματα στα σύννεφα ξεθωριάζουν, αποκτούν τόνους σκουροκόκκινους και ιώδεις, όπως κι η επιφάνεια της θάλασσας. Τα χρώματα του ορίζοντα είναι ανοιχτότερα, η ατμόσφαιρα τόσο καθαρή, που μετά τα κοντινά Κύθηρα, διαγράφονται με ευκρίνεια δυο ακόμη σκοτεινές στεριές. Είναι τα περιγράμματα των Αντικυθήρων και της Κρήτης. Μοιάζουν σαν να’ ναι στην ίδια γραμμή, ένα θέαμα πανέμορφο, όχι ιδιαίτερα συχνό.
Τον ήλιο, βέβαια, δεν τον είδα. Παρέμεινε κρυμμένος πίσω απ’ τις οροσειρές της Κριθίνας και της Βάρδιας. Λίγο αργότερα, στον ορίζοντα αναδύθηκε καταχνιά, ξεθώριασαν τα περιγράμματα των Αντικυθήρων και της Κρήτης. Που πρόλαβαν, όμως, κι αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα, τόσο στη θύμισή μου όσο και στη μνήμη της φωτογραφικής μου μηχανής.
Η Νεάπολη έχει ξυπνήσει για καλά, στο ξενοδοχείο ΑΪΒΑΛΙ αχνίζει ο καφές. Ο Θοδωρής μας ετοιμάζει τόστ, χυμούς, νερά, μας ρωτάει τι άλλο χρειαζόμαστε για το φάρο. Καταλαβαίνω με ποιο τρόπο εκδήλωνε το ενδιαφέρον του στους έξι μήνες που κράτησε η αποκατάσταση του μνημείου.
Ένας – ένας συγκεντρώνονται οι οδοιπόροι του φάρου, Παναγιώτηδες όλοι: ο Σταθάκης, ο Μπιλλίνης, ο Τριπόντικας. Χάρις σ’ αυτόν βρισκόμαστε εδώ και ξεκινάμε για τον φάρο. Μικρή στάση στα «Βελανίδια», στου Καμπανέλη, για καφεδάκι ελληνικό. Διασχίζουμε το χωριό και μ’ έναν αρκετά καλό χωματόδρομο τερματίζουμε μετά από 3.8 χλμ. (19 συνολικά από την Νεάπολη), στην αρχή του μονοπατιού, μπροστά στο εκκλησάκι του Αγ. Θωμά του εν Μαλεώ. Μια πηγούλα, με την εικόνα του Αγίου, μας ξεδιψάει με δροσερό νερό. Στο ταπεινό αγροτόσπιτο παραδίπλα μένει η οικογένεια Λιβανού. Προβατάκια, γαλοπούλες και κότες, θέα ανεμπόδιστη σε θάλασσα και βουνό. Επικρατεί μια σπάνια γαλήνη.
-Δεν έχουμε πολλά αλλά κι ούτε παραπονιόμαστε, λέει η κυρα – Σταματική. Και τώρα με τους φαροφύλακες θα ξαναρχίσουμε να βλέπουμε και μερικούς ανθρώπους. Όπως καλή ώρα, εσάς. Για τον φάρο δεν πάτε;
-Ναι, εκεί θα περάσουμε την νύχτα.
-Και το μικρό, πού θα πάει;
-Μαζί μας κι αυτό.
-Πω, πω!, θα τα καταφέρει τόσο δρόμο; Έχει πέτρες, δύσκολα περπατιέται το μονοπάτι.
-Εγώ θα τα καταφέρω, μουρμουρίζει η Αθηνά.
ΣΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΑΡΟ
Πριν βγούμε στο μονοπάτι, λοξεύουμε για ένα λεπτό στο παλιό ξωκκλήσι του Αγ. Μύρωνα. Σ’ ένα τμήμα του νότιου τοίχου διακρίνονται υπολείμματα μερικών τοιχογραφιών, που χρονολογούνται στα μέσα του 14ου αιώνα. Στις 11:30 αναχωρούμε για τον φάρο. Κατηφορίζουμε για 3’ στενό δρομάκι τσιμεντένιο. Στη συνέχεια συναντάμε μισοερειπωμένο αγροτόσπιτο. Αμέσως μετά ένα απότομο μονοπάτι μας οδηγεί σε μερικά λεπτά πάνω από τη βραχώδη ακτή. Πολλά γιαλόξυλα είναι κατάσπαρτα στα βράχια, «καραβοτσακίσματα» τα ονομάζει ο Σταθάκης.
Ανηφορίζει για λίγο το μονοπάτι, προβάλλουν σε κάτοψη οι κολπίσκοι με τα διάφανα, ήρεμα νερά. Στ’ ανοιχτά, ωστόσο, εκεί όπου δεν υπάρχει η προστασία της στεριάς, οι πνοές του σορόκου κάνουν το Μυρτώο πέλαγος φουρτουνιασμένο και εχθρικό. Στο βάθος του ταραγμένου ορίζοντα αχνοφαίνεται το περίγραμμα της ακατοίκητης νήσου Παραπόλας, με τον διάσημο υπεραπόκεντρο φάρο και τις απόκρημνες ακτές. (ΕΛΛ. ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 33, 2003).
Αναρίθμητες αιχμηρές πέτρες καλύπτουν την ακτογραμμή. Το σκούρο χρώμα τους φέρνει στη μνήμη ηφαιστειογενή πετρώματα της Νισύρου ή Σαντορίνης. Περνάμε κάτω από ένα σκέπαστρο με λαμαρίνα. Για αρκετά μέτρα ανηφορίζει με πολύ έντονη κλίση το μονοπάτι. Λαξεμένο πάνω στην πέτρα, είναι εξαιρετικά δύσβατο για τα μουλάρια που μεταφέρουν τα απαραίτητα εφόδια στον φάρο. Η βελτίωσή του είναι απόλυτα απαραίτητη.
Βγαίνουμε σε επίπεδο έδαφος και πάλι, άλλοτε ομαλό και άλλοτε κακοτράχαλο. Η βλάστηση είναι θαμνώδης και φτωχή. Οι ασβεστολιθικές πλαγιές ως τα υψίπεδα της Βάρδιας είναι καλυμμένες από σχοίνα, θυμάρι και αχινοπόδια, αυτούς τους αγκαθωτούς θάμνους που έχουμε δει να χρησιμοποιούνται ως προσάναμμα στην Κρήτη.
12:20’. Διασχίζουμε μια απότομη πλαγιά, μερικές δεκάδες μέτρα πάνω απ’ την ακτή. Καθώς παίρνουμε πορεία προς τον νότο μας χτυπάει καταπρόσωπο ένας σορόκος ισχυρότατος.
12:55’. Για πρώτη φορά αντικρύζουμε τον φάρο, να ορθώνεται πάνω από τα κύματα στην απόκρημνη πλαγιά. Είκοσι λεπτά μετά, μας καλωσορίζει ο δίοπος Μιχάλης Φωτόπουλος, ο ένας από τους δυο φαροφύλακες. Με κανονικό βηματισμό χρειαστήκαμε 1 ώρα και 45’ ακριβώς. Στον ίδιο χρόνο τερμάτισε και η μικρή Αθηνά, που, τέσσερις μήνες πριν από τα έβδομα γενέθλιά της αποκτά την εμπειρία μιας απαιτητικής πεζοπορικής διαδρομής.
ΜΕΡΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΥΜΑ
Φτάνοντας στον φάρο προσπαθούμε να προφυλαχτούμε απ’ τις ριπές του ανέμου. Μάταια. Ούτε ο βαρύς όγκος του λιθόκτιστου κτιρίου ούτε η απότομη πλαγιά μπορούν να εμποδίσουν το σορόκο, που στροβιλίζεται διαρκώς και μας χτυπάει από παντού. Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση στη θάλασσα. Η διαμόρφωση των κάθετων πλαγιών του ακρωτηρίου και η γεωγραφική του θέση δικαιολογούν τον άστατο, επικίνδυνο καιρό. Τρία πελάγη συναντιούνται στον Μαλέα: το Ιόνιο, το Κρητικό και το Μυρτώο, καθένα με τις δικές του αέριες μάζες, ρεύματα αντίθετα από κάθε σχεδόν σημείο του ορίζοντα. Εδώ, στ’ ανοιχτά του Κάβο Μαλιά, λοιπόν, εκτείνεται το πεδίο σύγκρουσης των ανέμων στους αιώνες. Μιας σύγκρουσης βίαιης και αέναης, ανάμεσα σε μαΐστρους, όστριες, σορόκους και γραίγους, που ποτέ δεν έχει τον ίδιο νικητή.
Αυτοί οι αντίθετοι άνεμοι δημιουργούν τις «αντίπνοιες», που κατά τον Στράβωνα ήταν η κύρια αιτία των δυσκολιών στην παράκαμψη του κάβου. Είναι από την αρχαιότητα κακόφημος ο Μαλέας κι έμεινε παροιμιώδης η φράση του Στράβωνα: «Μαλέαν δε κάμψας επιλάθου των οίκαδε». Ελαφρά τροποποιημένη η φράση («Μαλέα παρακάμψας επιλάθου των οίκαδε») βρίσκεται αποτυπωμένη στον τοίχο του λιθόκτιστου κτιρίου του φάρου. Και με τις δυο εκδοχές η έννοια είναι ίδια: αν κάποιος παραπλεύσει τον Μαλέα, ας ξεχάσει την πατρώα γη, την οικογένεια.
Σε τέσσερα διαφορετικά σημεία της Οδύσσειας αναφέρει ο Όμηρος τον Μαλέα. Στην προσπάθειά τους να τον παρακάμψουν, καθώς γυρνούσαν από την Τροία νικητές, ναυάγησαν οι τρεις από τους πρώτους Έλληνες βασιλείς, ο Αγαμέμνονας, ο Οδυσσέας και ο Μενέλαος. Σπουδαίοι συγγραφείς αναφέρθηκαν στα κείμενά τους για τον Μαλέα. Λέει στα «Λόγια της Πλώρης» ο Καρκαβίτσας: «Τις φουρτούνες του Κάβο Μαλιά δεν τις κάνουν οι άνεμοι, τις κάνουν τα στοιχειά. Τα στοιχειά του Κάβο Μαλιά είναι ξωτικά. Όποιον ρωτήσεις στα Βάτικα, το ίδιο θα σου πει».
Ο Κώστας Ουράνης, γράφει στο βιβλίο του «Ταξίδια στην Ελλάδα», για τις φουρτούνες του Μαλέα: «Από το κατάστρωμα του μικρού βαποριού οι επιβάτες περιεργάζονταν την πλησιέστερη ακτή. Περνούσαμε εμπρός στο ακρωτήρι του Μαλέα… Από τις πιο μακρινές εποχές ως τα τελευταία χρόνια της ιστιοπλοΐας, τα άγρια αυτά παράλια που πέφτουν σχεδόν κάθετα στη θάλασσα από ένα εντυπωσιακό ύψος και τη γεμίζουν μ’ έναν ίσκιο βαράθρου, ήταν ο κακός δαίμονας των θαλασσοπόρων. Είναι σπανιότατο να στρίψει κανείς το ακρωτήριο αυτό με άκρα μπουνάτσα. Κι όταν ακόμα ο άνεμος δεν είναι ορμητικός, τα νερά έχουν μια μυστηριώδη αναταραχή. Δυνατά ρεύματα σηκώνουν όλο το χρόνο άγριες τρικυμίες. Λυσσασμένα τα κύματα δέρνουν ανήλεα τις παρυφές των βράχων μ’ ένα κολασμένο βουητό και κάνουν και τα μεγάλα ακόμα σημερινά πλοία να δυσκολεύονται να περάσουν».
Το ίδιο παραστατική και η περιγραφή της Αθηνάς Ταρσούλη στο βιβλίο της «Κάστρα και Πολιτείες του Μοριά»: «Φεύγοντας από τη Μονεμβασιά, ως ανοιγόμαστε στο Μυρτώο Πέλαγος, βλέπομε να μαυρίζει δεξιά στο βάθος του ορίζοντα, την τραχειά κορμοστασιά του Κάβο Μαλιά, που τον λένε και «Ξυλοχάφτη», απ’ τα πολλά καράβια που’ χει καταπιεί…. Σκοτεινά σύννεφα, σα μαύρα πουλιά, πλανιούνται πάνω απ’ το Μαλέα… Η θάλασσα, σαν κυνηγημένη, μελανιάζει, ρυτιδώνεται και σπάει γύρω από το πλοίο τους αφρούς της.
-Καπετάνιε, τι λες, θα χορέψουμε;
-Μπα, δε βαριέστε! Μικροπράγματα. Ένα μελτεμάκι, να κόψει για λίγο τη μονοτονία της μπονάτσας. Όλο λάδι πια δεν αξίζει. Ας βάλει και λίγο ξύδι για ποικιλία.
Κι αλήθεια, ο καιρός που τον είχαμε τώρα κατά μπροστά, παίρνει ύφος ξυδάτο, κατά την έκφραση των θαλασσινών. Βλοσυρός, μονόχνωτος, μελανιασμένος ο φοβερός Μαλέας… Στις κάθετες πλευρές του γκρεμού σκισμάδες ανεμοδαρμένες γράφονται, ίδιες ρυτίδες σε μούτρο άγριου γίγαντα… Στην πιο απόκρημνη πλευρά προβάλλει τώρα ο φάρος…»
Τέτοιες εμπειρίες είχε η Αθηνά Ταρσούλη από τη θάλασσα του Μαλέα. Εμείς, βέβαια, οι ταξιδιώτες της στεριάς, δεν αγναντεύουμε από την τρεμάμενη επιφάνεια της θάλασσας τον φάρο. Τον θαυμάζουμε με την άνεσή μας, με την ακλόνητη σιγουριά των συμπαγών βράχων κάτω από τα πόδια μας. Ορθώνεται μπροστά μας πανύψηλος, περήφανος, αναγεννημένος. Οι πληγές που του άφησαν η εγκατάλειψη και ο χρόνος έχουν ολότελα γιατρευτεί. Κάποιοι άνθρωποι τον φρόντισαν σαν ζωντανό οργανισμό, σαν να’ τανε άνθρωπος δικός τους. Το κτίριο του φάρου μοιάζει και πάλι σαν καινούργιο. Ένα κτίριο που ορθώθηκε για πρώτη φορά το 1883 σε τούτη την αφιλόξενη ακτή.
Παρατηρώ την εξαίσια αρχιτεκτονική του, που έχει διατηρηθεί αναλλοίωτη. Πρώτα η ογκωδέστατη βάση με τις μεγάλες τετραγωνισμένες, γκρίζες γρανιτόπετρες. Αμέσως πιο πάνω, στον δωρικό χαρακτήρα της πέτρας έρχεται να προσδώσει κομψότητα και χάρη ένα μαρμάρινο λαξευτό κορδόνι, που περιβάλλει την περίμετρο της βάσης. Πάνω από το κομψό μαρμάρινο γείσο αρχίζει η στιβαρή τοιχοποιΐα. Εδώ, δεσπόζουν οι πελεκητές αλαβάστρινες γωνιόπετρες, όμοιες στα μεγάλα ορθογώνια παράθυρα και στην πόρτα.
Η ίδια φροντίδα και σημασία στην λεπτομέρεια κυριαρχούν και στο εσωτερικό με τους φρεσκοβαμμένους τοίχους, τα ολοκαίνουργια έπιπλα και σκεύη στα τρία δωμάτια, στην κουζινούλα και στο μπάνιο. Απ’ τα σιδερόφρακτα παράθυρα των δυο δωματίων η θέα του πελάγους είναι ανεμπόδιστη ως τα βάθη του ορίζοντα. Μια φαρδειά σκάλα από έξοχη μαρμαρόπετρα στριφογυρίζει μέσα στα έγκατα του φάρου, μας οδηγεί από την βάση ως την κορυφή του ορθογώνιου πύργου. Τη συνέχεια παίρνει μια στενή, σιδερένια σκαλίτσα.
Εδώ, 40 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, βρίσκεται ο κλωβός του φάρου, το φανάρι που συντροφεύει τους νυχτερινούς πλόες των ναυτικών.
Κάποιες σιλουέττες διακρίνονται στο μονοπάτι. Είναι ο δεύτερος φαροφύλακας, ο επικελευστής Δημήτρης Μπουρδέρης από το Άργος, με προϋπηρεσία στα φανάρια των Οθωνών, της Σαπιέντζας, του Καστελλόριζου και της Άνδρου. Μαζί του έρχεται και ο Παναγιώτης Λιβανός, ο τέταρτος Παναγιώτης στη συντροφιά, που μεταφέρει με τα μουλάρια του εφόδια για τον φάρο. Οι υπηρεσίες του είναι πολύτιμες, ιδιαίτερα σε μέρες θαλασσοταραχής και αδυναμίας προσέγγισης του φάρου από τη θάλασσα.
Ξεφορτώνει τα ζώα ο Παναγιώτης και χωρίς καθυστέρηση ξαναβγαίνει στο μονοπάτι. Πρέπει να προλάβει, η νύχτα του Γενάρη πέφτει νωρίς. Άλλοι δυο Παναγιώτηδες φεύγουν μαζί του, ο Σταθάκης και ο Μπιλλίνης. Από τους τέσσερις απομένει ένας, ο Παναγιώτης Τριπόντικας, που θα περάσει, όπως και μεις, τη νύχτα του στον φάρο.
Φτιάχνει ο Μιχάλης για όλους καφεδάκια. Όπως ο Δημήτρης, έτσι κι αυτός βρίσκεται για δεύτερη μόλις μέρα στο φανάρι του Μαλέα. Η προηγούμενη υπηρεσία του ήταν στο Σίγρι της Λέσβου, στην άλλη άκρη του Αιγαίου…
Στο τελευταίο φως της μέρας βγαίνουμε για λίγο στο γνωστό μας μονοπάτι. Είναι η μοναδική μας δυνατότητα περιπάτου. Από πάνω ορθώνονται οι απόκρημνες πλαγιές της Βάρδιας. Αλλά και η πρόσβαση προς το νότο, στο Ακρωτήριο του Μαλέα, μόνον σε αναρριχητές είναι προσιτή. Θα ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, όχι μόνον ελληνική αλλά και διεθνής πεζοπορική προοπτική, αν κάποτε τιθασσευόταν με ασφαλές πέρασμα αυτό το ιλιγγιώδες τμήμα της ακτής, που για ενάμισυ περίπου χλμ., παρεμβάλλεται ανάμεσα στο Ακρωτήριο του Μαλέα και στον φάρο. θα ήταν, πιθανότατα, μια από τις πιο θεαματικές, τις πιο επιθυμητές κυκλικές παράκτιες διαδρομές, για κάθε απαιτητικό Έλληνα και ξένο πεζοπόρο, αληθινό απόκτημα και αξιοθέατο για τον τόπο. Μόνον όσοι έχουν πεζοπορήσει και στο νότιο άκρο της χερσονήσου του Μαλέα (ΕΛΛ. ΠΑΝ., τεύχ. 63, 2008), μπορούν να αντιληφθούν την σημαντικότητα της χάραξης μιας τέτοιας διαδρομής.
Φτάνοντας το μεσημέρι στον φάρο, φοβόμασταν πως θα έμοιαζαν ατελείωτες οι ώρες, πως θα βαριόμασταν σχεδόν. Δεν ήταν καθόλου έτσι. Κουβεντιάσαμε απολαυστικά, τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι, καθένας με τις δικές του ιστορίες και εμπειρίες, δειπνήσαμε χωρίς βιάση, με την νόστιμη μαγειρική της μητέρας του Μιχάλη, κοτόπουλο με μανιτάρια και παστίτσιο. Ήπιαμε το τσιπουράκι που είχα φέρει μαζί μου απ’ τη Μακεδονία, ανέβηκε κατακόρυφα το κέφι, γλύκαναν ακόμη περισσότερο οι καρδιές. Αργότερα, άλλος άνοιξε κάποιο βιβλίο κι άλλος την τηλεόραση, η Αθηνά άρχισε να ζωγραφίζει πλοία και φάρους στα χαρτιά της. Ύστερα ασχολήθηκε με τις κούκλες της – είναι μικρή ακόμα – κι όταν νύσταξε, τυλίχθηκε στον υπνόσακο και κοιμήθηκε βαθειά. Όπως όλοι μας, άλλωστε, μερικά μέτρα πάνω από τα κύματα του Ιονίου, του Κρητικού και του Μυρτώου…
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Στον Άγιο Φωκά μας υποδέχεται ο Παναγιώτης Λιβανός. Είναι 10 και μισή το πρωί, έχουμε μόλις επιστρέψει από το φάρο.
–Περάστε για μια μικρή στάση από το σπίτι, προτείνει ο Παναγιώτης.
Σκέφτομαι, πως δεν είναι άσχημη η σκέψη του για ένα καφεδάκι.
Το αγροτόσπιτο του Παναγιώτη διαθέτει τα πάντα: πρόβατα, κατσίκια, κότες, γαλοπούλες και περιστέρια, τρία μουλάρια που κάνουν τις μεταφορές στον φάρο, πουρνάρια, ελιές και χαρουπιές, θέα απεριόριστη σε πέλαγος και στεριά. Στο μικρό καθιστικό το τζάκι είναι από ώρα αναμμένο, μοιάζει να μας περίμενε.
Πίνουμε τα καφεδάκια μας κι ετοιμαζόμαστε για το δρόμο. Μας προλαβαίνει η γυναίκα του Παναγιώτη, η Κωνσταντίνα.
-Σας έχω ένα μεζεδάκι, τώρα βγήκε απ’ τη φωτιά.
Γεμίζει ο χώρος από εξαίσια μυρωδιά. Είναι κατσικάκι κοκκινιστό. Μα, δεν είναι μόνον αυτό. Φέρνει η Κωνσταντίνα φρέσκια μυζήθρα και λαδοτύρι στη σάλτσα του κατσικιού, τηγανίζει σε δυο λεπτά κεφαλοτύρι σαγανάκι, κόβει από το περιβόλι ντομάτες και φτιάνει σαλάτα: ναι, ντομάτες χωραφίσιες αυτή την εποχή! Στο μεταξύ ο Παναγιώτης γεμίζει τα ποτήρια μας με κρασί δικό του, αγνό και εξαιρετικό.
–Ελάτε, πάρτε τώρα που είναι ζεστά, μας παρακινεί η Κωνσταντίνα.
Παραμερίζουμε τους δισταγμούς και, ένα τέταρτο πριν από τις 11 το πρωί, γευματίζουμε στο αγροτόσπιτο του Παναγιώτη Λιβανού, σαν να’ ναι μεσημέρι. Λένε, ότι τα απρόοπτα είναι τα καλύτερα. Είμαι βέβαιος, ωστόσο, πως τούτη την έξοχη γαστρονομική εμπειρία, συνδυασμένη με τέτοια φιλοξενία, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος από μας.
-Όποτε σας βγάλει ο δρόμος, το σπίτι μου είναι ανοιχτό, λέει ο Παναγιώτης. Μπορεί τη νύχτα ν’ ακούσουμε και τσακάλια. Έχουν μείνει μερικά. Κι αν είναι καλοκαίρι, θα πάμε να ρίξουμε τα παραγάδια για ζαργούς.
-Πρώτη φορά μου τυχαίνει κτηνοτρόφος και ψαράς, και μάλιστα παραγαδιάρης, λέω στον Παναγιώτη.
Με πολλή απροθυμία αποχαιρετάμε τους υπέροχους ανθρώπους, τον Παναγιώτη Λιβανό και την Κωνσταντίνα, τον Νίκο, τη Σταυρούλα και τη Βάσω, τα τρία τους παιδιά. Κάποια μέρα, το νιώθω, θα ξανατσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας.
ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΨΗΛΑ
Χτυπάει το τηλέφωνο της Άννας. Είναι ο Γερμανός STEFAN ASBECK, μηχανικός και πιλότος αεροπλάνων. Είναι επιπλέον και αεροναυπηγός. Έχει κατασκευάσει με την βοήθεια της γυναίκας του το μονοκινητήριο αεροσκάφος, με το οποίο κάνει πτήσεις στην γύρω περιοχή.
-Όλες οι προβλέψεις λένε, πως από απόψε το βράδυ πέφτει ο καιρός. Αύριο θα κάνει ένα μικρό διάλειμμα και θα ξαναρχίσει πάλι. Αν εξακολουθεί να σ’ ενδιαφέρει λοιπόν, αύριο θα είναι η μητέρα όλων των πτήσεων, καταλήγει ο STEFAN.
Πετάει η Άννα, αρχικά από τη χαρά της και το επόμενο πρωί με το μικροσκοπικό αεροσκάφος, που, εκτός από τον πιλότο, έχει χώρο μόνον για έναν επιβάτη. Όταν μετά από μια ώρα ξαναβρίσκουμε την Άννα είναι ενθουσιασμένη από την εμπειρία της πτήσης και την εικόνα από ψηλά τον εκπληκτικού αυτού τόπου των Βάτικων…
Το βράδυ ξαναρχίζει να φυσάει. Με μεγαλύτερη ένταση από πριν.
ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ
ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ, ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΚΚΛΗΣΑΚΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ
Με το πρώτο φως αποκαλύπτεται η φουρτουνιασμένη θάλασσα σ’ όλο της το άγριο μεγαλείο. Την αγναντεύουμε από την τζαμαρία του σαλονιού, με τον πολύ καλό καφέ που μας φέρνει ο Θοδωρής. Οι πρωινές ειδήσεις αναφέρουν, ότι στην Φλώρινα η κυκλοφορία διεξάγεται μόνον με αλυσίδες. Είναι πολύ πιο ευχάριστο το κλίμα της Νεάπολης κι ας λυσσομανάει ο γαρμπής.
Στο μεταξύ η πρωτεύουσα των Βάτικων τινάζει σιγά – σιγά από πάνω της τον ύπνο. Ένα ένα τα καταστήματα ανοίγουν, παραγγέλλονται οι πρώτοι καφέδες στα καφενεία. Η κίνηση πεζών και οχημάτων ζωηρεύει. Είναι ώρα να ξεκινήσουμε.
Μετά το Δημαρχείο ανηφορίζει ο δρόμος με κατεύθυνση ΝΑ. Αφήνουμε την διακλάδωση προς Παραδείσι και Καστανιά, διασχίζουμε το κάτω μέρος του αμφιθεατρικού οικισμού Λάχι και συνεχίζουμε προς Αγ. Νικόλαο. Πριν από το μεγάλο, γραφικό χωριό ανηφορίζουμε ανατολικά προς Βελανίδια. Κερδίζουμε υψόμετρο με πολλές κλειστές στροφές και υπέροχη θέα προς τον κάμπο των Βάτικων, την Ελαφόνησο και τα Κύθηρα.
Φτάνουμε στο υψηλότερο σημείο της διαδρομής, σε αυχένα με υψόμετρο 560 μέτρων. Πάνω αριστερά, στα 711 μέτρα, ορθώνεται το βραχώδες ύψωμα της Βαβύλας, από τα πρώτα σημεία που πιάνουν χιόνι το χειμώνα. Στα δεξιά του αυχένα αναπτύσσεται ο βαρύς όγκος της Κριθίνας, με τα 794 μέτρα της κορυφής της. Η θέα στον δυτικό ορίζοντα χάνεται οριστικά, για πρώτη φορά αντικρύζουμε στ’ ανατολικά τα νερά του Μυρτώου Πελάγους. Κάτω χαμηλά, μια πολύπλοκη ακτογραμμή με κόλπους και νησιδούλες καταλήγει βόρεια στο εντυπωσιακό ακρωτήρι της Καμήλας. Το Λακωνικό τοπίο είναι αυστηρό, κατάσπαρτο από ασβεστολιθικές πέτρες και θάμνους, πουρνάρι, θυμάρι και κουμαριά.
Καθώς κατηφορίζουμε, παρεμβάλλεται στο οπτικό μας πεδίο η ειδυλλιακή εικόνα ενός εξωκκλησιού. Είναι η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ένα γραφικότατο εκκλησάκι με τρούλλο που εξέχει πάνω από τα κυματιστά επίπεδα των πολλαπλών του σκεπών. Η κατασκευή του ναΐσκου ανάγεται στον 13ο αιώνα και, σύμφωνα με τον Τάκη Αρβανίτη, (3) «αποτελεί την εξαίρεση στην τυπολογική ομοιογένεια των ναών των Βατίκων. Είναι δίστυλος σταυροειδής εγγεγραμμένος, με τρεις ημικυκλικές αψίδες στα ανατολικά και νάρθηκα στα δυτικά. Από τις τοιχογραφίες του τρούλλου σώζονται με πολλές φθορές ο Παντοκράτορας και προφήτες!».
Εξακολουθούμε να κατηφορίζουμε, μα τα Βελανίδια είναι αθέατα ακόμη. Περνάμε μια απόκρημνη στροφή. Αμέσως μετά, στα 14.8 χλμ. από την Νεάπολη, αποκαλύπτονται ξαφνικά μπροστά μας τα Βελανίδια. Η εικόνα του μεγάλου χωριού είναι εντυπωσιακή. Τα σπίτια, γαντζωμένα σαν αναρριχητές, έχουν καταλάβει κάθε σημείο της απότομης πλαγιάς. Η δόμηση είναι πυκνότατη. Ο ζωτικός χώρος είναι τόσο λιγοστός, που δεν αφήνει ανάμεσα στα σπίτια τις ανοιχτωσιές με περιβόλια και αυλές, που συναντάμε στα περισσότερα χωριά. Λευκοί τοίχοι και χρωματιστά πορτοπαράθυρα, στην πλειονότητά τους μπλε, δημιουργούν ένα οικιστικό σύνολο υπέροχο που, αν εξαιρέσουμε τις κόκκινες κεραμοσκεπές, θυμίζει έντονα κυκλαδίτικο νησί. Πολλά δρομάκια είναι τόσο στενά, που νομίζουμε αρχικά πως οδηγούνε σε αδιέξοδα. Αυτά όμως, άλλοτε με μια μικροσκοπική σκαλίτσα, άλλοτε μ’ έναν απρόβλεπτο ελιγμό, ξεφεύγουν από τις παγίδες των αδιέξοδων, εξακολουθούν την λαβυρινθώδη, μυστική τους διαδρομή.
Παίρνουμε την κεντρική, επίπεδη σχεδόν, οδό της Μυρτιδιώτισσας. Μη φανταστείτε καμιά λεωφόρο. Ένας στενός δρομίσκος είναι, που μετά βίας σε κάποια σημεία ξεπερνάει τα 3 μέτρα. Ο δρόμος οδηγεί στην μεγαλόπρεπη ομώνυμη εκκλησία, με πελεκητούς γωνιόλιθους, ωραίο αύλειο χώρο και θέα στο Μυρτώο.
Είναι πολύ έντονες οι κλίσεις στο χωριό. Πολύ ψηλότερα βρίσκεται το σπηλαιώδες εκκλησάκι του Αϊγιαννάκη, μια κατάλευκη πινελιά στο κολοσσιαίο συγκρότημα των κοκκινωπών ασβεστολιθικών βράχων που δεσπόζουν πάνω απ’ το χωριό. Εκεί εύρισκαν καταφύγιο οι κάτοικοι στα χρόνια των πειρατών. Θαλασσινοί ήταν και εξακολουθούν να είναι οι Βελανιδιώτες, έχουν στο αίμα τους τη θάλασσα. Αλωνίζαν με τις μηχανότρατές τους τα ψαροτόπια από το Β. Αιγαίο ως τη Λιβύη, έζησαν εποχές μεγάλης ακμής.
Διασχίζουμε με στενό, κατηφορικό δρόμο το χωριό κι ένα χιλιόμετρο παρακάτω φτάνουμε στον παραθαλάσσιο οικισμό. Μερικές ψαρόβαρκες είναι αραγμένες στο μικροσκοπικό αλιευτικό καταφύγιο. Λίγο βορειότερα εκτείνεται ο αμμουδερός ορμίσκος Καραλής. Κοντά στην ακτογραμμή είναι διάσπαρτες οι νησιδούλες Κουρνενήσια. Μερικά μέτρα πάνω απ’ το ακροθαλάσσι, εξακολουθεί ν’ αντιστέκεται στις πνοές της Τραμουντάνας και του Γραίγου, ένα παμπάλαιο μισοερειπωμένο κτίσμα με αργολιθοδομή και λαξευτές πέτρινες παραστάδες στα ανοίγματα των θυρών.
Βγαίνουμε ανατολικά, έξω από τα Βελανίδια και παίρνουμε τον χωματόδρομο με κατεύθυνση προς φάρο και Αγ. Θωμά. Στην διακλάδωση, λίγο πιο πέρα, στρέφουμε ανηφορικά δυτικά. Αποκαλύπτονται θαυμάσιες εικόνες του χωριού. 1.5 χλμ. μετά ο δύσβατος χωματόδρομος τερματίζει σ’ ένα λιβαδοτόπι, σε υψόμετρο 360 μ.
Με τον Δημοτικό Σύμβουλο Παναγιώτη Σταθάκη ξεκινάμε με τα πόδια προς το Γερμανικό Παρατηρητήριο, ένα απομεινάρι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το μονοπάτι είναι κακοτράχαλο αλλά εμφανές και καθαρό. Σ’ ένα 20λεπτο αποκαλύπτεται το ερειπωμένο κτίσμα. Καθώς πλησιάζουμε, μας υποδέχεται ένας αέρας φοβερός. Με μεγάλη δυσκολία καταφέρνουμε να βαδίζουμε. Μπαίνοντας στους ανοιχτούς διαδρόμους και στα χωρίσματα του κτιρίου, ο αέρας αποκτά πρόσθετη δύναμη, γίνεται ανυπόφορος.
Το κτίσμα έχει πολλά δωμάτια, παράθυρα σ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα και εξαιρετική τοιχοποιΐα από ντόπια πέτρα, που κουβάλησαν το 1943 εκατοντάδες Έλληνες από τα κοντινά χωριά. Η θέα προς τα πελάγη και τις γύρω κορυφές είναι μοναδική, δεν θα μπορούσαν για παρατηρητήριο να επιλέξουν πιο ιδανική θέση οι Γερμανοί.
Με τον ακούραστο ιστορικό ερευνητή και πολυγραφότατο συγγραφέα των Βάτικων, Τάκη Αρβανίτη, ξεκινάμε να γνωρίσουμε μερικά βυζαντινά εξωκκλήσια στα Βελανίδια. Και πρώτα το εκκλησάκι του Αγ. Παντελεήμονα. Από τα τελευταία σπίτια του χωριού ανηφορίζουμε με κατεύθυνση ΝΑ. Γρήγορα συναντάμε το μονοπάτι που διχάζεται, Α προς τον φάρο, ενώ Ν προς το εκκλησάκι της Αγ. Μαρίνας, στις νότιες ακτές της χερσονήσου του Μαλέα. Σ’ ένα 10λεπτο φτάνουμε σε μικρό οροπέδιο, με κορυφαία θέα στο Μυρτώο. Εδώ, ανάμεσα σε σφενδάμια, σχοίνους και πουρνάρια, βρίσκεται ο δίριχτος ναΐσκος, με διαστάσεις 6×2.5 μέτρα. Η τοιχοποιΐα του είναι από αργολιθοδομή αλλά καλυμμένη από ασβέστη. Ασβεστωμένα δυστυχώς είναι και τα τρία εφυαλωμένα βυζαντινά πιάτα, εντοιχισμένα πάνω από το παράθυρο της αψίδας. Η κτίση του ναού τοποθετείται στον 12ο αιώνα και αυτό, κατά τον Τάκη Αρβανίτη «έχει σπουδαία σημασία, διότι μας οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα, ότι στα Βελανίδια πριν από 900 χρόνια είχαν εγκατασταθεί, βρίσκοντας καταφύγιο και ησυχαστήριο, άνθρωποι ευσεβείς».
Οι τοιχογραφίες είναι αξιοπρόσεχτες και κάποιες διατηρούνται σε αρκετά καλή κατάσταση. Χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 13ου αι.
3.5 χλμ. ΒΔ του χωριού ανακαλύπτουμε μέσα στους ελαιώνες δυο ακόμη βυζαντινά εκκλησάκια. Το πρώτο είναι των Αγίων Κων/νου και Ελένης στην τοποθεσία «Λεμόνια». Σώζονται μόνον μερικά υπολείμματα φθαρμένων τοιχογραφιών. Από υψόμετρο 240 μέτρων το εκκλησάκι αγναντεύει χαμηλά τον κόλπο του Αγ. Παύλου με τα τυρκουάζ νερά και, βορειότερα, την εντυπωσιακή χερσόνησο της Καμήλας.
Το δεύτερο εκκλησάκι είναι του Αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου, στην τοποθεσία «Σάρος». Ο πρόναος έχει αρκετές φθαρμένες τοιχογραφίες, ενώ οι ρωγμές της οροφής χρήζουν άμεσης στεγανοποίησης. Στον κυρίως ναό σε καλύτερη κατάσταση διατηρείται η τοιχογραφία της Πλατυτέρας. Ο διάκοσμος χρονολογείται στον πρώιμο 14ο αιώνα.
Επιστρέφουμε στα Βελανίδια. Στην μικροσκοπική πλατειούλα Σίδης με το ηρώο «Υπέρ Θαλασσομάχων», βρίσκεται το καφέ εστιατόριο «Βράχος», του Γιάννη Καρατζή. Είναι ο πασίγνωστος «Καμπανέλης», που πρόσφερε κι αυτός τις υπηρεσίες του στην κοινή προσπάθεια για την αποκατάσταση του φάρου. Το μαγαζάκι του είναι για τα Βελανίδια σημείο αναφοράς σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Ανάμεσα στα πολλά και νόστιμα μεζεδάκια δεσπόζουσα θέση κατέχουν, τούτη την εποχή, τα ολόφρεσκα καλαμάρια.
Ο καλός φίλος Αντώνης Δαμιανάκης, από την ταβέρνα «ΝΕΡΑΪΔΑ» στον Αγ. Νικόλαο, μας οδηγεί στον Αη – Γιώργη της Βαβύλας, ή Πίσω Αη – Γιώργη. Φτάνοντας στον γνωστό μας αυχένα της Βαβύλας παίρνουμε αριστερά τον χωματόδρομο, που καταλήγει ως μονοπάτι στην Κάτω Καστανιά. Εμείς κατηφορίζουμε δεξιά και 1.5 χλμ. μετά φτάνουμε σ’ έναν τόπο εκπληκτικό. Ειν’ ένα καταπράσινο ξέφωτο ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση από ρείκια, κουμαριές, πουρνάρια και σφενδάμια. Στην άκρη του ξέφωτου απλώνει τα πελώρια κλαδιά της μια υπεραιωνόβια άρια. Η περίμετρος του κορμού της φτάνει τα 5 μέτρα!
Στη σκιά αυτού του μνημείου της φύσης είναι χτισμένο το μονόκλιτο ναΐδριο του Αγ. Γεωργίου. Δίπλα του σώζονται τα υπολείμματα τριών άλλων, μικρότερων ναΐσκων, ένας από τους οποίους είναι ο Αγ. Ελευθέριος. Βηματίζουμε για λίγο σιωπηλοί ανάμεσα στα χαλάσματα, τις ερειπωμένες καμάρες και τις κόγχες των Ιερών. Κάποτε, στα χρόνια του Βυζαντίου, το μικρό αυτό μοναστικό συγκρότημα είχε ζωή. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του 14ου αιώνα επιζεί με πολλές φθορές μόνον στον νάρθηκα και στην δυτική πλευρά της κτιστής Αγίας Τράπεζας του ναού.
–Ελάτε τώρα μαζί μου σε μια τοποθεσία μυστική, λέει ο Αντώνης.
Συνεχίζουμε για λίγο τον χωματόδρομο, μπαίνουμε αριστερά σε αθέατο μονοπάτι και σ’ ένα 5λεπτο βρισκόμαστε στην… ζούγκλα. Ειν’ ένα κοίλωμα εδάφους, «γούπατο» το ονομάζει ο Αντώνης, που φωλιάζει μέσα σε πυκνό δάσος από πανύψηλες άριες, κουμαριές, σφενδάμια και πουρνάρια. Είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας, έστω και μικρά κομμάτια ουρανού.
Επιστρέφοντας στον αυχένα της Βαβύλας ξαναβρίσκουμε τους ανοιχτούς ορίζοντες αλλά και τον πανίσχυρο γαρμπή.
–Με λίγη τύχη μπορούμε να θαυμάσουμε και να φωτογραφίσουμε τις πανύψηλες στήλες του θαλασσινού νερού, που δημιουργούνται με τους νοτιάδες στα «Καδία». Είναι μια βραχώδης ακτή κάτω από τον Αγ. Νικόλαο, λέει ο Αντώνης.
Απόγευμα πια, διασχίζουμε τον Αγ. Νικόλαο, παίρνουμε προς τα ΝΔ τους χωματόδρομους και, 5 χλμ. μετά φτάνουμε στον παραθαλάσσιο συνοικισμό της Τσουμάλας. Κατεβαίνουμε σ’ έναν ορμίσκο αφιλόξενο, ορθάνοιχτο στους νοτιάδες. Φυσάει από το πέλαγος αέρας δυνατός, αγριεύει η θάλασσα, σηκώνει κύματα με αφρούς. Είναι κατάσπαρτη με βράχους η ακτή, άλλους αιχμηρούς σαν λεπίδες μαχαιριών κι άλλους κοίλους σαν μακρυά σιφώνια, που το στόμιό τους εξέχει απ’ το νερό.(4) Σκάζουν τα κύματα στη βάση των σιφωνιών, εισχωρούν στο εσωτερικό κι ύστερα βάζουν τα δυνατά τους να ξεπηδήσουν με ορμή στον αέρα, πάνω από το άνοιγμα του στομίου. Τα πιο πολλά μάταια προσπαθούν, πετάγονται ένα – δυο μέτρα πάνω από το στόμιο και χάνουν την ορμή τους. Δεν λείπουν όμως και κάποια κύματα που ξεχωρίζουν από τ’ αλλα. Από μακρυά ακόμη δείχνουν τη δύναμή τους κι όσο πλησιάζουν το μπόϊ τους μεγαλώνει.
–Έρχεται ένα, ετοιμαστείτε!, φωνάζει ο Αντώνης.
Το κύμα σκάζει στο σιφώνι με υπόκωφο βρυχηθμό. Ύστερα εκτοξεύεται ψηλά, πολλά μέτρα πάνω από την καμινάδα της φύσης. Επιστρέφει σαν βροχή, προλαβαίνει, πριν τρέξουν, την Αθηνά και την Άννα, γεμίζει τα πρόσωπα και τα ρούχα τους με αλμύρα. Μια αλμύρα, που αργότερα στεγνώνει μπροστά στο τζάκι της Νεράϊδας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1). Στον καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλο απονεμήθηκε από την Lloyd’s List το βραβείο «Έργο Ζωής για το 2009». Κατά την 50ετή καρριέρα του στην ναυτιλία ο καπετάν Βασίλης εξύψωσε την Ελλάδα στον χώρο των θαλάσσιων μεταφορών με την ελληνική σημαία να κυματίζει στα καράβια του. Υπήρξε επίσης και εμπνευστής της Helmepa, της Ελληνικής Εθελοντικής Περιβαλλοντικής Ένωσης Θαλασσίου Περιβάλλοντος.
(2). Το Πολιτιστικό Ίδρυμα «Αικατερίνη Λασκαρίδη» συστάθηκε την άνοιξη του 2007 με ιδρυτές τον Πάνο και την Μαριλένα Λασκαρίδη. Στο ίδρυμα λειτουργεί η βιβλιοθήκη «Καίτη Λασκαρίδη», που ιδρύθηκε το 1993 από τον Κων/νο Λασκαρίδη στην μνήμη της συζύγου του. Το ναυτικό τμήμα της βιβλιοθήκης διαθέτει πάνω από 5.000 βιβλία, ελληνικά και ξένα. Το Ίδρυμα διοργανώνει διαλέξεις, εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές και φοιτητές, σεμινάρια, ημερίδες, εκθέσεις, τιμητικές και μουσικές εκδηλώσεις, ενώ κάθε χρόνο προκηρύσσει λογοτεχνικό διαγωνισμό πρωτόλειου διηγήματος στη μνήμη της Καίτης Λασκαρίδη.
(3). «Οδοιπορικό στα Μοναστήρια και τις εκκλησίες του Μικρού Αγίου «Όρους». Νεάπολη 2005.
(4). Θυμίζουν τους απολιθωμένους κορμούς των φοινίκων που έχουμε περιγράψει στο τεύχος 63.
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΑΡΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
Στο Ελληνικό Φαρικό Δίκτυο περιλαμβάνονται 120 πέτρινοι φάροι, που κατασκευάστηκαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι περισσότεροι καταστράφηκαν κατά τον Β’. Παγκόσμιο Πόλεμο και επισκευάστηκαν μετά. Οι πέτρινοι αυτοί φάροι αποτελούν παραδοσιακά μνημεία με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική κατασκευή. Επιπλέον έχουν συμβάλει στην ασφάλεια και στην ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας, είναι συνδεδεμένοι με την ναυτική παράδοση της Ελλάδας και αποτελούν σημείο αναφοράς για τους ναυτικούς. Οι φάροι προστατεύονται νομικά από τους νόμους 2039/92 και 3028/02.
Με αποφάσεις του ΥΠ.ΠΟ. έχουν χαρακτηρισθεί μέχρι σήμερα ως διατηρητέα ιστορικά μνημεία 32 φάροι, το ¼ δηλαδή του συνολικού τους αριθμού. Το συνεχώς αναπτυσσόμενο ελληνικό φαρικό δίκτυο αποτελείται σήμερα από 1471 φάρους, φανούς και φωτοσημαντήρες. Η Υπηρεσία φάρων, από τη δεκαετία του ’90, εφάρμοσε και αξιοποίησε την «πράσινη ενέργεια», χρησιμοποιώντας φωτοβολταϊκά συστήματα για την παραγωγή της. Με ηλιακή ενέργεια λειτουργούν 978 φάροι και φανοί, καθώς και 141 φωτοσημαντήρες, δηλαδή ποσοστό 76% του συνόλου. 352 φάροι και φανοί λειτουργούν με ηλεκτρική ενέργεια μέσω του δικτύου της ΔΕΗ. Από τους 120 πέτρινους φάρους οι 41, συμπεριλαμβανομένου και του Μαλέα, είναι στελεχωμένοι με φαροφύλακες.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΟΥ ΚΑΒΟΜΑΛΙΑ
Ο φάρος του Κάβο Μαλέα(ΑΕΦ 4010) ορθώνεται στο νοτιοανατολικότερο σημείο της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Ευρώπης, στον νομό Λακωνίας, στο φημισμένο ακρωτήριο του Μαλέα. Το στίγμα του είναι Φ (Γεωγρ. Πλάτος) 36ο 26΄ 40΄΄ Β (βόρειο) και Λ (Γεωγρ. Μήκος) 23ο 12΄50΄΄ Α (Ανατολικό).
Λειτουργεί ως ναυτιλιακό βοήθημα, κατευθυντήριος φάρος ανελλιπώς μέχρι σήμερα, για τα διερχόμενα πλοία στους θαλάσσιους δρόμους της Μεσογείου.
Πρωτολειτούργησε το 1883 ως επανδρωμένος φάρος με πηγή ενέργειας το πετρέλαιο. Κατά τη διάρκεια του Β’. Παγκοσμίου Πολέμου παρέμεινε σβηστός, λόγω φθορών από τα στρατεύματα κατοχής. Το 1945 μετατράπηκε σε αυτόματο μή επανδρωμένο ηλιακό φάρο με απόφαση του Ανωτάτου Ναυτικού Συμβουλίου, λόγω μή επάρκειας προσωπικού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη φθορά των κτιριακών εγκαταστάσεων με την πάροδο του χρόνου.
Τον Ιούλιο του 2006 ο Φάρος χαρακτηρίσθηκε ως διατηρητέο μνημείο με την απόφαση του ΥΠ.ΠΟ 57217/1609/13.7.06.
Από τα τέλη Μαΐου ως τα τέλη Ιουνίου του 2009 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες αποκατάστασης τους Φάρου με χορηγία του Ιδρύματος «Αικατερίνη Λασκαρίδη». Είχε προηγηθεί η μελέτη αποκατάστασης με χορηγία της εταιρείας COSTAMARE.
Στα μέσα Δεκεμβρίου του 2009 εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι φαροφύλακες και άρχισε να λειτουργεί και πάλι ως επανδρωμένος ο Φάρος του Μαλέα.
Το λιθόκτιστο κτίριο του φάρου είναι 95 τετ. μέτρα με εξωτερικούς βοηθητικούς χώρους και με τετράγωνο λιθόκτιστο πύργο ύψους 15 μέτρων. Μια πέτρινη σκάλα με 48 σκαλιά οδηγεί στον εξώστη του πύργου όπου βρίσκεται η λάμπα. Το ύψος της λάμπας από την επιφάνεια της θάλασσας είναι 40 μέτρα. Η εμβέλεια της φωτεινής δέσμης του φάρου φτάνει τα 19 μίλια.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ποιον πρώτα να ευχαριστήσουμε στα Βάτικα! Είναι πάμπολλοι όσοι, με διάφορους τρόπους μας βοήθησαν στο έργο μας ή πολλαπλώς μας ευχαρίστησαν με την φιλοξενία και συμπεριφορά τους.
Ευχαριστούμε λοιπόν θερμά:
-Το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού και ειδικότερα την Δ/νση Εθιμοτυπίας και Δημοσίων Σχέσεων (Διευθυντής Αντιπλοίαρχος Χ. Γκιώνης ΠΝ) και την Υπηρεσία Φάρων (Διοικητής Αρχιπλοίαρχος Γ. Αγριογιάννης ΠΝ) για την άμεση ανταπόκρισή τους στο αίτημα για διανυκτέρευση στον φάρο του Μαλέα,
-Τον Δήμαρχο Βοιών Γιάννη Κουσούλη,
-Τον Δημοτικό Σύμβουλο Παναγιώτη Σταθάκη,
-Τον Εκδότη της Μηνιαίας Εφημερίδας, «ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ», Χαράλαμπο Μπιλλίνη,
-Τον Γερμανό μηχανικό αεροσκαφών και πιλότο STEFAN ASBECK,
-Τον Γιάννη Καρατζή, στο εστιατόριο «ΒΡΑΧΟΣ» στα Βελανίδια,
-Την Πόπη Πατσάκη από τα Βελανίδια,
-Τον πρόεδρο του Ναυτικού Ομίλου Βοιών, Παναγιώτη Μπιλλίνη (Εστιατόριο «ΕΝ ΦΑΡΑΚΛΩ» και Ρακάδικο «ΠΕΙΡΑΤΙΚΑ»),
-Τον Σωτήρη Χαραμή από το Εργαστήριο Παραδοσιακών Γλυκών «ΒΟΙΩΝ ΓΕΥΣΕΙΣ»,
-Τον Φώτη Κοντραφούρη του Ρ/Σ των Βάτικων «ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΠΑΛΜΟΣ»,
-Τους καλούς φίλους Αντώνη Δαμιανάκη και Παντελή Μεϊμέτη από την ταβέρνα «ΝΕΡΑΪΔΑ»,
-Τον Επικ. Καθηγητή Παν/μίου Πελ/σου Κωνσταντινάκο Παντελή
-Τον Παναγιώτη και την Κωνστανίνα Λιβανού,
-Τους φαροφύλακες Δημήτρη Μπουρδέρη και Μιχάλη Φωτόπουλο για τη θερμή τους φιλοξενία.
Ιδιαίτερα επίσης ευχαριστούμε:
-Την οικογένεια του Παρασκευά και της Βούλας Σωτήραλη,
-Τον Γιατρό, Ιστοριοδίφη και Συγγραφέα Αντώνη Τάνταλο,
-Τον Ιστοριοδίφη και λογοτέχνη Τάκη Αρβανίτη.
Τέλος, θερμότατες ευχαριστίες οφείλονται:
Στον Θοδωρή Χάδιαρη και στην γυναίκα του Λίτσα για την αξέχαστη φιλοξενία τους στο Ξενοδοχείο ΑΪΒΑΛΙ και βέβαια,
στον καλό φίλο, Υποπλοίαρχο Παναγιώτη Τριπόντικα ΠΝ, χωρίς την ενθουσιώδη παρακίνηση και αμέριστη βοήθεια του οποίου δεν θα ζούσαμε την συναρπαστική αυτή εμπειρία στα Βάτικα της Λακωνίας και στον Φάρο του Μαλέα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Πολιτιστικός Σύλλογος Βατίκων Λακωνίας, «ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ», Τόμος Πρώτος (1999), Τόμος Δεύτερος (2002),
-Τάκης Χ. Αρβανίτης, «ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΒΟΙΑ», Τόμος Α΄ 1993, Τόμος Β΄ 1995,
-Του ίδιου, «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ», Νεάπολη 2005,
-Περιοδικό «ΕΦΟΠΛΙΣΤΗΣ», τεύχος 201, ΙΑΝ. 2010-01-22
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
-Δήμος Βοιών: τηλ. 27340-22226/22950, www.dimosvion.gr
-Υπηρεσία φάρων: 210-4581500
-ΑΕΡΟΛΕΣΧΗ: STEFAN ASBECK 27340-47645, 6944-114253
ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΝΕΑΠΟΛΗΣ
Από Σπάρτη: 113 χλμ.
Από Αθήνα: 356 χλμ.
Από Θεσ/νίκη: 830 χλμ.
ΔΙΑΜΟΝΗ
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΑΪΒΑΛΙ. 27340-22287
LIMIRA MARE, thl.
www.vion.gr