Οι τελευταίες αναμνήσεις από τον Πάρνωνα ήταν θλιβερές. Προέρχονταν από τμήματα του βουνού, που είχαν παραδοθεί στις φλόγες τον μοιραίο Αύγουστο του2007. Τρία χρόνια νωρίτερα, ωστόσο, το φθινόπωρο του2004, είχαμε την ευτυχία να γνωρίσουμε μερικά από τα ωραιότερα τοπία και μονοπάτια του υπέροχου βουνού, πανέμορφου τότε και υγιέστατου. Συνοδοιπόρους σ’ αυτές τις περιπλανήσεις είχαμε, άλλοτε τον καλό φίλο Αντώνη Παπανικολάου από τον ξενώνα «Σχολαρχείο» στα Τζίντζινα και άλλοτε τον ηλικιωμένο ορειβάτη Γιάννη Σπυρίδη, τον αείμνηστο και κοσμοαγάπητο «Δάσκαλο».
Μετά την καταστροφή του 2007 σχεδόν αποφεύγαμε να επιστρέψουμε στον Πάρνωνα. Ο οδυνηρός χαμός του αγαπημένου μας «Δάσκαλου» αφ’ ενός και η εικόνα του βαρειά λαβωμένου βουνού αφ’ ετέρου μας ωθούσαν, υποσυνείδητα σχεδόν, να αναβάλλουμε κάποια αναμνηστική επίσκεψη στην περιοχή. Ως τη στιγμή που μια φωνή στο τηλέφωνο από τις δυτικές πλαγιές του Πάρνωνα, μας προσκάλεσε ευγενικά να επισκεφθούμε και πάλι αυτό τον ωραίο τόπο. Ήταν ο Τάκης Μιχαλακάκος από τον οικισμό της Βαρβίτσας. Ο άνθρωπος, που εκτός από την ιδιότητα του οδοντογιατρού στη Σπάρτη, είναι και ο δημιουργός των ορεινών ξενώνων «Μετερίζι».
– Υπήρχε κάποιος ισχυρός λόγος ν’ ασχοληθείς μ’ ένα αντικείμενο τόσο διαφορετικό από την κύρια ασχολία σου; ρωτάω τον Τάκη.
– Ναι, το πατρικό μου ήταν δίπλα από τον ναό του Αγ. Δημητρίου στη Βαρβίτσα. Αυτή την εικόνα θυμάμαι από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Ήταν μια ισχυρή συναισθηματική σύνδεση με την γενέτειρά μου, που εκδηλώθηκε τελικά με τη δημιουργία αυτού του ξενώνα.
Οι τελευταίες αναμνήσεις από τον Πάρνωνα ήταν θλιβερές. Προέρχονταν από τμήματα του βουνού, που είχαν παραδοθεί στις φλόγες τον μοιραίο Αύγουστο του2007. Τρία χρόνια νωρίτερα, ωστόσο, το φθινόπωρο του2004, είχαμε την ευτυχία να γνωρίσουμε μερικά από τα ωραιότερα τοπία και μονοπάτια του υπέροχου βουνού, πανέμορφου τότε και υγιέστατου. Συνοδοιπόρους σ’ αυτές τις περιπλανήσεις είχαμε, άλλοτε τον καλό φίλο Αντώνη Παπανικολάου από τον ξενώνα «Σχολαρχείο» στα Τζίντζινα και άλλοτε τον ηλικιωμένο ορειβάτη Γιάννη Σπυρίδη, τον αείμνηστο και κοσμοαγάπητο «Δάσκαλο».
Μετά την καταστροφή του 2007 σχεδόν αποφεύγαμε να επιστρέψουμε στον Πάρνωνα. Ο οδυνηρός χαμός του αγαπημένου μας «Δάσκαλου» αφ’ ενός και η εικόνα του βαρειά λαβωμένου βουνού αφ’ ετέρου μας ωθούσαν, υποσυνείδητα σχεδόν, να αναβάλλουμε κάποια αναμνηστική επίσκεψη στην περιοχή. Ως τη στιγμή που μια φωνή στο τηλέφωνο από τις δυτικές πλαγιές του Πάρνωνα, μας προσκάλεσε ευγενικά να επισκεφθούμε και πάλι αυτό τον ωραίο τόπο. Ήταν ο Τάκης Μιχαλακάκος από τον οικισμό της Βαρβίτσας. Ο άνθρωπος, που εκτός από την ιδιότητα του οδοντογιατρού στη Σπάρτη, είναι και ο δημιουργός των ορεινών ξενώνων «Μετερίζι».
– Υπήρχε κάποιος ισχυρός λόγος ν’ ασχοληθείς μ’ ένα αντικείμενο τόσο διαφορετικό από την κύρια ασχολία σου; Ρωτάω τον Τάκη.
– Ναι, το πατρικό μου ήταν δίπλα από τον ναό του Αγ. Δημητρίου στη Βαρβίτσα. Αυτή την εικόνα θυμάμαι από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Ήταν μια ισχυρή συναισθηματική σύνδεση με την γενέτειρά μου, που εκδηλώθηκε τελικά με τη δημιουργία αυτού του ξενώνα.
ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΡΒΙΤΣΑ
Φτάνουμε νύχτα στη Βαρβίτσα. Ωστόσο, ακόμα και στο αμυδρό φως των αστεριών, η εικόνα που αντικρύζουμε από το μπαλκόνι του ξενώνα είναι μεγαλόπρεπη. Και πως, βέβαια, να μην είναι! το σκούρο περίγραμμα της κορυφογραμμής του Ταύγετου κυριαρχεί καταλυτικά απέναντί μας σ’ όλο το εύρος του Δ-ΝΔ ορίζοντα. Στο φως της μέρας αποκαλύπτονται όλες οι λεπτομέρειες του αγέρωχου βουνού, από τις βόρειες χαμηλές λοφοπλαγιές ως το ύψιστο σημείο, την οξυγώνια πυραμίδα του Αη-Λια, στα 2.404 μέτρα.
Ο οικισμός της Βαρβίτσας στον Δήμο Οινούντος Λακωνίας είναι χτισμένος στις δυτικές πλαγιές του Πάρνωνα και συγκεκριμένα στο ύψωμα «Μετερίζι». Ήταν λοιπόν πολύ εύστοχη η επιλογή της ονομασίας «ΜΕΤΕΡΙΖΙ» του καταλύματος, που συμβολίζει το οχυρό, το ορμητήριο για τις εξορμήσεις στο βουνό του Πάρνωνα και την γύρω περιοχή.
Μετά από έναν θαυμάσιο ύπνο κι ένα εξίσου υπέροχο πρωινό, ξεκινάμε να γνωρίσουμε τις ιδιαιτερότητες του τόπου. Και πρώτα ένα καφεδάκι ελληνικό στην πλατεία, σε απόσταση 300 μέτρων απ’ τον ξενώνα. Ωραία η πλακόστρωτη πλατεία με ευρύτατη θέα, μεγάλα πλατάνια, καφενεία και ταβερνάκια αραδιασμένα στη σειρά. Κάποια πετρόχτιστα σπίτια θυμίζουν το αρχιτεκτονικό παρελθόν του τόπου. Σε περίοπτη θέση δεσπόζει ο μαρμάρινος ανδριάντας του καπετάν – Ζαχαριά του Μπαρμπιτσιώτη, που έζησε από το 1759 ως το 1804.
Στη διάρκεια της βραχύχρονης ζωής του ο καπετάν Ζαχαριάς έγινε θρυλικός στο Μοριά, όχι μόνον για τα πάμπολλα ανδραγαθήματά του κατά των Τούρκων αλλά και για τα σπάνια φυσικά προσόντα και αρετές του. Κατά την περιγραφή του Α. Κοντάκη,, πρόκριτου του Αγ. Πέτρου Κυνουρίας, «ο καπετάν Ζαχαριάς ήτο ταχύπους, είχαν εύστροφον σώμα, ανάστημα μέτριον, μέσην λιανήν, πρόσωπον στρογγυλόν και έμμορφον, ομμάτια μαύρα και εις το δεξιόν οφρύδιον μίαν λαβωματιάν, η οποία του έκαμεν μεγάλων ωραιότητα. Είχε φωνήν μεγάλην, γλυκείαν και βροντώδη, είχε πνεύμα οξύτατον… Ποτέ δεν ηθέλησε να θησαυρίση ούτε να βαστα΄οβολόν». Ο Ζαχαριάς όμως δεν ήταν μονάχα ένας πρωτοκλέφτης με σπάνια προσόντα και παλικαριά που έδρασε σε όλο το Μοριά. Είχε βαθύτερους εθνικούς σκοπούς. Ήταν ο μεγάλος πρόδρομος του 21, γιατί προετοίμαζε και σχεδίαζε τον γενικό ξεσηκωμό του σκλαβωμένου ελληνικού λαού, δηλαδή αυτό που έκανε το 1821 ο μαθητής του Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
50 μέτρα πάνω από την κεντρική πλατεία βρίσκεται μια μικρότερη. Εδώ κυρίαρχοι είναι οι ναοί του πολιούχου Αγ. Δημητρίου, ο παλαιότερος μικρός και ο νεότερος μεγαλόπρεπος. Σπάνια έχω δει να συνυπάρχουν το ένα πλάι στο άλλο, με τόση αρμονία αλλά και με τόσες διαφορές, δύο μνημεία της Ορθοδοξίας αφιερωμένα στον ίδιο άγιο, που τα χωρίζουν κατασκευαστικά δύο αιώνες.
Μικρός ναΐσκος ο πρώτος, χτισμένος με την ταπεινή του αργολιθοδομή από ντόπια πέτρα. Η μοναδική «πολυτελής» πέτρα είναι η εντοιχισμένη μαρμαρόπετρα πάνω από την είσοδο, που αναγράφει την κτητορική επιγραφή με την ημερομηνία οικοδόμησης του ναού, στις 23 Μαρτίου του 1715. ο ναΐσκος αυτός ήταν εξέλιξη της πρώτης εκκλησούλας του χωριού, που χτίστηκε ταυτόχρονα με την εγκατάσταση των κατοίκων σ’ αυτή την τοποθεσία, γύρω στο 1650-1680. Παρεμπιπτόντως αναφέρουμε, ότι η πιο παλιά γραπτή μαρτυρία για την Βαρβίτσα προέρχεται από τις απογραφές των Βενετών στα 1688, 1691 και 1692.
Μετά το κτίσιμο ακολούθησε η αγιογράφηση του ναού. 300 σχεδόν χρόνια μετά οι περισσότερες τοιχογραφίες διατηρούνται σε ικανοποιητική κατάσταση, είναι καλής τεχνικής και καλύπτουν το σύνολο σχεδόν των εσωτερικών τοίχων του ναού. Αυτούσιο επίσης διατηρείται το πλακόστρωτο δάπεδο με μεγάλες πλάκες σε μία από τις οποίες, μπροστά στην είσοδο, είναι ανάγλυφος ο δικέφαλος αετός. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο, λιτό και παμπάλαιο, με αρκετές φθορές.
Δείγμα λαμπρής κατασκευαστικής τεχνικής κυρίως, και, πολύ λιγότερο εντυπωσιασμού και πολυτέλειας, είναι ο εκπληκτικός μεταγενέστερος ναός του Αγ. Δημητρίου, μερικά μέτρα μακρύτερα από τον παλιό. Δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί ορθόδοξο ναό στην Ελλάδα, η τοιχοποιία του οποίου να αποτελείται εξ ολοκλήρου από λαξευμένη ορθογώνια μαρμαρόπετρα.
Η πέτρα από το λευκό αυτό μάρμαρο προέρχεται στο σύνολό της από τα λατομεία του Πάρνωνα, πίσω από τον λόφο του Αγ. Θεοδώρου, μερικά χιλιόμετρα ΒΑ του χωριού. Ας δούμε όμως τι αναφέρει σχετικά ο Πότης Ρουμελιώτης στο βιβλίο του «Η ΜΠΑΡΜΠΙΤΣΑ ΚΑΙ Η ΣΚΟΥΡΑ ΤΗΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΟΣ», ΑΘΗΝΑ 1983.
«Για τη μεταφορά των μαρμάρων, πρώτα κατασκευάστηκε ο απαραίτητος καρόδρομος, μήκους αρκετών χιλιομέτρων, με την προσωπική εργασία των κατοίκων.
Κατόπιν έφεραν τετράτροχα κάρα από την Τρίπολη, που μετέφεραν τα μεγάλα κομμάτια μαρμάρων. Τα μικρά κομμάτια τα μετέφεραν οι Μπαρμπιτσιώτες με τα ζώα τους. Η εξόρυξη και κατεργασία των μαρμάρων έγινε από ειδικούς και έμπειρους λατόμους – μαρμαράδες, από το Καστρί της Κυνουρίας. Από το Καστρί προερχόταν επίσης ο πρωτομάστορας και αρχιτέκτων που σχεδίασε την εκκλησία. Λεγότανε Λαμπίρης».
Το εσωτερικό του ναού είναι λιτό, απουσιάζουν οι τοιχογραφίες. Υπάρχουν όμως ωραίες φορητές εικόνες, αφιερώματα των κατοίκων, οι περισσότερες από τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Πολύ σημαντικό επίσης είναι το τέμπλο, κατασκευασμένο ολόκληρο από ατόφιο μάρμαρο σκαλιστό. Η ανέγερση του ναού διήρκεσε 16 χρόνια, από το 1919 ως το 1935, και υπήρξε πολυδάπανη. Καλύφθηκε κυρίως από δωρεές των ντόπιων αλλά και ομογενών της Αμερικής. Είναι πολλοί οι ξενιτεμένοι Βαρβιτσιώτες. Το κύριο μεταναστευτικό ρεύμα εκδηλώθηκε γύρω στα 1880, με χώρες προορισμού τη Ρωσία και την Β. Αμερική, ενώ μετά τον πόλεμο προστέθηκαν ο Καναδάς, η Αυστραλία και άλλες χώρες. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην εικοσαετία 1950-1970 μετανάστευσαν σε ΗΠΑ και Καναδά περισσότεροι από 750.
Ένας άλλος οικισμός, με τον οποίο συνδέεται άμεσα η ορεινή Βαρβίτσα, είναι η πεδινή Σκούρα στον Λακωνικό κάμπο, 11 χιλιόμετρα νότια της Σπάρτης.
Εκεί εγκαταστάθηκαν από το 1827 ως το 1830 οι οικογένειες των Βαρβιτσιωτών και δημιούργησαν ένα δεύτερο σπιτικό. Σ’ αυτό το σπιτικό καλλιεργούσαν τα κτήματα και τις ελιές τους και κυρίως διέμεναν τους χειμώνες, που στην ορεινή Βαρβίτσα ήταν τραχείς. Από τότε λοιπόν ξεκίνησε η ιδιόρρυθμη διπλοκατοίκηση που εξακολουθεί και σήμερα. Άμεση συνέπειά της για την Βαρβίτσα είναι, ότι τους χειμώνες σχεδόν ερημώνει το χωριό, κλείνουν ακόμη και τα καταστήματα της πλατείας.
ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΙΣ ΕΞΟΧΕΣ
Με ξεναγό μας τον Πέτρο Φουντά, κτηνοτρόφο στην Βαρβίτσα, ξεκινάμε μια κυκλική διαδρομή στις εξοχές του οικισμού. Έχουμε ως αφετηρία τον ξενώνα ΜΕΤΕΡΙΖΙ. Στρίβουμε αριστερά (Β) σε χωματόδρομο, που διασχίζει κτήματα με υπέροχες καστανιές.
– Η φετινή χρονιά είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για τις καστανιές, παρατηρεί ο Πέτρος. Είναι κάτι που διαπιστώνουμε αμέσως από το πλήθος των καρπών πάνω στα κλαδιά.
1,3 χλμ. μετά φτάνουμε σε ωραίο χώρο αναψυχής, με πλακόστρωτο δάπεδο και πεζούλα. Είναι η Βρύση του Βαμμένου, μια πηγή με καταπληκτικό νερό. Συνεχίζουμε την περιοδεία μας μέσα σε θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον και στα 3,2 χλμ. φτάνουμε στις εγκαταστάσεις της γεώτρησης, που κατά ένα μέρος υδρεύει το χωριό. Λίγο αργότερα ο δρόμος περνάει μέσα από όμορφο δάσος από έλατα και πεύκα. Στα 5 χλμ. συναντάμε την δεύτερη γεώτρηση με δεξαμενή ύδρευσης. Η σύντομη κυκλική περιήγησή μας τελειώνει, μπαίνουμε στα πρώτα σπίτια, στο υψηλότερο σημείο του χωριού. Εδώ σώζονται ακόμη τα ερείπια του αρχοντικού του εγγονού του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Μικρή στάση σ’ ένα μαγέρικο της πλατείας, στη σκιά των πλατανιών. Είναι τόσο ευχάριστο να καθόμαστε στο ύπαιθρο, με δροσερό αεράκι και θέα τον Ταϋγετο. Εξίσου νόστιμα είναι τα πιάτα που μας σερβίρουν, κοτόπουλο στο φούρνο, γίδα βραστή και ντόπιο κατσικίσιο τυρί. Το λάδι είναι άφθονο στην ντοματοσαλάτα και εξαίρετης ποιότητας. Βρισκόμαστε στην Λακωνία.
Με ήλιο ευχάριστα ζεστό ξεκινάμε την δεύτερη περιήγησή μας προς το εκκλησάκι του Αγ. Θεοδώρου. Από την πλατεία παίρνουμε κατεύθυνση ΝΑ προς Βαμβακού, στη συνέχεια ακολουθούμε τις αλλεπάλληλες πινακίδες που μας οδηγούν ανηφορικά έξω απ’ το χωριό. Πολύ γρήγορα ο δρόμος διασχίζει πλαγιές κατάφυτες από ωραιότατες καστανιές. Μας συντροφεύει ένας θαυμάσιος καιρός, με κύριο χαρακτηριστικό τα θεαματικά σύννεφα που τρέχουν στον ουρανό. Καθώς κερδίζουμε υψόμετρο αρχίζουμε σταδιακά να συναντάμε τα πρώτα κεδράκια του είδους Juniperus drupacae. Είναι αυτό το περίφημο κέδρο, που για πρώτη φορά είχαμε γνωρίσει στις πλαγιές του Πάρνων, στις πεζοπορίες μας με τον Γιάννη Σπυρίδη. Ο αξέχαστος Δάσκαλος μας είχε πει τότε, ότι το κέδρο αυτό φύεται κυρίως στον Πάρνωνα και, σε πολύ μικρότερους αριθμούς στον Ταΰγετο, ενώ είναι άγνωστο σε άλλα βουνά της Ελλάδας. Τότε το είχαμε θεωρήσει υπερβολικό, ώσπου μας το επιβεβαίωσε κι ένας ειδικός, ο Δασάρχης Σπάρτης Κώστας Γιαννακόπουλος (ΕΛΛ. ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 42, 2004)
Απέναντί μας δεσπόζει ο ορεινός όγκος του Πάρνωνα, με την γυμνή, ομαλή κορυφή τυ, το Κρόνιο ή Μεγάλη Τούρλα, που με υψόμετρο 1935 μέτρα, είναι η ψηλότερη του βουνού. Με την αύξηση του υψομέτρου πληθαίνουν τα κέδρα και μεγαλώνουν. Αποκτούν αυτό το τριγωνικό σχήμα που τα διαφοροποιεί απόλυτα από τα υπόλοιπα είδη κέδρων.
Στα 4,7 χλμ. συναντάμε διακλάδωση και συνεχίζουμε αριστερά. 300 μέτρα μετά, 5 χλμ. συνολικά από την πλατεία του χωριού φτάνουμε στην κορυφή του λόφου, στο πέτρινο ξωκκλήσι του Αγ. Θεόδωρου. Από υψόμετρο 1300 μέτρων αγναντεύουμε τα πάντα. Η θέα είναι περιμετρική και ανεμπόδιστη σ’ όλο τον ορίζοντα. Γύρω μας προβάλλουν αμέτρητες κορυφές της Πελοποννήσου από τις πιο κοντινές ως τις πιο απόμακρες. Το αεράκι είναι δροσερό, σχεδόν ψυχρό, μιας και ο λόφος είναι απόλυτα εκτεθειμένος στο Βοριά.
Επιστρέφουμε στη Βαρβίτσα. Στα 3,6 χλμ. από τον λόφο συναντάμε αριστερή διακλάδωση προς την Βρύση Μεντόνη. Μετά από μερικά λεπτά την ανακαλύπτουμε μέσα σε μια αθέατη ρεματιά, κάτω από ένα γέρικο πλατάνι. Ωραία βρύση, καλοχτισμένη με ντόπια πέτρα, με ικανοποιητική ροή ενός εξαιρετικού και πολύ κρύου νερού. Δίπλα στη βρύση υπάρχει πεζουλάκι και πέτρινο τραπέζι με μεγάλη σχιστόπλακα. Για λίγη ώρα χαλαρώνουμε στη δροσιά και την ηρεμία αυτού του ωραίου τόπου. Ύστερα παίρνουμε τον δρόμο επιστροφής για το χωριό. Η απόσταση της Βρύσης Μεντόνη από την πλατεία της Βαρβίτσας είναι 3,1 χλμ. ακριβώς.
ΞΕΝΩΝΕΣ ΜΕΤΕΡΙΖΙ
Στις αρχές του Οκτώβρη έχει αρχίσει ν’ αλλάζει ο καιρός. Η θερμοκρασιακή διαφορά γίνεται έντονη ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα. Στο υψόμετρο ιδιαίτερα των 1100 μέτρων του ξενώνα, μετά το πέσιμο του ήλιου η ψύχρα είναι αισθητή.
Ανάβει ο Τάκης το τζάκι στην πολύ όμορφη αίθουσα καθιστικού και πρωινού. Τυλίγουν αμέσως οι φλόγες τα ξερά ξύλα δρυός, είναι ωραία να τις παρακολουθούμε να παιχνιδίζουν.
Φέρνει πρώτα ένα καραφάκι τσίπουρο ο Τάκης κι ύστερα κόκκινο κρασί δικό του,, αγνό, από ντόπιες ποικιλίες, χωρίς καθόλου συντηρητικά. Νοστιμότατα τυριά από τον κτηνοτρόφο της Βαρβίτσας Πέτρο Φουντά, εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο στη σαλάτα από τα κτήματα του Τάκη. Ανάμεσα στα ποικίλα ορεκτικά ξεχωρίζουν οι έξοχες πίτες της γυναίκας του, της Μάρθας. Είναι αυτές οι ίδιες πίτες, χορτόπιτες και τυρόπιτες, που συμπληρώνουν το υγιεινό και πλούσιο πρωινό. Που βέβαια περιλαμβάνει ακόμη ποικιλία τυριών και αλλαντικών, μαρμελάδες, μέλι και χωριάτικα αυγά, μαζί με τα σπιτικά κέικ και τις μηλόπιτες της Μάρθας. Οι οικοδεσπότες μας φροντίζουν να μην λείπει τίποτε από το τραπέζι του πρωινού.
Φιλόλογος στη Σπάρτη η Μάρθα, αποτελεί με τον οδοντίατρο αύζυγό της ένα δίδυμο πολύ ξεχωριστό στον τόσο απαιτητικό χώρο του τουρισμού. Με την προσωπικότητά τους προσθέτουν αυτή την ιδιαίτερη ποιότητα και φινέτσα, που τόση ανάγκη έχει ο κλάδος. Την ποιότητα αυτή την αναγνωρίζουμε σε κάθε σημείο της μονάδας. Και πρώτα στην αίθουσα καθιστικού και πρωινού. Η εξαίρετη τοιχοποιία από την ανοιχτόχρωμη μαρμαρόπετρα του Πάρνωνα, η όμορφη και λιτή διακόσμηση, οι περιορισμένες διαστάσεις του χώρου, μας δημιουργούν από την πρώτη στιγμή την αίσθηση, ότι είμαστε φιλοξενούμενοι στο σπιτικό των οικοδεσποτών μας. Κάτι βέβαια που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα αφού, τόσο ο Τάκης και η Μάρθα, όσο και το προσωπικό της μονάδας, μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν φίλοι από παλιά.
Άλλωστε αυτή είναι η φιλοσοφία στο «ΜΕΤΕΡΙΖΙ». Να αισθάνεται κανείς στο δικό του εξοχικό, που το επισκέπτεται για να χαλαρώσει, να ξεφύγει από τους ασφυκτικούς ρυθμούς της πόλης.
Στην αίσθηση αυτής της ανεξαρτησίας και αυτοτέλειας συμβάλλουν αποφασιστικά δυο παράγοντες: ο πρώτος αφορά στην θέση της μονάδας, στο ΒΔ άκρο του οικισμού της Βαρβίτσας, ένα σημείο απ’ όπου πλανιέται ανεμπόδιστα το βλέμμα σ’ έναν απέραντο ορίζοντα. Τα κοντινά πλάνα καλύπτονται από πυκνά δάση δρυός, πεύκων, καρυδιάς και καστανιάς. Αμέσως μετά παρεμβάλλονται τα πεδινά εδάφη της Αρκαδίας και Λακωνίας. Πιο πίσω ακόμη ορθώνονται συνεχείς ορεινοί όγκοι με μεγαλύτερο και απείρως πιο επιβλητικό τον μακρότατο όγκο του Ταϋγέτου.
Ο δεύτερος παράγοντας, πολύ αποφασιστικός για την δημιουργία της αίσθησης της ιδιωτικότητας του επισκέπτη είναι η αρχικτεκτονική φιλοσοφία στο κτιριακό στήσιμο της μονάδας, μια φιλοσοφία πολύ πιο δαπανηρή μεν αλλά, ιδιαίτερα ελκυστική και λειτουργική.
Η μονάδα ΜΕΤΕΡΙΖΙ λοιπόν αποτελείται από πέντε ανεξάρτητες παραδοσιακές κατοικίες, πλήρως απομονωμένες η μία από την άλλη. Όλες οι κατοικίες είναι πετρόχτιστες, με παραδοσιακή τοιχοποιΐα απ’ αυτή την εξαίρετη μαρμαρόπετρα του Πάρνωνα. Σ’ όλες τις κατοικίες η είσοδος είναι αυτόνομη από ημιϋπαίθριο χώρο με καμάρες. Άλλοι ξενώνες είναι δίχωροι και άλλοι τρίχωροι, με αντίστοιχη δυνατότητα φιλοξενίας δυο έως έξι επισκεπτών. Όλοι οι ξενώνες έχουν ισόγειο καθιστικό με τζάκι, ενώ κάποιος έχει τζάκι στη σουΐτα, που βρίσκεται στον όροφο. Όλων των κατοικιών ο εξοπλισμός είναι υψηλής ποιότητας και πληρέστατος, με κουζίνες που διαθέτουν όλες οι απαραίτητες ηλεκτρικές συσκευές και σκεύη για δυο ζευγάρια ή μια μεγάλη οικογένεια. Η επίπλωση και η διακόσμηση αποπνέουν καλαισθησία και λεπτό γούστο, κάτι που είναι άμεσα ορατό στα θαυμάσια ξυλόγλυπτα έπιπλα, στα ξύλινα πατώματα, στα εξαιρετικής ποιότητας στρώματα. Και βέβαια στα όμορφα φωτιστικά σώματα και στους απαλούς χρωματικούς τόνους των τοίχων, που συνδυάζονται υπέροχα με την εμφανή λιθοδομή από την ντόπια μαρμαρόπετρα. Γλαφυρές λεπτομέρειες που αποδεικνύουν την ευαισθησία των ιδιοκτητών είναι τα λευκά παραδοσιακά, χειροποίητα κουρτινάκια που κοσμούν τα παράθυρα.
Όλα αυτά τα ωραία βέβαια θα έμεναν χωρίς αντίκρυσμα, αν δεν συνοδεύονταν από τη φιλόξενη διάθεση και την επιθυμία προσφοράς της Μάρθας και του Τάκη. Είναι δυο οικοδεσπότες με μόρφωση ακαδημαϊκή και κοινωνική, που ποτέ δεν θα επέτρεπαν να φύγει με παράπονο κάποιος επισκέπτης.
Περιηγητικές δυνατότητες και δραστηριότητες.
Πολλά και σημαντικά μπορεί να κάνει κανείς στην Βαρβίτσα και στην γύρω περιοχή.
Στην Βαρβίτσα μπορούμε να ξεναγηθούμε σε κτηνοτροφική μονάδα και να παρακολουθήσουμε την παρασκευή τυριού. Είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε, ότι τα τυριά της περιοχής είναι εξαιρετικά. Μπορούμε επίσης, μετά από συνεννόηση να παρακολουθήσουμε την Παρασκευή χωριάτικου ψωμιού και το ψήσιμο στον ξυλόφουρνο ή να συμμετάσχουμε στην συγκομιδή καστάνων και καρυδιών.
Στις δραστηριότητες μπορούμε να αναφέρουμε τις πεζοπορικές διαδρομές στα μονοπάτια του Πάρνωνα, την ποδηλασία βουνού και διαδρομές σε δασικούς δρόμους με 4Χ4. Επίσης επισκέψεις στα πάμπολλα ιστορικά και παραδοσιακά χωριά της περιοχής και ανάμεσά τους τις Καρυές, Βαμβακού, Τσίντζινα, Καστάνιτσα, Κοσμά.
Αξίζουν από κάθε άποψη οι προσκυνηματικές επισκέψεις στις περίφημες Μονές Αγ. Αναργύρων, Μαλεβής και Έλωνας, καθώς και η ανακάλυψη της αθέατης, μισοερειπωμένης και σπηλαιώδους Μονής της Αγ. Κυριακής.
Κι αν κάποιος δεν θέλει να στερηθεί τις χάρες και τα θέλγητρα της πόλης, υπάρχουν σε ίση σχεδόν απόσταση οι ιστορικές πόλεις της Τρίπολης και της Σπάρτης.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε τον Τάκη Μιχαλακάκο και την Μάρθα για τη θερμή τους φιλοξενία και τη συνολική βοήθεια στη δημιουργία του άρθρου.
Τον κτηνοτρόφο και τυροκόμο από την Βαρβίτσα Πέτρο Φουντά για τις ξεναγήσεις και τα δώρα του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πόπη Γ. Ρουμελιώτη, «Η ΜΠΑΡΜΠΙΤΣΑ ΚΑΙ Η ΣΚΟΥΡΑ ΤΗΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΟΣ», ΑΘΗΝΑ 1983
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΔΙΑΜΟΝΗ:
«ΜΕΤΕΡΙΖΙ», Βαρβίτσα Λακωνίας, τηλ. 27310-95100, 6972922250
ΕΣΤΙΑΣΗ: Στις ταβερνούλες της πλατείας. Κατά την χειμερινή περίοδο στις πολλές και καλές ταβέρνες των διπλανών Καρυών (6 χλμ)
ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ: ΤΡΙΠΟΛΗ: 42, ΣΠΑΡΤΗ: 40, ΑΘΗΝΑ: 200, ΟΔΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ-ΣΠΑΡΤΗΣ: 16,5
ΤΟΠΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
Εξαιρετικό τυρί φέτα, κίτρινο και κεφαλοτύρι: Πάτρος Φουντάς: τηλ 6944-571905
Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο σε ανταγωνιστικές τιμές, Τάκης Μιχαλακάκος, 27310-95100, 6972-922250