Ελάχιστα χωριά δικαιολογούν με τόση πειστικότητα την ονομασία τους, όσο ο «Καταρράκτης» στα Τζουμέρκα. Που θα μπορούσε κάλλιστα να λέγεται και «Καταρράκτες», αφού η φύση έχει προικήσει τον τόπο με περισσότερους από έναν καταρράκτες. Ο μεγαλύτερος, ωστόσο, ο πιο διάσημος είναι αυτός που βρίσκεται προς τα βόρεια. Όχι γιατί είναι ψηλότερος στο μπόϊ. Αλλά γιατί συγκεντρώνει την μεγαλύτερη ποσότητα νερού, με την πιο παρατεταμένη διάρκεια ροής.
Δεν ήταν, ωστόσο, μόνον οι καταρράκτες και η μεγαλοπρέπεια των Τζουμέρκων, που μας προσέλκυσαν στον τόπο. Ήταν και η ύπαρξη ενός καταλύματος, από τα ελάχιστα του είδους τους στην Ελλάδα. Ήταν το «Δασικό Χωριό», ένα συγκρότημα αυτοτελών ξύλινων σπιτιών, ιδανικό ορμητήριο για κάθε περιηγητική, πεζοπορική ή ορειβατική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή. Εμπνευστής και εκφραστής κάθε δραστηριότητας του Δασικού Χωριού είναι ο Χρήστος Λάμπρης.
Ελάχιστα χωριά δικαιολογούν με τόση πειστικότητα την ονομασία τους, όσο ο «Καταρράκτης» στα Τζουμέρκα. Που θα μπορούσε κάλλιστα να λέγεται και «Καταρράκτες», αφού η φύση έχει προικήσει τον τόπο με περισσότερους από έναν καταρράκτες. Ο μεγαλύτερος, ωστόσο, ο πιο διάσημος είναι αυτός που βρίσκεται προς τα βόρεια. Όχι γιατί είναι ψηλότερος στο μπόϊ. Αλλά γιατί συγκεντρώνει την μεγαλύτερη ποσότητα νερού, με την πιο παρατεταμένη διάρκεια ροής.
Δεν ήταν, ωστόσο, μόνον οι καταρράκτες και η μεγαλοπρέπεια των Τζουμέρκων, που μας προσέλκυσαν στον τόπο. Ήταν και η ύπαρξη ενός καταλύματος, από τα ελάχιστα του είδους τους στην Ελλάδα. Ήταν το «Δασικό Χωριό», ένα συγκρότημα αυτοτελών ξύλινων σπιτιών, ιδανικό ορμητήριο για κάθε περιηγητική, πεζοπορική ή ορειβατική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή. Εμπνευστής και εκφραστής κάθε δραστηριότητας του Δασικού Χωριού είναι ο Χρήστος Λάμπρης.
ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΔΑΣΙΚΟ ΧΩΡΙΟ
Το τζάκι καίει δυνατά στο καθιστικό του Δασικού Χωριού. Μα και τα σώματα του καλοριφέρ είναι όλα αναμμένα. Όχι άδικα. Τη νυχτερινή τούτη ώρα, η θερμοκρασία στο υψόμετρο των 900 μέτρων, δεν ξεπερνάει τους τρεις βαθμούς. Κόσμος πολύς, τόσο στο σαλονάκι γύρω από το τζάκι, όσο και στα τραπέζια που είναι αραδιασμένα κατά μήκος της τζαμαρίας. Το ξύλο είναι κυρίαρχο παντού: στο πάτωμα, στους τοίχους, στο ταβάνι. Μια αίσθηση τόσο διαφορετική. Μια κατασκευή ανάλαφρη, στο φυσικό χρώμα του ξύλου και σε απόλυτη αρμονία με το περιβάλλον του βουνού.
Ωραία ξένη μουσική σε ένταση σωστή. Στους τοίχους φωτογραφίες από τοπία της περιοχής αλλά και από ορεινούς όγκους της Ελλάδας και του κόσμου. Μπροστά σε μια φωτογραφία σταματάω περισσότερο. Δεν μοιάζει νάναι τοπίο Ελληνικό. Δεν διακρίνεται ούτε ίχνος γης, τα πάντα είναι καλυμμένα από χιόνι παγωμένο, από τα χαμηλότερα σημεία του τοπίου ως την μυτερή κορυφή. Σ’ αυτό τον εξωπραγματικό τόπο, υπάρχει μια και μοναδική φιγούρα ανθρώπου. Δεν διακρίνονται καθόλου χαρακτηριστικά. Τα μάτια είναι αθέατα, πίσω από σκούρα γυαλιά. Πρόσωπο και κεφάλι είναι καλυμμένα, απόλυτα προστατευμένα από σκούφο. Ορειβατικό μπουφάν ισχυρού ψύχους και μπότες με γκέτες συμπληρώνουν την αμφίεση της ανθρώπινης σιλουέττας. Αναρωτιέμαι ποιος νάναι ο άνθρωπος και ποιος νάναι ο τόπος.
–Ακριβώς 9 χρόνια πριν, λέει πίσω μου μια φωνή. Τον Δεκέμβριο του 1999 ήμουν εκεί.
Γυρίζω κι έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χρήστο Λάμπρη, τον οικοδεσπότη μας στο Δασικό Χωριό. Αγκαλιαζόμαστε. Στα 11 χρόνια που πέρασαν από την πρώτη μας γνωριμία στη σκιά των Μετεώρων, η φυσιογνωμία του έχει παραμείνει σχεδόν απαράλλαχτη.
-Και ποιος ήταν αυτός ο τόπος που βρέθηκες τον Δεκέμβριο του 1999;
–Η κορυφή Βίνσον Μασσίφ, στα 5.140 μέτρα, λέει ο Χρήστος. Με τέτοια φυσικότητα και απλότητα σαν να μιλάει για την κορυφή Καταφίδι των Τζουμέρκων.
–Έχεις ανεβεί και πολύ ψηλότερες, λέει η Άννα.
–Ναι, απαντάει ο Χρήστος, με τη διαφορά ότι αυτή βρίσκεται στον Νότιο Πόλο. Τον Δεκέμβριο, που στο νότιο ημισφαίριο είναι καλοκαίρι, η θερμοκρασία ήταν 47 βαθμοί κάτω απ’ το μηδέν.
30 χρόνια έχει συμπληρώσει ο φίλος μας από τότε που, νεαρός ακόμα, άρχισε ν’ ανεβαίνει στις κορυφές της Ελλάδας και του κόσμου, να συμμετέχει σε μερικές από τις πιο παράτολμες ορειβατικές αποστολές. Ιδρυτικό μέλος της TREKKING HELLAS, έχει εκπαιδεύσει και συνοδεύσει χιλιάδες ανθρώπους σε κάθε μορφής δραστηριότητα στη φύση. Κάτι βέβαια, που συνεχίζει μέχρι σήμερα, εδώ στον Καταρράκτη των Τζουμέρκων. Παρέχοντας, επί πλέον, διαμονή και εστίαση στο Δασικό Χωριό. Που, μαζί με άλλα πέντε σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, δημιουργήθηκε από το Υπουργείο Γεωργίας προηγούμενων κυβερνήσεων, για να συμβάλει στην ανάπτυξη του ορεινού τουρισμού. Έτσι ο Χρήστος ανέλαβε εδώ και πέντε χρόνια τη λειτουργία του συγκεκριμένου Δασικού Χωριού, που έχει επιπλέον το πλεονέκτημα, ότι βρίσκεται κοντά στον τόπο καταγωγής του, τους Ραφταναίους.
-Από τα παιδικά μου χρόνια, δυο ήταν οι μεγάλες μου αγάπες στη φύση της περιοχής, λέει ο Χρήστος. Ο Άραχθος και τα Τζουμέρκα. Πάνω από χίλιες φορές έχω κατέβει μέχρι τώρα με rafting το ποτάμι. Άλλοτε είναι βουερό και τρικυμισμένο και άλλοτε ήπιο και γαλήνιο. Πάντοτε όμως θεαματικό και πανέμορφο. Το ωραιότερο ποτάμι για rafting στην Ελλάδα, που απευθύνεται σ’ ένα ευρύ κοινό. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν ζήσει μαζί μου στο ποτάμι εμπειρίες αληθινά συναρπαστικές.
-Φαντάζομαι, ότι και τα πρώτα σου ορειβατικά βήματα στα Τζουμέρκα τα έχεις κάνει, λέω στον Χρήστο.
-Παραδόξως όχι, μου απαντάει. Από το χωριό έφυγα στα 12, αμέσως μετά το Δημοτικό. Μέχρι τότε δεν είχα προλάβει ν’ ανέβω στο βουνό. Αυτό που θυμάμαι, ωστόσο, είναι, ότι ρωτούσα συνέχεια τη γιαγιά μου να μου πει, τι υπήρχε πίσω απ’ τις κορφές, πίσω από εκείνον τον πελώριο ορεινό φράχτη που απέκλειε τον ορίζοντα. Ήταν τέτοια η θέση του σπιτιού μας, που οι κορυφές των Τζουμέρκων ήταν το πρώτο πράγμα που έβλεπα το πρωί και το τελευταίο το βράδυ. Στα μάτια της παιδικής μου ηλικίας φάνταζαν θεόρατες, ως τον ουρανό. Ήταν μια διαρκής πρόκληση, ένα ακατανίκητο κάλεσμα. Ναι, μπορώ να πω με κάθε βεβαιότητα, ότι εκείνες οι κορυφές των Τζουμέρκων είχαν καταλυτική επίδραση στην κατοπινή αγάπη μου για τον κόσμο των βουνών.
Σηκώνεται ο Χρήστος να ρίξει ένα κούτσουρο στο τζάκι. Σκέφτομαι, πως λίγο έλειψε ν’ αποβεί μοιραία για τη ζωή του αυτή η παντοδύναμη έλξη που ασκούσαν πάνω του, από την παιδική ηλικία ακόμη, τα βουνά. Είναι αδύνατον να ξεχάσω την απίστευτη περιπέτειά του και την εξίσου μυθιστορηματική διάσωσή του από το τραγικό δυστύχημα που έπληξε την Ελληνική ορειβασία στις 22 Οκτώβρη του 1985 στην οροσειρά Αναπούρνα Σάουθ, στα Ιμαλάϊα. Η γιγάντια χιονοστιβάδα είχε στερήσει τότε τη ζωή από δυο συντρόφους του Χρήστου, τον Τάκη Μπουντόλα και τον Κλήμη Τσατσαράγκα. Ο ίδιος, βαρειά τραυματισμένος στο εχθρικό υψόμετρο των 6.400 μέτρων, πάλεψε όλη τη νύχτα ολομόναχος με τα στοιχεία της φύσης, χωρίς εφόδια, χωρίς αντίσκηνο. Το πρωί τον βρήκαν ετοιμοθάνατο και τον περιμάζεψαν τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής. Μετά από έξι μήνες στο νοσοκομείο ο Χρήστος βγήκε νικητής. Και δεν σταμάτησε ποτέ ν’ ανεβαίνει στα βουνά.
Η νύχτα προχωράει. Επί τέλους κάποια στιγμή φτάνει και ο Βολιώτης φίλος μας, ο Κυριάκος Παπαγεωργίου, ταλαιπωρημένος από χιονοθύελλα και ομίχλες στην ορεινή διάβαση του Μπάρου, πάνω από τους Καλαρρύτες και το Ματσούκι. Είναι μια διαδρομή που σκαρφαλώνει ως τα 1900 περίπου μέτρα και διασχίζει τοπία ανυπέρβλητης ωραιότητας. Με δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ωστόσο, το εγχείρημα μπορεί να οδηγήσει σε περιπέτειες.
-Να βάλω ένα ντόπιο τσιπουράκι από «ζαμπέλλα»; ρωτάει ο Χρήστος.
Κανείς μας δεν αρνείται και, πολύ περισσότερο, ο βολιώτης φίλος μας, μετά μάλιστα την πολύωρη ταλαιπωρία του μέσα στα βουνά. Αποσυρόμαστε στο ξύλινο σπιτάκι μας. Ψηλοτάβανο, ευρύχωρο, με μεγάλο καθιστικό, πλήρη κουζίνα, μπανιέρα στο μπάνιο και υπνοδωμάτιο για τρεις. Τις πάμπολλες κατασκευαστικές ατέλειες που υπήρχαν, τις έχει περιορίσει ο Χρήστος στο ελάχιστο. Το τζάκι μας ανάβει αμέσως και τραβάει περίφημα, χωρίς ίχνος καπνού. Ο θόρυβος της βροχής δυναμώνει στην τσίγκινη σκεπή, συνυπάρχει υπέροχα με το τριζοβόλημα των ξύλων. Η πρώτη νύχτα στην αγκαλιά των Τζουμέρκων είναι όπως πραγματικά πρέπει να είναι.
ΤΟ ΔΕΟΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Δεν είναι μόνον η βροχή που μας ξυπνάει απ’ τα χαράματα. Είναι κι ο αέρας που κάνει τα παράθυρα να τρίζουν. Πραγματική θεομηνία. Που καλύπτεται κι από ένα πέπλο μυστηρίου, μια αδιαπέραστη ομίχλη. Αν κι έχει ξημερώσει, είμαστε τυλιγμένοι στο σκοτάδι. Συδαυλίζουμε τα κάρβουνα που απόμειναν στο τζάκι και σε λίγα λεπτά ζωηρεύει η φωτιά.
Περιμένουμε υπομονετικά την σταδιακή υποχώρηση της ομίχλης και της νύχτας, την επικράτηση της μέρας. Δεν συμβαίνει πριν από τις 10. Βγαίνω για λίγο στο μπαλκόνι. Ένας θόρυβος, σαν μουγκρητό, φτάνει στ’ αυτιά μου. Ψάχνω ολόγυρα, προσπαθώ να εντοπίσω την αιτία του βουητού. Τα πάντα είναι ήρεμα, τίποτε δεν κινείται. Το βλέμμα μου σταματάει μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα, στα Τζουμέρκα. Είναι η πρώτη φορά που αποκαλύπτεται ο εντυπωσιακός όγκος του βουνού. Οι κορυφές βέβαια εξακολουθούν να είναι αθέατες πίσω από βαριά, σταχτόγκριζα σύννεφα.
Εκεί λοιπόν, στο κέντρο των Τζουμέρκων, ξεχύνονται από δυο διόδους στα σπλάχνα των γκρεμών δυο γιγάντιοι, ολόλευκοι καταρράκτες. Τουλάχιστον τρία χιλιόμετρα μας χωρίζουν στην ευθεία. Δεν είναι όμως ικανά να σταθούν εμπόδιο ανάμεσα στον φοβερό πάταγο των καταρρακτών και σε μας. Ποτέ δεν έχουμε ξαναδεί και κυρίως, ξανακούσει, θόρυβο καταρράκτη από τόση απόσταση. Είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Η βροχή εξακολουθεί να πέφτει, δεν μας κρατάει όμως ο τόπος. Οι καταρράκτες των Τζουμέρκων μας έλκουν κοντά τους με τη δύναμη μαγνήτη.
Περνάμε αρχικά από τη Μονή της Αγ. Αικατερίνης, που συγκεντρώνει πλήθη κόσμου στη γιορτή της. Στην είσοδο του περίβολου υπάρχει η χρονολογία 1858, ενώ στην είσοδο του Καθολικού η παλαιότερη 1827. Ξυλόγλυπτο τέμπλο, αρκετές τοιχογραφίες στους τοίχους, δάπεδο με το αυθεντικό αρχικό πλακόστρωτο. Η Μονή βρίσκεται σε κορυφαία θέση κάτω απ’ τα Τζουμέρκα και η θέα της είναι εξαίρετη. Το Καθολικό είναι πετρόχτιστο αλλά δυστυχώς ασβεστοχρισμένο. Τα λιθανάγλυφά του μετά βίας διακρίνονται. Εντυπωσιακό είναι και το οικοδόμημα του παλιού υδραγωγείου που απομένει ακόμη, με το αυλάκι του νερού στο πάνω τμήμα, τη στιβαρή τοιχοποιΐα και τις καμάρες.
Ανηφορίζουμε. Με τσιμεντένια γέφυρα περνάμε πάνω από το ρέμα που σχηματίζουν με τη ροή τους οι καταρράκτες. Τούτο όμως δεν είναι ρέμα. Ειν’ ένας χείμαρρος μανιασμένος, που συγκεντρώνει στην βραχόσπαρτη κοίτη του τις απίστευτες ποσότητες νερού και των δυο καταρρακτών. Ακόμη και στη σιγουριά της γέφυρας, αισθανόμαστε δέος από την απερίγραπτη δύναμη του νερού, που ρέει κάτω από τα πόδια μας. Μεγαλύτερο ακόμη είναι το δέος μας, όταν μερικά λεπτά αργότερα φτάνουμε πολύ κοντά, κάτω σχεδόν από τους δυο καταρράκτες. Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε τέτοιο εκκωφαντικό θόρυβο, τέτοια μεγαλειώδη φυσική ροή από τόσο τεράστιο όγκο νερού. Σαν νάχουν σμίξει όλα τα ρυάκια και μικρορρέματα των Τζουμέρκων για να δημιουργήσουν αυτούς τους δυο παντοδύναμους καταρράκτες.
-Και να σκεφτείτε, ότι δεν είναι οι μοναδικοί, λέει ο Χρήστος. Υπάρχουν κι άλλοι καταρράκτες στα Τζουμέρκα, που σχηματίζονται σε άλλες, αθέατες χαραδρώσεις. Αν αύριο το πρωί δεν βρέχει, μπορούμε να πάμε σ’ έναν απ’ αυτούς.
Προσπαθούμε με τον Κυριάκο να υπολογίσουμε το ύψος τους. Καταλήγουμε, ότι δεν πρέπει να είναι λιγότερο από 70 – 80 μέτρα.
-Στην πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερο, λέει ο Χρήστος. Απλά, σας ξεγελάει η απόσταση. Αν ήταν δυνατόν να είχαμε έναν άνθρωπο στη βάση, θα έμοιαζε πραγματικά μικροσκοπικός. Σε μια αναρρίχηση που κάναμε στον γκρεμό χρειαστήκαμε παραπάνω από 100 μέτρα σχοινιού από τη βάση ως την δίοδο εξόδου του νερού.
Εκτός από τη βροχή που πέφτει ασταμάτητα, έχουμε και την τεχνητή βροχή, τα αμέτρητα λεπτότατα σταγονίδια, που παρασέρνουν με τη δύναμή τους οι ριπές του αέρα από την κύρια ροή των δυο καταρρακτών. Εμείς, ωστόσο, απτόητοι, θαυμάζουμε και φωτογραφίζουμε το μεγαλειώδες θέαμα των δυο υδάτινων γιγάντων. Οι καταρράκτες των Τζουμέρκων και μάλιστα μετά από τέτοια νεροποντή είναι μια εύνοια της φύσης, που πρέπει να απολαύσουμε και να αξιοποιήσουμε όσο γίνεται περισσότερο.
Επιστρέφουμε στο πλάτωμα όπου έχουμε αφήσει το αυτοκίνητο. Εδώ υπάρχει ένα καλοφτιαγμένο τουριστικό αναψυκτήριο. Δυστυχώς είναι κλειστό, παρά το γεγονός ότι είναι μεσημέρι Σαββάτου. Χάνουμε έτσι την ευκαιρία να πιούμε ένα καφεδάκι αγναντεύοντας αυτή την μοναδική εικόνα που μας προσφέρει η φύση του βουνού.
Υπάρχει άλλη μια οδική πρόσβαση προς τους καταρράκτες. Είναι ο στενός ασφαλτόδρομος που ανηφορίζει δεξιά, πριν από τη γέφυρα με τον ορμητικό χείμαρρο που είχαμε συναντήσει. Ο δρόμος αυτός φτάνει απέναντι από το τουριστικό περίπτερο, μεταβάλλεται σε πλακόστρωτο δρομάκι που πλησιάζει στα σημεία πτώσης του νερού και δίνει μια άλλη οπτική γωνία των δυο καταρρακτών.
Απομεσήμερο πια εγκαταλείπουμε τους καταρράκτες και επιστρέφουμε στον οικισμό του «Καταρράκτη». Καλοβαλμένο χωριό σε υψόμετρο 800 περίπου μέτρων, με κεντρικό πλακοστρωμένο δρόμο, αρκετά πέτρινα σπίτια και θαυμάσια χορταριασμένη πλατεία μπροστά στην εκκλησία της Κοίμησης. Πολύ όμορφη είναι μια τετράπλευρη μαρμάρινη βρύση, που τρέχει όμως λιγοστό νερό. Το ξενοδοχείο «Καταφύγι», δίπλα στην πλατεία, είναι ιδιαίτερα γραφικό. Στην μεγάλη αίθουσα καθιστικού και εστίασης το τζάκι είναι αναμμένο και η ατμόσφαιρα φιλόξενη. Από την περιμετρική τζαμαρία έχουμε θέα στην πλατεία και στο κέντρο του χωριού. Το γεύμα μας είναι υπέροχο, με τσίπουρο «ζαμπέλλα» εξαιρετικής ποιότητας, χορτόπιτα με χειροποίητο φύλλο και παϊδάκια αυθεντικά από τα καλύτερα που μπορεί να δοκιμάσει κανείς.
Στο Δασικό Χωριό από τις καμινάδες του κεντρικού κτιρίου και κάποιων σπιτιών βγαίνει καπνός. Μέσα από τη νυχτερινή ομίχλη και τον διάχυτο φωτισμό προβάλλουν οι ξύλινοι τοίχοι και οι βρεγμένες κόκκινες σκεπές και δίνουν στο ορεινό συγκρότημα μια εικόνα παραμυθιού.
-Οι σημερινές προβλέψεις για την περιοχή μας έδιναν χιόνι, λέει ο Χρήστος. Απ’ ό, τι βλέπω δεν επαληθεύτηκαν.
Αργά τη νύχτα η θερμοκρασία έχει πέσει στους δυο βαθμούς. Κάποιες αραιές νιφάδες στροβιλίζονται στον αέρα. Είναι όμως πολύ λίγες και πολύ αδύναμες για να μπορέσουν να επιβιώσουν στο υγρό χώμα του Δασικού Χωριού.
ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ
Ο ήχος των καταρρακτών εξακολουθεί να φτάνει ως το μπαλκόνι μας. Η ροή, ωστόσο, μετά τη διακοπή της νεροποντής, μοιάζει να έχει ανεπαίσθητα λιγοστέψει. Σε αντίθεση με το χθεσινό ανταριασμένο πρωινό, η ατμόσφαιρα σήμερα έχει καθαρίσει αισθητά. Για πρώτη φορά αντικρύζουμε τις κορφές με ψηλότερη το Καταφίδι, στα 2.393 μέτρα. Οι προβλέψεις χιονιού όμως πολύ λίγο επαληθεύτηκαν. Μόνον πάνω από τα 1500 περίπου μέτρα πασπαλίστηκε και άσπρισε ελαφρά ο όγκος των Τζουμέρκων.
Πρώτος μας προορισμός το εξωκκλήσι της Αγ. Παρασκευής. Λίγο πριν φτάσουμε στους καταρράκτες ανηφορίζουμε αριστερά έναν χωματόδρομο, κατάλληλο μόνον για 4×4. Γρήγορα μπαίνουμε στη ζώνη των έλατων και, 900 μέτρα πιο πάνω, συναντάμε ένα ανακαινισμένο παραδοσιακό αλώνι. Στα 2.5 χλμ. ο δρόμος τερματίζει σ’ έναν αυχένα με πλακόστρωτο πλάτωμα. Με την ίδια πλάκα είναι στρωμένο το ανηφορικό, απότομο μονοπάτι προς την κορυφή του λόφου της Αγ. Παρασκευής, στα 1413 μέτρα. Καθόλου δεν θα μας ενοχλούσε, αν το μονοπάτι ήταν χωμάτινο ή πετρώδες ή – βέβαια – παραδοσιακό καλντερίμι. Αντίθετα, μας ξενίζει και μας ενοχλεί αυτό το πλακόστρωτο, τόσο ξένο με την φύση του βουνού αλλά και τόσο κακότεχνο. Ήδη πολλές πλάκες έχουν αποκολληθεί και οι τσιμεντένιοι αρμοί έχουν θρυμματιστεί. Το χειμώνα με πάγο πρέπει να είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Λίγο πιο πάνω βελτιώνεται κάπως η κατάσταση αφού οι πλάκες έχουν αντικατασταθεί με μικρότερες πέτρες, λιγότερο ολισθηρές.
Όπως και νάναι, σε λιγότερο από ένα 10λεπτο φτάνουμε στο εξωκκλήσι της Αγ. Παρασκευής και σ’ ένα δίλεπτο ακόμη στην ομαλή κορυφή του λόφου, στο τσιμεντένιο κολωνάκι της Γ.Υ.Σ. Στο εκτεθειμένο σημείο που βρισκόμαστε ο αέρας είναι ψυχρός και δυνατός. Η θέα όμως είναι από τις πιο εντυπωσιακές. Πολύ κοντά στα ΒΑ οι κατακόρυφες σχεδόν πλαγιές και χαράδρες των Τζουμέρκων καλυμμένες, αποκλειστικά από έλατα. Σ’ όλο τον ανατολικό ορίζοντα ορθώνονται, η μία μετά την άλλη, οι κορυφές των Τζουμέρκων, γυμνές από βλάστηση, σκέτη πέτρα, προσιτές μόνον σε αναρριχητές και αετούς. Χαμηλά προς τα νότια εκτείνεται η μακρόστενη κοιλάδα του Άραχθου, μισοκρυμμένη στις ομίχλες. Στο βάθος γυαλίζει η επιφάνεια του Αμβρακικού. Πιο πίσω τα Ακαρνανικά βουνά, ένας ορίζοντας πολλών δεκάδων χιλιομέτρων. Στα ΝΔ και Δ όμως το οπτικό μας βεληνεκές περιορίζεται από τον μακρύ όγκο του Ξεροβουνιού. Πίσω του τα όρη του Σουλίου και ο μισοχιονισμένος Τόμαρος. Βορειότερα το Παριστέρι, η Νεμέρτσικα και η Τύμφη. Χαμηλά, κατάσπαρτα ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση, δεκάδες χωριά και συνοικισμοί. Είναι συναρπαστικό, πόσα ποικίλα τοπία μπορούμε ν’ αντικρύσουμε από ένα ταπεινό λόφο σε υψόμετρο μόλις 1400 μέτρων.
Επιστρέφουμε στο Δασικό Χωριό και μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα βρίσκουμε τον χωματόδρομο που ανηφορίζει στον βουνό. Στα 3.3 χλμ. από την άσφαλτο φτάνουμε σ’ ένα πλάτωμα με το εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία και βρύση χτισμένη με πελεκητή πέτρα από την Διεύθυνση Δασών Άρτας το 1998. Πλούσια ροή απόλυτα παγωμένου νερού. Αδύνατον να πιεί κανείς πάνω από τρεις – τέσσερις γουλιές. Εδώ συναντάμε με τα κατσίκια του τον Χρήστο Σαλαμούρα του Γεωργίου, από τον Καταρράκτη. Μέτριο ανάστημα, φυσιογνωμία συμπαθητική και γραφική. Αν κι είναι 70 ετών, δεν μοιάζει πάνω από 60. Είναι, προφανώς, η ευνοϊκή επίδραση του βουνού, όπου έζησε ο Χρήστος όλη του τη ζωή.
-Από τα 12 χρόνια μου ανεβοκατεβαίνω στα Τζουμέρκα, λέει ο Χρήστος, 365 μέρες το χρόνο.
-Δεν βαρέθηκες πια;
-Μ’ αρέσει, αυτή ειν’ η ζωή μου.
Μάθημα απλής φιλοσοφίας από τον ποιμένα των Τζουμέρκων.
Συνεχίζουμε. Το οδόστρωμα αγριεύει το ίδιο και ο καιρός. Στα 5.5 χλμ. συναντάμε μικρό τσιμεντένιο καλύβι και ποτίστρα με νερό καλυμμένο από στρώμα πάγου. Το ελαφρό χιόνι που έχει πέσει τη νύχτα είναι κι αυτό παγωμένο.
-Πάμε να βρούμε έναν απόκρυφο καταρράκτη, λέει ο Χρήστος.
Έδαφος τραχύ, με πέτρες και αγκάθια. 7 λεπτά αργότερα συναντάμε χτιστό κανάλι, που κάποτε διοχέτευε νερό από τα υψίπεδα των Τζουμέρκων στα χωραφάκια που βρίσκονταν χαμηλότερα με κτήματα και καλλιέργειες σιτηρών. Ένα έργο μεγάλου μήκους, αξιοθαύμαστο. Πού και πού διασταυρωνόμαστε με το σηματοδοτημένο μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή. Ακούγεται ήχος βουερός. Μερικές δεκάδες μέτρα μετά αποκαλύπτεται πολύ κοντά μας μια χαράδρα με κατακόρυφες σχεδόν ορθοπλαγιές. Εδώ σχηματίζεται ένας καταρράκτης με εντυπωσιακή ροή και ύψος που ξεπερνάει τα 50 μέτρα. Καταλήγει στο ρέμα που περνάει αριστερά από τον οικισμό του Καταρράκτη, χωρίς να συναντάει τους άλλους δυο.
Επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο. Χιονίζει ελαφρά και η θερμοκρασία είναι ένας βαθμός πάνω απ’ το μηδέν. Το οίκημα του καταφυγίου διακρίνεται ψηλότερα, πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Αφήνουμε σε μια απότομη στροφή το αυτοκίνητο και συνεχίζουμε με τα πόδια σε οδόστρωμα ανώμαλο, παγωμένο και ολισθηρό. 10 σχεδόν λεπτά αργότερα φτάνουμε στο καταφύγιο, σε υψόμετρο 1650 μέτρων. Νωρίτερα έχουμε πηδήξει με δυσκολία πάνω από το ορμητικό ρέμα που διασχίζει το δρόμο και τροφοδοτεί χαμηλότερα τον αθέατο καταρράκτη.
Το καταφύγιο είναι χτισμένο σε σημείο κορυφαίας θέας και απέχει 9 χλμ. από την άσφαλτο. Είναι διώροφο, επενδεδυμένο με πέτρα και στεγασμένο με πλάκα. Προσωρινά όμως δεν λειτουργεί. Ψηλά στα ΝΑ ορθώνεται η κορυφή Καταφίδι. Ένας τραχύς δρόμος, που συντηρείται το καλοκαίρι, συνεχίζει μέχρι την κορυφή και μετά χαμηλώνει ανατολικά προς Θεοδώριανα. Κάτι βέβαια, που βρίσκει αντίθετους όλους τους ιδεολόγους περιπατητές και ορειβάτες. Προσδοκούμε ν’ ανέβουμε το καλοκαίρι στην κορυφή, όχι βέβαια με το αυτοκίνητο.
Έξω από το Δασικό Χωριό, βρίσκουμε προς τα ΝΑ τον χωματόδρομο προς το εξωκκλήσι του Πατροκοσμά. Συνηθισμένοι ως τώρα στα σκληρά οδοστρώματα αιφνιδιαζόμαστε από τον μαλακό χωματόδρομο, που με τη βροχή έχει μεταβληθεί σ’ ένα απέραντο λασποδρόμιο. Ευτυχώς η τετρακίνηση μας βοηθάει να ξεπερνάμε τις δυσκολίες. Μπορούμε λοιπόν ν’ απολαμβάνουμε τοπία σπάνιας ωραιότητας με εξαιρετικούς χρωματικούς τόνους από συνδυασμό βαθυπράσινων ελάτων και πολύχρωμων φυλλοβόλων. Πού και πού συναντάμε και «τοπία διάβρωσης», αυτούς τους εντυπωσιακούς γεωλογικούς σχηματισμούς, με τις χαρακτηριστικές πτυχώσεις από σαθρό σταχτόγκριζο πέτρωμα. Ένα φαινόμενο πολύ γνωστό σε όσους ταξιδεύουν προς Κόνιτσα, στην περιοχή του Επταχωρίου.
Η λασπομαχία στον πρόσφατα διανοιγμένο δασικό δρόμο, που προβλέπεται να ασφαλτοστρωθεί, συνεχίζεται για 7.7 χλμ, ως το εκκλησάκι. Είναι χτισμένο με πελεκητή πέτρα το 1947. Το σημαντικότερο, ωστόσο, χαρακτηριστικό της περιοχής είναι το δάσος των πελώριων βουνοκυπάρισσων ή κεδροκυπάρισσων, πολλά από τα οποία είναι ηλικίας πολλών αιώνων.
Στα 12 χλμ. φτάνουμε στην άσφαλτο. Εδώ χωρίζουμε με τον Κυριάκο. Ο φίλος μας συνεχίζει αριστερά προς Βουλγαρέλι και Μεσοχώρα. Θα διασχίσει τα βουνά και τον επικίνδυνο ορεινό αυχένα της Γκρόπας κι ύστερα θα κατηφορίσει στην Πύλη και τον κάμπο των Τρικάλων. Εμείς συνεχίζουμε δεξιά προς Κυψέλη. Όμορφο χωριό με σπίτια από πελεκητή πέτρα και μεγάλο ναό του Αγ. Νικολάου του 1904. Πεινάμε αλλά δεν βρίσκουμε κανένα μαγαζί ανοιχτό. Πετυχαίνουμε όμως την τελευταία στιγμή τον πλανόδιο εφημεριδοπώλη, που με το αυτοκίνητό του φορτωμένο πουλάει τις Κυριακές εφημερίδες στα χωριά.
ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΣΙΚΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗ ΜΙΚΡΟΣΠΗΛΙΑ
Σήμερα το πρωί μόνον κάποιος με οξύτατη ακοή θα μπορούσε ν’ αντιληφθεί το ηχητικό ίχνος του καταρράκτη. Η ροή του μεγάλου έχει περιοριστεί στο ένα τρίτο, ενώ ο άλλος μετά βίας διακρίνεται.
-Αυτή είναι περίπου η εικόνα τους αυτή την εποχή, λέει ο Χρήστος. Μόνον την Άνοιξη που λειώνουν τα χιόνια, διατηρούν για ένα περίπου δίμηνο σταθερή ροή νερού.
Τελευταία μας μέρα στο Δασικό Χωριό. Δευτέρα σήμερα, έχουμε απομείνει ελάχιστοι. Αύριο όμως θα ξαναζωντανέψει ο τόπος. Είναι το πανηγύρι της Μονής της Αγ. Αικατερίνης.
-Υπάρχει εδώ κοντά μας κανένα ευκολοδιάβατο μονοπάτι; ρωτάω τον Χρήστο.
-Δεν αρκεί σε κάποιον τόπο να υπάρχει ένα χαραγμένο μονοπάτι. εξίσου σημαντικό είναι, να παραμένει το μονοπάτι διανοιγμένο και συντηρημένο, ιδιαίτερα όταν βρίσκεται σε δασωμένη περιοχή.
Δεν έχει άδικο ο φίλος μας. Αμέτρητα μονοπάτια σε κορυφαία σημεία της Ελλάδας, ηπειρωτικής και νησιωτικής, έχουν καταδικασθεί αρχικά σε αχρησία και αργότερα – μοιραία – σε εξαφάνιση και λησμονιά. Οι αιτίες είναι βέβαια γνωστές: αφ’ ενός η αναπόφευκτη μεταβολή των συνθηκών ζωής και αφ’ ετέρου η αναντίρρητη αδιαφορία ιδιωτών, τοπικών φορέων και πολιτείας. Εκπληκτικές λιθόστρωτες στράτες, αληθινά έργα τέχνης, που για αιώνες ήταν ο μοναδικός σύνδεσμος ανάμεσα στις μικροκοινωνίες των χωριών, είναι σήμερα πνιγμένες μέσα σε ζούγκλες αδιαπέραστες από βάτα και αγκάθια. Και, καθώς οι παλιοί που τα γνώριζαν, φεύγουν ένας ένας απ’ τη ζωή, εξαφανίζονται μαζί τους και οι τελευταίες μαρτυρίες για το παρελθόν αυτού του τόπου. Ενός τόπου, που θα μπορούσε να αναγορευθεί σε πεζοπορικό παράδεισο της Ευρώπης, σε πόλο έλξης της ελίτ των Ευρωπαίων περιηγητών. Αυτό δεν είναι φραστική υπερβολή. Αρκεί ν’ αναλογιστεί κανείς την απίθανη ποικιλία και ωραιότητα των τοπίων που διασχίζουν τα μονοπάτια, τα μνημεία της φύσης αλλά και τους αναρίθμητους αρχαιολογικούς χώρους που συναντούν, τα εκπληκτικής αρχιτεκτονικής μνημεία ορθοδοξίας και παραδοσιακά χωριά, τις αμέτρητες θεϊκές κορυφές διάσημων και αθέατων, άγνωστων βουνών. Κάθε μονοπάτι που κλείνει και ξεχνιέται, κάθε μονοπάτι που, εξαιτίας πλημμελούς ή ανύπαρκτης σήμανσης, παραπλανά και ταλαιπωρεί τον οδοιπόρο που το εμπιστεύτηκε, αποτελεί πλήγμα στην ευαισθησία μας, ως τόπου, προς την αγάπη για τη φύση και τον φυσικό τρόπο ζωής.
-Γι’ αυτό κι εμείς είπαμε να ξαναδώσουμε ζωή σ’ ένα παλιό μονοπάτι, που κάποτε συνέδεε τον Καταρράκτη με τον οικισμό της Μικροσπηλιάς, λέει ο Χρήστος. Τα τελευταία χρόνια είχε κλείσει από τη ζούγκλα του βουνού. Μετά τις ασφαλτοστρώσεις, τον γρήγορο και άνετο τρόπο μετακίνησης, ποιος είχε όρεξη να βαδίζει στο μονοπάτι; Μόνον οι ξένοι και κάποιοι δικοί μας «τρελαμένοι». Γι’ αυτούς λοιπόν αλλά και για τη διάσωση της παράδοσης του τόπου συγκροτήσαμε ομάδες εθελοντών, διανοίξαμε και περιποιηθήκαμε όσο γινόταν το μονοπάτι. Πάμε να το γνωρίσουμε.
Στενό και χωμάτινο, αθέατο ως την τελευταία στιγμή το μονοπάτι, κατηφορίζει απότομα από το οροπέδιο του Δασικού Χωριού και μας βυθίζει αμέσως στα έγκατα μιας βουνοπλαγιάς. Πουρνάρια, κέδρα και ρείκια, αγριοσπαράγγια και καφετιές φτέρες, γαύροι και κοκκινωπά χρυσόξυλα, φράξοι και νεαρές κουμαριές, πιο κάτω βαλανιδιές και πλατάνια με ζωηρούς χρωματισμούς. Ένας βοτανικός παράδεισος, ένα τέλειο σκηνικό της φύσης με πρωταγωνιστές όλους αυτούς τους πανέμορφους εκπροσώπους της θαμνώδους και δενδρώδους βλάστησης των Τζουμέρκων. Πόσοι όμως άνθρωποι της πόλης μπορούν να καυχηθούν, ότι γνωρίζουν με τα ονόματά τους, έστω κι ένα μέρος όλων αυτών των δέντρων και θάμνων; Υποθέτω όχι πολλοί. Ο Χρήστος λοιπόν έχει δείξει έμπρακτα το ενδιαφέρον του για τη διεύρυνση των γνώσεων, όσων έρχονται σ’ επαφή με τη φύση του βουνού. Έχει φροντίσει να τοποθετηθούν καλαίσθητες ενημερωτικές πινακιδούλες με τις Ελληνικές και επίσημες διεθνείς ονομασίες πολλών φυτικών ειδών.
Αναφέρουμε ενδεικτικά την «Φουσκιά» (Colutea arborescens), έναν μικρό θάμνο με ψηλά, λεπτεπίλεπτα κλαδιά, τον πασίγνωστο Θαμνώδη Κέδρο (Juniperus oxycedrus), τον πανταχού παρόντα Γαύρο (Carpinus orientalis) και ακόμη το δενδρώδες Ρείκι (Erica arborea) και τον τόσο γνωστό μας Πλάτανο τον Ανατολικό (Platanus orientalis). Ωστόσο, σε κάποιες πινακιδούλες έχουν προκληθεί φθορές.
-Υπήρχαν περισσότερες, λέει ο Χρήστος, δεν βρίσκονται όμως πια στη θέση τους. Χρειάζονται αναπλήρωση.
Καλυμμένο από ξερόφυλλα το μονοπάτι και μουσκεμένο απ’ τη βροχή. Σε κάποια σημεία με έντονες κλίσεις είναι ολισθηρό. Τα πυκνά κλαδιά των δέντρων από πάνω, έτσι όπως είναι αξεδιάλυτα πλεγμένα, δημιουργούν ένα φυσικό τούνελ συνεχόμενο και απόλυτα σκιερό.
-Είναι μεγάλη ευχαρίστηση να βαδίζει κανείς σ’ ένα τέτοιο μονοπάτι το καλοκαίρι, λέει ο Χρήστος. Οι φθινοπωρινές βέβαια εικόνες είναι ασύγκριτες.
Κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες καστανιές. Τα λογχοειδή, πριονωτά τους φύλλα ξεχωρίζουν χαρακτηριστικά ανάμεσα στα φύλλα των δρυών και πλατανιών. Νά και μια ακόμη πινακιδούλα, τοποθετημένη πάνω σ’ ένα φουντωτό Φιλύκι (Phillyrea latifolia). Ρυάκια και κοτσύφια. Μερικές καλοφτιαγμένες ξερολιθιές. Πού και πού ξανοίγει ο ορίζοντας. Αποκαλύπτονται πολύχρωμες πλαγιές, ο μακρύς όγκος του Ξεροβουνιού, η κοιλάδα του Άραχθου. Σ’ ένα 25λεπτο από την αναχώρηση μας από το Δασικό Χωριό σταματάει το μονοπάτι σ’ έναν θαυμάσιο δασικό δρόμο. Αμέσως μετά, χαμένη μέσα σε οργιαστική βλάστηση, προβάλλει η Μικροσπηλιά.
-Το παλιό μονοπάτι υπάρχει λίγο πιο κάτω, λέει ο Χρήστος. Απλά είναι κλεισμένο. Θα φροντίσουμε να το ανοίξουμε ως το χωριό.
Ξεκινάμε λοιπόν τον χωματόδρομο, που με τις μεγάλες του στροφές μας παίρνει άλλα 25 λεπτά ως τα πρώτα σπίτια και τον έξοχα συντηρημένο νερόμυλο του οικισμού της Μικροσπηλιάς. Όμορφος τόπος, αυλές, λουλούδια, αρκετά παλιά πέτρινα σπίτια, σύγχρονη μεγάλη εκκλησία με πελεκητή πέτρα και καμπαναριό με μαυρισμένη τοιχοποιΐα από το χρόνο και πλήθος λιθανάγλυφων. Ακριβώς από κάτω μεγάλη πέτρινη κρήνη σκεπαστή.
-Λέω να πιούμε ένα τσιπουράκι, λέει ο Χρήστος.
Κανείς μας δεν έχει αντίρρηση. Το μικρό καφεπαντοπωλείο «Το Κέντρο» είναι ανοιχτό. Τούτη τη μεσημεριάτικη ώρα μερικοί ντόπιοι θαμώνες απολαμβάνουν το ιδιαίτερο προϊόν της ευρύτερης περιοχής των Τζουμέρκων, το τσίπουρο από την ποικιλία «Ζαμπέλλα». Πέρασαν 4 χρόνια από τότε που πρωτοδοκιμάσαμε αυτό το τσίπουρο με τόσο χαρακτηριστικό άρωμα και γεύση στον όμορφο και φιλόξενο οικισμό της Ροδαυγής στο ζεστό Ξενώνα η Μαρουσιώ. (ΕΛΛ. ΠΑΝΟΡΑΜΑ, ΤΕΥΧΟΣ 37, 2004).
Έχει μεγάλη ιστορία το καφενεδάκι. Λειτούργησε αρχικά το 1922 από τον παππού Γεώργιο Ρέτζο. Σήμερα, τρεις γενιές μετά, το έχει στη δούλεψή του ο Αναστάσης. Πηγαινοέρχονται στο τραπέζι μας οι κερασμένες «ζαμπέλλες» από τους φιλόξενους ανθρώπους, είμαστε όμως υποχρεωμένοι να σταματήσουμε έγκαιρα. Είναι μακρύς και σε ορισμένα σημεία δύσκολος, ο δρόμος που έχουμε μπροστά μας ως τη Θεσσαλονίκη.
Ελπίζουμε σύντομα να επιστρέψουμε στα Τζουμέρκα. Ο τόπος έχει τόσα πολλά και ωραία να μας δώσει.