Μέχρι σχεδόν τα μέσα της δεκαετίας του 70′, το Τρίκερι κατείχε μια πανελλήνια αποκλειστικότητα. Ήταν ο μοναδικός στεριανός τόπος με πρόσβαση μόνον από τη θάλασσα. Κανένας δρόμος δεν τολμούσε ως τότε να δαμάσει τις κακοτράχαλες πλαγιές του φοβερού Τισσαίου, που έμοιαζε να κρατάει ζηλόφθονα το Τρίκερι μακρυά από τη φυσική του συνέχεια, το Πήλιο. Σκαρφαλωμένο εκεί ψηλά στο λόφο του το φημισμένο ναυτοχώρι, θύμιζε παλιό, περήφανο ακρόπρωρο, ξεκομμένο όμως από το υπόλοιπο καράβι. Ίσως αυτό το παράδοξο να τόνιζε ακόμη περισσότερο τη ναυτική αίγλη του χωριού.
Σήμερα ο καθένας φτάνει στη ναυτική πολιτεία εύκολα και γρήγορα. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ΄90 ένας καλός ασφαλτοστρωμένος δρόμος έχει συνδέσει τον μοναχικό βιγλάτορα του Παγασητικού με τον υπόλοιπο κορμό της μαγνησιακής Χερσονήσου.Παίρνω για άλλη μια φορά τον μακρύ και ωραίο δρόμο για την άκρη του Πηλίου. Χόρτο, Μηλίνα, Τζάστενη, κόλποι σμαραγδένιοι και παραλίες μαγευτικές, Διακόπι, Κόττες, στροφές που ανηφορίζουν προς το Τρίκερι, τόποι γνώριμοι κι αγαπημένοι, δεμένοι αδιάσπαστα με τόσες αναμνήσεις.
Κάποια στιγμή τελειώνουν οι στροφές και αντικρίζω απέναντι το Τρίκερι ν’ αγναντεύει απ’ τα ψηλώματα του λόφου του την άγρια ράχη του Τισσαίου, μα να κρατάει τις πιο πολλές και ερωτικές ματιές για την μεγάλη προαιώνια αγάπη του, τη θάλασσα.
Μέχρι σχεδόν τα μέσα της δεκαετίας του 70’, το Τρίκερι κατείχε μια πανελλήνια-και ενδεχομένως πανευρωπαϊκή- αποκλειστικότητα. Ήταν ο μοναδικός στεριανός τόπος που είχε πρόσβαση μόνον από τη θάλασσα. Κανένας δρόμος δεν τολμούσε ως τότε να δαμάσει τις κακοτράχαλες πλαγιές του φοβερού Τισσαίου, που εχθρικό και απροσπέλαστο, έμοιαζε να κρατάει ζηλόφθονα το Τρίκερι μακρυά από τη φυσική του συνέχεια, το Πήλιο. Σκαρφαλωμένο εκεί ψηλά στο λόφο του τα φημισμένο ναυτοχώρι, θύμιζε παλιό, περήφανο ακρόπρωρο, ξεκομμένο όμως από τη πλώρη και το υπόλοιπο καράβι. Ίσως αυτό το παράδοξο να τόνιζε ακόμη περισσότερο τη μακρόχρονη ναυτική αίγλη του χωριού. Το βέβαιο όμως είναι, πως αυτή η ρομαντική ιδιαιτερότητα δημιουργούσε-όχι σπάνια- μεγάλα πρακτικά προβλήματα επικοινωνίας με την υπόλοιπη στεριά. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που όταν ξεσπούσαν άγριοι νοτιάδες αποκλειόταν το χωριό και οι κάτοικοί του ένιωθαν σαν απομονωμένοι φαροφύλακες, όχι καταμεσίς στα πέλαγα αλλά στην άκρη του Πηλίου.
Κοντά στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 κάποια βαριά οδοποιητικά μηχανήματα της ΜΟΜΑ διατάραξαν για πρώτη φορά την ηρεμία των ακτών. Δέντρα και θάμνοι ξεριζώθηκαν, πελώριοι βράχοι ανατινάχτηκαν, αμέτρητοι όγκοι χώματος μετακινήθηκαν. Το Τρίκερι άρχιζε να ζει τη δική του κοσμογονία, που θα σηματοδοτούσε το τέλος της απομόνωσής του από τον κόσμο της στεριάς. Την εποχή εκείνη –που φαντάζει τώρα απόμακρη-, τόφερε η μοίρα ή η αποκοτιά μου να προσπαθώ απεγνωσμένα αν διασχίσω, μ’ ένα αυτοκίνητο μικρό και ταπεινό, όλα εκείνα τα άγρια χιλιόμετρα που από τη Μηλίνα έφταναν στο Τρίκερι. Ήταν ένας αγώνας που έμοιαζε άνισος και είχε κρατήσει δυόμιση ώρες για μια απόσταση 27 χιλιομέτρων. Ακόμα όμως θυμάμαι τη χαρά και υπερηφάνια που φούσκωσαν τα στήθη μου, όταν –χιλιοταλαιπωρημένοι νικητές εγώ και το αυτοκίνητο- αγναντεύουμε από την κορφή του Τρίκερι τη θάλασσα.
Σήμερα ο καθένας φτάνει στη ναυτική πολιτεία εύκολα και γρήγορα. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ΄90 ένας καλός ασφαλτοστρωμένος δρόμος έχει συνδέσει τον μοναχικό βιγλάτορα του Παγασητικού με τον υπόλοιπο κορμό της Πηλιορείτικης Χερσονήσου.
Να όμως που το ωραίο ναυτοχώρι ζει τον τελευταίο καιρό μια απρόσμενη περιπέτεια. Σαν να του κάκιωσε η Πολιτεία που έστρεψε το βλέμμα στη στεριά, το καταδίκασε με μια ακατανόητη και μίζερη απόφαση, να πάψει να έχει διέξοδο στη θάλασσα. Περνούν καθημερινά από μπροστά του καράβια και ιπτάμενα δελφίνια, σχίζουν τις θάλασσές του με ταχύτητα και χάνονται. Μόνον τα απόνερά τους φτάνουν στις ακτές, ούτε ένα δεν λέει να ξεστρατίσει και να δέσει δύο λεπτά στο λιμανάκι της Αγίας Κυριακής ή στο νησί του Τρίκερι. Ιστορία και ναυτική παράδοση, προσφορά στον μεγάλο Ναυτικό Αγώνα του ΄21, μα και τόσες σύγχρονες ανάγκες για τουριστική αξιοποίηση του τόπου ξεχάστηκαν, παραμερίστηκαν, έγιναν άψυχοι αριθμοί και σκοπιμότητες στα ανήλιαγα γραφεία κάποιων στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί που είναι αδύνατον να φτάσει η βουή των κυμάτων, η αλμύρα του πελάγου, η απόγνωση της περιφέρειας. Κοιτάζει το χάρτη ο επισκέπτης κι αναρωτιέται γιατί να μην μπορεί –όπως παλιά- να φτάσει στο Τρίκερι ή στο νησί από τη θάλασσα. Η απορία θα μένει αναπάντητη ως τότε, που ίσως οι άσχετοι που έχουν άποψη για τις τύχες της Ελλάδας, αποφασίσουν να σκύψουν και αυτοί πάνω στο χάρτη και αξιωθούν να καταλάβουν ποιο στ’ αλήθεια είναι το Τρίκερι και ποιες είναι οι ανάγκες των ντόπιων και των ξένων.
Παίρνω για άλλη μια φορά τον μακρύ και ωραίο δρόμο για την άκρη του Πηλίου. Χόρτο, Μηλίνα, νησάκι του Αλατά, Τζάστενη, μικρονήσι της Πρασσούδας, κόλποι σμαραγδένιοι και παραλίες μαγευτικές, ελιές που φτάνουν ως τη θάλασσα και ύστερα Σπαστήρας, Διακόπι, Κόττες, στροφές που ανηφορίζουν προς το Τρίκερι, τόποι γνώριμοι κι αγαπημένοι, δεμένοι αδιάσπαστα με τόσες και τόσες ωραίες αναμνήσεις από τα’ ανέμελα χρόνια της νιότης.
Κάποια στιγμή τελειώνουν οι στροφές και αντικρίζω απέναντι το Τρίκερι ν’ αγναντεύει απ’ τα ψηλώματα του λόφου του την άγρια ράχη του Τισσαίου, μα να κρατάει τις πιο πολλές και ερωτικές ματιές για την μεγάλη προαιώνια αγάπη του, τη θάλασσα.
ΣΤΑ ΚΑΛΝΤΕΡΙΜΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
ΚΑΙ ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Νωρίς το πρωί ξεκινάμε για την πλατεία, στο καθιερωμένο πια ραντεβού μας με το πρώτο καφεδάκι της ημέρας. Δεν είναι πολλή ώρα που βγήκε ο ήλιος πίσω από το λόφο. Τον παρακολουθούμε από το μπαλκόνι του δωματίου μας ν’ ανηφορίζει και να χρυσίζει όλο και περισσότερες σκεπές. Πριν από έναν μόλις χρόνο δεν θα είχαμε αυτή τη δυνατότητα στο Τρίκερι, η ξενοδοχειακή του υποδομή ήταν ανύπαρκτη. Αρχές Ιουνίου του 2002 ο Γιώργος Μαραβέλιας με την οικογένειά του δημιούργησε 7 ενοικιαζόμενα δωμάτια, λιτά, περιποιημένα και καθαρά και από τότε μπορεί ο επισκέπτης ν’ απολαμβάνει ψηλά από το Τρίκερι τη θάλασσα.
Βγαίνοντας στο δρόμο απολαμβάνουμε το πρώτο άρωμα της μέρας. Είναι το μεγάλο και ολάνθιστο γιασεμί, που με τον πληθωρικό του όγκο έχει στεφανώσει τη πόρτα του ξενώνα.
Καθώς παίρνουμε το λιθόστρωτο δρόμο προς το κέντρο τα αρώματα πληθαίνουν, όπως και οι καλημέρες των πρόσχαρων Τρικεριωτών που συναντάμε. Δευτέρα σήμερα, από νωρίς το πρωί ο χώρος στάθμευσης έχει καταληφθεί από τις ποικίλες πραμάτειες των πλανόδιων πωλητών για το καθιερωμένο παζάρι της εβδομάδας.
– Πόσο πάει το κερασάκι; Ρωτάει μια κυρούλα
– Τρία ευρώ, της απαντάει ο μανάβης κι ετοιμάζεται να πάρει μια σακούλα.
– Α, έπεσε, αποφαίνεται η κυρούλα και συνεχίζει.
Αφήνει απογοητευμένος ο μανάβης τη σακούλα μουρμουρίζοντας.
Στην είσοδο της κεντρικής πλατείας είναι η μικρή ψαραγορά, μερικές κάσες με ολόφρεσκα μελανούρια, λιθρίνια, γαύρο και μπακαλιάρο. Εδώ η ζήτηση είναι μεγάλη, όλοι σπεύδουν για να διαλέξουν τα καλύτερα. Η κεντρική πλατεία είναι στρωμένη με μεγάλες ορθογώνιες πλάκες και ολόγυρά της είναι διατεταγμένα μικρομάγαζα, καφενεία και ταβερνάκια. Κάποια από αυτά χρονολογούνται από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ίσως τότε πρωτοείδαν το φως και μερικές από τις γηραιότερες ακακίες της πλατείας που κυριαρχούν σ’ όλο το χώρο, ενώ τα δύο πλατάνια είναι πολύ νεώτερα.
Έρχονται οι καφέδες, στα γνώριμα λευκά, χοντρά φλυτζανάκια. Μικρά όπως είναι δεν επαρκεί το λιγοστό τους περιεχόμενο για το ξεκίνημα της μέρας, χρειαζόμαστε και δεύτερο. Η παραμονή στη πλατεία την όμορφη τούτη πρωινή ώρα είναι αληθινή απόλαυση, ένα μωσαϊκό διαφορετικών ανθρώπων και δραστηριοτήτων, από την υπηρεσία καθαριότητας που σκουπίζει με επιμέλεια το πλακόστρωτο μετά την κοσμοσυρροή της Κυριακής, ως το τάβλι και τις εύθυμες κουβέντες των Τρικεριωτών, που οι περισσότεροι είναι απόμαχοι της θάλασσας.
Φτάνει κάποιος με μια μικρή σακούλα που περιέχει ελάχιστα ψαράκια.
– Είχες πάει στη θάλασσα; Τον ρωτάνε
– Έβαλα ένα διχτάκι αλλά ούτε για μεζέ δεν φτάνουνε.
Κάποιος νεοφερμένος αναγγέλει μεγαλόφωνα, πως ένα καίκι έβγαλε έναν τόνο παλαμίδα.
– Παλαμίδα αυτή την εποχή; Ρωτάνε απορημένοι οι περισσότεροι.
– Ναι, είχε απ’ όλα, φρίσες, γοφάρια, παλαμίδες και λακέρδες.
– Μακάρι να βγάλουν ψάρια τα παιδιά, λέει μεγαλόψυχα αυτός με το διχτάκι.
Περνάνε ασταμάτητα οι νοικοκυρές μπροστά από την πλατεία, φορτωμένες με τα ψώνια του σπιτιού. Γι’ αυτές η πλατεία είναι μόνον σημείο διέλευσης. Τα καφενεία, το τάβλι και οι πολύωρες κουβέντες είναι αποκλειστικές ασχολίες των αντρών.
Η κεντρική πλατεία του Τρίκερι – που ονομάζεται πλατεία 25ης Μαρτίου – εκτός από γραφική και ωραία, είναι και χώρος άρρηκτα συνδεδεμένος με ιστορικά γεγονότα του χωριού. Σύμφωνα με τον καθηγητή και ιστορικό ερευνητή Κώστα Πατρίκο, η 2α Μαίου ήταν μεγάλη ημέρα για το Τρίκερι και την Μαγνησία. Οι Καπαεταναίοι Τσαμαδός, Κριεζής, Κούτσης και Κυριάκος προσορμίζονται στην Αγία Κυριακή, ενώ την ίδια μέρα φτάνει και ο φλογερός Αρχιμανδρίτης Άνθιμος Γαζής. Όλοι μαζί συνεδριάζουν στο αρχοντικό του Στάθη Γιάννη και παίρνουν την απόφαση της εξέγερσης. Ο Γαζής στην πλατεία του χωριού διαβάλει σε παλλαϊκή συγκέντρωση την Επαναστατική του Προκύρηξη και μέσα σε ατμόσφαιρα εθνικής έξαρσης και γενικού ενθουσιασμού υψώνει την επαναστατική σημαία. Έτσι κηρύχτηκε η επανάσταση στο Τρίκερι. Είχε προηγηθεί μια άλλη σημαδιακή μέρα για το Τρίκερι, η 24η Μαρτίου του 1818. Ήταν τότε, που οι πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας Αθανάσιος Τσακάλωφ και Άνθιμος Γαζής, φτάνουν στο ιστορικό ναυτοχώρι και ιδρύουν την «Εφορείαν Τρικέρων», τμήμα της Φιλικής Εταιρείας. Σε κανένα άλλο μέρος της Θεσσαλίας δεν συστάθηκε παρόμοια εφορεία και τούτο οφείλεται στο ότι το Τρίκερι με τους πολλούς καραβοκύρηδες είχε γίνει το πλέον γνωστό χωριό του Πηλίου στα λιμάνια του εξωτερικού και στους στενούς κύκλους των φιλικών της Οδησσού. Έτσι με τη σύμπηξη της Εφορείας των Τρικέρων δημιουργείται η κύρια και επίσημη επαναστατική βάση στη Θεσσαλομαγνησία. Οι Τρικεριώτες καπεταναίοι και συνάμα Φιλικοί, συγκεντρώνουν πολεμοφόδια, τρόφιμα, εξοπλίζουν πληρέστερα τα πλοία τους με κανόνια και συγκροτούν επαναστατικά σώματα. Όλες αυτές τις προεπαναστατικές ενέργειες διευκόλυνε και το ότι το Τρίκερι είχε μείνει απάτητο από τους Τούρκους, οι οποίοι διαφέντευαν την πεδινή περιοχή του Βελεστίνου και του Βόλου. Έτσι με την κύρυξη της Επανάστασης η Θεσσαλομαγνησία με πρωτοπόρο το Τρίκερι δεν αργεί να επαναστατήσει, στη 2 Μαΐου 1821, όπως προαναφέρθηκε. Από τον Ιούνιο του 1821 μέχρι τον Οκτώβριο του 1823 το Τρίκερι είναι το κέντρο της επανάστασης και το μόνο ελεύθερο μέρος της Μαγνησίας και Θεσσαλίας. Στο διάστημα αυτό τα Τρικεριώτικα καράβια αναλαμβάνουν πολλαπλές δράσεις σε διάφορα σημεία της περιοχής, ενώ επιπλέον το Τρίκερι απασχολεί πολυάριθμα στρατεύματα του Δράμαλη, περέχοντας έτσι πολύτιμες υπηρεσίες στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα, όπου ήταν το κατ’ εξοχήν θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων. Στην γύρω από το Τρίκερι περιοχή θα λάβουν χώρα φοβερές μάχες και επανειλημμένα θα αποκρουσθούν οι εχθρικές επιδρομές στην νήσο Αλατάς, στην Παναγία και στις Βαθύλακες. Το 1823 όμως το τελευταίο προπύργιο της επανάστασης της Θεσσαλίας υποτάσσεται στους άγριους στρατιώτες του Κιουτουχή και του Λουμπούτ Πασά. Οι Τρικεριώτες όμως με τα πλοία τους δεν σταματούν τον αγώνα στο Αιγαίο εναντίον της Τουρκικής αρμάδας. Έτσι το 1827 βοηθούν τον Άστιγγα, κυβερνήτη της ατμοκίνητης «Καρτερίας» και βυθίζουν στον όρμο «Βαθύ» των Τρικέρων μεγάλο τούρκικο καράβι.
Το 1832 όμως το Τρίκερι μένει έξω από τα σύνορα του Ελληνικού κράτος. Η οριστική του απελευθέρωση πραγματοποιείται στις 2 Νοέμβρη του 1881. Όσα παιδιά γεννήθηκαν εκείνη τη χρονιά στο Τρίκερι πήραν τα ονόματα Ελευθερία και Λευτέρης.
Δίπλα από τη πλατεία της 25ης Μαρτίου ανηφορίζει το κεντρικό καλντερίμι στρωμένο – όπως άλλωστε και όλα τα παλιά καλντερίμια στο Τρίκερι – με τους αυθεντικούς λίθους από την εποχή της κατασκευής του. Το καλντερίμι αυτό είναι η βασική οδός, που καταλήγει στο υψηλότερο σημείο του χωριού, στον Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Τριάδας. Αρκετά ακόμη δευτερεύοντα καλντερίμια ξεκινούν από διάφορα σημεία αυτού του κεντρικού, για να καταλήξουν σε περιφερειακά ή παράλληλα. Είναι ένα ρυμοτομικό σύστημα, που ο νεόφερτος επισκέπτης θεωρεί αρχικά πολύπλοκο και λαβυρινθώδες, πολύ γρήγορα όμως διαπιστώνει, πως το πλέγμα αυτό των καλντεριμιών είναι ένα ευφυές σύνολο ομόκεντρων κύκλων και καθέτων, που έχουν ως κοινή κατάληξη το κομβικό σημείο της Αγίας Τριάδας ή πρόσβαση στον μεγάλο περιμετρικό δρόμο που κυκλώνει το λόφο, όπου είναι χτισμένο το χωριό. Αυτός άλλωστε ο περιφερειακός δρόμος είναι ο μοναδικός όπου μπορεί να κυκλοφορήσει αυτοκίνητο. Σ’ όλο το υπόλοιπο χωριό οι μετακινήσεις γίνονται με τον πιο ήρεμο, υγιεινό, και αυθεντικό τρόπο, με τα πόδια. Θόρυβοι και καυσαέρια αυτοκινήτων είναι άγνωστα στο εσωτερικό του οικισμού. Το ίδιο παραδοσιακά γίνονται και οι μεταφορές αντικειμένων, εμπορευμάτων ή οικοδομικών υλικών στις γειτονιές του Τρίκερι, με τα υπομονετικά και ακούραστα υποζύγια του Θανάση Ζάχου, του γνωστού και αγαπητού σ’ όλη την περιοχή Σάκη. Βοηθώντας τον πατέρα του ήδη από τα 9 του χρόνια, εξακολουθεί να προσφέρει ως σήμερα τις υπηρεσίες του ο Σάκης σε ντόπιους και σε ξένους.
Η περιδιάβαση στις γειτονιές και στα στενά του Τρίκερι δεν διαφέρει από ένα ρομαντικό οδοιπορικό στο παραδοσιακό του παρελθόν. Με ελάχιστες εξαιρέσεις που σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζουν αρνητικά τη συνολική του εικόνα – ο οικισμός έχει διατηρήσει όλα εκείνα τα στοιχεία που αποπνέουν το μεράκι και την τέχνη των παλιών μαστόρων και χαρακτηρίζουν την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του τόπου. Τα αναρίθμητα καλντερίμια έχουν παραμείνει στο σύνολό τους αναλλοίωτα και είναι στ’ αλήθεια μεγάλη ευχαρίστηση να έρχονται σε άμεση επαφή τα βήματά μας με τη σκληρή αλλά στρογγυλεμένη – από την πολυκαιρινή χρήση – επιφάνεια της πέτρας.
Κάθε σημείο του περιπάτου αποκαλύπτει εικόνες γραφικές και ειρηνικές: ένα στενό ανηφορικό καλντεριμάκι που καταλήγει σε αψίδα και είναι αδύνατον να αντισταθείς και να μην το ακολουθήσεις. Μια συμπαθητικότατη κυρούλα, που όρθια στην εξώπορτά της, πλέκει με τις βελόνες της ένα μικρό πλεκτό, ίσως για κάποιο εγγονάκι. Ένα λιλιπούτειο μπακαλικάκι, που μέσα κι έξω μοιάζει να το ξέχασε ο χρόνος και με τα λίγα πράγματά του εξυπηρετεί τις μικροανάγκες των γειτόνων. Πολλά μικρά εικονοστάσια έξω από σπίτια ναυτικών, που η ευσέβειά τους συντηρεί άσβεστο το καντήλι. Σπιτάκια ασβεστωμένα και παμπάλαια, που θυμίζουνε νησί. Που και που κάποιο μεγάλο αρχοντικό, που με τη μεγαλόπρεπη αρχιτεκτονική του και τον όγκο του ξεχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα. Είναι κάποιος από τους τελευταίους Πύργους που έχουν απομείνει, για να διαλαλούν σ’ όλο τον κόσμο τις μέρες δόξας και ακμής της ναυτικής πολιτείάς του Τρίκερι. Ήταν τότε που οι τρανοί καραβοκύρηδες έχτιζαν τα πυργόσπιτά τους ογκώδη και γερά σαν κάστρα, σε θέσεις του χωριού ψηλές και ορθάνοιχτες για ν’ αγναντεύουνε τη θάλασσα.
Ένας τέτοιος πύργος στο ΝΔ. τμήμα του οικισμού είναι ο Πύργος του Ευσταθίου Κουτμάνη, που μαζί με άλλους Τρικεριώτες καπεταναίους συμμετείχε με τα καράβια του στον κατά θάλασσα αγώνα του ’21. Το τριώροφο οίκημα ορθώνεται πάνω από τα κεφάλια μας επιβλητικό, με τον τεράστιο όγκο,τις ξυλοδεσιές και τα σαχνισιά του. Τα ίχνη όμως της φθοράς του πανδαμάτορα χρόνου είναι εμφανέστατα σε κάθε σημείο του μεγαλόπρεπου κτιρίου, που έχει παραμείνει ακατοίκητο και ασυντήρητο για μεγάλο διάστημα.
Δεν λείπει ωστόσο και η αισιόδοξη προοπτική γι’ αυτό το γερασμένο αλλά περήφανο οικοδόμημα. Ένα τμήμα του έχει ήδη αγορασθεί από την Κοινότητα Τρικέρων και αναμένεται και η αγορά του υπολοίπου. Η ενέργεια αυτή θα σημάνει την έναρξη της αξιοποίησής του με την πλήρη μετατροπή του σε Πολιτιστικό Κέντρο Τρικέρων, που θα στεγάσει βιβλιοθήκη και συνεδριακό χώρο στον α’ όροφο, ιστορικό και φωτογραφικό αρχείο του Τρίκερι, Τρικεριώτικη φορεσιά και Τρικεριώτικο κέντημα στον β’, ενώ ο γ’ όροφος θα αποτελέσει το Μουσείο της Ιστορίας και της Ναυτιλίας στο Τρίκερι.
– Το σχέδιο μοιάζει πολύ δαπανηρό και φιλόδοξο, λέω στον Νίκο Φουρτούνα, Πρόεδρο της Κοινότητας Τρικέρων.
– Και είναι, μου απαντάει. Πιστεύω ωστόσο πως για κάθε έργο, από το ταπεινότερο ως το πιο μεγαλόπνοο, αυτό που κυρίως απαιτείται είναι η πολιτική βούληση και η απόφαση. Όταν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις μπορούν να επιτευχθούν και τα υπόλοιπα.
Φιλοσοφία τόσο απλή και τόσο πρακτική, που αν είχε υιοθετηθεί από όλους όσοι αποφασίζουν για τις τύχες αυτής της χώρας, σε τοπική ή πανελλήνια κλίμακα, σε λίγα χρόνια θα ήταν διαφορετική η όψη της Ελλάδας.
Από τη πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας με τον Νίκο Φουρτούνα έχουμε εντυπωσιασθεί από την ευρυμάθεια και τη συνολική του προσωπικότητα. Μετά από λαμπρές ακαδημαϊκές σπουδές και πολυετή θητεία στις τάξεις του Λιμενικού Σώματος ως Λιμενάρχης σε διάφορες ναυτικές πολιτείες της Ελλάδας, επέστρεψε οριστικά στην αγαπημένη του γενέτειρα και έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της από τη θέση του Προέδρου της Κοινότητας Τρικέρων. Ανάμεσα στις πολλαπλές του ασχολίες ο Νίκος Φορτούνας δεν διστάζει να θυσιάζει ένα μεγάλο μέρος από τον πολύτιμο προσωπικό του χρόνο και να οδηγεί τα βήματά μας στα επιφανέστερα σημεία που συγκεντρώνουν το σημαντικότερο ιστορικό, αρχιτεκτονικό, γεωφυσικό ή τουριστικό ενδιαφέρον. Ένα πλήθος πολύτιμων πληροφοριών συνοδεύει αυτές τις πολύωρες περιπλανήσεις μας στα γραφικά καλντερίμια και τις πλατείες, στα Πυργόσπιτα, στα μνημεία της Ορθοδοξίας, στις παμπάλαιες βρύσες και πηγάδια, στους όρμους και στα ακρογυάλια, στους μικρούς περιφερειακούς οικισμούς, στα κορυφαία σημεία θέσης μέσα και έξω από το χωριό.
Τα βράδια συνήθως αποθέτουμε όλη τη συσσωρευμένη σωματική κούραση της μέρας σε ένα από τα γραφικά παραθαλάσσια ουζερί, στα λιμανάκια της Αγίας Κυριακής και στις Κόττες ή σε κάποιο από τα ταβερνάκια ή τσιπουράδικα στην κεντρική πλατεία του Τρίκερι. Εκεί με τη νυχτερινή μπουκαδούρα ή με το δροσερό αεράκι στο υψόμετρο των 300 μέτρων του χωριού, πίνουμε απολαυστικά το παραδοσιακό τσιπουράκι συνοδευμένο με τα ολόφρεσκα προϊόντα της θάλασσας του Τρίκερι και με όλες αυτές τις τσιπουρολιχουδιές, που την ποικιλία, τη νοστιμιά και τη φαντασία στην έμπνευσή τους, μόνο στην περιοχή του Βόλου μπορεί κανείς να συναντήσει.
Στις όμορφες τούτες ανθρώπινες στιγμές έρχονται στο τραπέζι του Προέδρου πολλά κεράσματα από τις διπλανές παρέες και δεν είναι λίγοι οι συμπαθέστατοι κάτοικοι του Τρίκερι, που έρχονται να καθίσουν δίπλα μας για να συζητήσουν και να γνωρίσουν καλύτερα τους ανθρώπους, που τόσες μέρες ασχολούνται με τον τόπο τους. Κάποιοι κουβεντιάζουν για τα προβλήματα και τις προοπτικές της περιοχής τους, ενώ κάποιοι άλλοι, απόμαχοι της θάλασσας, θυμούνται ιστορίες από τα νιάτα τους με τα πολύμηνα σκληρά ταξίδια στο Αιγαίο ή στη Βεγγάλη, όταν, με καθημερινό κίνδυνο της ζωής τους, βουτούσαν και έβγαζαν σφουγγάρια. Έτσι, μετά από τόσες συζητήσεις και τόσες μέρες και νυχτιές στο Τρίκερι, έχουμε φτάσει στο σημείο να προσφωνούμε ο ένας τον άλλον με τα μικρά ονόματα και αυτό μας κάνει ιδιαίτερα χαρούμενους.
Η περιήγηση ωστόσο στις γραφικές γωνιές του Τρίκερι συνεχίζεται. Αφήνουμε τη δυτική πλευρά του Πύργου του Κουτμάνη και μέσα από ανηφορικά καλντερίμια φτάνουμε στην πολύ όμορφη εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, τον δεύτερο- μετά την Αγία Τριάδα- σε μέγεθος ναό του Τρίκερι, με διαστάσεις 15,2 Χ 6,1 Χ 5 μέτρα. Είναι μονόκογχος ναός με περίστυλο νάρθηκα και ξυλόγλυπτο τέμπλο με πολλές εικόνες. Ένα μεγάλο φουντωτό κυπαρίσσι στον αύλειο χώρο συναγωνίζεται σε ύψος το πετρόχτιστο επιβλητικό κωδονοστάσιο. Στον μεσημβρινό εξωτερικό τοίχο και στην κόγχη είναι εντοιχισμένα ροδίτικα χρωματιστά πιάτα από τους χτιστάδες, που προσδίδουν μια ιδιαίτερη διακοσμητική χάρη στις ασβεστοχρισμένες επιφάνειες του ναού. Σ’ ένα θωράκιο αναγράφεται η χρονολογία οικοδόμησης – από Ζουπανιώτες μαστόρους – το 1781, ενώ σε δύο άλλα φαίνεται πως ο ναός οικοδομήθηκε την 20η Μαρτίου του έτους 1805.
Η γειτονιά γύρω από τους Αγίους Αναργύρους είναι από τις πιο γραφικές και παραδοσιακές του Τρίκερι, με ωραία καλντερίμια και παμπάλαια σπιτάκια, που τα περισσότερα διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση. Ανάμεσα από τα χαμηλά οικήματα δημιουργούνται αρκετά ανοίγματα που αποκαλύπτουν υπέροχη θέα προς τη θάλασσα, την Στερεά και τον ορεινό όγκο της Όθρυος.
Ανηφορίζοντας και πάλι ανάμεσα σε παμπάλαια καλντερίμια, φτάνουμε σε τρία μόλις λεπτά στην πλατεία της Αγίας Τριάδας, στο υψηλότερο σημείο του χωριού. Εδώ, από υψόμετρο 320 μέτρων, η θέα είναι υπέροχη προς την Έυβοια, τη Στερεά και τη θάλασσα. Ιδρωμένοι από τον ανήφορο, καθόμαστε για λίγο στο πεζούλι να ξαποστάσουμε, με σύμμαχό μας το δροσερό αεράκι, που δεν παύει να φυσάει ούτε στιγμή. Στα ανατολικά μας διαγράφεται στον ουρανό η κακοτράχαλη καμπούρα του Τισσαίου, που η ανάβασή της την θερινή περίοδο είναι ιδιαίτερα εχθρική με τον ανελέητο ήλιο, την απουσία των δέντρων και τα πάμπολλα φίδια που βρίσκουν καταφύγιο στο πετρώδες και αφιλόξενο έδαφος.
Στη μικρή, πλακόστρωτη πλατεία, δεσπόζει ο καθεδρικός ναός του Τρίκερι, η ιστορική εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Είναι η μεγάλη τρίκλιτη βασιλική με διαστάσεις 21,2 Χ 10,7 Χ 6 μέτρα, που οικοδομήθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα – και πιθανότατα το 1740 – , στην θέση προγενέστερης εκκλησίας. Μεγάλη εντύπωση αρχικά μας προκαλεί το παμπάλαιο δάπεδο στον πρόναο, που αποτελείται από τεράστιες πλάκες, άριστα συναρμοσμένες μεταξύ τους. Στον πρόναο επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ανατολικός τοίχος για τον τοιχογραφικό του διάκοσμο, που απεικονίζει την Μέλλουσα Κρίση με έντονο λαϊκό χαρακτήρα, ενώ η απεικόνιση των μορφών με σκούρα χρώματα, δημιουργεί ατμόσφαιρα για περισυλλογή. Πάνω από τον πρόναο είναι ο γυναικωνίτης, όπου φυλάσσονται σε ειδικές προθήκες πολλά ιστορικά και θρησκευτικά κειμήλια, καθώς και άφθονα αναθήματα των Τρικεριωτών ναυτικών. Όπως σημειώνει ο Κ.Δ. Πατρίκος «αριστούργημα ξυλογλυπτικής είναι το τέμπλο με φυτικά ή ζωικά μοτίβα, στα διάχωρα του οποίου υπάρχουν οι δεσποτικές εικόνες βυζαντινής τεχνοτροπίας. Ξυλόγλυπτος είναι και ο πολυγωνικός άμβωνας με κωνική απόληξη καθώς και ο Δεσποτικός θρόνος και το προσκυνητάρι. Κάτω και δίπλα από τον άμβωνα υπάρχει ξυλόγλυπτος θρόνος, που έφεραν Τρικεριώτες καραβοκύρηδες το 1815 από τη Βαρκελώνη, στον οποίο πιστεύεται ότι προορίζεται να καθίσει ο Μέγας Ναπολέον. Σήμερα αποτελεί θρόνο της αργυρεπένδυτης εικόνας της Παναγίας της Ελεούσας.
Σκοτεινή σελίδα στην ιστορική διαδρομή της Αγίας Τριάδας αποτελεί η λεηλασία του ναού και του εκκλησιάσματος τις 25 Μαρτίου του 1790, Δευτέρα της Διακαινησίλου, από τον πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου και το συνάφι του .
Ξεσπάει μια μπόρα δυνατή. Την απολαμβάνουμε προφυλαγμένοι κάτω από το μεγάλο φουντωτό κυπαρίσσι, δίπλα στην εκκλησία, που για αρκετά λεπτά δεν επιτρέπει στις σταγόνες να φτάσουν ως εμάς. Όταν κάποια στιγμή το κυπαρίσσι αρχίζει να μουσκεύει, η μπόρα σταματάει έτσι ξαφνικά όπως άρχισε κι εμείς συνεχίζουμε την κατηφορική πια περιήγησή μας ως τη κεντρική πλατεία του χωριού.
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΤΡΙΚΕΡΙ
ΚΑΙ Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΥ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
Αντλώντας από τις προφορικές αφηγήσεις του Νίκου Φουρτούνα και από τα γραπτά στοιχεία του Κώστα Πατρίκου, οδηγούμαστε στις απαρχές της ιστορίας του Τρίκερι, που φαίνεται να ξεκινάει από πολύ παλιά, αφού η περιοχή παρουσιάζεται ακόμα και στην προιστορία, λόγω της γεωγραφικής της θέσης στην Μαγνησιακή χερσόνησο. Η παράδοση αναφέρει, ότι ο Αίας ο Λοκράς, ο περίφημος ήρωας του Τρωικού πολέμου, ναυάγησε με το πλοίο του στην περιοχή του σημερινού Τρίκερι και βγήκε στη στεριά με το πλήρωμα και τον σκύλο του. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, βγήκε ο Αίας να κυνηγήσει στο πυκνό δάσος του Τρίκερι και έχασε το σκυλί του. Από τις δύο εκδοχές πιθανότατα η μία να είναι πραγματική γιατί δεν εξηγείται αλλιώς η ονομασία του ακρωτηρίου σε Αιάντειο, του Δήμου που ίσχυε παλαιότερα σε Δήμο Αιαντείου και η σφραγίδα του Δήμου και – μέχρι πρότινος – της Κοινότητας, να έχει ως έμβλημα το σκύλο. Είναι φανερό, πως όλα αυτά έγιναν προς τιμήν και σε συνέχεια της παράδοσης που αφορούσε τον Αίαντα.
Η αρχική όμως κατοίκηση των Τρικεριωτών δεν ήταν γύρω από τον σημερινό λόφο αλλά στο γραφικό νησάκι Παλαιά Τρίκερι, την αρχαία Κικύνηθο.
Μας το πληροφορούν οι Γεωγράφοι Στράβων και Σκύλαξ: «Εν δε τω Παγασιτικώ κόλπω νήσος εστί Κικύνηθος και πόλις ομώνυμος». Ο Αργύρης Φιλιωπίδης από την πλευρά του υποστηρίζει, ότι η Αργώ του Ιάσονα πρωτοάραξε στο νησί του Τρίκερι, του οποίου οι κάτοικοί του ελάτρευαν τον Ποσειδώνα, έχοντας χαράξει στα νομίσματα το πρόσωπό του.
Στην νήσο λοιπόν Κικύνηθο εγκαταστάθηκαν στα χρόνια του 16ου με 17ου αιώνα ομάδες κυνηγημένων Ελλήνων από τα Κάκλα της Μάνης, που ασχολήθηκαν με το ψάρεμα και τα σφουγγάρια. Μη μπορώντας όμως να αντέξουν τις συχνές επιδρομές των Βερβερινών και Αλγερινών πειρατών και όντες εραστές της ελεύθερης ζωής, εγκατέλειψαν στα μισά του 17ου αιώνα το νησί και ήλθαν να εγκατασταθούν για μεγαλύτερη ασφάλεια στον απόκρημνο τούτο βράχο, «εις την άκρην γην της Μαγνησίας επάνω εις το βουνόν του Διός», όπως λέει ο Φιλιππίδης. Ο αποικισμός, σύμφωνα με τον Κ. Πατρίκο, έγινε με μεγάλη ιεροτελεστία. Λένε πως πήραν το Τρίκερι από την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας του νησιού και μετά, κλήρος και λαός, τράβηξαν για τη νέα τους αποικία. Βγήκαν στην απέναντι στεριά και πήραν τον ανήφορο. Εκεί που θα έλιωναν τα κεριά, εκεί θα κτίζαν την καινούρια εκκλησιά τους. Τα κεριά τέλειωσαν στην κορυφή του σημερινού χωριού και την εκκλησία που έκτισαν την ονόμασαν «Αγία Τριάδα», από το Τρίκερι που συμβολίζει την Αγία Τριάδα και το χωριό Τρίκερι. Για την ονομασία του χωριού υπάρχουν και άλλες εκδοχές, όπως ότι αποτελεί παραφθορά της ονομασίας «Τριτλέρι», ενός είδους καραβιού ή και ότι προέρχεται από τα τρία ακρωτήρια, Αιάντειο, Τραχήλι, Δρέπανο. Ο Σκουβαράς και ο Κυρδάτος βασίζουν την ετοιμολογία στην βλάχικη λέξη «Τρέτσερε», που σημαίνει δίαυλος, διαπόρι, πέρασμα.
Ανεξάρτητα όμως από την ακριβή προέλευση του ονόματος το βέβαιο είναι, ότι το άγονο του εδάφους και η έμφυτη προς το υγρό στοιχείο αγάπη, ώθησαν κατ’ εξοχήν τους Τρικεριώτες προς τη θάλασσα.
Στους ταρσανάδες της Αγίας Κυριακής ναυπηγούνται μικρά πλοία στην αρχή , ενώ αργότερα δικάταρτα και τρικάταρτα, που αυλακώνουν τις θάλασσες του Αιγαίου, την Μαύρη Θάλασσα και την Μεσόγειο, μεταφέροντας Πηλιορείτικα προϊόντα σε λιμάνια Ανατολής και Δύσης και εισάγοντας από εκεί σιτάρι, μεταξωτά, μυρωδικά, σεντέφια και ποικίλες άλλες πραμάτειες.
Οι Τρικεριώτες πλοίαρχοι είναι αρχοντάνθρωποι, ευγενείς και φιλάνθρωποι σε κάθε ξένο και χαίρουν την απόλυτη εμπιστοσύνη στους εμπορικούς οίκους των διαφόρων πόλεων που ταξιδεύουν. Ο Άγγλος περιηγητής Ουίλλιαμ Ληκ, που ταξίδευσε στη Θεσσαλία στις αρχές του 19ου αιώνα, αναφέρει για το Τρίκερι, πως «ο λαός ζει αποκλειστικά από τη θάλασσα. Μερικοί των πτωχοτέρων συλλέγουν σπόγγους ή πιάνουν ψάρια, ενώ οι άλλοι είναι ναυτικοί, ναυπηγοί ή έμποροι. Οι Τρικεριώτες είναι εξίσου ριψοκίνδυνοι με τους Υδραίους και Σπετσιώτες. Κατά την έλλειψη σιτηρών στη Γαλλία στις αρχές της επανάστασης, το μερίδιο ενός ναύτη για ένα μόνο ταξίδι, μπορούσε να φτάσει το ποσόν των 150 χρυσών λιρών Αγγλίας».
Με τα υπερπόντια λοιπόν ταξίδια τους οι ριψοκίνδυνοι Τρικεριώτες απέκτησαν πολλά πλούτη. Μια παράδοση αναφέρει, πως κουβαλούσαν το χρυσάφι με τα φορτώματα και το αποθήκευαν στις στέρνες, όπως η στέρνα του Κουτμάνη, που ήταν γεμάτη χρυσά Ναπολεόνια.
Δείγμα περίτρανο αυτής της οικοδομικής ευμάρειας είναι τα σωζόμενα ίσαμε σήμερα Τρικεριώτικα Πυργόσπιτα, που σύμφωνα με τον φιλόλογο Γιάννη Δ. Πατρίκο, ανήκουν στον τύπο του Βορειοελλαδίτικου αρχοντικού, κατασκευασμένα από συντροφιές Ηπειρωτών μαστόρων που περιδιαβαίνουν τα Πηλιορείτικα χωριά στα μέσα του 18ου αιώνα. Όλα είναι τριώροφα. Οι δύο πρώτοι όροφοι είναι χτισμένοι με καλοπελεκημένες πέτρες και χοντρούς τοίχους, οι οποίοι κατά διαστήματα ενισχύονται με ενοιχισμένες ξυλοδεσιές οριζόντιων δοκαριών αγριοκαστανιάς.
Η πόρτα της εισόδου, κατασκευασμένη κι αυτή από χοντρά ξύλα δρυός ή καστανιάς, ασφαλίζεται με μεγάλη κλειδαριά και τρεις αμπάρες, τους «καταρράκτες» και μας εισάγει στο ισόγειο, το «κατώι». Εδώ αποθηκεύονται τα καυσόξυλα και φυλάσσονται το αλεύρι, το λάδι, το κρασί, τα οποία, λόγω της σταθερής θερμοκρασίας που εξασφαλίζουν οι χοντροί τοίχοι, διατηρούνται σε καλή κατάσταση χειμώνα-καλοκαίρι. Πέτρινη σκάλα οδηγεί στο β’ όροφο, στο μεσοπάτωμα. Εδώ υπάρχουν τα χειμωνιάτικα δωμάτια με τα μεγάλα τζάκια και τα καλοστρωμένα με φλοκάτες και κιλίμια μεντέρια, στα οποία κάθονται άνετα και κοιμούνται οι ένοικοι. Σε καίρια σημεία των τοίχων έχουν προβλεφθεί στενά ανοίγματα, που είναι οι πολεμίστρες για την άμυνα. Ξύλινη σκάλα οδηγεί στον γ’ όροφο, που προεξέχει από την άλλη τοιχοποιία με λίθινες και ξύλινες προβολές, τα «φουρούσια»,στα οποία στηρίζονται οι ελαφροκατασκευασμένοι τοίχοι από τσατμά. Σε αντίθεση προς το μεσαίο πάτωμα, εδώ υπάρχουν ολόγυρα πολλά παράθυρα, για να εισέρχεται άφθονο το φως της ημέρας και ο αέρας το καλοκαίρι, μιας και στον όροφο αυτό βρίσκονται τα θερινά δωμάτια διαμονής της οικογένειας. Εδώ είναι ο χώρος υποδοχής, η σάλα, ο «μουσαφίρ οντάς». Πάνω από τα παράθυρα υπάρχουν μικρότεροι φεγγίτες με πολύχρωμα τζάμια. Τα ταβάνια του χώρου αυτού είναι ξύλινα, καλοσκαλισμένα και στη μέση υπάρχει συνήθως οκταγωνική ξυλόγλυπτη παράσταση.
Είχαμε την εξαιρετική τύχη να επιβεβαιώσουμε τις γλαφυρές περιγραφές του Γιάννη Πατρίκου με επανειλημμένες επισκέψεις μας στο Πυργόσπιτο Φορτούνα. Χτισμένο γύρω στα 1770 με αρχικό ιδιοκτήτη τον Γεώργιο Κουμπουρέλλο, το επιβλητικό τριώροφο οικοδόμημα έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο μνημείο και συγκεντρώνει όλα τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του είδους του, εξωτερικά φουρούσια, λιθανάγλυφα και ηλιακό ρολόι. Από την θαυμάσια πλακόστρωτη αυλή μπορεί κάποιος να ρεμβάσει προς την είσοδο του Παγασητικού κόλπου, ενώ στο εσωτερικό του Πύργου οδηγεί μια μικρών διαστάσεων χοντρή ξύλινη πόρτα, που ασφαλίζεται με το «καταπίδι» στο άνω μέρος, την «κλυδωνιά» και τους «καταρράκτες».
Εκτός από την εξαιρετική φιλοξενία της οικογένειας Φορτούνα και την αξέχαστη μαγειρική της κυρίας Μαργαρίτας, έχουμε την τύχη να ξεναγηθούμε από τον ίδιο τον Νίκο σε κάθε σημείο του επιβλητικού αυτού οικοδομήματος, στον «νοντά» του β’ με το αυτοκίνητο είτε με ορόφου με τα παλιά κεντήματα, που χρησιμοποιείτο ως χώρος υποδοχής κατά τη διάρκεια απουσίας του νοικοκύρη, στον γ’ όροφο με τον «μπας οντά», τον καλό δηλαδή οντά, που χρησιμοποιείτο όταν γύριζε η νοικοκύρης, στα άφθονα κειμήλια που υπάρχουν παντού, στα παλιά βιβλία και εικόνες, στα σπάνια χειρόγραφα ιστορικά έγγραφα. Ένα από αυτά, με υπογραφή των Ναυάρχων Ύδρας Ανδρέα Μιαούλη και Ψαρρών Νικόλή Αποστόλη και με ημερομηνία 20 Οκτωβρίου 1823, αναφέρεται στην συμμετοχή στον Αγώνα 4 δικάταρτων Τρικεριώτικων πλοίων των καπεταναίων Σταμάτη Λιάτσικα, Κωνσταντή Βρυνιώτη (μακρυνού προγόνου του σημερινού προέδρου), Κωνσταντή Γεωργίου και Δημητρίου Γιάννη.
Ένα άλλο σημαντικό ιστορικό χειρόγραφο φέρει την υπογραφή του Μίνιστρου (Υπουργού) του Πολέμου, Χριστοφόρου Περραιβού, με ημερομηνία 2 Αυγούστου 1823. Αφορά στον – και στο προηγούμενο έγγραφο αναφερόμενο- Τρικεριώτη Καπετάν Κωνσταντή Βρυνιώτη και στο «ιμπρίκι» τον Άγιος Νικόλαος. Παρακινεί όλους τους ομογενείς Έλληνες – θαλασσινούς και στεριανούς – καθώς και τους αλλοεθνής φιλέλληνες, όταν συναντούν (τον καπετάν Κωνσταντή και το τσούρμο του), «όχι μόνον να τους αφήνουν απείραχτους και ελεύθερους αλλά και να τους δίνουν και κάθε χείραν βοηθείας, επειδή είναι άξιοι της αγάπης και του ελέους, ωσάν οπού εστάθησαν οι μόνοι, οπού υπέφεραν εξόδων άπειρα, κόπους και κινδύνους υπέρ του κοινού του Έθνους συμφέροντος και της μερικής αυτών Πατρίδος».
Η περιήγηση στον περιφερειακό δρόμο , που κυκλώνει το λόφο του Τρίκερι από τα ανατολικά προς τα δυτικά, μπορεί να γίνει είτε με το αυτοκίνητο είτε και με τα πόδια, αφού η συνολική απόσταση δεν ξεπερνάει το 1 χιλιόμετρο. Η αφετηρία είναι δίπλα από τη κεντρική πλατεία, μπροστά στο όμορφο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου που χτίσθηκε από Τρικεριώτες ναυτικούς. Εδώ βρίσκεται και το Ηρώο πεσόντων Τρικεριωτών με τα παλιά κανόνια από τα Τρικεριώτικα καράβια, καθώς και η προτομή Καραβαγγέλη, μεγάλου ευεργέτη του Τρίκερι. Αρχικά ο περιφερειακός δρόμος είναι παλιό καλντερίμι που λίγο αργότερα δίνει τη θέση του σε καλοστρωμένο πλακόστρωτο. Συναντάμε σπίτια με ωραίες αυλές, στενούς δρομίσκους που ανηφορίζουν με τελικό προορισμό την Αγία Τριάδα, ενώ προς τα βόρεια και ανατολικά η θέα είναι ορθάνοιχτη προς το Τισσαίο και το Πήλιο. Σε λίγα λεπτά κάνουμε μια μικρή παράκαμψη από τον κεντρικό δρόμο και κατηφορίζουμε με καταπληκτικό καλντερίμι προς τον κοιμητηριακό ναό του Αγίου Αθανασίου. Ο ναός βρίσκεται σ’ ένα υπέροχο φυσικό περιβάλλον και κατά τον Κώστα Πατρίκο είναι μονόκλιτη καλοχτισμένη βασιλική, με διαστάσεις 10,3 Χ 6,6 μ. και υπέροχο τρούλλο. Είναι χτίσμα του 1799, έργο των μαστόρων Δήμου και Κώστα, όπως φαίνεται στο πέτρινο ανώφλιο. Το τέμπλο είναι ξύλινο με χρωματιστή διακόσμηση και φυτικά μοτίβα, οι δε εικόνες είναι παλιές και αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης.
Από τον ναό του Αγ. Αθανασίου συνεχίζουμε προς τα νότια σε αρκετά δύσβατο χωματόδρομο, που μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα καταλήγει σε μια μικρή στάνη, λίγο πιο κάτω από τα εξωκλήσια των Αγίων Ταξιαρχών και Αγίας Βαρβάρας. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και ξεκινάμε με τον Αχιλλέα Κοττά – υπάλληλο της κοινότητας Τρικέρων – να καλύψουμε τη μικρή απόσταση που μας χωρίζει από τη κορυφή του λόφου με τα πόδια. Το έδαφος είναι πετρώδες, εξαιρετικά κακοτράχαλο και με άφθονα πουρνάρια.
– Καλύτερα να προσέχουμε το κάθε μας βήμα, λέει ο Αχιλλέας, ο τόπος έχει οχιές.
Δεν περνάει ένα λεπτό και τον βλέπω ξαφνικά να καρφώνεται στη θέση του. Πλησιάζω και προλαβαίνω μια μεγαλόπρεπη οχιά, με τα χαρακτηριστικά διακριτικά στη ράχη της, να εξαφανίζεται μέσα στα πουρνάρια.
-Ωστόσο αυτό δεν θα μας εμποδίσει από τον προορισμό μας, λέει ο Αχιλλέας.
Από τον λοφίσκο έχουμε μια άποψη εκπληκτική όλης της νοτιοανατολικής πλευράς του Τρίκερι, ενώ ήδη αρχίζει να διαφαίνεται χαμηλά στα δυτικά, το πανόραμα της Αγίας Κυριακής με το λιμάνι, τον οικισμό, τις χερσονήσους και τους όρμους της. Βαδίζουμε για ένα πεντάλεπτο στο ίδιο κακοτράχαλο έδαφος και φτάνουμε στο χείλος του γκρεμού. Η θέα από εδώ είναι συγκλονιστική όχι μόνον προς την Αγία Κυριακή αλλά σε όλο τον θαλάσσιο και στεριανό ορίζοντα. Καθόμαστε στις λείες ασβεστολιθικές πλάκες και την απολαμβάνουμε.
Υπάρχει όμως ακόμη ένα κορυφαίο σημείο θέσης στο Τρίκερι. Βρίσκεται στην πασίγνωστη θέση «Βίγλα», στην μοναδική παράκαμψη του περιφερειακού δρόμου προς τα νότια. Πρόκειται στην ουσία για το τελευταίο σημείο επίπεδης επιφάνειας του Τρίκερι πριν από τον κατακόρυφο γκρεμό που χάσκει πάνω από την Αγία Κυριακή. Εδώ έχει κανείς την ψευδαίσθηση, ότι βρίσκεται ακινητοποιημένος σ’ ένα σημείο του ουρανού, κάτω ακριβώς από την Αγία Κυριακή, του διαδοχικούς της κόλπους και τη θάλασσα. Στην κορυφαία αυτή θέση θέας είναι σε στάδιο ανέγερσης ένας ξενώνας. Το θέαμα βέβαια προς το παρών, με τον τσιμεντένιο σκελετό του οικοδομήματος, είναι άχαρο, ελπίζουμε όμως, πως πολύ σύντομα θ’ αποτελέσει ένα από τα πιο περιζήτητα για τη θέα τους καταλύματα.
Επιστρέφοντας από τη Βίγλα συνεχίζουμε τον περιφερειακό δρόμο που διασχίζει την δυτική πλευρά του Τρίκερι και καταλήγει στα τελευταία σπίτια του χωριού, στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που οδηγεί στην Αγία Κυριακή. Υπάρχει όμως ακόμη μια οδική δυνατότητα στον επισκέπτη της Βίγλας. Στα δυτικά της τοποθεσίας έχει πρόσφατα διανοιχθεί ένας νέος δρόμος, που προς το παρών είναι πολύ δύσβατος, με έντονες κλίσεις και βαθιά νεροφαγώματα. Μόλις όμως το έργο ολοκληρωθεί, είναι βέβαιο, ότι θ’ αποτελέσει μία από τις ωραιότερες περιηγητικές δυνατότητες στο δυτικό τμήμα του Τρίκερι.
Με ξεναγό μας τον Πρόεδρο Νίκο Φορτούνα ξεκινάμε να γνωρίσουμε αυτή τη διαδρομή. Πρόκειται στην ουσία για έναν ρομαντικό περίπατο στην παράδοση του Τρίκερι και στο πρόσφατο ιστορικό του παρελθόν. Με αφετηρία είτε τη Βίγλα, είτε ενδιάμεσο σημείο της διαδρομής Τρίκερι – Αγία Κυριακή, ο χωματόδρομος διασχίζει τον απέραντο ελαιώνα που απλώνεται στις δυτικές πλαγιές, κάτω από τα τελευταία σπίτια του Τρίκερι. Βατός στο μεγαλύτερο τμήμα του και από συμβατικά αυτοκίνητα, περνάει διαδοχικά δίπλα από τα τρία παμπάλαια πηγάδια του Τρίκερι, που εδώ και αιώνες τροφοδοτούσαν με νερό τον οικισμό. Συναντάμε κατά σειρά το «Περδίκη», τον «Τουρκοπήγαδο» και τα «Πηγάδια», κάτω από υπεραιωνόβιο πλάτανο. Όλα είναι πλακόστρωτα με μεγάλες πλάκες που θυμίζουν την πλατεία και όλα έχουν νερό. Στα «Πηγάδια» μάλιστα η χωρητικότητα της υπόγειας δεξαμενής πλησιάζει τα 500 κυβικά. Δοκιμάζει ο Πρόεδρος την παραδοσιακή «τουλούμπα» και αμέσως από τα βάθη της γης έρχεται στην επιφάνεια άφθονο δροσερό νερό. Δεν είναι δύσκολο να αναπαράγουμε με τη φαντασία μας τις παλιές εκείνες γραφικές εικόνες που σημάδεψαν για αιώνες τη ζωή του Τρίκερι, όταν οι ακούραστες Τρικεριώτισες με τη γεμάτη στάμνα στο κεφάλι, πραγματοποιούσαν αλλεπάλληλες επίπονες διαδρομές πολλών εκατοντάδων μέτρων, προκειμένου μα εξασφαλίσουμ το πολύτιμο νερό της οικογένειας.
Μπροστά στην περίφραξη του κεντρικού πηγαδιού σώζονται δυο μαρμάρινες αναθεματικές στήλες με χρονολογία κατασκευής των πηγαδιών το 1797 και εγχάρακτη επιγραφή από την οποία ξεχωρίζουν οι λέξεις : 10 ΧΡ. ΝΙΚΑ.
– Ελάτε όμως να δείτε και ένα άλλο μνημείο, λέει ο Πρόεδρος.
Ένα στενό, ευδιάκριτο μονοπάτι κάτω από τα «Πηγάδια», μας οδηγεί μετά από 50 περίπου μέτρα σ’ ένα πέτρινο χτίσμα εκπληκτικής αρχιτεκτονικής, προφανέστατα κατασκευασμένο την ίδια περίοδο με τα πηγάδια.
– Αυτό είναι το γνωστό με την ονομασία «Λούκι», μας εξηγεί ο Πρόεδρος. Κάτω από το κτίσμα υπάρχει δεξαμενή που τροφοδοτείτο με το νερό των πηγαδιών, και χρησιμοποιείτο για να πλένουν τα βαριά τους ρούχα οι Τρικεριώτισσες, από τις βρύσες που διακρίνονται στη βάση του κτίσματος. Μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν αθέατο, εξαφανισμένο κυριολεκτικά μέσα σε πυκνούς θάμνους. Τώρα θα αποτελέσει κι αυτό ένα από τα αξιοθέατα σημεία της παραδοσιακής αυτής διαδρομής, που θα μπορεί να ακολουθεί ο επισκέπτης του Τρίκερι. Δίπλα του είναι το πολύ μεταγενέστερο πηγάδι του Καραβαγγέλη, που δημιουργήθηκε το 1957 από τον ευεργέτη του χωριού.
Μετά τα πηγάδια συνεχίζουμε τη διαδρομή μας και πολύ γρήγορα φτάνουμε σ’ ένα άλλο σημαντικό ιστορικό σημείο του Τρίκερι. Είναι το πασίγνωστο και περίφημο για την κατασκευή του καλντερίμι, που για αιώνες ήταν η μοναδική οδός που συνέδεε το Τρίκερι με το επίνειό του, την Αγία Κυριακή.
– Οι μνήμες μου από αυτό το καλντερίμι εξακολουθούν να είναι ζωηρές, λέει ο Πρόεδρος και μας διηγείται ένα γλαφυρό περιστατικό από την παιδική του ηλικία, όταν είχε υποχρεωθεί να διασχίσει τρέχοντας όλο αυτό τον κατήφορο από το Τρίκερι ως την Αγία Κυριακή.
– Να φανταστείτε, πως είχαμε δει ψηλά από τον Πύργο να πλησιάζει το καράβι με κάποιον συγγενή. Ώσπου να δέσει το καράβι, εγώ ήμουν κιόλας κάτω.
Το καλντερίμι είναι πια ξεχασμένο από τους κατοίκους. Τώρα που υπάρχει ο ασφαλτόδρομος, κανείς δεν καταδέχεται τις πέτρες του. Η κοινότητα ωστόσο δεν το ξεχνάει και δεν παραλείπει να συντηρεί το περίφημο αυτό δημιούργημα και να το απελευθερώνει από τα αγριόχορτα. Η ύπαρξή του μας ήταν βέβαια γνωστή από παλιά, όπως άλλωστε τόσα ωραία πράγματα, που η έλλειψη χρόνου ή – κυρίως – η αναβλητικότητα, δεν μας αφήνουν να τα γνωρίσουμε καλύτερα. Ένα απόγευμα, ρωτώντας στην πλατεία τους ντόπιους για το μήκος του, παίρνουμε τις πιο διισταμένες απαντήσεις, που κυμαίνονται από τα δυόμιση ως τα τέσσερα χιλιόμετρα. αποφασίζουμε λοιπόν με τον Κυριάκο Παπαγεωργίου να εξακριβώσουμε το αληθινό του μήκος. Για να φτάσουμε στην αφετηρία του είτε ακολουθούμε ένα καλντερίμι κάτω από την πλατεία είτε ξεκινάμε κάτω από το Νηπιαγωγείο, 300 περίπου μέτρα έξω από το χωριό. Χρησιμοποιώντας μια μετροταινία, που μας έχει δώσει ο κυρ- Γιώργης από το καφενείο της πλατείας, ξεκινάμε την αποτύπωση αρχικά του πλάτους του, που στο πρώτο ευθύγραμμο και ομαλό του τμήμα κυμαίνεται από 1,60 – 1,70 μ.
Λίγο πιο κάτω από το Νηπιαγωγείο υπάρχει ένα εικονοστάσι και φεύγει ένα παρακλάδι δεξιά προς τα πηγάδια. Στο σημείο αυτό το καλντερίμι διασταυρώνεται με τον χωματόδρομο, που θα αποτελέσει την υπό ολοκλήρωση παραδοσιακή διαδρομή. Μετά από το πρώτο ευθύγραμμο τμήμα που τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά προσεγγίζουν το τέλειο, οι κλίσεις γίνονται εντονότερες, το καλντερίμι αποκτά γραφικότατες στροφές και το πλάτος κυμαίνεται γύρω στα 2 μέτρα. Κάποια στιγμή αποκαλύπτεται για πρώτη φορά στο υπέροχο φως του δειλινού ο οικισμός της Αγίας Κυριακής με το λιμάνι. Είναι μια εικόνα απίστευτης ομορφιάς που μας συντροφεύει συνεχώς. Οι κλίσεις τώρα γίνονται ακόμη εντονότερες, το πλάτος ξεπερνάει τα 3 μέτρα, στο κέντρο του καλντεριμιού προβάλλει ξαφνικά μια υπεραιωνόβια χαρουπιά, ενώ ολόγυρα συνεχίζεται ο απέραντος ελαιώνας. Οι λίθοι που χρησιμοποιούνται γίνονται ογκωδέστεροι, ενώ το οδόστρωμα χάνει ένα μέρος από την μέχρι τώρα περίτεχνη κατασκευή του. Είναι φανερό, πως αυτό το ρομαντικό οδοιπορικό στο παρελθόν πλησιάζει προς το τέλος του, οι πρώτες στέγες των σπιτιών της Αγίας Κυριακής ήδη ξεπροβάλλουν ανάμεσα από τα δέντρα. Μετά από λίγο το περίφημο καλντερίμι δίνει τη θέση του στα πλακόστρωτα δρομάκια του γραφικού οικισμου, συμπληρώνοντας ένα συνολικό μήκος 1500 περίπου μέτρων, πολύ μικρότερο από όσο υπολόγιζαν οι ντόπιοι.
– Ήταν ωραία εμπειρία, λέω στον Κυριάκο.
– Και ακόμη ωραιότερη είναι, όταν τα βήματά σου τα οδηγεί το φως τη πανσελήνου, μου απαντάει ο φίλος μου.
ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ
«Δεξιά στο πλοίο που μπαίνει στον Παγασητικό κόλπο, στην κορφή ενός άδεντρου υψώματος που κατεβαίνει απότομα ως τη θάλασσα, ένα αρχοντοχώρι υψώνει τον τριγωνικό του όγκο, το Τρίκερι. Τα ψηλά αρχοντικά του, η περήφανη κωνική του διάταξη,η περιφρόνηση στον εύκολο φυτικό διάκοσμο, του δίνουν έναν αέρα λεβεντιάς σχεδόν προκλητικής. Μοιάζει περισσότερο με στέκι θαλασσόλυκων που καμαρώνουν για τον δύσκολο πλούτο τους και βιγλίζουν από ψηλά τους φτωχούς ψαράδες, που μπαινοβγαίνουν για το καθημερινό τους μεροδούλι.
Στο γιαλό, σε μικρή αγκαλιά των βράχων, ο οικισμός της Αγίας Κυριακής εκφράζει το δεσμό του Τρικεριού με τη ναυτική ζωή. Σπίτια αραδιασμένα δίπλα στη θάλασσα, μικρομάγαζα, απλωμένα δίχτυα, γριές ακίνητες στα πλατύσκαλα που θυμούνται και περιμένουν. Δίπλα ένας ταρσανάς γεμίζει την ατμόσφαιρα με μυρουδιές από κατράμι και πευκόξυλο. Ανάμεσα Τρικεριού και Αγίας Κυριακής ξετυλίγεται το καλοχτισμένο λιθόστρωτο, ασημένια καδένα που αστράφτει πάνω σε φόντο γκριζοπράσινο. Το Τρίκερι είναι βέβαια ένα πηλιορείτικο χωριό, χτισμένο στη νότια εσχατιά της ορεινής χερσονήσου, που προχωρεί μέσα στη θάλασσα. Η στενή κακοτράχαλη λωρίδα γης που το ενώνει με το υπόλοιπο Πήλιο δεν έχει δρόμους. Επικοινωνεί μόνον με πλοία που αράζουν στην Αγία Κυριακή. Από κει ανεβαίνει κανένας με τα πόδια ή με υποζύγιο, αν δεν του αρέσει η μικρή περιπέτεια πάνω στους ξύλινους πάγκους ενός αυτοκινήτου «φορτηγού ανθρώπων», που αγκομαχάει και κλυδωνίζεται σκαρφαλώνοντας στον διανοιγμένο – τα τελευταία χρόνια- δρόμο. Όμως αυτή η απομόνωση από στεριάς σε κάνει να σκέφτεσαι το Τρίκερι σαν νησί. Νησιώτικη είναι η ζωή του. Καραβοκυραίοι, ναύτες, σφουγγαράδες και χταποδάδες ήταν και είναι οι άντρες του. από τα τέλη του 18ου αιώνα έγιναν και ναυπηγοί. Και σήμερα σκαρώνουν κι επισκευάζουν καράβια στους ταρσανάδες της Αγίας Κυριακής».
Έτσι- μεταξύ άλλων- περιέγραφε το Τρίκερι και την Αγία Κυριακή ο Κίτσος Μακρής, σ’ ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στα 1966, τότε που δεν είχε καν χαρακτεί ο αυτοκινητόδρομος που συνδέει το Τρίκερι με τα υπόλοιπα χωριά του Πηλίου και το Βόλο.
Ο Κώστας Πατρίκος, σε πρόσφατο άρθρο του στην εφημερίδα «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» αναφέρει, ότι η Αγία Κυριακή είναι λιμάνι με ιστορία, που από το δεύτερο μισό του 18ου μέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο διαμετακομιστικό εμπόριο. Η διακίνηση των εμπορευμάτων του Βόλου, του Πηλίου και γενικότερα της Θεσσαλίας γινόταν από την Αγία Κυριακή, έμποροι, πραματευτές και περιηγητές μπαρκάριζαν για τα ταξίδια τους από εδώ. Το λιμάνι της έσφυζε από κίνηση με μπρίκια, μπομπάρδες, γαλέτες, σκούνες και ιστιοφόρα όλων των ειδών, που άλλα σαλπάριζαν και άλλα φουντάριζαν.
Αυτή την εποχή της μεγάλης ακμής οικοδομούνται και μερικά μεγάλα σπίτια μονώροφα, που το ισόγειό τους λειτουργούσε ως μαγαζί ενώ η υπόλοιπη μεγάλη σάλα ως χώρος εντευκτηρίου και συναλλαγών των καραβοκύρηδων με τους εμπόρους. Οι σάλες αυτές ήταν και κέντρα ψυχαγωγίας των θαλασσοδαρμένων ναυτικών, όταν επέστρεφαν από τα ταξίδια τους. Με την ατμήρη ναυτιλία τα ιστιοφόρα του Τρίκερι δεν μπόρεσαν να κρατηθούν και να συνεχίσουν. Διατηρήθηκαν μέχρι την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα και τη θέση τους την πήραν τα σφουγγαράδικα. Πάνω από 15 σπογγαλιευτικά άραξαν στο λιμάνι της Αγίας Κυριακής.
Μεγάλη ανάπτυξη αυτή την εποχή σημειώνεται και στην παράκτια αλιεία. Τα διχτυάρικα και παραγαδιάρικα αλιεύουν πολλά ψάρια, δεκάδες ψαροκασέλες και τελάρα φορτώνονται καθημερινά για τις αγορές της Αθήνας και του Βόλου. Τα επικοινωνιακά όμως προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα το Τρίκερι τα αντιμετώπιζε και τότε. Έτσι το 1883 ο Δήμος – τότε –Αιαντείου με πράξη του παρακαλεί την κυβέρνηση, όπως τα επιβατηγά πλοία που προσορμίζονται σε Βόλο, Μιτζέλα και Ωρεούς, διέρχονται και από την Αγία Κυριακή. 120 χρόνια μετά εμφανίζεται το ίδιο πρόβλημα και μάλιστα οξύτερο. Το ναυτικό Τρίκερι τίθεται και πάλι από την Ελληνική πολιτεία σε εμπάργκο και, παρά τα διαβήματα του Προέδρου της Κοινότητας και σχετική ερώτηση Βουλευτή, αναβάλλει αδικαιολόγητα την υιοθέτηση μιας λύσης που θα βγάλει τον τόπο από τη θαλάσσια απομόνωση και θα αυξήσει κατακόρυφα το τουριστικό ενδιαφέρον για την θερινή περίοδο.
Επιστρέφοντας στο παρελθόν της Αγίας Κυριακής, ο Κώστας Πατρίκος μας θυμίζει, ότι τον Απρίλιο του 1912 επισκέφθηκε το λιμάνι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός. Τούτο αποδεικνύεται από την Πράξη της 22.4.1912 του Κοινοτικού Συμβουλίου που «εγκρίνει δαπάνη 25 δραχμών για έξοδα δαπανηθέντα υπό του Δημάρχου δι υποδοχών του διελθόντος εκ του λιμένος Αγ. Κυριακής, Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου».
Από το 1947 οι Τρικεριώτες, εκτός της σπογγαλιείας, επεδόθησαν και στην αλιεία με μηχανότρατες. Το λιμάνι κατακλυζόταν από 16 σφουγγαράδικα και 15 μηχανότρατες. Σήμερα τα σφουγγαράδικα εξέλιπαν οριστικά και από τις μηχανότρατες απέμειναν μόνον τρεις. Όλοι καταγίνονται με τα παραγαδιάρικα ανοιχτής θάλασσας και ψαρεύουν ξιφίες, τόνους και μπακαλιάρους.
Στη ρεματιά του λιμανιού χτίστηκε το 1786 από Ζουμπανιώτες μαστόρους η Αγία Κυριακή, εκκλησία μονόκογχη, καμαρωτή, με τρούλο ισόστεγο και διαστάσεις 11,2 Χ 6,8 μ. Κάθε χρόνο στις 6 και 7 Ιουλίου γίνεται στο κέντρο του λιμανιού μεγάλο πανηγύρι. Ένα παραδοσιακό τσιπουράκι ή δροσερό κρασάκι στα ταβερνάκια της Αγίας Κυριακής δίπλα στο κύμα είναι μια πρόκληση, στην οποία δύσκολα μπορεί κανείς να αντισταθεί. Απομεσήμερο, ήλιος ζεστός, σταματάω στο πρώτο ταβερνάκι που συναντάω, στα «Δελφίνια» της Αθανασίας Γιαννίτση. Αναζητώ δροσερό καταφύγιο και το βρίσκω στο πιο προχωρημένο τραπεζάκι, μόλις ενάμιση μέτρο από το κύμα. Κάτω από τη σκιά που ρίχνει ένα γέρικο αρμυρίκι, αφήνω τον ελαφρό σορόκο να θωπεύει το πρόσωπό μου με όλη τη δροσιά και την αλμύρα της θάλασσας. Αγναντεύω μπροστά μου το λιμάνι, τα καϊκάκια και τις βάρκες που λικνίζονται ελαφρά, τα ταβερνάκια αραδιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο, πιο πίσω τα γραφικά σπιτάκια με τις κόκκινες σκεπές και πιο πάνω ακόμα τις απότομες – και σε πολλά σημεία απόκρημνες – νότιες, νοτιοδυτικές πλαγιές του Τρίκερι. Αυτές οι πλαγιές προστατεύουν καλά το λιμάνι από τους ανατολικούς και τους βοριάδες, το αφήνουν όμως απόλυτα εκτεθειμένο στους νοτιάδες και ιδίως στο γαρμπή. Κάθε φορά που αυτοί οι άνεμοι ξεσπάνε, τίποτε δεν μπορεί να συγκρατήσει τη μανία τους, τα κύματα σαρώνουν το λιμανάκι της Αγίας Κυριακής και ορμούν ανενόχλητα στην προκυμαία.
Η προφύλαξη του λιμανιού με λιμενοβραχίονες από όλους τους ανέμους και η μετατροπή του σε ασφαλέστατο καταφύγιο για όλα τα πλεούμενα-αλιευτικά και τουριστικά- είναι ένα από τα μεγάλα οράματα του Νίκου Φορτούνα. Το μεγαλεπήβολο σχέδιο του προβλέπει συνολική ανάπλαση και ανάδειξη του λιμανιού της Αγ. Κυριακής, με επέκταση της προβλήτας σε όλο το τόξο της παραλίας, πλακοστρώσεις, δημιουργίες χώρων πρασίνου, ανάπλαση πλατειών, πρόβλεψη χώρων στάθμευσης και εξυπηρέτησης επισκεπτών και διάφορα άλλα συμπληρωματικά έργα, που θα μεταβάλουν το λιμάνι σε πόλο έλξης ποιοτικών τουριστών από στεριά και θάλασσα. Ευχόμαστε σύντομα να ολοκληρωθεί το μεγαλόπνοο αυτό έργο και ν’ αποτελέσει σημείο αναφοράς για την ανάπτυξη σ’ αυτό το ακρότατο σημείο της πηλιορείτικης χερσονήσου.
Μισό περίπου χιλιόμετρο πριν από την Αγ. Κυριακή υπάρχουν δύο ακόμη, πολύ μικρότεροι οικισμοί, ο Μύλος και η Γεροπλοίνα (ή Γεροπλίνα). Ο Μύλος – που πήρε την ονομασία του από παλιό ανεμόμυλο – έχει ήδη ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια την τουριστική του ανάπτυξη με την δημιουργία κάποιων καταλυμάτων. Σημαντικότατο έργο υποδομής που έχει αλλάξει τη μορφή του Μύλου και δεν υπήρχε την τελευταία φορά που τον είχαμε επισκεφθεί, είναι η δημιουργία από την Κοινότητα Τρικέρων ενός ευρύτατου δικτύου καλαίσθητων πλακόστρωτων δρομίσκων, που συνδέουν σχεδόν κάθε σημείο του οικισμού. Έτσι η αφόρητη λάσπη και η σκόνη του παρελθόντος έχουν δώσει τη θέση τους σ’ αυτούς τους όμορφους πεζόδρομους, που όχι μόνον εξυπηρετούν αλλά και προσφέρουν αληθινή- ευχαρίστηση τόσο στους ντόπιους όσο και στους επισκέπτες. Έχει επίσης αξιοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο η μικρή αλλά όμορφη πλαζ στα ΒΔ του οικισμού.
Το – καινούριο επίσης – ασφάλτινο οδικό δίκτυο καταλήγει στον γειτονικό οικισμό γης Γεροπλίνας. Είναι ένας γραφικότατος ορμίσκος, που με κάποιες προστατευτικές προβλήτες, έχει μετατραπεί σ’ ένα μικρό αλλά ασφαλές αλιευτικό καταφύγιο. Τα ελάχιστα σπιτάκια είναι σχεδόν αθέατα μέσα στον πυκνό ελαιώνα, που εκτείνεται ολόγυρα.
Ένα πρωί ξεκινάω να επισκεφθώ τον πολύ σημαντικό – από άποψη αρχιτεκτονικής και θέσης – φάρο του Τρίκερι. Ο δρόμος μου περνάει αναγκαστικά από τη Γεροπλίνα. Καθώς σταματάω το αυτοκίνητο στον μικρό χώρο στάθμευσης, βλέπω ακριβώς από κάτω στους βράχους της ακτής, έναν ψαρά να χτυπάει μ’ ένα κομμάτι ξύλο τρία χταπόδια.
– Καλημέρα, ωραία χταποδάκια έβγαλες.
– Ναι, πιάστηκαν χθες βράδυ στο παραγάδι. Αν είσαι εδώ γύρω ως το απόγευμα, θα σου κρατήσω ένα για μεζεδάκι.
Τον ευχαριστώ θερμά γι’ αυτή την τόσο γενναιόδωρη – και απρόσμενη – προσφορά και ρωτάω το όνομά του.
– Άγγελος Σούπας, μου απαντάει.
– Και από πού βγαίνει Άγγελε το Σούπας ;
– Δεν ξέρω, μου λέει γελώντας. Ίσως κάποιος παππούς μου να έκανε καλές σούπες ή να του άρεσαν οι σούπες.
– Κύριε, έλα κι από μας, ακούγεται από κάπου μια γυναικεία φωνή. Κερνάμε καφεδάκι.
Γυρίζω το κεφάλι μου προσπαθώντας να βρω από πού έρχεται η φωνή. Τελικά εντοπίζω μια παρέα στην αυλή ενός σπιτιού μέσα στα πυκνά δέντρα του ελαιώνα.
Με καλημερίζουν πρόσχαρα και επαναλαμβάνουν την πρότασή τους.
– Προηγείται το ραντεβού μου με το φάρο, τους λέω γελώντας. Θα τα πούμε όταν επιστρέψω.
Με ευχάριστη διάθεση από τον αυθορμητισμό των αγνώστων αυτών ανθρώπων της Γεροκλίνας, ξεκινάω από τη δυτική άκρη του λιμανιού, δίπλα από ένα εικονοστάσι. Πολύ καλοσχηματισμένο και απόλυτα ευδιάκριτο το μονοπάτι, είναι χαραγμένο μερικά μέτρα πάνω από την ακτογραμμή. Με κατεύθυνση Δ-ΒΔ συνεχίζει ανάμεσα από πυκνές αγριελιές, σχοίνους και άλλους θάμνους και καταλήγει μετά από 10 ακριβώς λεπτά μπροστά στο φάρο. Λίγο νωρίτερα μια πινακίδα σηματοδοτεί τα όρια της περιοχής του Πολεμικού μας Ναυτικού, ενώ εκεί δίπλα βρίσκεται και ένα όμορφο, πετρόχτιστο εικονοστάσι. Ο Φάρος είναι επιβλητικός, η λίθινη τοιχοποιία του διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Στη βάση του είναι διατεταγμένες οι εγκαταστάσεις του Πολεμικού Ναυτικού, θαυμάσια και αυτές διατηρημένες. Βρίσκω δροσερό καταφύγιο από τις ζεστές πρωινές ακτίνες του ήλιου, στη μακριά σκιά που ρίχνει ο φάρος. Καθισμένος μόλις 5 μέτρα από τη βραχώδη ακτογραμμή, αγναντεύω απέναντι το ακρωτήρι «Ποσείδιο» η «Σταυρός»της Στεριάς, που με το ακρωτήρι αυτό του Φάρου, αποτελούν την πύλη του Παγασητικού, ένα άνοιγμα που μόλις ξεπερνάει τα τρία μίλια. Μπροστά μου η θάλασσα είναι διαυγής γαλαζοπράσινη, η επιφάνειά της μοιάζει ακίνητη. Είναι στιγμές απόλυτης γαλήνης. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται είναι ο ανεπαίσθητος φλοίσβος στους βράχους της ακτής κι ο μακρινός υπόκωφος θόρυβος από τις μηχανές ενός γκαζάδικου που διασχίζει το διαπόρι. Κάποια στιγμή ταράζουν την ηρεμία οι επίμονες κραυγές πεντέξι γλάρων, που διαγράφουν κύκλους πάνω από το κεφάλι μου. Ίσως κάπου κοντά υπάρχουν φωλιές με τα μικρά τους. Λίγο αργότερα φαίνεται πως συνηθίζουν την παρουσία μου και απομακρύνονται. Ένα ψαροκάικο βαμμένο κατακόκκινο περνάει από μπροστά. Είμαι ο «Ευάγγελος» που κατευθύνεται στο Βόλο. Για μισό λεπτό τα απόνερά του σκάζουν στα βράχια της ακτής. Ύστερα τα πάντα ξαναγίνονται σιωπηλά.
ΜΙΑ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ
ΣΤΑ ΒΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ
Μισό χιλιόμετρο ακριβώς πριν από το Τρίκερι, μια πινακίδα στα δεξιά μας δείχνει την κατεύθυνση προς την ακτή «Αλογόπορος» (6 χλμ) καθώς και τη δυνατότητα πρόσβασης προς το νησί Παλαιό Τρίκερι.
Η πρώτη μας εμπειρία αυτής της διαδρομής – όταν πριν από πολλά χρόνια την είχαμε επιχειρήσει – ήταν τραυματική. Οδηγώντας ένα συμβατικό αυτοκίνητο είχαμε υποφέρει τα πάνδεινα σε μια χάραξη απίστευτα κακοτράχαλη. Πάνω από μισή ώρα είχε διαρκέσει το μαρτύριο για να καλύψουμε την απόσταση των 6 χιλιομέτρων και μόνον χάρη στο πείσμα και τη περιέργειά μας είχαμε φτάσει στην ακτή του Αλογόπορου. Είχαμε βέβαια αποζημιωθεί από τη μεγαλόπρεπη θέα που μαα πρόσφεραν από ψηλά το νησί του Τρίκερι και πιο πίσω τα «Μικρά». Κάποια χρόνια αργότερα, όταν ο Νίκος Φορτούνας –ως υποψήφιος Πρόεδρος της Κοινότητας Τρικέρων – είχε εξαγγείλει την πρόθεσή του για ασφαλτόστρωση της διαδρομής , πολλοί πέστεψαν, πως επρόκειτο για προεκλογικό πυροτέχνημα. Ο δρόμος ήταν τόσο κακοτράχαλος και με τόσο έντονες κλίσεις και στροφές, που μόνον ένας αιθεροβάμων θα σκεφτόταν την ασφαλτόστρωσή του. σήμερα, σε λιγότερο από 10’ ο επισκέπτης του νησιού φτάνει σε μια ωραιότατη διαδρομή στον Αλογόπορο και από εκεί με βάρκα προσεγγίζει σε ελάχιστα λεπτά το λιμανάκι του Αγίου Ιωάννη.
-Μας είναι γνωστή η ασφάλτινη διαδρομή, λέμε στον Νίκο, όταν μας προτείνει να πάμε στον Αλογόπορο.
– Δεν σας είναι όμως γνωστή μια άλλη διαδρομή, απαντάει αινιγματικά.
Μερικές εκατοντάδες μέτρα πριν από την ακτή, αντικρίζουμε για πρώτη φορά έναν χωματόδρομο που ανηφορίζει ελαφρά με κατεύθυνση ανατολική, προς το εσωτερικό της χερσονήσου. Ποτέ στο παρελθόν δεν θυμόμασταν στο σημείο αυτό κάποια χάραξη, αφού οι πλαγιές είναι απότομες και καλύπτονται από βλάστηση πυκνή και αδιαπέραστη. Με το 4Χ4 κινούμαστε με μεγάλη ευχέρεια σ’ αυτό τον καινούριο δρόμο, που βέβαια έχει ακόμη αρκετές ανωμαλίες. Η διαδρομή όμως είναι υπέροχη, περνάει ανάμεσα από πλαγιές και χαραδρώσεις κατάφυτες με κεδροκυπάρισσα, αγριελιές, σχοίνους, πουρνάρια και αραιές μεγάλες κουμαριές. Για αρκετά λεπτά μας συντροφεύει προς τα δυτικά, ο χαριτωμένος και τόσο γνώριμός μας – σ’ όλες του τις λεπτομέρειες- όγκος του νησιού με το λιμανάκι, το επιβλητικό του μοναστήρι και τις κατάφυτες με ελαιόδεντρα πλαγιές. Στην άκρη της χερσονήσου αλλάζουμε κατεύθυνση προς τα ανατολικά και αμέσως μετά προς τα νότια, ακολουθώντας πάντα το περίγραμμα της ακτογραμμής. Ξαφνικά, ανάμεσα από τα κλαδιά των ελαιόδεντρων, προβάλλει απέναντί μας ένας γαλήνιος κολπίσκος.
– Αυτός είναι ο κόλπος του «Θεριάκοντα», μας λέει ο Πρόεδρος, μια από τις πιο όμορφες και τις πιο κατάλληλες για κολύμπι ακτές, σ΄ όλη την περιοχή. Ως τώρα η πρόσβαση ήταν δυνατή μόνον με κουραστικό και δύσβατο μονοπάτι. Αυτός ο δρόμος των δυόμιση χιλιομέτρων, που κάποια στιγμή θα γίνει άσφαλτος, θα επιτρέψει στους επισκέπτες ν’ απολαμβάνουν με όλη τους την άνεση αυτή την ωραία ακτή. Επιπλέον θα διευκολύνει αφάνταστα το έργο των κτηνοτρόφων τέταρτης γενιάς του Γιάννη Πασσιά και των παιδιών του, που συνεχίζουν την παράδοση σ’ αυτόν τον ερημότοπο.
Σαν επιβεβαίωση των λόγων του προβάλλει κάτω από το δρόμο μια μικρή στάνη. Εγκαταστημένη σε μια απότομη πλαγιά, μόλις μερικά μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Ο κολπίσκος είναι υπέροχος, με άνοιγμα μικρότερο των 200 μέτρων, πλατύ βότσαλο και ανοιχτός μόνο στο βοριά. Γύρω από το κόλπο το τμήμα της στεριάς καλύπτεται από εκτεταμένο ελαιώνα, με μερικά υπεραιωνόβια ελαιόδεντρα και ανάμεσά τους κάποια μικρά αγροτόσπιτα. Που και που διακρίνονται διάσπαρτοι μέσα στα ελαιόδεντρα σωροί από πέτρες ή υπολείμματα από χαμηλές ξερολιθιές.
– Τον 7ο αιώνα μ.Χ. αιώνα, μετά την καταστροφή του νησιού από σεισμούς και λεηλασίες, οι κάτοικοι διαπεραιώθηκαν στην ακτή του Θεριάκοντα και δεν είναι τυχαίο, που η τοποθεσία είναι γνωστή με την ονομασία, «Κτίσματα», μας εξηγεί ο Πρόεδρος. Τώρα όμως προτείνω μια μικρή στάση στον φίλο μου το Χρήστο.
350 μόλις μέτρα πριν από την ακτή του Αλογόπορου βρίσκεται στ’ αριστερά το δρόμου ένας άλλος «Αλογόπορος», όχι όμως παραλία αλλά μια μικρή μονάδα, τεσσάρων αυτοτελών διώροφων κατοικιών. Το συγκρότημα έχει δημιουργηθεί εδώ και 5 χρόνια από το Χρήστο Σωτηρίου και τη γυναίκα του Καλλιόπη και είναι απολύτως αθέατο από το δρόμο. Απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού στην Υπηρεσία φάρων ο Χρήστος, μιλάει με νοσταλγία για τους υπεραπόκεντρους φάρους της Παράπολας, της Καντηλούσας και τόσους άλλους που γνώρισε στη διάρκεια της θητείας του. Τώρα έχει βρει απάνεμο καταφύγιο σ’ αυτή την κατάφυτη πλαγιά, απέναντι ακριβώς από το νησί του Τρίκερι. Τα παραδοσιακά διώροφα σπιτάκια του, άριστα κατασκευασμένα με πέτρα και με ξύλο, μπορούν να φιλοξενήσουν το καθένα μέχρι 8 άτομα και διαθέτουν όλες τις ανέσεις. Χτισμένα μέσα σε ελαιώνα 8 στρεμμάτων, μόλις μερικά μέτρα πάνω από τη θάλασσα, προσφέρουν θέα εκπληκτική προς το νησί, πισίνα και εγκατάσταση υπαίθριας ψησταριάς και γενικά μπορούν να θεωρηθούν ως πρόταση διακοπών μοναδικής γαλήνης και ποιότητας. Από τις πιο ευχάριστες και απρόσμενες υπηρεσίες προς τους τυχερούς επισκέπτες είναι τα ολόφρεσκα ψάρια που βγάζει ο Χρήστος καθημερινά με το βαρκάκι καθώς και το αυθεντικό ζυμωτό ψωμί, που ψήνει η κυρα-Καλλιόπη στον ξυλόφουρνο.
– Θέλετε να πιούμε ένα καφέ; Προτείνει ο Πρόεδρος.
– Τι καφέ βρε Νίκο; Επεμβαίνει ο Χρήστος. Την ώρα αυτή στα μέρη μας ο κόσμος πίνει τσιπουράκι.
Η κυρά-Καλλιόπη παίρνει αμέσως το μήνυμα. Σε ελάχιστα λεπτά εμφανίζονται μπροστά μας ένα τσίπουρο εξαιρετικό με φρεσκότατα τσιτσίραβλα και φέτα Τρικεριώτικη, ενώ μετά από λίγο η ατμόσφαιρα μοσχοβολάει από τα φρεσκότατα μπαρμπουνάκια, που λίγη ώρα πριν έχει βγάλει ο Χρήστος με τα δίτυα.
– Θα σας ξαναδούμε το Σεπτέμβρη, λέω στους φίλους μας καθώς τους αποχαιρετάω, για καθημερινό ψάρεμα, κολύμπι και ηρεμία.
Είναι μέρες τώρα, που ο Πρόεδρος μας μιλάει για τις Κόττες, το φυσικό περιβάλλον και τις βρύσες τους. Ο οικισμός απέχει πεντέμιση χιλιόμετρα ακριβώς από το Τρίκερι και είναι φωλιασμένος στον ,,,υχό ενός θαυμάσιου φυσικού όρμου, ανοιχτού στην τραμουντάνα και στο γραίγο. Ως την εποχή της διάνοιξης του δρόμου προς το Τρίκερι ζούσε – σε σχέση με το υπόλοιπο Πήλιο – υπό καθεστώς ομηρίας των διαθέσεων του Ποσειδώνα. Η μοναδική στεριανή του πρόσβαση ήταν το δύσκολο μονοπάτι μέσα από χαράδρα βορειοανατολικά του Τρίκερι. Σήμερα ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος φτάνει ως την παραλία του οικισμού.
Οι Κόττες μας ήταν γνωστές από τις πρώτες επισκέψεις μας στο Τρίκερι, σχεδόν αποκλειστικά για το ολόφρεσκο ψάρι, το χταποδάκι στη θράκα και τους νόστιμους τσιπουρομεζέδες.
– Τώρα θα γνωρίσετε κι ένα άλλο πρόσωπο του οικισμού στα ηπειρωτικά, εξίσου γοητευτικό με τα παράλια, μας ανακοινώνει ο Πρόεδρος.
Βαδίζουμε αρχικά στην νεότευκτη προκυμαία και συναντάμε αρκετά πετρόχτιστα σπίτια του παρελθόντος και ανάμεσά τους ένα παλιό ελαιοτριβείο. Στο αντικρυστό, βόρειο τμήμα του ορμίσκου δεσπόζουν δύο εκκλησούλες, μόλις μερικά μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Χαμηλότερα των Αγίων Αποστόλων, κτίσμα του 1801 με υπέρστεγο τρούλλο, που ανεγέρθηκε στη θέση προγενέστερου ναού και, λίγο υψηλότερα, της Παναγίας Ελεούσας, που οικοδομήθηκε πριν 35 χρόνια στα ερείπια τρίκλιτης βασιλικής Βυζαντινής, που είχαν πυρπολήσει πειρατές.
Από το κέντρο του οικισμού ανηφορίζουμε προς το εσωτερικό, έναν πλακόστρωτο δρομίσκο με 40 άνετα σκαλοπάτια, που ελίσσονται ανάμεσα από σπίτια με λουλουδιασμένες αυλές και άφθονη βλάστηση. Καθώς τελειώνουν τα σκαλοπάτια βρισκόμαστε μπροστά στο μοναδικό κατάλυμα του οικισμού, με έξι δωμάτια και θέα εκπληκτική σ’ όλο τον κόλπο.
Ήδη όμως μια εικόνα διαφορετική καταλαμβάνει τον δυτικό ορίζοντα. Είναι μια κοιλάδα απόλυτα προφυλαγμένη ανάμεσα σε λόφους, κατάφυτη από πορτοκαλιές, λεμονιές και ελαιόδεντρα.
– Κάποτε ο τόπος ήταν ακόμη ωραιότερος, λέει ο Πρόεδρος, ήταν ένα μοναδικό περιβόλι από πορτοκαλιές και λεμονιές που ευωδίαζε και έκανε καρπούς σχεδόν όλο το χρόνο.
Δυστυχώς πολλά από αυτά τα ωραία δέντρα καταστράφηκαν. Βαδίζουμε συνεχώς σ’ ένα ωραίο χωμάτινο μονοπάτι, που πρόκειται να πλακοστρωθεί, να διαπλατυνθεί και να αποτελέσει οδό μόνιμης κατεύθυνσης, πολύ πρακτική προς τον οικισμό. Λίγο πιο πάνω περνάμε δίπλα από ένα τοξωτό πέτρινο γεφύρι του 18ου αιώνα, εξαφανισμένο κυριολεκτικά μέσα σε ζούγκλα, εξαιτίας των μεγάλων βροχοπτώσεων της τελευταίας χρονιάς. Σ’ ένα λεπτό βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα πετρόχτιστο οίκημα. Εδώ μας υποδέχεαι ο Αχιλλέας, που από το πρωί με τσεκούρια και αλυσοπρίονα δίνει τη μοναχική του μάχη ενάντια στην ζούγκλα.
– Ελάτε τώρα να γνωρίσετε τις φημισμένες βρύσες του χωριού, λέει ο Πρόεδρος και μπαίνει πρώτος στο σπιτάκι.
Αρχικά μας τυλίγει μια απίστευτη δροσιά και αμέσως μετά αντικρίζουμε το αρχιτεκτονικό αριστούργημα της κρηήνης, χτισμένο περίτεχνα με πελεκημένη πέτρα. Σ’ ένα σημείο είναι σκαλισμένη η χρονολογία 1772, ενώ στη βάση του κτίσματος η γούρνα είναι γεμάτη με νερό, που ρέει άφθονο από δύο βρύσες, ακόμα κι αυτή την εποχή. Δοκιμάζουμε το νερό. Είναι πολύ κρύο και σε γεύση εκπληκτικό, και αποτελεί έναν από τους κύριους τροφοδότες σε νερό του Τρίκερι. Παραμένουμε για αρκετή ώρα μέσα σ’ αυτή την όαση δροσιάς θαυμάζοντας, όχι μόνον την έξοχη τεχνική των μαστόρων του 18ου αιώνα αλλά και την ένταση της ροής που θεωρείται εκπληκτική, αν αναλογισθεί κανείς το μικρό ύψος των λόφων από τους οποίους προέρχεται και την μικρή σχετικά απόσταση που μεσολαβεί από τις πηγές μέχρι τις βρύσες.
Συνεχίζοντας τη διαδρομή μας συναντάμε αμέσως μετά άλλη μία εξαιρετική πετρόχτιστη βρύση της ίδιας εποχής, με αδύνατη όμως ροή νερού που προέρχεται από παρακείμενο πηγάδι. Ολοκληρώνοντας το οδοιπορικό μας σ’ αυτή την εκπληκτική – αλλά αθέατη από την παραλία – περιοχή του οικισμού, επιστρέφουμε στην προκυμαία. Είναι ήδη μεσημέρι, η παρέα μας έχει μεγαλώσει και είναι η καλύτερη ώρα για ένα τσιπουράκι πλάι στη δροσιά της θάλασσας.
ΤΟ «ΔΙΑΚΟΠΙ», ΤΟ «ΤΕΙΧΟΚΑΣΤΡΟ»
ΚΑΙ ΤΑ ΝΟΠΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟΥ ΤΙΣΣΑΙΟΥ
7,2 χλμ. ακριβώς πριν από το Τρίκερι (και 2,2 χλμ. πριν από τη διασταύρωση προς Κόττες) βρίσκεται η τοποθεσία «Διακόπι», στον μυχό του βαθύτατου ομώνυμου κόλπου. Σύμφωνα με τον ερευνητή Γιώργο Θωμά, το ακτωνύμιο «Διακόπι» προέρχεται από το ρήμα «Διακόπτω» επειδή, όπως σημειώνει ο ίδιος «δεν διακοπτόταν όχι μόνον γεωγραφικά το Τρίκερι αλλά και πολιτιστικά, μια και ξέρουμε τη διαφορά του λαϊκού πολιτισμού του από τον πολιτισμό του υπόλοιπου Πηλίου».
Εδώ λοιπόν, σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή Κώστα Λιάπη, ίσως να ορίστηκαν γύρω στο 1760 τα γεωγραφικά όρια ανάμεσα στο Τρίκερι και την Αργαλαστή, η οποία παλιότερα είχε στην πλήρη κυριότητά της όλη τούτη τη χερσόνησο, ως τα ακρωτήρια Αιάντειο και Τραχήλι.
Φτάνοντας στο Διακόπι ο ταξιδιώτης θα αντικρύσει δίπλα στην ακτή, σκουριασμένα από την αλμύρα της θάλασσας, τα σιδερένια τμήματα του σπαστήρα που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του δρόμου στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ο παρατηρητικός όμως ταξιδιώτης θα διακρίνει κάτι ακόμα, πολύ σημαντικότερο. Είναι μια – ταπεινή εκ πρώτης όψεως – ξερολιθιά, που , ξασπρισμένη από τον ήλιο, ανηφορίζει με κόπο από τη θάλασσα ως λίγο πιο πάνω στην κακοτράχαλη ράχη του Τισσαίου, που στο σημείο αυτό αποτελεί κα το στενότερο τμήμα της μαγνησιακής χερσόνησου ανάμεσα στον Παγασητικό και στο Αιγαίο. Η ταπεινή αυτή ξερολιθιά, που μοιάζει να «ζώνει» τις δύο θάλασσες δεν είναι άλλη από το θρυλικό «Τειχόκαστρο» και τα «Ταμπούρια» που έστησαν την άνοιξη του 1823 οι Θεσσαλομακεδόνες αγωνιστές, σαν τελευταία γραμμή άμυνας στ’ ασκέρια του Κιουταχή πριν από το Τρίκερι. Σ’ αυτά τα σκληρά πετροβούνια έλαβαν χώρα το Μάη του 1823 σκληρές μάχες που κατέληξαν σε πανωλεθρία των Αλβανών, που ανάμεσα στους άλλους έχασαν και τον αρχηγό τους Κοστέρφ Μπέη. Η πολιορκία του Τρίκερι ωστόσο συνεχίζεται «με τους Θεσσαλομακεδόνες επαναστάτες κολλημένους κατακαλόκαιρο σαν τα στρείδια στους βράχους του Τισσαίου», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κώστας Λιάπης. Τότε το Τρίκερι γέμισε με 3.000 πρόσφυγες, γεγονός που, σε συνδυασμό με την παρουσία των αγωνιστών, δημιούργησε οξύ επισιτιστικό πρόβλημα. Επακόλουθο ήταν οι οπλαρχηγοί των Θεσσαλομακεδόνων αγωνιστών να αναγκαστούν στο τέλος Ιουλίου του 1823 να συνθηκολογήσουν με τον Κιουτουχή. Έτσι το Τρίκερι έμεινε κατά την συμφωνία «υπό την σκέπη των Τούρκων».
Τέσσερα χρόνια όμως αργότερα στο πετροβούνι του Τισσαίου θα λαλήσουν και πάλι τα καριοφίλια των Ελλήνων και θα ξαναπάρουν φωτιά το Τειχόκαστρο και τα Ταμπούρια. Στις 17 Νοέμβρη του 1827 συγκεκριμένα, σε μια προσπάθεια των Τουρκαλβανών να φέρουν βοήθεια στο Τρίκερι – που τη φορά αυτή πολιορκείται από τους Έλληνες – διεξάγεται μια μεγάλη μάχη κατά τη διάρκεια της οποίας οι Τουρκαλβανοί έχουν τρομακτικές απώλειεσς με 500 νεαρούς και ανάμεσά τους τον τρομερό τους αρχηγό Νούρκα Σέβρανη.
Πάνω σ’ αυτή τη μπαρουτοκαπνισμένη και αιματοβαμμένη ξερολιθιά ανηφορίζω κι εγώ μετά από τόσα χρόνια, με ήλιο καυτερό. Είναι μια πορεία κοπιαστική πάνω στις σκληρόπετρες, που αντανακλούν όλη τη ζέστη του ήλιου. Σύμφωνα με την Τρικεριώτικκη παράδοση το οχυρό αυτό χτίστηκε μέσα σε μια νύχτα – ή κατ’ άλλους σε τρία μερόνυχτα – και βοήθησαν όλοι οι Τρικεριώτες, γυναίκες, άντρες, ηλικιωμένοι και παιδιά. Αυτό βέβαια μοιάζει αδύνατο, αν παρατηρήσουμε την εξωτερικά επιμελημένη κατασκευή με αρκετά πελεκημένα αγκωνάρια, το πλάτος που φτάνει τα δύο μέτρα και το συνολικό μήκος, που από το Διακόπι ως τις απόκρημνες πλαγιές του Αιγαίου στη θέση «Φιδόρεμα», ξεπερνάει το ένα χιλιόμετρο. Κατά την πολύ ενδιαφέρουσα άποψη του Κ. Λιάπη, «ίσως η πέτρινη αυτή μάντρα που ζώνει το Διακόπι να προϋπήρχε – με κάποια λιτότερη μορφή της – του «Κάστρου, ως όριο των κοινοτικών εκτάσεων Τρίκερι και Αργαλαστής. Το τείχος λοιπόν αυτό απλά θα πρέπει ν’ αποτελεί διεύρυνση της προϋπάρχουσας εκείνης πετρωτής οριογραμμής».
Ανηφορίζουμε με τον Αχιλλέα τον βατό χωματόδρομο πάνω από το Διακόπι, που κόβει σ’ένα σημείο του το τείχος. Είναι μια καινούρια χάραξη, ένα μεγάλο όραμα του Νίκου Φουρτούνα, που προορίζεται να συνδέσει με δρόμο δυόμιση χιλιομέτρων το Διακόπι με την Αγία Κυριακή, συντομεύοντας έτσι κατά 9 χιλιόμετρα την πρόσβαση των επισκεπτών προς το λιμάνι.
700 ακριβώς μέτρα πάνω από το Διακόπι και την άσφαλτο ο δρόμος διχάζεται. Στα δυτικά διακρίνεται η νέα χάραξη προς την Αγία Κυριακή, ενώ προς τα ανατολικά ο χωματόδρομος – με αρκετές πέτρες και λακούβες – συνεχίζει παράλληλα με τη θάλασσα και την κορυφογραμμή του Τισσαίου. Για πρώτη φορά (!) μετά από τόσα χρόνια και τόσες επισκέψεις μου στο Τρίκερι, επιχειρώ αυτή τη διαδρομή. Η ομορφιά της είναι αξεπέραστη. Στα πρώτα χιλιόμετρα θαυμάζουμε από ψηλά το μεγαλειώδες πανόραμα της απόκρημνης ακτογραμμής του Αιγαίου, με πλαγιές που καταλήγουν σχεδόν κατακόρυφα ως τη θάλασσα. Μετά το τοπίο ημερεύει αισθητά διασχίζουμε τους πρώτους ελαιώνες, ρεματιές και πλαγιές λουλουδιασμένες, μια μοναχική αγροτική κατοικία με στάνη, πολλά κατοικίδια ζώα κι ένα μωράκι στην αγκαλιά της μάνας του. οι ακτές γαληνεύουν κι αυτές, σχηματίζουν ανάμεσά τους αναρίθμητους κολπίσκους και όρμους απίστευτης ομορφιάς, αληθινούς παραδείσους ποιότητας νερών και απομόνωσης. Πάνω από τα κεφάλια μας ορθώνεται διαρκώς ο καταλυτικός όγκος του Τισσαίου, ένας φράκτης απροσπέλαστος, που κρατάει χωρισμένες τις δύο θάλασσες.
10,2 χλμ. συνολικά μετά το Διαπόρι ο δρόμος σταματάει απότομα μπροστά σε μια στάνη με τσίγκινες καλύβες, κάτω ακριβώς από τις κατακόρυφες ορθοπλαγιές του Τισσαίου. Είναι το τέρμα μιας διαδρομής μοναχικής και αθέατης αλλά συναρπαστικής στον ύψιστο βαθμό.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κάποιο συννεφιασμένο πρωινό αναστέλλω τις περιηγητικές μου δραστηριότητες και επισκέπτομαι τον Πρόεδρο στο επιτελείο του, στα γραφεία της Κοινότητας. Εδώ, περι-στοιχισμένος από πίνακες Τρικεριώτικων ιστιοφόρων και φωτογραφίες διατελεσάντων Προέδρων και Δημάρχων, ο Νίκος Φορτούνας οραματίζεται, σχεδιάζει και φέρνει σε πέρας την αποστολή του. Καθαριότητα, υγεία, παιδεία, μόνιμη ύδρευση στο Τρίκερι, αναπλάσεις χώρων, έργα οδοποιΐας και ποικίλων υποδομών, έργα πολιτισμού, είναι μια αδιάκοπη 9χρονη δράση, που με γοργούς ρυθμούς αλλάζει ριζικά τη φυσιογνωμία του τόπου, αναδεικνύει το Τρίκερι σε χώρο φιλικό για τους κατοίκους του και προορισμό ελκυστικό για τους επισκέπτες του.
Ανάμεσα στους διατελέσαντες Προέδρους διακρίνω τη φωτογραφία του Βασίλη Φορτούνα, του πατέρα του, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή.
-Έχασες την ευκαιρία να γνωρίσεις έναν μεγάλο άνθρωπο, μου λέει ο Νίκος.
Το 1965 επί των ημερών του πάρθηκε η πρώτη απόφαση για τη διάνοιξη του δρόμου, που ολοκληρώθηκε 30 χρόνια αργότερα επι προεδρίας του γιού του.
Προς το μεσημεράκι ξαναφωτίζει τα καλντερίμια του Τρίκερι ο ήλιος. Δεν κατάλαβα πότε πέρασαν τόσες ώρες στα γραφεία της Κοινότητας, θα μπορούσαν να είναι άλλες τόσες.
Αποχαιρετάω τον Πρόεδρο Νίκο Φορτούνα, αποχαιρετάω το ναυτοχώρι του Τρίκερι. Αισθάνομαι δεμένος μαζί του περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε θερμά:
– Τον Γιώργο Μαραβέλια και την οικογένειά του για την πρόθυμη φιλοφενία στον ξενώνα τους.
– Τους αγαπητούς φίλους και ιστορικούς ερευνητές Κώστα Πατρίκο και Κώστα Λιάπη, που τόσο πρόθυμα και άμεσα έθεσαν στη διάθεσή μας το πολύτιμο ερευνητικό και συγγραφικό τους έργο για την περιοχή.
– Τον φίλο φωτογράφο Μιχάλη Πόρναλη για την αποφασιστική συμμετοχή του στην φωτογραφική πληρότητα του άρθρου.
– Τον υπάλληλο της Κοινότητας Τρικέρων Αχιλλέα Κοττά, για την πολύωρη συμμετοχή του στις περιηγήσεις μας.
– Κάθε κάτοικο του Τρίκερι – και δεν είναι λίγοι – που με πληροφορίες ή οποιοδήποτε άλλο τρόπο βοήθησε το έργο μας.
– Τέλος την οικογένεια του Νίκου Φορτούνα για τις φιλόξενες στιγμές που μας χάρισε και τον Πρόεδρο προσωπικά, χωρίς τις ατελείωτες ώρες και τις πληροφορίες του οποίου, το άρθρο μας για το Τρίκερι θα ήταν σημαντικά φτωχότερο.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΛΗΣΗΣ : 24230
Κοινότητα Τρικέρων : 91100, 91223 Αστυνομία : 91220
Λιμεναρχείο : 91400
Περιφερειακό ιατρείο : 91221
Ταχ. Γραφ. / Ταμιευτήριο : 91050
ΔΙΑΜΟΝΗ
ΤΡΙΚΕΡΙ: Ενοικ. δωμάτια ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΑΡΑΒΕΛΙΑ Ά. τάξεως (4 δίκλινα , 3 τρίκλινα) με μπάνιο, TV, πολυκουζίνα και ψυγείο.
Στο ισόγειο λειτουργούν παντοπωλείο και ταβέρνα. Τηλ 91660 – 91411 – 6972/372950
ΚΟΤΤΕΣ: Ενοικ. δωμάτια ΣΤΑΜΑΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ – Ψαροταβέρνα “Ο ΧΡΗΣΤΟΣ”, τηλ. 91094
ΑΓ. ΚΥΡΙΑΚΗ:
ΤΥΛΙΓΑΔΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ τηλ. 91618
ΧΑΤΖΗΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΝΕΣΤΗΣ τηλ.91279
ΜΥΛΟΣ: ΚΛΙΑΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
τηλ. 91587-91343
ΝΗΣΙ Π. ΤΡΙΚΕΡΙ :ΝΙΚΟΣ ΤΡΙΜΗΣ (Δω-μάτια και ταβέρνα, μεταφορές με θαλάσσιο ταξί στο Νησί από Αλογόπορο, Βόλο και κάθε σημείο του Παγασητικού).
τηλ. 6976/851056, 24230/55210
ΞΕΝΩΝΑΣ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΠΑΝΑΓΙΑΣ τηλ. 24230/54015
ΑΛΟΓΟΠΟΡΟΣ : ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ (Ενοικιαζόμενες κατοικίες) τηλ. 24210/70019 – 70227 κιν. 6977/896618 6937/381790
ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΡΙΚΕΡΙ
ΒΟΛΟΣ: 75 χλμ ΘΕΣ/ΚΗ 280 χλμ
ΑΘΗΝΑ 390χλμ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Κ. Λιάπης, Το “Τειχόκαστρο” και τα “Ταμπούρια” των αγωνιστών του ‘21 στο Τρίκερι.
– Κ. Λιάπης, “Πήλιον Όρος”, εκδ. Εταιρείας Ανάπτυξης Πηλίου, Ζαγορά 2001
– Κ. Μακρής, “Τρίκερι, ο βιγλάτορας του Παγασητικού”, περιοδ. Πλώρη, τευχ. 6, Ιούνιος 2001
-Κ. Δ Πατρίκος, “Το Τρίκερι. Από το μύθο στην ιστορία και στο σήμερα”, Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ, Βόλος 1998.
-Κ. Δ Πατρίκος, “Ναυτότοπος της Μαγνησίας η Αγ. Κυριακή Τρικέρων”, εφημ. Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ. 13.4.2003
-Κ. Δ Πατρίκος, “Εκκλησίες, μοναστήρια και ξωκκλήσια του Τρίκερι”, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΤΡΙΚΕΡΩΝ 2003
-Κ. Δ Πατρίκος, “Τα Πυργόσπιτα των Τρικέρων”, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΤΡΙΚΕΡΩΝ 2001
-Δ. Ι Πατρίκος, “Η Τρικεριώτικη γυναικεία φορεσιά”, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΤΡΙΚΕΡΩΝ 2002
-Γ. Καρταπάνης, “Βασίλης Παλιαρούτης ή Μπίλ”, περιοδ. ΩΡΕΣ 1993
– Ιστορικά χειρόγραφα αρχείου οικ. Φορτούνα.