Είναι δύσκολο να προσεγγίσω τον τόπο της καταγωγής μου αντικειμενικά. Οι πραγματικές εικόνες που ξεδιπλώνονται μπροστά μου, πλέκονται με μνήμες, αισθήσεις, εντυπώσεις του παρελθόντος και προσδοκίες για το μέλλον και παραμορφώνουν, ωραιοποιούν ή σκοτεινιάζουν την εικόνα. Για τους περισσότερους η περιοχή της Λάρισας είναι μια μονότονη, επίπεδη, ημιερημική και πάντως αφόρητα ζεστή χώρα. Όμως, όπως στα περισσότερα πράγματα, και ειδικά στο ταξίδι, κανείς πρέπει να ξεπεράσει το προφανές για να φτάσει στο ουσιαστικό.
«… τα ξημερώματα που έφθασα, η Λάρισα ανάδινε μια παράδοξη κι απροσδόκητη γοητεία, που δεν μπόρεσαν να την σβήσουν από τη μνήμη μου οι κατοπινές εντυπώσεις. Κοιμισμένη μέσα στην απέραντη σιγή της ατέρμονης πεδιάδας της, ήταν σαν εμποτισμένη από το γαλάζιο χρώμα της χαραυγής και τη δροσερότητα του αμόλυντου αέρα των βουνών της. Παρουσίαζε, έτσι, κάτι το αέρινο και το παραμυθένιο. Οι μιναρέδες της λόγχιζαν τον πρωινό ουρανό, όπου πετούσαν , αργοί και μεγαλόπρεποι, οι διακοσμητικοί πελαργοί. Η γυμνότητα της ατέλειωτης πεδιάδας έδινε στην πρωινή γαλήνη της μια προέκταση ονείρου…»
Κώστας Ουράνης
Είναι δύσκολο να προσεγγίσω τον τόπο της καταγωγής μου αντικειμενικά. Οι πραγματικές εικόνες που ξεδιπλώνονται μπροστά μου, πλέκονται με μνήμες, αισθήσεις, εντυπώσεις του παρελθόντος και προσδοκίες για το μέλλον και παραμορφώνουν, ωραιοποιούν ή σκοτεινιάζουν την εικόνα. Για τους περισσότερους η περιοχή της Λάρισας είναι μια μονότονη, επίπεδη, ημιερημική και πάντως αφόρητα ζεστή χώρα. Όμως, όπως στα περισσότερα πράγματα, και ειδικά στο ταξίδι, κανείς πρέπει να ξεπεράσει το προφανές για να φτάσει στο ουσιαστικό.
Το πέρασμά μου στη Θεσσαλία είναι στην κυριολεξία «πέρασμα». Προερχόμενος από τον βορρά μπορεί κανείς να εισέλθει στο νομό της Λάρισας μόνο διασχίζοντας τους επιβλητικούς όγκους του Ολύμπου, του Τίταρου και της Όσσας που σχηματίζουν ένα εντυπωσιακό ορεινό τείχος. Οι κοιλάδες των Τεμπών, των Λειβήθρων και της Πέτρας αποτελούν από ανατολικά προς τα δυτικά τους φυσικούς διαδρόμους που οδηγούν σε έναν άλλο τόπο, πολύ διαφορετικό από την Μακεδονία.
Ο μύθος πλέκεται με την γεωλογική ιστορία και μιλά για μια εσωτερική λίμνη που καταλάμβανε ολόκληρη την σημερινή θεσσαλική λεκάνη. Η διαβρωτική δράση των υδάτων ή και η σεισμική δραστηριότητα επέφερε τον σχηματισμό των Τεμπών, γεγονός που συνέβη πριν από 400.000 χρόνια περίπου, στην Πλειστόκαινο εποχή. Η ελληνική εκδοχή του κατακλυσμού, κατά την οποία ο βασιλιάς της Θεσσαλίας Δευκαλίων και η σύζυγός του Πύρρα ήταν οι μόνοι που σώθηκαν από την οργή του Δία που προκάλεσε την μυθική πλημμύρα, αντλεί την έμπνευσή της πιθανά από την γεωλογική ιστορία της Θεσσαλίας. Θυμάμαι σαν σε όνειρο τον θείο μου Κώστα να μου λέει πως στις πλαγιές των βουνών πάνω από τον Τύρναβο υπάρχουν ακόμη τεράστιοι μεταλλικοί χαλκάδες όπου οι αρχαίοι δέναν τα καράβια τους. Οι ορεινοί όγκοι που περικλείουν την θεσσαλική λεκάνη αποσαθρώθηκαν με την πάροδο των χιλιετιών και τα υλικά τους σχημάτισαν την γνωστή μας εύφορη πεδιάδα, που θα αποτελέσει μια από τις πρώτες εστίες συγκέντρωσης ανθρώπων στον ελλαδικό χώρο.
Όταν ο χρόνος μου το επιτρέπει όμως, επιλέγω να διασχίζω την κοιλάδα των Λειβήθρων. Οι λόγοι πολλοί. Για αρχή, η ομορφιά του τοπίου. Καθώς αφήνω την εθνική οδό στο ύψος της Λεπτοκαρυάς και στρέφομαι δυτικά προς τα βουνά, το βλέμμα μου ξεκουράζεται στο απίστευτο πράσινο του δασωμένου Ολύμπου και στο γαλάζιο του Θερμαικού και του ουρανού. Εδώ θέλει ο μύθος να γεννήθηκε και να πέθανε ο Ορφέας, ο πιο προικισμένος μύστης, μουσικός και τραγουδιστής της αρχαιότητας. Αγαπημένος τόπος των Μουσών, σήμερα απομένουν υπολείματα της αρχαίας πόλης κι ένα επισκέψιμο αρχαιολογικό πάρκο, στη μεγαλόπρεπη γαλήνη του πιερικού τοπίου. Σιγά σιγά ανηφορίζω τον Όλυμπο και η θέα πέρα από την κοιλάδα προς τον Κάτω Όλυμπο στα νότια και τη θάλασσα στα ανατολικά γίνεται ολοένα και πιο εντυπωσιακή. Νιώθω να πλησιάζω την μυθική κατοικία των αρχαίων Θεών, στην πραγματικότητα όμως φτάνω στα όρια του νομού Λάρισας. Η διακριτική σχετική πινακίδα με φόντο τα έλατα της βουνοπλαγιάς μου φαίνεται τόσο κόντρα στην στερεοτυπική εικόνα για την Λάρισα, που μου φέρνει αβίαστα ένα χαμόγελο. Σκέφτομαι πως έχοντας τριγυρίσει στον νότιο Όλυμπο, τον Κάτω Όλυμπο, την Όσσα και το Μαυροβούνι έχω δει μερικά από τα πιο όμορφα δασικά συμπλέγματα της πατρίδας μας και μάλιστα διαφορετικά μεταξύ τους, με εναλλαγή φυλλοβόλων και κωνοφόρων , άφθονα τρεχούμενα νερά κι υπέροχα ορεινά λιβάδια.
Ένας σφηκιάρης Pernis apivorus ( ένα δασόβιο αρπακτικό στο μέγεθος της γερακίνας που τρέφεται με έντομα) γυροπετά από πάνω μου και μου θυμίζει τον πιο σημαντικό λόγο που από παιδί αγάπησα αυτόν τον τόπο: τα πουλιά! Παιδί της πόλης, επισκεπτόμουν το χωριό του πατέρα μου σε περιόδους διακοπών, την Ροδιά Τυρνάβου και, πνεύμα περιπλάνησης και ανακάλυψης καθώς ήμουν, οι βόλτες μου σε περιβόλια, χωράφια κι ακροποταμιές με έφεραν σε επαφή με τα πλάσματα που κατοικούσαν εκεί. Κι ανάμεσά τους τα πουλιά, πολύχρωμα, αεικίνητα, κελαηδιστά, με τράβηξαν στον μαγικό κόσμο τους. Ο ίδιος θείος Κώστας που προανέφερα, μεγαλωμένος στα χωράφια και τις ρεματιές, τα ήξερε και μου τα αναγνώριζε, μέχρι να προμηθευτώ κι εγώ τα πρώτα μου κυάλια κι ένα βιβλίο-οδηγό αναγνώρισης για τα πουλιά της Ελλάδας. Και μέρος της γοητείας τους ήταν όλα αυτά τα ονόματα των πουλιών που ο θείος μου έλεγε στην ντοπιολαλιά, τόσο όμορφα , αστεία και διαφορετικά από τα «επίσημα» του βιβλίου : πλιαγγούρια οι Μελισσοφάγοι, τολουρί η Πετροτριλίδα (που κάθε βράδυ ψάχνει την χαμένη της ζώνη-λουρί), πούπος ο Τσαλαπετεινός (από την χαρακτηριστική φωνή του που-που-που). Και φυσικά αξέχαστη η επίσκεψή μου στη δασική θέση «Μπιχτέσι», πάνω από το χωριό Καρυά, όταν τον Σεπτέμβρη του 1985 είδα τον πρώτο μου Χρυσαετό από κοντά και κόντεψα να λιποθυμήσω από τον ενθουσιασμό μου.
Από τότε πολλά άλλαξαν. Δεν βλέπει κανείς πια εύκολα Χρυσαετούς στον Όλυμπο, οι Μαυρόγυπες και τα Όρνια του Κάτω Ολύμπου, παρόντα ως το 1990, χάθηκαν και οι αλλαγές συνεχίζονται καταιγιστικές. Κι όμως, όχι πάντα προς το χειρότερο.
Επιστρέφω στην διαδρομή μου, τον δρόμο Λεπτοκαρυάς-Καρυάς, για να συναντήσω στα αριστερά μου την μονή Κανάλων. Είναι ένα μοναστήρι που η παράδοση θέλει να ιδρύθηκε τον 11ο αι. μ.Χ. και ήκμασε τον 17ο αιώνα, στην τουρκοκρατία. Γενικά στον Όλυμπο κατέφευγαν ορθόδοξοι μοναχοί κι ασκητές, χτίζοντας πολλά μοναστήρια. Η μονή Κανάλων ( Ιερά Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου Καρυάς) ονομάστηκε έτσι από τους τέσσερεις χειμάρρους που σχηματίζουν το ρέμα Ζυς (Ζηλιάνα), το ίδιο ρέμα που περνά από τα Λείβηθρα και χύνεται στο Αιγαίο. Πριν 25 μόνο χρόνια διανυκτέρευσα στο ερειπωμένο μοναστήρι στήνοντας την σκηνή μου στην κατάσπαρτη με θάμνους κι αγριόχορτα αυλή του. Το 2001 συντηρήθηκε και σήμερα λειτουργεί ως γυναικεία μονή. Οκτώ χιλιόμετρα δυτικότερα βρίσκεται το ορεινό χωριό Καρυά, ιδρυθέν τον 17ο αιώνα. Μαζί με την Σκαμνιά και την Κρυόβρυση (Πουλιάνα) συνθέτουν την ενότητα των παραολύμπιων χωριών. Φαίνεται οτι, ευρισκόμενη πάνω στις οδούς σύνδεσης Θεσσαλίας και Μακεδονίας, η όλη περιοχή, γνωστή και ως Περραιβία στην αρχαιότητα, ήταν πάντοτε ένας συνοριακός τόπος, ένα πέρασμα. Εδώ, στα οροπέδια και τα φαράγγια των νότιων πλαγιών του Ολύμπου, είχαν αποσυρθεί οι Περραιβοί πιεζόμενοι από τους Λαπίθες και τους Θεσσαλούς. Αργότερα, Ρωμαίοι, Βούλγαροι, Σέρβοι περνούν από εδώ ενώ από τον 11ο αι. μ.Χ. εμφανίζονται οι Βλάχοι. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Καρυά ήταν τσιφλίκι του Λαρισαίου Νακούπ εφέντη και οι κάτοικοί της κολίγοι. Η ανυπότακτη φύση τους όμως τους εξασφάλισε κάποια προνόμια, όπως μια ένοπλη πολιτοφυλακή. Οι κάτοικοι του Ολύμπου, σε αντίθεση με τους καμπίσιους, θα αντισταθούν στους κατακτητές και θα συγκροτήσουν ένοπλα σώματα (αρματολίκια). Το ιερό βουνό θα γίνει καταφύγιο και κρησφύγετο κλεφτών κι αρματολών, αναδεικνύοντας πλήθος καπεταναίων, όπως ο Γ. Τζαχείλας και ο Γ. Ολύμπιος. Αργότερα βέβαια,μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, πολλοί θα συνεχίσουν τη δράση τους ως διαβόητοι ληστές, όπως ο Γιανγκούλας.
Η πολυτάραχη ιστορία της περιοχής καθορίζεται κι από το ότι το 1881, με την χάραξη των νέων ελληνικών συνόρων, τα παραολύμπια χωριά μένουν στην οθωμανική κυριαρχία για να ελευθερωθούν το 1912. Τα δεινά συνεχίζονται κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο με τους γερμνούς κατακτητές να κατακαίουν τα χωριά και να εκτελούν κατοίκους τους, ενώ και στη διάρκεια του εμφυλίου τραγικές ιστορίες αλληλοεξόντωσης εκτυλίχθηκαν στις πλαγιές του ιερού βουνού. Υπό την πίεση όλων αυτών των γεγονότων πολλοί άφησαν τα ορεινά χωριά κι εγκαταστάθηκαν στα καμποχώρια Ροδιά, Δελέρια, Αμπελώνα, Γόννους. Μεταξύ αυτών και οι πρόγονοί μου. Έτσι, πέρα από την συγκίνηση που νιώθω διασχίζοντας το οροπέδιο της Καρυάς, είναι και η προφορική παράδοση της γνώσης οτι τα οστά του παππού μου, Κυριάκου Οικονομίδη, βρίσκονται μαζί με πολλά άλλα σε ένα οστεοφυλάκιο της μονής Αγίας Τριάδας Σπαρμού Ολύμπου, πέρα στις σκαμνιώτικες μαγούλες. Ο παππούς έχασε τη ζωή του μαζί με πλήθος άλλους στη διάρκεια του εμφυλίου και δεν τάφηκε ποτέ. Οι πληγές του πολέμου αυτού, κυρίως με τη μορφή πολιτικών αντιπαραθέσεων και μίσους ανάμεσα σε ολόκληρες οικογένειες, καθόρισε για δεκαετίες την τοπική κοινωνία και την μικρο-ιστορία της, και μόνο οι πολύ νεώτεροι δείχνουν να τις ξεπερνούν.
Σήμερα οι κοιλάδες των παραολύμπιων χωριών ατενίζουν τις εναλλαγές των εποχών ψύχραιμες κι ερημωμένες. Τα χιόνια του χειμώνα, τ΄αγριολούλουδα της άνοιξης, τα στάχυα του καλοκαιριού και τα καρύδια και τα κάστανα του φθινοπώρου μένουν χωρίς τα παιχνίδια των παιδιών και τα γλέντια των μεγάλων. Οι κάτοικοι μετανάστευσαν στις πόλεις , από την Λάρισα ως το Τορόντο κι από την Αθήνα ως την Μελβούρνη. Η φύση, αργά και σταθερά, επαναποικίζει τις εγκατελλειμένες καλλιέργειες. Και οι πλατείες των χωριών περιμένουν τον Αύγουστο για να ζωντανέψουν από τις χαρούμενες φωνές των επισκεπτών, που γυρίζουν στον γενέθλιο τόπο για να ψηλαφήσουν τις ρίζες τους, να πάρουν δυνάμεις και να επιβεβαιώσουν αυτή την αίσθηση του «ανήκειν» σε μια κοινότητα με κοινή προέλευση κι αξίες. Ή έστω την ψευδαίσθηση.
Καθώς ανηφορίζω τον Κάτω Όλυμπο σκέφτομαι οτι αυτή η κορυφογραμμή ήταν το σύνορο Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1881. Όχι πολύ παλιά δηλαδή. Το σύνορο ξεκινούσε από τα Τέμπη κι έφτανε στην Άρτα. Ωστόσο , επειδή οι πληθυσμοί του τόπου ήταν μικτοί ( Έλληνες και Τούρκοι) κι επειδή η χάραξη των συνόρων ήταν αποτέλεσμα συνθηκών που υπογράφονταν από τις μεγάλες δυνάμεις, πολλοί επέλεγαν να μείνουν στα μέρη που γεννήθηκαν και να μην φύγουν, ενώ άλλοι ξεκινούσαν τον πικρό δρόμο του ξεριζωμού. Δεν θα ξεχάσω την ιστορία του Δημητράκη Καρακώστα,κατοίκου Ροδιάς, όπως μου την διηγήθηκε ο γιος του Νίκος. Ο Καρακώστας πολέμησε με τα ελληνικά στρατεύματα στην Μικρά Ασία το 1922. Εκεί, στα βάθη της Ανατολίας, στο Εσκί Σεχίρ συνάντησε κάποιον Τούρκο που είχε γεννηθεί στα τέλη του 19ου αι. στην περιοχή της Ροδιάς ( τότε Μουσαλάρ), μιλούσε ελληνικά και είχε πουλήσει πρόβατα και χωράφια στον πατέρα του Καρακώστα, Γιάννη, προτού φύγει για την Τουρκία. Η ιστορία αυτή πάντα με συγκινεί και μου θυμίζει πρώτα από όλα οτι οι μοίρες των ανθρώπων καθορίζονται πολλές φορές από εξωγενείς παράγοντες που δεν ελέγχουμε, αλλά και το ότι οι μετακινήσεις και μεταναστεύσεις των πληθυσμών ήταν συνυφασμένες με την ροή της ιστορίας ( μήπως μας θυμίζει κάτι αυτό; ).
Από τον αυχένα στο Γκουνταμάνι (την δεύτερη ψηλότερη κορυφή του Κάτω Ολύμπου στα 1419 μέτρα) ατενίζω ανεμπόδιστα την μεγάλη πεδιάδα: ο κάμπος του Τυρνάβου και ο κάμπος της Λάρισας εκτείνονται κατάσπαρτοι, σαν μωσαικό, ως που φτάνει το μάτι. Αμέσως από κάτω μου ο Καράλακας, ένα βαθύ ρέμα, που στις 6 Μαίου του 1944 έγινε το θέρετρο επικής μάχης για τη διάσωση 12 εβραικών οικογενειών της Λάρισας, που είχαν καταφύγει στα ορεινά μαντριά για να σωθούνε.
Οι απώλειες των Γερμανών ήταν τεράστιες και οι Εβραίοι σώθηκαν, ενώ οι γεροντότεροι κάτοικοι της Ροδιάς ακόμα θυμούνται τον αχό των οβίδων και των πολυβόλων που ερχόταν από τα βάθη του βουνού.
Το πρώτο λοιπόν από τα χωριά που συναντά ο επισκέπτης καθώς κατηφορίζει στον κάμπο είναι η Ροδιά. Το χωριό αυτό ιδρύθηκε τον 15ο αι. από τους Οθωμανούς και, μαζί με πολλά άλλα της περιοχής, αποικίστηκε από 6000 περίπου Γιουρούκους φερμένους από την περιοχή του Ικονίου, γι’αυτό και ονομάστηκαν «Κονιάρηδες». Αυτοί συμβίωναν ειρηνικά με τους Χριστιανούς κατοίκους του τόπου, μια και όλους τους ένωνε η κοινή προσπάθεια για την καλλιέργεια της γης, αλλά και η ελονοσία και η πανώλη που μάστιζαν την περιοχή. Τότε λοιπόν ιδρύθηκαν όλοι οι κοντινοί οικισμοί , το Καρατζιόλ (Αργυροπούλι), το Ντελέρ (Δελέρια), το Καζακλάρ ( Αμπελώνας), το Τσαιρλί (Βρυότοπος), το Δερελί (Γόννοι) και κάμποσοι άλλοι που στο μεταξύ εγκαταλείφθηκαν. Σήμερα, δύσκολα κανείς θα διακρίνει τα απομεινάρια της οθωμανικής περιόδου. Ερειπωμένα κτίρια, όπως ο μιναρές στην συνοικία «Τζαμί» στο Αργυροπούλι ή ο τεκές του θαυματουργού για τους μουσουλμάνους Χασάν Μπαμπά κοντά στους Γόννους στέκουν σιωπηλοί μάρτυρες του οθωμανικού παρελθόντος.
Δεν ήταν όμως Οθωμανοί οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής! Κι αυτό οφείλεται στο άλλο σπουδαίο φυσικό χαρακτηριστικό του τόπου, τον ποταμό Πηνειό, που διασχίζει μαιανδρίζοντας τον λαρισινό κάμπο πρωτού χωθεί στα Στενά της Ροδιάς και μετά στα Τέμπη. Το 1987, μια ομάδα αμερικανών ερευνητών με επικεφαλής τον καθηγητή Curtis Runnels, ανακαλύπτει στα Στενά της Ροδιάς ένα πραγματικό εργαστήριο λιθοτεχνίας της Παλαιολιθικής εποχής, πιθανότατα από ανθρώπους του τύπου του Νεάντερταλ. Χρονολογικά ανφερόμαστε στην εποχή 200-400 χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα, περίπου σε αντιστοιχία με την ηλικία του ανθρώπου των Πετραλώνων, δηλαδή των αρχαιότερων Ευρωπαίων. Πολύ αργότερα, κατά την Νεολιθική εποχή, στην περιοχή δημιουργήθηκαν μικροί οικισμοί. Είχαν την μορφή μικρού υψώματος ( «Μαγούλας» ) και οι κάτοικοί τους ασχολούνταν με το κυνήγι , το ψάρεμα, την εκτροφή ζώων και την γεωργία. Περίπου 1 χιλιόμετρο ανατολικά της Ροδιάς, βόρεια της όχθης του Πηνειού, βρίσκεται η Μαγούλα Πέρα Μαχαλά, χαρακτηριστικό απομεινάρι ενός πρώιμου γεωργοκτηνοτροφικού πολιτισμού. Η μαγούλα είναι κυκλική με διάμετρο 200 μέτρα και ύψος 4 , ενώ στην κορυφή της υπάρχει τύμβος. Στα 1995, κάτοικοι του χωριού που όργωναν ένα κοντινό χωράφι, έκπληκτοι ανακάλυψαν ένα μυκηναικό νεκροταφείο, ενώ κι εγώ ο ίδιος έχω πολλές φορές ανακαλύψει όστρακα (θραύσματα πήλινων αγγείων) στην γύρω περιοχή.
Μετά από αλλεπάλληλες συγκρούσεις μεταξύ των πρωτοελληνικών φύλων της περιοχής ( Περραιβών, Φλεγύων, Λαπίθων, Δολόπων και Μαγνήτων) φαίνεται οτι τον 9ο αι. π.Χ. η χώρα οριστικά κατακτήθηκε από τους Θεσσαλούς δίνοντας στον τόπο και το όνομα Θεσσαλία. Η γη μοιράστηκε σε κλήρους και φαίνεται ότι οι μεγάλες γαιοκτησίες που ανήκαν σε γένη (συμπλέγματα οικογενειών) αποτέλεσαν από τότε τον κανόνα στην περιοχή. Πόλεις ιδρύθηκαν όπως η Γυρτώνη, η Ηλώνη, η Φάλαννα, το Μόψιον και ο Γόννος με παρουσία και στους ιστορικούς πλέον χρόνους.
Ζωοδότης και τροφός της εύφορης γης εδώ, ο αργυροδίνης (κατά τον Όμηρο) Πηνειός, ο οποίος μετά από 200 χιλιόμετρα πορείας , από την Πίνδο καταλήγει στο Αιγαίο. Στο διάβα του δέχεται τα νερά πολλών μικρότερων παραποτάμων, μαιανδρίζει μεγαλόπρεπα περιστοιχισμένος από λεύκες, πλατάνια και ιτιές, διασχίζει τις στενές κοιλάδες του Καλαμακίου, της Ροδιάς και των Τεμπών πριν εκβάλλει στο Αιγαίο ενώ, μέσω του ρέματος Ασμάκι, δημιουργεί κι ένα εσωτερικό αποστραγγιστικό σύστημα προς το νότο, δημιουργώντας την αποξηραμένη το 1962 και πλέον ανασυσταθείσα λίμνη Κάρλα. Η Κάρλα δεν ήταν η μοναδική λίμνη της περιοχής της Λάρισας. Στο οροπέδιο της Καλλιπεύκης (Νεζερού),στον Κάτω Όλυμπο, σε υψόμετρο 1235 μέτρων, βρισκόταν η λίμνη Ασκουρίς που αποξηράνθηκε το 1907, δίνοντας στην Καλλιπεύκη τη δυνατότητα να γίνει μια από τις πιο σημαντικές καλλιεργητικές περιοχές πατάτας της χώρας. Και τέλος, στη ΒΔ άκρη του κάμπου, στη ρίζα της Μελούνας, η λίμνη-πηγή Μάτι Τυρνάβου. Το σκούρο της χρώμα την κάνει να μοιάζει με μάτι , όταν κανείς την βλέπει από ψηλά καθώς κατηφορίζει από την πεδιάδα της Ελασσόνας. Η λίμνη Μάτι τροφοδοτούσε με το ανβλύζον γάργαρο νερό της πολλούς νερόμυλους που σήμερα είναι ανενεργοί. Μόνον αυτός κοντά στο Αργυροπούλι λειτουργεί ως δριστέλλα (νεροτριβή) για το πλύσιμο φλοκάτων και κουβερτών, διατηρώντας μια παράδοση αιώνων.
Μια βόλτα στα χωριά του κάμπου δείχνει όλο αυτό το μεταβατικό κλίμα αλλαγής που αδιάκοπα σαρώνει τα μέρη που ανέκαθεν είχαν πλούσιους φυσικούς πόρους. Εδώ η γη είναι εύφορη και παραγωγική. Ευνοεί αποδοτικές καλλιέργειες, συντηρεί μεγάλα κοπάδια αιγοπροβάτων και αγελάδων, τροφοδοτεί συσκευαστήρια αγροτικών προιόντων και δίνει δουλειά σε χιλιάδες εργάτες. Η σύγχρονη τεχνολογία όμως μεταμορφώνει την γεωργική πρακτική, και σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή, την ανάγκη ορθολογικής διαχείρισης εδαφών και νερού, την αλλαγή της σύνθεσης του πληθυσμού με την φυγή των νέων προς τις πόλεις και την έλευση ξένων μεταναστών, που αποτελούν τα νέα εργατικά χέρια, δημιουργούν ένα φυσικό και κοινωνικό τοπίο πολύ διαφορετικό. Ας σκεφτούμε ότι μόλις 100 χρόνια πριν, το μείζον ζήτημα στην περιοχή ήταν το αγροτικό, η συγκέντρωση δηλαδή τεράστιων εκτάσεων γης (τσιφλικιών) στα χέρια εύπορων επιχειρηματιών που είχαν την άνεση να αγοράσουν τη γη που πουλούσαν οι αποχωρούντες τούρκοι ιδιοκτήτες. Οι τσιφλικάδες είχαν στην δούλεψή τους χιλιάδες κολίγους που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, ακτήμονες και υπερχρεωμένοι.
Χρειάστηκαν γενναίοι αγώνες, η δράση εμπνευσμένων ανθρωπιστών όπως του νομικού Μαρίνου Αντύπα και η αιματοχυσία στο Κιλελέρ το 1910 για να πειστούν οι Έλληνες πολιτικοί να προχωρήσουν το 1922-23 στην απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και την απόδοση της γης στους ακτήμονες.
Στα χωριά τα παλιά σπίτια των γαιοκτημόνων στέκουν αδειανά, πολλές φορές υπό κατάρρευση. Μια επίσκεψη στο χωριό Γυρτώνη μας επιφυλάσσει τη γνωριμία με ένα από τα πιο εντυπωσιακά κονάκια της περιοχής : το κονάκι (κατοικία του γαιοκτήμονα-τσιφλικά) του Παπαγεωργίου. Ο Στυλιανός Παπαγεωργίου το αγόρασε από τους αδερφούς Κουλουμόπουλους το 1912 μαζί με το τσιφλίκι τους, έκτασης 36000 στρεμμάτων. Απασχολούσε πάνω από 600 ανθρώπους και στο χωριό ακόμη διακρίνονται οι στάβλοι, οι αποθήκες αλλά και το σχολείο, τα μαγειρεία και το νοσοκομείο που είχε χτίσει ο γαιοκτήμονας. Μετά τον πόλεμο, βομβαρδισμοί και καταστροφές άφησαν το κονάκι ένα ερείπιο. Σήμερα δικαίως αποκαλείται κονάκι των πελαργών , μια και φιλοξενεί οκτώ πελαργοφωλιές!
Λίγο νοτιότερα, κοντά στο Ομορφοχώρι, το κονάκι της οικογένειας Λύτρα ακόμη αντιστέκεται. Αγορασμένο το 1943 από τον μεγαλοκτηνοτρόφο της Αβδέλλας Γρεβενών Δημοσθένη Λύτρα, μαζί με 1500 στρέμματα γης, απασχολούσε στην ακμή του μέχρι και 150 εργάτες. Στους σύγχρονους καιρούς ανακαινίστηκε με υποδειγματικό τρόπο από τον φιλότεχνο ιατρό Νίκο Λύτρα, γιο του Δημοσθένη, και πλέον μοιάζει περισσότερο με μια γκαλερί σύγχρονης τέχνης.
Η σύγχρονη ζωή στο χωριό έχει πλέον αλλάξει. Οι λασπωμένοι χωματόδρομοι του ’60 και του ΄70 έδωσαν τη θέση τους σε πυκνούς ασφαλτόδρομους. Ο ηλεκτροφωτισμός είναι πλήρης και τ’αστέρια στον νυχτερινό ουρανό δυσδιάκριτα. Οι λιγοστοί γέροντες κάθονται στις εξώπορτες των σπιτιών όλο και πιο σπάνια, η ζωή έχει μεταφερθεί μέσα, μπροστά στις οθόνες της τηλεόρασης και του υπολογιστή. Τα παιδιά σχολικής ηλικίας είναι λίγα και τα σχολεία στα μικρότερα χωριά έχουν κλείσει. Οι αργαλιοί, τα αδράχτια, τα τσικρίκια και τα μπακιρένια σκεύη σκονίζονται σε παλιές αποθήκες. Οι νέοι φεύγουν από τα χωριά και πάνε στις πόλεις για σπουδές και δουλειά. Επιστρέφουν για να δουν τους γέροντες γονείς και να αποτίσουν φόρο τιμής στα μέρη της καταγωγής. Έτσι και η Κλαίρη Οικονομίδου. Δασκάλα στην Κατερίνη με καταγωγή από την Ροδιά, την συγκινεί η επίσκεψη στο πατρικό σπίτι, εμπνέεται και αναβαπτίζεται ερευνώντας τα παλιά. Μου δείχνει με συγκίνηση και περηφάνεια οικογενειακές της φωτογραφίες. Μου μιλά για τον πρόγονό της, Αθανάσιο Οικονομίδη, από την Καρυά, που σπούδασε ιατρική στην Αθήνα στα τέλη του 19ου αι. κι επέστρεψε στον Όλυμπο για να ασκήσει τις δυο μεγάλες του αγάπες: το λειτούργημα της ιατρικής και μάλιστα μελετώντας τα θεραπευτικά βότανα του Ολύμπου, και την συλλογή και καταγραφή των δημοτικών τραγουδιών του Ολύμπου. Με τιτάνια προσπάθεια εξέδωσε την συλλογή των τραγουδιών του τόπου του και συνέγραψε βιβλία για την ιστορία της Καρυάς και τα έθιμα των κατοίκων της, διασώζωντας πολύτιμη γνώση. Η Κλαίρη συνεχίζει και μου εξηγεί οτι οι άνθρωποι που κατοικούν στο χωριό αλλά και στην ευρύτερη περιοχή προέρχονται κι από άλλους τόπους κι άλλα πολιτισμικά σύνολα: είναι Γκρέκοι, Βλάχοι, Κουπατσιαραίοι, Καλαρίτες και Σαρακατσάνοι. Η κάθε οικογένεια έχει έντονη την συνείδηση της προέλευσής της και συχνά διατηρεί ευλαβικά παραδόσεις ή και το γλωσσικό ιδίωμα, όπως για παράδειγμα οι λατινόφωνοι Βλάχοι.
Εξαίρεση κι ο νέος αγρότης Κώστας Γρουσόπουλος που με ξενάγησε στο περιβόλι του έξω από την Ροδιά. Ο Κώστας σπούδασε δασολογία, πάντα όμως του άρεσε η ενασχόληση με τη γη. Έτσι αποφάσισε να αναλάβει τα κτήματα του παππού του. Μου εξηγεί οτι για να είναι κανείς πετυχημένος σαν αγρότης πρέπει να ενσωματώσει όλες τις σύγχρονες καλλιεργητικές γνώσεις και μεθόδους. Ο ίδιος καλλιεργεί το καλοκαίρι βερύκοκα μιας επιλεγμένης γαλλικής πρώιμης ποικιλίας. Η διάταξη των δέντρων είναι τέτοια που να επιτρέπει φύτευση 700 ριζών σε 12 στρέμματα, το πότισμα είναι φυσικά με σταγόνα ενώ η συγκομιδή γίνεται με τεχνικά μέσα που ελαχιστοποιούν την ανάγκη σε εργατικά χέρια. Βέβαια δεν είναι όλα πάντα εύκολα. Στους όψιμους παγετούς της άνοιξης ο Κώστας κάθεται νύχτα στο χωράφι κι ανάβει με άχυρο φωτιά στα μεσοδιαστήματα των δέντρων για να μην τα «κάψει» ο πάγος. Και το χειμώνα που καλλιεργεί μπρόκολα, η λάσπη στο χωράφι , το κρύο και η βροχή είναι στην ημερήσια διάταξη. Κι όπως λέει ο ίδιος, τα φυτά δεν μιλάνε. Πρέπει να τα παρατηρείς καθημερινά, να αφουγκράζεσαι τις ανάγκες τους και, φυσικά, να δίνεις καθημερινά μια μάχη με τις καιρικές συνθήκες.
Όμως στα χωριά υπάρχει και μια νέα κινητήρια δύναμη. Από το 1990 και μετά, με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», και ειδικά με το άνοιγμα των συνόρων της Αλβανίας, πολλοί νέοι άνθρωποι, διψασμένοι για δουλειά και πρόοδο, ήρθαν στη χώρα μας και την έκαναν νέα τους πατρίδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Xhevi Hyra. O Τζέβι είναι σήμερα 37 ετών. Ήρθε στην Ελλάδα όταν ήταν 15. Θυμάται να περπατά για 6 μέρες μέσα στο καταχείμωνο. Θυμάται να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του, να παρακαλά να τον πιάσει η αστυνομία για να ζεσταθεί. Θυμάται να καταφεύγει σε εγκατελειμένα παγωμένα ερείπια για προστασία. Κι ώ του θαύματος, να φτάνει στα Γιαννιτσά. Κι από εκεί στην περιοχή της Λάρισας. Ξεκίνησε να δουλεύει στα στάρια και τα τριφύλλια, τα βαμβάκια και τα καλαμπόκια, και φυσικά στα πρόβατα. Έμενε στο στάβλο, δίπλα στα ζωντανά. Σιγά σιγά κέρδισε την συμπάθεια και την εύνοια του αφεντικού του. Έκανε χαρτιά, νομιμοποιήθηκε. Έμαθε καλά την αγροτική δουλειά. Σήμερα είναι παντρεμένος, έχει τρία παιδιά και είναι περήφανος ιδιοκτήτης μιας μικρής μονάδας εκτροφής προβάτων που την δουλεύει μαζί με την σύζυγό του Νίλντα. Τα παιδιά του πάνε σχολείο και θέλει να μείνει στην Ελλάδα για πάντα.
Συνεχίζω την περιπλάνησή μου σε μια γη που αποκαλώ ιδιαίτερη πατρίδα μου. Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Μερικά προκαλούν μελαγχολία, μερικά προβληματισμό. Αρπάζομαι όμως από τις γνώριμες εικόνες του κάμπου που από παιδί χαράχτηκαν στη μνήμη μου. Το θρόισμα του αέρα στα χρυσοπράσινα σταροχώραφα που λικνίζει τα στάχυα. Τα κιρκινέζια που αδιάκοπα πηγαινοέρχονται ανάμεσα στις κεραμοσκεπές και φτεροκοπούν ακούραστα πάνω από τα χωράφια ψάχνοντας ποντικάκια κι έντομα. Το μεγαλοπρεπές βάδισμα των πελαργών στους φρεσκοποτισμένους αγρούς . Τις αγέρωχες κορυφές του Ολύμπου στον βόρειο ορίζοντα και την χαρακτηριστική πυραμίδα της Όσσας στον ανατολικό. Οδηγώ προσπερνώντας στα αριστερά μου τον λόφο Γεντίκι. Από μακριά μοιάζει ένα ξερό πετροβούνι. Λίγοι γνωρίζουν οτι από εδώ εξορύσσονταν ο περίφημος πράσινος θεσσαλικός λίθος, το μάρμαρο Χασάμπαλης. Από τα πολυτιμότερα του είδους του , έχει χρησιμοποιηθεί στον διάκοσμο της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, του Αγίου Μάρκου της Βενετίας και του Τοπ Καπί. Σήμερα η εξόρυξή του είναι ασύμφορη, μια κι έχει αντικατασταθεί από φθηνότερες λύσεις. Το βαθύ πράσινο χρώμα του και τα μοναδικά του σχέδια προέρχονται κατευθείαν από τον βυθό της θάλασσας της Τηθύος, ενώ ήταν το 5ο πιο πολύτιμο πέτρωμα της Ρωμαικής αυτοκρατορίας.
Λίγο νοτιότερα, έξω από την Γλαύκη, ένα αδιάκοπο πήγαινε-έλα τραβά την προσοχή μου. Σε έναν τεχνητό πευκώνα, όχι ιδιαίτερα μεγάλο, έχει στηθεί μια ακμάζουσα αποικία ερωδιών. Σταχτοτσικνιάδες, Λευκοτσικνιάδες, Νυχτοκόρακες, Κρυπτοτσικνιάδες έχουν στήσει ένα πολύβουο πανηγύρι. Φωλιάζουν στα κλαδιά των πεύκων και μου γεννούν την προφανή απορία. Μα που είναι το νερό; Τόσα παρυδάτια πουλιά χρειάζονται νερό, μια λίμνη , ένα ποτάμι, κάτι… Κάπου εδώ γύρω θα είναι. Η μνήμη του νερού με οδηγεί. Συνεχίζω κι ο φιδωτός δρόμος σέρνεται στους πρόποδες του Μαυροβουνίου, ενός ομαλού βουνού που συνδέει την Όσσα με το Πήλιο. Σύντομα φτάνω στο Καλαμάκι. Έξω από το χωριό , κρυμμένος πίσω από ένα ανάχωμα, ένας από τους ταμιευτήρες που δημιουργήθηκαν κατά μήκος του ρέματος Ασμάκι. Οι ταμιευτήρες ακολουθούν την πορεία της κοίτης της αποστράγγισης του Πηνειού που μέχρι το 1961 τροφοδοτούσε την λίμνη Κάρλα ή Βοιβηίδα. Επρόκειτο για μια εκτεταμένη ρηχή λίμνη με έκταση 180 χιλιάδες στρέμματα και μέγιστο βάθος 6 μέτρα. Η επιθυμία για απόδοση καλλιεργήσιμης γης σε ακτήμονες, η απαλλαγή από τις υπερχειλίσεις και η πληγή των κουνουπιών και της ελονοσίας οδήγησαν σε ένα από τα μεγαλύτερα έργα εκσυγχρονισμού της ελληνικής γεωργίας. Το νερό της λίμνης οδηγήθηκε μέσω μιας σήραγγας μήκους 10 χιλιομέτρων στον Παγασητικό. Τι απογοήτευση όμως ! Το μικροκλίμα της περιοχής επηρεάστηκε δραματικά. Οι βροχές σταμάτησαν, ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας υποχώρησε και οι εκτάσεις που αποκαλύφθηκαν απειλήθηκαν με ερημοποίηση. Έτσι το 1999 άρχισε εκ νέου η τεχνητή δημιουργία ταμιευτήρα έκτασης 40 χιλιάδων στρεμμάτων. Το 2018 η νέα Κάρλα έγινε πραγματικότητα.
Λίγα λεπτά αργότερα στέκομαι μαζί με τον Γιώργο Κατσαδωράκη, βιολόγο και πρωτεργάτη της δημιουργίας της Εταιρείας Προστασίας Πρεσπών, και τον Σταύρο Πολύμερο, δασολόγο από την Λάρισα, στο ανάχωμα βορειοδυτικά της νέας λίμνης. Δεν πιστεύω στα μάτια μου καθώς εκατοντάδες πελεκάνοι, φλαμίγκο, ερωδιοί , κορμοράνοι , πάπιες και αρπακτικά πουλιά παρελαύνουν κυριολεκτικά μπροστά μας. Οι επιστήμονες μου εξηγούν οτι τα πουλιά, πολλά από αυτά μεταναστευτικά, κατά κάποιο θαυμάσιο τρόπο φαίνεται να βρήκαν τον δρόμο για την καινούργια λίμνη. Κάτι σαν προαιώνια συλλογική μνήμη καθοδηγεί την επιβίωση των φτερωτών επισκεπτών και επιτρέπει σε μένα να δω εικόνες που μου περιέγραφε ο θείος μου ο Κώστας όταν ήμουν παιδί και τις θεωρούσα ανεπιστρεπτί χαμένες. Οι επιστήμονες καλούνται τώρα να διαχειριστούν τα νέα δεδομένα: οι εισροές και η ποιότητα νερού της λίμνης, οι νέοι τύποι καλλιεργειών, η δημιουργία τεράστιων φωτοβολταικών πάρκων στα απέραντα χερσοτόπια του κάμπου και η επίδρασή τους στην άγρια ζωή.
Καθώς απολαμβάνω το πέταγμα των πελεκάνων πάνω από τον χρυσό κάμπο, σκέφτομαι τον κύκλο της ζωής που επαναλαμβάνεται αέναα, με αυτόν τον προαιώνια καθορισμένο ρυθμό, κινητοποιώντας ανθρώπους και ζωντανά, γεμίζοντας ζωή τον πλανήτη μας κι ελπίδα τα βάθη της ύπαρξής μου…
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν
- Αποστολία Πάνου Η Ροδιά στην ιστορική διαδρομή της Θεσσαλίας, Θεσσαλονίκη 2019
- 6 Διαδρομές στην καρδιά της Ελλάδας εκδόσεις Ζαρζώνη, Θεσσαλονίκη 2005
- Προσωπικές επικοινωνίες με τους: Αποστολία Πάνου, Νίκο Καρακώστα, Κλαίρη Οικονομίδου, Κώστα Γρουσόπουλο, Xhevi Hyra, Σταύρο Πολύμερο, Γιώργο Κατσαδωράκη. Θερμές ευχαριστίες σε όλους.