Στην κεντρική πλατεία Μάρκου Μπότσαρη το πλακόστρωτο δάπεδο είναι υγρό, λαμπυρίζει από τα φώτα. Πάνω του είναι σκόρπια κιτρινισμένα πλατανόφυλλα. Κάθε λίγο ξεφεύγει κάποιο απ’ τα κλαδιά των δυο πλατάνων κι ακουμπάει αθόρυβα στις πλάκες. Η ώρα μοιάζει ιδανική για έναν καφέ. Και μάλιστα στα υπαίθρια τραπεζάκια του Καφέ “Πλατεία”, που προστατεύονται από σκέπαστρο. Τυλιγόμαστε με τα μπουφάν κι απολαμβάνουμε τις πρώτες ζεστές γουλιές. Χωρίς θορύβους και καπνούς απ’ τη συνωστισμένη αίθουσα, χωρίς εικόνες τηλεόρασης. Με εξωτερική θερμοκρασία 7 βαθμών είμαστε οι μόνοι υπαίθριοι θαμώνες.

Φτάνουμε βραδινή ώρα στο Καρπενήσι, στα τέλη του Νοέμβρη. Με ψύχρα και ψιλόβροχο. Είναι το τέλειο σκηνικό για πόλη ορεινή μια τέτοια εποχή.
Στην κεντρική πλατεία Μάρκου Μπότσαρη το πλακόστρωτο δάπεδο είναι υγρό, λαμπυρίζει από τα φώτα. Πάνω του είναι σκόρπια, κιτρινισμένα πλατανόφυλλα. Κάθε λίγο ξεφεύγει κάποιο απ’ τα κλαδιά των δυο πλατάνων κι ακουμπάει αθόρυβα στις πλάκες. Η ώρα μοιάζει ιδανική για έναν καφέ. Και μάλιστα στα υπαίθρια τραπεζάκια του Καφέ «Πλατεία», που προστατεύονται από σκέπαστρο. Τυλιγόμαστε με τα μπουφάν κι απολαμβάνουμε τις πρώτες ζεστές γουλιές. Χωρίς θορύβους και καπνούς απ’ τη συνωστισμένη αίθουσα, χωρίς εικόνες τηλεόρασης. Με εξωτερική θερμοκρασία 7 βαθμών είμαστε οι μόνοι υπαίθριοι θαμώνες.
Περνάει κόσμος συνεχώς, κάποια βήματα μπροστά μας. Οι νέοι ντυμένοι απλά μ’ ένα μπουφάν, που, στην καλύτερη περίπτωση έχει και κουκούλα.
Δεν δείχνουν να υπολογίζουν τη βροχή, νέοι είναι. Οι πιο ηλικιωμένοι κρατάνε απαραίτητα ομπρέλλα. Δεν επιτρέπονται αποκοτιές στην ηλικία τους. Στην υγρή πλατεία περνάει αβίαστα η ώρα. Η κίνηση πεζών και τροχοφόρων δεν σταματάει ούτε στιγμή. Η πλατεία Μάρκου Μπότσαρη είναι για το Καρπενήσι σημείο αναφοράς. Όλοι θέλουν να ρίξουν μια ματιά, να βρουν και να μιλήσουν μ’ ένα φίλο, όπως και νάναι ο καιρός. Στο κάτω μέρος της πλατείας υπάρχει μια πηγή. Από τα πέντε στόμιά της ρέει άφθονο νερό. Πριν 35 τόσα χρόνια έγραφε ο Πάνος Βασιλείου στον πρώτο τότε «Τουριστικό Οδηγό Ευρυτανίας»:
«Το Καρπενήσι, σε υψόμετρο 1000 μέτρων, βρίσκεται κρυμμένο στη ΝΔ υπήνεμη αγκαλιά του Βελουχιού. Μόλις μπαίνουμε, αντικρίζουμε την πάντοτε δροσόλουστη, με τα παλιά και πλούσια πλατάνια, πλατεία του Μάρκου Μπότσαρη και τη βρύση με το παγωμένο νερό της να τραγουδάει αδιάκοπα κάτω από την πυκνή σκιά του γεροπλάτανου. Τα γκαρσόνια των γύρω της πλατείας καφενείων, όταν σας φέρνουν τον καφέ, γεμίζουν το ποτήρι από τη βρύση αυτή, δηλαδή με κατάκρυο νερό, που έρχεται κατ’ ευθείαν από τα ψυγεία των εγκάτων του Βελουχιού».
Εμάς, βέβαια, στο καφενείο μας φέραν το νερό από το δίκτυο της ύδρευσης και για να το κρυώσουν έβαλαν παγάκια. Στο αντικρινό καφενείο οι παρέες των αντρών έχουν πιάσει επίκαιρες θέσεις μπροστά στη τζαμαρία, περνάει από τα μάτια τους όλη η κίνηση της πόλης. Τυλιγμένοι όπως είναι με το κιτρινωπό φως του μαγαζιού, μοιάζουν από μακρυά σαν ασαφείς φιγούρες σε πίνακα ζωγράφου. Την ίδια «ζωγραφική ακινησία» εκπέμπουν και οι δυο νυχτερινές φυσιογνωμίες, που είναι αφοσιωμένες στην τηλεφωνική τους συνομιλία μέσα στον δίδυμο τηλεφωνικό θάλαμο με τις χαριτωμένες κεραμοσκεπές, στο πάνω μέρος της πλατείας. Η αντίθεση προέρχεται από το μικρό snack-bar. Οι νεαροί που συνωστίζονται στον περιορισμένο χώρο βρίσκονται σε μια διαρκή κινητικότητα. Μιλούν, γελούν, κάνουν χειρονομίες, τρώνε σάντουϊτς και πίνουν κόκα-κόλα.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η παρατήρηση των στιγμιότυπων και του τρόπου ζωής μιας μικρής επαρχιακής πόλης. Βαδίζουμε στο δρόμο και ακούμε γύρω μας κουβέντες φιλικές, χαιρετισμούς και ονόματα, βλέπουμε στη στιγμή να σχηματίζονται παρέες από τρεις και τέσσερις γνωστούς, που αυθόρμητα αποφασίζουν σε ποιο μπαρ ή ταβερνάκι να τα πιούν. Στην απρόσωπη, μεγάλη πόλη, οι δρόμοι είναι γεμάτοι με ανώνυμες φιγούρες, ένα πλήθος που κινείται πέρα-δώθε σαν μάζα αδιάφορη και αμίλητη.
Στο ταβερνάκι του ανηφορικού δρόμου λίγο αργότερα καθόμαστε απέναντι στο αναμμένο τζάκι. Οι θαμώνες είναι όλοι γνωστοί, τους παρακολουθούμε καθώς ανταλλάσσουν από τραπέζι σε τραπέζι αστεία και πειράγματα, κερνούν κρασιά και τσίπουρα, μιλούν βροντόφωνα και σχεδόν σκεπάζουν τους ήχους των παλιών ρεμπέτικων και σύγχρονων λαϊκών. Μετά, χορτασμένοι από κρασί και μεζεδάκια, θα πάρουν με αβέβαια βήματα το δρόμο για το σπίτι, γελαστοί και ευτυχισμένοι.
Το Καρπενήσι, ωστόσο, δεν είναι πόλη εύκολη, ούτε για τους ντόπιους, πολύ δε περισσότερο για τους ξένους επισκέπτες. Οι περισσότεροι κύριοι δρόμοι είναι επικλινείς, δίνουν στην πόλη μια υψομετρική διαφορά που πλησιάζει τα 150 μέτρα. Τα πεζοδρόμια είναι στενά, σε μερικά βαδίζει ο ένας πίσω από τον άλλον. Οι δρόμοι είναι ιδιαίτερα στενοί, με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα γίνονται στενότεροι, τα τροχοφόρα είναι πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορεί ν’ αντέξει η έκταση και η πυκνή δόμηση της πόλης. Και βέβαια δεν είναι μόνον τα αυτοκίνητα των ντόπιων. Είναι κι αυτά των γύρω οικισμών, μιας και το Καρπενήσι είναι πρωτεύουσα νομού κι είναι ακόμη οι πολυάριθμοι επισκέπτες, που βρίσκουν εδώ έναν ιδανικό προορισμό κυρίως στη διάρκεια του χειμώνα. Αναρωτιέμαι πως διακινούνται όλοι αυτοί Σαββατοκύριακα και αργίες και ιδιαίτερα με χιόνι ή με πάγο. Εμείς, ωστόσο, μετά από μια εξαιρετική εύνοια της τύχης, βρίσκουμε χώρο στάθμευσης ακριβώς μπροστά στο κατάλυμά μας, στο ιστορικό ξενοδοχείο ΕΛΒΕΤΙΑ. Το ονομάζω ιστορικό, γιατί τα τελευταία 40 χρόνια είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την τουριστική ζωή της πόλης. Πρωτοάνοιξε το 1966 από τον Γιώργο Μαντζούφα και τη γυναίκα του Πολυξένη. Είχε αρχικά 22 δωμάτια. Στον Τουριστικό Οδηγό του 1971 αναφέρεται με 42 δωμάτια. «Εκ των ανωτέρω 1 μονόκλινον και 20 δίκλινα είναι με ιδιαίτερο λουτρό και 18 δίκλινα και 3 μονόκλινα άνευ λουτρού».
Στα χρόνια που ακολούθησαν το ξενοδοχείο επεκτάθηκε και ανακαινίστηκε. Σήμερα διαθέτει 72 δωμάτια και 3 σουΐτες με κεντρική θέρμανση, τηλεόραση, ψηφιακή επικοινωνία και 24ωρο room service.
Η κυρία Πηνελόπη Μαντζούφα μας υποδέχεται στις ευρύχωρες αίθουσες των σαλονιών με τα αναμμένα τζάκια και την αρμονική συνύπαρξη της πέτρας και του ξύλου. Γυναίκα ευγενέστατη, αρχοντική, μας κάνει σ’ αυτό το μεγάλο ξενοδοχείο να αισθανόμαστε σαν στο σπίτι μας.
– Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας μη διστάσετε να ζητήσετε, ό,τι χρειαστείτε.
Το μόνο που χρειαζόμαστε είν’ ένας ύπνος, βαθύς και αδιατάρακτος.
ΣΤΟΝ ΛΟΦΟ ΤΟΥ ΑΪ-ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΕΛΟΥΧΙ
Στο φως του πρωινού το Καρπενήσι χάνει μεγάλο μέρος απ’ τον νυχτερινό του ρομαντισμό. Αποκαλύπτει, τη μια μετά την άλλη, τις αρχιτεκτονικές του αδυναμίες, που φέρνουν στο νου μια σύγχρονη Ελληνική πόλη του κάμπου και όχι οικιστικό σύνολο παραδοσιακό και ορεινό. Μόνον σε κάποιες γειτονιές, έξω από το κέντρο, μπορούμε να δούμε ακόμη χαμηλές οικοδομές ή μονοκατοικίες με αυλές, που οι αρχιτεκτονικές γραμμές τους, αν και σύγχρονες, είναι αποδεκτές. Τα παλιά πετρόχτιστα είναι ελάχιστα, σχεδόν εξαφανισμένα μέσα στις πολυώροφες οικοδομές από μπετόν.
Δεν είχε όμως πάντα αυτή την όψη το Καρπενήσι. Τα σπίτια του ήταν χτισμένα με ωραία αρχιτεκτονικά στοιχεία και με πέτρα. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν και αρκετά μεγάλα αρχοντικά. Ο Αύγουστος του 1944 υπήρξε καταλυτικός για την μετέπειτα οικιστική πορεία της πόλης. Συγκεκριμένα από τις 6 έως τις 14 Αυγούστου, οι ηττημένοι Γερμανοί ανατίναξαν και κατέστρεψαν σχεδόν 700 σπίτια, για ν’ αποφύγουν τυχόν επιθέσεις των ανταρτών, κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής αποχώρησής τους από την Ελλάδα. Ο οικοδομικός ιστός του Καρπενησιού ισοπεδώθηκε. Τα χρόνια της φτώχειας που ακολούθησαν, δεν επέστρεψαν στους κατοίκους να επανασυστήσουν το παραδοσιακό πρόσωπο της πόλης, κατέφυγαν σε επιλογές ανάγκης, γρήγορες και οικονομικές και όχι δαπανηρές, όπως είναι το χτίσιμο με πέτρα. Πέρασαν βέβαια 60 χρόνια από τότε και ίσως κάποιοι, περισσότερο εύποροι, θα μπορούσαν στα νέα τους σπίτια να διάσωζαν την παράδοση και να κάνουν πιο γραφικό πρόσωπο της πόλης. Αυτήν, ωστόσο, τη γραφικότητα που λείπει, φροντίζει να την αναπληρώσει η απόσταση. Από μακρυά οι λεπτομέρειες ξεθωριάζουν, προβάλλει κυρίαρχη στη ματιά του παρατηρητή η κορυφαία τοπογραφία της πόλης στην αγκαλιά του Βελουχιού, με το πλέγμα των κόκκινων στεγών κι αυτό το πυκνό σκαρφάλωμα από τα χαμηλά μέρη της κοιλάδας του Καρπενησιώτη ως τα δασωμένα ψηλώματα.
Αυτήν την απρόσμενα ειδυλλιακή όψη της πόλης αγναντεύουμε από την κορυφή του αντικρινού λόφου του Αϊ-Δημήτρη με το ομώνυμο εκκλησάκι. Στο φως του φθινοπωρινού ήλιου το Καρπενήσι δείχνει όμορφο, σχεδόν του συγχωρούμε τις αισθητικές του αδυναμίες. Ο λόφος είναι χαμηλός και ομαλός, μια έξαρση εδάφους σε σχήμα κωνικό, δασωμένη με πουρνάρια, πεύκα και σφενδάμια. Ένας καλός χωματόδρομος οδηγεί μετά από 700 μέτρα στην κορυφή του. Στη διαδρομή συναντάμε ένα συνεργείο του Δασαρχείου Καρπενησίου, που με τα εργαλεία του απομακρύνει πυκνά και ξερά κλαδιά για ν’ αναπνέει το δάσος. Είναι πρόσχαροι άνθρωποι οι δυο Μαρίες και ο Βασίλης, βάζουν μεράκι στη δουλειά τους και καλλωπίζουν το δάσος σαν να επρόκειτο για τον κήπο του σπιτιού τους. Στην επίπεδη κορυφή του λόφου βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου και ξύλινο κιόσκι με πανοραμική θέα σ’ όλο τον ορίζοντα. Απέναντι δεσπόζει το Βελούχι και, μακρύτερα προς το νότο, τυλιγμένες στην καταχνιά, οι κορυφές της Καλιακούδας και Χελιδόνας.
Εκτός όμως από το ωραίο του φυσικό περιβάλλον ο λόφος του Αγ. Δημητρίου έχει και αρχαιολογική σημασία. Στην κορυφή του βρέθηκαν τα υπολείμματα μικρής οχυρής ακρόπολης, απροσδιόριστης χρονολογίας, ενώ κατά τις εκτιμήσεις των ερευνητών ο οικισμός απλωνόταν από τις ΒΔ μέχρι τις ΒΑ πλαγιές του λόφου. Η αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε ποικίλα αντικείμενα, που κατέδειξαν ότι η περιοχή του Καρπενησίου, κατά τον Γ. Εμμανουηλίδη, «κατοικείτο και κατά τους προϊστορικούς και κατά τους αρχαίους χρόνους παραλλήλως προς τας λοιπάς περιοχάς της Στερεάς». Τα αρχαιολογικά ευρήματα στον χώρο που εκτεινόταν ο οικισμός ήταν εντυπωσιακά: 104 όστρακα ιστορικών χρόνων κοινά, 157 μελαμβαφή, 142 πρωτόγονα όστρακα και 363 μικρά αγγεία. Ανάμεσά τους λίθινα εργαλεία από πυρίτη, ένας ευμεγέθης κυκλικός μυλόλιθος, λίθινα όπλα, δυο αιχμές βελών και ένα πελεκόμορφο κατεργασμένο τεμάχιο πρασινωπού πυρίτη.
Τα πυκνά πουρνάρια που καλύπτουν το λόφο δεν μας επιτρέπουν να εντοπίσουμε τα υπολείμματα της αρχαίας οχύρωσης. Η φύση του Καρπενησίου, ωστόσο, χρωματισμένη με τις ασύγκριτες πινελιές του φθινοπώρου, μα προσκαλεί να την γνωρίσουμε. Σε μια περιήγηση χαλαρή, αβίαστη, με σύντροφο ένα γνήσιο φθινοπωρινό καιρό, που ισορροπεί συναρπαστικά ανάμεσα σε διαστήματα λαμπρής ηλιοφάνειας και απειλής βροχής.
Πάνω από το παραδοσιακό ξενοδοχειακό συγκρότητα LA MONTANA κατευθυνόμαστε με ωραίο ασφαλτόδρομο προς το Χιονοδρομικό του Βελουχιού. Σε κάθε στροφή το Καρπενήσι ξεμακραίνει, γίνεται μια κυματοειδής κάτοψη από κόκκινες κεραμοσκεπές. Στη θέση του αστικού περιβάλλοντος αποκαλύπτονται τώρα στα μάτια μας οι εικόνες του βουνού, με ταπεινά κέδρα και πανύψηλα έλατα, πολύχρωμες βαλανιδιές και σφενδάμια, καφετιές φτέρες στο έδαφος. Σε υψόμετρο 1500 περίπου μέτρων οι βαθυπράσινες συγκεντρώσεις της Κεφαλληνιακής Ελάτης αραιώνουν, αρχίζει η χαμηλή υπαλπική βλάστηση, τα σύννεφα πυκνώνουν, στα ανήλιαγα σημεία του δρόμου εμφανίζονται οι πρώτες λευκές κηλίδες από την πρόσφατη χιονόπτωση. Στην τοποθεσία «Ροβόλακα», σε υψόμετρο 1600 μέτρων, σταματάμε. Ένα μονοπάτι ανηφορίζει στην ομαλή πλαγιά και σ’ ένα 5λεπτο μας οδηγεί στο χείλος της … αβύσσου. Μιας αβύσσου με τη μορφή χαράδρας, προικισμένης από τη φύση με ανεπανάληπτη ομορφιά. Το πολυποίκιλο ανάγλυφό της ξεκινάει ακριβώς κάτω από την κορυφή «Σεϊτάνι», που με τα 2.319 της μέτρα είναι η υψηλότερη κορυφή του Βελουχιού.
Η εικόνα που αρχικά κυριαρχεί είναι η κατακόρυφη σχεδόν χοάνη με τα πελώρια συγκροτήματα βράχων, σε χρωματικούς τόνους κοκκινωπούς και σκούρους κεραμιδί. Στα διαστήματα μεταξύ των βράχων παρεμβάλλονται πιο ανοιχτόχρωμες λωρίδες με πετρώματα ασταθή, προϊόν μακροχρόνιας αποσάθρωσης από τη διάβρωση της φύσης, οι περίφημες και πολύ επικίνδυνες «σάρες». Αυτή η αφιλόξενη όψη της χαράδρας έρχονται να μετριάσουν, πολλές δεκάδες μέτρα χαμηλότερα, τα πρώτα έλατα. Σαν ριψοκίνδυνοι αναρριχητές έχουν κάποτε γαντζωθεί και εξακολουθούν να παραμένουν προσκολλημένα στους βράχους, κόντρα σ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες του καιρού. Χαμηλότερα ακόμη τα έλατα γίνονται δάσος, που υγιέστατο και πυκνό συνεχίζει ως τις παρυφές της μακρόστενης κοιλάδας με την οδική αρτηρία από το Καρπενήσι προς Λαμία.
Επικρατεί απόλυτη γαλήνη. Το μόνο που ακούγεται στις εκτεθειμένες ράχες πάνω απ’ τα κεφάλια μας είναι τα σφυρίγματα από τις πνοές του ανέμου, που κατηφορίζει ψυχρός από τα ύψη του βουνού. Ένας άλλος ήχος, γλυκύτατος αυτός, φτάνει από τα κουδουνάκια μικρών ζώων, που βόσκουν στα αθέατα βάθη της χαράδρας. Γοργοκίνητα σύννεφα παρεμβάλλονται κάθε στιγμή ανάμεσα σε μας και στην κορυφή. Οι εικόνες είναι ασύλληπτες, αλλάζουν συνεχώς, μας κρατούν για ώρα πολλή αιχμαλωτισμένους απέναντί τους. Είναι εξαιρετική εύνοια της φύσης να αγναντεύουμε το εκπληκτικό τοπίο μ’ αυτόν τον υπέροχο καιρό στα τέλη του Νοέμβρη. Εξίσου ενδιαφέρουσα όμως είναι και η ολοκλήρωση του οδικού δικτύου ως τα υψίπεδα του Χιονοδρομικού του Βελουχιού.
Το κρύο, λίγο κάτω από τα 2000 μέτρα, είναι αισθητό. Στον απόλυτα εκτεθειμένο αυχένα ο βοριάς είναι ψυχρότατος. Στο βιαστικό πέρασμά τους προς την κορυφή κάποια μολυβένια σύννεφα γεμάτα βροχή, περνούν ανάμεσά μας, μας γεμίζουν με υγρασία. Στους σκιερούς χωμάτινους δρόμους επικρατεί πάγος και παχύ στρώμα χιονιού, ενώ στους φωτισμένους από τον ήλιο μεγάλα κομμάτια είναι λασπωμένα. Δεν υπάρχει ολόγυρα ψυχή. Φαίνεται, πως μ’ αυτή την όψη, δεν προσελκύει κανέναν το βουνό. Σ’ έναν-δυο μήνες όμως το σκηνικό θα έχει αλλάξει εντελώς, εκατοντάδες άτομα θα συνωθούνται για ν’ απολαύσουν το χιόνι στις κατάλευκες πλαγιές.
Μερικές εκατοντάδες μέτρα πίσω από το αριστερό κτίριο στον αυχένα αντικρύζουμε αναπάντεχα μια λιμνούλα. Είναι μια ομβροδεξαμενή με σχήμα κυκλικό και διάμετρο που δεν ξεπερνάει τα 30 μέτρα. Ο λεπτός πάγος στις άκρες έχει λιώσει από τον ήλιο, ολόγυρα ωστόσο το χιόνι παραμένει. Λίγη ώρα πριν το δειλινό εγκαταλείπουμε το γυμνό τοπίο του Βελουχιού. Ο ήλιος έχει χαθεί οριστικά πίσω από μαύρα σύννεφα, αρχίζει ένα λεπτό χιονόνερο, που σίγουρα στην κορυφή είναι χιόνι. Χαμηλότερα στο Καρπενήσι έχει τη μορφή μονότονης βροχής. Η κυρία Πολυξένη μας υποδέχεται στην θαλπωρή του τζακιού μ’ έναν καφέ και μια εξαιρετική χορτόπιτα φτιαγμένη από τα χέρια της, που μόλις έχει βγει από το φούρνο. Είναι το βραδινό μας, ελαφρύ και υγιεινό. Στην υγρή πρωτεύουσα της Ευρυτανίας η κίνηση αραιώνει, μεταφέρεται από τους δρόμους στα καφέ και τις ταβέρνες και, ακόμη αργότερα, στα θορυβώδικα μπαράκια που σφύζουν από τη νεολαία της πόλης.
ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ
Βάζουμε το ξυπνητήρι να χτυπήσει στις 7, είμαστε όμως όρθιοι απ’ τις 6. Έρημο και σκοτεινό το Καρπενήσι, κοιμάται ακόμη. Πολύ πριν κι ο πρώτος πελάτης του ξενοδοχείου εμφανιστεί για πρωινό, γεμίζουμε τα θερμός μας με καφέ και ξεκινάμε μέσα στην νύχτα τις ανηφοριές για το Βελούχι. Έχουμε την κρυφή ελπίδα, ότι θ’ αντικρύσουμε τον ήλιο ν’ ανατέλλει στα ψηλώματα. Λίγη ώρα μετά το αγνάντι μας στη Ροβόλακα είναι στη θέση του, δεν είναι όμως το ίδιο. Πού είναι η κορυφή Σεϊτάνι, που έπαιζε χαριτωμένα με τα σύννεφα; Πού είναι τα κομμάτια του γαλάζιου ουρανού και οι κόκκινοι βράχοι που λαμποκοπούσανε στον ήλιο; Σήμερα τα πάντα είναι κρυμμένα σε αδιαπέραστη καταχνιά, την νιώθουμε σαν στέρεη μάζα ολόγυρά μας, να μας τρυπάει ως το κόκαλο. Το χάραμα είναι παγερό, τα σφύριγμα του ανέμου δυνατότερο, τα γλυκόηχα κουδουνάκια από τα ζώα είναι σιωπηλά. Κουρνιάζουμε πίσω από έναν βράχο με σκούφους και με γάντια, πίνουμε αχνιστό καφέ αναζητώντας ζεστασιά. Περιμένουμε τον ήλιο να βγει να μας γλυκάνει, να φωτίσει την βράχινη πυραμίδα της κορυφής. Μάταια. Τα σύννεφα γίνονται ολοένα πιο πυκνά, απομένει μια γκρίζα καταχνιά που μας στέλνει τις πρώτες σταγόνες της βροχής.
– Δεν λυπάμαι, μου λέει ο Πέτρος στο αυτοκίνητο. Ίσως έχασα μια φωτογραφία που είχα φανταστεί, αλλά μου αρκούν οι εικόνες του βουνού, το κρύο και ο χειμώνας που είχα γύρω μου.
Επιχειρούμε μια τελευταία προσπάθεια, μια ανάβαση ως τα υψίπεδα, μήπως και βγούμε πάνω από τα σύννεφα. Πλήρης απογοήτευση. Βυθιζόμαστε σε ομίχλη αδιαπέραστη με αραιές νιφάδες χιονιού. Οι ξεθωριασμένες λευκές γραμμές στο δρόμο μόλις διακρίνονται, θα έπρεπε να είναι έντονες και κίτρινες. Το Βελούχι σήμερα μας διώχνει, δεν επιμένουμε περισσότερο. Στην κοιλάδα του Καρπενησιώτη ξαναγυρίζουμε στο φθινόπωρο. Παρά την απουσία ηλιακού φωτός τα μουσκεμένα φύλλα λάμπουν και αναδεικνύουν με μοναδικό τρόπο τα χρώματά τους στη βρεγμένη γη και στα κλαδιά των δέντρων. Παντού, όπου κι αν γυρίσουμε τα μάτια μας, αντικρίζουμε αυθεντικές εικόνες φθινοπώρου. Στον βουερό Καρπενησιώτη με τα αιωνόβια πλατάνια. Στα βοσκοτόπια με το υγρό γρασίδι. Στο σκούρο χρώμα της οργωμένης γης. Στις φιλτραρισμένες και απαλές πορτοκαλί αποχρώσεις βαλανιδιών και σφενδαμιών. Κάτω από τα αδιάβροχά μας είμαστε βέβαιοι, πως η σιγανή βροχή είναι αναπόσπαστο τμήμα του όλου σκηνικού, πώς ένας ήλιος λαμπρός στον ουρανό θα αλλοίωνε σε μεγάλο βαθμό αυτή τη γνήσια φθινοπωρινή αίσθηση που είναι κυρίαρχη παντού.
Έρχεται και μας βρίσκει ο Βασίλης Μήτσιος, οδηγός βουνού, εκπαιδευτής ορειβασίας και αναρρίχησης, λάτρης της φύσης και των δραστηριοτήτων της υπαίθρου. Μαζί με την σύζυγό του Αναστασία επέστρεψε το 2001 στην πατρογονική γη και δημιούργησε την “MOUNTAIN ACTION”, που ειδικεύεται σε προγράμματα ορεινών δραστηριοτήτων στις περιοχές του Καρπενησιού και του Παρνασσού.
– Σας προτείνω μια περιήγηση στο πλατανόδασος των Γοργιανάδων, λέει ο Βασίλης. Το μόνο πρόβλημα είναι ο βροχερός καιρός, που θα σας δυσκολέψει την φωτογράφηση.
Έξω από το Καρπενήσι παίρνουμε το δρόμο για την διάσημη Μονή Προυσού και αμέσως μετά βρίσκουμε την πινακίδα για Γοργιανάδες. Πριν από την πλατεία του χωριού συναντάμε ανηφορικό τσιμεντόδρομο, που συνεχίζει ως χωματόδρομος τόσο στενός, που δεν επιτρέπει την διασταύρωση δυο αυτοκινήτων. Η λάσπη του οδοστρώματος και η βροχή δεν μας επιτρέπουν να διανύσουμε με τα πόδια την απόσταση των 1300 μέτρων που μας χωρίζει από την αρχή του πλατανόδασους.
Ο δρόμος τερματίζει σ’ ένα μικρό πλάτωμα. Βγαίνουμε απρόθυμα φορώντας αδιάβροχα. Η μίζερη, ωστόσο, διάθεσή μας εξαφανίζεται στη στιγμή. Τα βήματά μας βυθίζονται απαλά σ’ ένα πολύχρωμο, παχύ στρώμα από μουσκεμένα πλατανόφυλλα. Ανάμεσά τους κυλάει ένα ρυάκι με κρυστάλλινο νερό. Και πάνω απ’ τα κεφάλια μας σχηματίζεται ένας πελώριος θόλος από αναρίθμητα κλαδιά, που κρύβουν σχεδόν τον ουρανό. Κορμοί πλατανιών πανύψηλοι ορθώνονται ο ένας πλάι στον άλλον, πυκνά και άναρχα, όπως τους γέννησε η φύση. Μ’ αυτό τον συνωστισμό και με την αγωνία τους να βρουν «μια θέση στον ήλιο» τα πλατάνια, έχουν γίνει αφύσικα λεπτά και υψηλά, τόσο διαφορετικά από τα μοναχικά που συναντάμε με τους ογκωδέστατους κορμούς.
Ένα στενό μονοπάτι ανηφορίζει με ήπια κλίση πλάι στο ρυάκι. Αδιαφορώντας για τη βροχή που πέφτει ασταμάτητα εισχωρούμε στην υγρή αγκαλιά του πλατανοδάσους των Γοργιανάδων, ένα από τα πιο ειδυλλιακά που έχουμε συναντήσει στην Ελλάδα.
Πιο πάνω τα πλατάνια αραιώνουν, παίρνουν τη θέση τους τα έλατα, δεν πατάμε σε φύλλα αλλά σε λάσπη και σε πέτρες. Οι πολύχρωμες εικόνες έχουν πια γίνει βαθυπράσινες. Η βροχή ολοένα δυναμώνει, μας αναγκάζει να επιστρέψουμε. Θα φτάσουμε μια άλλη φορά ως τον καταρράκτη που μας περιγράφει ο Βασίλης.
Επιστρέφουμε και πάλι προς Προυσό. Στο ύψος του πασίγνωστου και παραδοσιακού οικισμού των Κορυσχάδων ένας χωματόδρομος μας οδηγεί σε δυο λεπτά στην κοίτη του Καρπενησιώτη. Εδώ τα πλατάνια είναι κοντόχοντρα. Ανάμεσά τους διαγράφεται το τόξο ενός πέτρινου γεφυριού, με στέρεα, βαριά κατασκευή και άνοιγμα τόξου που ξεπερνάει τα 10 μέτρα.
– Αν ο καιρός ήταν καλός, λέει ο Βασίλης, θα σας πρότεινα ένα υπέροχο μονοπάτι, παράλληλα με το ποτάμι, που σε λιγότερο από μια ώρα θα μας έφερνε στην τσιμεντένια γέφυρα, έξω απ’ το Κλαυσί.
Σε ελάχιστη απόσταση από τον κεντρικό οδικό άξονα του Προυσού το Κλαυσί, ή Κλαψί κατά τους ντόπιους, είν’ ένα γραφικό χωριό αλλά όχι ιδιαίτερα γνωστό. Η απουσία τουριστικής υποδομής το κρατάει έξω από τους βασικούς προορισμούς της περιοχής. Διατηρεί αρκετά πέτρινα σπίτια, κάποια ταβερνάκια στην πλατεία, που τα βρίσκουμε κλειστά, ενώ ο παλαιοχριστιανικός ναός του Αγ. Λεωνίδη, κλειστός κι αυτός, είναι κτίσμα του 5ου αιώνα, με ψηφιδωτό δάπεδο και στιβαρή τοιχοποιΐα από χρωματιστές ποταμίσιες κροκάλες, κεραμιδάκια και πωρόλιθο.
Από τον ερημικό δρόμο στο ύψος του χωριού αγναντεύουμε χαμηλά την κοιλάδα του Καρπενησιώτη, έναν πολύχρωμο πίνακα με πολύπλοκους απαλούς χρωματισμούς, που κανένας ζωγράφος δεν θα μπορούσε να αποδώσει με τη μαεστρία της φύσης. Στο τελείωμά της προς το νότο η κοιλάδα χάνεται ανάμεσα στις κορυφές της Χελιδώνας, βυθισμένες στην καταχνιά.
Η περιήγησή μας δεν σταματάει στο Κλαυσί. Έξω απ’ το χωριό αλλάζει προσανατολισμό ο δρόμος, κατευθύνεται ανατολικά. Μια άλλη εικόνα, πολύ διαφορετική αλλά εξίσου ωραία αποκαλύπτεται στα μάτια μας. Είναι μια χαράδρα με απότομες πλαγιές, πυκνοδασωμένες με έλατα, κέδρα και πουρνάρια. Η πράσινη όμως αυτή κυριαρχία δεν αποπνέει την παραμικρή μονοτονία. Φρόντισε η φύση να διακοσμήσει τις πλαγιές με εκατοντάδες πινελιές. Είναι τα σφενδάμια κι οι νεαρές βαλανιδιές με χρώματα λαμπρά, κατάσπαρτα παντού. Είναι ακόμα κι η κοίτη του χειμάρρου, αθέατου στα βάθη της χαράδρας κάτω απ’ τα πυκνά φυλλώματα αμέτρητων πλατάνων. Στη στενή κοίτη η ροή του νερού είναι ορμητική και θορυβώδικη, μέσα από κροκάλες αλλά και αρκετά σκουπίδια, που χωρίς ίχνος ευαισθησίας προς το υπέροχο περιβάλλον, έχουν ρίξει κάποιοι ανεγκέφαλοι. Αμέσως μετά διχάζεται ο δρόμος, δεξιά προς Μουζίλο και αριστερά προς Αγ. Ανδρέα. Για σήμερα επιλέγουμε τα ψηλώματα του Αγ. Ανδρέα. Μικρό χωριό, χτισμένο σε υψόμετρο 100 μέτρων στη βουνίσια αγκαλιά. Αρκετά από τα σπίτια είναι πέτρινα μα όλα κλειστά και ερημικά. Έναν μοναδικό άνθρωπο αντικρίζουμε τη στιγμή που διασχίζει την αυλή του. Δεν προλαβαίνουμε ούτε μια καλησπέρα να του πούμε. Χάνεται στο εσωτερικό σαν φευγαλέα σκιά.
Ο καλός δασικός δρόμος ανηφορίζει λασπωμένος, φτάνει σε μερικά λεπτά σε αυχένα μ’ ένα τρίστρατο. Η βροχή έχει σταματήσει από ώρα, η γη ωστόσο εξακολουθεί να είναι υγρή. Βρίσκουμε μερικές τεράστιες ρίζες που εξέχουν απ’ το έδαφος, καθόμαστε πάνω τους και γαληνεύουμε αρκετή ώρα στην απόλυτη ηρεμία του βουνού. Από τις δυο διακλαδώσεις επιλέγουμε την αριστερή, την πιο ανηφορική. Για δυο χιλιόμετρα περίπου ο δρόμος είναι ανώμαλος, πετρώδης, τελείως ακατάλληλος για συμβατικά αυτοκίνητα. Στον κατήφορό του, ωστόσο, γίνεται φιλικός, διασχίζει πυκνό δάσος από έλατα και καταλήγει στις όχθες του Καρπενησιώτη, στην τοποθεσία «Κεφαλόβρυσο». Εδώ βρίσκεται ιχθυοτροφείο πέστροφας. Θα το γνωρίσουμε το επόμενο πρωί.
ΣΤΟ ΙΧΘΥΟΤΡΟΦΕΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΟΥΖΙΛΟ
Ομίχλη πυκνή καλύπτει το Καρπενήσι, ο ορίζοντας έχει κυριολεκτικά εξαφανιστεί. Περιπλανιόμαστε για αρκετή ώρα στην περιοχή του Αγ. Νικολάου με το αδιάφορο – αρχιτεκτονικά – χωριό, το εκτεταμένο καστανόδασος, την Αγία Παρασκευή με πηγή νερού, έλατα και μεγάλες καστανιές. Στην περιοχή της Μυρίκης ακολουθούμε έναν δασικό δρόμο με πανύψηλα έλατα, τυλιγμένα στην ομίχλη. Ύστερα ανηφορίζουμε προς τον Προφήτη Ηλία.
– Αν είμαστε τυχεροί, σε λίγα λεπτά θα βγούμε πάνω από τα σύννεφα, θα καθαρίσει η ομίχλη, παρατηρεί ο Βασίλης.
Επαληθεύεται απόλυτα. Καθώς πλησιάζουμε στο οροπέδιο του Προφητηλία αραιώνει η ομίχλη και ξαφνικά διαλύεται εντελώς. Από υψόμετρο 1250 μέτρων προβάλλει απέναντί μας το Βελούχι, στο βάθος η Καλιακούδα κι η Χελιδώνα, χαμηλά τα σύννεφα που καλύπτουν την κοιλάδα και στροβιλίζονται διαρκώς προς τα ψηλώματα. Είν’ ένα θέαμα ασύλληπτο, σε μια τοποθεσία μαγευτική.
Δεν αντιστέκεται για πολλή ώρα στις ακτίνες του ήλιου η ομίχλη, εγκαταλείπει και την κοιλάδα, το τελευταίο της οχυρό. Η μέρα στο Κεφαλόβρυσο εξελίσσεται ειδυλλιακή, τα νερά του Καρπενησιώτη όμως, μετά τη βροχή, είναι θολά και βουερά. Η υγρασία είναι διάχυτη παντού, η ψύχρα, παρά τον ήλιο, εξακολουθεί διαπεραστική. Από το μικροσκοπικό σπιτάκι του πεστροφοτροφείου εξέχει μια καμινάδα που καπνίζει. Μια μεγάλη ξυλόσομπα καίει δυνατά στο λιτό εσωτερικό. Δίπλα της μια γλυκύτατη κυρούλα σπάζει με τον καρυοθραύστη της καρύδια και τα τοποθετεί σ’ ένα ταψάκι. Την καλημερίζουμε και μας ανταποδίδει πρόσχαρα την καλημέρα μας.
– Ακούσαμε για τις πέστροφές σας κι ήρθαμε να σας γνωρίσουμε.
– Να σας φτιάξω πρώτα ένα καφεδάκι κι ύστερα τα λέμε.
Σε δυο λεπτά τα καφεδάκια είναι έτοιμα.
– Πιείτε και κρύο νερό απ’ την πηγή του Κεφαλόβρυσου, μας παροτρύνει η κυρά-Μαρίκα.
Μπαίνει στο σπιτάκι ο γιος της, ο Γιάννης Αναγνώστου. Μόλις έχει βγάλει από τη δεξαμενή μερικές ωραίες πέστροφες που του έχουν παραγγείλει. Μετά τον καφέ της μητέρας του είναι η σειρά του να μας προσφέρει ένα τσιπουράκι. Τον ρωτάμε και μα απαντάει, μέσα σε λίγα λεπτά αρχίζει να ξετυλίγεται η 40χρονη ιστορία του πεστροφοτροφείου του Κεφαλόβρυσου. Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 όταν ο πατέρας του Γιάννη, ο υλοτόμος μπάρμπα Χρήστος, άκουσε πρώτη φορά να μιλάν για πέστροφες. Του άρεσε η ιδέα, είχε δίπλα του και τα νερά των πηγών, που ανάβλυζαν από τη γη όλο το χρόνο πεντακάθαρα. Καταπιάστηκε λοιπόν με την κυρά-Μαρίκα με πρώτο στόχο να παράγει δικό του γόνο. Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο, η απόκτηση αυτής της τεχνογνωσίας του πήρε χρόνια.
Το αποτέλεσμα όμως τον δικαίωσε. Οι πέστροφές του ήταν άριστης ποιότητας.
– Δύο είναι οι λόγοι, μας εξηγεί ο Γιάννης. Ο πρώτος έχει σχέση με την ποιότητα του νερού. Εδώ βγαίνει από τις διπλανές πηγές, δεν θολώνει από βροχές, όπως συμβαίνει σε ρέματα ή ποτάμια. Ο δεύτερος λόγος είναι η χαμηλή του θερμοκρασία. Οι πέστροφες ζουν στους 6 έως 12 βαθμούς. Εδώ η μέση θερμοκρασία κυμαίνεται από 8,5 έως 9. Έτσι η πέστροφα αργεί να μεγαλώσει. Σ’ ενάμιση χρόνο μόλις φτάνει τα 250 γραμμάρια. Το κρέας της όμως έχει μεγάλη νοστιμιά.
Αφήνουμε τον Γιάννη να μιλάει για τις πέστροφες. Το πάθος του είναι όμοιο με του μπάρμπα-Νίκου, που γνωρίσαμε πριν 9 χρόνια στο Σιδηρόνερο της Δράμας. Η άλλη του αγάπη είναι η μουσική. Όχι μόνον παίζει αλλά και διδάσκει. Το ενδιαφέρον του είναι μεγάλο για το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής.
– Να, πριν πέντε χρόνια σκέφτηκα να εμπλουτίσω με γόνο ένα ποταμάκι στα σύνορα Ευρυτανίας και Καρδίτσας. Έριξα έναν μεγάλο αριθμό, πάνω από 40.000. Το γεγονός μαθεύτηκε γρήγορα στη γύρω περιοχή, άρχισαν να συρρέουν ψαράδες από Τρίκαλα, Ευρυτανία και Καρδίτσα με δίχτυα, δυναμίτες και διάφορα δηλητήρια που σκότωναν τα ψάρια. Αυτό δεν ήταν ψάρεμα. Ήταν απληστία, οικολογική καταστροφή, κάτι αντίστοιχο που γίνεται τα τελευταία χρόνια και στις θάλασσες. Δυστυχώς ο Έλληνας παντού είναι ίδιος. Σε λίγους μήνες δεν υπήρχαν πια πέστροφες στο ποτάμι.
Μένουμε κατάπληκτοι από τον βαθμό της αναισθησίας αλλά και της βλακείας των ανθρώπων. Με συνετή διαχείριση θα γέμιζαν τα ποτάμια της περιοχής με αμέτρητες πέστροφες, πόλο έλξης για ντόπιους και για ξένους.
Αποχαιρετάμε την κυρά-Μαρίκα και τον Γιάννη και συνεχίζουμε προς Κλαυσί. Θαυμάζουμε πάλι, χωρίς βροχή τα εκτυφλωτικά χρώματα της διαδρομής και μετά το χωριό κατευθυνόμαστε δεξιά προς το άγνωστο Μουζίλο. Χτισμένα αμφιθεατρικά σε μια επικλινή βουνοπλαγιά, αγναντεύει το Μουζίλο τις ακτίνες της ανατολής από υψόμετρο 1000 περίπου μέτρων. Τα περισσότερα σπίτια του είν’ από πέτρα, όμορφα χτισμένα με στέγες από τσίγκο ή κεραμίδι. Το παλιότερο μας αποκαλύπτει τη χρονολογία κατασκευής του, ανάγλυφη πάνω σε αγκωνάρι της νότιας όψης του: 1871.
Το εσωτερικό έχει φθορές, σώζεται όμως ακόμη το επιδαπέδιο τζάκι, τα παλιά ντουλάπια, οι τοίχοι από τσατμά. Στο κάτω μέρος του χωριού ανακαλύπτουμε ένα νεότερο, του 1880. Το Σχολείο είναι πετρόχτιστο, του 1936, και αναφέρει το Μουζίλο ως Μουζήλο. Στο κέντρο του χωριού είναι η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, του 1849. Εδώ δίπλα είναι και το καφενείο-ταβερνάκι «Μουζίλο». Η δική του καμινάδα και άλλες δυο καπνίζουν στο χωριό.
Μικρό το μαγαζάκι, καλοβαλμένο, με τζάκι και τοίχους από πέτρα, μεγάλη στρόγγυλη ξυλόσομπα στο κέντρο, που δίνει στο χώρο ζεστασιά. Δυο γυναίκες περνούν την ώρα τους πλάι στη σόμπα.
– Δεν είναι συνηθισμένη σόμπα, λέει η Αθηνά, η νεότερη απ’ τις δυο. Είναι ιδιοκατασκευή, ηλιακός θερμοσίφωνας που μεταμορφώθηκε σε σόμπα.
– Και κάνει τη δουλειά της μια χαρά.
– Ναι, με τα κρύα εδώ μαζευόμαστε και «πρώνουμαστε», λέει η κυρά-Μαρία, η πιο ηλικιωμένη.
– Τι είπατε ότι κάνετε;
– Πρώνουμαστε, πώς να το πω, πυρωνόμαστε, δηλαδή ζεσταινόμαστε από την πυρά.
Λέξη υπέροχη, πρώτη φορά την ακούμε στην Ελλάδα.
– Υπάρχει Αθηνά κάτι να τσιμπήσουμε;
– Καθίστε, κάτι θα βρεθεί.
Από την αντικρινή Μυρίκη η Αθηνά είναι από τα 8 παιδιά της οικογένειας η μικρότερη. Απ’ όλα τα αδέλφια δυο μόνον παραμένουν στην Ελλάδα. Τα υπόλοιπα έμειναν για πάντα στην Αμερική και Αυστραλία.
– Να φανταστείς, ένα αδέρφι μου έχω να το δω 40 χρόνια, λέει η Αθηνά.
Πρώτα φέρνει στο τραπέζι το κρασί. Μπρούσκο, κατάμαυρο, βγαλμένο από τις ποικιλίες «φράουλα», «μαυροκρούνα» και «σκλουπνίχτ».
– Θέλω να πω «σκυλοπνίχτη», εξηγεί. Δεν ξέρω γιατί το λένε έτσι.
Ό, τι μας φέρνει είναι εκπληκτικό. Πρώτα «κατίκι», που η ντόπια του ονομασία είναι «τσαλαφούτι».
Από πρόβειο γάλα που βράζει με αλάτι και στραγγίζει στην «τσαντήλα». Μαζί του φέρνει ψιλοκομμένο λαχανάκι.
– Ειν’ απ’ το χωράφι μας, μόνον με κοπριά, χωρίς λιπάσματα.
Έρχεται τελευταίο λουκάνικο. Από τα καλύτερα που έχουμε φάει ποτέ. Η συντροφιά μεγαλώνει με τον γιο της κυρά-Μαρίας, το Θανάση και τον Γιάννη απ’ το Κλαυσί. Κυλούν οι ώρες του απομεσήμερου αβίαστα, είναι μεγάλη χαρά να συζητάμε μ’ αυτούς τους απλούς, ανεπιτήδευτους ανθρώπους, να μαθαίνουμε λεπτομέρειες της ζωής τους και του τόπου τους. Τους αποχαιρετάμε με το πέσιμο του ήλιου, γεμάτοι μ’ αυτή τη γλυκειά ηρεμία που αισθάνεται κανείς μετά από μια ζεστή ανθρώπινη επαφή…
Χρωστάμε στους καυτούς μας κάτι ακόμα. Μια δοκιμή της πέστροφας της κυρά-Μαρίκας και του Γιάννη. Η νύχτα μας βρίσκει στην ταβέρνα του Κεφαλόβρυσου. Περιποιημένο περιβάλλον, καλή εξυπηρέτηση και πέστροφα ψητή εξαιρετική. Γεύση κορυφαία. Δεν είχαν άδικο οι φίλοι μας.
Βγαίνοντας απ’ την ταβέρνα μας τυλίγει η ομίχλη.
Για ώρα πολλή βαδίζουμε αργά στον χώρο του Κεφαλόβρυσου, στους πλακόστρωτους διαδρόμους, στο θεατράκι, στο γρασίδι, αποτίουμε φόρο τιμής στο μνημείο του Μάρκου Μπότσαρη, που στις 9 Αυγούστου του 1823 έπεσε εδώ μαχόμενος τους Τούρκους.
Η ομίχλη μας ακολουθεί και στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου, μια μάζα αδιαπέραστη, που εξαφανίζει πίσω της τους πανίσχυρους προβολείς στο λόφο του Αγ. Δημητρίου. Το Καρπενήσι μεταμορφώνεται αργά σε μια πόλη ρομαντική, όμορφη, χωρίς τις ατέλειες της μέρας.