Εδώ, στο Ρούβα, λοιπόν βρίσκεται η μεγαλύτερη συστάδα πρίνων στην Ευρώπη. Και μέσα στο ιδιότυπο φαράγγι που κλείνει την κοιλάδα των πρίνων ευδοκιμεί το κ ε φ α λ ά ν θ η ρ ο, μια πανέμορφη και μοναδική στον κόσμο ενδημική ορχιδέα, αλλά και η κρητική δ ρ α κ ο ν τ ι ά, ένα άλλο ενδημικό φυτό με φαρδιά πράσινα φύλλα και κίτρινο στέλεχος. Επίσης εδώ συναντάει κανείς πολλά σφεντάμια, κυπαρίσσια, πεύκα και αζιλάκους (βελανιδιές). Αλλά κυρίαρχο είδος είναι ο π ρ ί ν ο ς.

Στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου, καθηλωμένος στην παλιά αίθουσα του ΚΑΠΗ, στο χωριό Καστέλι Ηρακλείου της Κρήτης, έλεγχα και διασταύρωνα πρόσωπα και πράγματα της εκλογικής διαδικασίας, ματαιώνοντας συνάμα την έξοδο και προσφυγή μου στο συναρπαστικό κρητικό τοπίο.
Τις ώρες που είχα σχόλη κι οι εκλογείς βαριεστημένοι αργοπορούσαν από τα εκλογικά τους καθήκοντα έβγαινα στην αυλή κι έριχνα στα κλεφτά μερικές ευθείες οπτικές βολές στα κορφοβούνια που μ’ ένα εκρηχτικό πανόραμα ξετύλιγαν τις ομορφιές τους μπρος στις κρυφές μου επιθυμίες.
Ο Ψηλορείτης έριχνε βαριά τη σκιά του στα Μεσσαροχώρια αστάροντας με μιαν εκτυφλωτική λάμψη το βιολετί στερέωμα. Η αδημονία να κλείσουν οι κάλπες και να ξημερώσει με το καλό η άλλη μέρα συδαυλίζονταν από την αχόρταγη επιθυμία να διασχίσω εκείνο το δαντελένιο ακρινό κομμάτι του Ψηλορείτη που χαμηλώνει προς τ’ ανατολικά.
Κάποια στιγμή ο πρόεδρος του τοπικού διαμερίσματος που ξεψάχνισε το μυστικό μου πόθο μού πρότεινε την άλλη μέρα να με συνοδεύσει στο μοναδικό υπόγειο φαινόμενο που ακούει στο όνομα Λ α β ύ ρ ι ν θ ο ς και σέρνει πίσω του μιαν ιστορία χιλιάδων ετών.
Την ίδια στιγμή με κατέλαβε η έκπληξη. Δεν ήξερα πως βρισκόμουν σε απόσταση ενάμιση μόλις χιλιόμετρου από την είσοδο του απίστευτου αυτού φυσικού φαινόμενου, με τις υποχθόνιες διαδρομές που χάνονται στα βάθη και τους δαίδαλους της γης.
Με βασάνισε πολύ η επιλογή της άλλης μέρας. Να επισκεφτώ με τον πρόεδρο του Καστελιού τον διάσημο Λαβύρινθο ή ν’ ανηφορίσω για τις πλαγιές του Ψηλορείτη;
Προτίμησα το δεύτερο. Δεν ξέρω αν η επιλογή μου ήταν η σοφότερη…
*
Στο βορειοανατολικό τμήμα του Ψηλορείτη, στην κοιλάδα του Ρούβα, αναπτύσσεται ένα μοναδικό στον κόσμο φυσικό δασικό οικοσύστημα από πρίνους (είδος βελανιδιάς) σχηματίζοντας ένα υπέροχο γεωπάρκο που είναι ταυτόχρονα και καταφύγιο της άγριας ζωής.
Εδώ, στο Ρούβα, λοιπόν βρίσκεται η μεγαλύτερη συστάδα πρίνων στην Ευρώπη. Και μέσα στο ιδιότυπο φαράγγι που κλείνει την κοιλάδα των πρίνων ευδοκιμεί το κ ε φ α λ ά ν θ η ρ ο, μια πανέμορφη και μοναδική στον κόσμο ενδημική ορχιδέα, αλλά και η κρητική δ ρ α κ ο ν τ ι ά, ένα άλλο ενδημικό φυτό με φαρδιά πράσινα φύλλα και κίτρινο στέλεχος.
Επίσης εδώ συναντάει κανείς πολλά σφεντάμια, κυπαρίσσια, πεύκα και αζιλάκους (βελανιδιές). Αλλά κυρίαρχο είδος είναι ο π ρ ί ν ο ς.
Πέρα από τη σπάνια αυτή χλωρίδα, στο δάσος του Ρούβα και στο φαράγγι του Γ ά φ α ρ η, που κατρακυλάει στα πόδια του, ζουν τα τελευταία σμήνη σκάρων (είδος γυπαετού – Gyps Fulvus) και ο κρητικός αγριόγατος, ένα ζώο-φάντασμα, που επίσης πολύ σπάνια μπορεί να συναντήσει κανείς. Αν είναι τυχερός κανείς κι αλαφροπάτητος μπορεί να πέσει απάνω του και να τον αντικρίσει ζουφωμένο σε καμιά φυλλένια κρύπτη.
Eπίσης συναντάει κανείς εδώ μέσα τον περίφημο χρυσαετό, με το τοπικό όνομα βιτσέλα (Aguila Chrysaetus), το λαγουδογέρακο (Bufeo-bufeo), τον γαλαζοκότσυφα, την καλογιαννού και τον άρκαλο (ασβό). Πάνω στα δέντρα ακούει κανείς σπίνους και σγαρδέλια (καρδερίνες). Mα και γύρω του ευωδιάζει ένα πλήθος από άγρια θάμνα, λαδανιές και θυμάρια.
Το δάσος του Ρούβα είναι με άλλα λόγια ένα μοναδικό και σπάνιο οικοσύστημα, ένα αισθητικό δάσος που έχει ανακηρυχτεί μνημείο της φύσης από το 1966.
*
Ξεκίνησα το πρωϊ για τη Γέργερη, μιαν όμορφη ορεινή κωμόπολη, που βρίσκεται στα ανατολικά κράσπεδα του Ψηλορείτη και στεφανώνει το ορεινό γυμνό σύμπλεγμα του γιγαντιαίου βουνού.
Οπως σε όλες τις ελληνίδες πόλεις, έτσι κι εδώ, όταν μπεις σε μια απ’ αυτές, δεν ξέρεις από πού να βγεις. Παρότι είχα ξαναπεράσει από τη “Ζέρζερη”, (όπως την προφέρουν οι ντόπιοι), δε θυμόμουν πού ήταν ο μίτος της εξόδου, για να ξεχυθώ στο βουνό. Σε ορισμένες στροφές υπήρχαν βέβαια πινακίδες που σε έμπαζαν στο οικοθαύμα του Ρούβα, αλλά αν προχωρούσες στα στενά της Γέργερης, έμενες καθηλωμένος στους μαχαλάδες και τις ρούγες της κι η έξοδος για το Ρούβα έμοιαζε με λαβύρινθο.
Σε χίλια περίπου μέτρα από την έξοδο, όπου μια τεράστια δεξαμενή, μια μεγάλη στροφή κύκλωνε την κωμόπολη από τα βόρεια κι άρχιζε το δράμα του ορεινού μεγαλείου. Της κρητικής ενδοχώρας εννοείται. Το δράμα, βέβαια, με την αριστοτελική έννοια.
Γρήγορα αποκαλύφτηκε η λαδένια πεδιάδα της Μεσσαράς, το κυκλαμινί στεφάνι του λιβυκού κι ο λαβύρινθος του Ψηλορείτη. Κερδίζοντας μέτρα η δεντρώδης κάλυψη του βουνού εξαφανίζονταν και στη θέση της χύνονταν σαρωτικά τα μαβιά πετρώματα του ασβεστόλιθου. Η άσφαλτος τελείωσε ύστερα από οκτώ χιλιόμετρα από τη Γέργερη, στα 1300 μέτρα υψόμετρο, παραχωρώντας τη θέση της σε ένα ομαλό χωματόδρομο, που διείσδυε φαρδύς και φρεσκοανοιγμένος ως το μεγάλο διάσελο, όπου ξεπρόβαλε κι ένα μνημείο. Εκεί διχάλωνε ο βασικός άξονας, κι ένας ηπιότερος και πολύ στενός δρομάκος άρχιζε τις κορδέλες και τα μπασίματα στην κοιλάδα του Ρούβα.
Κάποιοι εργάτες σκαρφαλωμένοι στη στέγη ενός κυκλικού πελώριου χτίσματος τοποθετούσαν τις τελευταίες πλάκες, για να τελέψει ένα έργο λιθόχτιστο και πανοραμικό, στην οροφή του διάσελου.
Ο κατήφορος ήταν αρκετά ριψοκίνδυνος. Η στενότητα του δρόμου, οι απότομες και κλειστές στροφές, καθώς κι η εμφάνιση των πανέμορφων και λυγερών πρίνων απασχολούσαν το ενδιαφέρον και ταλάνιζαν το βλέμμα μου.
Οδήγησα έτσι ανάμεσα από θεόρατα πουρνάρια και πολύκλαδες βελανιδιές σε μια κατηφόρα όχι και πολύ ευέλικτη ωσότου εισέλθω για τα καλά στο θαύμα της εκτεταμένης δρυοκοιλάδας.
Από απέναντι υψώνουνταν λαχταριστές κορυφές του Ψηλορείτη, το Κουδούνι (1857 μέτρα), η Χαλασοκεφάλα (1917 μέτρα) κι ανάμεσά τους, σφηνωμένος στο βάθος, ο Σκίνακας (1.750 μέτρα), με το περίφημο Αστεροσκοπείο της Κρήτης, ενώ βαθιά στο κοιλαδωτό λιβάδι του Αϊ-Γιάννη ξεχώριζε μια πυκνή πλατανοστοιχία που οριοθετούσε το θαυμάσιο δάσος του Ρούβα.
Πλησίασα με σβηστή τη μηχανή μην και ταράξω τον πανήσυχο ύπνο του πρινόδασου.
Ένα πέτρινο ξωκλήσι ξεχώριζε στο κέντρο του λιβαδιού κι ένα χτίσμα που χρησιμεύει για καταφύγιο ορθώθηκε απέναντί του.
Στάθμευσα σε ένα ξέφωτο και βγήκα στον αίθριο παράδεισο που ακούει στο όνομα “Ρούβας”. Σε ένα στέκι πλάϊ από το καταφύγιο, ένα νεότευκτο συμπαγές και ολοπέτρινο κτίσμα ξεκουράζονταν ένα ζευγάρι μεσήλικων Αυστριακών. Τους πλησίασα πριν να περιοδεύσει το πλανεμένο βλέμμα μου στο ανήσυχο περιβάλλον και βυθιστεί στα πλούτη και τα ελέη της ολοζώντανης περιχώρας.
Ηταν κι αυτοί αμίλητοι κι ενεοί, που λέει ο λόγος και με ενημέρωσαν πως μόλις είχαν αφιχθεί, ανεβαίνοντας το φαράγγι του Γάφαρη (ή Αγίου Ιωάννη, όπως το ξέρουν οι περισσότεροι), ερχόμενοι από τη λίμνη του Βότομου. Είχαν διανύσει μιαν απόσταση πεντέμιση χιλιομέτρων σε διάρκεια δυόμιση ωρών. Και ήταν έτοιμοι να επιστρέψουν. Από τον ίδιο δρόμο φυσικά.
Τους χαιρέτησα, κι εκείνοι, βιαστικοί, για να προλάβουν τη μέρα, κατηφόρισαν μέσα στο πραϋντικό δάσος, το χαϊδεμένο από τους πρίνους, τα πλατάνια και τις σφενταμιές.
Υστερα μπήκα στο ναϋδριο και βγαίνοντας στριφογύρισα στον περιβάλλοντα χώρο. Ο ναός του Αϊ-Γιάννη ήταν μεν παλιός, αλλά είχε φρεσκοχτιστεί. Απέξω βρίσκεται στημένο ένα μνημείο, αφιερωμένο στη μνήμη του αγωνιστή Γιώργου Πενθερουδάκη (Τσάκαλου), που έπεσε εδώ στο δάσος του Ρούβα, το 1890, ύστερα από μιαν άνιση συμπλοκή των Οθωμανών με τους φευγάτους Κρητικούς που ζούσαν ελεύθεροι πολιορκημένοι στα ορθολίθια και τις βαθιές δασωμένες κρύπτες του Ψηλορείτη.
Και στην απέναντι μεριά είχε στηθεί μια κατατοπιστική πινακίδα του δασαρχείου που ενημέρωνε τους πεζοπόρους και τους επισκέπτες για τη μοναδικότητα και την πρωτοτυπία του δάσους, του φαραγγιού και της κοιλάδας του Αϊ-Γιάννη.
*
Για νάρθει κανείς ως εδώ πρέπει ή να πεζοπορήσει μες από το φαράγγι, ξεκινώντας από το βόρειο σημείο της τεχνητής λίμνης του Βότομου, στην οποία τερματίζει η ασφάλτινη διαδρομή Μοιρών – Ζαρού, ή να κατευθυνθεί με αυτοκίνητο προς Γέργερη κι από κει να ανεβεί ως τους “Γεργιανούς Δέτες” τον αυχένα του Ρούβα, στη συμβολή των κορυφών Αμπελάκια και Γυριστή κι ύστερα με χωματόδρομο να κατέβει ως τη θέση του Αϊ-Γιάννη, από όπου μπορεί να κατηφορίσει διασχίζοντας το φαράγγι του Γάφαρη.
Εμείς κατευθυνθήκαμε οδικά από τη Γέργερη μέχρι το εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη κι από κει προγραμματίσαμε την κάθοδο προς το φαράγγι και την έξοδο στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, με επιστροφή στο δάσος του Ρούβα.
Κάτω από το ξωκκλήσι του Αϊ-Γιάννη ξεδιπλώνεται ένα πανέμορφο και ειδυλλιακό τοπίο, πνιγμένο στα πλατανόσκια, τους ρυακισμούς της χαράδρας και την δαιμονισμένη φύση που περιβάλλει σαν με θεϊκό χέρι το ευλογημένο δάσος.
Τα στέκια κι οι χώροι αναψυχής σοφά δομημένα δεν σε αφήνουν να φύγεις απεδώ. Ωστόσο πρέπει ν’ αναχωρήσουμε. Παίρνουμε το μεσιανό ρεματάκι που κυλάει στον πυρήνα του δάσους. Μας οδηγεί ανέξοδα ένα μονοπάτι που περνάει πότε δεξιά και πότε αριστερά από το ρεματάκι. Οι πρίνοι, τα σφεντάμια κι οι πλατανόριζες μας συντροφεύουν στο αέναο και μετάξινο αυτό δρομολόγιο της αυθεντικής ζωής.
Διασχίζουμε μιαν απόσταση πεντακοσίων μέτρων, σε αυτή την κλίμακα των αξιών, μέχρι να προσεγγίσουμε την απαρχή του φαραγγιού.
Η πρώτη εντύπωση που μάς δημιουργεί μερικές, απαξιωτικές για τον τόπο μας, – για το Πήλιο θέλω να πω -, σκέψεις συγκρισιμότητας, έχει να κάνει με την κατάσταση και την κατασκευή του μονοπατιού. .
Τέτοιο καλόχτιστο, γραφικό και προβλέψιμο μονοπάτι ίσως να μην υπάρχει σε ολόκληρη τη χώρα. Τι όμως έχει και είναι ιδιαίτερο και αισθητικά αρτιωμένο ετούτο το καταπληχτικό οδοιπορικό;
Πρώτα απ’ όλα είναι μελετημένο στις πατωσιές του. Δεν κινδυνεύεις να εκτραπείς από την πορεία σου. Δεύτερο, έχουν λειανθεί τα επικίνδυνα σημεία του. Τρίτο, υπάρχουν σημεία αντιστήριξης κι ένα μόνιμο ξυλόφραχτο από τη μεριά του γκρεμού που αποστειρώνει το φόβο και τον κίνδυνο. Και τέλος είναι φαρδύ και σίγουρο για τους πεζοπόρους και τους επισκέπτες.
Πέρα από όλα αυτά, τα μικρά και σημαντικά πλεονεκτήματα, διαθέτει στα δύσκολα περάσματα ξυλογέφυρες, αντιλαβές και οριζόντες ξύλινες ραβδώσεις για την αποφυγή διολισθήσεων. Μ’ άλλα λόγια είναι ένα προκλητικό κι ευχάριστο μονοπάτι, που σε προδιαθέτει να το ρουφήξεις περπατώντας το ολόκληρο και δίχως ενδοιαστικές αναστολές ή μοιρολατρικούς σκεπτικισμούς.
*
Στα πεντακόσια μέτρα λοιπόν από το ξεκίνημα της κατάβασης αρχίζει να σχηματίζεται το φαράγγι στενεύοντας τα βράχια και καταπίνοντας σε χοάνες την ποσότητα των νερών. Από εδώ και πέρα γεννιέται η μοναδική και υπέροχη χλωρίδα των αγριολούλουδων, που δίνουν μια συναρπαστική νότα στην πορεία των περιπατητών. Τα βράχια υψώνονται εντυπωσιακά, στέλνοντας θεϊκά μηνύματα από τις απότομες ορθοπλαγιές και στριφογυρίζοντας με μιαν ευλυγισία το σώμα τους που μοιάζουν με χορεύτριες, που λικνίζουν το ανάερο κορμί τους.
Κι ενώ βυθίζεσαι μέσα στο ονειρικό κι εδεμικό τούτο κομμάτι του κρητικού παραδείσου, που έρχεται από έναν άλλο κόσμο και κοσμεί την έννοια του γνήσιου δασικού πλούτου, ούτε στιγμή δε χάνεις την επαφή σου με τη γη, τις αυθεντικές στιγμές της και τα ονειροβατήματα του μονοπατιού.
Μιάμιση ώρα κρατάει ο γύρος κι η αέναη κατάβαση στο εξόδιο τμήμα του παραδείσου. Υστερα βγαίνεις από τις δαγκάνες των βράχινων τοιχωμάτων, που μοιάζουν με κόκκινες σπάλες κι αερίζεσαι στην αύρα του οροπέδιου του Ζαρού.
Συνάμα πέφτουμε πάνω στα ιδιότροπα πετρώματα των Νουμμουλιτών, τους θαλάσσιους ετούτους απολιθωμένους οργανισμούς, που είναι προσκολλημένοι στα εξόδια βράχια του φαραγγιού.
Το μονοπάτι ξετυλίγει το σάρκινο σώμα του μ’ ένα αποτύπωμα λευκό και φιδίσιο, παρεκκλίνει στη μονή του Αγίου Νικολάου και ξανάρχεται να αποτιμήσει για τελευταία φορά το βύθισμα του φαραγγιού σε μια στενωπό που σε βγάζει αλώβητο στο πάνω μέρος της λίμνης του Βότομου.
Η τεχνητή αυτή λίμνη που υδροδοτεί και τις περίφημες πηγές του Ζαρού έχει μιαν ομορφιά ασύγκριτη και σε καθελκύει σε ονειρικές ενατενίσεις κι αποτυπώματα, που σπάνια συναντάς σε άλλο σημείο της ελληνικής ενδοχώρας.
Επιστρέφουμε όμως γιατί ο χρόνος είναι τύραννος κι η ζωή μας ένα από τα μεγάλα θύματά του…
Ξαναπερνάμε από τη μονή του Αϊ-Νικόλα και γνωρίζουμε ένα θαλερό καλόγερο, εκατόν δύο χρόνων να λιάζεται στο προαύλειο του κελλιού του. Μια γεροντική φυσιογνωμία αμίλητη, πονεμένη κι ωστόσο σοφή και αλύγιστη.
Γυρίζουμε στο γραφικό μονοπάτι, για ν’ αρχίσει η ανάβαση στο φαράγγι, με την ελπίδα ν’ αφουγγραστούμε τον αγριόγατο, που τέτοιαν ώρα το δειλινό ξεπορτίζει από τα λημέρια του.
Δεν είμαστε τυχεροί να τον δούμε. Αντίθετα, σε μια στάση, κάτω από ένα πέτρινο κιόσκι, διακρίνω μια ελάχιστη πνοή από το μικροσκοπικό κ ε φ α λ ά ν θ η ρ ο, που κι αυτό είναι σπάνιο και δυσεύρετο. Σκύβω να το φωτογραφίσω κι όλος ο κόσμος εκείνη την ώρα νομίζω πως συγκεντρώνεται σε τούτο το θαλερό και πανέμορφο λουλουδάκι που ασπίλωτο και ολάνθιστο, βγάζει την αιώνια κραυγή της ζωής, από το ταπεινό τούτο μετερίζι…
Η ανηφόρα διαρκεί μιάμιση ώρα. Είναι τόσο όμορφη ετούτη η ανάβαση, μέσα στο ασύγκριτο περιβάλλον του φαραγγιού, όπως είναι διαφυλαγμένο και μελετημένα διαταγμένο στην εσοχή και κόψη του που καμία σκέψη για ξεκούραση δεν αναστέλλει την ολοκλήρωση της διαδρομής.