Η ταυτότητα της Ηλείας είναι δισυπόστατη: παγκόσμια φημισμένο το πεδινό τμήμα του νομού με τη διάσημη Αρχαία Ολυμπία και ελάχιστα γνωστό το ορεινό με τις υποτυπώδεις τουριστικές του υποδοχές. Αυτός ωστόσο ο τόπος, που σε μεγάλο βαθμό παραμένει αγνός και αυθεντικός, και βλέπει να περνούν από δίπλα του τα καραβάνια των τουριστών χωρίς να τον αγγίζουν, είναι προικισμένος από τη φύση με σπάνια ομορφιά και με το ωραιότερο δρυοδάσος της Ελλάδας: το Δάσος της Φολόης.

Η ταυτότητα της Ηλείας είναι δισυπόστατη: παγκόσμια φημισμένο το πεδινό τμήμα του νομού με τη διάσημη Αρχαία Ολυμπία και ελάχιστα γνωστό το ορεινό με τις υποτυπώδεις τουριστικές του υποδοχές. Αυτός ωστόσο ο τόπος, που σε μεγάλο βαθμό παραμένει αγνός και αυθεντικός, και βλέπει να περνούν από δίπλα του τα καραβάνια των τουριστών χωρίς να τον αγγίζουν, είναι προικισμένος από τη φύση με σπάνια ομορφιά και με το ωραιότερο δρυοδάσος της Ελλάδας: το Δάσος της Φολόης.
ΑΓΡΟΚΤΗΜΑ «ΚΑΜΠΟΣ ΝΕΡΑΪΔΑΣ»
Θα μπορούσε ν’ αποτελεί τίτλο ποιήματος ή ρομαντικού μυθιστορήματος. Δεν είναι τίποτε απ’ αυτά. Ο «Κάμπος Νεράιδας» είναι ένα αγρόκτημα στην πεδινή έκταση του οικισμού «Νεράιδα», του Δήμου Φολόης στην Ηλεία. Αυτό το αγρόκτημα ωστόσο έχει κάποια χαρακτηριστικά που θυμίζουν νεραϊδότοπο, που δικαιώνουν και εννοιολογικά την ονομασία του. Είναι ο ασίγαστος ήχος των νερών του Ενιπέα, είναι το θρόισμα του ανέμου στα φύλλα από τις λεύκες, είναι ολημερίς οι φωνούλες των πουλιών, τη νύχτα τα τριζόνια και οι γρύλλοι, το χάραμα η μακρινή λαλιά ενός κόκορα. Θα μπορούσε να είναι η κατοικία νεράιδας. Στα τέσσερα ωστόσο πέτρινα σπιτάκια του μπορούν να διαμένουν, όσοι τυχεροί το ανακαλύψουν.
Είμαστε, στις αρχές του Οκτώβρη, απ’ αυτούς τους τυχερούς. Σε μια εποχή ήρεμη, γλυκειά, χωρίς τα βίαια ξεσπάσματα της φύσης. Μια εποχή, που με τον ήλιο της μέρας θυμίζει καλοκαίρι, ενώ τη νύχτα και το χάραμα, με την υγρασία και την ψύχρα, δεν διαφέρει πολύ από χειμώνα.
Φτάνουμε αργά το απόγευμα, στο φως του δειλινού. Έχει προηγηθεί η γνωστή πολύωρη διαδρομή από Λαμία, Μπράλλο, Γαλαξίδι, Ναύπακτο. Στο Αντίρριο μας κόβεται η ανάσα. Βρισκόμαστε μπροστά στο σημαντικότερο αλλά και ωραιότερο τεχνολογικό επίτευγμα στην ιστορία της νεώτερης Ελλάδας: την Γέφυρα που ενώνει το Αντίρριο με το Ρίο, τη μαγική αυτή καμπύλη, που ορθώνεται με απαράμιλλη χάρη και στιβαρότητα πάνω από τα νερά του στενότερου σημείου του Κορινθιακού κόλπου και φέρνει όσο ποτέ άλλοτε κοντά Στερεά και Πελοπόννησο. Δέος και θαυμασμός! Αυτά είναι τα συναισθήματα που μας διακατέχουν στο δίλεπτο σχεδόν της «χαμηλής μας πτήσης», μερικές δεκάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ύστερα τα πάντα ξαναγίνονται συνηθισμένα και κοινά, η έξαρση κρατάει ελάχιστα. Πριν από τον Πύργο λοξοδρομούμε για την Αρχαία Ολυμπία και στο ύψος της Βαρβάσαινας στρίβουμε αριστερά προς το εσωτερικό, στην κωμόπολη Λατζόι. Σε δύο χιλιόμετρα εμφανίζεται το γεφύρι του Ενιπέα, κατευθυνόμαστε αριστερά προς τη Νεράιδα. Οι συνωστισμένοι δρόμοι με τις ποικίλες κακοτοπιές τους είναι ήδη παρελθόν. Πλάι στη γαλήνια ροή των διάφανων νερών του Ενιπέα έχουμε την εντύπωση, πως κινούμαστε μόνον εμείς.
Το τοπίο σταδιακά αλλάζει. Η κοιλάδα αποκτάει μια όψη γοητευτική, με κυπαρίσσια και με πεύκα, αμπελάκια, ελαιώνες και παραποτάμια βλάστηση, βράχους πελώριους και ολόρθους στις κορυφές λοφοπλαγιών. Σμιλεμένοι από το παντοδύναμο χέρι της Φύσης στους αιώνες, φέρουν στις κάθετες επιφάνειές τους πολύπλοκα σκαλίσματα, που θυμίζουν περίτεχνο αρχαίο ανάγλυφο. Στους πρόποδες ενός τέτοιου γιγάντιου «Μετέωρου» απλώνονται νωχελικά, παράλληλα με τη ροή του Ενιπέα, τα 38 στρέμματα του αγροκτήματος «Κάμπος Νεράιδας». Μας υποδέχεται η κυρία Ελένη Βουρλούμη, με τη θερμότητα και διαχυτικότητα φίλης απ’ τα παλιά.
Γεννημένη στη Νεράιδα και χορτασμένη από τη ζωή στις μεγάλες πόλεις, έχει βρει τα δύο τελευταία χρόνια η Ελένη απάνεμο αραξοβόλι στα αγαπημένα εδάφη της πατρώας γης. Γύρω από το μικρό και παμπάλαιο σπιτάκι του αγροκτήματος πρόσθεσε τέσσερα ακόμη ανεξάρτητα σπιτάκια, καθένα με το νοικοκυριό του και το τζάκι του, έτσι που ο επισκέπτης έχει την αίσθηση ότι ζει στο δικό του αγροτόσπιτο.
Πολύτιμο βοηθό και συμπαραστάτη στο έργο της έχει βρει η Ελένη στην παρουσία του Δημήτρη, ανθρώπου συμπαθέστατου, που μετά από μακρόχρονη καριέρα ως μουσικός στην κοσμοπλημμύρα της Αθήνας, πήρε την απόφαση να γίνει αναχωρητής και να γαληνέψει. Χαϊδεμένες απ’ τα πολύπειρα δάχτυλά του οι χορδές της κιθάρας, συνθέτουν τραγούδια παλιά και αγαπημένα, καντάδες ρομαντικές και αξέχαστες, που τραγουδούμε όλοι ως αργά, με όλη τη δύναμη της φωνής μας, χωρίς τον φόβο να ενοχλήσουμε τον γείτονα.
ΣΤΗΝ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ ΓΥΡΩ ΠΕΡΙΟΧΗ
Παρά το πολύωρο ταξίδι της προηγουμένης και τα κρασάκια ως αργά, ξυπνάω από τις 5. Ίσως η υποσυνείδητη επιθυμία μου να γνωρίσω την περιοχή είναι ισχυρότερη από την φυσική μου κόπωση. Σε λίγα λεπτά βρίσκομαι έξω απ’ το σπιτάκι και, μ’ ένα φλιτζάνι αχνιστό καφέ στο χέρι, παρατηρώ τους γνωστούς και άγνωστούς μου αστερισμούς, που κρέμονται κυριολεκτικά πάνω απ’ το κεφάλι μου. Σ’ αυτήν την παράξενη ώρα, που ταλαντεύεται διστακτικά ανάμεσα στη μέρα και στη νύχτα, δεν είμαι μόνος. Πλησιάζει δίπλα μου κουνώντας την ουρά της η Λήδα, ένας ποιμενικός Καυκάσου γιγαντιαίων διαστάσεων. Η χαριτωμένη μουσούδα της Λήδας σε συνδυασμό με την διακριτική και φιλικότατη συμπεριφορά της, την κάνουν από την πρώτη στιγμή εξαιρετικά συμπαθητική. Δυστυχώς την ώρα αυτή δεν έχω κάτι να της δώσω, ως ανταμοιβή για τη συντροφιά της.
Τα άστρα χάνουν σταδιακά τη λάμψη τους και σβήνουν, τα χρώματα του ουρανού ξανοίγουν, οι γρύλλοι σιωπούν, την ορχήστρα αναλαμβάνουν τα πουλιά. Με τη συντροφιά της Λήδας, που ακολουθεί τα βήματά μου, ξεκινάω μια μικρή περιήγηση στο κτήμα. Πρώτα στην κοίτη του πεντακάθαρου Ενιπέα, 60-70 μέτρα προς τα νότια, ύστερα στην ωραία συστάδα με τις λεύκες, στον νεαρό ελαιώνα, στις γέρικες ελιές που είναι διάσπαρτες σ’ όλο το κτήμα και φορτωμένες με καρπό, στον μικρό λαχανόκηπο, που εξακολουθεί να διατηρεί μερικές ντομάτες, πιπεριές και αγγουράκια.
– Το περιβολάκι θα εμπλουτιστεί με πολύ περισσότερα είδη, λέει ο Δημήτρης, ώστε σε κάποια απ’ αυτά να είμαστε αυτάρκεις.
Παντού, σ’ όλη την καταπράσινη επιφάνεια του κτήματος, φυτρώνουν αναρίθμητα ολόφρεσκα ραδίκια, τόσο αγαπητά και τόσο δυσεύρετα από τον άνθρωπο της πόλης. Δεν μπορώ να αντισταθώ και μαζεύω μερικά, για μια υγιεινή και νόστιμη σαλάτα.
Στις 8 ακριβώς ένα λαμπρό φως προς τα βόρεια κινεί την προσοχή μου. Είναι οι πρώτες ακτίνες του ήλιου, που έχει μόλις φανεί από τους αντικρινούς λόφους και φωτίζει τους θεαματικούς βράχους του «Μετέωρου», ψηλά πάνω από το κτήμα. Είναι η καλύτερη ώρα για ν’ αρχίσουμε την περιήγησή μας. Παίρνουμε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο προς τη Νεράιδα και, 350 μ. από την είσοδο του κτήματος, συναντάμε έναν χωματόδρομο, που με πολύ έντονες κλίσεις, ανηφορίζει προς το Μετέωρο. Είναι δύσβατος και κατάλληλος μόνον για αυτοκίνητα που διαθέτουν τετρακίνηση. Δεν παύει όμως να είναι μια θαυμάσια πεζοπορική διαδρομή. Για όσο διάστημα ανηφορίζουμε, δεν υποψιαζόμαστε το τοπίο που θ’ αντικρύσουμε. Ένα χιλιόμετρο μετά φτάνουμε σε οροπέδιο. Μια εκπληκτική φυσική χοάνη ανοίγεται μπροστά μας με μικρούς ελαιώνες, ρεματιές και χαραδρώσεις, ανάμεσά τους διάσπαρτους λοφίσκους, που δημιουργούν ένα ανάγλυφο συναρπαστικό και πολυποίκιλο. Στο τέλος της χοάνης ορθώνεται ένα αδιαπέραστο φυσικό τείχος με θεαματικούς βράχους, όμοιους με του «Μετέκρου». Όλη η έκταση είναι καταπράσινη, καλυμμένη με κουμαριές, ρείκια, θάμνους και αναρίθμητα νεαρά πευκάκια. Το είδος αυτό της βλάστησης δεν είναι τυχαίο. Προέκυψε μετά την τεράστια φωτιά, που το καλοκαίρι του 1998 κατέκαψε το μεγαλύτερο ορεινό τμήμα του νομού Ηλίας και ένα τμήμα της γειτονικής ορεινής Αρκαδίας. Ήταν μια από τις καταστροφικότερες φωτιές που συνέβησαν ποτέ στην Ελληνική επικράτεια, αφού αφάνισε συνολικά 186.000 στρέμματα (!), κυρίως πευκοδάσους. 6 χρόνια μετά τα ίχνη της φωτιάς διατηρούνται ακόμα σε κάποιους μαυρισμένους κορμούς, όρθιους ή πεσμένους. Ελάχιστα από εκείνα τα μεγαλόπρεπα πεύκα διασώθηκαν και υψώνονται παράξενα ανάμεσα στην συνολική χαμηλή βλάστηση είτε μεμονωμένα είτε σε μικρές διάσπαρτες συστάδες. Ευτυχώς, η δυναμική φύση της Ηλείας με την εξαιρετική αναγεννητική της ικανότητα, άρχισε γρήγορα να επουλώνει τις πληγές της. ωστόσο, παρά το αισιόδοξο θέαμα των νεαρών καταπράσινων επιφανειών, είναι πολύ αμφίβολο αν ποτέ θα αναβιώσει το μεγαλόπρεπο δάσος των αιωνόβιων πεύκων, που κάποτε έριχναν πλούσια τη σκιά τους στα εδάφη της Ηλείας.
Κατηφορίζουμε προς το λεκανοπέδιο και μετά από λίγο διασχίζουμε ρυάκι με πλατάνια. 3,3 χλμ. μετά την άσφαλτο ο δρόμος τερματίζει σ’ ένα μικρό ωραιότατο οροπέδιο. Ολοκληρώνουμε έτσι αυτή την θαυμάσια περιήγηση πάνω από το κτήμα, που την προτείνουμε ανεπιφύλακτα ως διαδρομή, είτε με 4Χ4 είτε με τα πόδια.
Μια ομελέτα με ολόφρεσκα αυγά και εξαιρετικό τυρί από την κοντινή φάρμα μας περιμένουν στην επιστροφή μας. Ακολουθεί μαρμελάδα ροδάκινο φτιαγμένη απ’ την Ελένη και αγνό μέλι της περιοχής. Με τον γεωπόνο Φάνη Τσαπικούνη, που λίγες μέρες πριν μας είχε μιλήσει θερμά για το αγρόκτημα, ξεκινάμε να γνωρίσουμε την ευρύτερη περιοχή. Στα 3 χιλιόμετρα συναντάμε αρχικά τον ημιορεινό οικισμό Νεράιδα, που, αν είχε προσεχθεί λίγο περισσότερο η αρχιτεκτονική των νέων κατοικιών, θα ήταν γραφικότατος. Διασχίζουμε τον στενό δρόμο του χωριού και κατευθυνόμαστε προς Μηλιές. Κινούμαστε ήδη παράλληλα με την κοίτη του Ενιπέα, που στο σημείο αυτό σχηματίζει ρεματιά αθέατη σχεδόν μες τα πυκνά πλατάνια. Ενάμιση χιλιόμετρο μετά διακρίνεται στην αντικρινή όχθη ένα ογκώδες κτίριο. Είναι ο παλιός νερόμυλος του Ψαρού, που έχει αναστηλωθεί και διατηρεί τις μεγάλες μυλόπετρες καθώς και τη βαρειά πέτρινη τοιχοποιία του. Ίσως με τις κατάλληλες μετατροπές θα μπορούσε να στεγάσει έναν πρωτότυπο ξενώνα σε φυσικό περιβάλλον παραδεισένιο, με μόνιμο ήχο τη ροή του ποταμού.
Μετά από λίγο συναντάμε την κοίτη του Ενιπέα, που διασχίζει κάθετα τον δρόμο. Την εποχή αυτή με το λιγοστό νερό η διέλευση της στενής κοίτης είναι εύκολη, προφανώς όμως δεν θα ισχύει το ίδιο κατά τη διάρκεια των χειμερινών ή πρώτων ανοιξιάτικων μηνών. Ένα μικρό τεχνικό έργο στο σημείο αυτό θεωρείται επείγον και απαραίτητο. Όπως απαραίτητη είναι η ασφαλτόστρωση του ανηφορικού χωματόδρομου των 800 περίπου μέτρων, που μεσολαβεί ως το ασφάλτινο οδικό δίκτυο έξω απ’ τις Μηλιές. Σ’ ένα σημείο της διαδρομής υπάρχει μια εκκλησούλα, που χρησιμοποιήθηκε από τον Κολοκοτρώνη ως σημείο διανυκτέρευσης, σύμφωνα με τη σχετική επιγραφή. Κάποτε η αρχιτεκτονική της πετρόχτιστης εκκλησούλας θα πρέπει να ήταν ενδιαφέρουσα, οι μεταγενέστερες όμως επεμβάσεις έχουν εξαφανίσει την παραδοσιακή της ταυτότητα.
7 χιλιόμετρα μετά το αγρόκτημα συναντάμε τις Μηλιές. Είναι αρκετά μεγάλο και ζωντανό χωριό με 100 περίπου μόνιμους κατοίκους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι ηλικιωμένοι. Τα σπίτια είναι κυρίως σύγχρονα, διατηρούνται όμως και αρκετά παλιά, κάποια απ’ τα οποία είναι πολύ γραφικά αλλά ακατοίκητα. Μέσα και γύρω από τον οικισμό υπάρχουν πολλές κερασιές, καρυδιές, μηλιές, συκιές, αμπελάκια και ελαιώνες. Μετά τη φωτιά του 1998 μεγάλες εκτάσεις έχουν καλυφθεί από κουμαριές.
Δύο χιλιόμετρα από το κέντρο του χωριού συναντάμε στα δεξιά μας γήπεδο μπάσκετ και αμέσως μετά έναν καλό χωματόδρομο (χωρίς όμως σήμανση), που μετά από δύο χιλιόμετρα καταλήγει στον «Δούκα». Είναι πολύ γραφικός οικισμός με πολλά και μεγάλα παραδοσιακά σπίτια, ωραίους ανθόκηπους και πολλά οπωροφόρα δέντρα που ανάμεσά τους παρεμβάλλονται και έλατα. Δυστυχώς αυτό το αρχοντοχώρι έχει απομείνει πια με λιγότερους από 20 κατοίκους. Η κυρά-Ευγενία θυμάται με νοσταλγία τα χρόνια της ακμής, όταν, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, το χωριό είχε Γυμνάσιο σε λειτουργία, Δημαρχείο, Αστυνομία και Ιατρείο, 8 καταστήματα και μονοπώλειο πώλησης χοντρού αλατιού και πετρελαίου.
– Οι νέοι μορφώθηκαν και μετανάστευσαν, τίποτε πια δεν υπήρχε να τους κρατήσει στο χωριό, καταλήγει η κυρά-Ευγενία και μας προσφέρει καφέ και γλυκό από αχλάδια της περιοχής.
Διασχίζουμε τον πάλαι ποτέ ακμάζοντα αλλά τώρα σιωπηλό Δούκα και σε μερικά λεπτά φτάνουμε στην πρωτεύουσα του Δήμου Φολόης, τον Λάλα. Η κίνηση εδώ, συγκριτικά με πολλούς άλλους οικισμούς, είναι ζωηρή με αρκετά καταστήματα, υπηρεσίες, ανθρώπους και αυτοκίνητα. Ο Δήμαρχος Γιάννης Μαρούντας και ο Αντιδήμαρχος Θεόδωρος Τριαντόπουλος μα υποδέχονται με μεγάλη εγκαρδιότητα και θέτουν στη διάθεσή μας κάθε πληροφορία για τον τόπο.
Η ονομασία «Φολόη» στην επικράτεια του Δήμου, στο περίφημο δρυοδράσος και στον ομώνυμο μικρό οικισμό δεν είναι τυχαία. Οφείλεται στον Φόλο, τον βασιλιά των Κενταύρων. Σύμφωνα λοιπόν με τον μύθο οι Κένταυροι της Θεσσαλίας πολέμησαν σκληρά με τους Λάπιθες και τους νίκησαν. Σχετικές ανάγλυφες παραστάσεις από τις κενταυρομαχίες σώζονται στο δυτικό αέτωμα του περίφημου ναού του Ολυμπίου Διός, που εκτίθεται στο μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας. Μετά τη νίκη τους κάποιοι Κένταυροι έγιναν αλαζόνες, περιφέροντο στα δάση της ορεινής Ηλείας καβάλα στα άλογά τους και βιαιοπραγούσαν κατά των κατοίκων. Ο βασιλιάς τους Φόλος ζήτησε τη βοήθεια του φίλου του Ηρακλή, που ευρίσκετο εκεί σταλμένος από τον βασιλιά Ευρυσθέα, για να εξουδετερώσει τον Ερυμάνθιο Κάπρο. Στη φοβερή μάχη που ακολούθησε ο Ηρακλής εξουδετέρωσε τους Κενταύρους, χτύπησε όμως κατά λάθος με το ρόπαλό του τον Φόλο και τον θανάτωσε. Ο ήρωας έκλαψε πικρά για το χαμό του φίλου του και τον έθαψε με τιμές. Για να θυμούνται δε όλοι το όνομά του, έδωσε στο δάσος και στην περιοχή το όνομα Φολόη.
ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΦΟΛΟΗΣ
ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΟΜΟΡΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ
Εκτός από την ετυμολογική σύνδεσή του με τον βασιλιά των Κενταύρων Φόλο, το Δάσος της Φολόης, εξαιτίας του φυσικού του κάλλους και της αναμφισβήτητης πυκνότητάς του, ενέπνευσε τους αρχαίους για τη δημιουργία πολλών μύθων και θρύλων. Έτσι λοιπόν (2) κατά τους μυθικούς χρόνους εκεί έβοσκε τα κοπάδια του ο Φηγέας, βασιλιάς της Φηγίας, που ήταν περιοχή του Ερύμανθου. Με τους άφθονους δε καρπούς των βελανιδιών τρέφονταν σε περίπτωση ανάγκης και οι «βαλανηφάγοι» κάτοικοι της Φολόης. Από τους αρχαίους ποιητές και πεζογράφους η Φολόη αναφέρεται ως η αγαπημένη κατοικία του θεού Πάνα και της Αρτέμιδας, που αισθάνονταν ευχαρίστηση να ζουν με τα ελάφια και τους κάπρους, που εκείνη την εποχή αφθονούσαν στην περιοχή. Στη Φολόη εξάλλου ζούσε και η Νεφέλη, θεά της βροχής και των νεφών και μητέρα των Κενταύρων, ενώ προστάτιδες του δάσους ήταν οι μυθικές νύμφες Δρυάδες και Αμαδρυάδες.
Η αρχική όμως ονομασία του οροπεδίου όπου εκτείνεται το δάσος δεν ήταν Φολόη αλλά «Ακρώρεια» και ήταν περιοχή που ανήκε στην αρχαία Ήλιδα. Ακρώρεια σήμαινε το όριο, το άκρο, εκεί που τελείωνε η Ήλιδα και άρχιζε η Αρκαδία, με φυσικό μεταξύ τους όριο την κοίτη του ποταμού Ερύμανθου, που και σήμερα χωρίζει τους δύο νομούς.
Το Δάσος της Φολόης συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αρχαιότερα υπο-μεσογειακά δρυοδάση που επιβιώνουν μέχρι σήμερα. (3)
Η ύπαρξη του μας είναι ήδη γνωστή από τη μυθολογία, όπου αναφέρεται ως πυκνό και σκοτεινό δάσος που κατοικείτο από κενταύρους.
Η πρώτη αναφορά ιστορικού γεγονότος για το δάσος είναι η μάχη ανάμεσα στον ηγέτη των Γότθων Αλάριχο και τον βυζαντινό στρατηγό Στηλίχωνα, το 397 μ.Χ.
Κυρίαρχο είδος είναι η Πλατύφυλλη Δρυς (Qinercus frainetto), δέντρο υψίκορμο που φτάνει ή και ξεπερνάει τα 20 μέτρα. Τοπικά παρατηρείται επίσης η Αριά (Quercus ilex) και η Χνοώδης Δρυς (Quercus pubescens).
Αν θα θέλαμε να αναφέρουμε κάποια συνοπτικά χαρακτηριστικά του δάσους θα λέγαμε, ότι η συνολική του έκταση ανέρχεται στα 52.427 στρέμματα, από τα οποία τα 33.000 περίπου ανήκουν στα διοικητικά όρια του Δήμου Φολόης, ενώ τα υπόλοιπα στους Δήμους Πηνείας, Ωλένης, Λαμπείας και Λασιώνος.
Το κλίμα που επικρατεί στην περιοχή είναι Μεσογειακού τύπου, με ήπιους υγρούς χειμώνες και θερμά καλοκαίρια. Σύμφωνα με αδημοσίευτα στοιχεία του Μετεωρολογικού Σταθμού Ανδρίτσαινας η ετήσια βροχόπτωση ξεπερνάει τα 1000 mm, (4) ενώ σύμφωνα με στοιχεία του Μετεωρολογικού Σταθμού Πύργου της περιόδου 1960-1992 το μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης είναι 860 mm (5). Οι πιο βροχεροί μήνες είναι οι Νοέμβριος και Δεκέμβριος ενώ οι πιο άνυδροι οι Ιούνιος και Ιούλιος.
Τα όρια του δρυοδάσους είναι πολύ χαρακτηριστικά στο Δήμο Φολόης, αφού το δάσος καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα του. Έχει κανείς την εντύπωση, ότι στο μακρινό παρελθόν χάραξε η φύση μια τεράστια γραμμή από τα δυτικά προς τα ανατολικά, που χώρισε την ευρύτερη περιοχή σε δύο, απόλυτα ευδιάκριτα, οροπέδια. Στο νότιο τμήμα του Δήμου εκτείνεται το Λαλιώτικο οροπέδιο με τους οικισμούς Λάλας, Μηλιές, Δούκας, Αχλαδινή και Νεμούτα. Είναι μια επίπεδη σχεδόν έκταση με μέσο υψόμετρο 600 μέτρων, ποικίλες καλλιέργειες, βοσκοτόπια και πολλά οπωροφόρα δέντρα. Στο βόρειο τμήμα δεσπόζει με την συμπαγή βαθυπράσινη έκτασή του το οροπέδιο της Φολόης. Εδώ το μέσο υψόμετρο είναι 750 μέτρα και υπάρχουν μικρά μόνον τμήματα με καλλιέργειες και βοσκοτόπια ανάμεσα στο απέραντο δρυοδάσος.
Με αφετηρία τον Λάλα διασχίζουμε το οροπέδιο με κατεύθυνση ΒΑ. 7 περίπου χιλιόμετρα μετά το τοπίο μεταβάλλεται ολοκληρωτικά. Καθώς ανηφορίζουμε τις πρώτες στροφές οι καλλιεργημένες εκτάσεις τελειώνουν, αρχίζει το δρυοδάσος της Φολόης. Εδώ βρίσκεται η περιοχή «Πούσι», όπου στις 27 Ιουνίου του 1821 διεξήχθη μια φονική μάχη των Ελλήνων κατά των Τουρκαλβανών του Λάλα, των διαβόητων για την αγριότητά τους «Λαλαίων». Κατά τον Απ. Βακαλόπουλο: «Η έκβαση της μάχης στο Πούσι ήταν μια πύρρεια νίκη και για τους δύο αντιπάλους, Έλληνες και Τούρκους. Οι Έλληνες είχαν περί τους 280 νεκρούς και οι Τούρκοι διπλάσιους γιατί ήσαν επιτιθέμενοι και ακάλυπτοι».
Σήμερα το Πούσι είναι μια ειρηνική και ειδυλλιακότατη τοποθεσία, ένας χώρος γαλήνιος με εγκαταστάσεις αναψυχής μέσα στο δρυοδάσος. Μόνον το Ηρώο πεσόντων θυμίζει τα πολεμικά γεγονότα του παρελθόντος, ένας μαρμάρινος οβελίσκος, που στις 4 πλευρές του αναγράφει τις περιοχές της Ελλάδας που έλαβαν μέρος στη μάχη. Στην αντικρινή πλευρά του δρόμου δεσπόζει ένα άλλο μνημείο, μεγαλόπρεπο και μαρμάρινο, που θυμίζει ένα νεώτερο πολεμικό γεγονός: την νικηφόρα μάχη του ΕΛΛΑΣ κατά των Γερμανών στις 9 Δεκεμβρίου του 1943, που στοίχισε τον θάνατο σε 29 Γερμανός, ενώ από τον ΕΛΛΑΣ φονεύθηκε μόνον ένας.
Το δρυοδάσος της Φολόης εκτείνεται ήδη ολόγυρά μας και καλύπτει το οπτικό μας πεδίο με το φυσικό του κάλλος. Δεν είναι βέβαιο το πυκνό και σκοτεινό δάσος της αρχαιότητας, που στα άδυτά του ζούσαν οι κένταυροι, τα ελάφια και οι κάπροι. Δεν αποπνέει την μυστηριακή ατμόσφαιρα, που ήταν απαραίτητη για να γεννηθούν οι μύθοι του Πανός και της Αρτέμιδος, των νυμφών και της Νεφέλης. Είναι όμως μια απίστευτα όμορφη δασική έκταση, με άριστη αραίωση των δέντρων από το Δασαρχείο Πύργου, που επιτρέπει την απρόσκοπτη διείσδυση του φωτός και του αέρα ανάμεσα στους πανύψηλους και ευθυτενείς κορμούς των πανέμορφων δρυών.
Πολλοί – και ιδιαίτερα βατοί – δασικοί δρόμοι διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση το δάσος και προσφέρονται ιδανικά είτε για αργή και απολαυστική κίνηση με το αυτοκίνητο είτε, ακόμη καλύτερα, για πεζοπορία και ποδηλασία. Σε κάποια ξέφωτα του δάσους παρατηρούμε να βόσκουν μικρά κοπάδια πρόβατων. Κατά τους Π. Δημόπουλο και Ε. Bergneir: «Η βόσκηση και οι επιδράσεις της στο δάσος της Φολόης έχουν μελετηθεί με τη βοήθεια περιφραγμένων επιφανειών κατά τα τελευταία 35 χρόνια. Έτσι οι δασικές συστάδες στις μόνιμα περιφραγμένες επιφάνειες, στις οποίες έχει αποκλειστεί ο βόσκηση και άλλες ανθρωπογενείς επιδράσεις, έχουν πιο πυκνή κόμη, πιο άφθονη αναγέννηση και τα δεύτερα είναι υψηλότερα και πιο ζωτικά, συγκριτικά με τη βοσκούμενη επιφάνεια που βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση. Επίσης η ποώδης και η θαμνώδης στρώση στις μη βοσκούμενες επιφάνειες είναι καλύτερα ανεπτυγμένη. Αντίθετα στις βοσκούμενες συστάδες η φυλλοστρωμή και η οργανική ύλη είναι λιγότερο άφθονες, με αποτέλεσμα τη μικρή ικανότητα συγκράτησης νερού και εδάφη περισσότερο συμπαγή και εξαντλημένα».
Κατά τους δύο επιστήμονες, «τα αποτελέσματα αυτά οδηγούν σε δύο δυνατότητες επιλογής για τη διατήρηση του δασικού οικοσυστήματος της περιοχής: είτε ως αειφορικό άγρο-δάσο-λιβαδοπονικό σύστημα είτε ως δάσος που θα χαρακτηρίζεται από βέλτιστες συνθήκες αναγέννησης». Πληροφοριακά αναφέρουμε (Δασ. Πύργου), ότι ένα σημαντικό τμήμα του δάσους έχει ήδη υπαχθεί στο δίκτυο NATURA 2000, ενώ είναι υπό σύνταξη ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη για το δάσος από την Ηλειακή Αναπτυξιακή.
Περιπλανιόμαστε πολλή ώρα στις εσωτερικές χωμάτινες διαδρομές θαυμάζοντας τη μεγαλοπρέπεια και την καθολική κυριαρχία της πλατύφυλλης δρυός. Ύστερα συνεχίζουμε το οδοιπορικό μας βορειότερα. Πρώτος σταθμός το «Κούμανι», σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από τον Λάλα. Στα χρόνια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου επιβλήθηκε το όνομα «Κούμανης», ως ελληνοπρεπέστερο, έκτοτε όμως διατηρείται μόνον σε κάποιες πινακίδες, αφού κανείς από τους ντόπιους δεν χρησιμοποιεί αυτή την ονομασία.
Το Κουμάνι είναι μεγάλος σε έκταση οικισμός με πολλές καλλιεργημένες εκτάσεις, βοσκοτόπια, οπωροφόρα δέντρα και αμπελάκια. Ήδη κάποιοι άνθρωποι ζεπλένουν στις αυλές τα κρασοβάρελα, τα ετοιμάζουν για να δεχτούν τους καινούργιους χυμούς των σταφυλιών. Το Κούμανι είναι όμορφο χωριό με άνετους δρόμους, πλατείες, ταβέρνες και καφενεία, καταστήματα και κίνηση ζωηρότερη από κάθε άλλο οικισμό. Αυτό δικαιολογείται και από τον μόνιμο πληθυσμό, που ξεπερνάει τους 700 κατοίκους. Τα σπίτια είναι κυρίως σύγχρονα και γενικά καλαίσθητα, υπάρχουν όμως και αρκετά παλιά πετρόχτιστα, μερικά από τα οποία είναι εντυπωσιακής αρχιτεκτονικής. Κάποια, ελάχιστα όμως, είναι πλινθόκτιστα και φέρνουν στο νου το απώτερο οικιστικό παρελθόν του οικισμού.
Τρία χιλιόμετρα δυτικά του Κούμανι βρίσκεται ο βορειότερος οικισμός του Δήμου, η Φολόη. Πλατειούλα με καφενεδάκια και ανθρώπους, αυλές με λουλούδια και μικρά περιβολάκια, δρόμοι στενοί που δεν θυμίζουν την άνεση του Κούμανι. Η Φολόη ωστόσο είναι μικρός και γραφικότατος οικισμός, με άφθονη βλάστηση και πολλά παλιά πετρόχτιστα. Γύρω από μια πλατειούλα στο ΒΔ τμήμα του χωριού, τα σπίτια έχουν ξύλινα χαγιάτια, κάποια όμως είναι ακατοίκητα όπως ένα εντυπωσιακών διαστάσεων, χτισμένο από τη μέση και πάνω με πλιθιές.
Το απόγευμα μας βρίσκει στα δυτικά του Δήμου Φολόης, στον οικισμό της Νέας Πέρσαινας. Στη διαδρομή η κυριαχία του δρυοδάσους διακόπτεται από την παρέμβαση μιας μεγάλης συστάδας 85 στρεμμάτων Μαύρης Πεύκης, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή σπόρων του ωραίου αυτού κωνοφόρου. Επίσης πλησιάζοντας προς την Πέρσαινα διαπιστώνουμε, ότι το δάσος πλατύφυλλης δρυός αποβάλλει σε ορισμένα σημεία τον αυστηρά αμιγή του χαρακτήρα, αφού παρεμβάλλονται σποραδικά κάποια άτομα ελάτων και πευκών.
Ο οικισμός της Νέας Πέρσαινας διαφέρει αισθητικά από τους υπόλοιπους του Δήμου Φολόης αφού είναι εμφανής η απουσία παλιών σπιτιών και οποιαδήποτε ένδειξη αρχιτεκτονικής παράδοσης. Η εικόνα αυτή δεν είναι τυχαία, αφού η Ν. Πέρσαινα, όπως υπόδηλώνει και η ονομασία της, είναι νεώτατος οικισμός, που δημιουργήθηκε μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ήταν τότε, που το παλιό χωρίο εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του εξαιτίας εκτεταμένων κατολισθήσεων.
Η Ν. Πέρσαινα λοιπόν έχει μια ρυμοτομία, που θυμίζει τη συμμετρία στρατιωτικής παράταξης. Στην ουσία ο οικισμός είναι μακρόστενος, ανεπτυγμένος ανάμεσα σε δύο παράλληλους δρόμους μεγάλου μήκους, που συνδέονται κατά πυκνά διαστήματα μεταξύ τους με στενούς, κάθετους δρομίσκους. Έτσι όλο το χωριό μοιάζει να αποτελείται από πολλά διαδοχικά, οικοδομικά τετράγωνα. Τα σπίτια είναι αδιάφορης αρχιτεκτονικής, ΄0ολα όμως έχουν αυλές με ωραία λουλούδια, ενώ τα οπωροφόρα δέντρα αφθονούν μέσα και έξω από το χωρίο. Για τον παλιό οικισμό δεν υπάρχει κάποια πινακίδα, είναι όμως φανερό από τον χάρτη, ότι βρίσκεται προς τα ΝΔ, στην κατεύθυνση της Νεράϊδας.
-Πως πάμε για το παλιό χωρίο; Ρωτάω στο δρόμο δύο γυναίκες.
-Μόλις βγείτε, θα στρίψετε κάτω αριστερά, δεν πάει όμως ο δρόμος, θα ταλαιπωρηθείτε άδικα.
-Μα ο χάρτης δείχνει, πως ο δρόμος περνάει απ’ το χωριό και καταλήγει στην Νεραΐδα.
-Ό,τι θέλουν λένε παιδάκι μου, ο δρόμος έχει χαλάσει, είναι κομμένος.]
Μπροστά στην τόση τους κατηγορηματικότητα αποφασίζουμε να παραιτηθούμε από τη επιθυμία μας να γνωρίσουμε ένα παλιό εγκαταλελειμμένο χωριό αλλά και να συντομέψουμε δραματικά την διαδρομή της επιστροφής μας.
-Θα ήθελα, ωστόσο, να μπορούσαμε να φτάσουμε έστω και στις παρυφές αυτού του αθέατου χωριού, λέει η Άννα, που όπως όλοι μας ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για καθετί παλιό και ερειπωμένο.
Άλλωστε, αν δούμε ότι δεν πάει παραπέρα, επιστρέφουμε, συμπληρώνει.
Δεν χρειάζεται βέβαια να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια να με πείσει, ούτε κι ο Φάνης έχει κάποια αντίρρηση. Ξεκινάμε λοιπόν και, λίγο έξω από το χωριό, βρίσκουμε εύκολα στ’ αριστερά τον κατηφορικό δρόμο για την Παλιά Πέρσαινα. Είναι οπωσδήποτε κακοτράχαλος αλλά για ένα 4Χ4 δεν είναι αδιάβατος. Δυόμιση περίπου χιλιόμετρα μετά συναντάμε τα πρώτα σπίτια του χωριού. Είναι όλα ερειπωμένα, άλλα περισσότερο κι άλλα λιγότερο.
Μόνον η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου εξακολουθεί να διατηρείται σε καλή κατάσταση. Κάποια σπίτια πρέπει να ήταν μεγάλα και όμορφα, το αποδεικνύουν τα παλαιωμένα τους αγκωνάρια και ο όγκος τους. Με ανατολικομεσημβρινό κυρίως προσανατολισμό το χωριό είναι την απογευματινή τούτη ώρα ηλιόλουστο και, όπως είναι χτισμένο αμφιθεατρικά, διατηρεί ακόμα και στην ερήμωσή του, ομορφιά και γραφικότητα. Δεν ξέρω πόσο επείγουσες ή μη αναστρέψιμες ήταν οι συνθήκες που οδήγησαν τον πληθυσμό του στην απόφαση να το εγκαταλείψει, είναι όμως άδικο ένα τόσο όμορφο χωριό να παραμένει σιωπηλό και χωρίς ίχνος ζωής.
Ένας στενός και δύσβατος δρόμος διασχίζει τα ερείπια, σε κανένα του όμως σημείο δεν είναι κομμένος. Βγαίνουμε γρήγορα σ΄ έναν αυχένα και αντικρύζουμε πάνω απ΄ τα κεφάλια μας τον απότομο λόφο με το εξωκκλήσι του Προφητηλία στην κορυφή του. Η θέα από το υψόμετρο των 700 μέτρων είναι πανοραμική προς κάθε σημείο του ορίζοντα. Στο φως του δειλινού τα ερείπια φαίνονται πανέμορφα, σχεδόν ειδυλλιακά. Από το ύψος του αυχένα ξεκινούν κατηφορικά διάφοροι χωματόδρομοι. Παρατηρώντας προσεκτικά κάποια χαρακτηριστικά σημεία της περιοχής, όπως τη διεύθυνση ενός μεγάλου φαραγγιού και του, αντικρινού, οικισμούς Κρυονέρι και Χελιδόνι, προσπαθούμε να μαντέψουμε τη θέση της αθέατης Νεράιδας. Επιλέγουμε τελικά τον φαρδύτερο και με το πιο καλό οδόστρωμα χωματόδρομο. Δεν μας απογοητεύει. Είναι βατός και αξιόπιστος και στη διαδρομή του μας αποκαλύπτει υπέροχα τοπία της περιοχής. Φτάνουμε κάποια στιγμή σ΄ένα σημείο, που η Νεράιδα προβάλλει κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια μας, χαρίζοντάς μας μια κάτοψη απίστευτα πανοραμική. Ήδη τα σπιτάκια του αγροκτήματος διαγράφονται μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω στην κοιλάδα του Ενιπέα. Καθώς πλησιάζουμε στην είσοδο του αγροκτήματος, προλαβαίνουμε την τελευταία στιγμή έναν τεράστιο πορφυρό δίσκο να χάνεται πίσω απ΄ το βουνό.
Στον υπαίθριο χώρο εστίασης, κάτω από τις μεγάλες μουριές και μουσμουλιές και την πολύχρονη πικροδάφνη, τα τραπέζια είναι ήδη στρωμένα, η Ελένη κι ο Δημήτρης μας περιμένουν ανυπόμονα μετά την ολοήμερη απουσία μας. Ανάβουν τα φωτάκια ανάμεσα στα δέντρα, τα κάρβουνα πυρώνουν κάτω από τις σχάρες και ο Δημήτρης τοποθετεί τα ντόπια κρέατα με τάξη. Αρχίζει η γλυκειά και μεγάλη νύχτα του Οκτώβρη, γεμάτη υποσχέσεις για καλό κρασάκι, κουβεντούλα και νοσταλγικές νότες απ΄την κιθάρα του Δημήτρη.
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟΝ ΕΡΥΜΑΝΘΟ
Φαίνεται, πως το βιολογικό μου ξυπνητήρι έχει συντονιστεί μ΄αυτό των πετεινών της αντικρινής φάρμας. Δεν εξηγείται διαφορετικά η ταυτόχρονη αφύπνισή μας απ΄τα χαράματα. Η Λήδα που κοιμάται παραδίπλα, μόλις με αντιλαμβάνεται διακόπτει τον ύπνο της και σπεύδει να μου εκφράσει έμπρακτα τη συμπάθειά της με ζωηρό κούνημα της ουράς. Σήμερα όμως είμαι προετοιμασμένος, έχω μαζί μου μερικά κρακεράκια, μικρό δωράκι για τη συντροφικότητά της. Της προτείνω ένα κομματάκι. Ανοίγει λίγο το πελώριο στόμα της και το παίρνει από το χέρι μου απαλά, με την άκρη των δοντιών της. Είναι μία κίνηση γεμάτη χάρη και φινέτσα, που φανερώνει ήπιο χαρακτήρα και καλή ανατροφή.
Η μέρα αρχίζει με μια επίσκεψη στο αγρόκτημα του μπάρμπα – Γιάννη του «Πατρινού». Είναι μια μεγάλη έκταση στην αντίπερα όχθη του Ενιπέα, που στην ευθεία με τα πόδια, απέχει μερικές εκατοντάδες μέτρα. Με το αυτοκίνητο όμως η διάσχιση του Ενιπέα, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες, είναι προβληματική. Αυτό σημαίνει, ότι για να πάει κανείς στο αγρόκτημα ή στο χωριό Χελιδόνι λίγο πιο πάνω, πρέπει να διαγράψει έναν κύκλο αρκετών χιλιομέτρων. Δεν θα ΄πρεπε ο Δήμος Φολόης να δώσει μια λύση άμεση και οριστική ;
Στο κτήμα του μπάρμπα-Γιάννη ο χρόνος μοιάζει να σταμάτησε πριν αρκετές δεκαετίες. Η οικογένεια ζει σ΄ ένα μεγάλο αγροτόσπιτο, απομονωμένη από τον κόσμο και τα καλούδια του «πολιτισμού». Είναι μια μικροκοινωνία κλειστή, λευτερωμένη από τις εξαρτήσεις, με αυτάρκεια αξιοθαύμαστη, που χλευάζει και ειρωνεύεται τα κατάφορτα ράφια του καταναλωτισμού και της χλιδής. Απ΄ το κοπάδι των προβάτων παράγει το γάλα, το τυρί, το κρέας και το βούτυρο, κότες και χήνες δίνουν κρέας και αυγά, λάδι άριστης ποιότητας κι ελιές εξασφαλίζουν τα εκατοντάδες ελαιόδεντρα, ενώ η γη χαρίζει πλουσιοπάροχα κρασί και τσιπουράκι, πατάτες και ψωμί, άφθονα ξύλα για το τζάκι και το φούρνο, λαχανικά και φρούτα κάθε είδους, κάθε εποχή του χρόνου. Απλοί και λιγομίλητοι, προικισμένοι με τη συσσωρευμένη εμπειρία των ανθρώπων που έμαθαν να ζουν πλάι στη φύση και να εκμεταλλεύονται στο έπακρο τη δεξιοτεχνία των χεριών τους. Δεν ξέρω αν είναι ευτυχισμένοι, απέφυγα να φτάσω κι εκεί. Φεύγοντας παίρνουμε μαζί μας λάδι έξοχο, ολόφρεσκα αυγά και μια ανάμνηση υπέρτατης γαλήνης.
Ανηφορίζουμε και πάλι προς το οροπέδιο της Φολόης, πηγαίνουμε να γνωρίσουμε – με μια πρώτη σύντομη επίσκεψη- έναν άλλο θρυλικό τόπο της περιοχής, το φαράγγι του ποταμού Ερύμανθου.
Είναι εκεί, όπου κατά τους μυθικούς χρόνους φώλιαζε ο Ερυμάνθιος Κάπρος, το τρομερό εκείνο αγρίμι με την αγκαθωτή χαίτη και τα μεγάλα δόντια, που είχε γίνει το φόβητρο ανθρώπων, ζώων και σπαρτών σε όλη την περιοχή. Ο μύθος βέβαια του Κάπρου συμβολίζει- με την αξεπέραστη μυθοπλαστική ικανότητα των αρχαίων Ελλήνων – την ατίθαση ορμή του ποταμού Ερύμανθου, που ήταν από την αρχαιότητα ένα από τα ορμητικότερα ποτάμια της Ελλάδας. Πηγάζοντας από τις νότιες απολήξεις του ομώνυμου βουνού, συγκεντρώνει κατά μήκος της 60 περίπου χιλιομέτρων διαδρομής του πολλά νερά και – όχι σπάνια – ξεχειλίζει, προξενώντας στο διάβα του πολλές καταστροφές. Με την επινοητικότητά του ο Ηρακλής κατάφερε να τον δαμάσει κατασκευάζοντας υδατοφράκτη, που έκανε το ποτάμι ακίνδυνο και χρήσιμο για άρδευση.
Η πρώτη μας προσέγγιση στον Ερύμανθο γίνεται από την Αχλαδινή, τόπο καταγωγής του Δημάρχου Γιάννη Μαρούντα, που προσφέρεται να μας ξεναγήσει. Ο οικισμός βρίσκεται σε υψόμετρο 700 περίπου μέτρων στην άκρη ενός εύφορου οροπεδίου, από τις ανατολικές καταπτώσεις του οποίου αρχίζουν τα απότομα και μεγάλου ύψους πρανή του Ερυμάνθιου φαραγγιού. Μια πινακίδα από το κέντρο του χωριού μας δείχνει την κατεύθυνση και την απόσταση των 5 χιλιομέτρων προς την γέφυρα του Ερύμανθου. Ο δρόμος είναι γενικά βατός και κατηφορίζει με αλλεπάλληλες στροφές ανάμεσα σε πουρνάρια κυρίως και κουμαριές, που καλύπτουν τις πλαγιές με μια ζούγκλα κυριολεκτικά αδιαπέραστη.
Καθώς η κατάβαση τελειώνει βρισκόμαστε μπροστά στη σιδερένια γέφυρα και την κοίτη του Ερύμανθου. Το ποτάμι κυλάει γοργοκίνητο, πεντακάθαρο και με πλούσια ροή, ακόμα και σ΄ αυτή την άνυνδρη εποχή. Διασχίζουμε τη γέφυρα και κινούμαστε βόρεια, στα εδάφη της Αρκαδικής Γορτυνίας. Μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα σταματάμε μπροστά σ΄ ένα τρίτοξο, πέτρινο γεφύρι βαριάς κατασκευής. Εδώ το τοπίο αλλάζει. Η κοίτη του ποταμού στενεύει απίστευτα, δεν ξεπερνάει τα 2 μέτρα. Το νερό είναι βαθύ, κυλάει ανάμεσα σε λείους βράχους κατακόρυφους.
– Εδώ, όταν ήμασταν παιδιά, συνηθίζαμε να ερχόμαστε και να βουτάμε απ΄ το γεφύρι στο νερό, που και σήμερα αποτελεί θαυμάσιο σημείο για κολύμβηση, λέει ο Δήμαρχος.
Επιστρέφουμε στη σιδερένια γέφυρα και κινούμαστε νότια, πάντα στην Αρκαδία. Το φαράγγι σταδιακά μεταβάλλεται, γίνεται επιβλητικό όλο και περισσότερο. Δεν θα τολμούσα να περιγράψω την αγριότητα του τοπίου ούτε την απαράμιλλη μεγαλοπρέπεια των βράχινων όγκων, που σαν άλλα Θεσσαλικά Μετέωρα, ορθώνονται κατακόρυφα στις πλαγιές του φαραγγιού. Πολύ αμφιβάλλω αν οποιοσδήποτε φωτογραφικός φακός θα μπορούσε να αποδώσει έστω και μέρος της οπτικής εμπειρίας που μας καθηλώνει. Το βέβαιο είναι, ότι η πρώτη αυτή γνωριμία με τον Ερύμανθο είναι ο προπομπός της μελλοντικής μας επιστροφής. Λίγο πιο πάνω σκαρφαλώνει ο δρόμος στην εκκλησία της «Παναγίας στο βράχο», που είναι χτισμένη σε μια πελώρια σπηλιά, έναν εξώστη με κορυφαία θέα στο φαράγγι. Το εκκλησάκι πανηγυρίζει στις 31 Αυγούστου και συγκεντρώνει αναρίθμητους πιστούς.
Η δεύτερη προσέγγιση του Ερύμανθου γίνεται από την Νεμούτα, έναν μεγάλο και ζωντανό οικισμό, στα ανατολικά κράσπεδα του Λαλιώτικου οροπεδίου, μερικά χιλιόμετρα νοτιότερα της Αχλαδικής. Οι καταστροφικές συνέπειες από τη φωτιά του 1998 είναι στην περιοχή εμφανέστατες.
– Ήταν μεγάλη η καταστροφή στον τόπο σας, λέω σε κάποιον.
– Δεν φαντάζεσαι πόσο μεγάλη, μου απαντάει. Όχι μόνον αφάνισε το ωραιότερο πευκόδασος αλλά μας στέρησε οριστικά από τουλάχιστον 200 τόνους ρετσίνι, που πέρναμε κάθε χρόνο από τα πεύκα.
Ο χωματόδρομος από την Νεμούτα είναι σε καλύτερη κατάσταση από τον αντίστοιχο της Αχλαδικής, τόσο ηπιότερο, οι πλαγιές κατάσπαρτες από μεγάλους κορμούς καμμένων πεύκων, με μερικά διασωθέντα ανάμεσά τους. Η αναγέννηση ωστόσο του δάσους από νεαρά πευκάκια είναι σημαντική.
Σε απόσταση 6,3 χλμ. από το χωριό φτάνουμε στη σιδερένια γέφυρα του Ερύμανθου, κατασκευασμένη το 1961 από τον εκ Νεμούτης Αντιστράτηγο Πέτρο Σακελλάριο. Η κοίτη στο σημείο αυτό είναι πλατειά, η κοιλάδα ειρηνική και επίπεδη, δεν θυμίζει τη μεγαλοπρέπεια του προηγούμενου φαραγγιού.
Το απόγευμα αποφασίζουμε να κινηθούμε πιο κοσμικά. Ξεκινάμε για την αρχαία Ολυμπία, όχι όμως από την πεδινή διαδρομή του Πύργου, αλλά από την θεαματικότατη διαδρομή μέσω των οικισμών Χελιδόνι, Καυκωνία και Πελόπιο. Η επιλογή μας μάς αποζημιώνει. Καθώς βρισκόμαστε ακόμη στα ορεινά, ένας επιπληκτικός ήλιος προβάλλει απέναντί μας και βουτάει κατακόκκινος στα βάθη του Ιονίου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
– Τώρα σας περιμένουμε το χειμώνα, λέει η Ελένη. Είναι ωραία εποχή, ήπια, η κοιλάδα είναι ζεστή, τα χιόνια πέφτουν στα ορεινά. Το τζάκι ωστόσο θ΄ ανάβει κάθε βράδυ.
– Θα μας κρατάει κι η ξιθαρούλα συντροφιά, συμπληρώνει ο Δημήτρης.
Παρατηρώ για τελευταία φορά τους ωραίους αυτούς ανθρώπους, καθώς μας αποχαιρετούν με τα χέρια σηκωμένα. Αισθάνομαι πως θα μου λείψει η ηρεμία τους, η τόση αγάπη και φιλοξενία που μας έδειξαν.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Θερμά ευχαριστούμε :
Τον Δήμαρχο Φολόης Γιάννη Μαρούντα και τον Αντιδήμαρχο Θεόδωρο Τριαντόπουλο για τις βοήθειες στο έργο μας.
Το Δασαρχείο Πύργου για τις πληροφορίες του.
Τον Νίκο και τον Άγγελο Καρκούλια για την προμήθεια του βιβλίου για το «Κουμάνι Ηλείας».
Τον Γιώργο Κοσμόπουλο από την Αρχαία Ολυμπία για τη συμμετοχή του στο έργο μας.
Τον φίλο γεωπόνο Φάνη Τσαπικούνη για την πολύτιμη συμμετοχή του στις περιηγήσεις μας.
Τέλος την Ελένη και τον Δημήτρη στον «Κάμπο Νεράιδας», που έκαναν το πάν για να αισθανθούμε σαν να είμασταν στο σπίτι μας.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΊΕΣ
Δημαρχείο Φολόης : 26240 / 41882-83
Διαμονή:
Κάμπος Νεράιδας Τηλ…..
Λειτουργία όλο το χρόνο. Τιμές απόλυτα φιλικές και εξαιρετική κουζίνα (χοιρινό με πατάτες φούρνου, κόκορας κρασάτος με χυλοπίτες, πίτες, αρνάκι στον ξυλόφουρνο)
Ξενώνας Δρυάδες Τηλ. 26240 / 41833 – 41898
Το καλοκαίρι συνεχώς, τον χειμώνα τα τριήμερα.
Αποστάσεις : Από Αθήνα : 320 χλμ. Από Πάτρα : 115 χλμ. Από Θεσσαλονίκη : 600 χλμ (μέσω γέφυρας)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Χ. Σ. Παπαγιάννη, « ΤΟ ΚΟΥΜΑΝΙ ΗΛΕΙΑΣ» εκδ. Ένωση Κουμανιωτών Ηλείας, Αθήνα 2004.
– Π. Δημοπούλου, Ε. Βergmeir, «Διαχρονικές μεταβολές και στρατηγική διατήρησης υπομεσογειακού δάσους δρυός», Περιοδ. «Φολόη», τεύχος 29,2003.
– Α.Γ. Μακρή, «Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΑΛΑ», εκδ. Νομ. Αυτ/ση Κεφαλληνίας και Ιθάκης. Αργοστόλι 2004.
– « ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΗΣ ΦΟΛΟΗΣ», Περιβ. Εργασία Γυμνασίου Λάλα, 1997-98
– «ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΝΟΤΙΑ ΤΟΥ ΕΡΥΜΑΝΘΟΥ», εκδ. Ανάδραση, Αθήνα 2002