home Άρθρα Θεσσαλονίκη: Μια διαδρομή με το τραμ της Λεωφόρου των Εξοχών
Θεσσαλονίκη: Μια διαδρομή με το τραμ της Λεωφόρου των Εξοχών

Μια διαδρομή με το τραμ στη μαγευτική λεωφόρο των  Εξοχών. Εκεί που σήμερα βρίσκονται οι δρόμοι Βασιλέως Γεωργίου και Βασιλίσσης Όλγας. Εκεί που οι αρχιτέκτονες μπερδεύουν τα υλικά και δημιουργούν μια γειτονιά με το δικό της χαρακτήρα και τις δικές της αποχρώσεις. Εκεί που ο λαβύρυνθος εντός των τειχών με τα στενά σοκάκια, τα μαγαζιά, την πολυκοσμία, τους ανθρώπους του μεροκάματου και του διαρκούς μόχθου, μοιάζει πολύ μακριά. Μια διαδρομή στους μεγαλοπλεπείς πύργους, τους ολάνθιστους κήπους και τις επιβλητικές επαύλεις. 

Κείμενο: Ντέμη Κουτσοσταμάτη
Φωτογραφίες: Άννα Καλαϊτζή
Θεσσαλονίκη: Μια διαδρομή με το τραμ της Λεωφόρου των Εξοχών
Κατηγορίες: Μνημεία
Προορισμοί: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, Θεσσαλονίκη

Η Βασιλίσσης Όλγας μοιάζει με ποτάμι που κυλά αδιάκοπα στην κοίτη του. Μέρα νύχτα χιλιάδες αμάξια τη διασχίζουν από τ’ ανατολικά προς το κέντρο. Το ένα κολλάει πίσω απ’ τ’ άλλο σαν ένα απρόθυμο κοπάδι από σαρδέλες που ετοιμάζεται να πέσει σ’ ένα άλλο δίχτυ, τον πυκνό ιστό του κέντρου της Θεσσαλονίκης.

Αυτόν το δρόμο τον γνωρίζουν καλά όσοι μένουν στο Ντεπό, το Καραμπουρνάκι, την Κηφισιά, το Κατιρλί, τον Άγιο Ιωάννη και τις άλλες γειτονιές της Καλαμαριάς, της συνοικίας στα νοτιοανατολικά του Kέντρου της πόλης. Από εδώ περνούν για να πάνε στις δουλειές τους το πρωί. Από εδώ ξαναπερνούν για να πάνε τη βόλτα τους το βράδυ, όταν τα φώτα στις ψηλές πολυκατοικίες τριγύρω έχουν σβήσει και η τοπική αγορά, που κρατά ακόμη αρκετή από τη ζωντάνια της, έχει σχολάσει.

Μέσα στο γνώριμο αστικό τοπίο ξεπροβάλλουν κάποια αρχοντικά, με μεγάλη αυλή πίσω από ψηλά κάγκελα. Μαρτυρούν πως στη θέση αυτού του δρόμου που σήμερα ονομάζεται Βασιλέως Γεωργίου και προχωρώντας προς τ’ ανατολικά Βασιλίσσης Όλγας, βρισκόταν ένας άλλος δρόμος, πολύ διαφορετικός. Εκείνος ο δρόμος ήταν η Λεωφόρος των Εξοχών. Υπήρχε στο ίδιο ακριβώς έδαφος, σε δύο πόλεις κάτω από το ίδιο όνομα. Τ’ αρχοντικά που απομένουν είναι ο μοναδικός συνδετικός κρίκος αυτών των δύο δρόμων, οι όποιες ομοιότητες ανάμεσα στις τόσες διαφορές.

Οι οδηγοί που σταματάνε στα φανάρια ρίχνουν στα παλιά κτίρια πού και πού καμιά ματιά. Οι πεζοί περνούν από δίπλα τους, συχνά χωρίς να τα ξεχωρίζουν μέσα στο θόρυβο του παραγεμισμένου τοπίου. Μόνο οι ηλικιωμένοι κάτοικοι της περιοχής και οι μελετητές γνωρίζουν τους θρύλους και τις ιστορίες τους, όσες διασώθηκαν έστω κι αλλαγμένες ή μισοτελειωμένες.

Η σημερινή θα είναι μια διαδρομή σ’ εκείνη τη λεωφόρο, τη Λεωφόρο των Εξοχών. Όχι με αυτοκίνητο ή λεωφορείο, μα με το τραμ, τον τροχιόδρομο, όπως κάναν κάποτε οι κάτοικοι της περίφημης αυτής συνοικίας. Μια διαδρομή που περνά έξω από τα σπίτια με τις μεγάλες σάλες, τα ζωγραφισμένα ταβάνια, τις μαρμάρινες σκάλες, τα ξύλινα πατώματα, τα τζάκια και τους ανθισμένους κήπους. Μια διαδρομή από το καφενείο του Λευκού Πύργου μέχρι τη Βίλα Αλλατίνη μέσα από τα μάτια κάποιου, που δεν την έχει δει ποτέ όπως πραγματικά ήταν.

 

Θεσσαλονίκη 23 Απριλίου 1909. Εκτός των τειχών πόλη.

 

Ο κήπος του Λευκού Πύργου σφύζει από ζωή, όπως κάθε μέρα. Τα τραπεζάκια είναι γεμάτα, κόσμος μπαινοβγαίνει στα Λουτρά και το Θέατρο. Στη στάση του τραμ περιμένει κι ένας κοστουμαρισμένος άντρας. Φορά φέσι κι άσπρο σκληρό κολάρο. Πιθανότατα κατευθύνεται προς το Γενί Τζαμί, το εντυπωσιακό τέμενος των «ντονμέδων», των εξισλαμισμένων, δηλαδή, Εβραίων. Δίπλα του, κάτω από το σκέπαστρο κάθεται κι ένας νεότερος άντρας. Είναι σκυμμένος πάνω από την εφημερίδα του, το Φάρο της Θεσσαλονίκης, και διαβάζει τη μεγάλη είδηση της ημέρας. Πού και πού σηκώνει το βλέμμα του προς τα πάνω, στη λεωφόρο Χαμιδιέ, για να δει αν έρχεται το τραμ.

 

ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΝ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ ΕΝΤΑΥΘΑ

«Την 11ην ώραν της νυκτός μετεφέρθη ενταύθα υπό ισχυράν συνοδείαν μετά δύο εκ των γυναικών του ο εκθρονισθείς σουλτάνος Χαμίτ κλεισθείς εν τω εξοχικόν μέγαρον των αδελφών Αλλατίνη παρά τους πύργους».

 

Το βαγόνι ξεκινά να κατηφορίζει τη Χαμιδιέ. Η λεωφόρος που πολλά χρόνια αργότερα θα ονομαστεί Εθνικής Αμύνης, πήρε τ’ όνομά της από τον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ τον Β’, τον «Κόκκινο Σουλτάνο» όπως τον αποκάλεσαν εξαιτίας της πολύχρονης αιματοβαμμένης σουλτανείας του. Κανείς δεν το περίμενε πως ο άλλοτε πανίσχυρος σουλτάνος, η «σκιά του Αλλάχ επί της γης», θα ήταν σήμερα αιχμάλωτος στη Βίλα Αλλατίνη, κρατούμενος στα χέρια των επαναστατών Νεοτούρκων.

Το τραμ προσπερνά το Συντριβάνι, την τρίκρουνη μαρμάρινη κρήνη, προσπερνά τα διώροφα κτίρια ένθεν κι ένθεν της λεωφόρου, προσπερνά τα προξενεία, τις πολυτελείς επαύλεις, τα καφενεία. Προσπερνά τους φοιτητές της «Σχολής Ιδαδιέ», τους ευκατάστατους διοικητικούς αξιωματούχους, τις δασκάλες του Ανωτέρου Παρθεναγωγείου Θεσσαλονίκης αλλά και τους θαμώνες του Καφενείου «Παρθενών», του πιο δημοφιλούς σημείου συνάθροισης στη Χαμιδιέ. Όταν φτάνει τελικά στον Λευκό Πύργο είναι σχεδόν γεμάτο. Η περιέργεια των κατοίκων έχει φουντώσει και τους οδηγεί στην πολυτελή έπαυλη Αλλατίνη, για να δούν με τα μάτια τους τον έκπτωτο σουλτάνο.
Μέσα στο τραμ καλοντυμένοι άντρες, με κρεμ καπέλα και κολλαριστούς γιακάδες, οι πιο πολλοί δούλευαν στον φραγκομαχαλά και στο Λιμάνι, στις τράπεζες και στα ναυτιλιακά γραφεία, συζητούν για το μεγάλο γεγονός. Ασπροντυμένες καμαριέρες και γκουβερνάντες κατευθύνονται προς τις επαύλεις του Χατζηλάρου, των Χατζημήσεφ, του Λεβή Μοδιάνο, των Άμποτ, για να αναλάβουν τα οικιακά τους καθήκοντα. Να ξεσκονίσουν τις πορσελάνες, να σκουπίσουν τ’ ανατολίτικα χαλιά και να στρώσουν τ’ ασημένια μαχαιροπίρουνα επάνω στα λευκά τραπεζομάντιλα.

Καθώς το βαγόνι πιάνει αριστερά στη λεωφόρο των Εξοχών η θάλασσα χάνεται από τον ορίζοντα. Ο αλμυρός αέρας του Θερμαϊκού Κόλπου, όμως, εξακολουθεί να πνέει πάνω από τη συνοικία. Οι δεντροστοιχίες ακολουθούν παράλληλη διαδρομή με τη δική μας. Αυτό το ανοιξιάτικο μεσημέρι ο αδιάκριτος ήλιος ρίχνει το φως του στα φαρδιά πεζοδρόμια, τους μεγαλοπλεπείς πύργους, τους ολάνθιστους κήπους και φυσικά τις επιβλητικές επαύλεις. Πίσω μας όλο και μακραίνει ο λαβύρινθος εντός των τειχών με τα στενά σοκάκια, τα μαγαζιά, την πολυκοσμία, τους ανθρώπους του μεροκάματου και του διαρκούς μόχθου.

Απ’ τ’ αριστερό παράθυρο, στην ανατολική πλευρά της λεωφόρου, ξεπροβάλλει το πρώτο αρχοντόσπιτο. Η οικία του Πέτρου και του Νικόλαου Χατζημήσεφ, των γιων του Ιβάν Χατζημήσεφ από τα Βελεσσά της Σερβίας. Λίγα μέτρα πιο μακριά βρίσκεται και το σπίτι του πατέρα τους, που μετά τον θάνατό του το 1896 το έχει αφήσει στην Ευφημία, τη γυναίκα του, και τα παιδιά του. Τα δύο αδέρφια θα ζήσουν σ’ αυτό το σπίτι για λίγα ακόμη χρόνια μιας και το 1915 όλη η οικογένεια θα εγκατασταθεί στη Βουλγαρία. Η πολυκύμαντη ιστορία του 20ου αιώνα δεν έκανε διακρίσεις για την προνομιούχα ελίτ των Εξοχών. Πολλά χρόνια αργότερα την αυλή του σπιτιού τους θα γεμίσουν τα τραπεζοκαθίσματα ενός μπαρ, ενώ στο πατρικό τους θα στεγαστεί το 12ο Δημοτικό Σχολείο.

Λίγο πιο κάτω βρίσκεται η οικία Ηλία Πάντου. Τα ξύλινα παντζούρια του διώροφου σπιτιού του είναι μισόκλειστα και τα σκαλιά της εισόδου ασκούπιστα. Στα πίσω καθίσματα, μια κυρία κουνώντας τη βεντάλια της λέει χαμηλόφωνα, πως πριν από 5 χρόνια, το 1904, το σπίτι υποθηκεύτηκε στον ολλανδό υπήκοο Μωύς Σαλώμ. Δεν έχει τύχει να δει τελευταία τον Ηλία Πάντο και την κόρη του Περσία στα μέρη που σύχναζαν. Το 1911 το σπίτι θα περιέλθει τελικά στην κατοχή του Σαλώμ και το 1983 θα κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο.

Το βαγόνι προχωρά και η μυρωδιά από τους σκίνους και τις νεραντζιές αναμειγνύεται με τον θαλασσινό αέρα. Στα πεζοδρόμια, κύριοι με λευκά γάντια καλησπερίζονται, ανασηκώνοντας τα υμίψηλα καπέλα τους. Νομίζεις πως είσαι σε κάποια πόλη ευρωπαϊκή κι ανατολίτικη μαζί. Οπλές αλόγων από τις διερχόμενες άμαξες ακούγονται στο λιθόστρωτο. Από μακριά ηχεί η σειρήνα του ατμόπλοιου της συγκοινωνίας.

‘Ενας κηπουρός περιποιείται επιμελώς τον κήπο του σπιτιού του Θόδωρου Χατζημήσεφ, του πλουσιότερου Βούλγαρου της πόλης. Δύο ψηλόκορμα  πεύκα ξεχωρίζουν πίσω από την κλειστή μαύρη καγκελόπορτα. Η διώροφη νεοκλασσική κατοικία με τα συμμετρικά ανοίγματα και τα μαρμάρινα φουρούσια στον εξώστη, με τα δώδεκα δωμάτια και τους δύο σοφάδες είναι μια από τις πιο επιβλητικές των Εξοχών. Το 1921 θα μεταφερθεί εδώ το Α’ Γυμνάσιο Αρρένων, το παλαιότερο γυμνάσιο της πόλης όμως το 1978, μετά τον μεγάλο σεισμό της Θεσσαλονίκης, θα εγκαταλειφθεί για τουλάχιστον 20 χρόνια. Το 1997, όταν η Θεσσαλονίκη θα ανακηρυχθεί «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης», θα αποκατασταθεί και θα ξαναλειτουργήσει. Εδώ μπροστά θα δολοφονηθεί τον Μάρτιο του 1913 ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α’. Μετά από πολλά χρόνια ο δρόμος αυτός θα ονομαστεί Βασιλέως Γεωργίου προς τιμήν του.

 

Η διπλανή κατοικία είναι από τις πιο όμορφες της συνοικίας. Ανήκει στον Ιωσήφ Μοδιάνο. Οι Μοδιάνο μαζί με τους Αλλατίνι είναι οι πιο ισχυρές εβραϊκές οικογένειες της Θεσσαλονίκης και το μεγαλύτερο ποσοστό του εμπορίου της πόλης είναι στα χέρια τους. Πλατιά μαρμάρινα σκαλιά οδηγούν στην κεντρική είσοδο και ακριβώς από πάνω πήλινα κολωνάκια, ή αλλιώς «μπαλούστρα», οριοθετούν έναν ευρύχωρο στεγασμένο εσωτερικό εξώστη. Ψευδοπαραστάδες με κορινθιακά επίκρανα τονίζουν τις γραμμές του κτιρίου. Την οροφή στολίζει περιμετρικό γείσωμα με χτιστό στηθαίο, το εσωτερικό τοιχογραφίες και οροφογραφίες. Η βίλα στέκεται περήφανη κάτω από τον φωτεινό ήλιο και τίποτα δεν προμηνύει πως η οικογένεια θα εκδιωχθεί από τους Ναζί και το σπίτι θα περιέλθει στο Ιταλικό Κράτος.

Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στην εντός των τειχών Θεσσαλονίκη, στις Εξοχές φαίνεται πως δεν παίζει κανένα ρόλο η εθνική ή η θρησκευτική ταυτότητα αλλά η κοινωνική και οικονομική. Έλληνες, Εβραίοι, μουσουλμάνοι, Βούλγαροι και ξένοι υπήκοοι συνθέτουν τον πληθυσμό αυτής της νέας συνοικίας μέχρι και το 1912, οπότε πολλοί Οθωμανοί αξιωματούχοι και ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους κατοικούν εδώ, θα εγκαταλείψουν την πόλη εκποιώντας τα περιουσιακά τους στοιχεία.

Απ’ το δεξί παράθυρο του τραμ, στη δυτική πλευρά της λεωφόρου των Εξοχών, περνά τώρα μια μεγαλοπρεπής έπαυλη. Την προσοχή κεντρίζει αμέσως ο εξώστης του πρώτου ορόφου με τις ιωνικές κολώνες και τις κόγχες εκατέρωθεν της πόρτας. Προεξέχει στο κέντρο και στηρίζεται σε δύο πεσσούς στο ισόγειο. Το καμπύλο αέτωμα με τις φυτικές διακοσμήσεις και τις ψευδοπαραστάδες, στοιχεία μπαρόκ αισθητικής, απαλύνει την αυστηρή συμμετρία της όψης. Η έπαυλη χτίστηκε το 1890 για τον Γ. Θεμελή και αγοράστηκε από τον Saul Levi Modiano. Ο πρώτος ιδιοκτήτης δεν έμεινε καθόλου σ’ αυτήν και ο δεύτερος κατοικούσε στη βίλα «Ίντα», έτσι η έπαυλη το 1926 θα καταλήξει στην οικογένεια Μιχαηλίδη και θα μείνει γνωστή ως οικία Αλεξάνδρου Μιχαηλίδη. Η κεραμοσκέπαστη έπαυλη Μιχαηλίδη αποτελεί ιδανικό παράδειγμα εκλεκτικισμού, του κυρίαρχου αρχιτεκτονικού στυλ στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα. Το 1890, την εποχή που χτίστηκε η βίλα, είχε έναν μεγάλο κήπο που έφτανε μέχρι την θάλασσα. Μαζί με την έπαυλη Περικλή Χατζηλαζάρου, είναι η μια από τις δύο ιδιωτικές κατοικίες της περιοχής των Εξοχών που θα διασωθούν ως τέτοιες.

Λίγο πιο κάτω βρίσκεται η οικία Σαλέμ, ένα τριώροφο κτίριο με πολλά διακοσμητικά στοιχεία, σκαλιστές κολώνες, ρόδακες, φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα και χαρακτηριστικά μπαρόκ αετώματα επάνω από τα παράθυρα και τις θύρες. Τη σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Ξενοφώντας Παιονίδης, όπως και πολλά άλλα σπίτια εδώ στις Εξοχές. Η κεντρική σκάλα της πρόσοψης, αναπτύσσεται αρχικά αμφίπλευρα ενός παρτεριού και καταλήγει σε μονή κλίμακα που οδηγεί στην κύρια είσοδο. Η πίσω πλευρά της κατοικίας, όταν χτίστηκε έβλεπε θάλασσα και μάλιστα μπροστά από την αυλή υπήρχε και ξύλινη προβλήτα, που εξυπηρετούσε τις μεταφορές από και προς την Θεσσαλονίκη, πριν τη διάνοιξη του δρόμου και την έλευση του τροχιόδρομου.

Το σπίτι θα κατοικηθεί από την οικογένεια Σαλέμ για 30 περίπου χρόνια, μέχρι και το ξέσπασμα του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε η οικογένεια θα εγκαταλείψει τη χώρα και θα μετοικήσει στο Παρίσι. Το 1924 ο Σαλέμ θα πουλήσει το ακίνητο στο ιταλικό Δημόσιο και μέχρι τους σεισμούς του 1978 το κτίριο θα στεγάσει το ιταλικό προξενείο. Έκτοτε, η τύχη του θα εγκαταλειφθεί από το Ιταλικό Κράτος. Το όμορφο κτίσμα, θα εμφανιστεί στην ταινία του Θόδωρου ΑγγελόπουλουΜια αιωνιότητα και μια μέρα” του 1998.

Το παρακείμενο σπίτι του Χασάν μπέη, γιου του Αχμέτ Πριστίνα, είναι επίσης σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη. Το ύφος του συγγενεύει με την οικία Σαλέμ και ο διάκοσμός του είναι εξίσου εντυπωσιακός. Το 1947 το εσωτερικό του σπιτιού θα καταστραφεί δυστυχώς από πυρκαγιά με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί η όψη του μετά την καθαίρεση της σοφίτας και του αετώματος. Από το 1948 και μετά το κτίσμα αυτό θα στεγάσει τη Σχολή Τυφλών.

Το στρίμωγμα στο βαγόνι δεν έχει προηγούμενο. Κάποια πιτσιρίκια, αθέατα από τον καθρέφτη του οδηγού, πηδάν και σκαλώνουν στην ουρά του βαγονιού με προορισμό το Ντεπό, το αμαξοστάσιο που τερματίζουν τα τραμ. Από εκεί δεν απέχει παρά λίγα μέτρα η βίλα Αλλατίνι και ο σουλτάνος, γι’αυτό και βιάζονται να προλάβουν τις καλές θέσεις πάνω στα δέντρα.

 

Διασχίζοντας τη λεωφόρο με το βλέμμα στραμμένο στο δεξί παράθυρο εμφανίζεται τώρα η οικία Οσμάν Αλή μπέη, μία από τις πολλές οικίες των μπέηδων στις Εξοχές. Κτίστηκε το 1896 από τη σύζυγό του, Ατιγιέ, όμως το 1908 αγοράστηκε από τον Αθανάσιο Σόπωφ, εμπορικό ακόλουθο της Βουλγαρίας, για λογαριασμό του Βουλγαρικού κράτους και πλέον στεγάζεται εδώ το βουλγαρικό προξενείο. Μισό αιώνα αργότερα θα στεγάσει το ορφανοτροφείο «Μέλισσα» και ακόμη αργότερα το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών. Άλλο ένα δείγμα εκλεκτικισμού της εποχής, με όψεις απόλυτα συμμετρικές, επιβλητικές σκάλες και στις δύο εισόδους της και πολλά ανάγλυφα διακοσμητικά στοιχεία, όπως τα αετώματα στα παράθυρα, πεσσούς, επίκρανα και περίτεχνα μαρμάρινα φουρούσια που στηρίζουν τον εξώστη. Τις οροφές των εξωστών της νότιας όψης κοσμούν οροφογραφίες.

Θα έρθει ο καιρός που πολλά από αυτά τα κτίρια θα κατεδαφιστούν, θα ερειπωθούν, άλλα θα κηρυχθούν διατηρητέα και θα γίνουν μουσεία και δημόσια διοικητικά κτίρια. Όμως σήμερα είναι όλα εδώ η οικία Χουσεΐν πασά με τα καφασωτά παράθυρα και τα διακοσμητικά πέτρινα μοτίβα, η τετραώροφη οικία του αρχιτέκτονα Πιέρρο Αρριγκόνι με τα είκοσι οκτώ δωμάτια, η οικία του Ισμαήλ πασά, η οικία Τζιμράζι που στέγαζε το προξενείο της Ρωσίας, η οικία Νουριγιέ όπου είναι εγκατεστημένο το σχολείο θηλέων της Γαλλικής Λαϊκής Αποστολής, η οικία Σεφιγιέ Τελτζή που θέλει να μιμηθεί την Όπερα των Παρισίων και πολλά ακόμη.

Το τράμ προσπερνά τώρα έναν τεράστιο κήπο με τριαντάφυλλα. Αγκαλιάζει την τριώροφη πλινθόκτιστη οικία του Γιακό Μοδιάνο, τραπεζίτη ιταλικής καταγωγής. Οι επιβάτες στρέφουν το βλέμμα τους στα δεξιά και κοιτούν με θαυμασμό. Η γυναίκα στο διπλανό κάθισμα σκύβει προς το μέρος μου και λέει πως ο γιός του Γιάκο Μοδιάνο,  ο Ελί Μοδιάνο, φιλοτέχνησε τα σχέδια. Αποφοίτησε από την École Centrale του Παρισιού, βέβαια, σπουδαία σχολή.

Η έπαυλη Μοδιάνο ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες κυρίως λόγω του βαθιού διώροφου εξώστη της, που καμπυλώνει τη νοτιοδυτική γωνία του κτιρίου με κίονες και ελλειψοειδή τόξα στην περίμετρο. Η διώροφη αυτή στοά έχει θέα τη θάλασσα στα δυτικά και την κορυφογραμμή του Ολύμπου στα νότια. Τα δωμάτια κάθε ορόφου αναπτύσσονται ασύμμετρα γύρω από έναν μεγάλο κεντρικό οκταγωνικό χώρο και η ασυμμετρία αυτή, προβάλλεται και στις όψεις. Χαρακτηριστικό δείγμα της εκλεκτικιστικής διάθεσης. Στοιχεία Art nouveau στολίζουν τα κιγκλιδώματα και τα μεταλλικά θυρόφυλλα της εισόδου.

Ως κατοικία των Μοδιάνο το κτίριο θα χρησιμοποιηθεί ελάχιστα. Το 1913, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, θα αγοραστεί από το ελληνικό δημόσιο και θα προσφερθεί ως ανάκτορο στον βασιλιά Κωνσταντίνο τον Α’. Το 1916 θα γίνει έδρα της τροανδρίας Βενιζέλου-Δαγκλή-Κουντουριώτη και στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθεί ως κατοικία του εκάστοτε Γενικού Διοικητή Μακεδονίας. Το 1937 θα μετακομίσει εδώ ο Γεώργιος ο Β΄, ο οποίος θα προσθέσει το φυλάκιο στην κύρια όψη. Το κτίριο θα συνεχίσει ν’ αλλάζει χρήσεις μέχρι το 1970, οπότε θα παραχωρηθεί στο ιδρυθέν την ίδια χρονιά Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας.

Τ’ αρχοντικά των Εξοχών κάνουν τη διαδρομή με το τραμ μαγευτική. Οι αρχιτέκτονες μπερδεύουν τα υλικά, βάζουν το ένα στυλ μέσα στ’ άλλο και δημιουργούν μια γειτονιά με το δικό της χαρακτήρα και τις δικές της αποχρώσεις.

 

Η οικία Αχμέτ Καπαντζή είναι ακόμη μία απόδειξη αυτής της σύμμεικτης συνοικίας. Βρίσκεται στο μέσο του ωραίου της κήπου και είναι ρυθμού μικτού, Ελβετικού και κατά τι Αραβικού. Χτίστηκε μεταξύ 1893 και 1895 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Πιέρο Αριγκόνι, που σε αντίθεση με άλλα δημιουργήματά του, στην έπαυλη Καπαντζή δεν ακολουθεί καμία συμμετρία. Διαφορετικοί όγκοι στη σειρά συνθέτουν το κτίριο με αποκορύφωμα τον πυργίσκο στην ανατολική όψη και τις πυργοειδείς απολήξεις των υπόλοιπων όψεων. Σε καθέναν από τους δύο ορόφους, το ημιυπόγειο και τη σοφίτα, επικρατεί και διαφορετικός ρυθμός, με τα κλασσικιστικά και τα ρομαντικά στοιχεία να υπερέχουν.  Η εξωτερική τελειότητα του κτιρίου συνάδει απόλυτα με την εσωτερική, όπου οι τοιχογραφίες και οι οροφογραφίες μοιάζουν με τεράστιους πίνακες ζωγραφικής.

Το 1926 θα περιέλθει ως ανταλλάξιμο στο Δημόσιο, με εξαίρεση ένα ποσοστό που θα παραμείνει στον Μεχμέτ, γιο του Αχμέτ Καπαντζή. Μετά το θάνατό του, το 1934, θα περιέλθει ολόκληρο στο ελληνικό Δημόσιο, που θα το παραχωρήσει το 1967 στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Το κτίριο κατά την Κατοχή επιτάχθηκε από την Γκεστάπο και την περίοδο 1947-1954 χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του ΝΑΤΟ. Το 1977 θα κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο και θα αρχίσει η αποκατάστασή του. Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών συντήρησης και αποκατάστασης θα στεγάσει τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης και στη συνέχεια τον Οργανισμό Ρυθμιστικού Θεσσαλονίκης μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2013. Το 2014 θα πουληθεί στον επιχειρηματία Ιβάν Σαββίδη.

Η οικία Μεχμέτ Καπαντζή προβάλλει στο δεξιό παράθυρο, πάλλευκη, θυμίζοντας τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Η μυρωδιά από τον ανθόκηπο φτάνει μέχρι το βαγόνι. Είναι κι αυτή σχεδιασμένη από τον Αριγκόνι. Αποτελείται από δύο κτίρια συνδεδεμένα μεταξύ τους, το κυρίως κτίσμα και τον τετραώροφο πύργο από τον οποίο μπορείς να αγναντέψεις τα καράβια που πηγαινοέρχονται στο λιμάνι. Το 1925 το κτίριο θα περιέλθει στην Εθνική Τράπεζα  και το 1983 θα καταρτιστεί ειδική μελέτη για την αποκατάστασή του. Το 1988, με την ολοκλήρωση της μελέτης, θα στεγαστεί εδώ το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας.

Το τράμ πλησιάζει τώρα στην “ιδιορρυθμοτέραν έπαυλην” των Εξοχών. Ένα μέγαρο μεσαιωνικού ρυθμού, κτισμένο με κατακόκκινα τούβλα, με την επιγραφή Château mon bonheur, που σημαίνει «Πύργος η ευτυχία μου». Ένα φρούριο, που νομίζεις πως στις ενετικές επάλξεις του, θα δεις ιππότες με πανοπλίες και πριγκίπισσες. Τον εκκεντρικό της ρυθμό τον οφείλει στον πρώτο της ιδιοκτήτη τον Αρμένιο Δειράν Αβδουλλάχ και τον αρχιτέκτονα Φρεντερίκ Σαρνό. Πίσω του απλώνεται, μέχρι τη θάλασσα, ένας όμορφος κήπος. Το 1984 θα χαρακτηριστεί διατηρητέο και τα σημάδια της φθοράς του θα γίνονται όλο και πιο φανερά.

Στην άλλη πλευρά του δρόμου ξεπροβάλλει η οικία του Περικλή Χατζηλαζάρου, επίτιμου προξένου των ΗΠΑ, και η οικία του αυστριακού υπηκόου Ιωάννη Μαρόκκου. Και οι δύο θα κηρυχθούν διατηρητέα μνημεία το 1985.

Μια κομψή έπαυλη με λευκά μάρμαρα περνά από τα δεξιά. Την περιβάλλουν δέντρα και κήποι που φτάνουν ως τη θάλασσα. Έχει έναν γραφικό πυργίσκο που καταλήγει σε κρεμμυδοειδή τρούλο και υποδηλώνει το μουσουλμανικό θρήσκευμα του ιδιοκτήτη της. Η επιγραφή στο αέτωμα πάνω από την είσοδο  “Ο Αλλάχ μαζί σου” το επιβεβαιώνει. Είναι η οικία Σεϊφουλάχ πασά που χτίστηκε το 1905 σε σχέδια του Ξενοφώντα Παιονίδη για λογαριασμό του Τούρκου στρατηγού. Το 1913 θα γραφτεί γι’ αυτήν:

“Τόσον διά την εξωτερικήν της διακόσμησιν όσον και διά την εσωτερικήν εδαπανήθησαν γενναία ποσά. Η εσωτερική της χλιδή και μεγαλοπρέπεια ήτο ονειρώδης. Τας δαπάνας τας είχεν εξοικονομίση καθώς φαίνεται ο Σεϊφουλάχ-πασάς κατά την εκστρατείαν της Θεσσαλίας, πλήν δεν επρόφθασε να χαρή το Ανάκτορόν του. Μιαν μόλις νύχτα εκοιμήθη εις αυτό και την επομένην αναχωρούσε αμέσως εις Σκόδραν ως είχεν επειγόντως διαταχθή. Εν τω μεταξύ η Κυβέρνησίς του του εζήτησε λογαριασμόν, τον οποίον μη δυνάμενος να παρουσιάσει ηναγκάσθη να αυτοκτονήση. Η βίλα έμεινεν εις την σύζυγόν του, η οποία την επώλησε αντί 7 χιλ. λιρών μόνον…”

Πολλά οικόπεδα στη συνοικία των εξοχών δεν έχουν χτιστεί ακόμα. Σ’ αυτό που προσπερνούμε τώρα θα χτιστεί το 1912-1913 η Βίλα Μπιάνκα, που θα πάρει τ’ όνομά της από τη σύζυγο του ιδιοκτήτη της Ντίνο Φερνάντεζ. Μετά το θάνατό της στο Παρίσι, το 1931, και τη δολοφονία του Ντίνο Φερνάντεζ και του γιου του Πέτρου στην Ιταλία, την έπαυλη θα κληρονομήσουν οι κόρες της οικογένειας Αλίν και Νίνα. Η βίλα θα γίνει η φωλιά ενός ρομαντικού και σκανδαλώδους ειδυλλίου, εκείνου της Εβραιοπούλας Αλίν Φερνάντεζ και του Έλληνα αξιωματικού Σπύρου Αλιμπέρτη. Το ζευγάρι θα ζήσει ως τα μέσα της δεκαετίας του ’60 στην Casa Bianca.

Η Casa Bianca θα αποτελέσει ακόμη ένα δείγμα αρχιτεκτονικής του εκλεκτικισμού που συνδυάζει στοιχεία art nouveau, μπαρόκ και αναγεννησιακά. Το 1976 θα χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο. Μέσα στα χρόνια το κτίριο θα βανδαλιστεί και θα γίνουν αρκετές αιτήσεις για τον αποχαρακτηρισμό του, που θα λάβουν όμως αρνητικές απαντήσεις. Τελικά, οι εργασίες για την αναστήλωση του κτιρίου θα γίνουν την τριετία 1994-1997 και με την ολοκλήρωσή τους θα στεγάσει τη Δημοτική Πινακοθήκη.

Το τραμ σταματάει στο Ντεπό (Depot), το αμαξοστάσιο που σχεδίασε ο Αριγκόνι και θα δώσει το όνομά του στην περιοχή. Οι επιβάτες κατεβαίνουν, λίγοι σκορπίζουν δεξιά κι αριστερά, τα παιδιά που είχαν κολλήσει στο βαγόνι χωρίς εισητήριο έχουν εξαφανιστεί. Οι περισσότεροι κατευθύνονται στη βίλα Αλλατίνι, το τελευταίο παλάτι του Αβδούλ Χαμίτ.

Η βίλα Αλλατίνι σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλλι και χτίστηκε το 1899 για τον  Ιταλοεβραίο Κάρολο Αλλατίνι. Είναι η πιο μεγάλη και πολυτελής βίλα στην άκρη των Εξοχών. Περιλαμβάνει εκτός από το υπόγειο, τρείς ορόφους με 31 δωμάτια. Τώρα σ’ αυτά κόβει βόλτες ο σουλτάνος. Δεν είναι όμως μόνος του, το χαρέμι του, οι αξιωματικοί και οι υπηρέτες του τον συνοδεύουν σ’ αυτήν την κατοικία.

Η βίλα Αλλατίνι είναι περιτριγυρισμένη από υπέροχους κήπους. Στο βάθος φαρδιά μαρμάρινα σκαλιά οδηγούν στην κεντρική θήρα του επιβλητικού κτιρίου, με τα ψηλά παράθυρα και τα χαρακτηριστικά κόκκινα τούβλα. Το πλήθος έχει κυκλώσει όλη την περιοχή της βίλας. Παρότι το μεγάλο οικόπεδο περιστοιχίζεται από ψηλά κάγκελα, δεκάδες φρουροί έχουν σκορπιστεί κατά μήκος, για να προστατέψουν τον αιχμάλωτο σουλτάνο από τ’ αδιάκριτα βλέμματα. Μαζί με τα πλήθη των περιέργων ήρθαν οι μικροπωλητές με την πραμάτεια τους αλλά και δημοσιογράφοι. Όλοι κοιτάζουν ψηλά, με την ελπίδα να έχει ξεχαστεί κάποια κουρτίνα ανοιχτή και να δουν κάτι από την μυστηριώδη ζωή του Αβδούλ Χαμίτ.

 

Επίλογος

“Μια περιγραφή της Ζάιρας έτσι όπως είναι σήμερα θα’ πρεπε να περιέχει όλο το παρελθόν της Ζάιρας. Αλλά η πόλη δε μιλάει για το παρελθόν της, το περιέχει σαν τις γραμμές ενός χεριού, γραμμένο σε γωνίες δρόμων, σε γρίλιες παραθύρων, σε κουπαστές από σκάλες, σε αλεξικέραυνα, σε ιστούς σημαιών κάθε μεριά χαρακωμένη με τη σειρά της από γρατζουνιές, εγκοπές γλυφές, χτυπήματα.”

Ι. Καλβίνο, Οι Αόρατες Πόλεις, Εκδόσεις Οδυσσέας, 1972

 

 

Βιβλιογραφία

Βασίλης Κολώνας (2014), Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών, Εικονογραφία της συνοικίας των Εξοχών (1885-1912), University Studio Press

Ισίδωρος Ζουργός (2017), Λίγες και μια νύχτες, εκδόσεις Πατάκη

 

back-button
next-button
mia-diadromi-me-to-tram-tis-lewforou-twn-eksoxwn mia-diadromi-me-to-tram-tis-lewforou-twn-eksoxwn_1 mia-diadromi-me-to-tram-tis-lewforou-twn-eksoxwn_2 mia-diadromi-me-to-tram-tis-lewforou-twn-eksoxwn_3 mia-diadromi-me-to-tram-tis-lewforou-twn-eksoxwn_4 mia-diadromi-me-to-tram-tis-lewforou-twn-eksoxwn_5 mia-diadromi-me-to-tram-tis-lewforou-twn-eksoxwn_6 mia-diadromi-me-to-tram-tis-lewforou-twn-eksoxwn_7 mia-diadromi-me-to-tram-tis-lewforou-twn-eksoxwn_8 mia-diadromi-me-to-tram-tis-lewforou-twn-eksoxwn_9 mia-diadromi-me-to-tram-tis-lewforou-twn-eksoxwn_10 mia-diadromi-me-to-tram-tis-lewforou-twn-eksoxwn_11 mia-diadromi-me-to-tram-tis-lewforou-twn-eksoxwn_12 mia-diadromi-me-to-tram-tis-lewforou-twn-eksoxwn_13
Close Καλάθι Αγορών
Close
Close
Categories
Newsletter

Newsletter

Κάνε εγγραφή για να λαμβάνεις τα προγράμματα των εκδρομών μας και δωρεάν τα άρθρα μας για νέους προορισμούς.

Please wait...

Σας ευχαριστούμε για την εγγραφή!