Πόσον καιρό τώρα σκέφτομαι ν’ ανέβω στον Ταϋγετο; Να γεφυρώσω επιτέλους τον Αϊ-Λιά του Νότου με τον Προφητηλία του Βορρά; Δεν ξέρω. Ίσως από τότε – πάει πολύς καιρός – που πρωταντίκρυσα τη θρυλική του πυραμίδα, αιχμηρή κι ατίθαση να τρυπάει τον ουρανό. Αυτή την πυραμίδα, που, γκριζωπή ή χιονόλευκη, κάτω από ήλιο καυτερό ή πίσω από ομίχλες, την νιώθεις – όπου κι αν βρίσκεσαι – να σ’ ακολουθεί και να σε διαφεντεύει, να σε προκαλεί από το ύψος της και να σε περιγελά, που δεν το αποφασίζεις να πάρεις τον ανήφορο. Κι αν διώξεις κάποτε τους δισταγμούς και φτάσεις ως την πιο ψηλή της μύτη, σε ανταμείβει. Με την ψυχρή ανάσα του ανέμου, τη θέα του κόσμου, τις ταπεινές ξερολιθιές και τις εικόνες του Αγίου, του μόνου της κατοίκου…
Μέσα στα τέσσερα ντουβάρια του γραφείου μου, φέρνω στο νου εικόνες και στιγμές, αναπολώ τα βήματά μου στα δάση, στις πλαγιές, στα οροπέδια, στις πλάκες, στους αυχένες κι ύστερα στα πρώτα χιόνια και στην κορφή του Αϊ-Λιά. Και προσπαθώ με τις φτωχές μου αράδες να γράψω κάτι για Ταΰγετο. Λες κι είναι δυνατόν, μέσα σε λίγες μίζερες σελίδες, να τιθασέψεις έναν γίγαντα …

)