Είναι μεγάλη τύχη ν’ αγναντεύει κανείς από τις κορυφές του Προφητηλία και των Σκάρων τα μικρονήσια της Λευκάδας. Μα είναι ακόμη μεγαλύτερη να αρμενίζει απαλά ανάμεσά τους, να ανακαλύπτει όρμους, διαύλους και ακτές, λεπτομέρειες και εικόνες που από μακρυά είναι αθέατες. Η επιθυμία ήταν μεγάλη και παλιά, προσέκρουσε όμως σε διαρκείς αναβολές. Επιτέλους πραγματοποιήθηκε και μάλιστα με τρόπο, που δεν θα μπορούσε να ήταν πιο ιδανικός: με σκάφος ιστιοπλοϊκό. Αυτή την εμπειρία επιχειρούμε να καταγράψουμε από τα νησάκια, τη θάλασσα και την αναγκαστική συνύπαρξη 6 ανθρώπων για ένα 5ήμερο στις περιορισμένες – σε σχέση με την καθημερινή ζωή – διαστάσεις ενός σκάφους.
Στη Λευκάδα και πάλι λοιπόν. Δύο μήνες μετά την ανοιξιάτικη προσέγγιση της ενδοχώρας επιστρέφουμε τέλη του Μάη για να γνωρίσουμε τα παράλια. Καιρός ιδανικός, ίσως η πιο αισιόδοξη εποχή του έτους, ισορροπεί συναρπαστικά ανάμεσα στις τελευταίες δροσερές πνοές της άνοιξης και τις πρώτες θερμές ανάσες του καλοκαιριού που είναι μπροστά μας.
Είναι μεγάλη τύχη ν’ αγναντεύει κανείς από τις κορυφές του Προφητηλία και των Σκάρων τα μικρονήσια της Λευκάδας. Μα είναι ακόμη μεγαλύτερη να αρμενίζει απαλά ανάμεσά τους, να ανακαλύπτει όρμους, διαύλους και ακτές, λεπτομέρειες και εικόνες που από μακρυά είναι αθέατες. Η επιθυμία ήταν μεγάλη και παλιά, προσέκρουσε όμως σε διαρκείς αναβολές. Επιτέλους πραγματοποιήθηκε και μάλιστα με τρόπο, που δεν θα μπορούσε να ήταν πιο ιδανικός: με σκάφος ιστιοπλοϊκό. Αυτή την εμπειρία επιχειρούμε να καταγράψουμε από τα νησάκια, τη θάλασσα και την αναγκαστική συνύπαρξη 6 ανθρώπων για ένα 5ήμερο στις περιορισμένες – σε σχέση με την καθημερινή ζωή – διαστάσεις ενός σκάφους.
Στη Λευκάδα και πάλι λοιπόν. Δύο μήνες μετά την ανοιξιάτικη προσέγγιση της ενδοχώρας επιστρέφουμε τέλη του Μάη για να γνωρίσουμε τα παράλια. Καιρός ιδανικός, ίσως η πιο αισιόδοξη εποχή του έτους, ισορροπεί συναρπαστικά ανάμεσα στις τελευταίες δροσερές πνοές της άνοιξης και τις πρώτες θερμές ανάσες του καλοκαιριού που είναι μπροστά μας.
ΣΑΛΠΑΡΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΙΟΝΙΟ
Φτάνουμε νύχτα στη Λευκάδα. Κόσμος πολύς, κίνηση και αυτοκίνητα, η διαφορά από τον Μάρτη είναι εμφανέστατη. Μας υποδέχεται ο καλός μας φίλος Άρης Κατσιγιάννης, από τα επιπλωμένα διαμερίσματα «ΑΛΕΞΑΡΙΑ», στο Φρύνι.
-Απόψε όμως δεν θα κοιμηθείτε στη στεριά, λέει ο Θανάσης Αγγελής, αλλά στη θάλασσα. Το σκάφος είναι δεμένο στη μαρίνα και σας περιμένει.
Από την πρώτη λοιπόν στιγμή της άφιξής μας έχουμε ήδη τεθεί υπό τις «διαταγές» του καπετάνιου.
Ψηλός, ανοιχτόκαρδος και με πληθωρική προσωπικότητα ο καπετάνιος μας, κερδίζει από την πρώτη στιγμή τη συμπάθεια του πληρώματός του (στην πορεία θα κέρδιζε και την πλήρη εμπιστοσύνη του). Έφορος του Ναυτικού Ομίλου Λευκάδας στο Τμήμα Ιστιοπλοΐας, ο Θανάσης Αγγελής έχει, από τα πρώτα παιδικά του χρόνια, σχέσεις έρωτα και πάθους με τη θάλασσα.
Αργότερα ταξίδεψε με ποντοπόρα πλοία, σαν άλλος Οδυσσέας «πολλών ανθρώπων οίδεν άστεα και νόον έγνω», είχε αυτή τη σπάνια τύχη να γυρίσει όλο τον κόσμο, να γνωρίσει νοοτροπίες τόπων και ανθρώπων, να γεμίσει την ψυχή του με εμπειρίες μοναδικές.
Μας αναμετράει με το βλέμμα ο καπετάνιος.
– Τόσες μέρες, σ’ έναν μικρό χώρο όπως το σκάφος, η καλή «χημεία» των επιβατών επιδρά καθοριστικά στην επίτευξη του εγχειρήματος. Εσείς μου φαίνεστε ομάδα ομοιογενής και με αγάπη για τη θάλασσα.
Η Άννα και ο φίλος και συνεργάτης μας Κυριάκος Παπαγεωργίου από το Βόλο με τις φωτογραφικές τους μηχανές, ο γιος μου ο Δημήτρης με την κάμερα κι εγώ με τις σημειώσεις μου. Όλοι συγγενείς και φίλοι, καθένας με ρόλο διακριτό και καθορισμένο, με τις δικές του εμπειρίες ο καθένας απ’ τη θάλασσα. Το έκτο μέλος είναι η Ιουλία Κρίκη, μαθητευόμενη ιστιοπλόος και δεξί χέρι του καπετάνιου, όπως στη συνέχεια αποδείχθηκε.
Εντεταγμένη στην ευρύτερη παραλία της πόλης, η μαρίνα της Λευκάδας είναι απόλυτα προφυλαγμένη απ’ τους καιρούς και μπορεί, σε συνθήκες πληρότητας, να προσφέρει ελλιμενισμό σε πάνω από 400 σκάφη αναψυχής. Διαθέτει θαυμάσιες εγκαταστάσεις, που παρέχουν όλες τις απαραίτητες διευκολύνσεις για επιβάτες και για σκάφη. Όταν μάλιστα ολοκληρωθούν και τα οδικά έργα, που δημιουργούν συνθήκες μεγάλης ακαταστασίας έξω από το χώρο της μαρίνας, τότε θα είναι μια από τις ομορφότερες της χώρας.
Το ιστιοπλοϊκό είναι ένα νεότευκτο σκάφος BAVARIA 44, 14.5 μέτρων, με 4 ανεξάρτητες καμπίνες, που μπορούν να κοιμίσουν 8 άτομα. Η διάταξη και η εκμετάλλευσή των χώρων καθώς και η λειτουργικότητά τους κυμαίνονται σε κορυφαία επίπεδα, όπως άλλωστε κάθε ποιοτικού σκάφους αναψυχής, αφού απ’ αυτές τις παραμέτρους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το «ευ ζην» των επιβατών τους. Είναι επίσης εξοπλισμένο με όργανα ναυσιπλοΐας τελευταίας τεχνολογίας. Πριν πατήσουμε στο κατάστρωμα, παρατηρούμε με θαυμασμό το υπέροχο σκαρί με το πανύψηλο άλμπουρο, έτσι όπως λικνίζεται ανεπαίσθητα στα ήρεμα νερά.
Δειπνούμε με την εξαιρετική κουζίνα της ταβέρνας «Μπουράνο», απέναντι από τη μαρίνα, με υπέροχο εμφιαλωμένο Λευκαδίτικό κρασί. Δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα εισχωρούμε στα έγκατα του σκάφους με τη γλυκειά προσμονή του απόπλου της επομένης….
Θάπρεπε – θεωρητικά – να σημάνει εγερτήριο από τα χαράματα, όπως στο στρατό ή στο ναυτικό. Στο συγκεκριμένο, ωστόσο, σκάφος οι διαδικασίες είναι δημοκρατικότερες και η πειθαρχία δεν θυμίζει πλοίο πολεμικό. Φταίει ίσως το κρασάκι και η κούραση της προηγούμενης μέρας ή ίσως και η ανοχή του καπετάνιου προς το νέο του πλήρωμα και τις στεριανές συνήθειες που δεν έχουν προλάβει να αποβάλουν. Καθώς ψηλώνει προς την κορυφή του άλμπουρου ο ήλιος, προβάλλουν από την μπουκαπόρτα ένα ένα τα κεφάλια. Καφεδάκι «καραβίσιο» στο κατάστρωμα, νοτισμένο ακόμα από την υγρασία της νύχτας. Είναι πιο όμορφα κι απ’ το πολυτελέστερο σαλόνι ξενοδοχείου, αφού εδώ το μόνο που έχουμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας, είναι τα ξάρτια του σκάφους και ο γαλάζιος ουρανός.
Αγορά μερικών εφοδίων από το SUPER MARKET της μαρίνας, ρύθμιση των τυπικών διαδικασιών για τον απόπλου και, λίγο μετά τις 10, λύνουμε τους κάβους. Με Ν κατεύθυνση διαπλέουμε αργά τον, μήκους 2,8 μιλίων, δίαυλο της Λευκάδας, η πρώτη διάνοιξη του οποίου έγινε από τους Κορινθίους το 640 π.Χ. και η τελευταία από τους Ιταλούς στην κατοχή. Από τότε δεν έχουν ξαναγίνει εργασίες εκβάθυνσης και το βάθος έχει περιορισθεί στα 4 περίπου μέτρα, που δεν είναι αρκετό για μεγάλα σκάφη.
– Καλό θα ήταν επίσης να τοποθετούνταν και μερικοί φωτοσημαντήρες για ασφαλέστερη πλεύση κατά τη διάρκεια της νύχτας, προσθέτει ο Θανάσης.
Αφήνουμε στα Α-ΒΑ την λιμνοθάλασσα του Αβλέμονα, όπου βρίσκεται και μεγάλο ιχθυοτροφείο. Εμφανίζονται κορμοράνοι με θεαματικά ανοιγμένα τα φτερά τους σαν βεντάλια. Ο Τάσος Κοντογιώργης με τη βάρκα του, ένας ψαράς γνωστός του Θανάση, μας χαιρετάει και μας επιδεικνύει ένα μεγάλο γοφάρι που έχει πιάσει. Παρακάμπτουμε το στόμιο του ιχθυοτροφείου και λίγο πιο κάτω ένας άλλος ψαράς, ο Γιώργος Σκληρός ή «Μπύριας», βγάζει καραβιδάκι για δόλωμα. Οι εικόνες εναλλάσσονται διαρκώς. Να το Ρώσικο καστράκι και απέναντι οι Αλυκές Αλεξάνδρου, που εδώ και χρόνια δεν λειτουργούν. Στα Α το μεγάλο Κάστρο Αλεξάνδρου, πάνω σε κατάφυτο λόφο, που κατασκευάστηκε επί Τουρκοκρατίας και ένα τμήμα του ανατίναξαν οι Γερμανοί. Λίγο πιο κάτω το Κάστρο του Αγ. Γεωργίου. Ανάμεσά τους το χωριό της Νέας Πλαγιάς.
– Αυτοί στην Πλαγιά, ως Ακαρνάνες, φημίζονται για τα κρέατά τους, λέει ο Θανάσης, ενώ ακριβώς απέναντι οι Λευκαδίτες της Λυγιάς φημίζονται για τα ψάρια τους. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια η Λυγιά έχει εξελιχθεί σε ψαροχώρι με σημαντική τουριστική ανάπτυξη και αποτελεί, μετά την Πάτρα, την σημαντικότερη ιχθυόσκαλα της Δυτικής Ελλάδας.
Πλέουμε ήδη στα νερά του Όρμου του Δρέπανου. Μπροστά μας στα ΝΑ, στο στόμιο του όρμου, διαγράφεται το ακρωτήριο Γέρακας και στο βάθος αχνά το ογκώδες περίγραμμα του Κάλαμου. Στα Δ, στις κατάφυτες Λευκαδίτικες λοφοπλαγιές, προβάλλει ο γραφικός οικισμός της Κατούνας.
– Μια απ’ αυτές τις κοιλάδες έχει μείνει γνωστή στους παλιότερους με την ονομασία «Κοιλάδα του Έρωτα», λέει ο Θανάσης. Εκεί, μέχρι τη δεκαετία του ’70, γίνονταν μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις που άφησαν εποχή και αποτελούσαν βέβαια και μεταξύ των άλλων και αφετηρία γνωριμιών.
Περνάμε απέναντι από τη Νικιάνα με το ωραίο της λιμανάκι. Ψηλά ορθώνεται ο εντυπωσιακός όγκος του Σκάρου με τα αιωνόβια δρυόδεντρα, που από την κορυφή του μας είχε πριν από δυο μήνες μαγέψει η πανοραμική κάτοψη από τα μικρονήσια της Λευκάδας που πάμε να γνωρίσουμε.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ «ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ»
Πλέουμε ανοιχτά από τα πολυτελή ξενοδοχειακά συγκροτήματα «IONIAN BLUE» (5 αστέρων) και «ΠΟΡΤΟ ΓΑΛΗΝΗ», χτισμένα πάνω από τη θάλασσα με πλήθος ανέσεων για τους τυχερούς ενοίκους τους και ιδιαίτερα δημοφιλή στους ξένους επισκέπτες. Ήδη στον Ν θαλάσσιο ορίζοντα εξέχουν διάσπαρτα λευκά τριγωνάκια. Είναι τα ανοιχτά πανιά των μικρών και μεγάλων ιστιοπλοϊκών σκαφών, που αρμενίζουν στους διαύλους. Το πρώτο νησάκι του «Αρχιπελάγους της Λευκάδας» βρίσκεται μπροστά μας. Είναι η μακρόστενη και κατάφυτη «Σπάρτη», ιδιοκτησίας Ωνάση, που δεν κατοικήθηκε ποτέ αλλά παρέμεινε καταφύγιο πολλών και ποικίλων ζώων.
Στις Ν-ΝΑ καταπτώσεις του Σκάρου προβάλλει ο οικισμός Περιγιάλι, με άφθονα κυπαρίσσια και ελαιόδεντρα. Στην κορυφή ενός λοφίσκου δεσπόζει θεαματικά με τους ζωηρούς του χρωματισμούς το συγκρότημα RED TOWER και αμέσως μετά το πασίγνωστο εστιατόριο του «Κολονέλου», ακριβώς δίπλα στη θάλασσα. Βρισκόμαστε στην καρδιά της τουριστικά ανεπτυγμένης Λευκάδας, με διασημότερο εκπρόσωπο το κοσμοβριθές και διάσημο Νυδρί. Εμείς, ωστόσο, ανεπηρέαστοι από τον κόσμο και την κίνηση, περνάμε δίπλα από το λιλιπούτειο νησάκι «Χελώνη», που, με έκταση μόλις 4 στρεμμάτων, περιβάλλεται από βραχώδεις ακτές και είναι κατάφυτο με ελαιόδεντρα. Μισό χιλιόμετρο στα Ν προβάλλει ένα αρκετά μεγαλύτερο νησάκι. Είναι η Μαδουρή, με όμοια βραχώδη ακτογραμμή και με το έδαφός της καλυμμένο από πεύκα, κυπαρίσσια και ελαιόδεντρα. Εδώ, μερικά μέτρα απ’ την ακτή, κυριαρχεί με την παρουσία του το εντυπωσιακό νεοκλασικό αρχοντικό του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Βάζουμε πλώρη για τον Σκορπιό. Μπροστά του το Σκορπίδι δείχνει μικροσκοπικό, ενώ ακόμη πιο μικροσκοπική είναι ή νησίδα Τσόκαρη. Ο πασίγνωστος Σκορπιός απλώνεται μπροστά μας, ένα από τα διασημότερα νησιά της υδρογείου, που συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με την πληθωρική – και εκκεντρική – παρουσία του φημισμένου ιδιοκτήτη του, του Αριστοτέλη Ωνάση. Ό,τι και να γράψει κανείς για η διαδρομή στο χρόνο αυτής της θρυλικής και, ταυτόχρονα, τραγικής οικογένειας θα είναι κοινότοπο.
Ο περίπλους του νησιού αποκαλύπτει στα μάτια μας την παραδεισένια του ομορφιά, κάποτε τόπος εφήμερης ευτυχίας αναρίθμητων διεθνών διασημοτήτων και σήμερα τουριστικό αξιοθέατο σκαφών αναψυχής. Θαυμάσιες μικρές και απόκρυφες παραλίες, βλάστηση οργιαστική από δέντρα γηγενή ή φερμένα από αλλού, αμπελάκια, περιπατητικά μονοπάτια, τα αραξοβόλια της θρυλικής θαλαμηγού «ΧΡΙΣΤΙΝΑ» και του υδροπλάνου και ψηλά το σημείο όπου προσγειωνόταν το ελικόπτερο. Παραπλέουμε το ΝΑ τμήμα του νησιού, που μας αποκαλύπτει ένα μικρό και απρόβλεπτο κομμάτι, που συνδέεται με τον κύριο κορμό με μια στενή γλώσσα στεριάς.
– Αυτό το τμήμα μοιάζει με κεντρί σκορπιού, παρατηρεί ο Θανάσης. Έτσι πήρε το όνομά του το νησί.
ΚΑΛΑΜΟΣ
Αφήνουμε πίσω μας το Σκορπιό με το πάλαι ποτέ ένδοξο παρελθόν και κατευθυνόμαστε Α προς τον Κάλαμο. Ήδη το Μεγανήσι καλύπτει όλον τον Ν ορίζοντα και, δικαιολογώντας απόλυτα την ονομασία του, μοιάζει τεράστιο σε σχέση με τα υπόλοιπα νησιά και την μικροσκοπική «Θηλειά», που είναι δίπλα του. Δύο ακόμη νησίδες, που μόνον σαν στίγματα σημειώνονται στον χάρτη, είναι η «Νησοπούλα» και το «Αλαφονήσι». Αμέσως μετά προβάλλει το ακρωτήριο «Φανάρι» με τον φάρο του και η ανοιχτή θάλασσα ως τον Κάλαμο.
Καθώς πλησιάζουμε οι κορυφές των Ακαρνανικών Ορέων διαγράφονται καθαρά. Εντυπωσιακότερος σε όγκο και απότομες πλαγιές είναι ο «Μπούμιστρος», που ορθώνεται καταλυτικά πίσω από τον παραθεριστικό οικισμό του Μύτικα. Χαρακτηριστική είναι η ρήση των Λευκαδιτών, όταν κάποιος κρύβει τη θέα κάποιου άλλου με το σώμα του: «Φύγε από μπροστά μου, τι κάθεσαι σαν Μπούμιστρος;»
Πριν ο όγκος του Κάλαμου μας κρύψει τον ορίζοντα, διακρίνουμε στα Ν, αρχικά το χαμηλό περίγραμμα των νησίδων με το παράξενο όνομα «Φορμίκουλα» ή «Φερμέκουλο», που μόλις εξέχουν από την επιφάνεια της θάλασσας. Πιο πίσω ορθώνεται ο βαρύς και απόμακρος όγκος της Άτοκου, ενώ πολύ μακρυά στο βάθος, μόλις μαντεύουμε το ασαφές ίχνος από ένα τμήμα της Ιθάκης.
Με έκταση 20,5 τετρ. χλμ. ο Κάλαμος είναι το δεύτερο σε μέγεθος μικρονήσι της Λευκάδας μετά το Μεγανήσι, του οποίου η έκταση φτάνει τα 24 τετρ. χλμ. Επειδή όμως ο όγκος του είναι πιο συμπαγής και με μεγαλύτερα υψόμετρα, ο Κάλαμος δείχνει από το Μεγανήσι μεγαλύτερος. Στην «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ» αναφέρει ο Αντώνης Μηλιαράκης, ότι «η νήσος Κάλαμος, ή Κάρνος των Αρχαίων, κατέστη ιστορική επί της Ελληνικής Επαναστάσεως, γενομένη το καταφύγιον των καταδιωκομένων Ελλήνων και ίδια των γυναικοπαίδων. Πρόσκειται εγγύτατα στης Ακαρνανίας, το δε βόρειον άκρον της νήσου απέχει της κωμοπόλεως της Ακαρνανίας Μύτικα, 1 μίλιον. Ο Κάλαμος είναι νήσος οριενή αποτελουμένη εκ δειράδος (ράχη, σειρά βουνών) τρικορύφου, ης η μεν βορεία κορυφή έχει ύψος 552 μέτρων, η μεσημβρινή 497 και η εν μέσω υψηλοτέρα 595. προς το μεσημβρινόν άκρον σχηματίζεται μικρά χερσόνησος, το Κεφάλι, ένθα και ομώνυμου χωρίου. Το έτερον των χωρίων, η Επισκοπή κείται εις τα βόρεια της νήσου».
Καθώς πλέουμε στις Β ακτές παρατηρούμε σπιτάκια της Επισκοπής σκαρφαλωμένα στο κατάφυτο περιβάλλον τους και χαμηλά το λιμανάκι. Λίγο βορειότερα από τον οικισμό, σχεδόν στην ίδια ευθεία, διακρίνεται η ισχυρή οχύρωση του Κάστρου της Επισκοπής. Αμέσως μετά αρχίζει εξαιρετικό πευκοδάσος. Αποτελείται από υγιέστατα και μεγάλα κατά κανόνα πεύκα, που καλύπτουν καθολικά τις απότομες πλαγιές και καταλήγουν ως τη θάλασσα. Το βαθυπράσινο των πεύκων σε συνδυασμό με τα διάφανα νερά δημιουργούν ένα θέαμα υπέροχο.
Φτάνουμε στο ανατολικότερο σημείο του νησιού, στο ακρωτήρι Ασπρογυάλι, όπου και το φανάρι της Επισκοπής. Αμέσως μετά συνεχίζουμε τον περίπλου με Ν κατεύθυνση. Λίγο πιο κάτω, στην τοποθεσία Αγ. Δονάτος, αποκαλύπτεται αναπάντεχα, ακριβώς πάνω απ’ το κύμα, ένα ξωκκλήσι γραφικότατο, με ωραία τοιχοποιία αλλά και αρκετά ερειπωμένο. Είναι ο ναΐσκος του Αγ. Κωνσταντίνου, που κατά την παράδοση χτίστηκε από τους Τζαβιελλαίους.
Συνεχίζεται η ακτογραμμή με εναλλαγές που μας καταπλήσσουν. Αμμουδιές μικροσκοπικές με μήκος μερικών μόλις μέτρων, περίκλειστος από πεύκα ή γκρεμούς και απρόσιτες από τη στεριά. Πλαγιές βραχώδεις με ποικιλία χρωματισμών που καταλήγουν κατακόρυφα ως τη θάλασσα. Πεύκα που, ως εκ θαύματος, έχουν αναπτυχθεί σε στενότατες σχισμές ανάμεσα στους βράχους και ισορροπούν σαν ακροβάτες.
Και πάντα αυτά τα εξαίσια νερά, με τις τόσες διαφορετικές αποχρώσεις του γαλάζιου και του πράσινου. Ο περίπλους αυτού του Α-ΝΑ τμήματος του νησιού είναι από μόνος του ένα αξιοθέατο.
Προβάλλει ο Κάλαμος, είναι γραφικός οικισμός, που συνδυάζει το παραθαλάσσιο επίπεδο με το αμφιθεατρικό ηπειρωτικό. Νωρίς το απόγευμα ετοιμαζόμαστε ν’ αράξουμε στο ευρύχωρο λιμάνι. Την ώρα αυτή δεν είναι δεμένα περισσότερα από δέκα σκάφη.
– Σε λίγο καιρό μόνο από τύχη θα μπορεί ν’ αράξει κανείς, λέει ο καπετάνιος.
Έχει μια ζέστη αφύσικη για την εποχή, είναι οπωσδήποτε προάγγελος καταιγίδας. Τα σύννεφα δεν αργούν να μαζευτούν. Μέσα σε λίγα λεπτά καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του ουρανού και εξαφανίζουν πίσω τους τον ήλιο. Οι πρώτες αστραπές και βροντές μας βρίσκουν στη στεριά, στο παραθαλάσσιο ταβερνάκι, προφυλαγμένους απ’ το υπόστεγο. Ο γραίγος δυναμώνει, φέρνει τις πρώτες σταγόνες της βροχής. Τα Ακαρνανικά βουνά έχουν χαθεί μέσα στην παραζάλη, εκεί ο ουρανός κι η γη έχουν σμίξει αξεδιάλυτα. Κι ενώ προσμένουμε από στιγμή σε στιγμή την καταιγίδα, οι σταγόνες σταματούν, πέφτει ο αέρας, τα σύννεφα παρεκκλίνουν πάνω από τον ουρανό του Καλάμου και σκορπίζουν. Βγαίνει ένας ήλιος χλωμός, η θάλασσα μπουνατσάρει, στερηθήκαμε δυστυχώς το ξέσπασμα της φύσης.
Καθόμαστε αναπαυτικά στο ταβερνάκι, μπροστά στο λιμάνι με τα ήρεμα νερά. Με τον απογευματινό καφέ απολαμβάνουμε το γαλήνεμα της φύσης. Ο θόρυβος που ακούγεται δεν μας ενοχλεί, είναι απαλός, ρυθμικός και ιδιαίτερα οικείος, προέρχεται από τα σκάφη, που ένα ένα μπαίνουν στο λιμάνι για το νυχτερινό τους αραξοβόλι. Ο αριθμός τους αυξάνεται διαρκώς, καθώς βραδιάζει ξεπερνάνε τα 30. δεν έχει χώρο πια, κάποιοι μένουν αρόδο.
– Με καφέ θα συνεχίσουμε ως τη νύχτα; λέει κάποια στιγμή ο καπετάνιος. Διαθέτει και τσίπουρο ο τόπος.
Κανένας δεν έχει αντίρρηση, πολύ περισσότερο ο Βολιώτης φίλος μας. Το δείπνο ολοκληρώνεται με ψητό παλαμιδάκι ολόφρεσκο. Επιστρέφουμε αργά. Όλα τα σκάφη είναι δεμένα δίπλα – δίπλα, τα περισσότερα εφάπτονται. Είμαστε μια μεγάλη και πολύγλωσση Ευρωπαϊκή οικογένεια. Εμείς πιθανότατα είμαστε οι μόνοι Ελληνικής καταγωγής. Σε λίγη ώρα η Ευρώπη ησυχάζει. Οι ξενύχτηδες Έλληνες χαμηλώνουν λίγο τον τόνο της φωνής τους και μένουν ξύπνιοι ως αργά.
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΛΑΜΟ
Αρκετή ώρα πριν χαράξει το μισό πλήρωμα πίνει στο κατάστρωμα το πρώτο καφεδάκι της ημέρας. Το υπόλοιπο σκάφος και όλη φυσικά η Ευρώπη κοιμούνται ακόμα. Απ’ το νησί μόνον κάποιοι ψαράδες έχουν τις ίδιες με μας αϋπνίες. Τρεις ψαρόβαρκες λοιπόν, η μία μετά την άλλη, βάζουν μπρος τις μηχανές τους, διασχίζουν το λιμάνι και βγαίνουν στ’ ανοιχτά. Τα παραγάδια και τα δίχτυα δεν μπορούν να περιμένουν. Λίγο πριν τις 7 ξυπνάει κι ο ήλιος πίσω απ’ τα βουνά του Καραϊσκάκη στις Ακαρνανικές στεριές. Ο Κάλαμος ξαφνικά παίρνει ζωή. Άνθρωποι κάθε ηλικίας κατηφορίζουν απ’ τις γειτονιές του οικισμού και παίρνουν θέση στο καραβάκι της γραμμής για την αντικρινή ακτή του Μύτικα. Θα επιστρέψουν το μεσημέρι.
Ακριβώς στο ραντεβού του ο Κώστας, μας περιμένει με το φορτηγάκι του στο λιμάνι. Το αγώγι κανονίστηκε αποβραδίς στο ταβερνάκι. Είναι ο μόνος τρόπος να καλύψουμε γρήγορα τα 15 χιλιόμετρα πήγαινε – έλα στον οικισμό της Επισκοπής.
– Εγώ πριν τρία χρόνια έκανα αυτή την απόσταση με τα πόδια, μουρμουρίζει επιτιμητικά ο αθεράπευτος πεζοπόρος, ο Κυριάκος.
– Εσύ ήσουν τότε σε διακοπές κι είχες δικό σου όλο το χρόνο, του απαντάω.
Το παμπάλαιο φορτηγάκι ανηφορίζει αγκομαχώντας τον απότομο και στενό τσιμεντόδρομο, που χωράει ένα μόνον αυτοκίνητο. Καθώς διασχίζουμε τον – μεγαλύτερο από όσο αρχικά φαίνεται – οικισμό, αποκαλύπτονται πολλά ωραία πετρόχτιστα οικήματα, η μεγάλη εκκλησία της Αγ. Τριάδας του 1889, άφθονα λουλούδια και γέρικα ελαιόδεντρα με γιγάντιους κορμούς.
Από την Αλβανία ο οδηγός μας, συμπαθής και εξυπηρετικός, ζει και εργάζεται 15 χρόνια στην Ελλάδα, μιλάει πολύ καλά τα Ελληνικά και το παιδί του είναι γεννημένο στη Λευκάδα. Παρά την επιμονή του, λόγω της ψύχρας του πρωινού, για δύο θέσεις στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, προτιμάμε όλοι την καρότσα, για άμεση επαφή με το φυσικό περιβάλλον του τόπου. Η διαδρομή είναι εκπληκτική. Εκκλησάκι του Αη-Γιώργη με κακοτράχαλο χωματόδρομο και κορυφαία θέση θέας, συνεχές πευκοδάσος με πελώρια πεύκα, ακτή με το εκκλησάκι του Αγ. Κωνσταντίνου ανάμεσα σε πεύκα, σχοίνους, αριές και κουμαριές.
Περνάμε αρχικά έξω από το κάστρο χωρίς να σταματήσουμε. Αφιερώνουμε λίγη ώρα στο λιμανάκι και στον οικισμό της Επισκοπής, όπου διατηρούνται αρκετά σπίτια πετρόχτιστα αλλά και κάποια ερειπωμένα. Επιστρέφοντας στο κάστρο συναντάμε έξω απ’ αυτό το μικροσκοπικό εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, του 1854, καθώς και ένα ερειπωμένο σπίτι, που διατηρεί το αυθεντικό του επίχρισμα σε ώχρα και λουλακί.
Το κάστρο είναι εντυπωσιακό. Η τοιχοποιία του διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση με το αρχικό σχεδόν ύψος τείχισης, που φτάνει τα 12-15 μέτρα. Είναι βαρειάς κατασκευής με αργολιθοδομή, κεραμιδένια διαζώματα και μεγάλα αγκωνάρια στις γωνίες. Διακρίνουμε αρκετές πολεμίστρες, ενώ η θα του κάστρου προς τα Β είναι επιβλητική και εποπτεύει όλο το δίαυλο με την Ακαρνανική ακτή. Στο χορταριασμένο εσωτερικό του απομένουν μόνον διάσπαρτες πέτρες και κάποια ημιερειπωμένα οικήματα. Σύμφωνα με την Α. Γ. Μαντζάλη, «το Κάστρο της Επισκοπής, που η Sylvia Benton αναφέρει το 1932 ως «καστρομονάστηρο», παρουσιάζει σχεδόν τετράγωνη κάτοψη, με ισχυρούς κυκλικούς και τετράγωνους πύργους στις γωνίες. Το εσωτερικό του είναι αρκετά εντυπωσιακό με τα διαδοχικά αψιδώματα που προστατεύουν τις πολεμίστρες. Πρόκειται για μίαν οχύρωση με καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα, στην οποία διακρίνουμε ανεξαρτητοποίηση του εσωτερικού τμήματος του τείχους, που φέρει τα φορτία των πατωμάτων και του εξωτερικού τοίχου – περίβλημα, που φέρει μόνον το δικό του βάρος. Το σύστημα αυτό με τα τοξωτά ανακουφιστικά κενά μέσα στο πάχος της κατασκευής, ήταν πολύ διαδεδομένο στο Βυζάντιο, τόσο σε σημαντικές οχυρώσεις, όπως τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως αλλά και σε μικρότερης σημασίας οχυρά, όπως στην Αλγερία, Τυνησία, στα τείχη της Νικοπόλεως, στο κάστρο της Αντιπάρου και αλλού. Γύρω από το Κάστρο απλώνεται ο ομώνυμος οικισμός που αναπτύχθηκε μεταξύ 18ου και 19ου αιώνα».
Επιστρέφοντας στον Κάλαμο ο καπετάνιος και το υπόλοιπο πλήρωμα είναι ήδη έτοιμο για απόπλου. Δυστυχώς δεν έχουμε χρόνο για περιήγηση του υπόλοιπου νησιού, που σύμφωνα με τα στοιχεία της Α.Γ. Μαντζάλη, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Αναφέρουμε επιγραμματικά, ότι στον παράκτιο οικισμό της Αγραπιδιάς, πολύ κοντά Δ του Καλάμου, υπάρχον σοβαρές ενδείξεις νεολιθικής κατοίκησης (περίπου 3.000 χρόνια π.Χ.), σύμφωνα με διάφορα ευρήματα της Sylnia Benton. Σήμερα στην Αγραπιδιά υπάρχουν όρμος με χοντρό βότσαλο, πολλοί ανεμόμυλοι και ένα ταβερνάκι πλάι στη θάλασσα. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει και ο οικισμός «Κεφάλι», στο Δ άκρο του νησιού, όπου καταλήγει χωματόδρομος. Σύμφωνα με τον Α. Μηλιαράκη (τέλη του 19ου αι.) το χωρίον Κεφάλι είχε κατοίκους 77, ο Κάλαμος 1033 και η Επισκοπή 242. σήμερα το Κεφάλι είναι ερημωμένο.
ΚΑΣΤΟΣ ΚΑΙ ΑΤΟΚΟΣ
Αφήνουμε πίσω μας τον πολύκορφο όγκο του Κάλαμου με το εντυπωσιακό ανάγλυφο και αγναντεύουμε μπροστά μας τη νέα πραγματικότητα: το ήπιο και χαμηλού υψομέτρου περίγραμμα του Καστρού. Άπνοια και μπουνάτσα, η επιφάνεια της θάλασσας γυαλίζει, θυμίζει πρόσωπο νεανικό χωρίς ρυτίδες. Είναι αληθινή απόλαυση να μας χαϊδεύει απαλά τα πρόσωπα η αύρα, έτσι καθώς γλυστράμε στα ακύμαντα νερά. Αυτό το ταξίδι δεν συγκρίνεται με κανένα επίγειο, όσο όμορφο και αν είναι. Ελευθερία και μοναχικότητα, χωρίς φανάρια και στροφές, μίζερους ανταγωνισμούς και προσπεράσεις, όρια ταχύτητας, κάμερες και κρυμμένους τροχονόμους. Εδώ είμαστε στα χέρια της μητέρας Φύσης.
– Και του πατρός Καπετάνιου, συμπληρώνει ο Θανάσης από το πιλοτήριο, και δεν έχει άδικο.
Το μόνο δυσάρεστο είναι, πως αυτό το ωραίο πρωινό ταξίδι δεν θα κρατήσει για πολύ, ο Καστός είναι κοντά. Χαμογελάει ο καπετάνιος.
– Και ποιος σου είπε, ότι πάμε στον Καστό;
Τώρα απλά θα κάνουμε ένα πέρασμα από κει. Καλό απόγευμα θα δέσουμε. Το πρωινό ραντεβού μας είναι μακρινό, στα καταπέλαγα, στην Άτοκο.
Άτοκος! Νησί συνώνυμο του μοναχικού, του απόμακρου και δυσπρόσιτου, του αφιλόξενου και ακατοίκητου, του εκτεθειμένου στους καιρούς και, γι’ αυτό, επικίνδυνου. Του χαμένου στην καταχνιά του μεσοπέλαγου, έξω από τα συμβατικά δρομολόγια και τους συνηθισμένους προορισμούς, γι’ αυτό και άγνωστου. Μα για όλα αυτά μαζί, γοητευτικό με τη γοητεία των Σειρήνων, σφοδρά επιθυμητό σαν «απαγορευμένος καρπός» και – όχι τυχαία – γένους θηλυκού. Η Άτοκος! Προς το παρόν είναι αθέατη, την κρύβει ο Καστός. Πριν από το Β ακρωτήρι του μας υποδέχεται η νησιδούλα «Προβάτι», με βραχώδη ακτή, υψόμετρο χαμηλό και ελαιόδεντρα. Περνάμε τον στενό δίαυλο που την χωρίζει απ’ τον Καστό. Ψάρια πηδούν στα ήρεμα νερά. Αφήνει από την πρύμνη ο καπετάνιος τη συρτή, έτσι, για κάθε ενδεχόμενο.
Μπαίνουμε από τα ΒΑ στα χωρικά ύδατα του Καστού κι ακολουθούμε την ακτογραμμή. Ξεδιπλώνεται το νησί σ’ όλο του το μάκρος, οι ήπιες ράχες του είναι καλυμμένες με ελαιόδεντρα που φτάνουν ως τη θάλασσα. Τα πευκοδάσκη του Κάλαμου είναι άγνωστα εδώ.
Βραχώδης ακτή με μεγάλη ποικιλία, ορμίσκος μερικών δεκάδων μέτρων, πιο κάτω ήπιες αμμουδιές, βραχώδης όγκος με ξωκκλήσι στην κορυφή του, θαλασσοσπηλιές και διάφανα νερά, βράχοι ποικιλόχρωμοι και λιλιπούτειες παραλίες, μια διαρκής εναλλαγή εικόνων απόλυτα συναρπαστική. Δεν είναι τυχαίο, που τόσοι ξένοι με σκάφη αναψυχής, είναι προσορμισμένοι ή αραγμένοι αρόδο και, μακρυά από τις σκοτεινές τους χώρες, εισπράττουν απ’ αυτό τον παράδεισο τη μέγιστη ευχαρίστηση. Ζηλεύουμε για λίγο τη χαλαρότητα και ανεμελιά τους, τον ελεύθερο χρόνο που είχαν διαθέσιμο. Η θύμιση της Άτοκου μας επαναφέρει στο καθήκον.
Άλλη μια νησίδα είναι μπροστά μας, το Πρασονήσι, πολύ κοντά στον κύριο όγκο του νησιού. Περνάμε από τον στενό δίαυλο, αγναντεύουμε φευγαλέα τον μικρό οικισμό του Καστού και βάζουμε πλώρη για το νοτιότερο άκρο, το βραχώδες και χαμηλό ακρωτήριο «Ποθόνι». Χωρίς εμπόδια στεριανά μπροστά της, προβάλλει μακρυά στα ΝΔ η Άτοκος. Όγκος βαρύς και συμπαγής, σαν κώνος μες τη θάλασσα. Πολύ πιο πίσω ακόμη, στα βάθη του πελάγου, αχνοφαίνεται το ογκοδέστερο περίγραμμα της Ιθάκης. Ακριβώς στα Δ το πολύ χαμηλότερο «Αρκούδι» και, κοντά στα ΒΔ, η παράξενη Φορμίκουλα, στην ίδια ευθεία με «Κηθρό» και Μεγανήσι.
Καθώς καβατζάρουμε τον κάβο, η θάλασσα χάνει την πρωινή αθωότητά της, την ρυτιδώνει ο πουνέντες.
– Νωρίς ξεκίνησε, παρατηρεί ο καπετάνιος, το μεσημέρι θα δυναμώσει.
Προς το παρόν, ωστόσο, είναι ιδιαίτερα ευχάριστος και με τις δροσερές πνοές του αντισταθμίζει τη ζέστη από τον ήλιο. Πλησιάζουμε συνεχώς. Το αρχικό ρυτίδωμα έχει δώσει τη θέση του σε κυματάκια, που στις κορυφές τους ασπρίζουν οι πρώτοι αφροί.
– Η θάλασσα είναι «ολίγον ταραγμένη» και βαίνει προς «ταραγμένη», λέει ο καπετάνιος. Όταν θα επιστρέφουμε θα είναι «κυματώδης».
45 περίπου λεπτά μετά την αναχώρησή μας από τον κάβο του Καστού μπαίνουμε πίσω από τον προστατευτικό όγκο της Ατόκου, που ασκεί την παντοδύναμη επιρροή της στον πουνέντε και στη στιγμή μεταμορφώνει τη θάλασσα σε πισίνα. Παύει ο δροσερός αέρας, σταματούν οι κλυδωνισμοί, η θερμοκρασία ανεβαίνει.
Στην Γεωγραφία του έγραφε μεταξύ άλλων ο Μηλιαράκης για την Άτοκο: «Έχει περίμετρον 5,5 μιλίων και εμβαδόν 3,5 τετρ. χλμ. Σύγκεται εκ μιας ορμικής δειράδος, ης η υψηλοτέρα κορυφή (334 μ.) κείται προς Μεσημβρίαν. Έχει και μικρόν όρμον προς την Α παραλίαν». Και πρόσθετε πιο κάτω: «Η νησίς αύτη είναι κτήμα Ιθανησίων γαιοκτημόνων, διατηρούντων εν αυτή μικρά ζώα και τίνας βοσκούς. Το εν τη νήσω πηγάζον ύδωρ είναι υφάλμυρον, δι ο οι ενοικούντες ποιμένες υδρεύονται εκ δεξαμενών, εν αις συλλέγουσι το όμβριον ύδωρ».
Με χαμηλή ταχύτητα αρχίζουμε να παραπλέουμε το Α τμήμα του νησιού. Ούτε Κάλαμος ούτε Καστός, ούτε πευκοδάση ούτε ελαιόδεντρα. Το μόνο που κυριαρχεί εδώ είναι τα πουρνάρια, σκληροτράχηλα και ανθεκτικά στις απότομες πλαγιές. Η μοναδική επιφάνεια εδάφους, που έχουν επιτρέψει να μείνει ακάλυπτη, είναι η κατάσπαρτη από ανοιχτόχρωμο ασβεστόλιθο και απόλυτα εχθρική ακτογραμμή. Αμέσως μετά, 3 ως 4 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, τα πουρνάρια φυτρώνουν πυκνά και αδιαπέραστα. Κανένα άλλο είδος βλάστησης δεν τολμάει να περαμβληθεί ανάμεσά τους εκτός από τους πεισματάρηδες φλόμους, που φαντάζουν μέσα στο πράσινο σαν κοκκινόχρωμες πινελιές.
Δίπλα απ’ την ακτή αρχίζουν τα αβυσσαλέα βάθη των νερών. Σύμφωνα με την διατύπωση του Μηλιαράκη, «η περί την νησίδα ταύτην θάλασσα είναι βαθυτάτη παρ’ αυτάς τας ακτάς».
Αλοίμονο σ’ αυτόν, που σ’ ένα τέτοιο τόπο θ’ αναζητούσε καταφύγιο.
Μια κορυφή πυργώνεται κάθετα μπροστά μας. Είν’ ένας συμπαγής βράχος τεραστίων διαστάσεων. Όρθιοι στο κατάστρωμα, παρακολουθούμε με δέος αυτές τις πρώτες εικόνες του νησιού. Ελάχιστα μπορεί να θεωρηθεί η Άτοκος, ως τόπος οικογενειακών διακοπών.
– Έτσι άγριο είναι όλο το νησί; ρωτάει η Άννα τον Θανάση.
– Σε γενικές γραμμές, ναι, της απαντάει. Υπάρχουν ωστόσο και κάποια σημεία διαφορετικά, που δεν είδαμε ακόμη.
Δεν χρειάζεται να περιμένουμε πολύ για να καταλάβουμε τι εννοεί. Η ακτή σταδιακά αρχίζει να μεταβάλλεται, υποχωρεί η μονοτονία του λευκόγκριζου ασβεστόλιθου, ορθώνονται βράχοι εκπληκτικοί με ζωηρούς χρωματισμούς, που ανάμεσά τους σχηματίζουν ρωγμές και κοιλώματα, μικρές και μεγάλες θαλασσοσπηλιές με απίστευτα νερά, σ’ όλες τις δυνατές αποχρώσεις του πράσινου, του σκούρου μπλε και του γαλάζιου.
Η Άτοκος φοράει για χάρη μας ένα – ένα τα ακριβά πέπλα που της χάρισε η φύση του Ιονίου κι εμείς της εκφράζουμε τον θαυμασμό μας φωτογραφίζοντάς την συνεχώς.
Κάποια στιγμή το τοπίο ημερεύει. Μπροστά μας απλώνεται το μοναδικό αραξοβόλι του νησιού, μια μικρούλα παραλία μέσα στην συνεχόμενη αγριότητα των βράχων. Αυτό που κάνει ακόμη πιο ειρηνική την εικόνα του κολπίσκου είναι η παρουσία ενός μικρού σπιτιού και ενός εξωκκλησιού, πολύ κοντά το ένα στο άλλο, μερικά μέτρα από τη θάλασσα.
– Αυτή είναι «η ακτή του ενός σπιτιού», σχολιάζει ο Κυριάκος.
Αμέσως μετά αρχίζει και πάλι η απροσπέλαστη ακτή με νέες εντυπωσιακές εικόνες.
– Δεν τελειώσαμε ακόμη, λέει ο καπετάνιος.
Μια σπηλιά σχηματίζεται μπροστά μας, που όσο πλησιάζουμε, αποκαλύπτει όλο και πιο πολύ τις πελώριες διαστάσεις της. Αρχίζουμε να την φωτογραφίζουμε, μα ξαφνικά μετατοπίζεται ολοκληρωτικά το επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας. Κάτι στρογγυλό προβάλλει από τα ήρεμα νερά. Ναι, δεν γελιόμαστε. Είναι το τόσο συμπαθητικό κεφαλάκι μιας φώκιας. Δύο ακριβώς εβδομάδες πριν, στα Λιχαδονήσια της Εύβοιας, είχαμε την τύχη ν’ αντικρύσουμε για πρώτη φορά το ωραίο θηλαστικό. Σήμερα, στην άλλη άκρη της Ελλάδας, έχουμε την ευτυχία να το ξαναδούμε. Η χαρά στο σκάφος είναι απερίγραπτη. Για τους μισούς αυτό είναι το πρώτο συναπάντημα με φώκια. Η χαρά μεγαλώνει ακόμη περισσότερο, όταν, μετά από λίγο, προστίθενται άλλες δύο. Η κάμερα του Δημήτρη, οι τηλεφακοί του Κυριάκου και της Άννας έχουν πάρει φωτιά. Η ωραιότερη ζωντανή παρουσία στο ωραιότερο σημείο της Ατόκου. Αυτή η συνύπαρξη εμπιστοσύνης κρατάει ώρα πολλή.
Οι φώκιες δεν δείχνουν ιδιαίτερα τρομαγμένες, φροντίζουν όμως πάντα να κρατούν μια απόσταση ασφαλείας. Όταν νιώθουν ότι αυτή παραβιάζεται, βουτούν και απομακρύνονται. Για λίγα λεπτά χάνονται εντελώς κι όταν επανεμφανίζονται, είναι μακρυά.
– Και τώρα μια τελευταία εικόνα από την Άτοκο, λέει ο καπετάνιος.
Μετά την μεγαλειώδη σπηλιά συνεχίζεται η απροσπέλαστη ακτή, σε λίγο όμως φανερώνεται ένας όρμος εκπληκτικός. Ψαράδες σηκώνουν το παραγάδι τους, συνεχείς θαλασσοσπηλιές με σπάνιους βραχώδεις σχηματισμούς και τυρκουάζ νερά, ένα τοπίο απίστευτης ομορφιάς. Είναι η τελευταία οπτική ευτυχία που μας προσφέρει το νησί, ακριβώς κάτω από την υψηλότερη κορυφή του. Αμέσως μετά, καθώς καβατζάρουμε τον νοτιότερο κάβο, γινόμαστε έρμαια στις διαθέσεις του πουνέντε, που εξαπολύει τις ριπές του με ένταση που ξεπερνάει τα 5 μποφόρ. Τώρα πια η Ιθάκη διακρίνεται πεντακάθαρα στα ΝΔ, ενώ πιο πίσω ορθώνεται η Κεφαλλονιά με τον βαρύ ορεινό της όγκο.
Το ταξίδι της επιστροφής είναι συναρπαστικό στην πολυκύμαντη επιφάνεια της θάλασσας. Με τις οδηγίες του καπετάνιου η Ιουλία Κρίνη απελευθερώνει τα πανιά, την «τζένοα» και μαΐστρο (η «μεγίστη»), που φουσκώνουν με πάταγο στη δύναμη του αέρα. Σβήνει η μηχανή κι ακούγεται μόνον ο φυσικός ήχος των πανιών και των κυμάτων. Δεν είναι λίγες οι φορές που επιλέγουμε την «πλαγιοδρομία», για συναρπαστικότερη συμμετοχή του ανέμου στα πανιά. Τότε, με το ασφαλέστατο σκάφος μισοβυθισμένο στη μια πλευρά, απολαμβάνουμε στο έπακρο τις συγκινήσεις της ιστιοπλοΐας, με ταχύτητα, που κάποιες στιγμές ξεπερνάει τα 8 μίλια.
Απομεσήμερο καβατζάρουμε τον λιμενοβραχίονα στο λιμανάκι του Καστού, πολύ μικρότερων διαστάσεων σε σχέση με αυτό του Κάλαμου. Ο χαμηλός αυχένας στεριάς πάνω απ’ το λιμάνι δεν προστατεύει ολοκληρωτικά από τον ισχυρό πουνέντε, έτσι δημιουργούνται πολλές περιδινήσεις, που δυσχεραίνουν τους ελιγμούς μας.
Τελικά αράζουμε στον ελάχιστο χώρο μεταξύ δύο σκαφών.
Μετά το λιμάνι ανηφορίζουμε ένα τσιμεντένιο δρομάκι και σε δυο λεπτά βρισκόμαστε στην ταβέρνα «Ανεμόμυλος» (τηλ. 26460 91138), με δροσερό αέρα και κορυφαία θέα στις Ακαρνανικές ακτές και στο σύμπλεγμα των Εχινάδων νήσων. Το εστιατόριο είναι πολύ περιποιημένο και ο Χρήστος Τριλίβας ευγενικός και συμπαθέστατος. Επιπλέον τα ωραία μαγειρευτά του φαγητά είναι σε εξαιρετικά καλές τιμές, όπως και τα δυο του ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Το κυρίως λιμάνι καταλήγει σ’ ένα μικρότερο λιμανάκι, απρόσβλητο από κάθε άνεμο, που χρησιμεύει ως αλιευτικό καταφύγιο. Πλατειούλα με πρόσφατη πλακόστρωση, επιμήκες παλιό κτίριο όπου, μεταξύ άλλων, στεγάζονται και τα γραφεία της Κοινότητας και, αμέσως μετά, η μεγάλη επτανησιακού τύπου βασιλική του Αγίου Ιωάννη. Είναι καλυμμένη από επίχρισμα ανοιχτού κίτρινου χρώματος, που δεν μας επιτρέπει ν’ αντιληφθούμε την τοιχοποιΐα. Ούτε από κάποια επιγραφή προκύπτει η χρονολογία ανέγερσης του ναού. Έξω από τον περίβολο ορθώνονται δυο ελαιόδεντρα πολλών αιώνων, ενώ ο αύλειος χώρος είναι στρωμένος με πολλές ορθογώνιες πλάκες. Κοντά στον Αγ. Ιωάννη ο Ηλίας Ανδρέου αναφέρει, ότι εντόπισε όστρακα προερχόμενα από υστεροελληνιστικά αγγεία, εντοπίσθηκαν επίσης ευρήματα ρωμαϊκών και υστεροβυζαντινών χρόνων. Κατά την Α. Γ. Μαντζάλη, «ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δυο καμαροσκέπαστοι τάφοι των πρώιμων χριστιανικών χρόνων, που οι ντόπιοι αποκαλούν «κοιμητήρια». Ο πρώτος βρέθηκε στο κέντρο του υπογείου του ναού και ο δεύτερος δέκα μέτρα νοτιότερα. Η ύπαρξη των τάφων αυτών και η μεγάλη ημικυκλική αψίδα του Αϊ-Γιάννη μας οδηγούν στην υπόθεση, ότι κτίστηκε στη θέση παλαιότερου, πιθανότατα παλαιοχριστιανικού ναού.
Στο εσωτερικό δεσπόζει το επιβλητικό τέμπλο, διακοσμημένο με φύλλο χρυσού και έξοχες φορητές εικόνες. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η αγιογράφηση που καλύπτει την «ουρανία» (οροφή) καθώς και την πρόσθια όψη του εξώστη του γυναικωνίτη. Είναι φιλοτεχνημένη από τον Σπύρο Γαζή, με τόσο έντονη επίδραση από την δυτική τεχνοτροπία, που θυμίζει πίνακες ζωγράφων της Αναγέννησεως. Σύμφωνα με πληροφορίες της Λευκαδίτισσας Αρχαιολόγου Σοφίας Δουκατά – Δεμερτζή, ο Σπύρος Γαζής (1835-1920) υπήρξε από τους σημαντικούς επτανήσιους ζωγράφους, βαθιά επηρεασμένος από την δυτική τέχνη. Έργα του βρίσκονται σε πολλά σημεία της ευρύτερης περιοχής των Επτανήσων, ενώ οι συγκεκριμένες αγιογραφίες του Αγ. Ιωάννη Καστού θεωρούνται από τις πιο αντιπροσωπευτικές και φιλοτεχνήθηκαν το 1886. Οι υπόλοιπες επιφάνειες του εσωτερικού του ναού δεν είναι αγιογραφημένες και είναι απόλυτα λιτές.
Με κατεύθυνση ΒΔ από την πλατεία διασχίζουμε ανηφορικά τον οικισμό, που άρχισε να διαμορφώνεται τον 19ο αιώνα, ενώ ο παλιός οικισμός βρισκόταν πάνω από το ξωκκλήσι του Αγ. Αιμιλιανού, σε υψόμετρο 165 μέτρων, στο υψηλότερο σημείο του νησιού. Κατά τον Α. Μηλιαράκη «αι νήσοι Καλάμου και Καστού ήσαν έρημοι και ακαλλιέργητοι μέχρι του τέλους της 17ης εκατονταετηρίδος, ως τοιαύται δεν παρεχωρήθησαν το 1705 υπό των Ενετών εις την εκ Κεφαλληνίας οικογένειαν Δελλαδέτζιμα, ένεκα υπηρεσιών εν πολέμω και θυσιών, ας αύτη προσήνεγκεν υπέρ της Ενετίας. Έκτοτε δε προσκληθέντων εκ της Ιθάκης και άλλοθεν κατοίκων ήρχισεν η καλλιέργεια των νήσων και ο συνοικισμός χωρίων».
Κατά την Α.Γ. Μαντζάλη «οι Καλαμισιάνοι και οι Καστιώτες υπήρξαν γεωργοί, κτηνοτρόφοι, αμπελουργοί, ψαράδες, ναυτικοί, τεχνίτες και έμποροι. Φημίζονταν στα Επτάνησα για την παραγωγή σίτου, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τους 8 ανεμόμυλους που σώζονται στον Κάλαμο και από τους 2 στον Καστό. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε, ότι παρά τις κατά καιρούς πληθυσμιακές διακυμάνσεις, τα Ιόνια νησιά Κάλαμος και Καστός δεν ερημώθηκαν ποτέ και παρουσιάζουν συνεχή κατοίκηση από την ύστερη νεολιθική εποχή ως τις μέρες μας».
Διασχίζοντας τον οικισμό του Καστού συναντάμε γέρικα ελαιόδεντρα, αμυγδαλιές, βαλανιδιές πετρόχτιστα σπίτια και ταβερνούλα με ωραία θέα. Μετά κατευθυνόμαστε αριστερά και περνάμε κοντά από τον δεύτερο ανεμόμυλο, που διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Κατηφορίζουμε σε τσιμεντόδρομο και, μετά από συνολική χαλαρή διαδρομή 25 λεπτών από την πλατεία του νησιού, καταλήγουμε στο Δ-ΒΔ του άκρο, στον όρμο Σαρακήνικο, εκτεθειμένο μόνον στους Β ανέμους. Μικρός τσιμεντένιος μόλος για λιγοστά πλεούμενα, βραχώδης ακτογραμμή, νησιδάκι στο κέντρο του όρμου, ολόγυρα πλαγιές κατάφυτες με ελαιόδεντρα. Όλος ο Β ορίζοντας φράσσεται σχεδόν από τον ορεινό όγκο του Κάλαμου. Στιγμές απόλυτης γαλήνης και μοναξιάς. Καθώς ανηφορίζουμε για την επιστροφή, ο ήλιος βρίσκει δίοδο μέσα από τα σύννεφα και εμφανίζεται πάνω από τον δίαυλο των δύο νησιών. Είναι ένα απρόσμενα ωραίο ηλιοβασίλεμα, που μας κρατάει απέναντί του ως το σβήσιμο της μέρας. Αργότερα γευματίζουμε όλοι στο δροσερό και εκπληκτικής θέας μπαλκόνι της ταβερνούλας του Γιάννη και της Μαρίας Κεραμιδά, που είχαμε συναντήσει ανηφορίζοντας για Σαρακήνικο. (τηλ. 26460-91127).
Επιτέλους, να και μια παρέα που μιλάει Ελληνικά, αναφωνεί χαρούμενα ο Γιάννης.
Γεύσεις εξαιρετικές, από τα ποικίλα ορεκτικά ως τα φρεσκότατα ντόπια ψάρια, τα ψητά κρέατα και την Ελληνική κουζίνα, εξυπηρέτηση κορυφαία και επαγγελματισμός υψηλού επιπέδου. Δεν είναι τυχαία όλα αυτά. Από το 1999 ο Γιάννης Κεραμιδάς έχει επενδύσει στη δουλειά του, εκτός κεφάλαια και την τριαντάχρονη εμπειρία σκληρής δουλειάς στην Αμερική. Μετά από 6 χρόνια στο νησί είναι βαθιά απογοητευμένος από την γενική αδιαφορία της Πολιτείας (μικρό και ανεπαρκές λιμάνι, πλημμελείς επικοινωνίας με το νησί). Όταν, αργά τη νύχτα, ζητάμε τον λογαριασμό, ο Γιάννης χαμογελάει: «Εσείς ήρθατε από τόσο μακρυά για να προβάλετε τον τόπο μας. Εμείς δεν μπορούμε να κεράσουμε ένα κρασάκι;»
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ
Σήμερα ο πρωϊνός καφές δεν είναι καραβίσιος απ’ τα χαράματα αλλά ωραίος και αβίαστος capuccino στο πολύ προσεγμένο cafe-bar «IL PORTO”, του Παναγιώτη Γιαννούτσου.
Εδώ γνωρίζουμε τον Πρόεδρο της Κοινότητας Πέτρο Γιαννούτσο (ο Καστός περέμενε Κοινότητα για λόγους κυρίως γεωγραφικούς), τον Γραμματέα Γιώργο Τριλίβα που μας προμηθεύει πολύτιμη βιβλιογραφία και άλλους αξιόλογους Καστιώτες, ανάμεσα στους οποίους και τον Θοδωρή Γιαννούτσο, καπετάνιο ποντοπόρων σκαφών.
– Πέρυσι το χειμώνα ήρθα για 4 μέρες στο νησί, λέει κάποια στιγμή ο Θοδωρής. Τα μόνα λεφτά που ξόδεψα ήταν στα εισητήρια.
– Πως συνέβη αυτό, Θοδωρή;
– Δεν υπήρχε στο νησί τίποτε ανοιχτό για να ξοδέψω τα λεφτά μου.
Ο Πρόεδρος μας παραχωρεί ένα φορτηγάκι της Κοινότητας, που έχει μετατραπεί σε πυροσβεστικό. Διασχίζουμε προς τα Β τον οικισμό και συναντάμε χωματόδρομο, που μας οδηγεί στην ενδοχώρα. Εξαιρετικά μακρόστενο νησί ο Καστός, σαν λόγχη που επιπλέει στη θάλασσα, «νήσος χθαμαλή, μακρά και στενή, μήκους 7.500 μέτρων, πλάτους μεγίστου 900 μέτρων και εμβαδού 8,4 τετρ. χλμ», κατά τον Μηλιαράκη.
Ο πρόσφατα ανοιγμένος και άγριος, σε ορισμένα σημεία, χωματόδρομος διασχίζει συνεχείς ελαιώνες με γέρικες ελιές, κάποιες από τις οποίες είναι αληθινά μνημεία της φύσης. Μετά από 6 χλμ. περίπου καταλήγουμε στο βορειότερο άκρο του νησιού, απέναντι από τον οικισμό του Κάλαμου (αποστάσεις μισού μιλίου κατά τον Μηλιαράκη) και πάνω από την νησίδα Προβάτι. Ο δρόμος, ως ασφάλτινος πια, επιστρέφει διασχίζοντας τα ΒΑ παράλια του νησιού, αποκαλύπτοντάς μας και από το εσωτερικό όλους τους θεαματικούς κολπίσκους και ακτές, που είχαμε θαυμάσει από την θαλάσσια διαδρομή μας.
Με θάλασσα ήρεμη, αποχαιρετάμε κατά τις 11 τον Καστό με πλώρη προς τα ΒΔ, για Μεγανήσι. Πρώτη στεριά που συναντάμε στα ενδιάμεσα είνι η Φορμίκουλα (που στην ουσία είναι δύο νησιά, αφού υπάρχει και η μικρή). Η επιφάνεια των μικρών νησιών είναι επίπεδη, κατάφυτη με σχοίνους και εξέχει μόλις μερικά μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Βραχώδεις ακτές, μικροσκοπικοί αμμουδεροί ορμίσκοι ανάμεσά τους, κάποιες βραχοσπηλιές. Το τμήμα του νησιού στα Ν-ΝΔ και Δ είναι πολύ απόκρημνο και το σκούρο χρώμα των πετρωμάτων θυμίζει ηφαιστειακή προέλευση. Σ’ αυτές τις ακτές υπάρχει και ένα λευκό εικονοστάσι, ενώ στο ΒΔ τμήμα του νησιού μικρός φάρος. Πολλοί γλάροι υπερίπτανται των ακτών και δείχνουν να ενοχλούνται από την παρουσία μας εξαιτίας των νεοσσών.
Ήδη κατευθυνόμαστε προς τον δίαυλο, ανάμεσα σε Μεγανήσι και Κυθρό. Η ιδιομορφία της ερημονησίδας, σε σχέση με τα υπόλοιπα νησιά, είναι η ανύπαρκτη σχεδόν βλάστηση στο έδαφός της. Ογκώδες νησάκι, 6ο σε σειρά μεγέθους σε σχέση με τα υπόλοιπα, έχει σ’ ολόκληρη την ΝΑ πλευρά μόλις 8-10 δέντρα, ενώ σ’ ένα μικρό τμήμα της ΒΑ ακτής φύονται πάνω από τη θάλασσα, κοκκινωποί φλόμοι και μερικές δεκάδες πεύκα. Ακριβώς απέναντι η τέλεια αντίθεση. Σε απόσταση μικρότερη των 700 ορθώνεται η επιβλητική ακτή του Μεγανησιού, με θεαματικότατους βράχους και πυκνή βλάστηση. Ήδη βρισκόμαστε στον δίαυλο. Σε απόσταση μόλις 15 μέτρων απ’ την ακτή του Μεγανησιού το βάθος κυμαίνεται ανάμεσα στα 40 και 60 μέτρα. Τα νερά είναι τυρκουάζ, οι βράχοι είναι λείες φέτες με κιτρινωπές και ροζ αποχρώσεις που καταλήγουν κάθετα σε ορμίσκο, μια εικόνα εκπληκτική απέναντι στην ταπεινή και απρόσωπη Κυθρό. Ωστός, ανάμεσα στις αγριελιές, τους φλόμους και τους σχοίνους της νησίδας, ακούγονται βελάσματα αθέατων κατσικιών, που κυκλοφορούν ελεύθερα στο νησί και «είναι ιδιαιτέρως νόστιμα, αφού πίνουμε μόνον θάλασσα», συμπληρώνει ο καπετάνιος.
Ολοκληρώνοντας τον περίπλου του νησιού παρατηρούμε ότι οι Ν ακτές είναι εντελώς άγονες, με ελάχιστα ανεμοδαρμένα πευκάκια, ενώ οι Δ, είναι, από γεωλογική άποψη, οι πιο θεαματικές και ενδιαφέρουσες.
Παραπλέουμε ήδη την μακρότατη και τόσο στενή Δ-ΝΔ ακτή του Μεγανησιού, που στο σχήμα και στο μήκος θυμίζει τον Καστό και εξέχει τόσο παράξενα από τον κορμό του υπόλοιπου νησιού. Απόκρημνη ακτή, βραχώδης και αφιλόξενη, κατάφυτη με σχοίνους και πουρνάρια, με μικροσπηλιές και χαραδρώσεις που δημιουργούν ανάμεσά τους απόκρυφους ορμίσκους, νερά «κρεμαστά», με βάθος πολλών δεκάδων μέτρων δίπλα στην ξηρά. Ακρωτήριο με εντυπωσιακούς κοκκινωπούς βράχους, που από ύψος 40 μ. εισχωρούν κάθετα στη θάλασσα, συνεχείς θαλασσοσπηλιές με αγριοπερίστερα και ανάμεσά τους η γνωστή με την ονομασία «Του Παπανικολή», μετά η μικρότερη αλλά όμορφη και με ευκολότερη πρόσβαση σπηλιά «Του Γιοβάνη», βράχοι και νερά διαφόρων χρωματισμών. Οι συναρπαστικές εικόνες δεν έχουν τελειωμό.
– Αυτές τις εικόνες δεν μπορείς να τις δεις απ’ τη στεριά, λέει ο καπετάνιος. Μόνον από τη θάλασσα έχεις ρεαλιστική άποψη για την μορφολογία μιας ακτής. Στρέφουμε Β, στο πλησιέστερο σημείο προς τη Λευκάδα. Προβάλλει απέναντί μας το κατάφυτο νησάκι της Θηλειάς. Η ακτή χάνει σταδιακά τον άγριο χαρακτήρα της. Επιτέλους, να κι ένας ήπιος ορμίσκος, με λεπτό βότσαλο, τυρκουάζ νερά και ελιόδεντρα που φτάνουν ως τη θάλασσα. Ήρεμη ακτογραμμή, φιλικά νερά, καϊκάκι που αποβιβάζει ξένους για κολύμπι. Είναι η αμμουδερή παραλία του Αϊ-Γιάννη, με το ομώνυμο εκκλησάκι, όπου καταλήγει και οδικό δίκτυο από το Σπαρτοχώρι. Διαπλέουμε τον στενό δίαυλο ανάμεσα Μεγανήσι και Θηλιά. Η βλάστηση των δυο νησιών είναι πυκνή και πανομοιότυτη, ελαιόδεντρα, πουρνάρια, σχοίνοι και κυπαρίσσια. Πολλά ιστιοφόρα ελκύονται από την ηπιότητα του τόπου. Μετά από τόσες ώρες στο ανοιχτό κατάστρωμα κάτω από τον ήλιο, επιστρέφουμε στη σκιά και στη δροσιά της πρύμνης. Εδώ έχουμε service θαλαμηγού, ο καπετάνιος μας περιμένει με παγωμένες μπύρες.
– Τελειώνουν τα βάσανά μας στις αφιλόξενες ακτές, λέει χαρούμενα. Επιστρέφουμε στον πολιτισμό.
Παρακάμπτουμε τον όρμο «Σπηλιά» με το εντυπωσιακό Σπαρτοχώρι να κρέμεται από πάνω του και συνεχίζουμε για «Βαθύ». Απομεσήμερο αράζουμε σ’ έναν ασφαλέστατο ορμίσκο, μερικές εκατοντάδες μέτρα ΝΔ απ’ το Βαθύ, στην μικρή ξύλινη προκυμαία της ταβερνούλας «ΚΑΡΝΑΓΙΟ». Εδώ μας περιμένει ο Γιώργης Τσολάκης.
ΜΕΓΑΝΗΣΙ
Η ονομασία «ΚΑΡΝΑΓΙΟ» της ταβερνούλας του Τσολάκη δεν είναι τυχαία. Στον μυχό του ορμίσκου που ονομάζεται «Ταρσανάς» λειτουργούσε κάποτε ναυπηγείο, όπου κατασκευάζονταν ψαροκάικα και βάρκες. Από το – δυσεύδρετο πια – βιβλίο «ΜΕΓΑΝΗΣΙΩΤΙΚΑ», που με εξαιρετική ευγένεια μας παραχώρησε ο συγγραφέας του Κώστας Πάλμος, σταχυολογούμε μερικές σύντομες πληροφορίες για το νησί.
Το Μεγανήσι λοιπόν είναι κομμάτι της Λευκάδας και οι κάτοικοί του Λευκαδίτες. Γεωλογικά είναι συνέχειά της και ιστορικά ένα παιδί της, που βαδίζουν μαζί χιλιάδες χρόνια τον ίδιο δρόμο. Το μεγαλύτερο ορεινό συγκρότημα είναι οι «Ράχες» με υψόμ. 301μ., ενώ Α είναι το συγκρότημα της Σκίζας με υψόμ. 174 μ. Στα ΝΑ εκτείνεται η μακρόστενη ακτή που καταλήγει στο ακρωτήρι Κεφάλι, ενώ στα Β-ΒΑ παρατηρείται ο μεγάλος διαμελισμός των ακτών με τους πέντε όρμους: Σπήλια, Βαθύ, Μπάλου, Αμπελάκι και Αθερνού.
Το αρχικό όνομα του νησιού ήταν Τάφος και το έλαβε από τον πρώτο του οικιστή και βασιλιά, τον Τάφιο. Ο Όμηρος αναφέρει, ότι βασίλευσε στους Ταφίους ο Αγχίαλος, άνθρωπος συνετός και καρδιακός φίλος του Οδυσσέα και μετά απ’ αυτόν ο γιος του Μέντης. Με τη μορφή του Μέντη παρουσιάστηκε η Αθηνά στον Τηλέμαχο και του έδωσε θάρρος με τα παρακάτω λόγια: «Μέντης Αγχιάλοιο δαΐφρονος εύχομαι είανι υιός, ατάρ Ταφίοισι φιληρέτμοισιν ανάσσω» (Οδύσ. α΄ 180-181). (Το έχω καύχημά μου πως είμαι ο Μέντης ο γιος του φρόνιμου Αγχίαλου κι είμαι βασιλιάς στους ναυτικούς Ταφίους).
Γι’ αυτόν τον μυθικό ηγεμόνα των Ταφίων, ο Δήμαρχος του Μεγανησίου Βασίλης Σακκάς έγραψε ένα λυρικό κείμενο, που δημοσιεύουμε αυτούσιο:
ΜΕΝΤΗΣ Ο ΤΡΙΣΧΙΛΙΟΧΡΟΝΟΣ, ΜΕΝΤΗΣ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ, Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ.
«Χιλιοτραγουδιστή Όμηρε, παίξε με το πολύχρωμο δοξάρι σου και δείξε μας εικόνες για τους ηγεμόνες της αρχαίας Ελληνικής δόξας, πες μας για τους γήινους θεούς, για τις γαλανομμάτες κόρες τους και θεές, για τους ημίθεους, τους μικρούς και μεγάλους ηγεμόνες, άρχοντες της εποχής εκείνης, πες μας για το δικό μας ηγεμόνα βασιλιά τον Μέντη, το γιο του Αγχίαλου του Ομηρικού γίγαντα, που ήταν φίλος του Δυσσέα του Λευκαδίτη.
Τραγούδισέ μας με τον όμορφο στίχο σου στους αγώνες των ανθρώπων, των ηγεμόνων και πες μας για τους Ταφίους ή Τηλεβόες που ήταν Μυκηναίοι στην καταγωγή και είχαν άμετρα καράβια και ταξίδευαν κι άραζαν στα μοναδικά στον κόσμο λιμάνια, κυρίως στο Ταφίον, σημερινό Βαθύ, που για να τα προστατέψουν από τους καιρούς κατασκεύαζαν δύο κυκλώπειους λιμενοβραχίονες – ο ένας νάτος – στη βάση του βρίσκονται πελώριοι βράχοι 3-5 τόνων.
Οι δικοί μας ναυτικοί ταξίδευαν σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο, στην Ιταλία, στην Αφρική και – καθώς γράφει ο Βιργίλιος στην Αινειάδα, «το σημερινό Κάπρι της Ιταλίας είναι αποικία των Ταφίων του Μέντη, του δικού μας αρχηγού και ηγεμόνα.
Στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» αναφέρεται, ότι οι Τάφιοι με τα πλοία τους μετέφεραν στην Τροία τον στρατό του βασιλιά του Δουλιχίου Μέγη. Ο Μέντης, λέγει ο Όμηρος, εκαυχάτο ότι: «είμαι περήφανος που είμαι γιος του φρόνιμου Αγχίαλου και κυβερνώ τους ναυτικούς Ταφίους».
Αυτός ήταν ο Μέντης ο δικός μας ηγεμόνας, ο βασιλιάς των Ταφίων, έτσι η ναυτική παράδοση των Ταφίων έμεινε ζωντανή από τότε μέχρι σήμερα. Ακόμα και ο μεγάλος δικός μας ήρωας Γεροδήμος ή Δημοτσέλος του 1821 κατέβηκε από το Σπαρτοχώρι στη Λευκάδα να μπαρκάρει στα καράβια και αργότερα στο Λεσίνι έκανε στόλο που κυνήγησε τα τούρκικα καράβια.
Αυτός ήταν ο Μέντης, αυτοί είναι οι Τάφιοι οι Μεγανησιώτες, πάντα οι ίδιοι».
Ο Κώστας Πάλμος στο βιβλίο του αναφέρει πολλές άγνωστες πτυχές για τη ζωή και τη δράση του οπλαρχηγού της Επανάστασης του ’21 Δήμου Φερεντίνου ή Δήμου Τσέλιου από το Σπαρτοχώρι (1785-1854). Από το 1821 ως το 1829 έλαβε μέρος σε 12 εκστρατείες, 12 πολιορκίες, 39 μάχες και τραυματίστηκε 3 φορές, ενώ το 1825 η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος τον προβίβασε σε Στρατηγό. Τα οστά του είναι τοποθετημένα στον Κήπο των Ηρώων στο Μεσολόγγι, όπου υπάρχει και μαρμάρινη στήλη με το όνομά του.
Μετά την συντομότατη αναφορά μας στο παρελθόν αρχίζει η περιήγησή μας στο Μεγανήσι με ξεναγό μας τον Γιώργο Τσολάκη. Και πρώτα στον διπλανό οικισμό Βαθύ με το ομώνυμο λιμάνι, που οφείλει κυρίως το όνομά του στο ότι ο όρμος εισχωρεί βαθιά στην ξηρά.
Επιβλητικός ναός του Αγ. Βησσαρίωνα με χρονολογία 1910 στο μαρμάρινο υπέρθυρο, γραφικά ουζερί και ταβερνάκια πλάι στη θάλασσα, παραδοσιακό καφενείο το «ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ». Παρατηρούμε κάποια σπίτια με μπαλκονόπορτα στην πρόσοψη αλλά χωρίς μπαλκόνι! Ανάμεσά τους και ένα ωραίο πετρόχτιστο του 1930. Το Βαθύ είναι οικισμός άνετος και ωραίος, το επίκεντρο της διασκέδασης του νησιού. Στο τέλος της παραλίας είναι αραγμένο το ταχύπλοο ασθενοφόρο σκάφος του Δήμου Μεγανησίου για επείγουσες μεταφορές ασθενών. Αμέσως μετά αρχίζει προς τα Β με παραθαλάσσια διαδρομή με γραφικότατους ορμίσκους με γαλήνια νερά και πλούσια βλάστηση που φτάνει ως τη θάλασσα. Παντού κότερα αραγμένα και εξοχικές κατοικίες ξένων, που έχουν αγοράσει μεγάλες εκτάσεις. Η κυκλική πορεία μας ξαναφέρνει στο Βαθύ. Παραδοσιακά σπίτια με άφθονα λουλούδια, τεράστια ελαιόδεντρα, περίτεχνες ξερολιθιές που οριοθετούν ιδιοκτησίες, σε περίοπτη θέση η Δημοτική Βιβλιοθήκη που λειτουργεί καθημερινά και ιδρύθηκε το 1957 με πρωτοβουλία του δάσκαλου Αποστόλη Κατωπόδη σε χώρο που δώρισε ο Αντώνης Καββαδάς. Μια κοινωνία, που εκτός από τον τουρισμό, δεν ξεχνάει τον πολιτισμό.
Με σύντομο μονοπάτι βγαίνουμε πάνω από τον όρμο Αμπελάκι. Απόλυτη γαλήνη, δυο ταβερνάκια δίπλα στην ακτή, τοιχαλάκι φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από βότσαλα της θάλασσας. Απέναντι το Κατωμέρι με τις κεραμοσκεπές του. Αμέσως μετά ο κόλπος του Αθερινού, βαθύτατος, ένα απόλυτα προφυλαγμένο φυσικό λιμάνι με μεγάλη χωρητικότητα σκαφών. «Και με πολύ καλούς ψαράδες», συμπληρώνει ο Γιώργης, που την ώρα αυτή ετοιμάζουν τα παραγάδια τους. Ανάμεσα στους σωρούς των κίτρινων διχτυών ξεχωρίζει και ένας καφέ σωρός, για παλαμίδες, όπως μας εξηγεί ο Γιώδργης. Ολόγυρα άφθονες μυρτιές με το λογχοειδές τους φυλλαράκι, ανάμεικτες με σχοίνους, που διαφέρουν μόνον από το ωοειδές σχήμα των φύλλων τους και τη διαφορετική δομή, πιο λεπτή και ευχάριστη της μυρτιάς, πιο αψιά του σχοίνου. Ανάμεσά τους αβατσινιές και πουρνάρια σε αγαστή συνύπαρξη.
«Βάτος, πουρνάρι, μυρτιά και σχοίνος, όλα μαζί στην αγκαλιά του Αθερινού», συμπληρώνουν με ποιητική διάθεση οι φίλοι μου.
Εγκαταλείπουμε τον υπέροχο όρμο με τις ωραιότερες εντυπώσεις, και συνεχίζουμε προς την άκρη του, όπου η τοποθεσία «Φανάρι», μια έξοχη παραλία με λεπτό βοτσαλάκι και αμμουδιά. Ένας στενός, στρωμένος με βότσαλα δρόμος, μας οδηγεί μετά από 500 μ. στο ακρωτήρι με τον φάρο. Εδώ αλλάζει ο καιρός, αμέσως μας δροσίζει ο γραίγος. Η ακτή είναι πετρώδης και αφιλόξενη. Απέναντι στ’ ανατολικά η Επισκοπή του Κάλαμου και ο Μύτικας. Ψηλά η κωνοειδής κορυφή του Μπούμιστρου.
Επιστρέφουμε στον Αθερινό και κατευθυνόμαστε στο Κατωμέρι. Περνάμε από τον κοιμητηριακό ναό των Αγ. Κων/νου και Ελένης. Ο επίτροπος Στέφανος Πάλμος μας ανοίγει με το κλειδί του την εκκλησία. Παμπάλαιο πλακόστρωτο δάπεδο και πετρόχτιστο τέμπλο λιτότατο αλλά εξ ολοκλήρου ζωγραφισμένο με αγιογραφίες στη θέση των συνήθων φορητών εικόνων. Σ’ ένα σημείο του τέμπλου ανορθόγραφη επιγραφή μας πληροφορεί, ότι ανακαινίσθηκε το 1840. οι μόνες τοιχογραφίες που σώζονται στο ναό είναι του Αγ. Γερασίμου, τμήμα του Αγ. Γεωργίου με το άλογο και η Πλατυτέρα στην κόγχη του Ιερού.
Φτάνουμε στο Κατωμέρι, με τον ωραίο ανεμόμυλο του «Μπακκόλα». Στενοί πλακόστρωτοι δρόμοι, Δημαρχείο όπου μας υποδέχεται ο Δήμαρχος Βασίλης Σακκάς, όμορφα πέτρινα σπίτια με λουλούδια και κυρούλες στις αυλές τους. Με στενό τσιμεντόδρομο κατηφορίζουμε από το Δημαρχείο για το Πόρτο Ελιά, έναν κολπίσκο με λεπτό βοτσαλάκι και μερικά ενοικιαζόμενα δωμάτια. Η φύση είναι έξοχη, σχηματίζουν τείχος οι μυρτιές.
Πάνω από το Πόρτο Ελιά μια πινακίδα μας δείχνει προς την παραλία «Μπαμπαρέζου» και «Λουτρολίμνη». Ένας δρόμος υπό προσεχή ασφαλτόστρωση μας οδηγεί μετά από 2 χλμ. στην ωραία βοτσαλωτή παραλία και δίπλα της σε μια λασπολίμνη, με διαστάσεις περίπου 80 Χ 40 μ. Η λάσπη της έχει μυρωδιά θείου και θεωρείται ιαματική. Από το Κατωμέρι και πάλι κατευθυνόμαστε προς την παραλία Λιμονάρι. Μια καλή άσφαλτος καταλήγει μετά από 1,2 χλμ. σ’ έναν απίστευτα όμορφο και απόκρυφο κολπίσκο, με αμέτρητα λεία βοτσαλάκια και άνοιγμα που δεν ξεπερνάει τα 60 μέτρα. Περικλείεται από θεαματικούς βράχους με ομαλές επιφάνειες, που σε συνδυασμό με τα διάφανα νερά, συνθέτουν μια εικόνα μοναδικής ομορφιάς. Αδύνατον ν’ αντισταθούμε στο κάλεσμα αυτής της θάλασσας αγκαλιάς.
Από το Κατωμέρι συνεχίζουμε για Σπαρτοχώρι. Γραφικότατο κι αυτό, χτισμένο σ’ ένα εντυπωσιακό μπαλκόνι με κορυφαία θέα προς τη θάλασσα. Κι εδώ δρόμοι στενοί, κάποια πετρόχτιστα σπίτια ωραιότατα, ταβερνάκια και καφενεία γραφικά σε απρόβλεπτες γωνιές. Λίγο πιο κάτω η πλατειούλα με την προτομή του αδικοχαμένου λιμενοφύλακα Μαρίνου Ζαμπάτη, ένα σημείο ρεμβασμού με απαράμιλλη θέα στον κόλπο Σπήλια. Από κάτω, στα έγκατα του πελώριου βράχου, η «Σπηλιά του Κύκλωπα», απ’ όπου ο όρμος πήρε το όνομά του.
Κατηφορίζουμε για λίγο με κλειστές δύσκολες στροφές και καταλήγουμε στην παραλία. Τρεις ταβέρνες με τραπεζάκια πλάι στη θάλασσα, ψαρόβαρκες και δεκάδες σκάφη αναψυχής. Εδώ πιάνει αρχικά το F/B από το Νυδρί, για να συνεχίσει στο Βαθύ. Ένα ταβερνάκι με τα τραπεζάκια του εισχωρεί κυριολεκτικά μέσα στη θάλασσα.
Μετά την πολύωρη περιήγησή μας με τις τόσες πολυποίκιλες εικόνες καταλήγουμε αργά το βράδυ στο αραξοβόλι μας, δίπλα στο «ΚΑΡΝΑΓΙΟ» του Τσολάκη. Δέντρα, γρασίδι, ωραίες εγκαταστάσεις, τραπεζάκια πάνω από τη θάλασσα. Οι δύο Μεγανησιώτες μάγειροι του Γιώργη, ο Μήτσος και ο Ντίνος, με προϋπηρεσία στη θάλασσα και σε διάφορα μαγαζιά, γεμίζουν το τραπέζι μας με τις γευστικές τους δημιουργίες, ποικίλα ορεκτικά, φρεσκότατα ψάρια και το περίφημο «μπουρδέτο» ή «μπουργκέτο». Είναι η χυλωμένη κακαβιά των Επτανήσων, που, με διάφορες παραλλαγές, βασίζεται πάντα σε οποιοδήποτε φρέσκο βραστόψαρο, λάδι και μερικά λαχανικά. Το λευκό Λευκαδίτικο κρασί ρέει άφθονο, το κέφι είναι αμείωτο ως αργά και πίνουμε όλοι στην υγειά του Δημάρχου, που μας προσφέρει το τραπέζι.
ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ ΣΤΑ ΣΥΒΟΤΑ.
Ηλιοφάνεια και ήρεμος καιρός. Τις πρωϊνές ώρες συμπληρώνουμε την περιήγησή μας και, μεταξύ άλλων, επισκεπτόμαστε το Καθολικό της παλιάς μονής του Αγ. Ιωάννη, που κάποτε φημίζετο για την κτηματική της περιουσία. Βρίσκεται στην ομώνυμη Δ παραλία του νησιού. Ξεναγός μας είναι ο μάστορας μαραγογλύπτης Μπάμπης Μακρής, που αποπερατώνει το επιβλητικό λίθινο τέμπλο από πωρόλιθο Κρήτης, «συμβατό στο χρώμα και στην υφή με τα περιθυρώματα και γεισώματα του εξωτερικού της εκκλησίας», όπως μας εξηγεί. Η εκκλησία είναι ανακαινισμένη το 1877, «μετά 400 έτη», σύμφωνα με την αναφορά στο μαρμάρινο υπέρθυρο. Στο Ν και Β εξωτερικό τμήμα του ναού σώζονται υπολείμματα της παλιάς λιθοδομής, καθώς και υπολείμματα κελιών στα Α του ανού, χαμένο μέσα στους σχοίνους. 500μ. μετά το ναό βρίσκεται η ομώνυμη λιμνούλα,, που την χωρίζει μια στενή γλώσσα στεριάς από την υπέροχη ακτή.
Πριν αναχωρήσουμε, ο Γιώργης Τσολάκης μας προσφέρει ένα τελευταίο ουζάκι στη δροσούλα. Αποχαιρετάμε το φιλόξενο «ΚΑΡΝΑΓΙΟ» και το φιλόξενο Μεγανήσι, με τους 800 μόνιμους κατοίκους και τους 3000 θερινούς, που μαζί με τους επισκέπτες ξεπερνούν τις 6.000. Τα 30 τουλάχιστον μικρά και μεγάλα του λιμανάκια γεμίζουν κάθε χρόνο από τουλάχιστον 15.000 (!) σκάφη αναψυχής.
Κατευθυνόμαστε Δ για τη Θηλειά, το συμπαθητικό αυτό νησάκι, που δεν ξεπερνάει σε ύψος τα 30μ., περιβάλλεται από βραχώδη ακτογραμμή και καλύπτεται με πυκνή βλάστηση που φτάνει ως τη θάλασσα. Παίρνουμε Ν πορεία προς το «Αρκούδι», το τελευταίο νησάκι που έχει απομείνει. Με μέγιστο υψόμετρο 134 μ., το Αρκούδι είναι ένα ογκώδες νησί με έκταση 4,6 τετρ. χλμ. και περίμετρο 4,5 μιλίων. Όπως και η Άτοκος, ανήκει στην Ιθάκη. Καλύπτεται με πυκνή θαμνώδη βλάστηση, ενώ το Β-ΒΑ του τμήμα είναι κατάφυτο από μεγάλα πεύκα και κυπαρίσσια. Στο ΝΑ άκρο του νησιού σχηματίζεται μια μικρή χερσόνησος, που από μακρυά μοιάζει με νησάκι, στην πραγματικότητα όμως συνδέεται με στενή χλωρίδα στεριάς με τον κυρίως κορμό. Εκτός από έναν ορμίσκο προφυλαγμένο από τον πουνέντε, το νησί είναι γενικά αλίμενο, με βραχώδεις ή και απόκρημνες ακτές, μερικές θαλασσοσπηλιές και γκρίζους ασβεστόλιθους ή απότομους κοκκινωπούς βράχους. Ένας τόπος συνολικά αφιλόξενος και δυσπρόσιτος.
Παίρνουμε Β πορεία προς τα Σύβοτα, αυτόν τον περίκλειστο από παντού μεγάλο κόλπο, που ο μυχός του είναι αθέατος, ακόμη και από το στόμιο. Ο δυνατός μαΐστρος που μας δρόσιζε ως τώρα, αιχμαλωτίζεται αιφνιδιαστικά από τον όγκο των βουνών και καταλαγιάζει εντελώς.
Στα Σύβοτα είναι άμεσα ορατά τα αποτελέσματα της ανάπτυξης. Τουλάχιστον 40 ιστιοπλοϊκά είναι πυκνά δεμένα στην μεγάλη κυκλική προκυμαία, ενώ αρκετά παραμένουν αρόδο. Ψαροταβέρνες, καφέ, ουζερί, καταστήματα, αρκετά σπίτια. Κάποια είναι ήδη χτισμένα στις αντικρινές κατάφυτες πλαγιές με αμφιλεγόμενη επίδραση στην μελλοντική αισθητική του τοπίου των Σύβοτων.
Μας υποδέχεται στην προκυμαία η κυρα Σπυριδούλα, μπροστά στην ταβέρνα της, πασίγνωστη ήδη από το 1970. Υπέροχο το μαγαζί, με κορυφαία θέα στον κόλπο, με τραπεζάκια πάνω απ’ το νερό και δεύτερο όροφο πνιγμένο στα αναρριχητικά και τις μπουκαμβίλιες. Ετοιμαζόμαστε να παραγγείλουμε αλλά μας σταματάει.
– Θα κανονίσω εγώ. Γαύρος μαρινάτος, ποικίλα ορεκτικά, δροσερό Λευκαδίτικο κρασί και μετά όλα τα καλά της ντόπιας θάλασσας, μπαρμπούνια, σκαθάρια, ζαργοί, συναγριδάκια και γαρίδες.
– Την άλλη φορά θα σας έχω αστακομακαρονάδα, λέει η κυρα-Σπυριδούλα, γεννημένη στα ορεινά των Χορτάτων αλλά τα τελευταία 40 χρόνια πλάι στη θάλασσα.
Απογευματινός καφές και βραδινό ποτό στο υπέροχο καφέ «Λιοτρίβι», σε κορυφαίο σημείο στο ΝΑ άκρο της παραλίας. Σκάφη διαφόρων εθνικοτήτων περνούν συνεχώς από μπροστά μας. Για κάποιους οι διακοπές μόλις αρχίζουν και για κάποιους άλλους πιθανότατα τελειώνουν. Όπως οι δικές μας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το πιο συναρπαστικό ταξίδι κρατούσε ο καπετάνιος για το τέλος.
– Ετοιμαστείτε για τον περίπλου της Λευκάδας, μας λέει το επόμενο πρωί. Τι να πρωτοπεί κανείς γ’ αυτή την εμπειρία. Ως το μεσημέρι όλες οι διάσημες ακτές του νησιού περνούν από τα μάτια μας. Κάποια στιγμή θα τις ζήσετε μαζί μας.