Την Κρεμαστή Λάρισα δεν την επισκέπτεται οποιοσδήποτε περαστικός ή ταξιδιώτης. Την ανακαλύπτει ύστερα από πολύ μόχθο κι επιμονή.
Η πελασγική Κρεμαστή Λάρισα που δεσπόζει στον ορίζοντα χτίστηκε εδώ πάνω, για να μπορεί να εποπτεύει όλο τον ορίζοντα της κεντρικής Ελλάδας.
Εποπτεύει τρεις θάλασσες, τη διάβαση των Θερμοπυλών, αλλά και της Εύβοιας. Η ιστορία της Πελασγίας χάνεται στα βάθη των χρόνων. Το φρούριο με τα Πελασγικά τείχη που απέχει 6,3 χιλιόμετρα από το σημερινό χωριό της Πελασγίας, αποκαλείται Κρεμαστή Λάρισα, γιατί μοιάζει να κρέμεται από την πλαγιά του λόφου.

Ο τίτλος αποτελείται από τέσσερις περίεργες αν όχι συνθηματικές λέξεις. Λέξεις που είναι προσφιλείς σε ερευνητές και σε αρχαιολόγους. Στον άλλο κόσμο όμως; Ο απλός αναγνώστης σαν τις ακούσει έτσι ξεκάρφωτες θ’ ακουμπήσει περισσότερο στην Κρεμαστή και λιγότερο στη Λάρισα. Αφήστε που διερωτάται αν οι λέξεις είναι σωστές και τοποθετημένες σε μια ορθή συντακτική σειρά. Κι όμως και υπολείμματα πελασγικών τειχών υπάρχουν και η τοποθεσία Κρεμαστή Λάρισα. Κι έχουν και τα δυο την αιτιολογία τους. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Διέσχιζα την Πελασγία, όταν στην κεντρική πλατεία του γραφικού χωριού, καρφωμένη πάνω στον κορμό του πλάτανου, διέκρινα μια πινακίδα της αρχαιολογικής Υπηρεσίας δείχνοντας ότι κάπου έξω από το χωριό υπήρχε το κάστρο της Κρεμαστής Λάρισας.
Στάθηκα να φωτογραφίσω την πινακίδα κι όχι ν’ αναζητήσω την περιοχή. Επειτα έστριψα για την Εθνική Οδό και το περιστατικό έπεσε στη λήθη.
Τέτοιες χαρακτηριστικές πληροφορίες όμως δεν ξεχνιούνται εύκολα! Τι να είναι η Κρεμαστή Λάρισα;
Ξεκινώντας από το Βόλο το κοντέρ έγραψε πενηνταοκτώ χιλιόμετρα ακριβώς μέχρι τη στροφή των Αγίων Θεοδώρων. Από εκεί και μέχρι τη Γάβριανη, (τελευταίο χωριό του νομού Μαγνησίας), απαιτήθηκαν άλλα τέσσερα χιλιόμετρα. Από τη Γάβριανη ο δρόμος αλλάζει δραματικά και μέχρι να φτάσω στον Κυπαρισσώνα, το πρώτο χωριό του νομού Φθιώτιδας, θα χρειαστεί να οδηγήσω σε κακοτράχαλο και παρατημένο οδικό δίκτυο για έξι δραματικά χιλιόμετρα.
Μπαίνοντας στον Κυπαρισσώνα συναντώ έναν ραχιτικό ξωμάχο που φυλάει Θερμοπύλες στο ξεχασμένο κι απ’ το Θεό χωριό της ανατολικής Οθρης.
“Μπάρμπα – Τάσο πως θα πάω στο κάστρο της Πελασγίας” τονε ρωτώ. Δεν τολμούσα να το αποκαλέσω Κρεμαστή Λάρισα.
“Λίγο έξω από το χωριό θα δεις ένα δρόμο να στρίβει δεξιά. Πάρτον και θα σε βγάλει εκεί που θες. Αλλά πρόσεξε, μην πας κι εσύ να πάρεις καμιά πέτρα, από κείνες που ψάχνουν οι πιτήδειοι…”
Χαιρέτησα τον μπαρμπα Τάσο, τον διαβεβαίωσα πως δεν είμαι από κεινούς τους “πιτήδειους” και τράβηξα το δρόμο για δύο ακόμη χιλιόμετρα, στην κατεύθυνση προς Πελασγία.
Στα 69 χιλιόμετρα ακριβώς, από το Βόλο, άφηνα την άσφαλτο κι έπαιρνα έναν ανηφορικό χωματόδρομο, μέτριας βατότητας, που με οδηγούσε στα ψηλώματα της Οθρης. Στο σημείο εκείνο υπάρχει μια ξύλινη πινακιδούλα που γράφει “Προς Κάστρο”.
Ομως ο δρόμος βούλιαζε σε λακκούβες κι έτσι αποφάσισα να αφήσω το αμάξι και να συνεχίσω με τα πόδια, προς αναζήτηση της Κρεμαστής Λάρισας.
Από το σημείο αυτό του χωματόδρομου και μέχρι να φτάσω στο λόφο του Κάστρου μεσολάβησαν τα επόμενα χαρακτηριστικά σημάδια – σταθμοί που αξίζει να αναφερθούν για όσους έχουν την περιέργεια και την επιθυμία να πατήσουν τα κυκλώπεια ντουβάρια του πελασγικού κάστρου.
Στα 200 μέτρα από τη στροφή υπάρχει ένα τσίγκινο καλύβι που πρέπει να το περάσω στρίβοντας αριστερά. Στα 400 μέτρα διακρίνω δεξιά στο ανάχωμα ίχνη από φρουριακή περιτείχιση. Στα 1100 δεξιά μου υπάρχει μελισσώνας. Στα 1400 μέτρα διασχίζω φράχτη με σιδερόπορτα. Στα 1700 διασχίζω βαθύσκιο ρέμα και στα 1800 μέτρα περνάω κάτω από ψηλούς πυλώνες της ΔΕΗ.
Χρειάζομαι ακόμη διακόσια μέτρα, για να πλησιάσω το ανοιχτό μέτωπο του λόφου που ανοίγεται μπροστά μου σαν πυλώνας και το οποίο σηματοδοτεί την είσοδο στην αρχαία ακρόπολη της Κρεμαστής Λάρισας.
Όπως είναι γνωστό η αρχαία ελληνική πόλις χτιζότανε σ’ ένα ύψωμα, ώστε να δεσπόζει στον ορίζοντα κι έπαιρνε την ονομασία ακρόπολις. Αυτό έγινε και με την πελασγική πόλη Κρεμαστή Λάρισα, η οποία χτίστηκε εδώ πάνω, για να μπορεί να εποπτεύει όλο τον ορίζοντα της κεντρικής Ελλάδας. Είναι λάθος, πιστεύω, να αποκαλείται η ακρόπολις κάστρο (λατινικά castrum). Είναι άκρη της πόλης, πάνω σε ύψωμα. Φρούριο είναι δοκιμότερη λέξη, που εννοεί χώρο φρουρούμενο, φυλασσόμενο.
Διασχίζω το τεράστιο ξέφωτο και μπαίνω σε πολύ δασύ λόγγο, με χαμηλά πουρνάρια και πυκνή βλάστηση. Μου κάνει εντύπωση πως είναι δυνατό εδώ μέσα να βρίσκεται η αρχαία ακρόπολη των Πελασγών.
Παραμερίζω τις τραχιές κλαδόριζες, τα βάτα και τ’ αγρίδια που ορθώνουν οχληρό ανάστημα, εμποδίζοντάς με να προωθηθώ.
Εχω την αίσθηση ότι έχω εισέλθει σε κυκεώνα δασικής λόχμης, από την οποία δεν θα καταφέρω να βγω. Από παντού ξεφυτρώνουν λόγχες που μοιάζουν χάλκινοι φράχτες, φυτά και φύλλα καμπυλωτά σαν ουρές ακέφαλων ζώων. Ωστόσο η χαρά και η αγαλλίαση ότι βρίσκομαι και πατώ αυτά τα προαιώνια εδάφη, μέσα στο άβατο της ελληνικής φύσης και συνάμα στο ά δ υ τ ο της ιστορίας της, με ανακαλεί στα χρόνια του Αχιλλέα αλλά και πιο πίσω στα χρόνια της καθόδου των Δωριέων στην ελληνική χερσόνησο.
Και να το πρώτο εύρημα τειχίου που με εξοπλίζει με θάρρος και υπομονή να δοκιμάσω να βρω και τα υπόλοιπα.
Δεν καταφέρνω ωστόσο κάτι καλύτερο και υπαναχωρώ. Όμως εδώ είναι το ζήτημα. Πώς θα βρω την άκρη για το γυρισμό στο ξέφωτο από όπου διείσδυσα στο λαβύρινθο της αρχαίας πόλης;
Σκίζομαι και ματώνω. Τελικά βρίσκω τον μίτο του κλαδωμένου λαβύρινθου κι απελευθερώνομαι από τους εκατόγχειρες κορμούς των πρίνων και των αγκαθωτών θάμνων.
Δοκιμάζω να εισέλθω στον κυκεώνα του δασωμένου λόφου από άλλο σημείο. Αποτυχαίνω. Και καθώς δεν έχω βρει παρά ένα μικρό τοιχαλάκι στο βάθος της πουρναρίσιας λόχμης, ξαναβγαίνω επιχειρώντας ένα γύρο της ακρόπολης από χαμηλότερη εξωτερική λάκα, για να δω αν θα βρω τα μυστήρια της Κρεμαστής Λάρισας από κάποια άλλη μυστική και άφαντη είσοδο.
Περιοδεύω το λόφο και δε βρίσκω παρά αλλεπάλληλες στοές, οι οποίες όμως δεν καταλήγουν πουθενά. Η καταλήγουν σε απροσπέλαστα τειχία θάμνων και βατιώνων.
Επί τέλους η προσπάθειά μου στέφεται από επιτυχία και από μια τέτοια αφανή είσοδο προωθούμαι με δυσκολία για να φτάσω μπροστά σε μια πυλίδα του φρουρίου που θεωρητικά φαντάζει ως πύλη εισόδου στο κάστρο και την ακρόπολη.
Θαμμένα στην κυριολεξία τα τείχη της ακρόπολης, ακρωτηριασμένα, αλλά θεόρατα, με συγκινούν με την όψη τους, τη γεωμετρική τους ταυτότητα, αλλά και τις πανάκριβες διαστάσεις τους.
Πολλοί από τους μεγαλιθικούς και γρανιτένιους κυβόλιθους μετρούν ύψος ογδόντα πόντων και μήκος πάνω από ενάμιση μέτρο. Ολοι τους καλύπτονται από βρύα, κλαδιά και βαθιά σφηνωμένες ρίζες μέσα στις εγκοπές τους.
Σταματώ το ψάξιμο γιατί εδώ χρειάζεται απίστευτος χρόνος και κλαδευτήρι, για να πω ότι κατάφερα να ξεψαχνίσω τα σώματα του τείχους και να τα καταγράψω όλα.
Το μόνο που μου απομένει είναι να εννοήσω για ποιο λόγο φτιάχτηκε εδώ πάνω τούτο το φρούριο.
Εποπτεύει λοιπόν ετούτη η κορυφή τρεις θάλασσες (τον Ευβοϊκό, τον Μαλιακό και το Αιγαίο) μα και ολόκληρη τη διάβαση των Θερμοπυλών, αλλά και της Εύβοιας.
*
Η ιστορία της Πελασγίας χάνεται στα βάθη των χρόνων. Το φρούριο με τα Πελασγικά τείχη, στην περιοχή Κάστρο, που απέχει 6,3 χιλιόμετρα ακριβώς από το σημερινό χωριό της Πελασγίας, αποκαλείται Κρεμαστή Λάρισα, γιατί μοιάζει να κρέμεται από την πλαγιά του λόφου. Το Κάστρο παρομοιάζεται με εκείνο των Μυκηνών και φέρει τρεις πύλες και μια πυλίδα. Κατά διαστήματα διαθέτει και πύργους.
Ο Στράβωνας στα “Γεωγραφικά” του (Θ’ 436-440) γράφει: “Της δ’ εξής παραλίας εν μεσογαία εστίν η Κρεμαστή Λάρισα, είκοσιν σταδίους αυτής διέχουσα, η δ’ αυτή και Πελασγία λεγομένη Λάρισα”, δηλαδή είκοσι στάδια εσωτερικά της παραλίας βρίσκεται η Κρεμαστή Λάρισα, η οποία λέγεται και Πελασγία.
Η λέξη Λάρισα, όπως είναι γνωστό σημαίνει φρούριο. Είναι επίσης γνωστό ότι και το φρούριο του Αργους της Πελοποννήσου ονομάζεται Λάρισα. Ο Ευριπίδης, για να τα ξεχωρίζει, αποκαλεί την περιοχή της Πελασγίας “Πελασγικόν Αργος” (Ιφιγένεια εν Αυλίδι).
H ονομασία Κρεμαστή Λάρισα για την Πελασγία καθιερώθηκε μετά τον 6ο αιώνα π.Χ. όπως δέχεται και ο Chadwick, στο έργο του Τhe Heroic Age (1912).
Λέγεται ότι το αρχαίο κυκλωπικό φρούριο της Κρεμαστής Λάρισας αποτέλεσε έδρα της επικράτειας του Αχιλλέα. Οι Πελασγοί ζούσαν στην Ελλάδα, αιώνες πριν την κάθοδο των Αχαιών. Κατά τη μυθολογία ήταν απόγονοι του Πελασγού, γιου του Δια και της Νιόβης.
Η λέξη Πελασγός προέρχεται από το “πέλα” που σημαίνει κοντά και το “άγω”, ίσον οδηγώ. Δηλαδή σημαίνει τον άνθρωπο που οδηγεί το λαό κάπου κοντά για την ανεύρεση τροφής και νερού. Σημειώνω πως όλη η περιοχή διαθέτει πολλές πηγές και το έδαφός της είναι πολύ εύφορο.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΌΛΗ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΠΕΛΑΣΓΙΑΣ
Πέρασε λίγος καιρός όταν αφότου μια πληροφορία για την ανεύρεση αρχαίας οχύρωσης στην Κάτω Πελασγία ξαναζωπύρωσε το ενδιαφέρον μου για την περιοχή. Ηταν ο φίλος Δημήτρης Ευαγγελόπουλος, με καταγωγή από την Πελασγία, που έχει σπίτι στην παραλία της Πελασγίας και μας προσκάλεσε να περπατήσουμε ελάχιστα πάνω από την Εθνική Οδό, σε κοντινή απόσταση από την παραλία.
Διαγράφοντας μιαν ελάχιστη απόσταση προς το μέτωπο του λόφου που σηκώνεται πάνω από την Εθνική Οδό, διακρίναμε ένα φαρδύ στην αρχή αλλά αρκετά στενότερο στη συνέχεια μονοπάτι που έπαιρνε την ίδια κατεύθυνση με την Εθνική Οδό προς Λαμία σε ένα ύψος όχι μεγαλύτερο των είκοσι μέτρων από αυτή. Διασχίζοντας έναν αραιό ελαιώνα μπήκαμε στην επικράτεια μιας οικιστικής ζώνης, με ερείπια και ογκόλιθους οι οποίοι ήταν σχεδόν θαμμένοι, αλλά ορατοί.
Φτάνοντας σε ένα ημιερειπωμένο οθωμανικό κτίσμα που φάνταζε επιβλητικό και περνώντας το πέφταμε πάνω σε μια σειρά από κυκλώπειες πέτρες που είχαν κάθετο σχηματισμό προς την Εθνική Οδό. Από εκεί και πάνω έπρεπε να διεισδύσουμε σε ανώμαλη πλαγιά, η οποία οδηγούσε στην κορυφή του λόφου που φέρει το όνομα Άγιος Κωνσταντίνος.
Διάσπαρτα ξεχώριζαν τα υπολείμματα μιας αρχαίας οχύρωσης η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για αρχαία πόλη της οποίας το όνομα δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί.
Πολύ πρόσφατα μάλιστα έχει ανασκαφεί ο οικισμός αυτός ο οποίος κατέχει όλη την πλαγιά του Αγίου Κωνσταντίνου.
Ένα μεγάλο τμήμα της αρχαίας αυτής πόλης καταστράφηκε με τη διάνοιξη της Εθνικής Οδού, ωστόσο ένας εκτεταμένος οχυρωματικός περίβολος διατηρείται σήμερα σε πολύ κακή κατάσταση στη ΒΑ πλαγιά του λόφου.
Ο οικισμός, σύμφωνα με την αρχαιολόγο Αικατερίνη Σταμούδη, “εντάσσεται σε ένα είδος εγκατάστασης με ακρόπολη απομονωμένη στην κορυφή του λόφου, αλλά και στην κάτω πόλη, σε ομαλή κατηφορίζουσα πλαγιά”.
O oικιστικός χώρος ήταν οργανωμένος σε οικοδομικές ζώνες και με οχύρωση πολυγωνικής τοιχοδομίας και γέμισμα από μικρότερους λίθους, που εδράζονται πάνω σε φυσικούς βράχους.
Ολοκληρώνοντας τον γύρο του λόφου βρίσκουμε μεγάλες ποσότητες από κεραμικά θραύσματα, από πίθους, αμφορείς, λεκάνες, χύτρες και λοπάδες.
Η ζώνη αυτή χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στο ανατολικό τμήμα της πλαγιάς κατά τους ύστερους ελληνιστικούς, αλλά και ρωμαϊκούς χρόνους, ως νεκροταφείο.
Η αρχαία αυτή πόλη βρισκότανε πολύ κοντά στην Κρεμαστή Λάρισα που ήταν από τις σημαντικότερες πόλεις της Αχαϊας. Εξυπηρετούσε προφανώς τη θαλάσσια επικοινωνία της ενδοχώρας με τις παραμεσόγειες περιοχές. Πάντοτε υπολειτουργούσε, ως φαίνεται και φυτοζωούσε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν την επισκέφτηκε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής το 302 π.Χ.
ΥΓ. 1. Η ακρόπολη της Κάτω Πελασγίας απέχει από το σημερινό χωριό της Πελασγίας περί τα 4 χιλιόμετρα και από την Κρεμαστή Λάρισα, άλλα 6,3 Κm.
ΥΓ. 2 Εάν κατά πόσον οι αρχαίος οικισμός της Κάτω Πελασγίας έχει σχέση με την Κρεμαστή Λάρισα, παραπέμπουμε στο έργο του Reinders “Housing in New Halos. A Hellenistic Town in Thessaly, Greece, Netherlands, 2003” o oποίος, ξαναδιαβάζοντας τον Ηρόδοτο (7.173), τον Ξενοφώντα (Ελληνικά, 5.4.56), τον Στράβωνα (1ος αι. π.Χ.) , καθώς και τον Σκύλακα (500 π.Χ.) συμπεραίνει ότι υπήρχε στη Θεσσαλία ένα ακμαίο παράλιο δίκτυο, με σημαντικούς σταθμούς, στους οποίους περιλαμβανόταν και το λιμάνι της Λάρισας Κρεμαστής.