Λίγο πριν από την επίσκεψή μας στη Σαντορίνη μας απασχόλησε αρκετά, η οπτική γωνία προσέγγισης του τόπου. Τι να λέγαμε γι’ αυτό το νησί για το οποίο είχαν μιλήσει πριν από μας εκατοντάδες; Και ποιες πρωτότυπες φωτογραφίες να δημοσιεύαμε, όταν είχαν προηγηθεί εκατομμύρια από κάθε πιθανό και απίθανο σημείο του νησιού; Τα ερωτήματα έμοιαζαν αναπάντητα, ως τη στιγμή που αναζητήσαμε βιβλιογραφία για τα μονοπάτια της Σαντορίνης. Δεν βρήκαμε το παραμικρό στοιχείο, όσο κι αν ψάξαμε.
– Να, λοιπόν, μια οπτική γωνία απόλυτα πρωτότυπη, που δεν απευθύνεται σε τουρίστες αλλά κυρίως σε περιηγητές, σχολίασε ο Κυριάκος Παπαγεωργίου, ο κατ’ εξοχήν πεζοπόρος της ομάδας. Ας γνωρίσουμε τη Σαντορίνη μέσα από τα μονοπάτια της, το φυσικό της περιβάλλον και όχι από τους συνωστισμένους δρομίσκους και τις βιτρίνες των μαγαζιών.
Η ιδέα ήταν συναρπαστική. Ελαφρά ορειβατικά παπούτσια λοιπόν και ξεκινάμε να γνωρίσουμε τη γη της Σαντορίνης.
Το σκηνικό έμοιαζε στημένο από ευφάνταστο σκηνοθέτη. Ήταν, ωστόσο, πέρα για πέρα αληθινό. Στις 5 τα χαράματα, δυο φλυτζάνια αχνιστού καφέ με κέικ και κουλουράκια, σερβίρονταν με κάθε επισημότητα στο τραπέζι της βεράντας, ικανοποιώντας την ανάγκη για τόνωση των ξενυχτισμένων ταξιδιωτών. Μετά από ένα ολοήμερο σχεδόν ταξίδι σε στεριά και θάλασσα, με πολλές καθυστερήσεις και μποφόρ, βρισκόμασταν επιτέλους στον ποθητό μας προορισμό. Ψηλά, στον νυχτερινό ακόμα ουρανό της Σαντορίνης, πρωταγωνιστούσε ένα ελλεπτικό αλλά φωτεινότατο φεγγάρι.
Σκόρπιζε πορτοκαλί ανταύγειες στα λευκά σπίτια της Οίας και των άλλων οικισμών, στους αντικρινούς σκοτεινούς όγκους της Θηρασιάς και του Ασπρονησιού, της Παλαιάς και Νέας Καμένης. Κάτω χαμηλά, στην χαοτική Καλντέρα, η θάλασσα αναρριγούσε στις βίαιες πνοές του γαρμπή και του πουνέντε, ο ήχος των κυμάτων έφτανε ως τη βεράντα βουερός. Σήκωσα ως απάνω το γιακά, ο πελαγίσιος αέρας έφερνε μαζί του την ψύχρα και την υγρασία της θάλασσας.
Τα βλέφαρα της Άννας βάρυναν από την κούραση τόσων ωρών. Εγώ απόμεινα για λίγο ακόμα, ως τη στιγμή που το ξεθωριασμένο πια φεγγάρι χάθηκε οριστικά, νικημένο από τον ήλιο. Ξημέρωνε η πρώτη μας μέρα στη Σαντορίνη.
ΑΓΝΑΝΤΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΛΝΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΙΣ «ΙΚΙΕS»
Πόσο μπορεί να κοιμηθεί κανείς σ’ έναν τέτοιο τόπο; Που θεωρείται – δίκαια – ένα από τα συναρπαστικότερα και πιο πολυφωτογραφημένα τοπία της υδρογείου; Όπου η κάθε στιγμή είναι πολύτιμη για την όραση και το νού; Και όπου στα μέσα του 17ου αιώνα π.Χ. συνέβη ένα από τα πιο γιγαντιαία ξεσπάσματα της φύσης στην ιστορία του πλανήτη; Ήταν τότε, που σε διάστημα λίγων ημερών, τινάχτηκαν στον αέρα 90 δισεκατομμύρια τόνοι λιωμένου πετρώματος, που αντιστοιχούσε περίπου σε 39 κυβικά χιλιόμετρα μάγματος. Η ελαφρόπετρα και η ηφαιστειακή στάχτη που εκτοξεύθηκαν, κάλυψαν ολοκληρωτικά το νησί που απέμεινε με ένα «λευκό σάβανο» πάχους δεκάδων μέτρων. Η ηφαιστειακή στάχτη απλώθηκε σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μικρά Ασία με πάχος 30 εκατοστών στη Ρόδο και στην Κω και 15 εκατοστών σε λίμνες της Μικράς Ασίας. Η πολύ λεπτή στάχτη και τα σταγονίδια του θειϊκού οξέος εισήλθαν στη στρατόσφαιρα και σκέπασαν με το πέπλο τους όλο τον πλανήτη. Ίχνη τους έχουν εντοπισθεί στους παγετώνες της Γροιλανδίας, ενώ ο «ηφαιστειακός χειμώνας» που ακολούθησε προκάλεσε μείωση της μέσης γήινης θερμοκρασίας κατά 1-2 βαθμούς Κελσίου και έχει καταγραφεί στους δακτυλίους δέντρων των ΗΠΑ. Η κατακρήμνιση του ηφαιστείου μέσα στην τεράστια υπόγεια χοάνη που προήλθε από την εκτίναξη του λειωμένου πετρώματος, δημιούργησε την σημερινή Καλντέρα (1) της Σαντορίνης, προκαλώντας παράλληλα ένα γιγάντιο παλιρροϊκό κύμα (τσουνάμι), που σάρωσε τις ακτές του Αιγαίου και τα παράλια της Αν. Μεσογείου και της Κρήτης.(2)
Αυτή την Καλντέρα, που με έκταση 84 τετ. χλμ., θεωρείται από τις μεγαλύτερες αλλά και ομορφότερες στον κόσμο, αγναντεύουμε από τη βεράντα μας στο συγκρότημα «IKIES». Ο εκτυφλωτικός ήλιος έχει αφαιρέσει ένα μέρος από τη γοητεία και το μυστήριο του μισοσκόταδου της νύχτας. Αποκαλύπτει όμως στα μάτια μας κάθε λεπτομέρεια αυτού του παγκοσμίως διάσημου τοπίου, με τα αντικρινά ηφαιστειογενή νησιά, το Ακρωτήρι και τον Φάρο, τους κατάλευκους οικισμούς που αιωρούνται πάνω από τις κατακόρυφες πλαγιές. Μια εξαιρετικά διαυγής – όσο και σπάνια – ατμόσφαιρα μας χαρίζει το προνόμιο να διακρίνουμε, στο βάθος του νότιου ορίζοντα, τον χιονισμένο Ψηλορείτη.
Το συγκρότημα των παραδοσιακών κατοικιών «IKIES» είναι στ’ αλήθεια εκπληκτικό. Η μονάδα βρίσκεται στο Α άκρο του περίφημου οικισμού της Οίας στη θέση «Περίβολα», κάτω από το εκκλησάκι του Αγ. Βασιλείου. Αποτελείται από τρία studios, τρεις μαιζονέτες, τέσσερις σουίτες και μια βίλα. Όλα τα καταλύματα είναι εμπνευσμένα από τα παραδοσιακά υπόσκαφα σπίτια της Σαντορίνης, διατηρώντας αρχιτεκτονικά στοιχεία του τόπου, όπως θολωτά ταβάνια, κουφώματα και πατώματα από «πατητό» τσιμέντο. Τα ονόματά τους προέρχονται από χαρακτηριστικά επαγγέλματα του νησιού και η διακόσμησή τους είναι σχετική με το συγκεκριμένο επάγγελμα. Αυτά τα παραδοσιακά στοιχεία συνυπάρχουν αρμονικά με όλες τις σύγχρονες ανέσεις, όπως τηλεόραση, κλιματισμός, μουσικό σύστημα, πρόσβαση στο διαδίκτυο, θυρίδα ασφαλείας, κουζίνα πλήρως εξοπλισμένη, ενώ οι σουίτες διαθέτουν επιπλέον και προσωπικό υπολογιστή. Τα κρεββάτια και τα στρώματα είναι εξαιρετικής ποιότητας. Κάθε κατοικία διαθέτει ιδιωτική βεράντα μεγάλων διαστάσεων με ομπρέλα, ξαπλώστρες, στρώμα ηλιοθεραπείας, τραπέζι και πολυθρόνες. Εφτά από τις κατοικίες διαθέτουν στη βεράντα δική τους πισίνα με υδρομασάζ.
Λαξευμένες οι «IKIES» στην ηφαιστειακή ελαφρόπετρα, σαν γαντζωμένες στο γκρεμό, ατενίζουν από υψόμετρο 100 μέτρων όλο αυτό το ασύγκριτο θέαμα της Καλντέρας και της Οίας, των ηφαιστειακών νησιών και των υπόλοιπων οικισμών, την απεραντοσύνη του πελάγους. Ένας τόπος ιδανικός για χαλάρωση και ρομαντική απομόνωση κάθε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, ιδιαίτερα όμως κατά τις στιγμές της ανατολής και του δειλινού. Είναι οι στιγμές, που το μεγαλείο της θέας και της φύσης, συμπληρώνει η φροντίδα του ανθρώπινου παράγοντα, οι υπηρεσίες υψηλού επιπέδου του ευγενέστατου προσωπικού.
Το πρωινό είναι ηγεμονικό, αντάξιο του σημείου όπου σερβίρεται: στην βεράντα της κάθε κατοικίας. Περιλαμβάνει περισσότερα από όσα μπορεί κανείς να καταναλώσει: ποικιλίες φρέσκου ψωμιού, κέικ και κρουασάν, ποικιλίες ποιοτικών τυριών και αλλαντικών, πολλά είδη φρούτων και φρεσκοστιμμένο χυμό πορτοκαλιού, μαρμελάδες, μέλι, corn-flakes και γιαούρτι. Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας μπορούν να προσφερθούν καφέδες, ροφήματα ή χυμοί, ενώ υπάρχει επιπλέον η δυνατότητα για ποτά, κοκτέιλς, σάντουιτς ή πιάτα με μεζέδες για συνοδεία ενός κρασιού ή τσίπουρου. Πάντα σ’ αυτές τις ασύγκριτες βεράντες και πάντα με προθυμία και χαμόγελο. Πάνω από μια δεκαετία τώρα οι «IKIES» έχουν δημιουργήσει παράδοση εξυπηρέτησης και εγκάρδιας φιλοξενίας και διαχρονικούς φίλους, Έλληνες και ξένους.
ΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ
Λίγο πριν από την επίσκεψή μας στη Σαντορίνη (μόλις την τρίτη τα τελευταία 25 χρόνια) μας απασχόλησε αρκετά το περιεχόμενο του άρθρου, η οπτική γωνία προσέγγισης του τόπου. Τι να λέγαμε γι’ αυτό το νησί για το οποίο είχαν μιλήσει εκατοντάδες πριν από μας; Και ποιες πρωτότυπες φωτογραφίες να δημοσιεύαμε, όταν είχαν προηγηθεί εκατομμύρια από κάθε πιθανό και απίθανο σημείο του νησιού; Τα ερωτήματα έμοιαζαν αναπάντητα, ως τη στιγμή που αναζητήσαμε βιβλιογραφία για τα μονοπάτια της Σαντορίνης. Δεν βρήκαμε το παραμικρό στοιχείο, όσα κι αν ψάξαμε.
– Να λοιπόν μια οπτική γωνία απόλυτα πρωτότυπη, που δεν απευθύνεται σε τουρίστες αλλά κυρίως σε περιηγητές, φυσιολάτρες και πεζοπόρους, σχολίασε ο Κυριάκος Παπαγεωργίου, ο κατ’ εξοχήν πεζοπόρος της ομάδας. Ας γνωρίσουμε τη Σαντορίνη μέσα από τα μονοπάτια της, το φυσικό της περιβάλλον και όχι από τους συνωστισμένους δρομίσκους των οικισμών της και τις βιτρίνες των μαγαζιών τους.
Η ιδέα ήταν συναρπαστική και ενείχε το στοιχείο της πρόκλησης στον ύψιστο βαθμό. Ελαφρά ορειβατικά παπούτσια λοιπόν, ενθουσιασμός και ηθικό υψηλό και ξεκινάμε να γνωρίσουμε τη γη της Σαντορίνης.
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΘΗΡΑ
Εγκαταλείπουμε τη χαλάρωση και τη μακαριότητα της βεράντας και παίρνουμε το δρόμο για τον λόφο του Προφήτη Ηλία, στο ΝΑ τμήμα του νησιού, που με υψόμετρο 567 μ. είναι και ο υψηλότερος. Μ. Δευτέρα, οι δρόμοι είναι ήρεμοι, οι κυκλοφοριακές συνθήκες ιδανικές, τόσο μέσα όσο και έξω από τους οικισμούς. Την Μ. Παρασκευή η Σαντορίνη θα είναι ένα διαφορετικό νησί.
Φτάνουμε στον μεσαιωνικό οικισμό του Πύργου, που μας καταπλήσσει με το Κάστρο του, τις 40 περίπου εκκλησιές, τα λαβυρινθώδη στενορρύμια και την αρχιτεκτονική του. Στη συνέχεια ανηφορίζουμε προς τον λόφο του Προφήτη Ηλία με την ομώνυμη μονή του 17ου αιώνα στην κορυφή του. Μεγάλης αξίας είναι τα 45 χειρόγραφα που διασώθηκαν από τον φοβερό σεισμό του 1956, χάρη στις φροντίδες του Θεολόγου και Καθηγητή Βυζαντινής μουσικής Ματθαίου Μηνδρινού. Ανάμεσα σ’ αυτά περιέχονται και δυο Ευαγγελιστάρια του 12ου αιώνα!
Με διεύθυνση Α συναντάμε το μονοπάτι μερικές δεκάδες μέτρα από την εξωτερική πύλη της μονής. Το μεγαλύτερο τμήμα της Σαντορίνης διαγράφεται χαμηλά πανοραμικά, ενώ σε τρία λεπτά εμφανίζεται Α ο γνώριμος όγκος της Ανάφης. Λίγο βορειότερα προβάλλει η Αστυπάλαια και, ακόμη πιο βόρεια, η Αμοργός, η Κέρος, τα Κουφονήσια, η Σχοινούσα, η Ηρακλειά, η Νάξος και η Πάρος. Στον κοντινό ΒΔ ορίζοντα είναι παρατεταγμένες στη σειρά η Ίος, η Σίκινος και η Φολέγανδρος και πιο πίσω δυτικότερα η Μήλος. Οι μισές Κυκλάδες περνούν από τα μάτια μας.
Αρχίζει το παλιό μονοπάτι, στενό και βατό. Θυμίζει λούκι λαξευμένο σε βράχο. Καθώς ακουμπάμε με τα πόδια μας τη ρίγανη και το θυμάρι, ο τόπος ευωδιάζει. Αμέτρητα αγριολούλουδα προβάλλουν ανάμεσα στους θάμνους και στις ασβεστολιθικές πλαγιές του Προφητηλία. Σ’ ένα σημείο σώζεται μια μικρή συστάδα πεύκων, πλαγιασμένων απ’ το βοριά. Σε πέντε λεπτά το μονοπάτι προσωρινά διχάζεται. Το τμήμα της ευθείας καταλήγει σ’ ένα βραχώδη λοφίσκο με μοναδική θέα στο Καμάρι και την αχανή του παραλία και στους απότομους γκρεμούς του «Μέσα Βουνού».
Κατηφορίζουμε από τον λοφίσκο και ξανασυναντάμε το μονοπάτι. Κατά διαστήματα υπάρχει σηματοδότηση με κόκκινο spray, η πορεία ωστόσο είναι απόλυτα ευδιάκριτη. Για ένα διάστημα κάτω από το λόφο το έδαφος είναι στρωμένο από αναρίθμητα μικρά κομμάτια ελαφρόπετρας, ενθύμιο της μεγάλης ηφαιστειακής έκρηξης. Λίγο αργότερα συναντάμε λιθοσωρό στην άκρη απότομου πρανούς και συνεχίζουμε δεξιά. Αρχίζει το καλντερίμι να κατηφορίζει ελικοειδώς, με τις εξωτερικές πλευρές χτισμένες με ξερολιθιά, φέρνοντας στο νου τις περίφημες «σκάλες» του Ζαγοριού. Βαδίζουμε αργά, παρατηρώντας προσεκτικά τη μικροχλωρίδα της περιοχής. Μέσα σ’ αυτές τις πετρώδεις και κακοτράχαλες πλαγιές αποκαλύπτονται αρκετά είδη ορχιδεών, τόσο μικρών, που απ’ το μάτι δεν είναι εξασκημένο, περνούν απαρατήρητες μέσα στα άλλα αγριολούλουδα. Εμφανίζονται επίσης και μικρά λογχοειδή σαλιγκάρια, που σχηματίζουν αποικίες κολλημένες σε βράχους.
Σε μια ώρα, με πολλές στάσεις για φωτογραφίσεις και παρατηρήσεις, φτάνουμε στον χαρακτηριστικό κυκλικό τσιμεντόδρομο, μπροστά στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Θήρας. Με κανονικό βάδισμα και χωρίς στάσεις ο χρόνος της διαδρομής δύσκολα ξεπερνάει τα 30-35 λεπτά.
Εκτός από την Δευτέρα, που η είσοδος είναι κλειστή, έχουμε την δυνατότητα να ανηφορίσουμε το Μέσα Βουνό. Μετά από ένα 10λεπτο θα βρεθούμε στην αρχή του εκτεταμένου οροπεδίου με τα σημαντικότερα ευρήματα της Αρχαίας Θήρας, που θα μας απασχολήσουν διεξοδικά σε επόμενο άρθρο.
- ΠΡΟΣ ΖΩΟΔΟΧΟ ΠΗΓΗ ΚΑΙ ΚΑΜΑΡΙ
Το κυκλικό τσιμεντένιο πλάτωμα πριν από τον αρχαιολογικό χώρο της Θήρας είναι κομβικό σημείο από το οποίο κατηφορίζει προς το Καμάρι ένας δρόμος (λιθόστρωτος αρχικά και στη συνέχεια τσιμεντόστρωτος) με 22 (!) αλλεπάλληλες κλειστές στροφές. Από το σημείο επίσης αυτό ξεκινούν και δυο μονοπάτια. Το πρώτο κατευθύνεται Β προς το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής και στη συνέχεια στο Καμάρι. Παραδόξως, αυτό το μονοπάτι δεν αναφέρεται σε κανέναν από τους τρεις – μεγάλης κλίμακας χάρτες – που έχουμε στη διάθεσή μας. Το βρίσκουμε εύκολα είτε από την πρώτη στροφή (ελαφρά ολισθηρό και κατηφορικό) είτε από την Τρίτη στροφή (πιο ομαλό, που προϋποθέτει όμως αρκετές εκατοντάδες μέτρα επιπλέον βάδισμα στο δρόμο). Σε λίγα λεπτά τα δυο παρακλάδια συναντώνται σε κοινή ομαλή πορεία, πάντα προς τα Β.
100 μέτρα μετά περνάμε δίπλα από μεγάλο βράχο, με διαδοχικές λαξεύσεις, οπές και μικρή δεξαμενή στο άνω τμήμα, που φέρνει στο νου αρχαίο πατητήρι. Σε δυο λεπτά ορθώνεται μπροστά μας ένα πελώριο συμπαγές βραχώδες συγκρότημα με χρώμα κοκκινωπό και γκριζωπό. Αμέσως μετά το μονοπάτι, ως καλντερίμι πια, αρχίζει να κατηφορίζει με μερικές δεκάδες απότομα σκαλοπάτια. Στα έγκατα ενός πελώριου βράχου και στη σκιά δυο αιωνόβιων χαρουπιών φωλιάζει το αθέατο πριν λίγο, εξωκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής. Στον μικρό τσιμεντένιο αύλειο χώρο ένα πεζουλάκι μας προσφέρει ξεκούραση και σκιά, την πρώτη σκιά που συναντάμε από τη στιγμή της αναχώρησής μας από τον Προφήτη Ηλία. Από υψόμετρο 200 μέτρων αγναντεύουμε χαμηλά το τουριστικότατο Καμάρι με την αχανή και μαύρη αμμουδιά, ενώ στον ανατολικό ορίζοντα δεσπόζει καταλυτικά ο όγκος της Ανάφης.
Το εκκλησάκι είναι μικροσκοπικό και θολοσκέπαστο, μια λευκή προέκταση του βράχου. Δίπλα του δημιουργείται ένα σπήλαιο βάθους 30 περίπου μέτρων με φτωχό λιθωματικό διάκοσμο αλλά με πλούσια σταγονορροή και μια φυσική πέτρινη γούρνα με απίστευτα δροσερό και εύγευστο νερό. Πίνουμε και ξαναπίνουμε, γεμίζουμε τα παγούρια μας. Ύστερα, με νέες δυνάμεις, κατηφορίζουμε το ωραίο ελικοειδές και χτιστό καλντερίμι, που σ’ ένα δεκάλεπτο καταλήγει έξω απ’ το Καμάρι. Μια έξοχη διαδρομή, που από το τσιμεντένιο πλάτωμα δεν υπερβαίνει συνολικά τα 20-25 λεπτά και αξίζει οπωσδήποτε να την επιχειρήσει κανείς.
- ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΠΡΟΣ ΠΕΡΙΣΣΑ.
Κάτω από τον καυτό ήλιο του απομεσήμερου κατηφορίζουμε από το κυκλικό πλάτωμα το μονοπάτι προς Περίσσα, τη φορά αυτή με Ν διεύθυνση. Αγναντεύουμε για λίγο τον κακοτράχαλο λόφο του Προφήτη Ηλία από όπου νωρίτερα κατεβήκαμε. Ένα τοπίο, που από μακρυά μοιάζει σεληνιακό, κρύβοντας όμως επιμελώς την ποικιλία και τις λεπτομέρειες της τόσο πλούσιας μικροχλωρίδας του.
Το μονοπάτι είναι ελικοειδές και αρκετά ομαλό. Το έδαφός του προστατεύεται με χτιστή ξερολιθιά. Στην ουσία είναι χαραγμένο ανάμεσα στις απότομες πλαγιές και τις χαραδρώσεις του Προφήτη Ηλία και του Μέσα Βουνού. Το τοπίο είναι υποβλητικό, βραχώδες, με χαμηλή βλάστηση και σποραδικά πεύκα και κυπαρίσσια, απομεινάρια ίσως κάποιας παλιάς φωτιάς. Στις αντικρινές πλαγιές του Προφήτη Ηλία διακρίνουμε πού και πού υπόσκαφες κατοικίες.
Σ’ ένα 20λεπτο περίπου συναντάμε στ’ αριστερά μια διακλάδωση.
– Ας ξεστρατίσουμε για λίγο, λέει ο Κυριάκος, αξίζει τον κόπο.
Για μερικά λεπτά το μονοπάτι είναι επίπεδο, ξαφνικά όμως μεταμορφώνεται σ’ έναν μικρό γολγοθά, με 90 πέτρινα και απότομα σκαλοπάτια. Στο τέλος τους όμως μας περιμένει η ανταμοιβή. Βρισκόμαστε μπροστά στο πανέμορφο ξωκκλήσι της Παναγιάς Κατεφιανής, χτισμένου στα ριζά ενός θεόρατου βράχου, που ισορροπεί πολλά μέτρα πάνω απ’ τα κεφάλια μας με πολλές κοιλότητες και μικρές σπηλιές. Στρέφουμε τα μάτια μας χαμηλά. Η παραλία της Περίσσας διαγράφεται σαν μια στενή καμπύλη και κατάμαυρη γραμμή, που για αρκετά χιλιόμετρα παρεμβάλλεται ανάμεσα στη θάλασσα και τα λευκά σπίτια του οικισμού. Η λιγόλεπτη παράκαμψη άξιζε οπωσδήποτε τον κόπο.
Επιστρέφουμε στο μονοπάτι και σε 6 λεπτά φτάνουμε στην άσφαλτο με συνολικό χρόνο 40 περίπου λεπτών από το κυκλικό πλάτωμα (συμπεριλαμβανομένης της παράκαμψης).
Η εντυπωσιακότερη όμως κατάληξη αυτής της διαδρομής είναι μερικές εκατοντάδες μέτρα παρακάτω, στα ερείπια της τρίκλιτης βασιλικής της Αγ. Ειρήνης. Είναι η περίφημη παλαιοχριστιανική, που ανεγέρθηκε στα τέλη του 5ου αιώνα και, με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, θεωρείται η πρωϊμότερη και μεγαλύτερη βασιλική στο νησί (3).
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι ένα τμήμα της βόρειας κιονοστοιχίας του μεσαίου κλίτους, που αποκαλύφθηκε με τέσσερις κίονες, οι οποίοι φέρουν τα κιονόκρανά τους.
ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΒΛΥΧΑΔΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΤΡΑΦΟΥΣ
Το βάδισμα προσωρινά αναστέλλεται. Μας παραλαμβάνει ο φίλος γεωπόνος Πέτρος Οικονόμου μ’ ένα σκληροτράχηλο LADA NIVA. Διασχίζουμε προς τα Δ όλο τον κάμπο της Περίσσας. Αμπέλια, κηπευτικά αλλά και εκτεταμένες καλλιέργειες με τα πασίγνωστα ντοματάκια και τη φάβα της Σαντορίνης. Πριν από τη διασταύρωση προς Μεγαλοχώρι εγκαταλείπουμε την άσφαλτο και μπαίνουμε σ’ ένα δαιδαλώδες δίκτυο δύσκολων χωματόδρομων με πολλά νεροφαγώματα. Κατευθυνόμαστε Ν προς την ακτή. Πολύ γρήγορα το τοπίο μεταβάλλεται δραματικά. Οι επίπεδες καλλιεργημένες εκτάσεις δίνουν τη θέση τους σ’ ένα πολυποίκιλο ανάγλυφο με γηλόφους, χαραδρώσεις και πτυχώσεις. Το συναρπαστικότερο όμως χαρακτηριστικό αυτού του αχανούς λεκανοπεδίου είναι οι θεαματικοί γεωλογικοί σχηματισμοί, που έχουν δημιουργηθεί από τα αποσαθρωμένα μαλακά πετρώματα με την πάροδο των αιώνων και συνθέτουν ένα φυσικό υπαίθριο μουσείο με εκατοντάδες γλυπτά απίστευτης ομορφιάς. Ήταν αδύνατον να φανταστούμε, ότι θα βρισκόμασταν ξαφνικά κυκλωμένοι από τις αναρίθμητες αυτές γεωμορφές, κάποιες από τις οποίες φτάνουν σε ύψος τα 40-50 μέτρα.
– Αυτή είναι η περιοχή των «Τράφων», ένας τόπος πολύ ιδιαίτερος, σχολιάζει ο Πέτρος. Εξίσου όμως εντυπωσιακές εικόνες μπορούμε να έχουμε και από την θάλασσα, αρκεί να βαδίσουμε ένα-δυο χιλιόμετρα στην παραλία της Βλυχάδας.
Νέα πεζοπορία λοιπόν, αυτή τη φορά όμως με τις πνοές του δυνατού γαρμπή, κάτω από το γλυκό φως του δειλινού. Ξεκινάμε από το «Λιμανάκι των Ψαράδων» στη Βλυχάδα, όπου σώζονται ακόμη οι εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις των εργοστασίων τοματοπολτού, που μαζί με την παραγωγή κρασιού, απετέλεσαν τη βάση της οικονομίας της Σαντορίνης του 19ου αιώνα. (4)
Κατάμαυρη μαλακή αμμουδιά με λεία βότσαλα και πολλές ελαφρόπετρες. Στο μέρος της στεριάς και κατά μήκος αυτής της μακρότατης ακτογραμμής ορθώνεται ένας συμπαγής τείχος ύψους αρκετών δεκάδων μέτρων, από το ίδιο το μαλακό αποσαθρωμένο πέτρωμα των Τράφων. Είναι ένα συνεχόμενο γλυπτό, που φέρει πάνω του αποτυπωμένη όλη τη λαξευτική δράση της φύσης στους αιώνες. Φωτογραφίζουμε, φωτογραφίζουμε συνεχώς. Κάθε εικόνα μοιάζει ωραιότερη από την προηγούμενη.
Τα κύματα του γαρμπή σκάζουν θορυβώδη και αφρισμένα στην ακτή. 18 χλμ. ανοιχτά στα ΝΔ, οθρώνονται από το πέλαγος οι νησίδες των χριστιανών, η Χριστιανή, η Ασκανιά και ο Βράχος Μέρμηγκας. Είναι ό,τι απέμεινε από τον κατακερματισμό της ξηράς, που βυθίστηκε μετά την αρχική ηφαιστειακή δραστηριότητα, που εκδηλώθηκε 2,5 εκατομμύρια χρόνια πριν στην ευρύτερη περιοχή της Σαντορίνης (5).
Ο ήλιος χαμηλώνει, τα κύματα χρυσίζουν για τελευταία φορά. Ο γεωμορφές σκουραίνουν, γίνονται ασαφείς. Η νύχτα του Απρίλη πέφτει υγρή και ψυχρή σε στεριά και θάλασσα.
- ΤΟ ΤΟΞΩΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΚΑΛΝΤΕΡΑΣ
Νωρίς το πρωί βγαίνω στη βεράντα, ν’ αγναντέψω τη μαγεία του ορίζοντα. Αυτό που αντικρύζω μ’ αιφνιδιάζει. Η οπτική μου εμβέλεια δεν ξεπερνάει τ’ αντικρινά νησιά της Θηρασιάς, της Παλαιάς και Νέας Καμένης. Ακρωτήρι και Φάρος δεν φαίνονται πουθενά. Οι χιονισμένες κορυφές του Ψηλορείτη, που τόσο πολύ με είχαν εντυπωσιάσει, μοιάζουν με εφεύρημα της φαντασίας μου. Ακόμα και η γειτονική Οία είναι μισοχαμένη στην ομίχλη. Η υγρασία επίσης είναι φοβερή, σαν νάχει βρέξει μόλις πριν μερικά λεπτά. Αυτή είναι η άμυνα της γης της Σαντορίνης απέναντι στον καυτό ήλιο και στους άνυδρους μήνες της θερινής περιόδου. Χωρίς αυτή την υγρασία ελάχιστες καλλιέργειες θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν.
Αργά το μεσημέρι η ομίχλη διαλύεται, η άπνοια όμως σε συνδυασμό με την υγρασία δημιουργούν μια ζέστη ανυπόφορη. Την ώρα αυτή αποφασίζουμε να ξεκινήσουμε το μακρύ μονοπάτι της Καλντέρας. Αρχίζουμε τον ήπιο – ευτυχώς – ανήφορο πάνω από τις IKIES και το εργοστάσιο αφαλάτωσης. Σε λίγο φτάνουμε στο εξωκκλήσι του Αγ. Βασιλείου. Αρχίζει τμήμα του θαυμάσιου παλιού καλντεριμιού, περίτεχνα στρωμένου με ηφαιστειακές πέτρες.
– Δεν θα κρατήσει για πολύ αυτό το καλντερίμι – κομψοτέχνημα, λέει ο Κυριάκος. Πιο πάνω χαλάει και εμφανίζεται περιστασιακά μόνον με μικρά κομμάτια. Είναι κρίμα για την τουριστική φυσιογνωμία του τόπου αλλά και για τους πολυάριθμους ξένους εραστές της πεζοπορίας, να μην ευαισθητοποιούνται για την αποκατάστασή του οι τοπικοί φορείς.
Φτάνουμε στο εκκλησάκι του Σταυρού με ταυτόχρονη θέα στη θάλασσα της καλντέρας αλλά και ΒΔ, στο ανοιχτό πέλαγος. Κάτω χαμηλά απλώνεται ο εκτεταμένος κάμπος της Περιβόλας με ποικίλες καλλιέργειες. Στον θαλάσσιο ορίζοντα διαγράφονται όλοι ο γνωστοί όγκοι των νησιών, με πιο κοντινά την Ίο και τη Σίκινο. Διασταυρωνόμαστε με τρεις παρέες αλλοδαπών περιπατητών, που βαδίζουν αντίστροφα το μονοπάτι της καλντέρας. Λίγο αργότερα φτάνουμε στον λόφο του Προφητηλία με το ομώνυμο εξωκκλήσι. Εντυπωσιακές είναι οι συγκεντρώσεις λάβας με πολύ ζωντανούς κεραμιδί χρωματισμούς, που πάνω τους έχουν αναπτυχθεί βρύα και λειχήνες.
Για λίγο διχάζεται το μονοπάτι. Ένα τμήμα του έχει απόλυτη θέα στο βορρά ενώ το άλλο στην καλντέρα και στο νότο. Μετά από μερικές δεκάδες μέτρα τα παρακλάδια συναντώνται και το κοινό – πλέον – μονοπάτι περνάει μπροστά από ξωκκλήσι με χρώμα ροζ-σωμόν και μικρό παρεκκλήσι δίπλα στο λευκό. Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 300 μέτρων, λίγο πιο κάτω από την κορυφή του «Μαύρου Βουνού», με απόλυτη θέα σ’ όλο τον ορίζοντα. Με χαλαρό βαθμό και αρκετές μικροστάσεις χρειαστήκαμε ως εδώ ένα 45λεπτο.
Για μερικά λεπτά απολαμβάνουμε τη θέα. Αρχίζουμε να κατηφορίζουμε ΝΑ. Στον νέο ορίζοντα κυριαρχεί η Ανάφη, ενώ ένας ελαφρός γραίγος μας δροσίζει ευχάριστα. Για ένα διάστημα το μονοπάτι είναι σαθρό, μετά ξαναγίνεται αξιόπιστο. Φτάνουμε σε χαμηλό αυχένα πάνω από την άσφαλτο. Για μερικές εκατοντάδες μέτρα βαδίζουμε σε χωματόδρομο που καταλήγει στο ασφάλτινο κεντρικό δίκτυο, κοντά σε μια καντίνα, εγκατεστημένη σε θέση στρατηγική. Για ένα 5λεπτο ανηφορίζουμε ελαφρά τον ασφαλτόδρομο, έχοντας δίπλα μας τον θόρυβο και τα καυσαέρια των αυτοκινήτων. Είναι το μοναδικό άχαρο τμήμα της μέχρι τώρα διαδρομής. Στο ύψος νεόδμητου συγκροτήματος και απέναντι ακριβώς από τη διασταύρωση προς Πορί ξαναρχίζει το μονοπάτι, ανηφορικό, κατάσπαρτο με κοκκινόμαυρες πέτρες αλλά και χωρίς καμιά σήμανση στο σημείο έναρξής του.
Πολύ γρήγορα λοξεύουμε δεξιά, παράλληλα με συρμάτινη περίφραξη. Κάτω από τον φράχτη, χάσκουν τα ιλιγγιώδη τοιχώματα της καλντέρας. Η ανάβαση συνεχίζει πολύ απότομη, ανάμεσα από σκουροκόκκινα πετρώματα λάβας. Προβάλλει απέναντι θεαματικά το Μεροβίγλι. Με επίπεδο μονοπάτι διασχίζουμε το απότομο πρανές που μοσχοβολάει θυμάρι. Πού και πού σταματάμε για να θαυμάσουμε τη μεγαλόπρεπη θέα της καλντέρας προς τα Ν και Δ.
Φτάνουμε στο μεγάλο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία με τσιμεντένιο αύλειο χώρο. Χωματόδρομος και μετά τσιμεντόδρομος. Ένα στενό μονοπάτι παρεκλίνει για ένα 5λεπτο στο σπηλαιώδες εξωκκλήσι του Αγ. Αντωνίου στο χείλος του γκρεμού. Είναι το τελευταίο μονοπάτι της διαδρομής.
Αρχίζει φαρδύς τσιμεντόδρομος και παράλληλα η τουριστική ανάπτυξη σ’ όλη της την έκταση με διαδοχικά πολυτελή συγκροτήματα καθένα με τη μεγάλη του πισίνα, τον κήπο και την απόλυτη θέα στην καλντέρα.
Για μισή περίπου ώρα το βάδισμα είναι μια τυπική διαδικασία, ώσπου να φτάσουμε στο Μεροβίγλι. Αν και η θέα σ’ όλο το μήκος της διαδρομής εξακολουθεί να είναι υπέροχη, η μαγεία του μονοπατιού έχει χαθεί. Κανένα αστικό περιβάλλον, όσο πολυτελές και περιποιημένο κι αν είναι, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη γλυκύτητα της φύσης και την αυθεντικότητα της πορείας σε μονοπάτι, έστω και κακοτράχαλο.
2 ώρες και 10΄ μετά την αναχώρησή μας (περίπου 1.45΄ με κανονικό βάδισμα χωρίς στάσεις) φτάνουμε στο Μεροβίγλι.
– Αν θέλετε, μπορούμε να συνεχίσουμε ως τα Φηρά, λέει ο Κυριάκος. Δεν θάναι όμως διαδρομή μέσα στη φύση.
Προτιμάμε να επιστρέψουμε στη βεράντα μας και ν’ αφεθούμε στη γαλήνη του δειλινού ως το πέσιμο της νύχτας.
- ΣΤΟΝ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ «ΣΚΑΡΟ»
Δεν νομίζω, ότι στη χοάνη της καλντέρας αλλά και σ’ όλη τη Σαντορίνη, υπάρχει θεαματικότερο γεωλογικό δημιούργημα από το Σκάρο. Είναι μια μικρή χερσόνησος κάτω από το Μεροβίγλι, ένας λοφίσκος από κοκκινωπή λάβα σε σχήμα κωνικό, που στην κορυφή του στενεύει και καταλήγει σ’έναν θεόρατο συμπαγή βράχο, που φέρνει στο νου τα Μετέωρα της Θεσσαλίας. Σ’ αυτόν τον κατακόρυφο βράχο και στις γύρω πλαγιές ήταν ο «Σκάρος» το μεγαλύτερο και αρχαιότερο από τα πέντε καστέλια, τους οχυρούς δηλαδή οικισμούς, που δημιουργήθηκαν τον 15ο αιώνα στη Σαντορίνη για προστασία από την θεομηνία των πειρατικών επιδρομών. Ο πληθυσμός του Σκάρου ήταν στη συντριπτική του πλειοψηφία καθολικός και το καστέλι έδρα του καθολικού επισκόπου. Τα 200 σπίτια σταδιακά ερημώθηκαν και ο πληθυσμός μεταφέρθηκε στα Φηρά. (6).
Η πρόσβαση προς τον Σκάρο γίνεται από το Μεροβίγλι, από τα σκαλοπάτια που κατηφορίζουν δίπλα από το εστιατόριο BLUE NOTE. Είναι τσιμεντένια, φαρδιά και – στην κατάβαση – πολύ ξεκούραστα. Περνώντας δίπλα από ενδιάμεσο ξωκκλήσι φτάνουμε σε λιγότερο από ένα 10λεπτο στη βάση του κύκνου. Παντού παμπάλαια ερειπωμένα σπίτια, κατασκευασμένα αποκλειστικά από σκουρόχρωμη ηφαιστειακή πέτρα. Ένα ομαλό μονοπάτι κυκλώνει το βράχο από την ΝΑ-Ν πλευρά. Το «μετέωρο» ορθώνεται αυστηρά πάνω απ’ τα κεφάλια μας με ύψος τουλάχιστον 20 μέτρων και χρώμα σταχτί και καφεκόκκινο.
Ξαναρχίζουν πολλά τσιμεντένια σκαλοπάτια. Στρεφόμαστε για λίγο Δ και ξαφνικά αντικρίζουμε πάνω από τη θάλασσα τον κατάλευκο ναό της «Θεοσκέπαστης», μια τέλεια χρωματική αντίθεση ανάμεσα στο φαιοκόκκινο της λάβας και στη γαλάζια επιφάνεια της καλντέρας. Πολλοί επισκέπτες – αποκλειστικά αλλοδαποί – ηρεμούν στον γαλήνιο αυτό τόπο. Για μερικά λεπτά τους μιμούμαστε κι εμείς, πριν όμως χαλαρώσουμε επικίνδυνα, παίρνουμε τον ανηφορικό – τώρα πια – δρόμο της επιστροφής.
Από την Θεοσκέπαστη ως τη βάση του Σκάρου τα σκαλοπάτια ξεπερνούν τα 200, ενώ από εκεί και μετά ως το εστιατόριο είναι 300. Ο χρόνος της επιστροφής με κανονικό ρυθμό κυμαίνεται από 20 έως 25 λεπτά.
- ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΦΑΡΟΥ
Ο καιρός της Σαντορίνης μας αιφνιδιάζει και πάλι, με συννεφιά και σφοδρούς νοτιάδες. Αδύνατον να σταθούμε στη βεράντα. Παίρνουμε το πρωινό μας στο σαλόνι.
– Ωραία μέρα για μια βόλτα στο Ακρωτήρι, λέει ο Κυριάκος. Όλα τα στοιχεία της φύσης θα είναι εκεί.
Διασχίζουμε τη χερσαία καμπύλη του νησιού και φτάνουμε στο ακρότατο σημείο, τον Φάρο. Χαμηλά στη θάλασσα ο καιρός λυσσομανάει. Ένα μεγάλο ξύλινο καΐκι, γεμάτο με τουρίστες για ημερήσια κρουαζιέρα, αναγκάζεται να επιστρέψει. Η πλώρη του βυθίζεται ολόκληρη στο κύμα, ακούγονται ως εμάς οι φωνές του πανικού.
Με την ασφάλεια που μας παρέχει η στεριά ανηφορίζουμε, μερικές δεκάδες μέτρα πριν από το φάρο, το παλιό μονοπάτι που τον συνέδεε με την ενδοχώρα πριν από τη διάνοιξη του δρόμου.
Σ’ ελάχιστα λεπτά φτάνουμε στην κορυφή του λόφου και το τοπίο μεταβάλλεται ολοκληρωτικά. Η αποκλειστική – ως εκείνη τη στιγμή – θέα της καλντέρας διευρύνεται με την απεραντοσύνη του αφρισμένου Αιγαίου. Η συγκλονιστικότερη όμως εικόνα προέρχεται από την εξωτερική ακτογραμμή.
Στους κατακόρυφους γκρεμούς αποτυπώνεται ρεαλιστικά όλη η δραματική μεγαλοπρέπεια της δράσης του ηφαιστείου. Όγκοι λάβας σε απίστευτη χρωματική ποικιλία είναι κατάσπαρτοι παντού, στις χαοτικές πλαγιές ή χαμηλά στη θάλασσα. Πουθενά ως τώρα δεν έχουμε δει να συνυπάρχουν το κιτρινωπό με το καφέ, το ροζ με το κόκκινο, το πρασινωπό με το κεραμιδί, το σταχτί με το μαύρο. Ανάμεσα απ’ αυτά τα απίθανα χρώματα και σχήματα, προβάλλει πού και πού στην άκρη του ακρωτηρίου ο φάρος. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω αντικρίζουμε έναν κατακόρυφο βράχο που μοιάζει με συμπαγή τοίχο, ύψους 50 μέτρων πάνω από τη θάλασσα. Το χρώμα του είναι κατάμαυρο, όπως μαύρη είναι και η μικροσκοπική αμμουδιά που σχηματίζεται στη βάση του, προσιτή μόνον απ’ τη θάλασσα.
Κινούμαστε πάντα Α-ΝΑ διαγράφοντας μια ελαφρά καμπύλη στο χείλος της απόκρημνης ακτής, που θυμίζει μια καλντέρα σε μικρογραφία.
Μετά από ένα τέταρτο περίπου φτάνουμε στην άσφαλτο, 150 μέτρα πάνω από την ταβέρνα «Το φανάρι». Μερικά μέτρα απ’ την ακτή αποκαλύπτεται ένας κατάμαυρος βράχος με ιδιόμορφο σχήμα, ένα αληθινό «Γλυπτό της Λάβας». Στην κακοτράχαλη θαμνώδη πλαγιά φεύγουν – λίγα μέτρα από τα πόδια μας – φασιανοί και αγριοκούνελα. Είν’ ένας τόπος παράξενος, μακρυά από αστικά κέντρα και τουριστικές διαδρομές, με εικόνες ιδιαίτερες, γεμάτες γοητεία.
Εξίσου γοητευτική και μοναδική είναι και η «Κόκκινη Παραλία», μια διασημότητα του νησιού, όπου καταλήγουμε με ολιγόλεπτο βάδισμα μετά τον αρχαιολογικό χώρο του Ακρωτηρίου.(7) Αθέατη, υπέροχη αμμουδιά, με πρωταγωνιστές τους κοκκινωπούς όγκους της λάβας.
- ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ «ΠΛΑΚΑΣ»
Το μονοπάτι αυτό, όπως και το επόμενο, σχετίζονται άμεσα με την ύπαρξη γεωθερμικών πηγών στη Σαντορίνη. Ως γνωστόν, η γεωθερμική ενέργεια είναι μια φυσική και ανανεώσιμη πηγή με γήινη προέλευση. Δημιουργείται, όταν μετά από ευνοϊκές γεωλογικές συνθήκες, τα ρευστά εγκλωβίζονται και θερμαίνονται μέσα σε υπόγειους γεωθερμικούς ταμιευτήρες. Είναι ευνόητο, ότι η Σαντορίνη διαθέτει αυτές τις ευνοϊκές γεωλογικές συνθήκες, τα ρευστά εγκλωβίζονται και θερμαίνονται μέσα σε υπόγειους γεωθερμικούς ταμιευτήρες. Είναι ευνόητο, ότι η Σαντορίνη διαθέτει αυτές τις ευνοϊκές γεωλογικές συνθήκες σε μεγάλο βαθμό αφού το ενεργό ηφαίστειο (με τελευταία έκρηξη μόλις το 1950) προϋποθέτει την ύπαρξη λειωμένου πετρώματος (μάγματος) με θερμοκρασία 900ο C περίπου. Το μάγμα αυτό θερμαίνει τα υπερκείμενα πετρώματα και όλα τα ρευστά που κυκλοφορούν μέσα σ’ αυτά. Την ύπαρξή του – σε βάθος 3-4 χλμ. κάτω από την καλντέρα – πιστοποιούν οι πολύ ζεστές ατμίδες που βγαίνουν στον κρατήρα της Καμένης και οι πολλές παράκτιες και υποθαλάσσιες πηγές, στον Χριστό, στη Βλυχάδα, στην Παλιά και Νέα Καμένη. Η περιοχή που ερευνήθηκε καλύτερα και φαίνεται να έχει σημαντικό γεωθερμικό ενδιαφέρον είναι η ευρύτερη περιοχή που περικλείεται από το τρίγωνο Μεγαλοχώρι – Εμπορείο – Ακρωτήρι.
Στο ύψος περίπου του Μεγαλοχωρίου δεσπόζει πάνω από την καλντέρα το ξενοδοχείο «ARTEMIS”.
Περίπου 100 μ. πάνω από το ξενοδοχείο αρχίζει μονοπάτι, που πολύ γρήγορα κατηφορίζει προς τη θάλασσα με φαρδεία σκαλοπάτια στρωμένα με βότσαλα λάβας. Σε δυο λεπτά περνάμε μπροστά από το εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, χτισμένο μέσα σε βράχο και με κορυφαία θέα στην καλντέρα.
Με εναλλασσόμενο μονοπάτι και σκαλοπάτια κατηφορίζουμε συνεχώς και καταλήγουμε στο εκκλησάκι της Παναγιάς της Πλάκας, χτισμένο μέσα σε βράχο συμπαγή. Είν’ ένα πολύ όμορφο και μοναχικό σημείο με εξαιρετική θέα στα νησάκια και στους οικισμούς που ισορροπούν πάνω απ’ τα τοιχώματα της καλντέρας. Αμέσως μετά φτάνουμε με σκαλοπάτια στις εγκαταστάσεις των λουτρών, μερικά μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Είναι μια σειρά από απλά, ταπεινά δωματιάκια, όλα κλειδωμένα και εγκαταλελειμμένα, που μέχρι πριν λίγα χρόνια λειτουργούσαν.
Θαυμάζουμε για λίγο έναν γιγάντιο ηφαιστειακό βράχο, με πολύπλοκες λαξεύσεις και ποικίλους σκούρους χρωματισμούς. Πίσω του στο βάθος αναδύονται από τη θάλασσα οι κάθετοι όγκοι του Ακρωτηρίου και η περιοχή του Φάρου. Υψώνουμε τα μάτια μας στη διαδρομή της επιστροφής. Ο ανήφορος μοιάζει εχθρικός και κατακόρυφος. Δυστυχώς η περιοχή δεν διαθέτει υπηρεσία teleferique.
22 λεπτά αργότερα, κάθιδροι και ασθμαίνοντες, καλύπτουμε την υψομετρική διαφορά των 190 μέτρων και τα 320 συνολικά σκαλοπάτια που μας χωρίζουν από την αφετηρία της κατάβασης.
- «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ Τ’ ΑΘΕΡΜΙ»
Μερικές εκατοντάδες μέτρα Ν του ξενοδοχείου και λίγο πιο κάτω από την πιτσαρία «Τ’ Αθέρμι» αρχίζει το δεύτερο μονοπάτι προς τις γεωθερμικές πηγές της περιοχής. Ξεκινάει σαν καλντερίμι με σκαλοπάτια στρωμένα με ηφαιστειακή πέτρα. Πολύ γρήγορα συναντάμε ένα ξωκκλήσι και συνεχίζουμε τα σκαλοπάτια, που δίνουν τη θέση τους σε μονοπάτι ολισθηρό. Πού και πού παρεμβάλλονται τμήματα μισοκατεστραμμένου καλντεριμιού. Το κοκκινωπό χρώμα κυριαρχεί στο έδαφος και στα πετρώματα της περιοχής. Κάτω χαμηλά εμφανίζεται ωραία βοτσαλωτή ακτή. Αρχίζει ελικοειδές τοιχισμένο καλντερίμι, που γραφικά λαξευμένο στην απότομη πλαγιά. Η έντονη όμως κλίση του εδάφους στα σκαλοπάτια κάνει το έδαφος αρκετά ολισθηρό.
12΄ μετά την αναχώρησή μας εμφανίζεται απρόσμενα μπροστά μας το εκκλησάκι «Χριστός τ’ Αθέρμι». Είναι χτισμένο ολόκληρο μέσα σε βράχο μαζί με μερικά υπόσκαφα σπιτάκια, παραδοσιακής κατασκευής αλλά μισοερειπωμένα. Σε 2΄ φτάνουμε στη βοτσαλωτή ακτή. Έχει άνοιγμα 150 περίπου μέτρων και αποτελείται από μαύρα κυρίως βότσαλα αλλά και μικρά κομμάτια ελαφρόπετρας. Σε κάποια σημεία της παραλίας ορθώνονται μεγάλοι κοκκινωποί βράχοι, αυθεντικά προϊόντα του ηφαιστείου. 100 περίπου μέτρα προς τα ΝΔ, αμέσως πάνω από την απόκρημνη ακτή, διακρίνεται ένα ερειπωμένο κτίσμα, οι παλιές εγκαταστάσεις των θερμών λουτρών, που καταστράφηκαν από κατολίσθηση και εγκαταλείφθηκαν. Πριν πάρουμε το δρόμο της επιστροφής μαζεύουμε μερικά μαύρα, απόλυτα στρογγυλεμένα βότσαλα, ενθύμιο από την επίσκεψή μας στον «Χριστό τ’ Αθέρμι».
Καλύπτουμε την υψομετρική διαφορά των 170 μέτρων και τα 200 περίπου σκαλοπάτια σε 18΄.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Θα μπορούσαν να γραφτούν σελίδες ατελείωτες για τη Σαντορίνη. Κάθε κομμάτι του εδάφους της, κάθε χρονική στιγμή του ιστορικού και γεωλογικού της παρελθόντος αποτελεί ένα θέμα συναρπαστικό και ιδιαίτερο. Η ομορφιά της είναι μοναδική, διαχρονική και αξεπέραστη. Θυμίζει μια παγκόσμια καλλονή, που παραμένει στους αιώνες τόσο ωραία, όσο και τη στιγμή της στέψης της. οι μεγάλες διασημότητες, βέβαια, είναι μοιραίο να προκαλούν αντικρουόμενα συναισθήματα, λατρεία και θαυμασμό, ζήλεια ή και φθόνο.
Ας κρατήσουμε μόνον τα χαρίσματά της και ας παραβλέψουμε τις ιδιομορφίες του χαρακτήρα της.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
- Η λέξη προέρχεται από την Ισπανική Caldera, που σημαίνει χύτρα, καζάνι.
- Γ.Ε. Βουγιουκαλάκης, ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΗΦΑΙΣΤΕΙΩΝ ΤΗΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ.
- Ε. Γερούση, Η ΘΗΡΑ ΣΤΑ ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ.
- Α.Κωτσοβίλη, ΤΑ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΜΑΤΟΠΟΛΤΟΥ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ
- Γ.Ε. Βουγιουκαλάκης, (οπ.π)
- Α. Κραντονέλλη, ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ-Κ. Κωνσταντή, ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΚΑΣΤΕΛΙ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ.
- Εκτενές άρθρο: ΤΕΥΧΟΣ 31 ΕΛΛ. ΠΑΝΟΡΑΜΑ.
- Μ. Φυτίκας, ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ.
ΤΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ «ΧΡΥΣΟΜΗΛΟ» ΤΗΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ
Είναι γνωστό ότι η ντομάτα, προϊόν με καταγωγή τη Λατινική Αμερική των Αζτέκων, φθάνει στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα.
Στην Ελλάδα έρχεται το 1818 με τους Καπουτσίνους μοναχούς. Οι πρώτοι δισταγμοί για την κατανάλωσή της είναι γνωστοί. Το φυτό, αντιμετωπίστηκε στην αρχή σαν καλλωπιστικό. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς άρχισε η βρώσιμη καλλιέργειά του κι ακόμη ποτέ οι διάφορες τοπικές ποικιλίες της αναπτύχθηκαν στην περιφέρεια της χώρας μας.
Πάντως το μικρό, σαν κορόμηλο, ντοματάκι, με την πλούσια σάκρα και το έντονο χρώμα, βρήκε πρόσφορο έδαφος, σχεδόν σ’ όλα τα νησιά του Αγαιακού Αρχιπελάγους.
Τέτοια ντοματάκια συναντάμε και γευόμαστε στη Χίο, στη Σέριφο, στη Φολέγανδρο (με τα οποία συνοδεύουν τα «ματσάτα» με τον κόκκορα), στη Νίσυρο.
Όμως το άνυδρο ντοματάκι της Σαντορίνης έχει μιαν απαράμιλλη αίγλη.
Αναφορά έχουμε για πρώτη φορά, όταν το 1927, το Γενικό Χημείο του Κράτους αναφέρεται στον «τοματοπολτό Θήρας».
Διαθέτει έντονο άρωμα, χυμώδη συμπαγή σάρκα, και ήπια γλυκίζουσα γεύση που φτιάχνει ένα γλυκοφάγωτο πελτέ και προσφέρεται για γλυκό του κουταλιού.
Ο Πέτρος Οικονόμου, νέος και πρωτοπόρος αγρότης, καλλιεργεί στο Μεγαλοχώρι, βιολογικά τα Σαντορινιά Πομοντόρια.
Η φαινομενικά ξηρή θηραϊκή γη, αποτελεί ιδανικό τόπο για το ντοματάκι που προσαρμόστηκε στο μικροκλίμα της.
Η φακή που φυτεύεται το Γενάρη, εξασφαλίζει στο έδαφος τη φυσική λίπανση με τη δέσμευση του αζώτου, που αποδίδει μετά στο έδαφος και στις ντοματιές με το θάψιμο ολόκληρου του φυτού.
Το ηφαιστειογενές του εδάφους (ελαφρόπετρα και στάχτη) αερίζεται επαρκώς αλλά και απορροφά εύκολα τη βραδινή δροσιά που ανεβαίνει απ’ την καλντέρα.(Όσοι έχουν επισκεφθεί το νησί θα διαπιστώσουν ότι μετά τις 10-100 το βράδυ όλα γίνονται υγρά).
Σ’ ένα νησί με ελάχιστες βροχοπτώσεις η υγροποίηση των θαλασσινών υδρατμών εξασφαλίζει στο φυτό-ντοματάκι τη βιοσιμότητά του. Αν προσθέσει κανείς και τους δυνατούς αέρηδες που απομακρύνουν τα βλαβερά έντομα και τις ασθένειες που δημιουργούν, καταλαβαίνουμε γιατί οι μικροί κόκκινοι καρποί της άνυδρης Σαντορινιάς ντομάτας αποτελούν ένα θαυμάσιο προϊόν του οικοσυστήματος του νησιού που έχει να αντιπαλέψει τη χαώδη κι ανεξέλεγκτη πολλές φορές τουριστική ανάπτυξη.
Οι πρώτυπες βιολογικές καλλιέργειες του κ. Οικονόμου μας πείθουν ότι η οικονομική εξέλιξη βρίσκεται πολλές φορές μακριά απ’ την πρόσκαιρη κι ασταθή νυχτερινή ζωή και τη θορυβώδη τουριστική κραιπάλη: Στα ντόπια προϊόντα που κλείνουν μέσα τους μεράκι, ιδέες και αγάπη για τη φύση, αλλά και όρους για μια μόνιμη και ισορροπημένη κοινωνική εξέλιξη.
Επιμέλεια: Μιχάλης Ζευγουλάς
Ευχαριστούμε τον κύριο Οικονόμου για τις πληροφορίες του.