Στο άρθρο εξετάζονται τα μελισσόσπιτα, τα μοναδικά σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο μελισσοκομικά κτίσματα της βόρειας Άνδρου, τα οποία έφεραν στους τοίχους τους ειδικού τύπου κυψέλες. Τα κτήρια αυτά, τα οποία διέφεραν σε μέγεθος και επιμέρους χαρακτηριστικά, άρχισαν να κατασκευάζονται στα τέλη του 19ου αιώνα και παρέμειναν σε χρήση έως τη δεκαετία του 1970. Κατά την έρευνα του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, καταγράφηκαν 45 συνολικά μελισσόσπιτα, τα περισσότερα των οποίων μπορεί να επισκεφθεί ο επισκέπτης του νησιού. Αρκετά βρίσκονται πλησίον αμαξιτών οδών και ορισμένα δίπλα σε πεζοπορικές διαδρομές.
Στο άρθρο εξετάζονται τα μελισσόσπιτα, τα μοναδικά σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο μελισσοκομικά κτίσματα της βόρειας Άνδρου, τα οποία έφεραν στους τοίχους τους ειδικού τύπου κυψέλες. Τα κτήρια αυτά, τα οποία διέφεραν σε μέγεθος και επιμέρους χαρακτηριστικά, άρχισαν να κατασκευάζονται στα τέλη του 19ου αιώνα και παρέμειναν σε χρήση έως τη δεκαετία του 1970. Κατά την έρευνα του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, καταγράφηκαν 45 συνολικά μελισσόσπιτα, τα περισσότερα των οποίων μπορεί να επισκεφθεί ο επισκέπτης του νησιού. Αρκετά βρίσκονται πλησίον αμαξιτών οδών και ορισμένα δίπλα σε πεζοπορικές διαδρομές.
Η παραδοσιακή μελισσοκομία της Άνδρου διέφερε σε πολλά από αυτήν των άλλων Κυκλαδονησιών, καθώς η Άνδρος υπήρξε το μοναδικό νησί του συμπλέγματος στο οποίο χρησιμοποιούνταν επίστομοι τύποι κυψελών και κυψέλες-ντουλάπια, οι οποίες συχνά βρίσκονταν σε ειδικά μελισσοκομικά κτίσματα. Πέραν όμως από αυτές τις μοναδικότητες, η Άνδρος είχε να επιδείξει και μια μεγάλη ποικιλία τύπων παραδοσιακών κυψελών –γεγονός εξαιρετικά ενδιαφέρον για ένα τόσο μικρό νησί–, που σε αρκετές περιπτώσεις προϋποθέτουν και διαφορετικές μεθόδους άσκησης της μελισσοκομίας. Ο λόγος της μεγάλης αυτή ποικιλίας, η οποία δεν απαντά σε κανένα άλλο νησί της Μεσογείου, σχετίζεται κυρίως με την προέλευση των κατοίκων. Στα βόρεια και σε μέρος του κεντρικού τμήματος της Άνδρου εγκαταστάθηκαν, κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, Αρβανίτες, ενώ στα νότια οι κάτοικοι ομιλούν ιδίωμα βορείου φωνηεντισμού, προερχόμενοι πιθανότατα από την Αίνο (Ανατολική Θράκη).
Οι επήλυδες κάτοικοι έφεραν μαζί τους τις μελισσοκομικές μεθόδους και πρακτικές του τόπου καταγωγής τους, ενώ οι κάτοικοι του κεντρικού τμήματος της Άνδρου, της περιοχής περί τη Χώρα, συνέχιζαν τη μακραίωνη κυκλαδίτικη μελισσοκομική παράδοση. Ασφαλώς, στο διάβα του χρόνου, υπήρξε κάποια μορφή συγκερασμού μεταξύ των μελισσοκομικών συνηθειών των τριών αναφερθέντων περιοχών της Άνδρου, με τους Αρβανίτες του βορείου τμήματος πάντως να είναι περισσότερο απομονωμένοι και ως εκ τούτου λιγότερο επιρρεπείς σε επιδράσεις. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως οι κτιστές κυψέλες-ντουλάπια, τη χρήση των οποίων έφεραν στο νησί οι Αρβανίτες, απαντούσαν, αποκλειστικά σχεδόν, στη βόρεια Άνδρο. Οι κυψέλες-ντουλάπια δημιουργούνταν αρχικά σε τοίχους διαφόρων κτισμάτων άλλης κύριας χρήσης, όπως οικίες, στάβλους, μύλους, κονάκια κ.ά. Από τον 19ο αιώνα, ωστόσο, ξεκίνησαν να κτίζονται λιθόκτιστες κατασκευές ειδικά για μελισσοκομική χρήση, οι οποίες έφεραν στους τοίχους τους τις εν λόγω κυψέλες. Οι κατασκευές αυτές ήταν οι «μελισσότοιχοι» και τα «μελισσόσπιτα». Οι πρώτοι ήταν σπάνιοι.
Κατά την επιτόπια έρευνα του Εργαστηρίου Βιογεωγραφίας και Οικολογίας του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, η οποία έλαβε χώρα τα τέσσερα τελευταία χρόνια, εντοπίστηκαν μόλις τέσσερεις μελισσότοιχοι. Ο παλαιότερος εξ αυτών ανάγεται στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, ενώ τα παλαιότερα μελισσόσπιτα τοποθετούνται χρονικά στο τελευταίο τέταρτο του ίδιου αιώνα. Τα γεγονός γεννά βέβαια εύλογα ερωτήματα αναφορικά με την πιθανότητα οι μελισσότοιχοι να προέκυψαν ως περαιτέρω εξέλιξη των μελισσότοιχων. Τα μελισσόσπιτα αποτελούν μοναδικότητα της Άνδρου και δεν απαντούν σε άλλη περιοχή των Βαλκανίων. Κτίζονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κτίζονταν και τα άλλα κτήρια στη βόρεια Άνδρο, των οικιών συμπεριλαμβανομένων, δηλαδή με πέτρες και λάσπη για τους τοίχους, ενώ η οροφή κατασκευαζόταν από ξύλινα δοκάρια πάνω στα οποία τοποθετούνταν πλάκες και πάνω σε αυτές πηλόχωμα, το οποίο αναδιατασσόταν, με προσθήκη νέου ετησίως, και πιεζόταν με τη βοήθεια ειδικού λίθινου κυλίνδρου. Σε μικρό αριθμό αυτών των κτισμάτων, αντί ξύλινων δοκαριών χρησιμοποιήθηκαν λίθινα, γεγονός που επηρέασε καίρια την αντοχή τους στον χρόνο.
Κατά την έρευνά μας, εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν λεπτομερώς 45 μελισσόσπιτα, μεγάλος αριθμός των οποίων αποτυπώθηκε σχεδιαστικά. Χρησιμοποιήθηκαν συστήματα μη επανδρωμένων αεροσκαφών (ΣμηΕΑ/drones) για τη φωτογραφική καταγραφή των εν λόγω κατασκευών και τη δημιουργία φωτογραμμετρικών τρισδιάστατων μοντέλων υψηλής ανάλυσης. Στους τοίχους των μελισσόσπιτων δημιουργούνταν κυψέλες-ντουλάπια, με τις εισόδους των μελισσών στην εξωτερική πλευρά των τοίχων και τις πόρτες τους στον εσωτερικό χώρο. Τα εν λόγω κτίσματα ήταν συνήθως μακρόστενες κατασκευές, δίχως ωστόσο να απουσιάζουν και περιπτώσεις τετραγωνικού ή άλλου σχήματος. Αρκετά συχνά, ο ένας τους τοίχος εφαπτόταν σε κάποιο βράχο ή στο επικλινές έδαφος, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις κτιζόταν κάτω από βράχους, οι οποίοι αποτελούσαν έτσι μέρος της οροφής τους. Κατά κανόνα τα μελισσόσπιτα διέθεταν έναν εσωτερικό χώρο, υπήρχαν ωστόσο και δίχωρα, αν και τα τελευταία ήταν σπάνια. Κάποια από αυτά χρησιμοποιούνταν πέραν της μελισσοκομίας και σε άλλες δευτερεύουσες χρήσεις. Ορισμένα διέθεταν ληνούς για το πάτημα των σταφυλιών, ενώ σε άλλα υπήρχαν καμινάδες και φαίνεται πως χρησιμοποιούνταν ως κονάκια για προστασία των ξωμάχων από τα στοιχεία της φύσης ή και για ολιγοήμερη διαμονή τους. Οι κυψέλες-ντουλάπια δημιουργούνταν συνήθως στη μια μακριά πλευρά των μελισσόσπιτων ή στη μια μακριά και σε μια από τις στενές.
Απαντούν ωστόσο κάποια που διαθέτουν ντουλάπια στους τρεις ή ακόμη και στους τέσσερεις από τους τοίχους τους. Τα μελισσόσπιτα ήταν διαφόρων μεγεθών. Το εμβαδό τους κυμαινόταν από μόλις 4 έως 41 τετραγωνικά μέτρα. Υπήρχαν μικρά, με μονοψήφιο αριθμό ντουλαπιών, και μεγάλα, με αρκετές δεκάδες ντουλάπια. Τα μελίσσια στις κυψέλες-ντουλάπια απέδιδαν περισσότερο, διότι, συγκριτικά με τους άλλους τύπους κινητών κυψελών που χρησιμοποιούνταν στην Άνδρο, ήταν καλύτερα προφυλαγμένα από τις καιρικές συνθήκες, λόγω της μόνωσης που προσέφερε ο τοίχος, και λόγω του γεγονότος ότι σε αυτά οι μέλισσες είχαν στη διάθεσή τους μεγαλύτερο χώρο για να κτίσουν τις κηρήθρες τους. Οι συνθήκες εργασίας ήταν επίσης καλύτερες για τους μελισσοκόμους, οι οποίοι, εργαζόμενοι εντός του μελισσόσπιτου, δεν είχαν να αντιμετωπίσουν τα στοιχεία της φύσης, και συγχρόνως δούλευαν προστατευμένοι από το «κακό μάτι», γεγονός σημαντικό σε παλαιότερες εποχές.
Τρύγος στις κυψέλες-ντουλάπια πραγματοποιούνταν μία ή δύο φορές τον χρόνο, αναλόγως της θέσης τού κτίσματος. Όταν διενεργούνταν δύο τρύγοι, ο πρώτος αφορούσε σε μέλι κυρίως από θυμάρι και ο δεύτερος σε μέλι από φθινοπωρινό ρείκι (σουσούρα, Erica manipuliflora), που τοπικά καλείται «λεκάτι». Η χρήση των μελισσόσπιτων άρχισε να εγκαταλείπεται κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, με τους μελισσοκόμους να μεταπηδούν σταδιακά στη σύγχρονη μελισσοκομία. Ήταν πάντως η εμφάνιση της βαρρόα (είδος τσιμπουριού), ενός εχθρού των μελισσών από την Ινδοκίνα, που δεν μπορούσε να αντιμετωπισθεί σε συνθήκες παραδοσιακής μελισσοκομίας, αυτή που στα τέλη της δεκαετίας του 1970 συνέβαλε στη μαζική εγκατάλειψή τους. Ο επισκέπτης-περιηγητής έχει τη δυνατότητα να επισκεφθεί αρκετά από τα μελισσόσπιτα του νησιού.
Κάποια βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από τον δρόμο που οδηγεί στα χωριά της Άνδρου βορείως του Γαυρίου, ενώ ένα βρίσκεται εντός του οικισμού του Γαυρίου. Ο περιπατητής έχει επίσης τη δυνατότητα, με μικρή ή και καθόλου απόκλιση, να παρατηρήσει ορισμένες από τις ενδιαφέρουσες αυτές λιθόκτιστες κατασκευές ακολουθώντας, για παράδειγμα, το μονοπάτι 14 στο τμήμα που διέρχεται από τους Φρουσαίους (14a – 14 – 14b). Κατά τη διαδρομή αυτή, το μονοπάτι ελίσσεται κάτω από βαθύσκιωτα πλατάνια και άλλα δέντρα, δίπλα σε ρυάκι που σε σημεία δημιουργεί λίμνες, φαινόμενο μοναδικό για ένα Κυκλαδονήσι. Εκεί λοιπόν, ο περιπατητής, πέραν των 19 υδρόμυλων κατά μήκος του ρυακιού, μπορεί να επισκεφθεί και δύο μελισσόσπιτα, τα οποία βρίσκονται ακριβώς δίπλα στο μονοπάτι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γιοχάλας, Τ. Π. 2010. Άνδρος: Αρβανίτες και Αρβανίτικα. Αθήνα (Τυπωθήτω).
Μαυροφρύδης, Γ., Τάταρης, Γ., Τσιλιγγίρη, Ε., Πετανίδου, Θ. 2022. Μελισσότοιχοι
και μελισσόσπιτα στο νησί της Άνδρου. Μελισσοκομική Επιθεώρηση, 26(282): 121-
125.
Μπασέα-Μπεζαντάκου, Χ. 2001. Το βόρειο ιδίωμα της Άνδρου. Άγκυρα, 1: 113-126.
Μπίκος, Θ. 1996. Μελισσοκομικές καταγραφές. Μελισσοκομική Επιθεώρηση, 10(9):
314-320· 10(10): 359-363· 10(12): 462-466.
Μπίκος, Θ. 2011. Μελισσοκομικές καταγραφές. Μελισσοκομική Επιθεώρηση, 25(2):
110-115· 25(3): 190-195· 25(4): 250-254.
Πολέμης, Δ. 2016. Ιστορία της Άνδρου. Άνδρος (Καΐρειος Βιβλιοθήκη).
Σπέης, Γ. 2003. Θουρίδες και μελισσοκήπια. Άνδρος (Καΐρειος Βιβλιοθήκη).