Η αλήθεια είναι, ότι η πρώτη μακρινή εικόνα από τη θάλασσα δεν είχε διεγείρει τον θαυμασμό μου. Στον ορίζοντα η Σύρος ήταν μια τυπική σιλουέτα άγονου κυκλαδίτικου νησιού, που πάνω του έμοιαζε να έχει εξαντλήσει όλη τη λιτότητα της η φύση του Αιγαίου. Λόφοι βραχώδεις και γυμνοί, με βλάστηση υποτυπώδη έως ανύπαρκτη. Μοναδικό τους στόλισμα αλλά και ίχνη χαρακτηριστικά ανθρώπινης παρουσίας, ένα δαιδαλώδες δίκτυο ξερολιθιών, που θυμίζουν από μακριά γιγαντιαίο ιστό αράχνης. Ωστόσο, η πρώτη εικόνα του νησιού είναι απατηλή, η Σύρος κρατάει από τον μακρινό θεατή επιμελώς κρυμμένα τα κάλλη της. Τα αποκαλύπτει ένα-ένα, θριαμβευτικά και με την αυταρέσκεια καλλονής, καθώς το πλοίο προσεγγίζει το λιμάνι. Αρχικά οι γαλάζιοι τρούλλοι των ναών του Αγ. Νικολάου και της Ανάστασης. Σε λίγο διαγράφονται οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες των αρχοντόσπιτων στη συνοικία «Βαπόρια», που, γαντζωμένα σε μια αδιάσπαστη οικοδομική ενότητα πάνω στους βράχους, καθρεφτίζονται μέσα στο νερό.
Το πλοίο ζυγώνει στην ακτή, παίρνει την τελική του ευθεία προς το λιμάνι. Αποκαλύπτονται δυο λόφοι κωνικοί που πλαισιώνουν την προκυμαία. Είναι οι λόφοι της Άνω Σύρου και της Ερμούπολης, κατάσπαρτοι με σπίτια λευκά και ωχροκίτρινα, ένα οικιστικό σύνολο συμπαγές και γραφικότατο, που από την παραλία ανηφορίζει ως τις κορφές. Εκεί δεσπόζουν οι ναοί του Αγ. Γεωργίου και της Ανάστασης, σύμβολα των αντίστοιχων δογμάτων του νησιού, του Καθολικού και του Ορθόδοξου. Είναι μια συνολική εικόνα ασύγκριτης μεγαλοπρέπειας, που είναι αδύνατον να σβήσει από τη μνήμη, και ανατρέπει καταλυτικά την αρχικώς άχρωμη όψη του νησιού. Κανείς, εν τούτοις, δεν μπορεί να μαντέψει από το κατάστρωμα του πλοίου τις – απαράμιλλης ομορφιάς – αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, την ιστορική διαδρομή, τους ρυθμούς ζωής, την ιδιαίτερη ταυτότητα και την αρχοντιά αυτού του τόπου. Επιχειρούμε λοιπόν σήμερα να επανορθώσουμε την παράλειψη των νεανικών μας χρόνων, τότε που είχαμε αρκεστεί μόνον σε μια φευγαλέα ματιά της Σύρου, υποκύπτοντας στη σαγήνη των σειρήνων κάποιων άλλων κυκλαδίτικων νησιών.
Η αλήθεια είναι, ότι η πρώτη μακρινή εικόνα από τη θάλασσα δεν είχε διεγείρει τον θαυμασμό μου. Στον ορίζοντα η Σύρος ήταν μια τυπική σιλουέτα άγονου κυκλαδίτικου νησιού, που πάνω του έμοιαζε να έχει εξαντλήσει όλη τη λιτότητα της η φύση του Αιγαίου. Λόφοι βραχώδεις και γυμνοί, με βλάστηση υποτυπώδη έως ανύπαρκτη. Μοναδικό τους στόλισμα αλλά και ίχνη χαρακτηριστικά ανθρώπινης παρουσίας, ένα δαιδαλώδες δίκτυο ξερολιθιών, που θυμίζουν από μακριά γιγαντιαίο ιστό αράχνης. Ωστόσο, η πρώτη εικόνα του νησιού είναι απατηλή, η Σύρος κρατάει από τον μακρινό θεατή επιμελώς κρυμμένα τα κάλλη της. Τα αποκαλύπτει ένα-ένα, θριαμβευτικά και με την αυταρέσκεια καλλονής, καθώς το πλοίο προσεγγίζει το λιμάνι. Αρχικά οι γαλάζιοι τρούλλοι των ναών του Αγ. Νικολάου και της Ανάστασης. Σε λίγο διαγράφονται οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες των αρχοντόσπιτων στη συνοικία «Βαπόρια», που, γαντζωμένα σε μια αδιάσπαστη οικοδομική ενότητα πάνω στους βράχους, καθρεφτίζονται μέσα στο νερό.
Το πλοίο ζυγώνει στην ακτή, παίρνει την τελική του ευθεία προς το λιμάνι. Αποκαλύπτονται δυο λόφοι κωνικοί που πλαισιώνουν την προκυμαία. Είναι οι λόφοι της Άνω Σύρου και της Ερμούπολης, κατάσπαρτοι με σπίτια λευκά και ωχροκίτρινα, ένα οικιστικό σύνολο συμπαγές και γραφικότατο, που από την παραλία ανηφορίζει ως τις κορφές. Εκεί δεσπόζουν οι ναοί του Αγ. Γεωργίου και της Ανάστασης, σύμβολα των αντίστοιχων δογμάτων του νησιού, του Καθολικού και του Ορθόδοξου. Είναι μια συνολική εικόνα ασύγκριτης μεγαλοπρέπειας, που είναι αδύνατον να σβήσει από τη μνήμη, και ανατρέπει καταλυτικά την αρχικώς άχρωμη όψη του νησιού. Κανείς, εν τούτοις, δεν μπορεί να μαντέψει από το κατάστρωμα του πλοίου τις – απαράμιλλης ομορφιάς – αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, την ιστορική διαδρομή, τους ρυθμούς ζωής, την ιδιαίτερη ταυτότητα και την αρχοντιά αυτού του τόπου. Επιχειρούμε λοιπόν σήμερα να επανορθώσουμε την παράλειψη των νεανικών μας χρόνων, τότε που είχαμε αρκεστεί μόνον σε μια φευγαλέα ματιά της Σύρου, υποκύπτοντας στη σαγήνη των σειρήνων κάποιων άλλων κυκλαδίτικων νησιών.
ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Δύσκολα μπορούσα να φανταστώ, δυο μόλις εβδομάδες πριν απ’ τα Χριστούγεννα, ότι δεν θα τα περνούσαμε «λευκά» και γραφικά σε κάποιον από τους αγαπημένους μας ορεινούς προορισμούς. Με κρύο και μυρωδιά ξύλου από τις καμινάδες των τζακιών, κρασάκι και όμορφη παρεούλα, έτσι όπως το θέλει η παράδοση. Κι ενώ οραματιζόμασταν όλα αυτά – και πολλά άλλα – πατροπαράδοτα προνόμια, εντελώς αιφνιδιαστικά απαρνηθήκαμε τα υψόμετρα, το βλέμμα και ο νους στράφηκαν στη θάλασσα. Εκεί, στο κέντρο του Αιγαίου, αναδύθηκε μαγνήτης ισχυρός και ακατανίκητος η Σύρος. Είχαν προηγηθεί οι δελεαστικές περιγραφές και διηγήσεις του ταξιδευτή φίλου μας Κυριάκου Παπαγεωργίου αλλά και η ισχυρή επιθυμία μας να γνωρίσουμε τη χειμερινή όψη του νησιού και μάλιστα Χριστούγεννα. Πρώτη λοιπόν στάση στο κοσμοβριθές «Ελευθέριος Βενιζέλος» και επόμενη – και οριστική – στο λιλιπούτειο αεροδρόμιο του νησιού, που σε σχέση με το αχανές προηγούμενο, έμοιαζε με χαριτωμένη μινιατούρα.
Ωστόσο, η αρχική υποδοχή της Σύρου δεν υπήρξε ιδιαίτερα φιλική. Πολλές εκατοντάδες μέτρα πάνω από τα αφρισμένα νερά του Αιγαίου η νέφωση ήταν πυκνή και ο αέρας δυνατός. Το μικρό ελικοφόρο αεροπλάνο αντιδρούσε με απότομα σκιρτήματα, που τα εισπράτταμε στο εσωτερικό ως ενοχλητικές «αναταράξεις».
Πώς να ισορροπήσουν ο καφές και ο χυμός!
Είδε το μάταιον της απόπειρας η αεροσυνοδός και αποφάσισε να τα αποσύρει. Συμβάλαμε έτσι – ακούσια – όλοι μας στην προσπάθεια του εθνικού μας αερομεταφορέα για «οικονομική εξυγίανση».
Στην έξοδο του αεροδρομίου μας υποδέχεται ο «Κυκλαδίτικος χειμώνας» με κυριότερα χαρακτηριστικά ένα ψυχρότατο βοριαδάκι και θερμοκρασία 6 βαθμών, πολύ χαμηλή – ομολογουμένως για νησί. Μας υποδέχεται όμως και ένα καινούργιο αυτοκίνητο με το κλειδί στη μηχανή και ενημερωτικό χάρτη της Σύρου, ευγενική προσφορά του γραφείου ταξιδίων, τουρισμού και ενοικιάσεως αυτοκινήτων «Βασιλικός» (τηλ. 22810-84444).
Καθώς κατηφορίζουμε ελαφρά από το αεροδρόμιο απλώνεται στα βόρεια με συναρπαστική αμεσότητα το υπερθέαμα των λόφων της Ερμούπολης και της Άνω Σύρου. Η μετάβασή μας ως το κέντρο της πόλης δεν διαρκεί παραπάνω από ένα πεντάλεπτο. Πριν φτάσουμε στο κυρίως λιμάνι μερικές πανύψηλες χαλύβδινες σιλουέττες μας φέρνουν στο νου τις μέρες ακμής του βιομηχανικού παρελθόντος αλλά και παρόντος της Σύρου. Είναι οι μεγάλοι γερανοί του περίφημου «Νεώριου», της μεγάλης ναυπηγοεπισκευαστικής μονάδας, που εδώ και ενάμιση αιώνα έχει συνδέσει άρρηκτα το όνομά της με τη Σύρο.
Απέναντί μας, στον ανατολικό βραχίονα του λιμανιού, δεσπόζει το πετρόχτιστο και μεγάλου μήκους κτίριο του Λιμεναρχείου. Βρισκόμαστε ήδη στην καρδιά της παραλιακής λεωφόρου, η κίνηση τροχοφόρων και πεζών είναι ζωηρή, χωρίς να γίνεται ούτε στιγμή ενοχλητική.
Κάθετα προς την παραλιακή λεωφόρο κατευθύνεται προς το εσωτερικό η κεντρική οδός Ελ. Βενιζέλου, που μας χαρίζει μια άριστη εικόνα του κορυφαίου οικοδομήματος της Ερμούπολης, του φημισμένου Δημαρχείου της. Ανηφορίζουμε από την εκπληκτική σε μέγεθος και ομορφιά πλακόστρωτη πλατεία Μιαούλη, που κοσμείται με τον ανδριάντα του θρυλικού ναυάρχου της Επανάστασης. Πιο πάνω επιβάλλονται με την έξοχη αρχιτεκτονική τους τα ιστορικά οικοδομήματα της «Λέσχης Ελλάς» και του Δημοτικού Θεάτρου «Απόλλων» και αμέσως μετά ο μεγαλόπρεπος ναός του Αγ. Νικολάου με τα δυο κωδωνοστάσια και τον επιβλητικό του τρούλλο. Φτάνουμε ήδη στην επιφανέστερη συνοικία της πόλης, τα «Βαπόρια», στο ανατολικό άκρο της πόλης πάνω από τη θάλασσα. Μερικά δευτερόλεπτα μετά προβάλλει απέναντί μας το ξενοδοχείο «Σύρου Μέλαθρον». Στεγάζεται σε ωραία νεοκλασική οικία του 1856, που αρχικά ανήκε στον Νικηφόρο Γεωργιάδη και αργότερα στον Ευάγγελο Μπαρμπέτα. Τα τελευταία χρόνια περιήλθε στην οικογένεια Δρακάκη και από το καλοκαίρι του 1996 λειτουργεί ως ξενοδοχείο 4**** με 21 συνολικά δωμάτια από τα οποία τα 5 είναι σουίτες. Η οικογένεια έχει διατηρήσει τον παραδοσιακό χαρακτήρα του οικήματος και διασώζονται πολλά αρχιτεκτονικά στοιχεία του παρελθόντος τόσο στην εξωτερική όψη του κτιρίου όσο και στο εσωτερικό. Τα περισσότερα τμήματα των δαπέδων αποτελούνται από λευκό Παριανό και Τηνιακό μάρμαρο, ενώ τα πατώματα των δωματίων είναι δρύινα. Τα ψηλοτάβανα δωμάτια είναι διακοσμημένα με παραδοσιακές ορογραφίες, που μαζί με τα υπόλοιπα διακοσμητικά στοιχεία και την προσεγμένη επίπλωση προσδίδουν στο ξενοδοχείο μια αίσθηση αρχοντιάς και διακριτικής πολυτέλειας.
Το «Σύρου Μέλαθρον» λειτουργεί συνεχώς όλο το χρόνο και παρέχει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου όλο το 24ωρο. Αξίζει να τονισθεί ιδιαίτερα η κορυφαία θέα προς τον ανατολικό ορίζοντα του Αιγαίου, τόσο από τους άνετους καναπέδες του καθιστικού και από τον χώρο του πρωινού, όσο και από την εκπληκτική ταράτσα «Γαλαξίας», που προσφέρει στους ενοίκους υπέροχες καλοκαιρινές στιγμές.
(τηλ. 22810-86495/85963/86571. fax: 87806).
Η ΣΥΝΟΙΚΙΑ “ΒΑΠΟΡΙΑ»
ΚΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΜΟΥΠΟΛΗΣ
Χαράματα με αχνιστό καφεδάκι στο καθιστικό του «Σύρου Μέλαθρον». Βυθισμένος στον καναπέ αγναντεύω στον μακρινό ΝΑ ορίζοντα του Αιγαίου τον αργό ερχομό της μέρας. Κάποια στιγμή αναδύεται ο ήλιος ανάμεσα στα σύννεφα και πάνω από το μακρύ περίγραμμα της Νάξου, σκορπάει το πρώτο φως στο πέλαγος και πάνω στον όγκο της νησίδας Διδύμη ή Γαϊδουρονήσι.
Στο Β άκρο του ακατοίκητου νησιού ορθώνεται επιβλητικός ο πέτρινος φάρος της Σύρου, ένα μνημειώδες έργο του Ι. Ερλάχερ, που άρχισε να κατασκευάζεται το 1834. Το ύψος του οικοδομήματος είναι 29,5 μέτρα και από την επιφάνεια της θάλασσας 68 μέτρα. Ήταν ο πρώτος φάρος με περιστρεφόμενο μηχανισμό στο Αιγαίο. Το μέγεθος και η εμβέλειά του τροφοδότησαν για χρόνια τη λαϊκή αφήγηση, ότι η λάμψη του διακρινόταν ακόμη και από τη Σμύρνη. (1)
Καθώς ψηλώνει ο ήλιος, ρίχνει το φως του και αναδεικνύει την αίγλη των αρχοντόσπιτων στη συνοικία «Βαπόρια». Τα σπίτια αυτά, παρατεταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο πάνω από τη θάλασσα, συναγωνίζονται μεταξύ τους σε μεγαλοπρέπεια και όγκο. Εδώ, στην ανατολική πλευρά της πόλης, που ανέκαθεν θεωρείτο η πιο υγιεινή και προνομιούχος, ήρθε να εγκατασταθεί το πρώτο ηγετικό στρώμα της τοπικής κοινωνίας, που αποτελείτο από μεγαλοαστικές οικογένειες με διασυνδέσεις στις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Ευρώπης. Πασίγνωστος ανάμεσά τους ήταν οι οικογένειες των Ράλλη, Ροδοκανάκη, Πετροκόκκινου, Ψύχα, Νεγρεπόντη, Καλβοκορέση, Μαυρογορδάτου και τόσων άλλων. Μερικές είχαν τις ρίζες τους στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και οι περισσότερες προέρχονταν από τη Χίο. Ηγετικό όμως ρόλο στα δημόσια πράγματα της Σύρου έπαιξαν και οικογένειες εποίκων από τη Σμύρνη, τα Ψαρά αλλά και τη Μακεδονία, την Ύδρα και τη Ρούμελη.
Τα σπίτια της περιοχής ανήκουν σε τρεις γενιές. Από την πρώτη (1821-1840) ελάχιστα διασώζονται. Από την δεύτερη (των μέσων του 19ου αι.) σώζονται αρκετά τυπικά αστικά μέγαρα με απλές σχετικά όψεις. Πολυπληθέστερα είναι τα σπίτια της τρίτης γενιάς, μετά το 1870-80. Οι εκπρόσωποι του νέου ηγετικού στρώματος που τα έχτισαν, μιμήθηκαν την αρχοντιά των προκατόχων τους τονίζοντας περισσότερο τα πλούτη τους με τα εξωτερικά γνωρίσματα των μεγάρων, τον περίτεχνο διάκοσμο και τις ολομάρμαρες επενδύσεις.
Κατά τον μεσοπόλεμο οι απόγονοι αυτής της νεώτερης άρχουσας τάξης άρχισαν να εγκαταλείπουν – όπως και οι πρώτοι οικιστές – την Ερμούπολη. Τα σπίτια νοικιάσθηκαν ή δωρήθηκαν στο Δήμο και στο Κράτος, στεγάζοντας δημόσιες υπηρεσίες. Αρκετά εγκαταλείφθηκαν ή ερείπωσαν. Κάποια ανακαινίσθηκαν ή χτίστηκαν καινούργια, χωρίς όμως πάντα να σέβονται την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των παλιών. (2).
Εκτός από την παραθαλάσσια ζώνη στα «Βαπόρια» εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει μια περιήγηση στο εσωτερικό της συνοικίας. Ωραιότατη είναι η πλατεία Τσιροπινά, με τους φοίνικες, το εξαιρετικό πλακόστρωτο και τα νεοκλασσικά που την περιβάλλουν. Διανοίχθηκε το 1880 και πήρε αργότερα το όνομα του Χιώτη Κων/νου Τσιροπινά, τραπεζίτη, εφοπλιστή και από τους ιδιοκτήτες του Νεωρίου, που διετέλεσε Δήμαρχος της Ερμούπολης από το 1887 ως το 1895. χαρακτηριστικό νεοκλασικό που δεσπόζει στην πλατεία είναι το σπίτι του Τσιροπινά, χτισμένο το 1883-84, που σήμερα στεγάζει την Νομαρχία. Άλλα πολύ ενδιαφέροντα οικήματα είναι το δίδυμο σπίτι Αποστόλου Μουμουτζή, χτισμένο στα 1887-88, το σπίτι του Ζυγομαλά του 1880 που σήμερα στεγάζει τη ΔΕΗ.
Μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το σπίτι του Χιώτη μεγαλεμπόρου και Δημάρχου της Ερμούπολης, από το 1853 ως το 1862, Αμβρόσιου Δαμαλά, που χτίστηκε πριν από το 1876 και φιλοξένησε το βασιλικό ζεύγος Όθωνα και Αμαλίας. Στο εσωτερικό του κοσμείται με πλούσιες τοιχογραφίες, μία από τις οποίες φέρει την υπογραφή του Ιταλού ζωγράφου G. Tammi του 1853, που αποτελεί μια σπάνια μαρτυρία, αφού τα ονόματα των Ιταλών τοιχογράφων που διακόσμησαν τα σπίτια δεν μας είναι γνωστά.
Το παλαιότερο σωζόμενο σπίτι στην περιοχή είναι του Μυταράκη, του 1827, με χαρακτήρα λαϊκού σπιτιού της τουρκοκρατίας και στοιχεία βαλκανικής αρχιτεκτονικής.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τουλάχιστον άλλα δέκα αξιολογότατα οικήματα χτισμένα σε διάφορες περιόδους του 19ου αιώνα. Περιοριζόμαστε απλά να επισημάνουμε, ότι η περιδιάβαση στη συνοικία «Βαπόρια» αποκαλύπτει με τον αυθεντικότερο τρόπο την αρχοντιά και την απαράμιλλη αρχιτεκτονική παράδοση της Σύρου.
Γι’ αυτήν την αρχιτεκτονική αναφέρει η εκπληκτική έκδοση της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος (3). «Καμιά Ελληνική πόλη δεν παρουσιάζει τόσο ομοιόμορφη, χρονικά και τυπολογικά, αρχιτεκτονική εικόνα όσο η Ερμούπολη. Όλα της τα κτίρια, δημόσια και ιδιωτικά, οι εκκλησίες και τα μνημεία, είναι δημιουργήματα του 19ου αιώνα. Κανένα αρχαίο ερείπιο, καμιά βυζαντινή εκκλησία δεν προβάλλει ανάμεσά τους. Μόνον οι τσιμεντένιοι όγκοι, που χτίστηκαν στα νεώτερα χρόνια στα άκρα της πόλης και στην παραλία του λιμανιού, διακόπτουν αυτή την ομοιομορφία, που δίνει στην πόλη πρωταρχική, μοναδική θα λέγαμε, σημασία.
Η δημιουργία της Ερμούπολης στις αρχές του 19ου αιώνα συμπίπτει με την αρχή της νεώτερης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Οι δυο ρυθμοί, ο νεοκλασικός και ο ρομαντικός, που από τα μέσα του 18ου αιώνα και για 100 περίπου χρόνια χαρακτηρίζουν την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, επικρατούν τώρα για πρώτη φορά και στην Ελλάδα. Τα ευρωπαϊκά διδάγματα βρίσκουν στον ελληνικό χώρο πολύ πετυχημένη εφαρμογή… Η Ερμούπολη όμως ξεχωρίζει από όλα τα άλλα επαρχιακά κέντρα. Η πρώιμη και ζωηρή οικονομική της ανάπτυξη, οι συχνές επαφές με τα ευρωπαϊκά κέντρα και το γεγονός ότι δούλεψαν εκεί στα πρώτα χρόνια πολλοί Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες, Γερμανοί και Ιταλοί κυρίως, συνετέλεσαν στο να δημιουργηθεί ένας αρχιτεκτονικός ρυθμός σύμφωνος με τις αρχές του «Ρομαντικού Κλασικισμού», αλλά επηρεασμένος περισσότερο από δυτικά πρότυπα. Ανεξάρτητα, πάντως, από τις εσωτερικές ή εξωτερικές επιδράσεις, θα πρέπει να χαρακτηρίσουμε ως μνημειακή την αρχιτεκτονική της Ερμούπολης. Τα κτίρια, δημόσια και ιδιωτικά, διακρίνονται για τις ολομάρμαρες προσόψεις (4) και γενικά για την προσεγμένη λαξευτή τοιχοδομία, τη στέρεη κατασκευή και τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο, λιγότερο ή περισσότερο πλούσιο, αλλά πάντα δουλεμένο με συνέπεια στα κλασικά διδάγματα και σε περισσή δεξιοτεχνία. Δεν αναδεικνύονται όμως τα κτίρια της Ερμούπολης όσο τους αξίζει. Καθώς υψώνονται σε στενούς και ακανόνιστους δρόμους, δεν αφήνουν να τα χαρείς ολόκληρα και οι φωτογραφίες παραμορφώνουν συχνά τις αναλογίες και την αρχιτεκτονική τους».
Μιλώντας για την συνοικία «Βαπόρια» δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τον ναό του Αγ. Νικολάου. Όπως εύστοχα έχει γραφτεί, «φέρει τα πρωτεία όλων των εν Ελλάδι ναών, υπερτερών μάλιστα και της εν Αθήναις Μητροπόλεως». Χτισμένος σε δεσπόζουσα θέση, προβάλλει επιβλητικός από μακρυά με το γαλάζιο τρούλλο και τα ψηλά καμπαναριά του. τον πρωτοαντικρίζει ο ταξιδιώτης, καθώς πλησιάζει με το πλοίο στο λιμάνι (5).
Θεμελιώθηκε στα 1848 και οφείλει την οικοδομή και την πλούσια διακόσμησή του στον Δήμο της Ερμούπολης, στον Όθωνα, στον βαρώνο Σίνα και σε πολλούς άλλους δωρητές, κυρίως Χιώτες και ομογενείς από τη Ρωσία και την Κωνσταντινούπολη. Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν στις 13 Σεπτεμβρίου 1870. Με την ολοκλήρωση του τέμπλου και τη συμπλήρωση του εσωτερικού διάκοσμου στα τέλη του 19ου αι. ο ναός πήρε την σημερινή του μορφή.
Για την αναφορά στην ποικιλία των αρχιτεκτονικών λεπτομερειών και της διακόσμησης του ναού θα απαιτείτο ιδιαίτερο άρθρο. Περιοριζόμαστε να αναφέρουμε, ότι σε κάτοψη ο ναός έχει σήμα σταυρού με μέγιστες διαστάσεσι 42 Χ 24,26 μέτρα! Ο τύπος του είναι βασιλική με τρούλλο. Η εντύπωση από τις διαστάσεις, τους μαρμάρινους κίονες, την εσωτερική διακόσμηση και το συνολικό οικοδόμημα είναι μοναδική. Όπως μοναδικό είναι και το τέμπλο, έργο του γλύπτη Γ. Βιτάλη. Είναι φιλοτεχνημένο από λευκό πεντελικό μάρμαρο με ένθετα στη βάση πράσινα και κόκκινα μάρμαρα Ιταλίας. Θεωρείται ένα από τα ωραιότερα τέμπλα του περασμένου αιώνα σε σύνθεση και εκτέλεση. Πλούσια είναι και η διακόσμηση των τοίχων, πολλές οι εικόνες αγιογράφων του 19ου αι. και πάμπολλα και ποικίλα τα πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη από διάφορους δωρητές.
Πότε όμως και πως δημιουργήθηκε η Ερμούπολη; Περιδιαβαίνοντας κανείς την πόλη και παρατηρώντας τις λεπτομέρειες, τους πλακόστρωτους δρόμους και πλατείες, το λιμάνι, τα επιβλητικά οικοδομήματα αλλά και τους δρομίσκους με τα αναρίθμητα σκαλοπάτια, που σαν πέτρινες ραχοκοκκαλιές ανηφορίζουν στα ψηλώματα, έχει την εντύπωση πως βρίσκεται σε μια πόλη με μακραίωνη οικιστική παράδοση.
Είναι αδύνατον να φανταστεί ο περιηγητής, ότι αυτή, η περισσότερο αρχοντική από κάθε άλλη πόλη της Ελλάδας, δεν έχει κλείσει ακόμη ούτε δυο αιώνων πορεία μες το χρόνο. Και ότι, πριν από την Επανάσταση του ’21, στο χώρο της σημερινής Ερμούπολης δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από μερικές αποθήκες και μαγαζάκια γύρω απ’ το λιμάνι.
Στην εξαίρετη δίτομη «Ιστορία του οικισμού της Ερμούπολης», που βραβεύτηκε το 1974 από την Ακαδημία Αθηνών, ο Ανδρέας Θ. Δρακάκης (8) περιγράφει με εξαιρετική γλαφυρότητα τις κοινωνικο-ιστορικές αλλά και θρησκευτικές συνθήκες, που επικρατούσαν στο νησί εκείνη την εποχή. Πληροφορούμαστε λοιπόν, ότι «οι πρώτοι πρόσφυγες οίτινες κατέφυγαν εις την Σύραν από της ενάρξεως της Ελληνικής Επαναστάσεως, ήσαν Χίοι». Ο αριθμός τους ήταν μικρός κι έτσι η άφιξή τους στο νησί δεν έγινε ιδιαίτερα αισθητή. Οι σφαγές της Σμύρνης, των Κυδωνιών και των Μοσχονησίων προκάλεσαν νέο, μεγαλύτερο κύμα προσφύγων απ’ αυτές τις περιοχές, που δημιούργησαν στο νησί την πρώτη κοινωνική αναταραχή. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δρακάκης: «Οι εκ Κυδωνιών και Μοσχονησίων καταφυγόντες εις την Σύραν πρόσφυγες έφθασαν εις αθλίαν κατάστασιν. Ρακένδυτοι, εξηθλιωμένοι και πάμπτωχοι. Οικίαι βεβαίως δεν υπήρχαν δια να στεγασθούν, ούτε άλλωστε και αν υπήρχαν δια να στεγασθούν, ούτε άλλωστε και αν υπάρχαν θα προσεφέροντο. Οι εντόπιοι, ως συνέβαινε και εις τας άλλας νήσους, μετά δυσφορίας έβλεπαν να συγκεντρούνται εκατοντάδες πειναλέων και πενομένων ανθρώπων εις την νήσον των, γνωρίζοντες ότι, εν τελευταία αναλύσει, ούτοι θα έζων αρπάζοντες τους καρπούς και τα ακίνητά των. Προ της καταστάσεως αυτής, όσοι των δυστυχών προσφύγων ηδυνήθησαν να οικονομηθούν εις τους Ορθοδόξους Ναούς και τας στοάς της κωμοπόλεως της Άνω Σύρας, εστεγάσθησαν εκεί, οι άλλοι, οι πολλοί, εξοικονομήθησαν εις τας γωνίας των οδών, συμφυρόμενοι με τους χοίρους και εν μέσω πάσης φύσεως ακαθαρσιών. (9)
Άπαντες οι εξ αυτών εργαζόμενοι κατήρχοντο την ημέραν εις την παραλίαν προς αναζήτησιν εργασίας και το εσπέρας, πριν ηχήσουν οι κώδωνες των Ναών της Άνω Σύρας, την 9ην μ.μ., ανήρχοντο εις την κωμόπολιν».
Ας παρακολουθήσουμε όμως για λίγο, πάλι από την περιγραφή του Δρακάκη, πως από τις απελπιστικές συνθήκες διαβίωσης των πρώτων προσφύγων δημιουργήθηκε η Ερμούπολη.
«Οι πτωχοί αλλ’ εργατικοί Κυδωνιείς και Μοσχονήσιοι πρόσφυγες, όταν ήρχισαν να αποκομίζουν εκ της εργασίας την αρκετά χρήματα δια να συντηρήσουν τας οικογενείας των, απεφάσισαν να εγκαταλείψουν τας δυσώδεις αγυιάς (10) της Άνω Σύρας και να κατασκευάσουν πρόχειρα στέγαστρα εις την παραλίαν, όπου τουλάχιστον και πλησίον της εργασίας των θα ευρίσκοντο και θα έζων εις ατμόσφαιραν καθαράν. Τα στέγαστρα αυτά κατεσκευάζοντο από τενεκέδες, ξύλα, παλαιά τσουβάλια και άλλα άχρηστα υλικά, τα οποία περιεμάζευον εις την ύπαιθρον ή εις την παραλίαν του λιμένος.
Τους πρώτους αυτούς κατοίκους της παραλίας εμιμήθησαν και πολλοί άλλοι, ούτως ώστε, εντός έξι μηνών είχε δημιουργηθεί κάτω εις τον λιμένα ένας άθλιος συνοικισμός καλυβιών, ατάκτως κατεσκευασμένων εις τας περί τον λιμένα βραχώδεις και ακαλλιεργήτας εκτάσεις. Ούτως, ο πρώτος οικισμός των προσφύγων εις την παραλίαν εσχηματίσθη από Κυδωνιείς και Μοσχονησίους πρόσφυγας, οίτινες, κατά κοινώς γενομένων δεκτών εκδοχών, κατέστησαν οι πρώτοι κάτοικοι της παραλιμενίου περιοχής, ήτις μετέπειτα μετεβλήθη εις την εμπορικήν και ναυτικήν πρωτεύουσαν του ελληνισμού».
Η συνέχεια υπήρξε καταιγιστική και μοναδική για τα Ελληνικά δεδομένα. Ας σταθούμε για λίγο σε μερικά γεγονότα-σταθμούς στην εξέλιξη της πόλης, όπως καταγράφονται στο βιβλίο «ΕΡΜΟΥΠΟΛΗ», της Εμπορικής Τράπεζας.
«Χάρη στην αλματώδη ανάπτυξή του, ο οικισμός παύει πολύ σύντομα να είναι μια ανώνυμη εγκατάσταση στην παραλία του λιμανιού. Γίνεται η «Ερμούπολις», όνομα με το οποίο τίμησε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Η τελετή της ονοματοθεσίας – τα βαφτίσια θα λέγαμε – έγινε στα 1826 στη νεόχτιστη εκκλησία της Μεταμόρφωσης. Εκεί συγκεντρώθηκαν οι κάτοικοι για να διατρανώσουν την απόφασή τους να συγκροτήσουν κοινότητα και για να διαλέξουν το όνομά της. Πολλές ονομασίες προτάθηκαν. Τελικά έγινε δεκτή η πρόταση του Χιώτη Λουκά Ράλλη, που είναι ο ανάδοχός της. Ο ίδιος έχει διασώσει στις «Αναμνήσεις» του τη μοναδική πραγματικά εκείνη σκηνή της ονοματοθεσίας: «… τότε μεταξύ των άλλων αναστάς και εγώ, είπα. Κύριοι, υπό την σκέπην του Ερμού, Εφόρου του εμπορίου συνέστη και προήχθη η πόλις αυτή. Δίκαιον και πρέπον δια τούτο, νομίζω, να την αφιερώσωμεν εις τον Κερδώον Ερμήν και να την ονομάσωμεν «Ερμούπολιν». Ερμούπολιν! Ερμούπολιν! αντήχησαν πανταχόθεν όλων αι φωναί και συνετάχθη κατά συνέπειαν πρωτόκολλον, το οποίον παραλαβών ο κυρ-Μανσόλας, ενήργησε παρά τη Κυβερνήσει και έκτοτε καθιερώθη το όνομα της νέας πόλεως «Ερμούπολις».
Με τον ερχομό του Καποδίστρια στην Ελλάδα, στα 1828, η Ερμούπολη είναι πια συγκροτημένη πόλη με 13.805 κατοίκους. Ορίζεται έδρα των Βορείων Κυκλάδων, αποκτάει διοικητικές αρχές και οργανώνεται συστηματικά. Τον Απρίλιο του 1833 η Σύρος υπάγεται στον νομό Κυκλάδων και η Ερμούπολη γίνεται πρωτεύουσα ολόκληρου του νομού. Στα 1835 εκλέγεται πρώτος δήμαρχος ο Γεώργιος Πετρίτσης. Στην Τοπική Αυτοδιοίκηση χρωστάει η Ερμούπολη την εκπληκτική πρόοδο στον περασμένο αιώνα. Ήταν τιμή για τον Ερμουπολίτη η συμμετοχή του στα κοινά. Οι δήμαρχοι ήταν οι περισσότεροι, πετυχημένοι έμποροι, άνθρωποι δραστήριοι και έξυπνοι, που είχαν μοναδική επιδίωξη την προκοπή του τόπου. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Θ. Ορφανίδης στα 1859:
«Δεν γνωρίζω κανένα δήμου του Κράτους εκτός της Ερμουπόλεως, μη εξαιρουμένου ουδ’ αυτού του Δήμου των Αθηναίων, όπου να γίνεται τόσον καλή χρήσις των εισπραττομένων φόρων, όπου και αρχή και πολίται να συντελώσι τοσούτου εις τα κοινωφελή έργα. Φαίνεται, ότι όστις γινώσκει πως κερδίζοντας τα χρήματα, αυτός ηξεύρι και να τα δαπανά καλώς. Η πρωτεύουσά μας (Αθήνα) ήθελεν αλλάξει μορφήν, εάν ηδύνατο να μαθητεύσει παρά τοις Ερμπουπολίτης. Λαλώ εν συνειδήσει».
Χάρη στην εμπορική και βιομηχανική της κίνηση η Ερμπούπολη γίνεται έδρα πολλών ευρωπαϊκών προξενείων. Η πόλη διαμορφώνεται πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά, φροντίζει για την ύδρευση, αποχέτευση, καθαριότητα, φωτισμό και ασφάλεια των πολιτών και ιδιαίτερα για θέματα υγείας. Στα 1842 η Ερμούπολη αποκτάει το μεγαλύτερο στον ελληνικό χώρο κτίριο Λοιμοκαθαρτηρίου.
Σ’ ολόκληρο τον 19ο αιώνα η Ερμούπολη παίζει πρωταρχικό και πολυσήμαντο ρόλο στη ζωή του τόπου. Δεύτερη πόλη του κράτους μετά την Αθήνα, με πληθυσμό γύρω στις 20.000, είναι ουσιαστικά η πρώτη σε εμπορική και βιομηχανική σημασία πόλη. Ο Πειραιάς θα χρειαστεί πολύ περισσότερα χρόνια για να φτάσει τη δική της ανάπτυξη. Η περίπτωση λοιπόν της Ερμούπολης, παρά την μετέπειτα αποδυνάμωσή της, παραμένει μοναδική. Η οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή της, όχι μόνο έγινε πρότυπο για πολλές άλλες πόλεις αλλά και ως σήμερα δίνει την εικόνα μιας πετυχημένης πολιτείας. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε έχει τόση σημασία το χρονικό της ίδρυσης και της δημιουργίας της.
Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΜΟΥΠΟΛΗ
Μετά τη συναρπαστική περιήγηση στην συνοικία «Βαπόρια» κατηφορίζουμε προς το κέντρο. Για τον κάτοικο μιας μεγάλης πόλης είναι αληθινή ευτυχία να κινείται στην Ερμούπολη, όπου το αυτοκίνητο είναι άχρηστο και οι αποστάσεις καλύπτονται σε ελάχιστα λεπτά με τα πόδια. Λίγο πιο κάτω λοιπόν από το μνημείο της Ορθοδοξίας, τον ναό του Αγ. Νικολάου, βρίσκεται ένα άλλο μνημείο τέχνης και πολιτισμού, το Δημοτικό Θέατρο «Απόλλων». Χτισμένο στα 1862-64 είναι το έμβλημα της πολιτιστικής ανάπτυξης της Ερμούπολης. Οι δυο όροφοι χωρίζονται με ταινία από πωρόλιθο, ενώ το τμήμα της κυρίας όψης είναι ολόκληρο από μάρμαρο με τέσσερις παραστάδες που φέρουν επιστήλιο. Στο εσωτερικό η εξαίρετη πλατεία με τις τρεις σειρές των ξύλινων θεωρείων και το υπερώο, εξασφαλίζουν θέσεις για 350 θεατές, χώρος οπωσδήποτε πολύ μικρός για να στεγάζει το ενδιαφέρον των Συριανών για εκδήλωση πολιτισμού. Εντυπωσιακή είναι η οροφή, διακοσμημένη με τις προσωπογραφίες των Αισχύλου, Ομήρου, Ευρυπίδη και των νεότερων VERDI, ROSSINI, DANTE, MOZART, BELLINI, DONIZETTI.
Αμέσως μετά, με ξεναγό μας την αστείρευτη σε γνώσεις Πέγκυ Στεργίου, επισκεπτόμαστε το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου, όπου μέχρι τη δεκαετία του ’70 εστεγάζετο η ιστορική «Λέσχη Ελλάς». Σ’ ένα τμήμα του κτιρίου στεγάζεται το «Μουσείο Αντιγράφων Κυκλαδικής Τέχνης». Ιδρύθηκε το 1992 από το ζεύγος των Συριανών εφοπλιστών Γιάννη και Ελένης Βάτη και περιλαμβάνει αντίγραφα κυκλαδικής τέχνης από πρωτότυπα που φιλοξενούνται στα Μουσείο Ντόλης Γουλανδρή στην Αθήνα.
Η Μαρία Κάπαρη, που από την έναρξη λειτουργίας ασχολείται με την ενημέρωση, ξενάγηση και κατάρτιση προγραμμάτων εκπαίδευσης, μας ξεναγεί στα εκθέματα του Μουσείου και μας μιλάει με περηφάνεια για την πρωτοποριακή αλλά και μοναδική στην Ελλάδα άτυπη «Ομάδα Μικρών Ξεναγών», που αποτελείται από παιδιά ηλικίας 7-14 ετών και, εδώ και 6 χρόνια, με τον δικό τους χαριτωμένο τρόπο υποδέχονται και ξεναγών επισκέπτες του νησιού σε τρία κομβικά σημεία: Στο Δημαρχείο, στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και στο Θέατρο «Απόλλων». Κατά καιρούς έχουν ξεναγηθεί πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα, δημόσια και ιδιωτικά, από κάθε σημείο της Ελλάδας αλλά και προσωπικότητες από τον πολιτικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό χώρο. (Τηλ. Μουσείου: 22810-85300).
Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε μια επίσκεψη στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, που ιδρύθηκε το 1926 επί δημαρχίας Επαμ. Παπαδάμ και στεγάζεται στο ισόγειο του Πνευματικού Κέντρου. Είναι ένας πραγματικός ναός της γνώσης, με πάνω από 45.000 τόμους, συνεχή εμπλουτισμό και λειτουργία καθημερινή. Στο κηπάριο της βιβλιοθήκης στήθηκαν τα τελευταία χρόνια, τέσσερις προτομές λογίων του περασμένου αιώνα, που έζησαν για μεγάλο διάστημα ή κατάγονταν από το νησί, του Δημ. Εμμ. Βικέλα, του Εμμ. Δ. Ροΐδη (πασίγνωστου από το μυθιστόρημα «Πάπισσα Ιωάννα), του σατυρικού ποιητή Γεώργιου Σουρή, του ιστορικού Τιμολέοντα Αμπελά, καθώς και της ποιήτριας Ρίτας Μπούμη-Παππά. (ΤΗΛ. ΒΙΒΛΙΟΘ. 22810-88089).
Έρχεται η στιγμή να επισκεφθούμε το Δημαρχείο, το κορυφαίο δημόσιο κτίριο της Ερμούπολης και ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα δημαρχεία της χώρας. Είναι έργο του μεγάλου Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ και θεμελιώθηκε με μεγάλη επισημότητα στις 11 Ιανουαρίου 1876 επί δημαρχίας του Χιώτη Δημάρχου Δημητρίου Βαφιαδάκη. Είναι χτισμένο στον άξονα της κεντρικής οδού Ελευθ. Βενιζέλου, τριώροφο προς την πλατεία Μιαούλη και, λόγω της υψομετρικής διαφοράς, διώροφο προς τον πίσω δρόμο. Η εντύπωση που προκαλεί είναι μνημειακή, θα έλεγε κανείς, ότι μοιάζει περισσότερο με ανάκτορα. Η πλούσια αρχιτεκτονική του διακόσμηση έρχεται σε αντίθεση με τις απλές, συνήθως, προσόψεις των σπιτιών της Ερμούπολης.
Οι διαστάσεις του κτιρίου, στη θέση των παραστάδων του πρώτου ορόφου, είναι εντυπωσιακές: 69,75 Χ 40,40 μέτρα! Το ισόγειο, ύψους 7 μέτρων (!) είναι διαμορφωμένο σε καταστήματα και είναι το πιο μνημειακό τμήμα, χτισμένο ολόκληρο από μαρμάρινη λαξευτή τοιχοποιΐα. Εξίσου εντυπωσιακή είναι η μαρμάρινη σκάλα, μεγάλου ύψους και πλάτους 15,50 μ., που οδηγεί από την πλατεία στον πρώτο όροφο.
Από το κεντρικό πρόπυλο μπαίνουμε στον προθάλαμο με τους τοσκανικούς ραβδωτούς κίονες. Εδώ μένουμε έκπληκτοι αντικρίζοντας των μνημειακής μονόπακτη κρεμαστή σκάλα, πλάτους 1,95 μ., που με εκπληκτικής τολμηρότητας αρχιτεκτονική οδηγεί σε σχήμα «Π» στον όροφο, χωρίς καμία ενδιάμεση αντιστήριξη! Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει στον όροφο η αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου με τις ελαιογραφίες του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και της Όλγας, έργα του ζωγράφου Σπ. Προσαλέντη.
Στο ισόγειο του Δημαρχείου, σ’ ένα αίθριο μεγάλων διαστάσεων με παλιό πλακόστρωτο δάπεδο και 16 κίονες περιμετρικά, απολαμβάνουμε καφεδάκι ελληνικό σε ατμόσφαιρα αυθεντική μιας άλλης εποχής.
Η Ερμούπολη όμως δεν είναι μόνον ιστορικά κτίρια μνημειακής αρχιτεκτονικής. Παραμένει μια πόλη ολοζώντανη, που, ιδιαίτερα στην καρδιά του χειμώνα, μας κάνει να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στις σχεδόν έρημες Κυκλάδες. Είναι μια αληθινή πρωτεύουσα, που πάλλεται από εμπορική κίνηση και κόσμο, με εκπληκτικά καταστήματα σε κεντρικούς δρόμους και στενορρύμια, κεφάτους και ευγενέστατους ανθρώπους, που μας εντυπωσιάζουν με το επίπεδο και τους αρχοντικούς τους τρόπους. Το διαπιστώνουμε παντού, στο ιστορικό και αιωνόβιο σχεδόν βιβλιοπωλείο του Σταθόπουλου, βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών για την πολύχρονη προσφορά του, στο παμπάλαιο επίσης ζαχαροπλαστείο Αθυμαρίτη, στην εκπληκτικά καλόγουστη κάβα του Κριτσίνη, στα φημισμένα συριανά λουκούμια Δεναξά, στο μεγαλόπρεπο και κοσμικό καφέ-μπαρ «ΜΕΓΑΡΟΝ» που στεγάζεται σε νεοκλασικό του 1870, στα θαυμάσια εστιατόρια-ταβέρνες «ΠΕΤΡΙΝΟ» και «ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΑ» με την ποικιλία γεύσεων και την εξαιρετική εξυπηρέτηση, σε κάθε συναλλαγή και επαφή μας με τους ανθρώπους της Ερμούπολης.
Παραμονή Χριστουγέννων, θαυμάσιος καιρός, στον ωραίο πλακόστρωτο πεζόδρομο της Κυπαρίσσου Στεφάνου οι ολάνθιστες μπουκαμβίλιες ενώνουν πάνω από τα κεφάλια μας άνθη και κλαδιά σε μια πανέμορφη φυσική αψίδα. Δρόμοι συνωστισμένοι και καταστόλιστοι, βιτρίνες εκθαμβωτικές, χέρια γεμάτα με συσκευασίες δώρων, μουσική χριστουγεννιάτικη από τα μεγάφωνα, τη δημοτική μπάντα, τα τριγωνάκια των παιδιών, μια γενική ευφορία επικρατεί παντού.
Στην εκθαμβωτική πλατεία Μιαούλη μικρά παιδιά με τους γονείς τους, μπαλόνια, στολίδια και αναρίθμητα περιστέρια. Στην κεντρική οδό «Θυμάτων Σπερχειού», κοντά στην παραλία, όλα σχεδόν τα καταστήματα έχουν βγάλει απ’ έξω τραπεζάκια με ποτά, αναψυκτικά, κουραμπιέδες και άλλα κεράσματα. Προσφέρουν στα παιδιά μπαλόνια δωρεάν. Έξοχη ατμόσφαιρα σε μια πόλη που χαίρεται και συμμετέχει με τον καλύτερο τρόπο στη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης.
Προσπαθούμε να ολοκληρώσουμε την περιήγησή μας στην Ερμούπολη. Και λέω προσπαθούμε, γιατί, όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, η πόλη έχει να δείξει τόσο πολλά και ενδιαφέροντα, που μοιάζει ατελείωτη. Ανεβοκατεβαίνουμε λοιπόν δρομίσκους με αναρίθμητα σκαλοπάτια σε γειτονιές γραφικές με σπίτια ωραιότατα, περιπλανιόμαστε σε στενάκια λαβυρινθώδη που καθένα τους κρύβει και μια έκπληξη και ύστερα χαλαρώνουμε με απολαυστικούς περιπάτους στην ευρύτατη παραλία του λιμανιού. Μερικά μεσημέρια μας βρίσκουν καθισμένους σε κάποιο από τα μικρά ουζερί του λιμανιού, ενώ οι ώρες του δειλινού αφιερώνονται συνήθως σε ξεκούραση και ρεμβασμό, παρέα μ’ ένα καφεδάκι και αγναντεύοντας την κίνηση των ανθρώπων και των πλοίων.
Στον ευρύτατο χώρο του λιμανιού θαυμάζουμε το εντυπωσιακό κτιριακό συγκρότημα των Αποθηκών Διαμετακομίσεως, σε σχήμα αμβλείας γωνίας, με εξαίρετη αρχιτεκτονική και συνολικό μήκος 22 μέτρων (!), έργο του αρχιτέκτονα J. Erlacher το 1834. Στη συνέχειά του βρίσκεται το επίσης σημαντικό κτίριο του τελωνείου, χτισμένο από τον αρχιτέκτονα Αλ. Γεωργαντά το 1859-61. Από το σημείο αυτό, η θέα προς τους λόφους της Ερμούπολης και της Άνω Σύρου είναι πραγματικά υπέροχη.
Στην νότια έξοδο της πόλης, απέναντι ακριβώς από τον σταθμό της ΔΕΗ και λίγα μόλις μέτρα από τη θάλασσα, κινεί την προσοχή μας ένα ερειπωμένο κτιριακό συγκρότημα. Είναι το παλιό βυρσοδεψείο του Καλουτά, που το 1894 περιήλθε στον Αθ. Παδόπουλο και πριν από τον Β΄. Παγκόσμιο Πόλεμο λειτουργούσε ως βιομηχανία βάμβακος. Το μήκος του παράλληλα με τη θάλασσα ξεπερνάει τα 140 μέτρα! Διατηρούνται όλοι οι εξωτερικοί τοίχοι και μερικά από τα εσωτερικά χωρίσματα, ενώ η στέγη απουσιάζει παντελώς. Η τοιχοδομία είναι πολυγωνική με κονίαμα στους αρμούς και πάχος, που σε ορισμένα σημεία ξεπερνάει το ένα μέτρο. Δίπλα στο κτίριο, προς την πλευρά θάλασσας, υπάρχει σειρά από τοξωτά ανοίγματα, που προέρχονται από άλλο εργοστάσιο και έχουν δώσει την ονομασία «Καμάρες» στην περιοχή. Το εντυπωσιακό αυτό ερείπιο είναι ένα από τα μεγάλα εργοστάσια της Ερμούπολης, που την ανέδειξαν σ’ ένα από τα σπουδαιότερα βιομηχανικά κέντρα του περασμένου αιώνα.
Στον όρμο Πηδάλι απέναντι από την πόλη και στο νότιο άκρο του λιμανιού, δεσπόζει σε λοφίσκο πάνω από τη θάλασσα, ένα ακόμη εντυπωσιακό κτιριακό συγκρότημα. Είναι το Λοιμοκαθαρτήριο, η περίφημη «Λαζαρέττα», όπως έμεινε γνωστή. Δεν υπάρχει ίσως ταξιδιώτης που να έφτασε στη Σύρο τον 19ο αιώνα και να μην γνώρισε από κοντά το Λοιμοκαθαρτήριο.
Όσοι έρχονταν από την Τουρκία, την Αίγυπτο ή και άλλες περιοχές, ύποπτες για επιδημία χολέρας, έμεναν υποχρεωτικά στο Λοιμοκαθαρτήριο για κάθαρση πάνω από επτά ημέρες.
Στα χρόνια της Κρητικής Επανάστασης του 1866/68 βρήκαν εκεί καταφύγιο Κρητικοί πρόσφυγες, ενώ από τα τέλη του 19ου αιώνα ένα τμήμα του χρησιμοποιήθηκε για φυλακές. Αν και ερειπωμένο πια το κτίριο διατηρεί την θαυμάσια αρχιτεκτονική του, την ωραία τοιχοδομία και τα τοξωτά, με κόκκινα τούβλα, ανοίγματα. Είναι έργο δόκιμου αρχιτέκτονα, του λοχαγού Weiler και θεμελιώθηκε στις 1 Απριλίου του 1839.
Εκτός από τον Αγ. Νικόλαο και οι υπόλοιπες εκκλησίες της Ερμούπολης παρουσιάζουν μεγάλο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Τις αναφέρουμε πολύ συνοπτικά ξεκινώντας από την Μεταμόρφωση, την σημερινή Μητρόπολη, θεμελιωμένη στις 31 Μαρτίου του 1824. Ο ναός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ιστορία της Ερμούπολης, αφού στον περίβολό του συγκεντρώθηκαν οι πρώτοι κάτοικοι για να δώσουν το όνομα στην πόλη, ενώ εδώ νοσηλεύτηκε και ενταφιάσθηκε το 1828 ο μεγάλος δάσκαλος του γένους Άνθιμος Γαζής.
Ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική, κατασκευασμένη με πρότυπο την σύγχρονή της (1823) Παναγία της Τήνου. Τμήμα του αύλειου χώρου καλύπτεται με ψηφιδωτό δάπεδο από άσπρα, μαύρα και κόκκινα βότσαλα.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι, μετά την Μεταμόρφωση, η δεύτερη χρονολογικά εκκλησία της Ερμούπολης, χτισμένη στα 1828/29. Την ανακαλύπτουμε στην συνοικία των «Ψαριανών», ανηφορίζοντας σκαλοπάτια από το λιμάνι, στο ύψος του «Καζίνου Αιγαίου». Μας υποδέχεται ο συμπαθέστατος παπα-Κώστας, που με συγκίνηση μας δείχνει στον πρόναο το πολυτιμότερο κειμήλιο της εκκλησίας. Είναι η ανεκτίμητης αξίας εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου, έργο του περίφημου Κρητικού ζωγράφου Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, φιλοτεχνημένη το 1562 πριν από τη μετάβασή του στην Βενετία. Η εικόνα μεταφέρθηκε στη Σύρο μετά την καταστροφή των Ψαρών και ανακαλύφθηκε το 1983 από τον αρχαιολόγο-βυζαντινολόγο Γιώργο Μαστορόπουλο. Εκτός από την μνημειακή αυτή εικόνα υπάρχουν και πολλές ακόμη ωραίες φορητές εικόνες, καθώς και πλούσιος διάκοσμος. Άλλοτε στο εσωτερικό του ναού οι κολώνες αποτελούντο από συμπαγείς κορμούς κυπαρισσιού, το 2000 όμως αντικαταστάθηκαν από ανοξείδωτους σωλήνες. Ξύλινος παραμένει μόνον ο κίονας που στηρίζει το άμβωνα.
Μητρόπολη των Καθολικών είναι η Ευαγγελίστρια, χτισμένη στη θέση παλαιότερης εκκλησίας το 1829. Είναι τρίκλιτη βασιλική με μαρμάρινους κίονες που γεφυρώνουν τα τόξα και χωρίζουν τα τρία κλίτη. Το εσωτερικό είναι ζωγραφισμένο με απαλά χρώματα και δημιουργεί ευχάριστη εντύπωση με τη συμμετρία και τις ωραίες αναλογίες του.
Ανηφορίζουμε στον λόφο «Δήλι», στο υψηλότερο σημείο της Ερμούπολης. Στην κορυφή του δεσπόζει ο επιβλητικός σε όγκο ναός της Αναστάσεως, σύμβολο από μακρυά της Ερμούπολης, ακριβώς όπως στον αντικρινό λόφο ο καθολικός ναός του Αγ. Γεωργίου είναι το σύμβολη της μεσαιωνικής πόλης της Άνω Σύρου. Η εκκλησία θεμελιώθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1873 και η αρχιτεκτονική της βασίζεται σε λαξευτές πέτρες που διακόπτονται από οδοντωτές ταινίες με τούβλα. Τοιχογραφίες υπάρχουν μόνον στο ιερό και στον τρούλλο. Σημαντικό είναι το ξύλινο τέμπλο σε νεοκλασσικό ρυθμό, με εικόνες που χρονολογούνται στα 1867 και 68.
Βηματίζουμε για λίγο στο εξαιρετικό αύλειο χώρο με τα αλλεπάλληλα βοτσαλωτά επίπεδα, τα παλιά κανόνια και τα πεύκα. Πάνω από τα κεφάλια μας ένας καταπληκτικός γαλάζιος θόλος, διακοσμημένος με θεαματικά λευκόγκριζα σύννεφα. Ολόγυρά μας η πεντακάθαρη χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα, που μας χαρίζει εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς στο υπερθέαμα της Άνω Σύρου, της Ερμούπολης και του πελαγίσιου ορίζοντα. Τέτοιες εικόνες κρυστάλλινης διαύγειας λίγες φορές μπορεί κανείς να χαρεί το καλοκαίρι.
ΤΑΦΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΡΜΟΥΠΟΛΗΣ.
Από τη πρώτη κιόλας μέρα γνωρίζαμε, ότι το Νεκροταφείο του Αγ. Γεωργίου είναι για την Ερμούπολη, ό,τι το Α΄. Νεκροταφείο για την πόλη των Αθηνών. Η επίσκεψή μας λοιπόν θεωρείτο επιβεβλημένη.
Ανηφορίζουμε προς την Άνω Σύρο με κατεύθυνση προς την συνοικία «Νεάπολις». Το ψηλό, μαρμάρινο κωδωνοστάσιο του Αγ. Γεωργίου μας δείχνει ότι πλησιάζουμε. Το κοιμητήριο βρίσκεται στη θέση αυτή πάνω από 180 χρόνια, με παλαιότερο επιτύμβιο επίγραμμα που διασώζεται, το χαραγμένο στον τάφο του Μηλιώνη, το 1826. Το νεώτερο τμήμα, που χρονολογείται στον 20ο αιώνα, βρίσκεται κοντά στο δρόμο, ενώ το παλαιότερο αρχίζει από την νότια πλευρά του περιβόλου της εκκλησίας. Σ’ αυτό τον χώρο αναπαύονται αιώνια όλες οι σημαντικές προσωπικότητες που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία αλλά και στην ακμή της Ερμούπολης.
Τα επιτύμβια επιγράμματα διασώζουν μοναδικές πληροφορίες για τη ζωή και την δράση αυτών των πρώτων οικιστών. Είναι συνήθως γραμμένα στην καθαρεύουσα αλλά μερικές φορές θυμίζουν εκφράσεις αρχαίων επιγραμμάτων. Πολύ συχνά ο διάκοσμος είναι εμπνευσμένος από τις ασχολίες του νεκρού. Έτσι στον τάφο του Χιώτη Φραγκούλη Ταλιαδούρου, που πρώτος έφερε την γλυπτική στη Σύρο, υπάρχουν ανάγλυφα μέσα σε κυκλικό πλαίσιο τα βασικά εργαλεία του γλύπτη: το κουμπάσο, ο ματρακάς και το καλέμι. Ένα ιστιοφόρο και σχεδιαστικά εργαλεία κοσμούν τον τάφο του ναυπηγού Σωκράτη Κρυστάλλη, ενώ κεφάλι Ερμή είναι λαξευμένο στον τάφο του Σιφνιώτη εμπόρου Νικόλαου Καρδίτση.
Εκτός όμως από το ιστορικό του ενδιαφέρον, το Νεκροταφείο της Ερμούπολης μας εντυπωσιάζει με τα μνημεία του, που θεωρούνται από τα καλύτερα γλυπτά και αρχιτεκτονικά έργα που σώζονται στον Ελληνικό χώρο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το βιβλίο «ΕΡΜΟΥΠΟΛΗ», «το καθένα απ’ αυτά τα μνημεία έχει δική του μορφή, που διακρίνεται για την αρχιτεκτονική σύνθεση αλλά και για τον πλούσιο και καλοδουλεμένο γλυπτικό διάκοσμο. Αν ήθελε κανείς να δημιουργήσει ένα μουσείο με νεώτερα επιτύμβια μνημεία, δεν θα μπορούσε τόσο εύκολα να συγκεντρώσει καλλιτεχνήματα σαν αυτά που υπάρχουν στο νεκροταφείο της Ερμούπολης. Επί πλέον, τα μνημεία αυτά, παρουσιάζουν την εξέλιξη του ταφικού μνημείου, όπως διαμορφώθηκε στην Ευρώπη από κορυφαίους γλύπτες του τέλους του 18ου αιώνα».
Δυστυχώς σε πολύ λίγο έργα έχουν χαράξει οι καλλιτέχνες το όνομά τους. Πολλά απ’ αυτά έχουν βγει από το εργαστήρι του Γ. Βιτάλη, μόνον ένα όμως φέρει την υπογραφή του. Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά ακόμη, όχι μόνον για το νεκροταφείο της Σύρου αλλά και για την πληθώρα των σημαντικών κτιρίων που σώζονται, δημόσιων, ιδιωτικών και βιομηχανικών, για τη ζωγραφική και γλυπτική, το βιομηχανικό Μουσείο, την συνολική οικονομική ευμάρεια και την πολιτιστική άνθιση της πόλης. Πάλι, ωστόσο, θα υπήρχαν πολλές ελλείψεις. Δεν θάπρεπε, ωστόσο, να παραλείψουμε να αναφερθούμε, έστω και συνοπτικά στο «Νεώριο», που ενάμισι αιώνα μετά την αρχική λειτουργία του, εξακολουθεί να συμμετέχει ενεργά στην οικονομική ζωή ολόκληρης της νήσου.
Έρχεται λοιπόν η στιγμή να γνωρίσουμε το Νεώριο, που μας εντυπωσιάζει με τις εγκαταστάσεις και τους γιγάντιους γερανούς αλλά και με το αρχικό εργοστάσιο που χτίστηκε στα 1860. Ο Διοικητικός Διευθυντής Αριστείδης Τριγώνης μας υποδέχεται με μεγάλη ευγένεια και θέτει στη διάθεσή μας πληθώρα στοιχείων για το παρελθόν και το παρόν.
Προπομπός του Νεώριου υπήρξε η «Ελληνική Ακτοπλοΐα», που ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1857, με κύριο έργο την διεξαγωγή συγκοινωνιών στο εσωτερικό και εξωτερικό. Για να καλυφθεί η ανάγκη επισκευών και συντήρησης των πλοίων της, δημιουργήθηκε το 1861 το ατμοκίνητο σιδηρουργείο, μοναδικό στο είδος του. το 1884 ολοκληρώθηκε η κατασκευή μεγάλης αναβάθρας που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της Σύρου και ολόκληρης της Ανατολής. Η Σύρος με το εργοστάσιό της προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στην Κρητική Επανάσταση. Από τα χυτήριά του κατασκευάζονται οι σφαίρες των εμπροσθογενών πυροβόλων και από το τορνευτήριο τα χαλύβδινα ραβδωτά πυροβόλα, ένα κατασκευαστικό θαύμα για την εποχή. Παράλληλα κατασκευάζονται καινούργια πλοία, αληθινό σχολείο για τα Ελληνόπουλα που ήθελαν να ασχοληθούν με τη ναυπηγική και τη μηχανολογία.
Στο τέλος του 19ου αιώνα επίκεντρο γίνεται ο Πειραιάς, η Συριανή ατμοπλοϊκή εταιρεία γνωρίζει την παρακμή, το Νεώριο αυτονομείται από αυτήν, εκσυγχρονίζεται και επεκτείνεται, επισκευάζει και κατασκευάζει πολλά πλοία, εμπορικά αλλά και πολεμικά. Η κρίση στη ναυτιλία και ο ανταγωνισμός πλήττουν το Νεώριο, στη διάρκεια της κατοχής μετατρέπεται σε ερείπια.
Τον Δεκέμβριο του 1969 τις τύχες της μονάδας αναλαμβάνουν οι αδελφοί Γουλανδρή. Αναπτύσσονται πολλαπλές δραστηριότητες, απασχολούνται περισσότερα από 1600 άτομα, η ανεργία στο νησί μηδενίζεται, είναι η χρυσή εποχή του ναυπηγείου. Ακολουθεί η παγκόσμια κρίση στον ναυπηγοεπισκευαστικό κλάδο, η κρατικοποίηση και η υπερχρέωση. Η Σύρος ζει καταστάσεις οικονομικού και κοινωνικού μαρασμού, που θυμίζουν μέρες του 1950.
Τέλος, το 1994, ιδιωτικοποιείται το Νεώριο και μεταβιβάζεται σε ομάδα έμπειρων και δυναμικών επιχειρηματιών υπό την ηγεσία του Νικολάου Ταβουλάρη. Βελτιώνεται η ανταγωνιστική θέση της επιχείρησης, πραγματοποιείται ένα μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και προστασίας του περιβάλλοντος, λειτουργεί το Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης Νεωρίου και απασχολείται προσωπικό 415 μόνιμων υπαλλήλων, με μέση ετήσια απασχόληση 600 ατόμων. Ο οικονομικός και κοινωνικός ρόλος του Νεωρίου ξαναγίνεται σημαντικός όχι μόνον για τη Σύρο αλλά και για την εθνική οικονομία συνολικά.
ΣΤΙΣ ΑΝΗΦΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΩ ΣΥΡΟΥ
Από μακρυά θυμίζει ένα γιγάντιο γλυπτό σε σχήμα πιραμίδας, με τις πλευρές της καλυμμένες κλιμακωτά – και ασφυκτικά – από κύβους λευκούς και ωχροκίτρινους. Είναι η Άνω Σύρος με τα μικρά – ως επί το πλείστον – σπιτάκια της, που συνωστίζονται σε κάθε σημείο του απότομου λόφου, για να καταλήξουν στην κορυφή σ’ ένα εντυπωσιακό φρουριακό οικοδόμημα: τον επιβλητικό ναό του Αγ. Γεωργίου, σύμβολο κορυφαίο του Καθολικού δόγματος στη Σύρο.
Ξεκινώντας από τη συνοικία «Βαπόρια», ανηφορίζουμε έξω απ’ την Ερμούπολη και μετά στρεφόμαστε δυτικά με κατεύθυνση προς Άνω Σύρο. Από έναν αυχένα αποκαλύπτεται απέναντί μας η θεαματική όψη του οικισμού με την εντυπωσιακή ανατολική πλευρά του Αγ. Γεωργίου, που στο σημείο αυτό είναι οχυρωμένες με υψηλό τείχος. Αφήνουμε το αυτοκίνητό μας στον περιορισμένο χώρο στάθμευσης και εισδύουμε από την «Καμάρα», μια από τις επτά παλιές εισόδους του οικισμού. Αρχίζουμε ν’ απολαμβάνουμε την πεζοπορική μας περιήγηση, απαλλαγμένοι από τους θορύβους και την παρουσία των τροχοφόρων. Δρομάκια στενά, λαβυρινθώδη, στρωμένα με λίθους ή με συνδυασμό λίθων και μαρμάρινων πλακών, ασβεστωμένα και πεντακάθαρα. Παντού σκαλοπάτια αλλά και πολλά στεγασμένα περάσματα, τα «στεάδια». Σπιτάκια κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, σχηματίζουν τη χαρακτηριστική οχύρωση των μεσαιωνικών οικισμών, που αναπτύχθηκαν μέσα ή γύρω από ένα κάστρο.
Η πολεοδομική εικόνα στις βραχώδεις ανηφοριές της Άνω Σύρου, όπου κάθε τετραγωνικό μέτρο γης είναι πολύτιμο, διαφέρει ολοκληρωτικά από τον απλόχωρο οικοδομικό ιστό – κυρίως στο παραθαλάσσιο τμήμα – της Ερμούπολης και τον όγκο των κατοικιών της, που μοιάζουν τεράστιες συγκρινόμενες με αυτές της Άνω Σύρου. Γέννημα των νεώτερων χρόνων, με τις τάσεις του κλασσικισμού στην κορύφωσή τους η μια, μακρινή θύμης του μεσαίωνα η άλλη. Ήταν ένας μικρός και άσημος οικισμός, το Μεσοβούνι, που δεν προστατεύετο από κάστρο αλλά από τους υψηλούς τοίχους των ακραίων σπιτιών και στη δυτική πλευρά από τον απόκρημνο βράχο. Για την είσοδο υπήρχαν 7 πύλες, οι «Πορτάρες», που για ασφάλεια έκλειναν με τη δύση του ηλίου. Οι καθυστερημένοι ειδοποιούντο με το χτύπημα της καμπάνας. Καθόλες τις ενδείξεις, ο οικισμός στο Μεσοβούνι προϋπήρχε της φραγκικής κατάκτησης, εφόσον, ο ναός του Αγ. Γεωργίου που αναβαθμίστηκε από τους κατακτητές σε λατινική μητρόπολη, είναι αρχαιότερος του 1207.
Σ’ αυτόν τον προστατευμένο χώρο εγκαταστάθηκαν οι μέτοικοι από διάφορα μέρη της Δύσης κατά την Λατινοκρατία και όσοι κάτοικοι του νησιού είχαν απομείνει από προγενέστερους χρόνους. Οι πρώτες διαθέσιμες πληροφορίες για τον πληθυσμό του οικισμού του 15ου αι. εμφανίζουν μικροσκοπικά μεγέθη: 200 κάτοικοι στα 1470, 400 στα 1494. Στα 1635-38, ωστόσο, αναφέρονται 2-3.000 καθολικοί και 100 ορθόδοξοι.
Στους αιώνες που ακολούθησαν η πληθυσμιακή σύνθεση των δυο κοινοτήτων δεν μεταβλήθηκε ουσιαστικά, παρά μόνον μετά την έναρξη της Επανάστασης του ’21, όταν άρχισαν οι ορθόδοξοι πρόσφυγες, να εγκαθίστανται κατά κύματα στη Σύρο. Στη μακραίωνη συνύπαρξη των δυο κοινοτήτων δεν έλειψαν διενέξεις και προβλήματα, από τα οποία τίποτε δεν είναι ορατό στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Η καθημερινή ζωή στην Άνω Σύρο εξακολουθεί να κυλάει σε ρυθμούς ήρεμους και ανθρώπινους. Τα αυτοκίνητα και οι θόρυβοι δεν μπορούν να διεισδύσουν στα σκαλοπάτια και στα στενά, έχουν παραμείνει έξω απ’ τις «Πορτάρες». Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν – όπως πάντα – τα πόδια τους.
Για τις μεταφορές υλικών ή προϊόντων στα καταστήματα το πατροπαράδοτο μέσο μεταφοράς είναι τα συμπαθητικά τετράποδα. Επιτέλους, ξαναθυμόμαστε το αθώο παρελθόν όταν, για να διασχίσουμε έναν δρόμο, δεν χρειαζόταν να κοιτάξουμε πίσω, μήπως και μας χτυπήσει κάποιο αυτοκίνητο.
Από την «Καμάρα» βαδίζουμε αρχικά στον κεντρικό δρόμο, την «Πιάτσα», που κόβει εγκάρσια τον οικισμό και θεωρείται πάντα το κέντρο της αγοράς. Μη φανταστείτε καμιά λεωφόρο. Το πλάτος του πλακόστρωτου δρομίσκου μόλις ξεπερνάει σε κάποια σημεία τα δυο μέτρα. Κάνουμε χώρο να περάσει ένα μουλάρι, φορτωμένο με τις προμήθειες που έχει παραγγείλει το μικρό παντοπωλείο, μετονομασμένο σε mini-market. Κάποτε ήταν αραδιασμένα εφτά καφενεία στην Πιάτσα. Σήμερα έχει απομείνει ένα, η «Απάνω Χώρα». Μικρό και συμπαθητικό, με μαρμάρινα τραπεζάκια και παλιές φωτογραφίες στους τοίχους. Οι λιγοστοί ηλικιωμένοι θαμώνες ανταποδίδουν τον χαιρετισμό μας με ευγένεια. Πίνουμε το ελληνικό μας καφεδάκι και απολαμβάνουμε την ωραία θέα, ακόμη και από το εσωτερικό. Το καλοκαίρι από τη βεραντούλα πρέπει ο ορίζοντας να είναι μαγευτικός.
Δίπλα στο καφενεδάκι βρίσκεται το «Μουσείο Βαμβακάρη», ένας χώρος περιποιημένος, με φωτεινά παράθυρα και ωραία θέα στην Άνω Σύρο, στην Ερμούπολη και στη θάλασσα. Η μουσική και τα τραγούδια του θρυλικού ρεμπέτη, που γεννήθηκε το 1905 στην Άνω Σύρο, μας συνοδεύουν νοσταλγικά, όση ώρα περιεργαζόμαστε τα διάφορα εκθέματα που σχετίζονται με την προσωπική του ζωή και τις άφθονες φωτογραφίες στους τοίχους. Οι συντοπίτες όμως του Μάρκου δεν αρκέστηκαν μόνον στο μουσειάκι. Τίμησαν τον συνθέτη της πασίγνωστης «Φραγκοσυριανής» δίνοντας σε μια διπλανή μικροσκοπική πλατειούλα το όνομά του και κοσμώντας την με την προτομή του.
Λίγο πιο πάνω από το καφενείο ένα μαγαζάκι έχει την πόρτα του ανοιχτή. Χωρίς να διστάσουμε μπαίνουμε στο εσωτερικό. Καθισμένος σε μια καρέκλα ένας συμπαθής ηλικιωμένος άνθρωπος μοιάζει να ρεμβάζει. Γύρω του επικρατεί η γνωστή και γραφική ακαταστασία του ξυλουργείου και συνάμα του εργαστηρίου καλαθοπλεκτικής. Στη θέα μας ο άνθρωπος ζωηρεύει και μας καλημερίζει πρόσχαρα.
– Βολευτείτε, όπου μπορείτε. Ελάτε να πιούμε κι ένα τσιπουράκι και να μου πείτε ποιος καλός άνεμος σας φέρνει από τον τόπο μας.
Γεννημένος το 1915 στον Γαλλησά ο μπαρμπα-Γιώργης Ρούσσος κάνει για μισό αιώνα τη δουλειά του καρεκλοκαλαθοποιού. Αναρίθμητα εργαλεία ολόγυρά του, καρέκλες και καλαθάκια διαφόρων μεγεθών, σε μια άκρη ακουμπισμένες όρθιες λυγερές βέργες, απαραίτητη πρώτη ύλη για τα καλάθια του.
-Ακόμα δουλεύεις μπάρμπα-Γιώργη;
-Ε, όταν έχει καλό καιρό, κατεβαίνω για λίγο εδώ και πλέκω κανένα καλαθάκι. Για να μην ξεχνάω την τέχνη.
Ανηφορίζοντας μερικά σκαλοπάτια φτάνουμε στο Δημαρχείο της Άνω Σύρου, που δεν έχει κι ούτε θα μπορούσε να έχει – στο περιορισμένο χώρο της παλιάς πόλης – την μεγαλοπρέπεια και τις διαστάσεις του Δημαρχείου της Ερμούπολης. Είναι ένα τυπικό σπίτι προσαρμοσμένο στις ανάγκες της υπηρεσίας που στεγάζει. Εδώ όμως είναι πολύ ευκολότερο να δεις τον Δήμαρχο και να συζητήσεις μαζί του, δεν είσαι υποχρεωμένος να περνάς από μακριούς διαδρόμους και προθαλάμους.
Συνεχίζουμε την χαλαρή περιπλάνησή μας.
Σπίτια λευκά, ορισμένα με αποχρώσεις ώχρας και μπλε πορτοπαράθυρα. Κάποια είναι σε απαλούς τόνους σωμών, αρκετά διαδεδομένο χρώμα σε Άνω Σύρο και Ερμούπολη. Μερικά, πολύ λίγα, είναι ερειπωμένα. Οι αυλές με άνεση χώρου και χώμα είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Η αγάπη των νοικοκυρών στα λουλούδια βρίσκει καταφύγιο μόνον στα μικροσκοπικά μπαλκονάκια και στις γλάστρες έξω από τα σπίτια. Πάνω από του μπάρμπα-Γιώργη είναι η ταβερνούλα του «Λιλή», δυστυχώς σήμερα κλειστή. Στρίβουμε αριστερά προς τον Αγ. Ιωάννη, την δεύτερη – μετά τον Αγ. Γεώργιο – σε σημασία και αρχαιότητα εκκλησία της παλιάς Σύρου. Εδώ μεταφέρθηκε το 1617 η Επισκοπική έδρα και παρέμεινε ως τη μεταβίβαση του ναού το 1635 στους Καπουκίνους. Προβάλλει το κωδωνοστάσιο της Μονής. Από κάτω περνάει η οδός Ηρώων, ένα σκεπασμένο πέρασμα 20 περίπου μέτρων, στα σπλάγχνα της βαμμένης με ώχρα μονής, που είναι κλειστή.
Με συνοδό μας την Πέγκυ Στεργίου επισκεπτόμαστε την Παναγία του Καρμήλου, σημαντικός σταθμός στην ιστορία της οποίας υπήρξε το έτος 1639, όταν μεταφέρθηκε ο επισκοπικός θρόνος στο μικρό ιερό της. Σήμερα εγκαταβιώνουν εδώ οι Κλαρίσσες Αδελφές Καπουκίνες, του ομώνυμου τάγματος που ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα από τον Αγ. Φραγκίσκο και την Αγία Κλάρα της Ασσίζης. Έχουμε την εμπειρία μιας λιγόλεπτης αλλά γλυκύτατης συζήτησης με μία εκ των Καρισσών αδελφών.
Τα βήματα μας μας οδηγούν μέσα από λαβυρινθώδη στενάκια στην εκκλησούλα του Αγ. Αντωνίου και μετά στην εκκλησία του Αγ. Στεφάνου. Όμορφες γωνιές, σε κάθε στροφή καινούργιες εικόνες, ανοίγματα με θέα, ένας θαυμάσιος χειμωνιάτικος καιρός, ιδανικός για περιήγηση και γνωριμία μ’ έναν τόπο. Το καλοκαίρι με τις ζέστες, ένα μεγάλο τμήμα αυτής της περιηγητικής διάθεσης συρρικνώνεται ή μεταφέρεται στις παραλίες του νησιού.
Ανάμεσα στα σπίτια προβάλλει ένα πετρόχτιστο καμπαναριό με λεπτεπίλεπτη σιλουέττα. Ανήκει στον Αγ. Νικόλαο των «Πτωχών», ορθόδοξη εκκλησία που ονομάστηκε έτσι σε αντιδιαστολή με τον μεγαλόπρεπο ναό του Αγ. Νικολάου της Ερμούπολης. Η εκκλησία είναι πετρόχτιστη, οικοδομημένη αρχικά το 1686 και ανακαινισμένη το 1763. μπροστά της υπάρχει μια μικρή πλατειούλα με θαυμάσια θέα αλλά και κάποιες αυλίτσες με χώμα και αρκετό πράσινο. Πιο ψηλά δεσπόζουν οι τρούλλοι της Παναγίας του Καρμήλου και του Αγ. Γεωργίου.
Ακολουθώντας τα ελικοειδή και αλλεπάλληλα σκαλοπάτια της οδού Αγ. Γεωργίου φτάνουμε σε μερικά λεπτά στον επιβλητικό ναό, στο κορυφαίο σημείο της παλιάς πόλης. Εξωτερικά ο ναός μας εντυπωσιάζει με τον όγκο του και τη φρουριακή του κατασκευή. Σύμφωνα με τη μονογραφία του Μ. Ν. Ρούσσου-Μηλιδώνη (16), ο χρόνος οικοδόμησης του πρώτου ναϊδρίου δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί με ακρίβεια, γιατί με την επιδρομή του Καπουδάν Πασά το 1617 αποτεφρώθηκαν τα αρχεία στην επισκοπική κατοικία. Τότε απαγχονίστηκε και ο Επίσκοπος Ιωάννης Ανδρέας Κάργας. Κατά την εκ βάθρων ανοικοδόμηση του ναού το 1832/34, βρέθηκε μια επιγραφή με ελληνικά και λατινικά γράμματα, που πιστοποιεί την ανακαίνιση του ναού το 1200. Αυτό σημαίνει, ότι ο ναός χτίστηκε νωρίτερα. Πολύ σημαντικές είναι οι εικόνες του Αγ. Γεωργίου και της «Παναγίας Μητέρας της Αγίας Ελπίδας». Τους τοίχους κοσμούν από το 1896 οι τοιχογραφίες του Ιταλού Ιωσήφ Tammi, που απεικονίζουν τους 4 Ευαγγελιστές και τους προφήτες Δανιήλ, Ιερεμία και Ιωνά.
Ξέρουμε, ότι με την σύντομη αυτή περιγραφή της απανωσυριανής πολιτείας δεν έχουμε εξαντλήσει όλα της τα ενδιαφέροντα. Υπάρχει ακόμη η ορθόδοξη εκκλησία της Αγ. Τριάδας του 1604, η χάλκινη προτομή του επιφανέστερου των Συριανών, του φιλόσοφου Φερενώδη, που έζησε τον 6ο αι. π.Χ. και υπήρξε μαθητής του Πιττακού και δάσκαλος του Πυθαγόρα, η χάλκινη προτομή του λογοτέχνη Βελισσαρίου Φρέρη, το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Άνω Σύρου. Βγαίνουμε από τον ναό του Αγ. Γεωργίου με την αίσθηση, ότι έχουμε γνωρίσει ένα σημαντικό τμήμα του θαυμάσιου αυτού τόπου. Ήδη ένας ωραίος καιρός μας καλεί για μια επίσκεψη στην Άνω Μεριά.
ΣΤΙΣ ΕΞΟΧΕΣ ΣΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΙ ΝΤΕΛΑΓΡΑΤΣΙΑ
Κατά την πολυήμερη παραμονή μας στη Σύρο, επισκεφθήκαμε πολλές τοποθεσίες του νησιού. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε πολύ συνοπτικά σε δυο οικισμούς: το «Σαν Μιχάλη» και την «Ποσειδωνία», την πασίγνωστη «Ντελαγκράτσια» του Βαμβακάρη. Η επιλογή τους δεν ήταν τυχαία. Εκτός από την διαμετρικά αντίθετη γεωγραφική τους θέση – στο βορειότερο και νοτιότερο αντίστοιχα άκρα του νησιού – αντιπροσωπεύουν δυο εντελώς διαφορετικές όψεις της Σύρου: μικροσκοπικός, ορεινός και σχεδόν ακατοίκητος ο Σαν Μιχάλης, πεδινή, εκτεταμένη και αρχοντική η Ντελαγκράτσια.
Συναντάμε το Σαν Μιχάλη στο τέρμα του βόρειου τμήματος του νησιού, μετά από μια συναρπαστική ορεινή διαδρομή, όπου την αυστηρότητα του Κυκλαδίτικου τοπίου διακοσμούν οι περίτεχνες αναβαθμίδες με τις ξερολιθιές. Μοιάζουν με έργα έμπειρων μαστόρων της πέτρας περισσότερο, παρά με προϊόν πολύχρονου μόχθου και ανάγκης των δουλευτών της γης. Την ομορφιά των «λιθοποίκιλτων» αυτών λοφοπλαγιών, ήπιων ή απότομων, όπως ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μας, έρχεται να συμπληρώσει ο θαλάσσιος ορίζοντας, κατάσπαρτος με τα περιγράμματα της Πάρου και της Νάξου, της Μυκόνου και της Δήλου, της τόσο διπλανής Τήνου, της Άνδρου με τους χιονόλευκους ορεινούς όγκους και ακόμα της Γυάρου, της Τζιάς, των ακτών της νότιας Εύβοιας και, πιο δυτικά της Κύθνου. Οι περισσότερες Κυκλάδες είναι γύρω μας.
Η καρδιά του μικρούλη και, σχεδόν έρημου, οικισμού του Σαν Μιχάλη, χτυπάει στο «Πλακόστρωτο», ένα ταβερνάκι εκπληκτικό. Τα τραπεζάκια του αγναντεύουν από ψηλά ένα μαγευτικό ηλιοβασίλεμα, όλο τον Β και ΒΔ ορίζοντα και χαμηλά του ιστορικώς και αρχαιολογικής σημασίας ορμίσκο «Γράμματα».
Η ποιότητα της ταβερνούλας συναγωνίζονται την προνομιακή της θέση. Μετά από τρία χρόνια στα καράβια ο Νίκος Παλαιολόγος «άραξε» στο Σαν Μιχάλη και προσφέρει κατσικάκι στη λαδόκολλα, χοιρινό με μάραθο, κουνέλι με δεντρολίβανο και μια εκπληκτική ποικιλία από ορεκτικά και κεφτεδάκια. Γεύσεις κορυφαίες, εξυπηρέτηση θαυμάσια και πολύ φιλικές τιμές. Μια αληθινή έκπληξη υψηλού επαγγελματισμού στην ερημιά της Άνω Μεριάς, σε απόσταση μόλις 20 λεπτών από το κέντρο της Ερμούπολης.
Κάθε Έλληνας, με στοιχειώδεις γεύσεις του καλού ρεμπέτικου, έχει ακούσει την ονομασία Ντελαγκράτσια στην «Φραγκοσυριανή» του Βαμβακάρη. Εκείνο που είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς, είναι η αύρα της αρχοντιάς και μεγαλοπρέπειας, που εξακολουθεί να αναδίδει, από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τις μέρες μας, αυτός ο οικισμός.
Ξεκίνησε ως παραθεριστική διέξοδος προς τη θάλασσα και δεν άργησε να εξελιχθεί στο επίκεντρο του πλούτου, της πολυτέλειας και, γιατί όχι, του συναγωνισμού και της επίδειξης. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά (17), «εδώ το κλασικό συριανό ύφος έχει εγκαταλειφθεί και οι επαύλεις θυμίζουν εξοχικά της Κηφισιάς. Σε πολλές χρησιμοποιείται πωρόλιθος και μαλτεζόπλακες, που λέγεται ότι έφθαναν με πλοίο από τη Μάλτα απευθείας στον όρμο της Ποσειδωνίας».
Ξαφνικά χάνεται ο ήλιος, κρυώνει ο καιρός. Δεν μας εκπλήσσει η αιφνίδια αλλαγή, είναι χειμώνας. Καθώς βαδίζουμε στον κεντρικό δρόμο, που διασχίζει προς τα ΝΑ την Ντελαγκράτσια, περνάμε δίπλα από ένα ταπεινό καφενεδάκι – ταβερνάκι με το ηχηρό και – πιθανότατα σκωπτικό όνομα «Κυβερνείον». Ακούγεται από μέσα μουσική. Πλησιάζουμε. Κιθαρούλα, μπουζουκάκι, μια μεγάλη παρέα από ντόπιους ενώνουν τις φωνές τους σε τραγούδια παλιά και νοσταλγικά.
Δεν λείπει ο Βαμβακάρης. Βολευόμαστε ανάμεσά τους ως αυτόκλητα μέλη της αυτοσχέδιας χορωδίας. Η γλυκύτατη Αντριάννα μας φέρνει κρασάκι, κεφτεδάκια, Συριανό λουκάνικο και λούζα (φιλέτο χοιρινό στον ήλιο με μπαχαρικά).
Έξω πέφτει η νύχτα, βρέχει δυνατά, οι θαμώνες του Κυβερνείου όμως δεν νοιάζονται καθόλου. Αύριο ξημερώνουν Χριστούγεννα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Α.Θ. Δρακάκη, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΡΜΠΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΤΟΜΟΣ Α΄-ΤΟΜΟΣ Β΄, επανέκδ. ΣΥΡΟΣ 2000.
-Τ.Δ. Αμπελά, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΣΥΡΟΥ», Εν Ερμούπολει 1874, Επιμ. Επανέκδ. Χ.Α. Καλημέρης 1998.
-Ι. Τραυλού-Α. Κόκκου, «ΕΡΜΟΥΠΟΛΗ», εκδ. ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Αθήνα 1980.
-«ΕΡΜΟΥΠΟΛΗ-ΣΥΡΟΣ», Ιστορικό Οδοιπορικκό, Δημοτ. Επιχ. Ανάπτυξης της Ερμούπλης, Β΄. έκδοση, «ΟΛΚΟΣ» 2000.
-Μ.Ν. Ρούσσου-Μηλιδώνη, «SYRA SACRA, Θρησκευτική Ιστορία της Σύρου», ΚΙ.Κ.Ε.Δ.Ε. Αθήνα 1993.
-Μ.Ν. Ρούσου-Μηλιδώνη, «Καθεδρικός Ναός Αγ. Γεωργίου», Άνω Σύρος 2001.
-Μάνου Ελευθερίου, «Ερμούπολη. Μια πόλη στη λογοτεχνία», Μεταίχμιο 2003.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Θερμά ευχαριστούμε:
-Τους Δημάρχους Ερμούπολης Άνω Σύρου και Ποσειδωνίας για την στήριξη του έργου μας.
-Το ξενοδοχείο ΣΥΡΟΥ ΜΕΛΑΘΡΟΝ για την θαυμάσια φιλοξενία του.
-Το Πρακτορείο Ταξιδίων και Ενοικιάσεως Αυτοκινήτων «ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ».
-Την ΠΕΓΚΥ ΣΤΕΡΓΙΟΥ (Τμήμα Επικοινωνίας Ε.Τ.Α.Π. Επιμελητηρίου Κυκλάδων).
-Την ΜΑΡΙΑ ΚΑΠΑΡΗ από το Μουσείο Κυκλαδικής τέχνης και την ΕΙΡΗΝΗ ΔΕΚΑΒΑΛΛΑ από την Δημοτική Βιβλιοθήκη.
-Τον ΠΑΚΗ ΒΑΦΕΙΑΔΗ
-Τέλος, τον Δικηγόρο Σύρου ΧΡΗΣΤΟ ΚΑΛΗΜΕΡΗ για την ευγενέστατη αποστολή της, εξαντλημένης από χρόνια μνημειώδους «ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΣΥΡΟΥ» του Τιμολέοντος Αμπελά.