Θα μπορούσε να μοιάζει με ένα από τα αμέτρητα κάστρα που είναι διάσπαρτα σ’ όλη την Ελλάδα. Το Παλαιόκαστρο, ωστόσο, της Μεσσηνίας, εκτός από την επιμελημένη οχύρωση και τους ισχυρούς του προμαχώνες έχει, εξαιτίας της θέσης του, μια γοητεία ξεχωριστή: αγναντεύει ταυτόχρονα την Λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, την απεραντοσύνη του Ιονίου και το υπερθέαμα της μοναδικής στην Ελλάδα Βοϊδοκοιλιάς. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία της όρασης, υψηλότερη ανταμοιβή για τον Πεζοπόρο απ’ αυτό το θεϊκό αγνάντεμα, που τόσο γενναιόδωρα χαρίζει η φύση της Μεσσηνίας απ’ τα ψηλώματα του κάστρου.

Μετά την διήμερη εκεχειρία οι δυτικοί άνεμοι του Ιονίου ξεσηκώνονται και πάλι. Τούτη τη φορά όμως είναι αδύνατον να μας κρατήσουν δέσμιους της ορμής τους, αφού η συνάντηση μαζί τους δεν θα γίνει στην θάλασσα αλλά στην στεριά. Σημερινός μας προορισμός είναι το Παλιοναβαρίνο ή Παλιόκαστρο. Είναι το ισχυρό τείχος που περιβάλλει το νότιο τμήμα του ακρωτηρίου Κορυφασίου, σαν αντίπαλο δέος του αντικρινού λόφου του Προφήτη Ηλία με το κάστρο της Σφακτηρίας.
Φτάνουμε με το αυτοκίνητο στο βόρειο τμήμα της αμμουδερής παραλίας του Ναβαρίνου. Για μερικές εκατοντάδες μέτρα κινούμαστε προς τα δυτικά στην στενή γλώσσα στεριάς που χωρίζει την διπλανή Λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας από τον όρμο του Ναβαρίνου. Περνάμε το στενό γεφυράκι πάνω απ’ το Διβάρι και μερικές δεκάδες μέτρα μετά, σταματάμε. Βρίσκουμε την αρχή του αμμώδους, παραλίμνιου μονοπατιού με κατεύθυνση Β-ΒΔ. Ψηλά στ’ αριστερά μας ορθώνεται η απότομη απόληξη του ακρωτηρίου Κορυφασίου. Ανάμεσα στα κυπαρίσσια και τα πουρνάρια ξεχωρίζει ένας προκεχωρημένος προμαχώνας, πολύ κοντά στον δίαυλο της Συκιάς.
Το μονοπάτι διασχίζει σχοίνους ανθισμένα αρμυρίκια, δίπλα στα ήρεμα, ρηχά αλλά όχι ιδιαίτερα διαυγή νερά. Η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας δεν μπορεί να έχει την διαφάνεια των νερών στους ορμίσκους του Ιονίου. Για λίγα λεπτά συναντάμε ίχνη λιθόστρωτου στενού. Λίγο αργότερα εγκαταλείπουμε την ακρολιμνιά και στρεφόμαστε ελαφρά προς το εσωτερικό. Δεν υπάρχει πια ευδιάκριτο μονοπάτι, απλά ανηφορίζουμε ΒΔ με οπτική επαφή προς το κάστρο. Το μαλακό έδαφος των συνεχόμενων αμμόλοφων βουλιάζει κάτω από τα πόδια μας. Έχει, σ’ αυτό το προφυλαγμένο τμήμα της διαδρομής, άπνοια και ζέστη, ενώ μας ταλαιπωρούν και πολλά ενοχλητικά κουνούπια. Που ως δια μαγείας, εξαφανίζονται μόλις φτάνουμε στα ψηλώματα και αρχίζει το αεράκι. Στην κορυφή του εκτεθειμένου αυχένα το αεράκι γίνεται ολοζώντανος μαΐστρο και το Ιόνιο, μερικές δεκάδες μέτρα χαμηλότερα , μια θάλασσα αφρισμένη και βουερή. Τα κουνούπια και η ζέστη είναι ανύπαρκτα σ’ αυτό το μπαλκόνι, που μας αποκαλύπτει όλο τον ορίζοντα του πελάγου.
Κατευθυνόμαστε για λίγο Β-ΒΑ προς την κατεύθυνση της Βοϊδοκοιλιάς. Στο αμμουδερό έδαφος βρίσκουμε την πορεία μας ανάμεσα σε ευωδιαστά πλατύφυλλα φασκόμηλα και θυμάρια, μυρτιές, σχοίνους, κυπαρίσσια και αμάραντα λουλουδάκια. Διασχίζουμε ένα ξέφωτο, κατάσπαρτο με όστρακα, μεγάλα και μικρά (2). Ελάχιστα λεπτά μετά ξεσπάμε σε επιφωνήματα θαυμασμού. Το θέαμα που αγναντεύουμε χαμηλά υπερβαίνει τη φαντασία μας. Βρισκόμαστε ακριβώς πάνω από το βραχώδες, άγριο και στενότατο στόμιο της περίφημης Βοϊδοκοιλιάς . Που για την δημιουργία της η φύση πρέπει να χρησιμοποίησε, εκτός από την φαντασία της και τον πελώριο «γεωλογικό της διαβήτη». Δεν εξηγείται αλλιώς αυτό το αψεγάδιαστο κυκλικό σχήμα, που έχει κάνει την Βοϊδοκοιλιά παγόσμια γνωστή και ίσως μοναδική. Όπως λυσσομανάει σήμερα ο καιρός, έχουμε την ευτυχία ν θαυμάζουμε φουρτουνιασμένη και με αφρισμένα κύματα την –συνήθως- γαλήνια επιφάνεια των νερών της Βοϊδοκοιλιάς.
Εγκαταλείπουμε απρόθυμοι αυτό τον τοπτικό παράδεισο και επιστρέφουμε προς το Παλαιόκαστρο, τον βασικό μας προορισμό. Φτάνοντας στον αυχένα αντικρύζουμε στα νότια, ανοιχτά, το ογκώδες περίγραμμα της Πρώτης, τόσο αγαπητής και τόσο ξεχωριστής στις πρόσφατες αναμνήσεις μας.
Το αμμουδερό έδαφος τελειώνει, αρχίζει μονοπάτι σκληρό, που ανηφορίζει απότομα σε σκιερό δάσος από κυπαρίσσια, πουρνάρια, ελιόδεντρα και σχοίνους. Μερικά λεπτά μετά φτάνουμε στην πασίγνωστη “Σπηλιά του Νέστορα”, σε υψόμετρο 70 μέτρων. Είν’ ένα πελώριο στόμιο σε συμπαγή ασβεστόλιθο, με μέγιστο πλάτος 18 και ύψος 15 τουλάχιστον μέτρων. Το ορατό βάθος του σπηλαίου, ως εκεί που φτάνει το φυσικό φως, πρέπει να ξεπερνάει τα 50 μέτρα. Ψηλά στα τοιχώματα υπάρχει κάποιος σταλακτιτικός διάκοσμος, ενώ η σταγονορροή είναι συνεχής.
Το σπήλαιο, ωστόσο, εκτός από τα φυσικά του χαρακτηριστικά, βρίθει και πολυάριθμων ζωντανών αλλά ιδιαίτερα ενοχλητικών οργανισμών. Είναι σμήνη από βουερές, θυμωμένες μέλισσες και κουνούπια αιμοδιψή. Που με τις επιθετικότατες διαθέσεις τους αποθαρρύνουν κάθε επιθυμία μας να εισχωρήσουμε πιο βαθειά στα άδυτα του σπηλαίου. Απομακρυνόμαστε με βιάση, χωρίς απώλειες και αμέσως βρίσκουμε δεξιά του στομίου την απότομη πρόσβαση προς το κάστρο. Είναι σκαλοπάτια, λαξευμένα στο βράχο, που υποστηρίζονται με σιδερένια καγκελάκια.
Ο τραχύς ανήφορος γρήγορα τελειώνει, φτάνουμε στην βάση του οχυρωματικού περιβόλου του Παλαιοκάστρου. Όπως σημειώνει ο Γιάννης Μπίρης (3), εδώ, πάνω από τα απότομα βράχια της ακτής αλλά και πάνω από το σπήλαιο του Νέστορα, στην πλευρά της Βοϊδοκοιλιάς, υψωνόταν στην κλασσική αρχαιότητα, η ακρόπολη της αρχαίας -και όχι της ομηρικής- Πύλου. Εδώ ήταν και ο ναός της Κορυφασίας Αθηνάς, που περιέγραψε ο Παυσανίας στην επίσκεψή του, στο δεύτερο μισό του δευτέρου αιώνα, λίγο πριν το 160 μ.Χ.
Εδώ οχυρώθηκε, το 425 π.Χ., ο Δημοσθένης στον νικηφόρο πόλεμο κατά των Σπαρτιατών. Ο στρατηγός Βρασίδας, μάλιστα, επιχειρώντας απόβαση στην βραχώδη ακτή του Κορυφασίου τραυματίστηκε, χάνοντας τις αισθήσεις και την ασπίδα του. Αυτή την ασπίδα έστησαν τρόπαιο οι Αθηναίοι στην Αγορά της Αθήνας. Μια ασπίδα βρίσκεται σήμερα εκτεθειμένη στο μουσείο της Στοάς του Αττάλου με την επιγραφή: “ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΑΠΟ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΕΚ ΠΥΛΟΥ”. Από τον Παυσανία μαθαίνουμε ακόμα, ότι οι Αθηναίοι είχαν κρεμάσει τις ασπίδες που πήραν λάφυρα από την Σφακτηρία, στην Ποικίλη Στοά, πλάι στην Αγορά, ως καύχημα αλλά και κτερίσματα της μεγάλης τους νίκης.
Χτισμένο με ισχυρή αργολιθοδομή και ενδιάμεσο κονίαμα το τείχος σώζεται σε μεγάλο ύψος και σε καλή κατάσταση διατήρησης. Σε στρατηγικά σημεία ορθώνονται ισχυροί προμαχώνες. Το εσωτερικό της ακρόπολης είναι επίπεδο σχεδόν αλλά με έδαφος κακοτράχαλο. Την κίνηση δυσκολεύουν οι αγκαθωτοί θάμνοι και οι κατάσπαρτοι λιθοσωροί. Το μέσο υψόμετρο κυμαίνεται στα 135 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.
Κατά τον Γ. Μπίρη, σ’ αυτή την οχυρή έκταση των 50 περίπου στρεμμάτων της αρχαίας ακρόπολης της Πύλου κτίστηκε το 1287 από τον Φράγκο Νικόλαο Β’ de Saint Omer, το Παλιοναβαρίνο ή Παλαιόκαστρο. Στην κατοπινή πολυκύμαντη ιστορία του το κάστρο περιήλθε διαδοχικά στους Ισπανούς της Ναβάρραςς, στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας και στον Βαγιαλήτ Β! Ακολούθησαν οι Ενετοί του Μορολίνι και στη συνέχεια οι Τούρκοι. Το 1821 περιήλθε στα χέρια των επαναστατημένων Ελλήνων, ενώ το 1825 κατακτήθηκε από τον Ιμπραήμ. Τέλος, το 1828, με την απελευθέρωση της Ελλάδα ξανάγινε ελληνικό.
Περιδιαβαίνουμε ανάμεσα σε ερειπωμένα κτίσματα και λιθοσωρούς. Στο κέντρο περίπου σώζεται ένα τελείως κυκλικό κτίσμα με υπόγειες στοές, πιθανόν δεξαμενές. Εντοπίζουμε επίσης ένα βαθύ όρυγμα με μήκος αρκετών μέτρων και με τοιχώματα επιχρισμένα με υδραυλικό κονίαμα, που επίσης παραπέμπει σε ομβροδεξαμενή. Αυτό, άλλωστε, ήταν το αδύνατο σημείο του κάστρου, η έλλειψη πηγαίων ή υπογείων νερών.
Διασχίζουμε το εσωτερικό με κατεύθυνση Α-ΝΑ και σε λίγο συναντάμε την εντυπωσιακή κεντρική πύλη με τον εξωτερικό περίβολο της ακρόπολης. Έναν περίβολο εκτεταμένο και ισχυρότατο, που καθώς ξεμακραίνουμε, αποκαλύπτεται πίσω μας σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια.
Με στενό, ευδιάκριτο μονοπάτι, ανάμεσα σε φλόμους, σχοίνους και κυπαρίσσια φτάνουμε πάνω από τον στενό, θεαματικό δίαυλο της Συκιάς. Ακριβώς από πάνω δεσπόζει ο πολύ οικείος πια, απότομος λόφος, με το αρχαίο τείχος της Σφακτηρίας. Έχουμε κάθε λόγο να είμαστε πολύ ικανοποιημένοι από την γνωριμία αυτής της τόσο ωραίας, της τόσο ιστορικής περιοχής. Κομμάτι μιας Ελλάδας, που από κάθε άποψη είναι πολύ ξεχωριστή.
Σημειώσεις
- Είναι η στενή διώρυγα που από τον όρμο του Ναβαρίνου τροφοδοτεί με θαλασσινό νερό την λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας.
- Θραύσματα πήλινων αγγείων.
- “ΧΩΡΑ, ΠΥΛΟΣ, ΜΕΘΩΝΗ”, ΑΘΗΝΑ, 2000