Ο Πανοπέας (ή Πανοπεύς) υπήρξε μια σπουδαία αρχαία φωκική πόλη στα σύνορα με τη Βοιωτία. Βρίσκεται στο κέντρο μιας πεδιάδας που περιβάλλεται από τις παρυφές του Παρνασσού, τον Κηφισό ποταμό και την τριπολίτιδα Δαύλειας, Χαιρώνειας και Ελάτειας. Η ακρόπολή του οχυρώθηκε με κυκλώπεια τείχη στα Μυκηναϊκά Χρόνια. Σήμερα είναι μια σχετικά άγνωστη αρχαία πόλη, χτισμένη στην κορυφή ενός χαμηλού λόφου πάνω από το χωριό Άγιος Βλάσιος, δυόμισι χιλιόμετρα έξω από τον οδικό άξονα Λειβαδιάς–Λαμίας.Στην Αρχαιότητα, όμως, ήταν μια σημαντική πόλη του βοιωτικού Κηφισού, με κομβικό ρόλο ιδιαίτερα στα Ελληνιστικά Χρόνια.
Ο Πανοπέας (ή Πανοπεύς) υπήρξε μια σπουδαία αρχαία φωκική πόλη στα σύνορα με τη Βοιωτία. Βρίσκεται στο κέντρο μιας πεδιάδας που περιβάλλεται από τις παρυφές του Παρνασσού, τον Κηφισό ποταμό και την τριπολίτιδα Δαύλειας, Χαιρώνειας και Ελάτειας. Η ακρόπολή του οχυρώθηκε με κυκλώπεια τείχη στα Μυκηναϊκά Χρόνια. Σήμερα είναι μια σχετικά άγνωστη αρχαία πόλη, χτισμένη στην κορυφή ενός χαμηλού λόφου πάνω από το χωριό Άγιος Βλάσιος, δυόμισι χιλιόμετρα έξω από τον οδικό άξονα Λειβαδιάς–Λαμίας. Στην Αρχαιότητα, όμως, ήταν μια σημαντική πόλη του βοιωτικού Κηφισού, με κομβικό ρόλο ιδιαίτερα στα Ελληνιστικά Χρόνια.
Ο Παρνασσός αναφέρεται πολύ συχνά από τους αρχαίους συγγραφείς, που έχουν τιμήσει με την πένα τους τη μυθολογία του καταξιώνοντας διαχρονικά το όνομά του. Όμως ο Παρνασσός υπήρξε και σημείο οικιστικής αναφοράς, καθώς γύρω και κάτω από τις κορυφές του αναπτύχθηκαν πολλοί αρχαίοι οικισμοί με ισχυρές οχυρωματικές δομές, εξοπλισμένοι όλοι τους με φυσικά και τεχνητά τείχη που έκαναν την περιοχή και τις πόλεις αυτές ξακουστές στον αρχαίο κόσμο. Η Λιλαία, το Τιθρώνιο, η Αμφίκλεια, η Δαύλεια, η Τιθορέα και η Χαιρώνεια είναι οι πιο γνωστές από αυτές τις αρχαίες ακροπόλεις, με ισχυρή περιτείχιση, πύργους, επάλξεις και προμαχώνες.
Η σχετικά πιο άγνωστη από αυτές τις ακροπόλεις βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τη Χαιρώνεια και πολύ κοντά στη Δαύλεια. Είναι ο Πανοπέας, μια ισοδύναμη με τις άλλες –αλλά από πολλές απόψεις σημαντικότερη ίσως– ακρόπολη του βοιωτικού Κηφισού.
Ο Πανοπέας υπήρξε μια σπουδαία φωκική πόλη, που βρισκόταν στα σύνορα των Φωκέων με τη Βοιωτία. Η ακρόπολη του αρχαίου Πανοπέα κατοικήθηκε για πρώτη φορά κατά τον 18ο π.Χ. αιώνα. Κατά τη Μυκηναϊκή Περίοδο οχυρώθηκε με κυκλώπεια τείχη· τμήματα αυτής της οχύρωσης είναι σήμερα ορατά στη βόρεια και ανατολική πλευρά του λόφου. Από πληροφορίες του Παυσανία κυρίως, μαθαίνουμε πως ο Πανοπέας απείχε είκοσι στάδια από τη Χαιρώνεια και επτά από τη Δαυλίδα· δηλαδή βρισκόταν στο κέντρο μιας πεδιάδας που περιβάλλεται από τις παρυφές του Παρνασσού, τον Κηφισό ποταμό και την τριπολίτιδα της Δαύλειας, της Χαιρώνειας και της Ελάτειας.
Οι πρώτοι κάτοικοι του Πανοπέα ήταν Φλεγύες. Σύμφωνα με τον μύθο, ιδρυτής της ήταν ο γιος του Φώκου, ο ήρωας Πανοπεύς, από τον οποίο και πήρε το όνομά της η πόλη. Ο ίδιος ήταν ο ηγέτης όλων των Φωκέων κατά την Τρωική Εκστρατεία. Αλλά ο Πανοπέας αναφέρεται και από τον Ηρόδοτο, ως μία από τις φωκικές πόλεις που κατέστρεψαν οι Πέρσες κατά την κάθοδό τους στην Αθήνα. Γράφει σχετικά ο «πατέρας της Ιστορίας» στο βιβλίο των Ιστοριών του «Ουρανία»: «Άλλοι δε αυτών ορμέατο επί το ιρόν το εν Δελφοίσι, εν δεξιή τον Παρνησόν απέργοντες· όσα δε και ούτοι επέσχον της Φωκίδος, πάντα εσιναμώρεον και γαρ των Πανοπέων την πόλιν ενέπρησαν, και Δαυλίων, και Αιολιδέων» («Και άλλα τμήματά τους [= των Περσών] εφόρμησαν κατά του ιερού των Δελφών, αποκλείοντας από τα δεξιά τον Παρνασσό· και όσα μέρη της Φωκίδας κατέλαβαν, τα δήωσαν με ασέλγεια, αφού και την πόλη των Πανοπέων κατέκαψαν, όπως και των Δαυλίων και των Αιολιδέων»).
Όμως η πόλη καταστράφηκε και δεύτερη φορά, τώρα από τους Μακεδόνες του Φιλίππου, στη διάρκεια του Τρίτου Ιερού Πολέμου. Αλλά ο Φίλιππος φρόντισε να περιβάλει την πόλη με ισχυρό τείχος εκ νέου, λίγο πριν από την αναμέτρησή του με τους νότιους Έλληνες στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ. Τελικά, ο Πανοπέας κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το 198 π.Χ., ενώ η τύχη της αρχαίας πόλης ήταν να καταστραφεί για τρίτη φορά από τον Μιθριδάτη, τον βασιλιά του Πόντου. Τον 2ο αιώνα μ.Χ. γίνεται η τελευταία αναφορά σε αυτήν, όταν περνά από εκεί ο περιηγητής Παυσανίας και γράφει ότι είχε περίμετρο επτά στάδια.
Ο Πανοπέας, για όποιον ενδιαφέρεται να τον επισκεφθεί, εντοπίζεται ως εξής:
α΄) Δεσπόζει σε έναν βραχώδη λόφο πάνω από το σημερινό χωριό Άγιος Βλάσιος, που είναι ορατός και από τον δρόμο Αμφίκλειας–Λειβαδιάς.
β΄) Απέχει μέσω αυτού του δρόμου δυόμισι χιλιόμετρα από τον Άγιο Βλάσιο, και άλλα χίλια διακόσια μέτρα με ανηφορικό χωματόδρομο από την ανατολική είσοδο του σωζόμενου τείχους.
γ΄) Η έξοδος από το χωριό για την αρχαία πόλη δυσκολεύει τον περιηγητή, αφού δεν υπάρχει σηματοδότηση και τα στενά του χωριού είναι πραγματικοί λαβύρινθοι.
Ψάχνοντας ανάμεσα σε αυτά τα στενά, και μετά από πολύ κόπο και πολλές απώλειες προσανατολισμού, βρέθηκα στην αρχή ενός χωματόδρομου που μόλις είχε επιστρωθεί από μηχάνημα κάνοντας εφικτή τη διέλευση οχημάτων. Όμως εγώ πήρα τον ίδιο δρόμο με τα πόδια, για να έχω συνεχώς οπτική επαφή με την κορυφή του βραχώδους λόφου και κάποια εποπτεία της εκτεταμένης οχύρωσης που περιβάλλει ακόμη την παλιά ακρόπολη.
Από την έξοδο του χωριού χρειάστηκα χίλια πεντακόσια μέτρα για να φτάσω σε ένα χαρακτηριστικό διάσελο, όπου ο δρόμος συνέχιζε κατηφορίζοντας πλέον, ενώ ένα ευδιάκριτο μονοπάτι δεξιά μου ανηφόριζε προς την ορατή πύλη της ανατολικής πλευράς της οχύρωσης. Παίρνοντας αυτό το ανηφορικό μονοπάτι, βρέθηκα μπροστά στη σχετικά πιο ομαλή είσοδο μιας πανύψηλης και καλά διατηρημένης πύλης, της οποίας τα κυκλώπεια τείχη είναι χτισμένα με ισοδομικό τρόπο και λαξευμένους λίθους, με εμβόλιμους λοξούς αρμούς για μεγαλύτερη σταθερότητα.
Σύμφωνα με τις περιγραφές των αρχαιολόγων, η είσοδος στην αρχαία πόλη γινόταν από τρεις πύλες, βόρεια, νότια και δυτικά. Έχω την εντύπωση πως βρίσκομαι στη νότια πλευρά του λόφου και της αρχαίας πόλης. Βρίσκω μια τρύπα ανάμεσα στα τείχη της οχύρωσης και εισχωρώ στην επικράτεια του Πανοπέα.
Μπροστά μου ανοίγεται μια εκτεταμένη οικιστική ζώνη, αλλού χορτολιβαδική κι αλλού με εμφανή ερείπια. Παίρνω τη στράτα κατά μήκος των τειχών από το δυτικό μονοπάτι, που έχει χαραχτεί για την περιφερειακή ζώνη, και παρακολουθώ τη διαδρομή της οχύρωσης που κατηφορίζει κυκλώνοντας τις παρυφές του λόφου. Σε πολλά σημεία της είναι ορατά τα ίχνη πύργων, όπως και των δύο άλλων πυλών, ενώ εντελώς δυτικά κυριαρχεί ο τεράστιος και μεγαλοπρεπής όγκος του Παρνασσού, που ρίχνει τη σκιά του πάνω στον λόφο του Πανοπέα.
Εγκαταλείποντας τη ρότα της περιτείχισης και συνεχίζοντας την πορεία μου κατά μήκος του λόφου, φτάνω στη δυτική πλευρά του, που προστατεύεται με φυσικό τρόπο από ένα οχυρό βραχώδες έξαρμα. Καθώς αποτελείται από πανύψηλα, κατάκρημνα βράχια, ήταν –και είναι– πρακτικά αδύνατη οποιαδήποτε απόπειρα υπερκέρασής του.
Επιστρέφοντας στην κεντρική (όπως φαίνεται σήμερα) είσοδο του αρχαίου οικισμού, δοκιμάζω να εισχωρήσω στην άλλη πλευρά του. Εδώ υπάρχουν σημάδια από δεξαμενές και υπόγειες σήραγγες για τη συγκράτηση των όμβριων υδάτων αλλά και αρχαία πηγάδια, όπως και μεταγενέστερα οικοδομικά λείψανα διαφορετικών χρήσεων. Στο ψηλότερο σημείο της ακρόπολης σώζεται ένα περιτείχισμα με κολωνάκι κορυφής που μάλλον ανήκει σε μεταγενέστερη εποχή, καθώς οι πέτρες που το περιβάλλουν είναι μικρότερες· ανάμεσά τους παρεμβάλλονται κεραμικά ως αρμοί.
Στην ανατολική παρυφή της ακρόπολης υπάρχει τσιμεντένιο εικονοστάσι, ενώ λίγο πιο ανατολικά και νότια στέκει αλώβητο ένα εξωκκλήσι, λιτό μεν αλλά και αταίριαστο με το περιβάλλον. Η οχύρωση σε αυτήν την πλευρά της ακρόπολης βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση· και βέβαια εντυπωσιάζει με την τειχοδομία και το διατηρημένο ύψος της.
Στην περιοχή βρέθηκε το 2001 και μια νεκρόπολη, τα λείψανα της οποίας εκτίθενται στο Μουσείο της Χαιρώνειας.
Η θέση της αρχαίας πόλης του Πανοπέα, ο εντυπωσιακός λόφος επάνω στον οποίο είναι χτισμένη, η γειτνίασή της με τον Παρνασσό, η κοιλάδα του Κηφισού και το εξαιρετικά πολυσχιδές ανάγλυφο της κατάτμητης από λόφους και βουνά πεδιάδας δημιουργούν ένα επιβλητικό διόραμα, που κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι για την επιβίωση μιας πόλης των αρχαίων χρόνων.
Ο Πανοπέας αποτελεί μια πρώτης τάξεως ενδιαφέρουσα πρόταση για πεζοπορία και εξερεύνηση παραμελημένων τόπων της Αρχαιότητας που μένουν εκτός των τειχών της δημοσιότητας. Γι’ αυτό και θεωρείται προνόμιο όσων αναζητούν το άγνωστο και συνάμα το εκλεκτό ανάμεσα στα αρχαία μνημεία, τα διάσπαρτα στην αχανή και σπάνια αρχαιοθήκη της χώρας αυτής…
Σεπτέμβρης του ’21
Τρόπος προσέγγισης:
Για να φτάσει κανείς στην ακρόπολη του Πανοπέα, έχει δύο δυνατότητες: είτε από τη Λειβαδιά στο δρόμο για τη Λαμία, λίγο μετά τη Χαιρώνεια, είτε από τη Λαμία και τον Μπράλο, μετά την παράκαμψη του Σιδηροδρομικού Σταθμού Δαύλειας.