Χαμηλώνοντας από τα Κάψια προς την πεδιάδα της Μαντινείας συναντάμε το ομώνυμο σπήλαιο, δύο περίπου χιλιόμετρα ΒΑ του χωριού. Βρίσκεται στα έγκατα ενός ασβεστολιθικού λόφου στην κλειστή γεωγραφική λεκάνη του Μαντινειακού οροπεδίου. Ανακαλύφθηκε το 1887 από τον Γάλλο Αρχαιολόγο Γουσταύο Φουζέρ, στα πλαίσια των ανασκαφών του στην Μαντινεία.

Χαμηλώνοντας από τα Κάψια προς την πεδιάδα της Μαντινείας συναντάμε το ομώνυμο σπήλαιο, δύο περίπου χιλιόμετρα ΒΑ του χωριού. Βρίσκεται στα έγκατα ενός ασβεστολιθικού λόφου στην κλειστή γεωγραφική λεκάνη του Μαντινειακού οροπεδίου. Ανακαλύφθηκε το 1887 από τον Γάλλο Αρχαιολόγο Γουσταύο Φουζέρ, στα πλαίσια των ανασκαφών του στην Μαντινεία.
Η πρώτη εξερεύνηση και χαρτογράφησή του έγινε στις 20 Αυγούστου 1892 από ελληνογαλλική αποστολή, με υπεύθυνο τον νομομηχανικό Αρκαδίας Νικόλαο Σιδερίδη και δύο Γάλλους μηχανικούς. Μια από τις σημαντικές ιδιαιτερότητες του σπηλαίου είναι, ότι συνδέεται με το περίπλοκο σύστημα από τις καταβόθρες που βρίσκονται στην φυσική είσοδό του και χαρακτηρίζει τον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής. Για τις καταβόθρες αυτές, που κατά τους χειμερινούς μήνες κατακλύζονται από τεράστιους όγκους νερού, υπήρξε σχετική δημοσίευση στο περιοδικό SPELUNGA το 1911, μια δημοσίευση που έκανε το σπήλαιο παγκόσμια γνωστό. Εκείνο το άρθρο υπήρξε το σπουδαιότερο ελληνικό σπηλαιολογικό άρθρο της εποχής και αποτέλεσε την αφετηρία για να ξεκινήσει η μελέτη των ελληνικών σπηλαίων.
Το 1974 πραγματοποιήθηκε νέα ελληνογαλλική αποστολή με υπεύθυνο τον Ι. Ιωάννου. Τότε ανακαλύφθηκε νέο τμήμα του σπηλαίου, που ήταν άγνωστο στους πρώτους εξερευνητές. Ήρθαν στο φως επίσης ποικίλα ευρήματα όπως αγγεία, λυχνάρια, νομίσματα, πόρπες από ζώνες και ακίδες από βέλη, που φανερώνουν την πολύ παλιά κατοίκηση του σπηλαίου.
Παράλληλα με τα ευρήματα, εντυπωσιακό είναι και το αποτύπωμα της γεωλογικής ιστορίας του σπηλαίου. Το διαπιστώνουμε, καθώς παρατηρούμε το πολύ ευδιάκριτο οριζόντιο ίχνος σκουρότερου χρώματος στα τοιχώματα του σπηλαίου, που πιστοποιεί το ύψος ως το οποίο είχε φτάσει το νερό κατά τη διάρκεια της μεγάλης πλημμύρας που είχε συμβεί σε παλαιότερες εποχές.
Η γνωριμία μας με το Σπήλαιο Κάψια περιλαμβάνει την περιήγησή μας στο αξιοποιημένο τμήμα του σπηλαίου, που αναπτύσσεται σε οχτώ διαδοχικές αίθουσες, συνολικής έκτασης 6.500 περίπου τετραγωνικών μέτρων. Η περιήγηςή μας αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον με τα σημαντικά στοιχεία και τις εύστοχες παρατηρήσεις της Νατάσας Μπότουλα, της ξεναγού μας. Με έκταση 4.500 τετ. μέτρων η πρώτη αίθουσα είναι η μεγαλύτερη. Η ονομασία της είναι «Αίθουσα των θαυμασίων» και είναι απόλυτα δικαιολογημένη τόσο για τον εξαιρετικό και ποικίλο λιθωματικό της διάκοσμο όσο και για τους κόκκινους, κίτρινους και γαλαζωπούς χρωματισμούς, από τους σπανιότερους που μπορεί, σε ελληνικό σπήλαιο, να συναντήσει κανείς. Σταλακτίτες κάθε είδους κρέμονται από την οροφή, μεγάλοι παραπετασματοειδείς σταλακτίτες διακοσμούν σαν μεγαλόπρεπες κουρτίνες τα τοιχώματα. Από το δάπεδο «φυτρώνουν» μικροί και μεγάλοι σταλαγμίτες, ενώ σε κάποια σημεία σχηματίζονται «γκουρ» (5)
Ένα από τα εντυπωσιακότερα χαρακτηριστικά του Σπηλαίου Κάψια είναι οι ογκώδεις κολώνες, που σε πολλά σημεία συνδέουν το δάπεδο με την οροφή. Τόσο το ύψος όσο –κυρίως- η μεγάλη διάμετρός τους, αποδεικνύουν την πολύ μεγάλη ηλικία του σπηλαίου. Να και μια κολώνα που, αν και δεν είναι κεκλιμένη, θυμίζει τον Πύργο της Πίζας.
Η δεύτερη αίθουσα, δύο περίπου στρεμμάτων ονομάζεται «Αίθουσα των Οστών». Οφείλει την ονομασία της στο πλήθος θραυσμάτων κρανίων και οστών, που βρίσκονται στο έδαφος καλυμμένα από σταλαγμιτικό υλικό και είναι ορατά και από τους επισκέπτες του σπηλαίου.
Με σταθερή θερμοκρασία 16οC το Σπήλαιο Κάψια άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του στο κοινό στις 10 Οκτωβρίου του 2010. Κατατάσσεται στα 10 πιο αξιόλογα σπήλαια της Ελλάδας, ενώ από άποψη φυσικών χρωματισμών έχει αξιολογηθεί ως το τρίτο ωραιότερο της Ευρώπης!