“Πριν από πολλούς αιώνες η μεγάλη σπηλιά που βρίσκεται πριν από το μοναστήρι της Μαυριώτισσας ήταν χρυσορυχείο και το φύλαγε άγρυπνα ένας δράκος που ανέπνεε και έβγαζε από το στόμα του φλόγες και δηλητηριασμένους ατμούς. ΄Υστερα από το κτίσιμο της Καστοριάς (Η΄ ή Ι΄αιώνας ) ο πρώτος βασιλιάς ο Κάστωρ, θέλοντας να διασκεδάσει τον φιλοξενούμενο αδελφό του Πολυδεύκη και τον πεθερό του Κέλι ιερέα του θεού Πανός, απεκάλυψε το τεράστιο αυτό σπήλαιο. Η παρουσία όμως του δράκου τούς εμπόδιζε την προσέγγιση στη σπηλιά. Τότε ο βασιλιάς υπεσχέθη μεγάλα δώρα σ’ αυτόν που θα σκότωνε το δράκο. ΄Ενας νέος δυνατός παρουσιάστηκε. Επηκολούθησε άγρια πάλη με τον δράκο. Χτυπώντας τον με το κοντάρι του έτρεμαν οι γύρω βράχοι και αναταράζονταν τα νερά της λίμνης. Το τέρας κτυπήθηκε και έπλεε νεκρό επάνω στα νερά της λίμνης. Πανηγύρισαν το γεγονός και ευχαριστίαι ανεπέμφθησαν στον Πάνα. Και κατόπιν με αναμμένους δαυλούς προχώρησαν στη σπηλιά με σκυφτά τα κεφάλια τους για να μην κτυπήσουν τους σταλακτίτες. Το βάθος εκτεινόταν σε χιλιόμετρα και η ατμόσφαιρα γινόταν πνιγηρή από έλειψιν οξυγόνου. Σε ένα μέρος που η σήραγγα στενεύει έσβησαν οι δαυλοί και πηχτό σκοτάδι τούς σφιχταγκάλιασε όλους. Τότε άκουσαν μια απόκοσμη φωνή να λέει : “εκείνος που θα σκύψει να πάρει μια χούφτα της λάσπης που πατάει θα μετανοιώσει. Αλλά και εκείνος που δεν θα πάρει πάλι θα μετανοιώσει”. Οι πιo θαρετοί έσκυψαν και επήραν λάσπη και εγέμισαν τους κόρφους τους. Οι άλλοι φοβήθηκαν και δεν τόλμησαν να πάρουν. ΄Οταν βγήκαν στο φως του ήλιου εκείνοι που κρατούσαν τη λάσπη είδαν με έκπληξη πως κρατούσαν υγρή χρυσόσκονη…”

)