Το Σούλι, μια διευρυμένη ορεινή επικράτεια διαδοχικών βουνών δεν είναι μόνο η Σαμονίβα, ο Αβαρίκος, η Κιάφα και το Κούγκι, ούτε η Σκάλα της Τζαβέλαινας, οι πηγές και ο ρους του Αχέροντα, μα ούτε και το Σούλι καθεαυτό, με τα πηγάδια και τα ερειπωμένα καλύβια των Μποτσαραίων, και των Τζαβελαίων. Είναι κάτι περισσότερο.
Ή μάλλον είναι πολύ περισσότερα, καθώς το Σούλι αποτελείται από μια παραφυάδα κορυφώσεων, λόφων, αυχένων, λιβαδιών, χαραδρών και διακυμάνσεων ορεινής σύστασης που διαγράφουν τον χαρακτήρα της άγριας φύσης.

Ανάβαση στα πέτρινα χωριά των γενναίων
Ποτέ μου δεν περίμενα, έχοντας αποφασίσει τη διάσχιση του μυθικού ποταμού Αχέροντα, να αντικρίσω ύστερα από δυόμιση ώρες πορείας, το Κάστρο της Κιάφας, ανεβαίνοντας το ποτάμι, έτσι όπως αποκαλύφθηκε σε μια ορεινή έπαρση της λάκας του Σουλίου. Αλλά ούτε και ποιά βουνά υψώνονταν, πάνω από την ήσυχη ροή του Αχέροντα, εγνώριζα, όταν ξεκινούσα τη μαγευτική πορεία – διάσχιση του πανέμορφου ποταμιού του Άδη.
Έβλεπα, ειν’ αλήθεια, έναν αξετύλιχτο ιστό από πελώρια γυμνά και παραμορφωμένα σχήματα βουνών, πάνω από το ποτάμι, μα δεν είχα συνειδητοποιήσει πως πατούσα – εκτός από τα νερά του Αχέροντα – και τις παρυφές της φοβερής εκείνης ράχης, που ακούει στο όνομα «Όρη Σουλίου»…
Βρίσκομαι σ’ ένα παραδεισένιο τόπο, εδώ στην έξοδο του Αχέροντα και στα πρόθυρα της Νεκρόπολης. Κάποιος “Ερμής”, από το κοντινό χωριό, που το λένε Γλυκή, νιώθεις πως περιμένει τις ψυχές, μέσα σε τούτο το πανδαιμόνιο της Αχερουσίας λίμνης, να σε πάρει από το χέρι, ξεγελώντας σε, για να σε οδηγήσει μεσ’ από τις πύλες του Άδη, στον Αχέροντα, για τα αιώνια καθέκαστα, όπως τα σατιρίζουν τόσο ο Αριστοφάνης όσο κι ο Λουκιανός.
Όσο ανεβαίνω, το τοπίο αλλάζει. Βαδίζω μέσα σε δάσος βελανιδιάς κι οι κούπες από τους καρπούς θρύβονται απ’ τις πατούσες των βημάτων μου. Τα χρυσόφυλλα του προχωρημένου φθινοπώρου μέσα από τη δασένια φυλλοστρωμνή ανεβάζουν τους ρυθμούς της απαντοχής, καθώς βγαίνεις αναπάντεχα στα πετρόσπιτα της Σαμονίβας. Είναι δε η Σαμονίβα, το πρώτο από τα τέσσερα χωριά της ερειπωμένης λάκκας του Σουλίου. Τραβερσάρω απάνω στον κύριο ορεινό κορμό του λόφου της Κιάφας και σε μισή ώρα ακόμη το καλντερίμι συναντάει ένα χωμάτινο δρόμο. Τα σημάδια μού δείχνουν ότι πρέπει να βαδίσω στο δρόμο και σε διακόσια μέτρα στρίβουν νότια, κατεπάνω στο λόφο της Κιάφας. Εδώ, επάνω σε αυτό το γλυκύτατο διάσελο, υπήρχε στα χρόνια της επανάστασης ο συνοικισμός της Κιάφας. Τώρα ζουν δυό μισόξερα πλατάνια που τα συντροφεύουν τρία μεσαιωνικά πηγάδια κι ένα ψευτο-αμφιθέατρο όπου συνάζονταν οι άντρες για να πάρουν αποφάσεις. Μερικά γερασμένα ερείπια ξεφυτρώνουν αραιά και πού, όπως ετούτο δω το ξεδοντιασμένο σαράϊ του Τζήμα Ζέρβα. Αριστερά και βόρεια κυματίζει η σάρα των Σουλιώτικων βουνών. Στη μέση ξεχωρίζει η σκοτεινή λάκκα και δεξιά από δαύτη υψώνεται η ολόγυμνη κορυφογραμμή του Βούτσι. Νότια και δεξιά μου ανηφορίζει ένα κακοτράχαλο σαρωτικό μονοπάτι, ιδιαίτερα σκληρό και δύσβατο, που ύστερα από είκοσι λεπτά με κορυφώνει στο λοφίο της Κιάφας. Πλαταίνει ο χώρος, άλλος αέρας φυσάει εδωπάνω, γλυκαίνει η θέα. Από μια Πύλη εντυπωσιακή μπαίνω στο περίφημο και εκτεταμένο – αλλά και δυσπρόσιτο Κάστρο των μαχητών του Σουλίου. Απλώνεται μπροστά μου ένα πλατύ μέτωπο πέτρινης ζωής. Λαγούμια, κρυψώνες, μπεντένια, προμαχώνες, αποθήκες, υδραυλικά συστήματα, σκάλες που βγάζουν στις πυργώσεις, ένα τέλειο σύστημα αμυντικής ζώνης. Από την δυτική του όψη το Κάστρο έχει στενωπούς παραθύρων που βλέπουν όλη την πεδιάδα του Αχέροντα. Μπροστά και πέρα από τις πύλες της η βίγλα ετούτη της Κιάφας, ένα βάθρο πανύψηλο στον κόσμο της σκιερής Μνήμης, αγναντεύει τη χλωμή κοιλάδα των αγωνιστών της ελευθερίας. Από μια βουνίσια χούνη, – απεκεί που πέρασε η μια φουρνιά των εξοδούχων Σουλιωτών και κατέληξε στο Ζάλογγο – γίνεται ορατός ο κόλπος του Αμβρακικού. Αλλά και οι λόφοι του Ζαλόγγου φαίνοντ’ από δω.
Παίρνω να κατεβαίνω από το λόφο. Μέσα σε μια δύσβατη λάκκα προς τα ανατολικά, μόλις που διακρίνω τον ερειπωμένο συνοικισμό του Αβαρίκου. Τα άλλα τρία χωριά της λάκκας του Σουλίου είναι η Σαμωνίδα ή Σαμονίβα, η Κιάφα και το Σούλι. Κατηφορίζοντας από την Κιάφα περνάω από μια τεράστια στάνη, ενώ αριστερά μου φαρδαίνει η χαράδρα του Παραπόταμου, που ενώνεται με τον Αχέροντα. Τραβάω ίσια και φτάνω σε μερικά ερείπια και στάνες. Σε μια από αυτές ξεχωρίζει ένα ξεθωριασμένο ράσο. Έχει πλούσια γένια, θροφαντή όψη, αλλά και κόκκινα ζυγωματικά. Με πλησιάζει και μού συστήνεται. Είναι ο παπα – Γιάννης ο Τόκας, μόνιμος κάτοικος Σουλίου, τσοπάνης, κτηνοτρόφος και πραματευτής, μα πού και πού εκτελεί και χρέη ιερέα… Τα φέρνει βόλτα στο άγριο και αφιλόξενο τόπο, μα τώρα τελευταία γίνηκε διάσημος, όπως λέει, χάρη σε κάτι δημοσιογράφους από τη Θεσσαλονίκη, που ήρθαν και τον κινηματογραφήσανε.
Ο παπα – Τόκας είναι ανοιχτόκαρδος, μα όταν ο λόγος πάει στο βουνό, που υψώνεται πάνω από τα κεφάλια μας, είναι υπερβολικός: «Δες εκείνη την κορφή, είναι το Βούτσι, και φτάνει τα 1800 μέτρα. Νά, το μονοπάτι που βγάζει μεσ’ από τη χούνη κι ύστερα τραβάει την κορυφογραμμή». Βέβαια η κορφή των βουνών του Σουλίου δεν ξεπερνάει τα 1550 μέτρα, όπως με συμβουλεύουν οι χάρτες μου, αλλά δεν πειράζει, τάχουν αυτά οι ντόπιοι, μάθαν να υπολογίζουν με τα δικά τους μέτρα…
Τον αφήνω και συνεχίζω για το ιστορικό κέντρο του Σουλίου. Στην πλατεία του χωριού, δίπλα από το κεντρικό ταβερνείο – καφενέ, σε ένα μεγάλο καταπράσινο αλώνι, ξεδιπλώνεται το λιβάδι των πηγαδιών. Το κτίριο της Κοινότητας, καινούργιο, αλφαδιασμένο, πέτρινο κομψοτέχνημα, το μνημείο των μαχητών του Σουλίου και λίγο ψηλότερα οι αλλεπάλληλες πέτρινες θημωνιές – που είναι πηγάδια κι έχουν περίεργη σύνθεση. Υψώνω το βλέμμα και αντικρίζω τα σωζόμενα ερείπια μιας πολυάνθρωπης τάξης ορεσείβιων μαχητών. Σε ολόκληρη την πλαγιά, ακριβώς κάτω από την κορφογραμμή του περήφανου ορεινού όγκου, αν το μάτι θελήσει να ασκηθεί προσεχτικά, θα εντοπίσει δεκάδες μισογκρεμισμένα χτίσματα, που αποτελούσαν τις αέρινες κατοικιές των Σουλιωτών. (Σήμερα σώζονται σε καλή κατάσταση – ανακαινισμένα – το σπίτι του Κώστα Τζαβέλα (7η γενιά Τζαβελαίων), του Μάρκου Μπότσαρη, του στρατηγού Δαγκλή και η οικία Μπούση). Έχω την αίσθηση ότι εύκολα από κει πάνω έζωναν το βουνό οι πολεμιστές και με όπλο, την παλληκαριά εκείνου, που δεν είχε να χάσει τίποτα, ορμούσαν ως σίφουνες στον αντίπαλο και τον πετσόκοβαν. Ήταν ευκίνητοι, γενναίοι κι αντάρτες, – κι αυτό δεν τους το συχώρεσε ο Αλή – πασάς. Έστειλε μιλιούνια Τουρκαλβανούς, με δεν κατάφεραν τίποτε. Οι απώλειές τους, κάθε φορά που ερχόντουσαν να τούς ξεπαστρέψουν, ήταν συντριπτικά μεγαλύτερες.
Οι Σουλιώτες τελικά συμφώνησαν με το Πασά να φύγουν μόνοι τους, χωρισμένοι σε τέσσερις ομάδες. Υποσχέθηκε ο Πασάς ότι δεν θα τούς πειράξει. Όμως τηράει λόγο ο κατακτητής; 15.000 νοματαίοι, αφού χωρίστηκαν σε πολυπληθείς ομάδες, λάκισαν από το ξεροτράχαλο βουνό τους. Άλλοι κατάφεραν να φτάσουν σε ελεύθερους τόπους, (Κέρκυρα) κάνοντας χρήση δύσβατων μονοπατιών και να σωθούν. Άλλοι πήραν το δρόμο του Ζαλόγγου. Εκεί τούς έφτασαν τα πάνοπλα ασκέρια των Τουρκαλβανών με τη γνωστή συνέχεια. Κι άλλους πρόλαβε η μανία του Πασά κοντά στην Πρέβεζα, και τούς εξολόθρεψε. Χώρια εκεινούς που στρίμωξαν οι Τουρκαλβανοί στο μοναστήρι του Σέλτσου, με συνέπεια οι Σουλιωτοπούλες να πέσουν και να τσακιστούν στα γκρέμια του Αχελώου. Πέντε όμως νοματαίοι, με τον καλόγερο Σαμουήλ, οχυρώθηκαν σε ένα περιτείχισμα, στο Κούγκι, μέσα στο παλιό μοναστηράκι. Αυτοί αρνήθηκαν να φύγουν από το βράχο που έκαμαν πατρίδα τους. (Μην ξεχνάμε πως οι Σουλιώτες ήρθαν από την Αλβανία, ήταν χριστιανοί, αλλά μιλούσαν κι αρβανίτικα και ελληνικά).
Αλλά ας δούμε πώς πάει κανένας στο Κούγκι. Από το κέντρο του χωριού ο δρόμος στρίβει στην πλάτη του βουνού για το Κούγκι. Τον πήρα και σε οκτακόσια μέτρα βρέθηκα στην κορφή ενός οχυρωμένου λόφου όπου και η εκκλησιά του Αγίου Δονάτου. Πίσω από την εκκλησιά φεύγει ένας διάδρομος, σκυρόστρωτος και ασβεστοχρισμένος, που αρχίζει να κατηφορίζει. Καταλήγει σε μια τεράστια αλάνα, που ανοίχτηκε για να παρασταίνεται, την τελευταία Κυριακή κάθε Μάη, το θέατρο της ανατίναξης του Σαμουήλ. Πριν από αυτή την αλάνα έχει κατασκευαστεί ένα πέτρινο αμφιθέατρο, που δέχεται τους επίσημους και το κοινό, στη διάρκεια των γιορτών. Στο βάθος της αλάνας υπάρχει μια δίοδος, που γίνεται ύστερα πετρώδες μονοπάτι. Το βαδίζω προσεχτικά κι αφού διασχίσω ένα όμορφο πουρναρόδασο, βγαίνω σε ένα μικρό διάσελο. Πάνω μου ορθώνεται ένας απότομος βράχος. Είναι το Κούγκι. Αρχίζω κι ανηφορίζω, σε ένα περίτεχνο στρατί, που ύστερα από δέκα λεπτά σκληρό ανήφορο με βγάζει στην φτωχική πύλη του μοναστηριού.
Γεμάτος δέος και με μια μυστήρια φλόγα να με τυλίγει, πλευρίζω το ταπεινό εκκλησάκι της Αγια-Παρασκευής, που ανακατασκευάστηκε το 1963. Ο τόπος είναι ένα καραούλι που ατενίζει όλο τον βραχώδη πλουραλισμό του Σουλίου. Η κορυφή μοιάζει πέτρινο ταμπούρι μαχητικό. Γυροφέρνω τον προμαχώνα. Ψάχνω – καθώς μού είπε ο παπάς – τα ερείπια του Ιερού Βήματος, που έγινε η έκρηξη. Πράγματι έξω από το σημερινό ξωκλήσι αναδεύονται οι μνήμες των ηρωϊκών και γενναίων ψυχών του Σουλίου. Που ταμπουρώθηκαν εδώ πάνω κι είπαν ΟΧΙ στα στίφη των κατακτητών. Μια ταπεινή πινακίδα στο πλάϊ των ερειπίων στέκει, δαρμένη απ’ τις κακοκαιριές, να δείχνει, σε μας τους καιροσκόπους, τη μέρα που τινάχτηκαν στον αέρα οι πέντε γενναίοι Σουλιώτες κι ο Σαμουήλ:
Ήταν 16 του Δεκέμβρη του 1803!
Οκτώβρης του 2007
Β’ ΜΕΡΟΣ
Το βορειοδυτικό Σούλι
Είχα περιηγηθεί τη νοτιοανατολική πλευρά του Σουλίου, αυτή που είναι γνωστή στον πολύ κόσμο, δηλαδή τη Σαμονίβα, το Κάστρο της Κιάφας και το Κούγκι. Τότε είχα εντυπωσιαστεί από το πανώριο κατάγυμνο βουνό που υψώνονταν από πάνω μου και το οποίο αποτελούσε το φυσικό ενδιαίτημα, αλλά και οχυρό των ελεύθερων Σουλιωτών του 18ου αιώνα. Δεν είχα αποτολμήσει να το εξερευνήσω, ούτε καν να σκεφτώ π ώ ς είναι δυνατή μια προσέγγισή του.
Πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια. Το Σούλι, ο άγριος βράχος που κυματίζει ανάμεσα στον Ολύτσικα (Τόμαρο) και τα Ορη της Παραμυθιάς, είναι μια αέρινη, ζαλιστική κορδέλα ορεινών διακυμάνσεων και διαμελισμών, πάνω στην οποία ζούσαν οι ηρωϊκές εκείνες ψυχές που σκαρφαλωμένοι εκεί πάνω, για 200 ίσως και παραπάνω χρόνια, ανάπνεαν τον αέρα της ελευθερίας την ώρα που ο υπόλοιπος “σκυμμένος” πληθυσμός των ραγιάδων ζούσε μες στη σκλαβιά. Δεν είναι εύκολο πράγμα να σχεδιάσεις και να εκτελέσεις ένα οδοιπορικό στα Όρη του Σουλίου. H απόπειρα που έκαμα για να εισέλθω στα πετρωμένα μυστήρια του Σουλίου ήταν μια αρχή, για να μην πω σκέτη ή απλή προσπάθεια, που έμεινε στο βαθμό της απόπειρας…
Στην πρώτη μου προσέγγιση τόλμησα να εισέλθω στα μυστήρια του Σουλίου από την είσοδο του …Αχέροντα. Η πορεία εκείνη και η διάσχιση του νότιου και δυτικού σκέλους του Σουλίου, δεν ήταν παρά ένα ορεκτικό της μεγαλειώδους περιπέτειας των Σουλιωτών και ασφαλώς – η πορεία εκείνη – δεν είχε καμιά σχέση με το βουνό των ηρώων και των μαχητών της ελευθερίας. Και δεν είχε σχέση, γιατί, καθώς βγήκα στα πέτρινα αλώνια του Αυλότοπου και των Κουκουλιών, τότε κατάλαβα πως το Σούλι άρχιζε από κει και πάνω, από τις ψηλότερες δηλαδή πλαγιές και τραβούσε σε ένα μάκρος που ούτε καν φανταζόμουνα πως καταλάμβανε…
Εκείνο τον Μάη αποφάσισα να βγω στο μεϊντάνι του Σουλίου από την άλλη μεριά. Τις πηγές πια του Αχέροντα αλλά και τα ανατολικά αντερείσματα της Σουλιώτικης οροσειράς. Από την Εγνατία βγήκα στην Έξοδο των Τυρίων, επόμενη της Δωδώνης. Ακολουθώντας μια διαδρομή παράλληλα αρχικά με την Εγνατία – έφτασα στο χωριό Ζωτικό. Στο Ζωτικό με κέρδισε μια απρόβλεπτη έκπληξη. Μόλις είχε τελειώσει ο καινούργιος, ασφαλτοστρωμένος δρόμος που ανέβαινε στο κεντρικό οροπέδιο του Σουλίου. Διαρκείς φουρκέτες με ανέβασαν σε πέντε χιλιόμετρα και δέκα λεπτά στο μαγικό Λ ι β ά δ ι των σουλιώτικων υψωμάτων, έναν τόπο συναρπαστικό κι αναπάντεχο. Γρήγορα συνεπώς έφτασα στην αρχή της πρώτης οδοιπορίας μου στα σουλιώτικα βουνά. Οι πληροφορίες μου έλεγαν πως εδώ είχε συναφθεί μια από τις πιο αιματηρές μάχες των Σουλιωτών με τους Τουρκαλβανούς του Αλή Πασά, το 1800. Οι άλλες πληροφορίες – γνώσεις που είχα, έλεγαν πως από εδώ και πάνω – με δυτική και βόρεια κατεύθυνση – άρχιζε η πολύωρη πεζοπορία για την ψηλότερη κορυφή του Σουλίου, τον Αλισό, ύψους 1.615 μέτρων. Αυτό ήταν το πρώτο εγχείρημά μου. Πρέπει όμως πρώτα να σχεδιάσω, στο νου των αναγνωστών, τη γενική μηκοτομή των ορέων του Σουλίου.
O Iωάννης Λαμπρίδης, σε έκδοση του 1899, γράφει πως,
“η ευρύτερη περιοχή του Σουλίου είναι πολύ βραχώδης. Το αντίκλινο του Σουλίου, όπου είναι κτισμένοι οι οικισμοί, σχηματίζει κατά τη γεωλογική μηκοτομή σχετικά επίπεδες επιφάνειες. Ωστόσο το ανάγλυφο του τοπίου στο σύνολό του είναι αρκετά ποικίλο, με συνεχείς κυματισμούς οροσειρών, έντονες καμπύλες και υψομετρικές διαφορές”.
Τα όρη Σουλίου, στην πραγματικότητα είναι ένας επιμήκης ορεινός όγκος, ο οποίος δύσκολα μπορεί να διακριθεί από τα Ορη της Παραμυθιάς. Οι κυριότερες κορυφές, από τα βόρεια προς τα νότια, είναι: Ο Αλισός (η ψηλότερη κορυφή – 1615 μ.), στην οποία θα επιχειρήσω να αναρριχηθώ, η Βριτζάχα (1.540), η κορυφή και το διάσελο Πεζούλια (1.334), το Καστρί (1.336) και ο Αϊ-Δονάτος (1.553 μ.). Ολες αυτές οι κορυφές σχηματίζουν έναν επιμήκη ψηλό, πέτρινο, γυμνό κορμό, με μοναδικό συνδετήρα το οροπέδιο του Λιβαδιού ή Βριτζάχας που βρίσκομαι τώρα. Βορειοδυτικά του κορμού αυτού, με ένα μεγάλο κι εκτεταμένο αυχένα, τα βουνά του Σουλίου συνδέονται με τα Όρη της Παραμυθιάς που πολλοί τα συγχέουν μεταξύ τους νομίζοντας πως όλο αυτό το σύμπλεγμα αποτελεί ενιαίο ορεινό όγκο. Ανατολικά το Σούλι τέμνεται από τη χαράδρα του Αχέροντα, της οποίας αποτελεί όριο, ύψωμα και διακριτή μονάδα. Οι Σουλιώτες ανακάλυψαν τον ιδιότυπο, βραχώδη αλλά και ανεξάρτητο αυτόν ορεινό σχηματισμό περί το 1600 και αποφάσισαν να τον κατοικήσουν, ασχολούμενοι αποκλειστικά και μόνο με τα όπλα και την ελευθερία τους. Μοιάζει τρελό, για εκείνη την εποχή, αλλά δεν είναι παρά ένα τόλμημα και ενδιάθετη τάση ανεξαρτησίας και ελεύθερης ζωής που μόνο οι ήρωες επιχειρούν και πετυχαίνουν. Το όνομα Σούλι το πήραν από μιαν οικογένεια μουσουλμάνων που κατοικούσε στα περίχωρα και λεγόντουσαν Σούλης (Χριστόφορος Περραιβός). Αυτή η οικογένεια αναμίχθηκε με τους χριστιανούς της περιοχής και τελικά, ύστερα από πολύχρονη αλληλοεξόντωση, όσοι απέμειναν, αποτέλεσαν την μπασταρδεμένη και μικτή, φυλετικά, ομάδα των ντόπιων κατοίκων. Βέβαια σήμερα πολλοί αναδέχονται την ερμηνεία του ονόματος από το ομηρικό Σελλοί, που κατοικούσαν στη γύρω περιοχή των Θεσπρωτικών ορέων (ο παρακείμενος Δήμος αναφέρεται ως Δήμος Σελλών), άλλοι από το Θουκυδίδειον Σόλλιον. Ζωντανοί γέροντες του 18ου αιώνα εξιστόρησαν στον Περραιβό τα όσα, από στόμα σε στόμα, είχαν περιέλθει, επί τρεις αιώνες κι επομένως πρέπει να γίνει δεκτή η εκδοχή της ρίζας του Σουλίου, στην αναγωγή του ονόματος της μουσουλμανικής οικογένειας. Αλλωστε μην ξεχνάμε πως οι Σουλιώτες ήταν αρχικά Αρβανίτες μουσουλμάνοι. Επειτα εκχριστιανίστηκαν…
Κάνοντας σαν τρελός, στο οροπέδιο του Λιβαδιού τριγύριζα ψάχνοντας τα αέρινα βήματα των Σουλιωτών. Ετσι σε μια γωνιά έπεσα σε ένα μαρμάρινο βωμό – βάθρο, στο οποίο με λιτό τρόπο αναφέρονταν το περιστατικό της ηρωϊκής νύχτας της 11ης προς τη 12η Ιουνίου του 1800, όταν 300 Σουλιώτες) αντιμετώπισαν 3.000 Τουρκαλβανούς, τους οποίους και διέλυσαν. Την άλλη μέρα το πρωϊ οι Σουλιώτες μέτρησαν διακόσια κουφάρια Τουρκαλβανών, ενώ τούς είχαν μείνει κι αμανάτι και καμιά εκατοστή από δαύτους. Οι υπόλοιποι σκορπίστηκαν δεξιά – αριστερά. Σύνολο νεκρών Σουλιωτών, δ ύ ο! Αυτή ήταν η περίφημη μάχη της Βριτζάχας που έμεινε στην ιστορία ως το αποκορύφωμα της λύσσας του Αλή, και η αιτία να ορκιστεί την καταδίωξη και τον οριστικό αφανισμό, με κάθε τρόπο, από τα βουνά αυτά, των Σουλιωτών
Μάης του 2013
Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ
Σήμερα (25 του Φλεβάρη στο 2021) παίρνουμε με την Άννα για Τρίτη φορά το δρόμο για το Σούλι. Είμαστε υποχρεωμένοι να τα δούμε όλα. Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Στο Σούλι υπάρχει ωραίος δημοτικός ξενώνας, που διαχειρίζεται η οικογένεια Παπαϊωάννου, ο Φώτης και η Βαγγελιώ. Έχουν χαραχτεί κάποιες διαδρομές γύρω και μέσα στο χωριό και είναι πια εύκολο να επισκεφθεί ο ταξιδιώτης ολόκληρη την περιοχή. Αφού περπατήσαμε τις παρυφές του Αχέροντα, τη Σκάλα της Τζαβέλαινας, το μονοπάτι της Κιάφας και τον ανήφορο για το Κούγκι, γυροφέραμε με τη βοήθεια του Φώτη τα μυστικά του χωριού και τελικά πήραμε τον καινούργιο δρόμο από το Σούλι για τον Αυλότοπο και το οροπέδιο της Βριτζάχας, το περίφημο Λιβάδι. Εκεί, τέλη Φλεβάρη, μέσα σε μια πανέμορφη ορεινή λίμνη εγκαταβιούν δεκάδες ελεύθερα άλογα, που σαν τα πετύχεις να χοροπηδούν ή να τριποδίζουν θα νιώσεις πως βλέπεις ταινία εξωτική. Από το Λιβάδι θα κατηφορίσουμε αρκετά χιλιόμετρα έχοντας για προορισμό τις πηγές του Αχέροντα (ένα πολυδύναμο σύστημα πληθωρικών αναβλυσμών) και το εξαιρετικά σπουδαίο μοναστήρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου Σιστρουνίου, που βρίσκεται απέναντι ακριβώς από τη φλέβα του Αχέροντα.
ΣΥΝΟΨΗ – Για να επισκεφτεί όποιος θέλει το Σούλι ή τον Αχέροντα, μπορεί να έρθει από το δρόμο Πρέβεζας – Πάργας και στο Νεκρομαντείο να στρίψει δεξιά για Καναλλάκι. Από κει πρέπει να κατευθυνθεί για το χωριό Γλυκή, που αποτελεί την αφετηρία όλων των διαδρομών.
Αν θέλει να επισκεφτεί μόνο το Σούλι, θα ακολουθήσει το δρόμο για Παραμυθιά και ύστερα από 500 μέτρα θα στρίψει δεξιά για το Σούλι, ανηφορίζοντας ένα πολύ απότομο δρόμο, ώστε να καταλήξει στην καρδιά του Σουλίου μετά από 17,5 χιλιόμετρα. Προσθέστε άλλα τέσσερα για την Κιάφα ή ενάμιση για το Κούγκι.