Ανοίγει ο Κυριάκος τους λεπτομερείς χάρτες, μου δείχνει τον Σμόλικα και δυτικά του τον «Κλέφτη», μια κορυφή στα 1846 μέτρα.
-Εκεί ειν’ ο σημερινός μας προορισμός.
-Μα, δεν βλέπω στο χάρτη κανένα μονοπάτι.
-Ναι, γιατί η ανάβαση του Κλέφτη δεν ανήκει στις διάσημες ορειβατικές διαδρομές. Εκεί όμως θα το βρούμε το μονοπάτι.
Φοράμε κατάλληλα ρούχα και παπούτσια ορειβατικά, παίρνουμε λίγο προσφάι για το βουνό. Την τελευταία στιγμή μπαίνει μέσα ο μπαρμπ Αντρέας, Λαϊστινός αυθεντικός.
-Για πού το βάλατε βρε παιδιά με τα σακίδια και τις γκλίτσες;
-Για το ύψωμα του Κλέφτη.
-Ά, τα ξέρω εκείνα τα λημέρια από παλιά. Χωράω κι εγώ στη συντροφιά;
Έτσι απλά, λοιπόν, μετά τον 90χρονο έφηβο μπαρμπα – Κώστα, προστίθεται άλλος ένας νεαρός 80 ετών αυτός, στη συντροφιά.
-Ποτέ δεν θυμάμαι στις ορειβατικές μου εμπειρίες παρόμοια σύνθεση ομάδας, λέω στον Κυριάκο.
Η ξυλόσομπα στο σαλονάκι μπουμπουνίζει. Ξεχύνεται γύρω της μια ζέστη άγρια, μα γλυκειά, φέρνει στη μνήμη χειμώνες παιδικούς. Σηκώνεται από τον καναπέ του ο μπαρμπα – Κώστας, παίρνει ένα μεγάλο ξύλο και το στριμώχνει στη σόμπα μαζί με τ’ άλλα.
-Αυτό θα κρατήσει λίγες ώρες. Η νύχτα απόψε θα’ ναι παγερή.
Τυλίγεται ο καθένας στις κουβέρτες του. Σβήνουν τα φώτα, ακούγονται οι τελευταίες νυσταγμένες καληνύχτες. Ύστερα πέφτει στο σαλονάκι η σιγαλιά. Ο μόνος ήχος βγαίνει από τη σόμπα, ένα μπουμπουνητό δυναμωμένο κιόλας από το τελευταίο ξύλο, σαν μακρινή, αργόσυρτη βροντή.
Βρισκόμαστε στη Λάϊστα, στο κονάκι του μπαρμπα – Κώστα. Χτισμένο από τα χέρια του πέτρα – πέτρα, στα ψηλώματα του χωριού, αγναντεύει αντίκρυ του τις χιονισμένες ορθοπλαγιές και τα βάραθρα της Τύμφης, την κοψιά της φοβερής Γκαμήλας.
Πάει πολύς καιρός τώρα που με παρακινούσε ο Κυριάκος. Να βρω, επιτέλους, μια Παρασκευή, να παρατήσω κάθε άλλη δουλειά και ν’ ανηφορίσω για τη Λάϊστα, στις ΒΑ εσχατιές του Ζαγοριού. Και να ζήσω εκεί με τους φίλους του, τον μπαρμπα – Κώστα και τον γιο του Μάνθο, μερικές ωραίες, αυθεντικές στιγμές. Και να πεζοπορήσω κιόλας στις γύρω ράχες και κορφές. Παρέα με τον αιώνιο έφηβο, τον μπαρμπα – Κώστα, που φέτος βαδίζει ήδη στα 90. Και χωρίς να είναι από καταγωγή Λαϊστινός, έχει γίνει ο ζωντανός θρύλος του χωριού (1). Απόψε, λοιπόν, βρίσκομαι στη Λάϊστα, μετά από πολλές αναβολές.
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ «ΚΛΕΦΤΗ»
Βαθειά χαράματα, σχεδόν νύχτα ακόμα, έχει ξυπνήσει ο μπαρμπα – Κώστας. Φροντίδα του είναι μη σβήσει η φωτιά, μην ξυπνήσουν οι φίλοι του στο κρύο. Ξημερώνει το πρωινό ηλιόλουστο αλλά παγερό. Στα μέσα του Νοέμβρη, σε υψόμετρο 1.100 περίπου μέτρων, δεν αστειεύεται το κρύο. Μετά την πρωινή τους γυμναστική, πατέρας και γιος, μας ετοιμάζουν το πρωινό. Μέλι ντόπιο, τσάι του βουνού, τυρί και αυγά απ’ το χωριό, εξαιρετικό καφεδάκι ελληνικό.
–Σπάνια έχω πιεί τέτοιο καφέ, λέω στον Μάνθο.
–Δεν είναι τυχαίο, μου απαντάει, θήτευσα ένα διάστημα στο καφενείο του μπαμπά.
Ανοίγει ο Κυριάκος τους λεπτομερείς χάρτες, μου δείχνει τον Σμόλικα και δυτικά του τον «Κλέφτη», μια κορυφή στα 1.846 μέτρα.
–Εκεί ειν’ ο σημερινός μας προορισμός.
-Μα, δεν βλέπω στο χάρτη κανένα μονοπάτι.
-Ναι, γιατί η ανάβαση του Κλέφτη δεν ανήκει στις διάσημες ορειβατικές διαδρομές. Εκεί όμως θα το βρούμε το μονοπάτι.
Φοράμε κατάλληλα ρούχα και παπούτσια, παίρνουμε λίγο προσφάι για το βουνό. Την τελευταία στιγμή μπαίνει μέσα ο μπαρμπα – Αντρέας, Λαϊστινός αυθεντικός.
-Για πού το βάλατε βρε παιδιά με τα σακίδια και τις γκλίτσες;
-Για το ύψωμα του Κλέφτη.
-Ά, τα ξέρω εκείνα τα λημέρια από παλιά. Χωράω κι εγώ στη συντροφιά;
Έτσι απλά, λοιπόν, μετά τον 90χρονο έφηβο μπαρμπα – Κώστα, προστίθεται άλλος ένας νεαρός 80 ετών αυτός, στη συντροφιά.
–Ποτέ δεν θυμάμαι στις ορειβατικές μου εμπειρίες παρόμοια σύνθεση ομάδας, λέω στον Κυριάκο.
–Δεν ξέρω τον Κλέφτη, μου απαντάει, αλλά ξέρω καλά τούτους τους δυό. Είναι κόκκαλα γερά.
Ηλιοχώρι, λοιπόν, Βρυσοχώρι, στα 26.5 χλμ. φαράγγι και καινούργια γέφυρα Αώου. Ανηφορίζουμε για Παλιοσέλλι, για τα χωριά της Λάκκας Αώου. Παντού άσφαλτος πια, πού είναι, πριν 12 χρόνια, οι χωμάτινες περιπέτειες! (ΕΛΛ. ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 7, 1997).
Διασχίζουμε το Ελεύθερο με κατεύθυνση προς Κόνιτσα και 6 χλμ. μετά (45 συνολικά από Λάϊστα) συναντάμε δεξιά χωματόδρομο με πεσμένη μπάρα, που ανηφορίζει προς το βουνό. Μαυρόπευκα, σφενδάμια και λεύκες, Σμόλικας με χιονόλευκη κορυφή, δρόμος δασικός γενικά καλός αλλά και με μεγάλα τμήματα λασπωμένα που οφείλονται στις πρόσφατες βροχές. Στα πλαϊνά του δρόμου ξεπροβάλλουν πού και πού φιγούρες μοναχικές. Κρατάνε καραμπίνες, φοράνε μπότες και στολές παραλλαγής. Όχι, δεν αναβίωσαν τα χρόνια του Εμφυλίου, που 60 χρόνια πριν σημάδεψαν ανεξίτηλα τον Σμόλικα και τον Γράμμο. Είναι μια τυπική φθινοπωριάτικη Κυριακή κι οι μοναχικές αρματωμένες φιγούρες είναι κυνηγοί, που έχουν στήσει καρτέρι στα άγρια γουρούνια του βουνού. Σ’ ένα πλάτωμα, 9.2 χλμ. από την άσφαλτο, σταματάμε. Το αυτοκίνητο παραμερίζεται, σειρά έχουν τα πόδια.
Η ΑΝΑΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΚΛΕΦΤΗ
Αρχίζουμε ν’ ανηφορίζουμε από τα 1.350 μέτρα έναν δασικό δρόμο πολύ δύσβατο για αυτοκίνητα εξαιτίας των βροχών. Μας συντροφεύει ένα ρέμα βουερό, που μερικές φορές διακλαδίζεται στο δρόμο. Δίπλα του ιτιές με φύλλα κιτρινωπά και κάποια σποραδικά κόκκινα σφενδάμια πολύ θεαματικά. Πανταχού παρόντα είναι τα μαυρόπευκα, με εντυπωσιακά υψηλούς κορμούς. Στα 1.400 μέτρα αρχίζουν οι πρώτες οξυές ενώ, 100 μέτρα ψηλότερα, εμφανίζεται το πρώτο ρόμπολο δίπλα σε μαυρόπευκο. Ενδιάμεσα αρχίζουν να παρεμβάλλονται και έλατα. Αληθινή ευτυχία να περνάν διαδοχικά από τα μάτια μας τα κορυφαία δέντρα των ελληνικών βουνών.
Μισή ώρα μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε σε ωραίο ξέφωτο, στα 1.530 μέτρα. Ο χώρος είναι ιδανικός για κατασκήνωση. Έχει όμως και μια ιδιαιτερότητα που σπάνια συναντάει κανείς. Στον ευρύτερο χώρο συνυπάρχουν αρμονικά τα σημαντικότερα είδη δέντρων των μεγάλων υψομέτρων: οι οξυές, τα έλατα, τα μαυρόπευκα και τα ρόμπολα. Το εκπληκτικότερο είναι, ότι τα περισσότερα έχουν πελώριες διαστάσεις, αδύνατον να πει κανείς ποιο είναι το πιο εντυπωσιακό.
Ξανοίγει ξαφνικά ο δυτικός ορίζοντας, εμφανίζεται στο βάθος η χιονισμένη Νεμέρτσικα. Λίγο αργότερα φτάνουμε σε καινούργιο ξέφωτο, στα 1.600 περίπου μέτρα. Είναι μεγάλο, χορταριασμένο και επίπεδο. Έχει πέσει τόση βροχή, που δεν μπόρεσε να την απορροφήσει η γη, σχηματίστηκαν ανάμεσα στα χόρτα και λιμνούλες. Όμορφος τόπος, πολύ ειδυλλιακός, δεν μας πειράζει που τσαλαβουτάμε μέσα στα νερά. Από κεκτημένη ταχύτητα διασχίζουμε κατά τον διαμήκη άξονα το οροπέδιο και μπαίνουμε σε αμιγές δάσος οξυάς. Εκεί αρχίζουμε να προβληματιζόμαστε, ψάχνουμε να βρούμε κάποιο σημάδι, κάποιο μονοπάτι. Μετά από προσπάθειες 15’ αποδεικνύεται μάταιο. Επιστρέφουμε στην αρχή του μονοπατιού κι αρχίζουμε να εξετάζουμε το έδαφος με υπομονή. Εντοπίζουμε τελικά, λοξά δεξιά, και με κατεύθυνση ΒΔ 325ο, μερικούς χαρακτηριστικούς λιθοσωρούς. Τους ακολουθούμε και 100 μέτρα μετά συναντάμε αρκετά ευδιάκριτο μονοπάτι, που εισχωρεί σε δάσος μαυρόπευκων. Μια ήπια, ελικοειδής ανηφόρα μας οδηγεί σ’ ένα 20λεπτο στα 1.700 μέτρα, σε αυχένα με πεύκα και νεαρές οξυές. Εδώ βυθίζονται για πρώτη φορά τα πόδια μας στο χιόνι.
Κάνουμε μια μικρή στάση, κάποιοι έχουμε ιδρώσει, όχι όμως ο μπαρμπ – Αντρέας κι ο μπαρμπα – Κώστας. Τους παρατηρώ καθώς ανηφορίζουν πλάι – πλάι, συντροφικά, με βηματισμό αργό αλλά σταθερό. Φτάνουν κοντά μας σε δυο – τρία λεπτά, αμίλητοι, σοβαροί, παίρνουν κι αυτοί μερικές ανάσες, ακουμπάνε στις γκλίτσες τους.
Με κατεύθυνση Δ ξεκινάμε πια την τελευταία προσπάθεια για την «κατάληψη» του Κλέφτη. Ανηφορική η πορεία, το μονοπάτι χιονισμένο και δυσδιάκριτο. Δεν μοιάζει να είναι πολυσύχναστο κι έτσι εμποδίζεται σε πολλά σημεία από χαμηλά κλαδιά πεύκων και θάμνους. Νά και τα πρώτα υπολείμματα του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, τα ορύγματα, οι θέσεις μάχης, τα συρματοπλέγματα και οι σιδερένιες δοκοί, οι λακκούβες απ’ τις οβίδες. Μάταια προσπαθεί το χιόνι ν’ αποκρύψει τα ίχνη του τριετούς παραλογισμού. Ανηφορίζουμε και σκεφτόμαστε.
Στις 2 το μεσημέρι, 1 ώρα και 30’ από την αναχώρησή μας, φτάνουμε στα 1.846 μέτρα της κορυφής του Κλέφτη, στο τσιμεντένιο κολωνάκι της Γ.Υ.Σ. Όλα τα πρανή γύρω από την κορυφή είναι κατάσπαρτα από χαρακώματα και ορύγματα, που, μερικά μέτρα πιο κάτω, έχουν κρυφτεί από νεαρά δέντρα, έλατα, πεύκα και οξυές, που φύτρωσαν πολύ αργότερα απ’ τα χρόνια του πολέμου. Έτσι γυμνή και ομαλή όπως είναι, η κορυφή μοιάζει πολύ αθώα, πολύ ευάλωτη σε επιτιθέμενο στρατό. Ωστόσο, 60 χρόνια πριν, η πραγματικότητα υπήρξε εντελώς διαφορετική. Την περιγράφει με τρόπο γλαφυρό στο δίτομο έργο του (2) ο καθηγητής ιστορίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης Γιώργος Μαργαρίτης.
«Οι συγκρούσεις γύρω από τον Κλέφτη κράτησαν περίπου 40 μέρες και διεξήχθησαν σύμφωνα με τις γνωστές συνταγές. Επιθέσεις και εγχειρήματα από τον κυβερνητικό στρατό κατά τη διάρκεια της ημέρας, με έντονη χρήση της αεροπορίας και του πυροβολικού, και αντεπιθέσεις και εγχειρήματα του δημοκρατικού στρατού τη νύχτα».
Το τίμημα της κατάληψης του Κλέφτη ήταν βαρύ. Οι συνολικές απώλειες των αντιπάλων από τις 28 Ιουνίου ως τις 2 Αυγούστου 1948 έφτασαν τους 202 νεκρούς και 533 τραυματίες.
«Ο Κλέφτης έμεινε τελικά στα χέρια των δυνάμεων του Εθνικού Στρατού στις 2 Αυγούστου 1948. Η πτώση του σήμαινε την απώλεια του ορεινού όγκου του Σμόλικα για τον Δημοκρατικό Στρατό και το κλείσιμο της οδού επικοινωνίας των Ζαγοριών, μόνου σημείου επαφής με τη νοτιότερη Ελλάδα… Η επίθεση στον κεντρικό Γράμμο μπορούσε πλέον να ξεκινήσει».
Αυτή η πανύψηλη, εντυπωσιακή οροσειρά δεσπόζει στον Β – ΒΔ ορίζοντα με τις διαδοχικές κατάλευκες κορυφές. Λίγο χαμηλότερα, διακρίνονται, σαν λευκές κουκίδες, τα σπίτια της Αετομηλίτσας, του ορεινότερου, μαζί με την Σαμαρίνα, Ελληνικού χωριού. Αφήνω το βλέμμα μου να πλανηθεί στον κοντινό και μακρινό ορίζοντα γύρω από τον Κλέφτη, στις αμέτρητες κορυφές του Ελληνικού βορρά. Με τον Κυριάκο δίπλα μου, να τις ονοματίζει μια – μια με τη σειρά, αισθάνομαι σαν να τις ξέρω όλες από παλιά.
–Είμαστε πολύ τυχεροί, λέει ο μπαρμπα – Κώστας, μέσα Νοέμβρη εδώ πάνω χωρίς κρύο, αέρα ή βροχή.
Από τη στιγμή της ανάβασής μας οι δυο ηλικιωμένοι φίλοι μας παραμένουν όρθιοι δίπλα στο τσιμεντένιο κολωνάκι της κορυφής. Με τα χέρια τους αντήλιο αγναντεύουν τον ορίζοντα, λεν πού και πού καμιά κουβέντα, ποζάρουν αδιαμαρτύρητα στις απαιτήσεις των φωτογράφων. Τους παρατηρώ με συγκίνηση, με απέραντο θαυμασμό. Πολύ θα το’ θελα να φτάσω στην ηλικία τους και να είμαι έτσι.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Οφείλω πολλές ευχαριστίες στον αγαπητό φίλο και συνεργάτη Κυριάκο Παπαγεωργίου, χάρις στις συνεχείς παρακινήσεις του οποίου πραγματοποίησα το ταξίδι στη Λάϊστα και την ανάβαση στον Κλέφτη.
Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον μπαρμπα – Κώστα και τον Μάνθο για την αξέχαστη φιλοξενία τους και τις θαυμάσιες ώρες που περάσαμε μαζί.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΛΑΪΣΤΑΣ
ΑΠΟ ΙΩΑΝΝΙΝΑ: 85 χλμ
ΑΠΟ ΚΟΝΙΤΣΑ: 58 χλμ
ΑΠΟ ΓΕΦΥΡΑ ΑΩΟΥ: 26 χλμ
ΑΠΟ ΒΟΒΟΥΣΑ: 28 χλμ
ΔΙΑΜΟΝΗ
ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΙ ΧΑΡΤΕΣ (ANAVASI)
1.ΓΡΑΜΜΟΣ – ΣΜΟΛΙΚΑΣ – ΒΟΪΟ – ΒΑΣΙΛΙΤΣΑ 1:50.000
2.ΣΜΟΛΙΚΑΣ – ΤΡΑΠΕΖΙΤΣΑ 1:25.000
ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΑΒΑΣΗΣ
Από χωριό ΕΛΕΥΘΕΡΟ, στα 6 χλμ. προς ΚΟΝΙΤΣΑ, ανηφορίζουμε τον χωματόδρομο δεξιά προς το βουνό. Στα 9.2 χλμ. από άσφαλτο βρίσκουμε το σημείο εκκίνησης σε υψόμετρο 1350 μέτρων. (Δυστυχώς δεν καταγράφεται στο χάρτη το συνολικό μήκος αυτής της διαδρομής).
ΥΨΟΜ. ΕΚΚΙΝΗΣΗΣ: 1.350 μ.
ΥΨΟΜ. ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ: 1.846 μ.
ΥΨΟΜΕΤΡΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ: 496 μ.
ΧΡΟΝΟΣ: +- 1.30’
ΚΛΙΣΕΙΣ: Μέτριες έως έντονες
ΠΟΡΕΙΑ: Εύκολη έως αρκετά δύσκολη
ΜΟΝΟΠΑΤΙ: Κατά τόπους όχι ιδιαίτερα ευκρινές
ΣΗΜΑΝΣΗ: Σε στρατηγικά σημεία ασαφής
ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ: Εκπληκτικά δέντρα μαυρόπευκων, έλατων, ρόμπολων και οξυάς, υπέροχα ξέφωτα ιδανικά για κατασκήνωση, καταπληκτική περιμετρική θέα από την κορυφή του Κλέφτη.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Καλό είναι να υπάρχει οδηγός ντόπιος ή έμπειρος ορειβάτης.
(1). «Ο μπαρμπα – Κώστας από τη Λάϊστα, ΕΛΛ. ΠΑΝ. Τεύχος 48, σελ. 18 και επόμ.
(2). Γιώργος Μαργαρίτης, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1946 – 1949», εκδ. «ΒΙΒΛΙΟΡΑΜΑ», ΑΘΗΝΑ 2006 (τόμος 2, σελ. 64 και επόμ.)