Η Σκύρος δεν χρειάζεται να πασχίσει για να μας κερδίσει, μας εντυπωσιάζει στη στιγμή. Αγναντεύουμε απέναντί μας τον φοβερό βράχο στην κορυφή του λόφου, τα λευκά μικρόσπιτα στην πλαγιά και πιο κάτω, την ειρηνική αμμουδιά με τα ήρεμα νερά. Μια τέλεια αντίθεση δομημένου και φυσικού περιβάλλοντος έχουμε μπροστά μας. Η περιήγηση προοιωνίζεται συναρπαστική.
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ
Οι πρώτες εγκαταστάσεις
Μια εκτεταμένη και επίπεδη παραλία απλώνεται νωχελικά στην ανατολική ακτογραμμή του νησιού. Είναι η αμμουδερή παραλία του Γιαλού στην οποία έχει αναπτυχθεί ο πασίγνωστος, τουριστικός οικισμός των «Μαγαζιών». Στα μακρινά εκείνα χρόνια της δημιουργίας της Σκύρου η φύση αποφάσισε, να διακόψει την μονότονη παρουσία της απέραντης αμμουδιάς. «Φύτεψε» λοιπόν, κάποια βράχια στην ακτή και, λίγο πιο πάνω, όρθωσε έναν τριγωνικό λόφο, μοναχικό. Τον θωράκισε στην ανατολική και νότια πλευρά με απρόσιτους, κατακόρυφους γκρεμούς και του ‘δωσε ένα μπόι 187 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Έτσι, για να μπορεί από εκεί ψηλά να παρατηρεί και να εντοπίζει φίλους και εχθρούς, ιδιαίτερα αυτούς.
Κάπως έτσι θα μπορούσε να ήταν μια μυθική δημιουργία του βράχινου λόφου, πάνω στον οποίο υφίσταται μια ακρόπολη περίπου από το 1000 π.χ., δηλαδή στην αρχή της εποχής του Σιδήρου. Από τότε, η κατοίκηση σ’ αυτό τον χώρο υπήρξε αδιάκοπη.
Είναι πιθανόν, ότι σ’ αυτή την οχυρή θέση βρισκόταν το ανάκτορο του βασιλιά Λυκομήδη.
Γύρω από τα τέλη του 5ου π.χ. αι. τειχίζονται οι πλαγιές του λόφου, ίσως πάνω σε αρχαιότερο τείχος. Οι εργασίες τείχισης συμπληρώθηκαν και κατά τον επόμενο, τον 4ο αι. π.Χ. Από εκείνη την περίοδο διατηρήθηκε στο Δ τμήμα ο «Πύργος», στο Β ο «Παλιόπυργος» και στο Α οι πύργοι του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Παρασκευής. Από αυτό τον τελευταίο πύργο ένας βραχίονας του τείχους κατεβαίνει προς την θάλασσα. Συμπερασματικά, η περιοχή του Κάστρου κατοικήθηκε από την νεολιθική περίοδο, μέχρι και τους τελευταίους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους και βέβαια, συνεχίζει τη ζωή της και μέχρι σήμερα.
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ
Πολύ σημαντική εξέλιξη στην ιστορική διαδρομή του Κάστρου υπήρξε, η ανέγερση του Επισκοπικού Ναού της Κοιμήσεως Θεοτόκου και της Μονής του Αγίου Γεωργίου, το 895 και το 960 μ.Χ. Ωστόσο, τα σπουδαία αυτά μνημεία της Ορθοδοξίας, χτισμένα στα υψίπεδα του λόφου, παρέμειναν για 15 περίπου χρόνια έξω από τις δυνατότητες επίσκεψης του κοινού. Αιτία υπήρξε ο ισχυρός σεισμός της 26ης Ιουλίου του 2001. Τα χαράματα της μέρας εκείνης μια ισχυρή σεισμική δόνηση(5) προκάλεσε μεγάλες ζημιές στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου αλλά και ρωγμές σε 600 περίπου σπίτια της Χώρας.
Το σοκ που υπέστησαν οι κάτοικοι της Σκύρου από τον σοβαρό «τραυματισμό» του μοναστηριού τους υπήρξε τρομερό. Είναι πασίγνωστη η προαιώνια αγάπη των Σκυριανών για τον πολιούχο τους Άγιο Γεώργιο, όπως άλλωστε αποτυπώνεται στο ακόλουθο τετράστιχο: « Αη Γιώργη αφέντη μου
Μεγάλο τ’ όνομά σου
Φύλλο δεν πέφτει από δεντρί
χωρίς το θέλημά σου.
Αμέσως, για λόγους ασφαλείας, απαγορεύθηκε η πρόσβαση στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου και κατ’ επέκταση, στον Επισκοπικό Ναό και στην Ακρόπολη του Κάστρου(6).
Στη συνέχεια ξεκίνησαν οι χρονοβόρες μελέτες και οι εργασίες αποκατάστασης. Έτσι οι Σκυριανοί αλλά και οι χιλιάδες επισκέπτες στερήθηκαν την δυνατότητα να επισκέπτονται και να παρακολουθούν τη λειτουργία στο μοναστήρι. Τελικά, 14 σχεδόν χρόνια μετά, τελέσθηκε ο πρώτος εσπερινός με παρουσία πλήθους κόσμου και πολλών Ελλήνων και ξένων επισήμων. Ήταν 23 Απριλίου του 2015. Την ημέρα εκείνη, ακριβώς 100 χρόνια πριν, – κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου- είχε αφήσει την τελευταία του πνοή, στα ανοιχτά του όρμου «Τρεις Μπούκες», ο φιλέλληνας ποιητής και ανθυπολοχαγός του Αγγλικού Ναυτικού RUPERT BROOK.
ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Μετά την μακρόχρονη απαγόρευση βρισκόμαστε για πρώτη φορά μπροστά στην πύλη που θα μας οδηγήσει στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου και στα ενδότερα του Κάστρου. Γύρω από την πύλη η τοιχοποιία διατηρείται σε μεγάλο ύψος και άριστη κατάσταση. Η κατασκευή της είναι ισχυρή δεν έχει όμως παντού την ίδια μορφή.
Έτσι, με λίγη προσοχή διαπιστώνουμε ότι η τοιχοποιία στα δυτικά της πύλης αποτελείται από λαξευτούς ασβεστόλιθους και πωρόλιθους με ενδιάμεσους πλίνθους. Τα χαρακτηριστικά αυτά αποτελούν απόδειξη ότι το χτίσιμο έχει γίνει σε περίοδο Βυζαντινή.
Διαφορετική είναι η όψη του τείχους στα ανατολικά της πύλης. Εδώ απουσιάζουν τελείως οι πλίνθοι, ενώ οι πέτρες είναι ακατέργαστες και μικρές. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αυτή η τοιχοποιία έχει προστεθεί κατά τους ενετικούς χρόνους, ως επισκευή από σεισμούς.
Δύο περίπου μέτρα πάνω από την πύλη και ενσωματωμένος μέσα στην βυζαντινή τοιχοποιία, βρίσκεται ένας λέων από λευκό μάρμαρο. Κατά μία άποψη είναι ο Λέων του Αγίου Μάρκου, έμβλημα της Ενετικής κατοχής. Ωστόσο, πιθανότερο είναι, ότι ο λέων αποτελεί έμβλημα των κληρούχων Αθηναίων, που εγκαταστάθηκαν το 475 π.χ. από τον Κίμωνα, είναι δηλαδή αρχαιοελληνικός.
Από την πύλη εισχωρούμε στο εσωτερικό του μοναστηριού μ’ ένα ανηφορικό, παμπάλαιο λιθόστρωτο. Μερικά μέτρα μετά συναντάμε στ’ αριστερά μας ένα σιδερένιο καπάκι, που καλύπτει ένα πελώριο, υπόγειο πιθάρι. Σ’ αυτό το πιθάρι μπαίνει κρασί που κάθε χρόνο, στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου, μοιράζεται στους πιστούς. Σύμφωνα με τον Κώστα Φαλτάϊτς(7), ο ναός του Αγίου Γεωργίου – όπως άλλωστε συνέβαινε συνηθέστατα στα χρόνια του Βυζαντίου – χτίσθηκε πιθανότατα πάνω στα γκρεμισμένα ερείπια ιερού, αφιερωμένου στον θεό Βάκχο. Σ’ αυτή τη σχέση ίσως οφείλεται η καθιέρωση και διατήρηση του εθίμου με το κρασί στο πιθάρι του μοναστηριού.
Ανηφορίζουμε με σκάλες στον αύλειο χώρο και στην συνέχεια εισχωρούμε στον ναό του Αγίου Γεωργίου. Είναι μικρών διαστάσεων ναός, σταυροειδής με τρούλλο. Από τους τέσσερις κίονές του, οι τρεις είναι βυζαντινής περιόδου, από μάρμαρο. Ο τέταρτος είναι από γρανίτη και φέρει κορινθιακό κιονόκρανο που έχει αποσπασθεί από την αρχική ακρόπολη. Οι λίγες τοιχογραφίες που σώζονται είναι οπωσδήποτε, μεταγενέστερες των αρχικών. Εντυπωσιακό είναι το δάπεδο, που αποτελείται από μεγάλες μαρμάρινες πλάκες, με την επιφάνεια του λειασμένη από τα αναρίθμητα πόδια των πιστών στην διάρκεια των αιώνων.
Εξαιρετικής τέχνης είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο. Η πρωτοτυπία του οφείλεται στο ότι φέρει δύο εικόνες του Αγ. Γεωργίου. Η μία απεικονίζει τον Άγιο έφιππο, όπως συνήθως, ενώ η άλλη όρθιο και με μαύρο πρόσωπο. Ο καβαλάρης Άγιος Γεώργιος θεωρείται ο πιο πιστός φύλακας της περιουσίας της μονής, που τιμωρεί αυστηρά όσους επιχειρούν να την βλάψουν. Η εικόνα του όρθιου Αγίου Γεωργίου, εξ άλλου, θεωρείται από τους Σκυριανούς θαυματουργή. Κατά την παράδοση, στα χρόνια της Εικονομαχίας(8) ξέφυγε από την οργή των εικονομάχων και ένας πιστός την μετέφερε στην Σκύρο. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, την εικόνα του έφιππου Αγίου έφεραν τα κύματα του Αιγαίου από το Βυζάντιο στην Σκύρο.
Η ακριβής χρονολογία ανέγερσης της Μονής δεν προκύπτει από γραπτές πηγές. Κατά τον Δ. Παπαγεωργίου, μια πιθανή περίοδος οικοδομήσεως είναι πριν από την επισκευή των τειχών της Ακροπόλεως, το 1354, από τους Ενετούς γιατί, κατά την περιτείχιση εκείνη είχε συμπεριληφθεί εντός των τειχών και η Μονή.
Η παράδοση, εξ άλλου υποστηρίζει, ότι η Μονή ιδρύθηκε το 960 μ.Χ. από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, όταν από την Κωνσταντινούπολη κατευθύνετο στην Κρήτη για να την απελευθερώσει από τους Σαρακινούς. Κοντά στη Σκύρο, ο στόλος αντιμετώπισε σφοδρή τρικυμία και ο Νικηφόρος Φωκάς αποβίβασε στο νησί τον άρρωστο φίλο του Αθανάσιο τον Αθωνίτη, ιδρυτή της Μονής Μεγίστης Λαύρας. Ο Αθανάσιος ασκήτεψε σε σπήλαιο στην απόκρημνη ανατολική πλαγιά της ακροπόλεως(9).
Επιστρέφοντας ο Αυτοκράτορας νικητής από την Κρήτη έδωσε χρήματα για να ανεγερθεί στην Σκύρο μοναστήρι, δολοφονήθηκε όμως και οι εργασίες ανεστάλησαν επί εξαετία. Η οικοδόμηση ολοκληρώθηκε από τον Αυτοκράτορα Τσιμισκή, γι αυτό και όταν γίνεται λειτουργία στον Άγιο Γεώργιο τον Σκυριανό, μνημονεύονται ως κτήτορες και οι δύο Βυζαντινοί Αυτοκράτορες. Τον 15ο αιώνα η Μονή Αγίου Γεωργίου αποτέλεσε μετόχι της Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους.
Κατά την παραμονή μας στον ναό, έχουμε την τύχη να γνωρίσουμε και να συζητήσουμε με τον γέροντα Γερόντιο, αφοσιωμένο Ηγούμενο της Μονής από το 1993. Γεννημένος στην Ορμύλια Χαλκιδικής ο Γερόντιος, αποφοίτησε από το Λύκειο Πολυγύρου και, σε ηλικία 17 ετών, επισκέφθηκε για πρώτη φορά τον Άγιο Όρος. Έκτοτε, η ζωή του είναι αφιερωμένη στην Ορθοδοξία. Έτσι, στο Άγιο Όρος σπούδασε για οχτώ χρόνια και αποφοίτησε από την Εκκλησιαστική Ακαδημία. Για άλλα πέντε χρόνια συνέχισε τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, όπου χειροτονήθηκε από τον Μητροπολίτη, Αρχιμανδρίτης. Εδώ και 24 χρόνια ο Γερόντιος είναι ο Ηγούμενος της Μονής αλλά και εφημέριος της φημισμένης εκκλησίας της Αρχοντοπαναγιάς. Είναι σεβαστός σ’ όλο το νησί και ψυχή της Μονής του Αγίου Γεωργίου αφού, εκτός από τα ιερατικά και ποιμαντικά του καθήκοντα ασχολείται και φροντίζει για τα πάντα στο μοναστήρι.
ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ
Έρχεται η στιγμή να επισκεφθούμε το υψηλότερο σημείο του Κάστρου, εκεί όπου βρίσκεται η Ακρόπολη της Σκύρου. Αμέσως μετά τον ναό του Αγίου Γεωργίου διασχίζουμε ένα ανηφορικό και παμπάλαιο λιθόστρωτο δρομάκι με κατεύθυνση προς τον νότο. Το δρομάκι περνάει κάτω από θολωτή στοά μήκους 20 περίπου μέτρων και συνεχίζει σε μονοπάτι.
Σε δύο λεπτά το μονοπάτι μάς οδηγεί στην άκρη του υψιπέδου, που στο πέρασμα των αιώνων υπήρξε κατοικία Δολόπων και Πελασγών, πόλη και ακρόπολη Αθηναίων κληρούχων, βυζαντινών και Ενετών. Ένα επιβλητικό, αν και βαριά ερειπωμένο κτίσμα, δεσπόζει μπροστά μας. Είναι ο περίφημος Επισκοπικός Ναός, τρίκλιτη βασιλική αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη βρίσκονται κατάσπαρτα μέσα και γύρω από τον ναό.
Χτισμένο το 895 μ.Χ. το μνημείο κατεστράφη από μεγάλο σεισμό που έπληξε την Σκύρο στις 9 Απριλίου του 1841. Για την οικοδόμηση του ναού ο Δ. Παπαγεωργίου αναφέρει, ότι αν δεν διέτρεχε τον κίνδυνο να θεωρηθεί τολμηρός θα υποστήριζε, ότι ο ναός εθεμελιώθη πάνω σε αρχαιότερο ναό και μάλιστα της θεάς Αθηνάς.
Ανηφορίζοντας λίγο ακόμη, μετά την Επισκοπή, φτάνουμε γρήγορα στο ανώτερο σημείο της Ακρόπολης. Εδώ, σε υψόμετρο 187μ., επιβάλλεται με τον τετραγωνισμένο του όγκο, άλλο ένα ογκώδες μνημείο. Είναι η Μεσαιωνική Δεξαμενή ή «Σκοτεινή Φυλακή» όπως αποκαλείται τοπικά. Η δεξαμενή αυτή είναι η μεγαλύτερη από τις τρεις που -συνολικά- βρίσκονται στο κάστρο. (Οι άλλες δύο βρίσκονται στην ανατολική και δυτική πλευρά).
Το κτίσμα έχει μεγάλες διαστάσεις 14,80 Χ 9,20 μ., ενώ το μέγιστο ύψος στην ΝΔ γωνία φτάνει τα 7 μέτρα. Η κατασκευή είναι ισχυρότατη, με τοίχους που έχουν πάχος από 1,60 έως 2 μέτρα. Το εσωτερικό του κτιρίου χωρίζεται, κατά μήκος, σε δύο καμαροσκέπαστα διαμερίσματα με μια κεντρική οξυκόρυφη τοιχοστοιχία η οποία εδράζεται σε ισχυρούς πεσσούς. (11) Οι εσωτερικές επιφάνειες του κτιρίου – περιλαμβανομένου και του δαπέδου- καλύπτονται από υδραυλικό κονίαμα, στοιχείο αδιάψευστο για την χρήση του οικοδομήματος ως δεξαμενής.
Η αρχική μορφή του μνημείου πρέπει να ήταν αυτή ενός διώροφου τουλάχιστον πύργου, του οποίου ο δεύτερος όροφος θα λειτουργούσε πιθανόν ως κατοικία, ενώ το ισόγειο ως δεξαμενή. Τα οξυκόρυφα τόξα της δεξαμενής οδηγούν στην χρονολόγησή της στην περίοδο της Φραγκοκρατίας – Ενετοκρατίας (13ος – 15ος αιώνας).
Θαυμάζουμε την εξαιρετική τοιχοδομία της δεξαμενής, από συνδυασμό λαξευτών ασβεστόλιθων και πωρόλιθων και ύστερα περιδιαβαίνουμε τον συνολικό χώρο του Κάστρου. Δίπλα στην δεξαμενή αστράφτουν ολόλευκα στον ήλιο, τρία ξωκκλήσια. Είναι αφιερωμένα στους Τρεις Ιεράρχες: τον Γρηγόριο, τον Βασίλειο και τον Χρυσόστομο.
Υπολείμματα οχύρωσης, διατηρούνται στο πέρασμα των αιώνων. Χαρακτηριστικά είναι τα κατάλοιπα μερικών ερειπωμένων μικρόσπιτων, με ξερολιθιές που μόλις ξεχωρίζουν στα βραχώδη πρανή. Τα καλύτερα διατηρημένα είναι ενσωματωμένα στην ανατολική τοιχοποιία της δεξαμενής. Τα σπιτάκια αυτά είναι οι λεγόμενοι «προβακάδες» Χρησιμοποιούντο από τους κατοίκους ως αποθηκευτικοί χώροι τροφίμων και άλλων πολυτίμων αντικειμένων αλλά και ως καταφύγιο για προστασία από τις επιδρομές Αρβανιτών και πειρατών.
Από κάθε σημείο της Ακρόπολης το αγνάντεμα στο πέλαγος, στα ακρογιάλια και στις στεριές της Σκύρου είναι συνταρακτικό. Ιδιαίτερα θεαματική προς τα βόρεια είναι η κάτοψη της νωχελικής αμμουδιάς των Μαγαζιών, του Μώλου και των Πουριών. Εξίσου εντυπωσιακή είναι και η κάτοψη των εκατοντάδων σφιχτοχτισμένων μικρόσπιτων, που αποτελούν τον οικιστικό ιστό της Χώρας. Και δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε την γλαφυρή περιγραφή του Γιάννη Κιουρτσάκη(12), που παρομοίαζε το χωριό με μια «συμπαγή κυψέλη από κυβικά σπιτάκια, εκκλησάκια, καμάρες, τρούλους κωνικούς, μια κυψέλη ακουμπισμένη εκεί, ανάμεσα γης και ουρανού, ανάμεσα στον απόκρημνο βράχο του κάστρου και στις ήμερες πλαγιές των αντίπερα βουνών».
Αρκετά διαφορετικά έχει περιγράψει το Κάστρο της Σκύρου ο Ζαν Μπλο, (13) ως τον «επιβλητικό βράχο που εμφανίζεται σκεπασμένος με τα άσπρα του σπίτια, όπως τα λιβάδια μέσα στα βουνά μοιάζουν σκεπασμένα με τις άσπρες τους προβατίνες».
Στο σύνολό τους οι σκεπές αποτελούνται από «δώμα», ένα ταρατσάκι δηλαδή, που σήμερα είναι σκεπασμένο με τσιμέντο. Άλλοτε, το παραδοσιακό υλικό κάλυψης της στέγης ήταν το μαυρόχωμα, το πασίγνωστο «μελάγκι»,(14) που έπαψε εδώ και μισό αιώνα να χρησιμοποιείται από τους Σκυριανούς.
Η ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ
Καθώς παρατηρώ, το Κάστρο της Σκύρου, αναρωτιέμαι ποια είναι η ωραιότερη πλευρά. Ντόπιοι και επισκέπτες θα ψήφιζαν σίγουρα την δυτική και βορεινή πλευρά: αυτές είναι οι πιο προσιτές και φιλικές. Τα αγριοκάτσικα, οι αναρριχητές και οι αετοί, είμαι βέβαιος, ότι θα ενθουσιάζονταν με τις δύο άλλες, απόκρημνες πλευρές: την νότια και την ανατολική. Μα, υπάρχουν και κάποιοι, που θα έμεναν αναποφάσιστοι: οι φωτογράφοι! Πού πρώτα να στρέψουν το φακό τους; Με ποια κριτήρια να επιλέξουν με ποια να αποκλείσουν; Γι αυτούς, κάθε όψη του βράχου έχει τη δική της ταυτότητα, τη δική της δυναμική: άλλοτε ιλιγγιώδη και αβυσαλέα κι άλλοτε ειδυλλιακή και φιλική.
Σε ποια, λοιπόν, πλευρά του βράχου να δώσει κάποιος το έπαθλο της «καλλίστης»; Ας αφήσουμε αναπάντητο το ερώτημα. Έτσι κι αλλιώς, ο Βράχος της Σκύρου είναι ένα γεωλογικό θαύμα που δημιούργησε σε στιγμές μεγάλης έμπνευσης και δημιουργικότητας η φύση. Αυτό το δώρο της φύσης στον τόπο τους αξιοποίησαν με τον καλύτερο τρόπο οι Σκυριανοί. Που διακόσμησαν τον γυμνό, δύστροπο βράχο με λεπτές, επιδέξιες πινελιές: τα ολόλευκα μικρόσπιτα που σκαρφάλωσαν το ένα δίπλα στο άλλο, σε κάθε τετραγωνικό μέτρο της πολύτιμης γης. Μιας γης όμως δύσκολης και απαιτητικής, με σκαλοπάτια, ανηφοριές και κατηφοριές, εχθρική για τους αμάθητους, τους καμπίσιους, τους υπέρβαρους και τους καπνιστές. Για όλους αυτούς, η περιδιάβαση στη χώρα ισοδυναμεί με μια δοκιμασία, που μεγαλώνει όσο πιο ψηλά ανηφορίζει κανείς. Ας οπλιστούμε, λοιπόν, με υπομονή και κουράγιο, ας πάρουμε μερικές βαθιές ανάσες και ας ξεκινήσουμε το οδοιπορικό μας στην Χώρα της Σκύρου: μια από τις γραφικότερες και πιο συναρπαστικές, που μπορούμε να συναντήσουμε σε ελληνικό νησί.
Παρά τις έντονες κλίσεις του εδάφους και την ισχυρή αμφιθεατρικότητα, η Χώρα της Σκύρου έχει πολύ περισσότερες προσβάσεις από όσες θα περίμενε κανείς. Πρόχειρα μπορώ να σκεφτώ τουλάχιστον πεντέξι εισόδους, από κάθε σημείο του ορίζοντα, από όπου μπορεί κάποιος να προσεγγίσει την Χώρα με αυτοκίνητο. Κάπου βέβαια, είναι υποχρεωμένος να βρει χώρο στάθμευσης για το αυτοκίνητο (κάτι αρκετά δύσκολο, ιδιαίτερα την θερινή περίοδο) και να συνεχίσει με τα πόδια.
Η πιο κλασσική και συνηθισμένη πρόσβαση, που μας οδηγεί στο εμπορικό κέντρο της Χώρας, είναι από τα Ν-ΝΔ. Με αυτοκίνητο ή με τα πόδια, ο λιθόστρωτος ανηφορικός δρόμος φτάνει σε ελάχιστα λεπτά, στην κεντρική Πλατεία Ηρώων, όπου βρίσκεται και το Δημαρχείο της Σκύρου. Ευρύχωρη πλατεία, με ανοιχτή περιμετρική θέα, καφέ, ταβερνάκια και ποικίλα εμπορικά μαγαζιά. Ένας ζωντανός και ευχάριστος χώρος συγκέντρωσης και επαφών ντόπιων και ξένων, κάθε ηλικίας.
Με αργό, ξεκούραστο βήμα ανηφορίζουμε ελαφρά τον κεντρικό δρόμο της Αγοράς. Εδώ δεν έχουν θέση τα αυτοκίνητα. Είναι πολύ ευπρόσδεκτη η ανυπαρξία καυσαερίων και μηχανικών θορύβων. Έχουμε την δυνατότητα να βαδίζουμε σ’ όλο το πλάτος του δρόμου, με τον ρυθμό και τις στάσεις που εμείς επιθυμούμε, χωρίς το άγχος κάποιου τροχοφόρου. Είν’ ένας ήσυχος περίπατος, με ήρεμους ανθρώπους, που χαιρετιούνται φιλικά με τα μικρά τους ονόματα, αφού όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Μόνον στις μικρές κοινωνίες μπορούμε ακόμη να συναντάμε ανθρώπινες συνθήκες ζωής περασμένων εποχών.
Μετά την πλατεία οι κυβόλιθοι στον ηλεκτρικό δρόμο τερματίζουν, αρχίζει το παλιό καλντερίμι με την φαιόχρωμη σκληρή σκυριανή πέτρα. Λίγο πιο πάνω διχάζεται ο δρόμος. Λοξά αριστερά στενεύει και χαμηλώνει προς την παραλία και τα «Μαγαζιά». (άλλη μια πρόσβαση προς την Χώρα). Το κεντρικό δίκτυο συνεχίζει ανηφορικά προς τον Άη-Γιώργη και την περίφημη «Μεγάλη Στράτα». Είναι ο δρόμος που οδηγεί στην λεγόμενη «Αρχοντογειτονιά», στην «Συνοικία των Αρχόντων». Εδώ πρέπει να επισημάνουμε, ότι παρά την μεγάλη κοινωνικότητα που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους οι Σκυριανοί, δεν είχαν αποφύγει να διατηρήσουν τις κοινωνικές διακρίσεις, που παραδοσιακά υπήρχαν στο νησί. Οι διακρίσεις αυτές είναι εμφανείς στην διάρθρωση του οικισμού σε τρεις βασικές συνοικίες. Κάθε μία απ’ αυτές κατοικείται κατά κανόνα από ανθρώπους της ίδιας κοινωνικής τάξης. Κριτήρια για τον καθορισμό των κοινωνικών βαθμίδων ήταν το κύριο επάγγελμα, η κυριότητα της γης και, βεβαίως, η καταγωγή.
Πρώτη, λοιπόν, στη σειρά, κοντά στο Κάστρο, είναι η Συνοικία των Αρχόντων. Κάτοικοί της ήταν οι προύχοντες, πρώτοι στην ιεραρχία της κοινωνίας της Σκύρου. Αυτοί ήταν – και σε μικρότερη κλίμακα εξακολουθούν να είναι – ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων γης, που μπορεί να είναι είτε καλλιεργήσιμη είτε δασική είτε βοσκοτόπια. Το κύριο εισόδημά τους προήρχετο από το ενοίκιο που εισέπρατταν από τους κολλήγους ενοικιαστές. Τα χαρακτηριστικά αυτής της συνοικίας, στα μάτια ενός ντόπιου ή προσεκτικού παρατηρητή είναι ακόμη και σήμερα διακριτά.
Αμέσως χαμηλότερα από την Συνοικία των Αρχόντων είναι η λεγόμενη «Συνοικία των Ποιμένων». Στην Σκύρο οι ποιμένες θεωρούνταν δεύτεροι σε κοινωνική προβολή και οικονομική ισχύ. Έχουν κοπάδια από πρόβατα και γίδια, συνήθως όμως τους λείπουν τα βοσκοτόπια, τα οποία νοικιάζουν – αναγκαστικά – από τους Άρχοντες.
Τρίτη στη σειρά του οικισμού και πιο απομακρυσμένη από το Κάστρο είναι η «Συνοικία των Γεωργών». Οι γεωργοί ήταν φτωχότεροι απ’ όλους και θεωρούνταν τελευταίοι στην κοινωνική ιεραρχία. Είτε είχαν στην κατοχή τους ένα μικρό κομμάτι γης είτε ήταν ακτήμονες, δεν είχαν δηλαδή καθόλου ιδιόκτητη γη. Αυτοί ονομάζονταν «κολλήγοι» και για να επιβιώσουν ήταν υποχρεωμένοι να νοικιάζουν καλλιεργήσιμη γη από τους μεγάλους ιδιοκτήτες.
Εν τω μεταξύ, η μεγάλη στενότητα χώρου στον επικλινή οικισμό αλλά και τα ακίνητα που, παραδοσιακά, δίνονταν ως προίκα, είχαν ως αποτέλεσμα την μείωση του αριθμού των διαθέσιμων οικιών. Για να αντιμετωπίσουν αυτή την έλλειψη στις κατοικίες, υποχρεώθηκαν οι Σκυριανοί να προσθέσουν ορόφους στις κατοικίες, δημιουργώντας έτσι μια μορφή οριζόντιας ιδιοκτησίας, η είσοδος της οποίας ήταν συνήθως από τον δρόμο.
Συνεχίζουμε τον ευχάριστο περίπατό μας σε φαρδιά, πλακόστρωτα σκαλοπάτια, συναντάμε το εκκλησάκι της Αγίας Άννας, σπίτια σφιχταγκαλιασμένα, με στέρνα δίπλα στην εξώπορτα, με πλακόστρωτα πεζουλάκια και εξωτερικές πέτρινες σκάλες. Απρόσμενα εμφανίζεται ένα τμήμα αρχαίου τείχους με κυκλώπεια τοιχοδομία, που δημιουργεί τόσο χτυπητή αντίθεση με τα λευκά, σύγχρονα μικρόσπιτα. Απίθανα στενορρύμια, με πλάτος που μόλις φτάνει το ένα μέτρο, τέμνουν κάθε λίγο την Μεγάλη Στράτα, προσθέτουν γραφικότητα και όψη λαβυρίνθου στον οικισμό.
Οι αυλές – και ιδιαίτερα οι μεγάλες – γενικά απουσιάζουν. Πού και πού εμφανίζεται κάποια γλάστρα, μικρή χρωματιστή πινελιά στην συνολική κυριαρχία του λευκού. Μια μικροσκοπική πλατειούλα, σε αντίθεση με το μέγεθός της, φιλοξενεί μια αιωνόβια ακακία. Να και το σπίτι, όπου γεννήθηκε ο Σκυριανός Αρχαιολόγος Ιωάννης Παπαδημητρίου (1904-1963). Μια πρόσχαρη παρεούλα λιάζεται σ’ ένα λιλιπούτειο μπαλκονάκι. Συναντάμε στο διάβα μας το «Ευρύχωρον», ένα μαγαζούδι κατάφορτο με αναρίθμητα μπιχλιμπίδια. Οι διαστάσεις του είναι τόσο μικροσκοπικές, που μόνον από το χιούμορ του ιδιοκτήτη του προκύπτει η ονομασία «Ευρύχωρον».
Μεγαλύτερο – αλλά όχι και τεράστιο – είναι το μαγαζί του Παύλου. Βιβλία, χαρτικά, ψιλικά και παιχνίδια, τσιγάρα και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, καταλαμβάνουν κάθε τετραγωνικό εκατοστό στις προθήκες και στα ράφια του μαγαζιού. Πασίγνωστο και κοσμαγάπητο σ’ όλη την Σκύρο το μαγαζί του Παύλου, διεκδικεί ένα ανεπανάληπτο ρεκόρ: είναι ανοιχτό 365 μέρες το χρόνο για την εξυπηρέτηση κάθε μικροανάγκης των Σκυριανών.
Στα δίσεκτα χρόνια, οι 365 μέρες γίνονται 366, συμπληρώνει ο Παύλος, που κατέχει άλλο ένα προσωπικό ρεκόρ. Είναι ο μοναδικός άνδρας στην Σκύρο με το όνομα Παύλος!
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΑΝΟΥ ΦΑΛΤΑΪΤΣ
Ένας στενός, πολύ ανηφορικός τσιμεντόδρομος, που αρχίζει από το κεντρικό οδικό δίκτυο, κάτω από την απόκρημνη, ανατολική πλαγιά του Κάστρου, μας οδηγεί ψηλά, στο ΒΑ άκρο της πόλης. Σ’ αυτή την θέση που είναι γνωστή ως «Βιγλατορία του Παλαιόπυργου», βρίσκεται ο μεγαλύτερος πύργος των Πελασγικών Τειχών. Η θέα είναι εκπληκτική στην παραλία των Μαγαζιών και στα κατάβαθα του Αιγαίου.
Εδώ υπάρχουν δυο μουσεία: Το αρχαιολογικό Μουσείο Σκύρου και το ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Μάνου και της Αναστασίας Φαλτάιτς. (Σχετικό αφιέρωμα στο τεύχος 45).
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ RUPERT BROOKE
Μπροστά στα δύο μουσεία και κοντά στο Πελασγικό τείχος υπάρχει μια πλατεία, που αγναντεύει απέναντί της την θάλασσα του Αιγαίου και τον απέραντο ορίζοντα της ανατολής. Στην πλατεία είναι στημένος ορειχάλκινος ανδριάντας που συμβολίζει την αιώνια ποίηση και είναι αφιερωμένος στον Άγγλο ποιητή RUPERT BROOKE. Ο φιλέλληνας ποιητής γεννήθηκε το 1887 στην πόλη RUGBY της Αγγλίας και πέθανε στις 23 Απριλίου 1915 στην Σκύρο, σε ηλικία μόλις 28 ετών.
Με την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Μπρουκ κατετάγη εθελοντής. Η γνωριμία του, μάλιστα, με τον Ουϊνστον Τσώρτσιλ τον παρακίνησε να προτιμήσει το Βασιλικό Ναυτικό, με τον βαθμό του Ανθυποπλοιάρχου. Αρχικά έλαβε μέρος στην μάχη της Αμβέρσας. Αργότερα, συμμετείχε στο Αγγλικό εκστρατευτικό σώμα, που θα έκανε απόβαση στην Καλλίπολη εναντίον των Τούρκων. Δεν πρόλαβε, όμως, να πάρει μέρος σ’ αυτή την αποστολή, γιατί έπαθε σηψαιμία από τσίμπημα μολυσμένου κουνουπιού. Άφησε την τελευταία του πνοή το απόγευμα της 23ης Απριλίου 1915, σ’ ένα γαλλικό πλωτό νοσοκομείο, που ήταν αγκυροβολημένο στον όρμο «Τρεις Μπούκες» του νησιού. Τάφηκε στην σκιά ενός αιωνόβιου ελαιώνα. Το μνημείο του είναι μαρμάρινο και λιτό, δίπλα στην πετρώδη κοίτη μιας ρεματιάς, σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου από την ακτή. Στον τάφο του υπάρχει γραμμένο το πιο γνωστό του ποίημα «Ο Στρατιώτης», που γράφτηκε τους τελευταίους μήνες του 1914.
Ο Rupert Brooke υπήρξε για τους Σκυριανούς μια ιδιαίτερη και πολύ αγαπητή φυσιογνωμία. Στη μνήμη του αφιέρωσαν την Πλατεία Μπρουκ, καθώς και τον ανδριάντα που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρας, που είχε ως μοντέλο του τον χορευτή Αλέξανδρο Ιόλα. Μέλος της διεθνούς επιτροπής που χρηματοδότησε το μνημείο, υπήρξε και ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης. Τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος έγιναν στις 5 Απριλίου 1931. Στην τελετή παρευρέθηκε και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ενώ τον πανηγυρικό εκφώνησε ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός.
ΣΤΗΝ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΟΝΤΩΝ
Για να φτάσει κάποιος στην διάσημη «Αρχοντογειτονιά» και στο Κάστρο διασχίζει – κατά κανόνα – τον δρόμο της Αγοράς, συναντάει αργότερα την «Μεγάλη Στράτα» και φτάνει στην λιλιπούτεια πλατειούλα της «Σαρούς». Εκεί εδρεύει παραδοσιακά το κέντρο της άρχουσας τάξης και της δύναμης του νησιού. Ωστόσο, μπορεί κάποιος να βρεθεί στο ΒΑ άκρο του οικισμού, για επίσκεψη στα δυο μουσεία και στην Πλατεία Μπρουκ. Από το σημείο εκείνο ξεκινάει μια σύντομη και πολύ όμορφη πρόσβαση προς την Γειτονιά των Αρχόντων.
Ακολουθούμε αρχικά την οδό Μπρουκ, ένα παμπάλαιο και φαρδύ, αυθεντικό καλντερίμι, που περνάει μπροστά από την οικία του θρυλικού Αρχαιολόγου της Βεργίνας, Μανώλη Ανδρόνικου.
Όμορφα, λευκά σπίτια, με πορφυρές μπουκαμβίλιες και μικρές αυλές, Εκκλησάκι των Πέντε Μαρτύρων, ανηφορικά λαβυρινθώδη στενά και στη συνέχεια η Οδός του Δημάρχου Ανδρέα Γιαλούρη, η «Μεγάλη Στράτα» των αρχόντων του νησιού.
Δεν αργούμε να φτάσουμε στην μικροσκοπική, ειδυλλιακή πλατειούλα της Σαρούς. Την αρχοντιά της πλατειούλας απεικονίζουν γλαφυρά οι παρακάτω στίχοι: «Εδώ το λένε της Σαρούς, το μέγα μεϊντάνι, που μένουνε οι διαλεχτοί και οι μεγαλουσιάνοι, που βγαίνουν οι αρχόντισσες και κάνουνε σεργιάνι».
Τον χώρο διαφεντεύουν, από αιώνες, τρεις μικρές αλλά κοσμαγάπητες εκκλησούλες. Πρώτη είναι η «Αρχοντοπαναγιά» ή «Παναγιά του Τσελέπη», η Εκκλησιά των κοτζαμπάσηδων. Η εκκλησία είναι του 17ου αιώνα, βυζαντινού ρυθμού με κυλινδρικό τρούλο. Έξω από τον ναό υπάρχει η «αραβδόπετρα» όπου ακουμπούσαν οι γεωργοί και τσομπάνηδες τα ραβδιά τους.
Οι εσωτερικοί τοίχοι του ναού είναι ασβεστοχρισμένοι, δεν είναι δηλαδή διακοσμημένοι, με τοιχογραφίες. Εξαιρετικής τέχνης είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο, με μεγάλη ποικιλία θεμάτων.
Δίπλα βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ευστρατίου ή Ταξιαρχών. Είναι μονόχωρος τρουλαίος ναός, κατάγραφος από τοιχογραφίες του 17ου αιώνα με αρκετές φθορές.
Τρίτη εκκλησούλα είναι η αντικρινή Παναγία του Κ’τσού, ή του Θοδωρή. Η ονομασία «Κ’τσού» στην Σκυριανή διάλεκτο σημαίνει «Κουκιού». Προέρχεται από το έθιμο που υπάρχει στην εκκλησία να προσφέρεται στην γιορτή της, στις 21 Νοεμβρίου, αντί για σιτάρι, βραστά κουκιά, τα «κ’τσά» (15). Σύμφωνα με την ιστορική επιγραφή του άρχοντα Θοδωρή Μποζίκη, η εκκλησία είναι κτίσμα του 1560. Εξαιρετικές είναι και οι τοιχογραφίες, που ανάγονται στον 17ο αιώνα.
Εξαιρετικό κτίσμα στην πλατεία Σαρούς είναι, εκτός από τις τρεις εκκλησίες το «Σκεπαστό σοκάκι», μια θολωτή στοά από λαξευτό πωρόλιθο, που χαρίζει στον επισκέπτη του καλοκαιριού σκιά και πολύτιμη δροσιά.
Κάπου εδώ θα μπορούσαμε να σταματήσουμε την περιήγησή μας και να επιστρέψουμε στην κίνηση και την ζωντάνια της Αγοράς. Εμείς, ωστόσο, αποφασίζουμε να γνωρίσουμε στις λεπτομέρειές τους τα ανατολικά κράσπεδα της Χώρας. Παίρνουμε, λοιπόν, ένα ανηφορικό καλντερίμι και φτάνουμε πολύ γρήγορα στην «Γειτονιά του Κρόκου». Η ανταμοιβή μας είναι ένας ευρύτατος ορίζοντας του Αιγαίου Πελάγους, της ειρηνικής παραλίας των Μαγαζιών και του αντικρινού, αυστηρού ορεινού όγκου του Βουνού. Πολύ κοντά μας διαγράφεται ένα τμήμα του απόκρημνου ανατολικού συγκροτήματος του Βράχου του Κάστρου. Αναρωτιόμαστε αν θα υπήρχε τρόπος να πλησιάσουμε ως εκεί.
Τον τρόπο μάς δείχνει ένα στενό λιθόστρωτο μονοπάτι, που περνάει ανάμεσα από ερειπωμένα μικρόσπιτα. Συναντάμε ένα πλακόστρωτο ταρατσάκι με ανθισμένες ακακίες που ευωδιάζουν. Όμορφα σπίτια, χτισμένα ακριβώς από πάνω, έχουν το προνόμιο μιας ανεμπόδιστης θέας και μάς γαλήνης μοναδικής. Εδώ, όχι μόνον οι μηχανικοί θόρυβοι είναι ανύπαρκτοι αλλά είναι σπάνια ακόμα και τα βήματα των ανθρώπων. Μόνον οι κάτοικοι αυτής της γειτονιάς καθώς και κάποιοι περίεργοι σαν εμάς, διαβαίνουν πού και πού απ’ αυτό το ακριανό και απομονωμένο τμήμα της Χώρας. Αισθανόμαστε μια παράξενη χαρά. Σαν εξερευνητές ενός τόπου, κατοικημένου μεν αλλά τόσο άγνωστου στο ευρύ τουριστικό κοινό.
Περνάμε δίπλα από το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων. Πριν από το εκκλησάκι διχάζεται το μονοπάτι. Το κατηφορικό του τμήμα συναντάει, λίγο πιο κάτω, τον τσιμεντένιο δρόμο που οδηγεί στα μουσεία και στην Πλατεία Μπρουκ. Επιλέγουμε την ανηφορική διαδρομή, που πολύ γρήγορα μετατρέπεται σ’ ένα στενό χωμάτινο μονοπάτι. Δύο νέα εκκλησάκια βρίσκουμε μπροστά μας: τον Άγιο Γεώργιο και την Ευαγγελίστρια. Ήδη, πολύ κοντά ορθώνεται ο κατακόρυφος, συμπαγής βράχος του Κάστρου.
Διεισδύουμε από ένα συρμάτινο πορτάκι και συνεχίζουμε για αρκετές δεκάδες μέτρα στο φρύδι του γκρεμού. Στα κάθετα ασβεστολιθικά τοιχώματα διαγράφονται οι πρώτες βραχοσπηλιές. Αμέσως μετά αποκαλύπτεται ένα πολύ πιο βαθύ κοίλωμα στον Βράχο. Εκεί μέσα ασπρίζει το σπηλαιώδες ξωκκλήσι που έχει αφιερωθεί στην μνήμη του Αγίου Αθανασίου. Είναι το σημείο, όπου κατά την παράδοση ασκήτεψε, πάνω από 1000 χρόνια πριν ο Άγιος Αθανάσιος, όταν τον άφησε στην Σκύρο ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς. Για πρώτη φορά φτάνουμε εδώ. Μέχρι τώρα αντικρύζαμε το εκκλησάκι από τον δρόμο, σαν μια δυσπρόσιτη, λευκή πινελιά. Σήμερα μπορούμε να έχουμε μια ρεαλιστική άποψη της μεγαλειώδους θέας που, καθημερινά απολάμβανε ο Άγιος Αθανάσιος από την σπηλαιώδη του κατοικία. Είναι αδύνατον να συνεχίσει κάποιος πάνω από το εκκλησάκι, πρέπει να είναι αναρριχητής ή πουλί.
Επιστρέφουμε από τις ιλιγγιώδεις άκρες του γκρεμού και συνεχίζουμε πάνω από το εκκλησάκι της Ευαγγελίστριας. Μπαίνουμε σε μια γραφική γειτονιά με λαβυρινθώδη στενά. Επιτέλους χαιρετάμε, εδώ και πολύ ώρα, κάποιον ντόπιο. Πολύ γρήγορα φτάνουμε στην Αγία Τριάδα. Είναι μια παλιά και όμορφη εκκλησούλα, με υπολείμματα τοιχογραφιών και μαρμάρινα μανουάλια. Στ’ αριστερά μας συναντάμε την πλατειούλα «Ημών Χριστοδούλου 2011» και, 100 μέτρα μπροστά μας, βρίσκουμε το τελευταίο τμήμα του παμπάλαιου λιθόστρωτου που οδηγεί στην πύλη του Κάστρου.
Μια ακόμη πλακόστρωτη πλατειούλα, η «Πλατεία Καμαντού», μας υποδέχεται με τα λίθινα παγκάκια της, μας ξεκουράζει και μας προσφέρει μια απαράμιλλη θέα στην παραλία και στον ορίζοντα του πελάγους. Τις ήρεμες στιγμές μας συμπληρώνουν δύο ακόμη εκκλησάκια: του Αγίου Νικολάου και του Αη-Γιάννη. Είναι οι μόνιμοι ειρηνικοί σύντροφοι των περιηγητών είτε στα σοκάκια της Χώρας είτε στις εξοχές του νησιού.