Τα θηλαστικά, στην πολυπληθής Ευρωπαϊκή Ήπειρο, έτειναν πάντα για ευνόητους λόγους να κινούνται τη νύχτα. Στις μέρες μας, συνέπεια της κλιματικής αλλαγής, των πυρκαγιών αλλά και της μείωσης των δασών, τα θηλαστικά της Ευρώπης δέχονται μεγάλη πίεση. Ο σκίουρος, ένα από τα λιγοστά και πιο χαριτωμένα ημερόβια τρωκτικά προσπαθεί να επιβιώσει.
Τα θηλαστικά, στην πολυπληθής Ευρωπαϊκή Ήπειρο, έτειναν πάντα για ευνόητους λόγους να κινούνται τη νύχτα. Στις μέρες μας, συνέπεια της κλιματικής αλλαγής, των πυρκαγιών αλλά και της μείωσης των δασών, τα θηλαστικά της Ευρώπης δέχονται μεγάλη πίεση. Ο σκίουρος, ένα από τα λιγοστά και πιο χαριτωμένα ημερόβια τρωκτικά προσπαθεί να επιβιώσει.
Όταν ήμουνα παιδί, πριν μερικές δεκαετίες, πηγαίναμε σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο στο χωριό μου, τη Δαδιά. Εκεί, με τα άλλα παιδιά, μαζευόμασταν στη βρύση στην άκρη του χωριού. Το “τσάμι”, έτσι λεγόταν η βρύση, ήταν κατάφυτο από πεύκα και εκεί παίζαμε τα καλοκαίρια ως αργά. Ο Σάκης, φίλος και δεινός κυνηγός με σφεντόνα, είχε βάλει στόχο μία οικογένεια από σκίουρους. Εγώ λάτρευα τα πανέμορφα τρωκτικά και σχεδόν πιάστηκα στα χέρια μαζί του όταν χτύπησε ένα από αυτά με τη σφεντόνα. Ευτυχώς το σκιoυράκι είχε μόνο μία πτώση, λίγη ζάλη και σε δευτερόλεπτα ο μικρός σκίουρος έφυγε σκαρφαλώνοντας γρήγορα πάνω στο δέντρο. Για λίγες μέρες, φοβισμένοι, οι σκίουροι κρύβονταν περισσότερο από ό,τι συνήθως. Μετά από κουβέντα με τον φίλο σφεντονιστή, τον έπεισα να τους ταΐζουμε και να τους παρακολουθούμε. Το παιχνίδι του άρεσε τόσο που σχεδόν ημέρεψε τα σκιουράκια, μόλις τον άκουγαν έτρεχαν και έπαιρναν τα μισοσπασμένα καρύδια που τους πρόσφερε. Την επόμενη Κυριακή που πήγα στο χωριό, μου έδειξε την πρόοδο που είχε κάνει. Χαρούμενοι ταΐσαμε τα σκιουράκια και τα χαζεύαμε γελώντας καθώς καυγάδιζαν για τους μεζέδες που τους προσφέραμε. Κάθε φορά που τον συναντώ στο καφενείο του χωριού, ο παλιόφιλος θυμάται την ιστορία με τη σφεντόνα και φυσικά ακόμα πάει με τα παιδιά του και ταΐζει τους φίλους μας. Πάντα πιστοί στο ραντεβού τους τον περιμένουν, τον γητευτή των σκίουρων, όπως τον αποκαλώ, και γελάμε σαν παιδιά.
Ο σκίουρος ή βερβερίτσα είναι ένα μικρό και ευκίνητο τρωκτικό με λεπτό σώμα. Έχει έντονο καφεκόκκινο χρώμα που το χειμώνα εναλλάσσεται σε σκούρο καφέ με γκρίζες ανταύγειες. Το στήθος του είναι λευκό ανεξάρτητου εποχής. Τα αυτιά του τον χειμώνα έχουν φουντίτσες στην άκρη τους, ενώ την ίδια εποχή βγάζει τρίχωμα στα πέλματα, το οποίο χάνει το καλοκαίρι. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, στο οποίο οφείλει και το όνομα του (σκιά και ουρά), είναι η μεγάλη φουντωτή ουρά του που πολλές φορές είναι ίδια σε μήκος με το σώμα του. Τα πισινά του πόδια είναι σχετικά μεγάλα και μπορεί άνετα να κάθεται πάνω τους με τα μικρά μπροστινά να κρατάνε την τροφή του, όπως έναν καρπό, γεγονός που τον καθιστά “ανθρώπινο”. Τα πόδια του εξοπλίζονται με μικρά αλλά δυνατά νύχια κατάλληλα για σκάψιμο στο έδαφος και σκαρφάλωμα σε δέντρα. Η μακριά ουρά παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ισορροπία του ζώου καθώς πηδάει από κλαδί σε κλαδί, αλλά και βοηθά στην προστασία του από το κρύο σαν κουβέρτα. Το μήκος του σκίουρου κυμαίνεται από 18 εώς 24 εκατοστά και το μήκος της ουράς του από 14 εώς 20 εκατοστά, ενώ το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 250 και 350 γραμμαρίων. Έχει δύο ζευγάρια από κοπτήρες, όπως όλα τα τρωκτικά, καλυμμένους με σμάλτο που τους διατηρεί πάντα κοφτερούς, τρίβοντας τα δόντια μεταξύ τους. Οι σκίουροι έχουν εκπληκτική όραση με μεγάλη ικανότητα εστίασης και μεγάλο εύρος κάλυψης του οπτικού πεδίου.
Οι σκίουροι ζούνε κυρίως σε δάση κωνοφόρων και πλατύφυλλων σε σημεία που συνορεύουν με μεικτή βλάστηση από δέντρα, όπως βελανιδιές, σφενδάμια, λεύκες, καρυδιές, καστανιές, φουντουκιές κ.α. Δε φοβούνται να φτιάξουν και αποικίες γύρω από χωριά και οικισμούς, ακόμα και μέσα σε πάρκα, καθώς προσελκύονται από διάφορα καρποφόρα δέντρα που χρησιμοποιούνται σε καλλιέργειες. Δεν μπορούν να χωνέψουν την κυτταρίνη, έτσι η διατροφή τους περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία τροφών, όπως κουκουνάρια, καρύδια, φουντούκια, αμύγδαλα, αγριοκέρασα, βατόμουρα, μύρτιλλα, αγριοφράουλες και άλλα φρούτα του δάσους, αλλά και άνθη, μανιτάρια, έντομα, ακόμη και νεοσσούς ή αυγά πουλιών. Αν η τροφή σπανίζει θα φάει σπόρους από καλλιέργειες, όπως κριθάρι, βρώμη, καλαμπόκι, μήλα, αχλάδια, κ.α. Αποθηκεύουν στο χώμα και στις τρύπες των δέντρων μεγάλες ποσότητες καρπών για να τις χρησιμοποιήσουν σε περίπτωση ανάγκης κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σκίουροι, μαζί με τις κίσσες, θεωρούνται οι μεγαλύτεροι αναδασωτές της φύσης. Η αρχή της άνοιξης είναι η δυσκολότερη περίοδος για τους σκίουρους, καθώς οι θαμμένοι καρποί αρχίζουν να φυτρώνουν και δεν είναι πλέον διαθέσιμοι για τροφή.
Ο σκίουρος είναι ένα μοναχικό, ημερόβιο είδος που βγαίνει από τη φωλιά του μισή ώρα μετά την ανατολή. Είναι πιο δραστήριο περίπου 3 με 4 ώρες μετά την ανατολή και μένει έξω μέχρι και 3 ώρες πριν τη δύση. Η φωλιά τους αποτελείται από κλαδιά και ξερά φύλλα στοιβαγμένα σε ένα σφαιρικό σχήμα με διάμετρο 25-30 εκατοστά, ψηλά πάνω στα δέντρα. Κάθε σκίουρος μπορεί να χρησιμοποιεί περισσότερες από μία φωλιές, ενώ πολλοί κάνουν τις φωλιές τους μέσα σε κουφάλες δέντρων. Οι σκίουροι δεν πέφτουν σε χειμέρια νάρκη, αλλά μπορεί να κάτσουν αρκετές μέρες μέσα στη φωλιά όταν ο καιρός είναι άστατος. Πρόκειται γενικά για ήρεμα ζώα και οι λιγοστοί καυγάδες μεταξύ τους χαρακτηρίζονται από μικρές στριγγλιές και τινάγματα της ουράς. Η ιεραρχία φαίνεται ότι καθορίζεται από τα θηλυκά. Οι ερωτοτροπίες περιλαμβάνουν ένα ξέφρενο παιχνίδι κυνηγητού των θηλυκών από τα αρσενικά. Ζευγαρώνουν κυρίως από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο και γεννάνε δύο φορές τον χρόνο Μάιο και Αύγουστο από 1 εώς 7 μικρά (συνήθως 3). Τα μικρά γίνονται ανεξάρτητα μετά από 4 περίπου μήνες. Τη φροντίδα τους αναλαμβάνουν αποκλειστικά τα θηλυκά, τα οποία και μεταφέρουν τα μικρά τους από φωλιά σε φωλιά σε περίπτωση κινδύνου. Οι σκίουροι ζούνε περίπου επτά χρόνια. Αποτελούν αγαπημένο θήραμα για πολλά ζώα και αρπακτικά πουλιά όπως μπούφοι και χουχουριστές, αλλά και διπλοσάινα, σαΐνια, γερακίνες, κουνάβια, νυφίτσες, αλεπούδες και αγριόγατες.
Μεγαλύτερος κίνδυνος για την επιβίωση τους, όπως έχει αποδειχθεί, είναι η συνύπαρξη του κόκκινου σκίουρου με άλλα ξενικά συγγενικά είδη. Η περίπτωση της εισαγωγής του αμερικάνικου γκρι σκίουρου (Sciurus carolinensis) από την Βόρεια Αμερική στην Αγγλία, αλλά και πιο πρόσφατα στην Ιταλία. Μέσα σε λίγα χρόνια ο γκρι σκίουρος έχει εκτοπίσει το γηγενές είδος κόκκινου σκίουρου, του ίδιου δηλαδή που ζει και στα δικά μας δάση σε σημείο εξαφάνισης. Ο γκρι σκίουρος κουβαλάει έναν θανατηφόρο ιό που αποδεκατίζει τους κόκκινους σκίουρους, ενώ ο ίδιος εμφανίζει ανοσία. Στις μέρες μας δαπανώνται τεράστια ποσά για την προστασία του είδους στις περιοχές που έχουν πληγεί. Πρόκειται για άλλο ένα παράδειγμα της ανεύθυνης συμπεριφοράς πολλών «φιλόζωων» που πιστεύουν ότι κάνουν καλό αν απελευθερώσουν το κατοικίδιο τους, ενώ στην ουσία προκαλούν μεγάλη έως και μη αναστρέψιμη αλλοίωση των βιοτόπων και την εξαφάνιση των γηγενών ειδών.
Όσο λοιπόν εύκολος στην προσέγγιση και στον εντοπισμό, τόσο δύσκολος είναι όταν προσπαθήσεις να τον φωτογραφίσεις. Αεικίνητος, γρήγορος, με οξύτατη όραση, και κινούμενος ψηλά στα δέντρα ανάμεσα από κλαδιά και σκιές, δοκιμάζει και το πιο γρήγορο και ακριβές σύστημα εστίασης μιας φωτογραφικής μηχανής. Κοντά σε μία μικρή φυτεία καρυδιάς και με την πείνα του μικρού φίλου για σύμμαχο, επιτέλους τα κατάφερα. Δύο όμορφες εικόνες, η ανταμοιβή μου. Λατρεύω τα φωτογενή τρωκτικά και ελπίζω να στολίζουν τα δάση μας για πάντα…