Ένα νησί ήσυχο σαν τα καλοκαιρινά μεσημέρια, λευκό κι αστραφτερό σαν τον αφρό των κυμάτων, βαθυγάλαζο σαν τα μουσικά ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, ένα νησί προκλητικά αγνό και ανεπιτήδευτα όμορφο, γι’ αυτό και άκρως ερωτικό, αυτό είναι η Σίκινος. Ο ποιητής του ελληνικού ήλιου και της θάλασσας σ’ αυτό το μικρό, βράχινο κομμάτι των Κυκλάδων ζήτησε να γίνει το εκκλησάκι της Παναγίας της Παντοχαράς που “φύλαγε καλού-κακού για χάρη του στο βορειοδυτικό της ντουλαπάκι το θαλασσάκι”. Τυχαία; Όχι βέβαια. Ό,τι σημαίνει η λέξη “Κυκλάδες” είναι η Σίκινος. Πέτρα και Φως. Ιστορία και Πολιτισμός. Προικιά σπάνια και πολύτιμα που οι κάτοικοι, λιγοστοί σήμερα, τα τιμούν και τα σέβονται και ας είναι οι καιροί χαλεποί και οι Σειρήνες του ευδαιμονισμού και του καταναλωτισμού μαυλιστικές.

)