Λίγο μετά τις εξήμισι το πρωί στα τέλη του Ιούλη ένας ήλιος ερυθρός γεννιέται πίσω από τη γραμμή του ορίζοντα και αρχίζει τη ανηφορική του πορεία στον ουρανό. Τις πρώτες του αδύνατες ακτίνες τις ρίχνει στο Στεφάνι και στο Μύτικα, τις υψηλότερες και πιο διάσημες Ολύμπιες κορυφές. Αμέσως μετά καλημερίζει τον Προφήτη Ηλία και την Τούμπα και τον καμπύλο αυχένα ανάμεσά τους. Στο μισόφωτο της αυγής διακρίνεται εκεί, σαν ανεπαίσθητο μαύρο σημαδάκι, το ορειβατικό καταφύγιο του Γιόσου Αποστολίδη, που, χτισμένο στα 2.760 μέτρα, είναι το υψηλότερο της χώρας. Λίγο αργότερα φωτίζονται μία-μία όλες οι χαοτικές βόρειες ορθοπλαγιές των μεγάλων κορυφών. Πίνουμε τον καφέ μας στον ξύλινο εξώστη και όλες μας οι αισθήσεις συμπυκνώνονται στην όραση, σ’ αυτή την απίστευτη θέα του Ολύμπου απέναντί μας, που με τις φωτοσκιάσεις και πτυχώσεις, μας χαρίζει τον ρεαλισμό και την αμεσότητα κοντινής τρισδιάστατης εικόνας.
Η τοποθεσία «Κεχαγιάς» δεν μας ήταν άγνωστη. Την είχαμε εντοπίσει τρία χρόνια πριν, όταν δημιουργούσαμε το άρθρο για το Ελατοχώρι Πιερίας. Ήταν ένα ξέφωτο ομαλό, δυόμισι χιλιόμετρα πάνω από το Ελατοχώρι, σε υψόμετρο 1050 μέτρων. Τα σύνορα του στα Β και Δ ήταν δάση οξιάς, ενώ στα Α – μερικές μόλις δεκάδες μέτρα μακρύτερα – δάσος δρυός. Όλος ο ΝΑ ορίζοντας ήταν ορθάνοιχτος στην Β όψη του εντυπωσιακού ορεινού όγκου του Ολύμπου.
«Να ένας τόπος μοναδικός για κάποιο ορεινό κατάλυμα – βιγλάτορα του Ολύμπου», είχαμε σχολιάσει τότε. Δεν ήταν έκπληξη λοιπόν, όταν πριν λίγο καιρό πληροφορηθήκαμε την λειτουργία καταλύματος στην τοποθεσία Κεχαγιάς. Η έκπληξη προήλθε από τον τύπο του καταλύματος και τους ανθρώπους που το δημιούργησαν.

)