Απρόβλεπτα θαλάσσια ρεύματα, δυνατοί μαΐστροι, ύπουλοι ύφαλοι και ξέρες ήταν οι επικίνδυνοι εχθροί των πλοίων, που από τα αρχαία χρόνια επιχειρούσαν να διαπλεύσουν τα νερά της Σαπιέντζας. Ήταν – και εξακολουθεί να είναι – δύσκολο το πέρασμα ανάμεσα στη στεριά της Μεθώνης και τις βόρειες άκρες του νησιού. Το αποτέλεσμα είναι τα πολλά ναυάγια που έχουν συμβεί ήδη από τους αρχαίους χρόνους και – σε συνθήκες νηνεμίας – είναι ορατά από την επιφάνεια, διάσπαρτα σε πολλά σημεία του βυθού της περιοχής.
Από τους πρώτους λοιπόν ναυτικούς χάρτες της εποχής της χρήσης του πανιού η Σαπιέντζα αναφέρεται με το σημερινό της όνομα. Η παρουσία του νησιού απέναντι από τη Μεθώνη είναι καταλυτική, αφού με το έντονο ανάγλυφο και τον ορεινό του όγκο φράσσει όλο σχεδόν τον νότιο ορίζοντα, περιορίζοντας σημαντικά τη δράση των νοτιάδων.
«Navigave com Sapientze”, δηλ. «Να ταξιδεύεις με σοφία, με σύνεση». Αυτή ήταν από παλιά η προτροπή των ναυτικών σε όσους ταξίδευαν στις θάλασσες της Σαπιέντζας. Απρόβλεπτα θαλάσσια ρεύματα, δυνατοί μαΐστροι, ύπουλοι ύφαλοι και ξέρες ήταν οι επικίνδυνοι εχθροί των πλοίων, που τα από τα αρχαία χρόνια επιχειρούσαν να διαπλεύσουν τα νερά της Σαπιέντζας. Ήταν – και εξακολουθεί να είναι – δύσκολο το πέρασμα ανάμεσα στη στεριά της Μεθώνης και τις βόρειες ακτές της Σαπιέντζας. Το αποτέλεσμα είναι τα πολλά ναυάγια που έχουν συμβεί ήδη από τους αρχαίους χρόνους και – σε συνθήκες νηνεμίας – είναι ορατά από την επιφάνεια, διάσπαρτα σε πολλά σημεία του βυθού της περιοχής.
Από τους πρώτους λοιπόν ναυτικούς χάρτες της εποχής της χρήσης του πανιού η Σαπιέντζα αναφέρεται με το σημερινό της όνομα. Η παρουσία του νησιού απέναντι από τη Μεθώνη είναι καταλυτική, αφού με το έντονο ανάγλυφο και τον ορεινό του όγκο φράσσει όλο σχεδόν τον νότιο ορίζοντα, περιορίζοντας σημαντικά τη δράση των νοτιάδων. Έτσι η Σαπιέντζα έχει για τη Μεθώνη το ρόλο ενός τεράστιου φυσικού κυματοθραύστη απέναντι στους νοτιάδες, ακριβώς όπως η νήσος Σφακτηρία προστατεύει – σε πολύ μεγαλύτερη βαθμού – τις ακτές της Πύλου από τους δυτικούς ανέμους του Ιονίου. Μόνον ένα στενό άνοιγμα στα νοτιοανατολικά επιτρέπει την ανάπτυξη ισχυρών σορόκων από τα βάθη του Αιγαίου, που ξεσπούν ανεμπόδιστα στις ακτές του κόλπου της Μεθώνης. Από τη πρώτη στιγμή της άφιξής μας στη Μεθώνη μας έχουν εντυπωσιάσει – ένα μόλις μίλι απέναντί μας – οι πτυχώσεις του εδάφους, οι κατάφυτες πλαγιές, το περίγραμμα του ορεινού όγκου με τις κορυφές και τους αυχένες, η βραχώδης ακτογραμμή της Σαπιέντζας. Η επιθυμία μας είναι ισχυρότατη να επισκεφτούμε το νησί και να γνωρίσουμε από κοντά τον φημισμένο του φάρο και τις ιδιαιτερότητες του φυσικού του περιβάλλοντος. Ο άτυπος ταξιδιωτικός μας σύμβουλος στη Μεσσηνία, Τάκης Κατσίρας, αναλαμβάνει σχεδόν αποκλειστικά τη διαδικασία να επισκεφτούμε το νησί με τη συνοδεία των αρμοδιότερων ανθρώπων, που εγγυώνται την όσο το δυνατόν πιο αυθεντική περιήγησή μας στο νησί.
Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗ ΣΑΠΙΕΝΤΖΑ
ΚΑΙ Ο ΠΕΡΊΦΗΜΟΣ ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ
Η μέρα ξημερώνει με ανέφελο ουρανό, όπως άλλωστε όλες οι πρώτες μέρες του Ιουλίου. Ο πρώτος σοβαρός καύσωνας του εφετινού καλοκαιριού – με θερμοκρασίες που ξεπερνούν και τους 40 βαθμούς κελσίου – βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, το πιστοποιεί ο ήλιος από τα πρώιμα κιόλας στάδια της εμφάνισής του.
– Δεν γίνεται σήμερα αντί για την Σαπιέντζα και το επίπεδο της θάλασσας να βρεθούμε σε καμιά ψηλή βουνοκορφή; Λέω στην Άννα, ήδη όμως οι συνταξιδιώτες μας έχουν αρχίσει να συγκεντρώνονται στην παραλία της Μεθώνης. Είναι ο Δρ. Παναγιώτης Μπαζίγος, Διευθυντής Δασών του νομού Μεσσηνίας, ο Κυριάκος Πίκουλας, Δασοπόνος του Δασαρχείου Καλαμάτας, ο Δημήτρης Τριάντος, Δασοφύλακας στην Σαπιέντζα από το 1978 και βέβαια ο Τάκης Κατσίρας, που δεν δίστασε να εγκαταλείψει τις δουλειές του στην Καλαμάτα, προκειμένου να συμμετάσχει σ’ αυτή την περιήγηση.
Στις 8 και 10 ακριβώς αποπλέει από τον τσιμεντένιο μόλο της Μεθώνης το 15μετρο ξύλινο σκαρί «Αγ. Δημήτριος» με τον καπετάν – Φώτη και το γιο του Γιάννη, που κάποιες μέρες της εβδομάδας εκτελούν δρομολόγια στη Σαπιέντζα για λογαριασμό του Δασαρχείου, ενώ τις υπόλοιπες πραγματοποιούν κρουαζιέρες στο νησί με επισκέπτες.
Στα πρώτα λεπτά του ταξιδιού μας τα νερά του κόλπου της Μεθώνης είναι γαλήνια, προστατευμένα από το μεγάλο λιμενοβραχίονα και το ακρωτήρι με το Κάστρο. Αυτή η μεγαλοψυχία του Ποσειδώνα δεν κρατάει για πολύ. Καθώς καβαντζάρουμε τον κάβο μας βρίσκουν οι πρώτες πνοές του μαΐστρου, που καταλήγουν ως εδώ από τα βάθη του Ιονίου. Φτάνοντας στο κέντρο του περάσματος που χωρίζει τη Σαπιέντζα από τη Μεθώνη και παίρνοντας πορεία νοτιοδυτική για τον περίπλου του νησιού από τα δυτικά, ο κλυδωνισμός του σκάφους γίνεται εντονότερος.
Μεγάλα κύματα αρχίζουν να μας χτυπούν άλλοτε στην πλώρη και άλλοτε στα πλαϊνα, έχουμε ξαφνικά την αίσθηση, ότι βρισκόμαστε στο έλεος ενός θαλάσσιου χειμάρρου, που κατρακυλάει με ορμή από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Για αρκετή ώρα έχουμε μια μικρή αλλά πολύ ρεαλιστική εμπειρία από το πασίγνωστο αυτό στους ναυτικούς φαινόμενο του δύστροπου περάσματος της Σαπιέντζας, που έχει στοιχίσει τόσα ναυάγια πλοίων και ανθρώπινες ζωές ήδη από τους αρχαίους χρόνους. Κατά τα άλλα δεν χάνουμε ούτε στιγμή την ευθυμία μας, που γίνεται ακόμα μεγαλύτερη από τις σκωπτικές – αλλά καλοπροαίρετες – παρατηρήσεις του μπάρμπα – Μήτσου του Τριάντου για την ναυτοσύνη με την οποία οι κυβερνήτες του σκάφους αντιμετωπίζουν τα κύματα του Ιονίου.
Παίρνουμε κατεύθυνση προς τα νότια και για πρώτη φορά αποκαλύπτεται στο βάθος, στο νοτιότερο σημείο του νησιού, το πανύψηλο περίγραμμα του περίφημου φάρου της Σαπιέντζας. Για αρκετή ώρα παραπλέουμε τις απόκρημνες δυτικές ακτές, με συνθήκες πλεύσης αισθητά βελτιωμένες, συγκριτικά με αυτές που αντιμετωπίσαμε διαπλέοντας το γεμάτο ρεύματα διαπόρι.
Απόλυτος γνώστης των τοπωνυμίων της ακτογραμμής, ο μπάρμπα – Μήτσος μας ενημερώνει, πως περνάμε ανοιχτά από την τοποθεσία «Σκαλούνια», που οφείλει το όνομά της στη χαρακτηριστική διαμόρφωση των βράχων της ακτής, που μοιάζουν να σχηματίζουν σκαλοπάτια. Λίγο πιο κάτω εμφανίζεται ένας μικρός όρμος, ο μοναδικός τόσο προστατευμένος σ’ όλο αυτό το μεγάλο ανάπτυγμα των δυτικών ακτών.
Αυτός είναι ο όρμος του «Μανέτα», λέει ο μπαρμπά – Μήτσος. Πήρε το όνομά του από έναν ξακουστό πειρατή, που το χρησιμοποιούσε σαν ορμητήριο αλλά και σαν κρησφύγετο για να ξεφεύγει από τους εχθρούς του. Λέγεται ότι η σπηλιά που υπήρχε στον μυχό του όρμου ήταν τόσο μεγάλη, που πρόσφερε αθέατο καταφύγιο στο πλοίο του Μανέτα.
Μετά από λίγο χαμηλώνουν οι απόκρημνες πλαγιές της ακτογραμμής και περνάμε ανοιχτά από τη θέση «Λαιμός», που αποτελεί το στενότερο σημείο του νησιού και που υπάρχουν εγκαταστάσεις δεξαμενής νερού. Ακολουθεί η τοποθεσία «Καράβια», που, όπως μας εξηγεί ο μπαρμπά – Μήτσος, πήρε την ονομασία της, από τα Γερμανικά καράβια που βούλιαζε το θρυλικό υποβρύχιο «Παπανικολής» κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο φάρος της Σαπιέντζας εμφανίζεται απέναντί μας σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Ήδη όμως διακρίνονται και τα ερείπια ενός άλλου φάρου, του «Παλιοφάναρου», πάνω σε ένα από τα δύο νησιάκια που βρίσκονται στο νοτιότερο άκρο της Σαπιέντζας και είναι γνωστά με την ονομασία «Δύο Αδέλφια».
– Εδώ λοιπόν, συνεχίζει ο μπαρμπά – Μήτσος, είχε χτίσει αρχικά ο Άγγλος μηχανικός τον φάρο της Σαπιέντζας κάνοντας λάθος στην τοποθεσία που του είχανε ορίσει. Όταν ο αρχιμηχανικός πήγε να επιθεωρήσει το έργο, του έκανε δριμύτατες παρατηρήσεις για το λάθος του, κάτι που ο μηχανικός δεν μπόρεσε να το αντέξει και από τη λύπη του αυτοκτόνησε. Να όμως και η τοποθεσία «Αλαταριά», απ’ όπου μαζεύουν το αλάτι που συγκεντρώνεται στις μικρές γούρνες των βράχων.
Η δυτική ακτογραμμή τελειώνει, παίρνουμε κατεύθυνση ανατολική και διαπλέουμε το στενό πέρασμα- πλάτους 100 περίπου μέτρων – ανάμεσα στον νοτιότερο κάβο της Σαπιέντζας και στο ένα από τα Δύο Αδέλφια. Αμέσως μετά περνάμε δίπλα και από το δεύτερο νησάκι. Μερικά μίλια ανοιχτά των βραχονησίδων προς τα νοτιοδυτικά βρίσκεται το περίφημο «Φρέαρ των Οινουσσών», μια υποθαλάσσια άβυσσος, που με βάθος 5.121 μ. είναι το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου. Εκεί, σε βάθος 4.200 μ., βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε εξέλιξη το πρωτοποριακό ερευνητικό πρόγραμμα «Νέστωρ», που στοχεύει στην μελέτη των νετρίνων και του παρελθόντος του σύμπαντος και στο οποίο συμμετέχουν Ελληνικά και ξένα ερευνητικά ιδρύματα.
Πολύ γρήγορα ολοκληρώνεται ο περίπλους των νότιων απολήξεων της Σαπιέντζας και παίρνουμε οριστικά βόρεια κατεύθυνση. Εδώ δεν φτάνουν πια οι πνοές του Πουνέντε και του Μαΐστρου από το Ιόνιο, η επιφάνεια της θάλασσας έχει μπουνατσάρει εντελώς. Δεν αργούμε να φτάσουμε στον Όρμο «Πόρτο Λόγγο»,τον πιο προφυλαγμένο όρμο του νησιού, με τις ιχθυοκαλλιέργειες και την νησίδα «Μπόμπα». Αποβιβαζόμαστε στον μικρό ξύλινο μόλο και σε λίγα λεπτά βρισκόμαστε στο παλιό ερειπωμένο τελωνείο και στο ξύλινο οίκημα του Δασαρχείου Καλαμάτας.
Ετοιμαζόμαστε για την ανάβασή μας το φάρο του νησιού, πριν από την αναχώρησή μας όμως ο μπάρμπα – Μήτσος κατευθύνεται σ’ έναν μικρό επίπεδο χώρο στρωμένο με τσιμέντο και διασκορπίζει στην επιφάνειά του μερικές χούφτες από σπόρους καλαμποκιού. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, η παρουσία του γίνεται από τους ενδιαφερόμενους αμέσως αντιληπτή. Έτσι, πριν περάσουν δύο λεπτά, κάνει την διπλή εμφάνισή του μέσα από τους σχοίνους και τις αγριελιές το πρώτο Αγριοπρόβατο Μουφλίου (Ovis ammon). Είναι ένα πανέμορφο αρσενικό ζώο, ένα περήφανο κριάρι, με τα χαρακτηριστικά του κέρατα και τρίχωμα καστανοκόκκινο, που μετά από μερικά δευτερόλεπτα δισταγμού ξεθαρρεύει, σκύβει το κεφάλι και αρχίζει να τρώει καλαμπόκι. Τα αμέσως επόμενα λεπτά αναβάλλεται κάθε πεζοπορική δραστηριότητα προς το φάρο, αφού γινόμαστε μάρτυρες ενός υπέροχου θεάματος. Παρακινημένα από το τολμηρό αρσενικό, ξετρυπώνουν ένα-ένα, αθέατα ως εκείνη τη στιγμή, τουλάχιστον 15 Μουφλόν και ανάμεσά τους μερικά μικρά που χοροπηδούν και βελάζουν χαριτωμένα. Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό όλα συμμετέχουν στο συσσίτιο, χωρίς πια να ενοχλούνται καθόλου από την παρουσία μας. Όλα είναι ζώα φίνα, λεπτεπίλεπτα, με εντυπωσιακή χάρη στις κινήσεις τους. Κάποιες στιγμές τρομάζουν από κάτι, ίσως από κάποια δική μας μετακίνηση. Τότε όλα μαζί σηκώνουν αστραπιαία τα κεφάλια και κάνουν ένα συντονισμένο μικρό πηδηματάκι, έτοιμα για άμεση φυγή. Αμέσως μετά, όταν βεβαιώνονται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, ξαναγυρίζουν στο καλαμπόκι τους. Δίπλα μου ο Παναγιώτης Μπαζίγος το παρομοιάζει με «μέλη του μπαλέτου», που συντονίζουν με θαυμαστή ακρίβεια τις κινήσεις τους ανάλογα με τις επιταγές το αόρατου χαρτογράφου τους, του ενστίκτου. Το καλαμπόκι στο τσιμεντάκι τελειώνει, ένα-ένα τα μουφλόν χάνουν το ενδιαφέρον τους και αρχίζουν να αποχωρούν, επιφυλασσόμενα για το επόμενο συσσίτιο του μπάρμπα-Μήτσου. Είναι ώρα κι εμείς να ξεκινήσουμε την πορεία μας προς το Φάρο.
Πέμπτη 3 Ιουλίου, αν και η ώρα είναι ακόμα πρωινή, αισθανόμαστε από τα πρώτα ανηφορικά μας βήματα την καυτή ανάσα του καύσωνα, που βρίσκεται ήδη στο αποκορύφωμά του σε όλη την Ελλάδα. Το μονοπάτι είναι κακοτράχαλο, ευτυχώς περνάει ανάμεσα από φυλίκια, πουρνάρια, σχοίνους, αγριελιές και ολάνθιστες μυρτιές. Σε κάποια σημεία διακρίνονται ίχνη παλιού καλντεριμιού.
Μια πέρδικα φεύγει από μπροστά μας, ενώ ένας άκακος τυφλίτης σπεύδει με αδέξιο σύρσιμο να προφυλαχτεί ανάμεσα στους θάμνους. Συναντάμε τις πρώτες κουμαριές με άφθονα πράσινα κούμαρα, που είναι αδύνατον να συναντήσει κανείς αυτή την εποχή και σε αυτό το μέγεθος στην βόρεια Ελλάδα. Κι ενώ όλη η ομάδα ποτίζει με τον ιδρώτα της το έδαφος, εμφανίζεται αναπάντεχα μπροστά μας μια όαση απίστευτη. Είναι ένα φυσικό τούνελ, μια αψίδα εκπληκτική, που έχει δημιουργηθεί από πυκνότατες κουμαριές, σχοίνους και φυλίκια και μας καλύπτει με αδιαπέραστη, δροσερή σκιά για μια διαδρομή 100 περίπου μέτρων! Είναι ένας απρόβλεπτος φυσικός σύμμαχος, πριν από το τελευταίο ανηφορικό και κακοτράχαλο τμήμα της διαδρομής. Αμέσως μετά την έξοδό μας από το τούνελ, αποκαλύπτεται απέναντί μας στα ΝΔ το ανώτερο τμήμα του φάρου, σαν ψυχολογικό στήριγμα στην επίπονη πορεία μας. 24 ακριβώς λεπτά μετά την αναχώρησή μας ορθώνεται πάνω από τα κεφάλια μας το επιβλητικό οικοδόμημα του φάρου της Σαπιέντζας.
Χτισμένος το 1885 από Άγγλους τεχνικούς ο φάρος είναι ένα οκταγωνικό κτίσμα έξοχης αρχιτεκτονικής με συνολικό ύψος 18 μέτρων. Η θαυμάσια τοιχοποιΐα του αποτελείται εξ’ ολοκλήρου από πελεκητά αγκωνάρια, όπως πελεκητά είναι και τα φουρούσια στο μπαλκονάκι που σχηματίζεται ψηλά, στο ανώτερο σημείο της λιθινης κατασκευής. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια, από τη συνεχή δράση των ισχυρών ανέμων, κάποια από αυτά τα πέτρινα κομμάτια έχουν αποσπασθεί και καταπέσει στο έδαφος, με αποτέλεσμα να απειλείται όλο το ανώτερο τμήμα με κατάρρευση. Για τη σωτηρία αυτού του τμήματος του ιστορικού οικοδομήματος είναι απαραίτητο να γίνουν επειγόντως εργασίες αποκατάστασης.
Το μεγάλο –πετρόχτιστο επίσης- οικοδόμημα περιλαμβάνει τις εγκαταστάσεις που μέχρι το 1989 εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των φαροφυλάκων που ήταν επιφορτισμένοι με την λειτουργία του φάρου. Δεν λείπει επίσης στην αυλή και η υπόγεια στέρνα για την αποταμίευση του πολύτιμου βρόχινου νερού. Ως το 1989 τα κάτοπτρα του φάρου φωτίζονταν με λάμπες αμιάντου και το φως του φαινόταν από μεγάλη απόσταση, που έφτανε και τα 40 μίλια. Επειδή μάλιστα ο μηχανισμός που τον περιέστρεφε ήταν αργός, αφού χρειάζονταν οχτώ λεπτά για μια πλήρη περιστροφή, συνήθιζαν να λένε πως με το φως του οι γυναίκες από τα γύρω χωριά μπορούσαν ακόμα και να κεντήσουν. Μετά το 1989 ο μηχανισμός του φάρου έγινε αυτόματος χρησιμοποιώντας ενέργεια από τις ηλιακές κυψέλες και η ακτίνα του περιορίστηκε στα 27 μίλια.
75 εσωτερικά πέτρινα σκαλοπάτια οδηγούν στην κορυφή του φάρου, όπου βρίσκονται τα κάτοπτρα και το μικρό πέτρινο μπαλκόνι. Η θέα από το νοτιότερο αυτό σημείο του Ιονίου είναι εκπληκτική. Στα βόρεια εκτείνεται σ’ όλο το ορεινό ανάγλυφο της Σαπιέντζας που αναπτύσσεται από βορρά προς νότο, ενώ στα ανατολικά προβάλλει από την επιφάνεια της θάλασσας η Σχίζα και πίσω το Βενέτικο. Μπροστά από τη Σχίζα μοιάζει να επιπλέει το νησάκι της Αγίας Μαριανής, ενώ στο βάθος του Α-ΒΑ ορίζοντα ορθώνεται η θρυλική πυραμίδα του Ταύγετου, μαζί με τις υπόλοιπες πανύψηλες κορυφές.
Βρίσκουμε για μερικά λεπτά καταφύγιο από τις καυτές ακτίνες του ήλιου στο δυτικό, σκιερό σημείο του φάρου. Εδώ ο δυνατός μαΐστρος είναι δροσερός, απομακρύνει εντελώς την παρουσία του καύσωνα. Κάποτε όμως φτάνει η στιγμή της επιστροφής. Σ’ ένα εικοσάλεπτο βρισκόμαστε και πάλι στην νηνεμία και τις υψηλές θερμοκρασίες του Πόρτο Λόγγο. Στην βραχονησίδα Μπόμπα, που βρίσκεται στην είσοδο του όρμου, αποβιβάστηκε σύμφωνα με την παράδοση ο Απόστολος Παύλος, όταν το πλοίο του έπεσε σε καταιγίδα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς τη Ρώμη. Ο βυθός του όρμου είναι το αιώνιο ησυχαστήριο για πολλά αρχαία ναυάγια, κάποια από τα οποία διακρίνονται μερικές φορές και από την επιφάνεια. Άλλωστε ο όρμος είναι ιστορικός και αποτελούσε το ασφαλές αγκυροβόλιο για κάθε στόλο που έπλεε στα νερά της περιοχής. Εδώ αγκυροβόλησε τον Σεπτέμβριο του 1532 ο Γενονάτης Αντρέα Ντόρια, που απελευθέρωσε τις ακτές της Μεσσηνίας από τους Τούρκους. Στο μοναστήρι του Τάγματος των Βενεδεκτίνων του νησιού υπογράφηκε το 1209 ανάμεσα στον Φράγκο Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουΐνο και τους Βενετούς η Συνθήκη της Σαπιέντζας, που μεταξύ άλλων προέβλεπε την κατοχή του νησιού από τους Βενετούς. Έκτοτε η Σαπιέντζα έγινε θέατρο πολλαπλών πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Βενετούς και Τούρκους αλλά και ανάμεσα στους Τούρκους και τον Ναύαρχο Μιαούλη τον Απρίλιο του 1825.
ΣΤΟ ΥΠΕΡΟΧΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
ΤΗΣ ΣΑΠΙΕΝΤΖΑΣ
Η Σαπιέντζα, μαζί με τις νήσους Σχίλα και Αγία Μαριανή, αποτελεί το σύμπλεγμα των Οινουσσών, που βρίσκεται στο νοτιοδυτικότερο άκρο της Πελοποννήσου, απέναντι από τις ακτές της Μεθώνης. Μέγιστο μήκος 6,5 χλμ από Βορρά προς Νότο και πλάτος που κυμαίνεται από 250 μ. στη θέση Λαιμός μέχρι 2 χλμ. στο βόρειο τμήμα, έχει συνολική έκταση 8500 στρέμματα. Το βόρειο τμήμα είναι και το ορεινότερο του νησιού με τις κορυφές «Λακέρδα» και «Φοβερή», με αντίστοιχα υψόμετρα 224 και 219 μέτρα. Υπάρχουν όμως και τρεις επίπεδες επιφάνειες : η Μαραθόλακκα, η Σπαλτόλακκα και Λαιμός. Τα πετρώματα αποτελούνται από σκληρούς ασβεστόλιθους, κατάσπαρτους, στο χαρακτηριστικό κοκκινωπό χώμα του νησιού.
Έχουν παρατηρηθεί μόνον τρεις εμφανίσεις νερού, στις θέσεις «Αλογονέρι», «Λαιμός» και «Σπηλιά», δεν είναι όμως πόσιμο λόγω αυξημένης αλατότητας. Έτσι η Δασική Υπηρεσία έχει κατασκευάσει για τις ανάγκες ποτισμού των θηραμάτων υδατοδεξαμενές και μία ομβροδεξαμενή.
Το κλίμα της Σαπιέντζας είναι τυπικό μεσογειακό, με απουσία ακραίων θερμοκρασιών το καλοκαίρι και τον χειμώνα. Σπάνια η θερμοκρασία κατεβαίνει κάτω από το μηδέν, ενώ εξίσου σπάνια είναι η εμφάνιση χιονιού. Η κατανομή των βροχών κατά τη διάρκεια του έτους είναι ανομοιόμορφη, με περισσότερες βροχές το χειμώνα και λιγότερες το καλοκαίρι. Αυτό σημαίνει, ότι ολόκληρο το χρόνο μπορεί να λειτουργήσει το νησί με τον χαρακτήρα της δασικής αναψυχής, εκτός από μερικές ημέρες με έντονες βροχοπτώσεις και δυνατούς ανέμους που δυσκολεύουν την προσέγγιση.
Διοικητικά το νησί ανήκει στο Δημοτικό Διαμέρισμα της Μεθώνης, ενώ ιδιοκτησιακά ανήκει στο Δημόσιο, διαχειρίζεται δε από το δασαρχείο Καλαμάτας. Στο παρελθόν εκμεταλλευόταν από ιδιώτες οι οποίοι έβοσκαν γίδια, από το 1970 όμως η Δασική Υπηρεσία με απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας μετέτρεψε τη χρήση του σε Ελεγχόμενη Κυνηγετική Περιοχή, για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Το χαρακτηριστικό όμως της Σαπιέντζας, που αποτελεί πραγματική έκπληξη για τον επισκέπτη, είναι η πλουσιώτατη χλωρίδα της. Όλη σχεδόν η έκταση του νησιού καλύπτεται από αείφυλλα πλατύφυλλα, που σε ορισμένα σημεία έχουν αναπτυχθεί σε τέτοιο ύψος και πυκνότητα, ώστε να σχηματίζουν Υψηλό Παρθένο Δάσος από κουμαριές και φυλίκια που ξεπερνούν και τα 10 μέτρα! Σ’ αυτό συνέβαλε αποφασιστικά και το γεγονός, ότι απουσιάζουν ενδείξεις από πρόσφατη πυρκαγιά, πράγμα που σημαίνει, ότι το νησί δεν έχει καεί τουλάχιστον κατά τα τελευταία 80-90 χρόνια.
Ορισμένα είδη αείφυλλων πλατύφυλλων, που συνήθως απαντούν στην Ελληνική επικράτεια υπό μορφήν θάμνων, όπως η Αριά, η Αγριελιά, η Φυλίκη, η Κουμαριά και ο Σχοίνος, στη Σαπιέντζα εμφανίζονται υπό μορφών Δενδρώδους Βλάστησης.
Αυτές τις ιδιαιτερότητες του νησιού ξεκινάμε να ανακαλύψουμε. Επιβιβαζόμαστε και πάλι στο καΐκι με προορισμό την τοποθεσία «Μαγαζάκια», στις ΒΑ ακτές. Καθώς όμως διασχίζουμε τον όρμο Πόρτο Λόγγο, εμφανίζονται ξαφνικά απέναντί μας στη στεριά μερικά αγριοκάτσικα, που δεν είναι άλλα από τον φημισμένο Κρητικό Αίγαγρο Κρι-κρι (Capra aegagrus). Τα εκπληκτικά αυτά ζώα, που έχουν εισαχθεί εδώ και αρκετά χρόνια στο νησί, κατευθύνονται από την ακτή προς την τσιμεντένια δεξαμενή, που υπάρχει σ’ ένα χαμηλό αυχένα, 200 μέτρα παραπάνω. Δυτυχώς –και παρά τον τηλεφακό της Άννας- η απόσταση είναι απαγορευτική για μια αξιόπιστη φωτογράφηση.
– Και γιατί δεν με βγάζετε για λίγο στην ακτή; Ρωτάει η Άννα.
Η απόφαση λαμβάνεται σε δευτερόλεπτα, ο καπετάνιος ανακοινώνει την πορεία του σκάφους προς σ’ ανοιχτά και μετά από λίγο η Άννα πηδάει στην ακτή συνοδευόμενη από τον μπάρμπα-Μήτσο. Αρχίζουν να κινούνται με προφυλάξεις ανάμεσα από τους θάμνους προς την κατεύθυνση της δεξαμενής. Όλοι οι υπόλοιποι παρακολουθούμε από το πλοίο τις παράλληλες κινήσεις των ανθρώπων και των ζώων. Κάποια στιγμή, που η Άννα έχει πλησιάσει σε ικανοποιητική απόσταση, σηκώνεται πάνω από τους θάμνους και με ισχυρό τηλεφακό φωτογραφίζει τα κρι-κρι, που εκείνη ακριβώς τη στιγμή ανεβαίνουν στο υψηλότερο σημείο της στέρνας. Είναι μια ευχάριστη κατάληξη και μερικά λεπτά αργότερα η Άννα δηλώνει ενθουσιασμένη.
Το ταξίδι συνεχίζεται στις βραχώδεις πάντα ανατολικές ακτές και λίγη ώρα αργότερα αποβιβαζόμαστε στον φαρδύ τσιμεντένιο μόλο, στη θέση «Μαγαζάκια».
– Και τώρα παιδιά, καλό κουράγιο!, λέει εύθυμα ο μπάρμπα-Μήτσος. Εγώ έχω πάει χιλιάδες φορές στις κουμαριές, δεν χρειάζεται να ξαναπάω. Θα σας περιμένω με τους καπεταναίους στην Άμμο, αν βέβαια δεν μας ρίξουν σε καμιά ξέρα.
– Αυτό σημαίνει, πως θα διασχίσουμε τον ορεινό όγκο μέχρι τη βόρεια ακτή; Ρωτάω τον Παναγιώτη Μπαζίγο, με την κρυφή – αλλά μηδαμινή – ελπίδα μιας αρνητικής απάντησης.
– Αυτό ακριβώς σημαίνει, μου απαντάει ο Διευθυντής Δασών χαμογελώντας.
Είναι ένα τέταρτο πριν από τις δώδεκα. Τα Μαγαζάκια φλέγονται από άπνοια, υγρασία και τουλάχιστον 38 βαθμούς υπό σκιάν. Αυτή βέβαια είναι μια θεωρητική θερμοκρασία αφού – παρά την άφθονη βλάστηση με φυλίκια και κουμαριές – σκιά δεν υπάρχει πουθενά στον κακοτράχαλο ανήφορο που ορθώνεται μπροστά μας. Ευτυχώς η Σαπιέντζα δεν είναι Κρήτη, οι διαστάσεις της είναι περιορισμένες. Έτσι σ’ ένα δεκάλεπτο ή εχθρική ανηφόρα τελειώνει, φτάνουμε σε αυχένα με μεγάλο συλλέκτη νερού και ομβροδεξαμενή, που κατασκευάσθηκαν ήδη από το 1972.
Παρά τη ζέστη και τον ιδρώτα η θέα που απλώνεται χαμηλά ολόγυρά μας δεν μας αφήνει ασυγκίνητους. Είναι μια εκτεταμένη βαθυπράσινη κοιλάδα, που συνεχίζεται με την ίδια πυκνότητα βλάστησης ως την κορυφογραμμή του νησιού, στα βόρεια και δυτικά. Το μοναδικό γυμνό σημείο σ’ όλη αυτή την αποθέωση του πράσινου είναι η «Σπαρτόλακκα», μια επίπεδη έκταση 20 σχεδόν στρεμμάτων με χρώμα καφεκόκκινο, που από μια παραξενιά της φύσης έχει παρεμβληθεί στο κέντρο αυτής της ζούγκλας. Το επίπεδο έδαφος της Σπαρτόλακκας είναι σκληρό κάτω από τα πόδια μας και, εκτός από ίχνη αποξηραμένων χόρτων, δεν φιλοξενεί καμιά άλλη μορφή φυτικής ζωής, μοιάζει κυριολεκτικά με έρημο. Σύμφωνα με τους ερευνητές η σκληρή αυτή κρούστα εδάφους οφείλεται σε τεράστιες ποσότητες γύρης, που έχουν συσσωρευθεί από χιλιάδες χρόνια εδώ και αποτελούν την καλύτερη πηγή πληροφοριών για την ηλικία του δάσους.
– Το χειμώνα ωστόσο η Σπαρτόλακκα δεν παρουσιάζει αυτή την εικόνα της ερήμου, συμπληρώνει ο Παναγιώτης Μπαζίγος, όλη η έκταση είναι σκεπασμένη με χλόη καταπράσινη.
Έρχεται όμως η στιγμή να γνωρίσουμε το μοναδικό στη Μεσόγειο «Δάσος Κουμαριάς», που πιστεύεται ότι οι καταβολές του χάνονται στο μακρινό παρελθόν, 10.000 χρόνια πριν! Το Δάσος αυτό κηρύχθηκε το 1986 «Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης».
Διασχίζουμε τη φλεγόμενη Σπαρτόλακκα με κατεύθυνση Ν-ΝΔ και σ’ ένα λεπτό το μικροκλίμα της περιοχής μεταβάλλεται σε απίστευτο βαθμό. Σαν να διαβήκαμε τη διαχωριστική γραμμή κάποιον αόρατου Ισημερινού, νιώθουμε ξαφνικά να μας περιβάλλει μια υπέροχη δροσιά, δημιούργημα της αδιαπέραστης σκιάς που ρίχνουν στο έδαφος τα τεράστια φυλίκια, οι κουμαριές, οι άριες και οι σχοίνοι. Για ένα πεντάλεπτο περίπου διασχίζουμε μια δύσβατη ξεραμένη κοίτη χειμάρρου και αμέσως μετά το έδαφος γίνεται ομαλό και το οπτικό μας πεδίο κυριαρχείται ολόγυρα από το περίφημο Δάσος Κουμαριάς.
Ποτέ στα ταξίδια μας δεν έχουμε συναντήσει κάτι ανάλογο, ποτέ δεν έχουμε βρεθεί μπροστά σε αναρίθμητες υπεραιωνόβιες κουμαριές, κάποιες από τις οποίες ξεπερνούν σε ύψος τα 10-12 μέτρα. Είναι ένα αληθινό θαύμα με το οποίο η Φύση προίκισε τη γη της Σαπιέντζας. Ο Παναγιώτης Μπαζίγος που προπορεύεται σταματάει σ’ ένα μικρό πλάτωμα που περιβάλλεται από εντυπωσιακά δέντρα κουμαριάς. Κάθεται στο μαλακό, σκιερό έδαφος και μας προσκαλεί να καθήσουμε μαζί του.
– Σ’ αυτό το ίδιο ακριβώς σημείο, πριν από οχτώ χρόνια, είχα την ευτυχία να περευρεθώ σ’ ένα μοναδικό υπαίθριο συνέδριο, στο οποίο συμμετείχαν πέντε πανεπιστημιακοί καθηγητές, σπουδαίοι ερευνητές και φυσιολάτρες καθώς και οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι των τοπικών φορέων, με θέμα των ήπια και οικολογική ανάπτυξη και διαχείρηση της Σαπιέντζας. Ήταν μια συνάντηση που – τηρουμένων των αναλογιών – θύμιζε αρχαία φιλοσοφική συγκεντρωση. Άλλωστε η φυσιολατρία και η φυλοσοφία είναι έννοιες που έχουν στενή συγγενική σχέση μεταξύ τους.
Θα μπορούσαμε να παραμείνουμε στο σημείο αυτό όλο το υπόλοιπο διάστημα της μέρας, με τις ωραίες συζητήσεις, τη δροσιά και το αεράκι που σείει τις κορυφές του κουμαριών. Αν και παρατείνουμε όσο μπορούμε τη παραμονή μας, κάποια στιγμή πρέπει να συνεχίσουμε, μας περιμένει ακόμα αρκετός δρόμος ως την Άμμο.
Διασχίζουμε πάλι την διακεκομμένη ζώνη της Σπαρτόλακκας και αρχίζουμε την πορεία προς τα βόρεια, μέσα στο καταμεσήμερο. Το μονοπάτι που διασχίζει το πυκνό, παρθένο δάσος είναι πετρώδες, ανηφορικό και άτσαλο, αληθινή δοκιμασία μετά την όαση και τις γαλήνιες στιγμές στο Δάσος των Κουμαριών. Αμέτρητες αράχνες έχουν παγιδέψει τη διαδρομή με τους ιστούς τους για να μπορούμε να κινούμαστε ανενόχλητα, πάντα κάποιος προηγείται και ανοίγει δίοδο μ’ ένα καλάμι. Μετά από 20 δύσκολα λεπτά ο ανήφορος τελειώνει φτάνουμε στον αυχένα στις ανατολικές υπώρειες της Φοβερής.
– Θάλαττα ! Θάλαττα ! , ακούει ν’ αναφωνεί μπροστά μου : Παναγιώτης Μπαζίγος και αναλογίζομαι πόσο απερίγραπτη πρέπει να ήταν η αγαλλίαση των «Μυρίων», όταν μετά την επική πεζοπορία και τις περιπέτειές τους αντίκρισαν τη θάλασσα.
Ο κατήφορος είναι κακοτράχαλος, ωστόσο είναι το τελικό στάδιο της πορείας μας, που σε λιγότερο από ένα τέταρτο μας οδηγεί στον προορισμό μας. Στο ωραίο ξύλινο κιόσκι του Δασαρχείου μας υποδέχεται ο μπάρμπα-Μήτσος με δροσερό νερό, ενώ ο Αγ. Δημήτριος λικνίζεται δεμένος στην προβλήτα. Στη μικρή, ολόλευκη αμμουδιά της «Άμμου» τα νερά αστράφτουν κάτω από τον ήλιο μ’ αυτό το μοναδικό τυρκουάζ χρώμα που τα κάνει εξωτικά.
– Σαν να βρίσκομαι στο Κουφονήσι, λέει η Άννα και βουτάει στον κρυστάλλινο παράδεισο.
Δεν έχει άδικο. Ήταν εξίσου εξωτικά και τα νερά του Λιβυκού στο Κουφονήσι της Σητείας. Και ήταν το ίδιο επιθυμητά μετά την πολύωρη πορεία μας στα εδάφη του νησιού.
Δεν νιώθω τίποτε να άλλαζε από τότε, μόνον ο τόπος. Τα συναισθήματα παρέμειναν αναλλοίωτα.
Ευχαριστούμε θερμά τον διευθυντή Δασών Μεσσηνίας Δρ. Παν. Μπαζίγο για την ξενάγηση και τη συμβολή του στην επίσκεψη της Σαπιέντζας, τον Δημήτρη ΤΡιάντο για τις πληροφορίες του, τους καπετάνιους του «Αγ. Δημήτριος», τον δασοπόνο Κ. Πιτσούλα και τον φίλο μας Τάκη Κατσίρα για την συνολική του φροντίδα στην οργάνωση του ταξιδιού.
Χρήσιμες Πληροφορίες
Ημερήσιες κρουαζιέρες στην Σαπιέντζα.
Σκάφος Αγ. Δημήτριος : Τηλ. 6973 532754, 6976 235988, 6947 239394