Καλοκαίρι στη Σάμο δεν σημαίνει αποκλειστικά και μόνον παραλίες, που είναι βέβαια, πολλές και εκπληκτικές. Για μια συνολική εικόνα του νησιού πρέπει να πάρουμε και τα ….βουνά. Ανηφορίζουμε, λοιπόν, στα υψίπεδα του Καρνούνη ως τα 1.153μ. ανακαλύπτουμε μέσα στο πυκνό δάσος το σπηλαιώδες ξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννη, γνωρίζουμε τους αγγειοπλάστες και την καλή κουζίνα στους γραφικούς Μανωλάτες και πηγαίνουμε με τα πόδια ως τους Σταυρινήδες.
Ακόμη, εξερευνούμε το «Ποτάμι» με την πλούσια ροή και τις τολμηρές νεαρές κολυμβήτριες και ανηφορίζουμε ως τα ερείπια του Βυζαντινού Κάστρου του «Ποταμού». Και φυσικά δεν παραλείπουμε να βουτήξουμε στα θεϊκά νερά του Μικρού και Μεγάλου Σεϊτανιού.
Απ’ την κορυφή του Κόρακα, στους Φούρνους, φαίνεται τόσο κοντινός. Μόλις μια δρασκελιά πάνω απ’ τη θάλασσα του Αιγαίου. Είναι ο Κέρκης, ο «Κερκετέας» των αρχαίων, ο ορεινός όγκος, που με τα 1.433 μέτρα της κορυφής του, είναι ο ψηλότερος της Σάμου κι από τους ψηλότερους του Αιγαίου.
–Εκεί θέλω ν’ ανεβούμε, λέει η Άννα. Ν’ αγναντέψουμε τους Φούρνους απ’ την κορφή του Κέρκη.
-Δεν θα’ ναι εύκολο, ο Κέρκης είναι ψηλό και απότομο βουνό.
–Κι επιπλέον δεν είναι για καλοκαίρι, μας λένε κάποιοι φίλοι ορειβάτες απ’ τη Σάμο. Ο Κέρκης είναι γυμνός, θα σας φάει η ανάβαση και η ζέστη. Καλύτερα να πάτε στον χαμηλότερο Καρβούνη, που είναι και δασωμένος. Όσο βέβαια εξακολουθεί να είναι μετά τις τόσες πυρκαγιές.
Χαμηλώνουμε λοιπόν τους στόχους μας κι απ’ τα 1.433 μέτρα του Κέρκη, συμβιβαζόμαστε με τα 1.153 του Καρβούνη. Και τότε, παρεμβάλλεται ανάμεσα στους σχεδιασμούς μας, ο Κώστας Καλατζής, γιατρός απ’ το Βαθύ της Σάμου και αφοσιωμένος λάτρης της φύσης του νησιού. Η ζωτικότητά του, παρά τα χρονάκια του, είναι εκπληκτική, αισθανόμαστε δίπλα του τελείως μαλθακοί.
-Δεν θέλω, βέβαια, να σας αλλάξω τα πλάνα. Νομίζω όμως, πως για τα βουνά το καλοκαίρι είναι η πιο μίζερη εποχή.
Και με τούτα τα λόγια μας καλεί στο σπίτι του και μας δείχνει μια σειρά εικόνων του Καρβούνη από το φθινόπωρο και την άνοιξη. Ξεχειλίζει από ζωή και δροσιά το υπέροχο βουνό. Καταπράσινο, αν και βαρειά λαβωμένο απ’ τις φωτιές, με μανιτάρια το φθινόπωρο και την άνοιξη ορχιδέες. Γεμίζουν τα μάτια μας χρώματα, ομορφιά, νιώθουμε την υγρασία του χώματος, την μυρωδιά των μανιταριών, μας σαγηνεύουν οι λεπτεπίλεπτες σιλουέττες των ποικίλων ορχιδεών.
–Αυτές, φίλοι μου, ειν’ εποχές για περιπάτους στον Καρβούνη, καταλήγει ο γιατρός. Ελάτε λοιπόν το φθινόπωρο να μαζέψουμε, να φωτογραφίσουμε και να μαγειρέψουμε μανιτάρια και την άνοιξη ν’ ανακαλύψουμε, να θαυμάσουμε και να φωτογραφίσουμε ορχιδέες.
-Και τώρα εμείς, που προετοιμαστήκαμε ψυχολογικά, να μην πάμε μια βόλτα στον Καρβούνη;
-Και βέβαια να πάτε, για να διαπιστώσετε κιόλας την ορθότητα των λόγων μου. Όταν όμως τελειώσετε με τα βουνά, σας περιμένω για μια περιπλάνηση στα παράλια. Δεν θα το μετανιώσετε.
ΣΤΑ ΥΨΙΠΕΔΑ ΤΟΥ ΚΑΡΒΟΥΝΗ
Πριν πάρουμε τις ανηφοριές για τον Καρβούνη, ρίχνουμε μια βουτιά στο Ποτοκάκι. Είναι η πιο εκτεταμένη αμμουδερή παραλία της Σάμου, δίπλα στο Πυθαγόρειο. Ο ήλιος δεν έχει βγεί ακόμα, είμαστε ολομόναχοι. Τα νερά είναι πολύ δροσερά και σκοτεινά. Όχι για πολύ. Καθώς αναδύεται από τα βουνά της Μικρασίας ο κόκκινος δίσκος, τα χρώματα της θάλασσας ζωηρεύουν, παίρνουν εκείνη την γαλαζοπράσινη διαφάνεια, που τα κάνει τόσο ελκυστικά.
Αναζωογονημένοι μετά την ακινησία της νύχτας ξεκινάμε για τον Καρβούνη, τον εκτεταμένο ορεινό όγκο, που δεσπόζει στο κέντρο της Σάμου. Από τον ωραίο οικισμό του Πύργου κατευθυνόμαστε βόρεια, προς το Μεσόγειο και το Πάνδροσο. Τα περίφημα αμπέλια των πλαγιών του Καρβούνη εμφανίζονται ήδη πυκνοφυτεμένα και βαθυπράσινα.
Μετά το Μεσόγειο και πριν από το Πάνδροσο, συναντάμε το ξωκκλήσι του Αγ. Νεκτάριου. Εδώ στρίβουμε αριστερά προς τον Προφητηλία, στην ομώνυμη κορυφή. Ο καλός, σχετικά, δασικός δρόμος ανηφορίζει ανάμεσα από πλαγιές, κατάφυτες κάποτε με απέραντα δάση τραχείας και μαύρης πεύκης. Στις φοβερές πυρκαγιές του Ιουλίου του 2000 αναρίθμητα πεύκα έχουν καεί. Υπάρχει, ωστόσο, και μια αχτίδα αισιοδοξίας σ’ αυτό το βαρειά λαβωμένο βουνό. Είναι η φυσική αναγέννηση από τα χιλιάδες νεαρά υγιέστατα πευκάκια που φυτρώνουν παντού και φιλοδοξούν κάποια μέρα -αν το επιτρέψει η βαρβαρότητα των ανθρώπων- να ξαναδώσουν στον Καρβούνη ένα μέρος απ’ την παλιά του αίγλη και ομορφιά.
Από υψόμετρο 900μ. αποκαλύπτεται χαμηλά η θεαματική κάτοψη των κατακόκκινων σκεπών του Μεσόγειου. Πού και πού εμφανίζονται μεμονωμένα μαυρόπευκα. Είναι θεόρατα δέντρα, με υψιτενείς κορμούς, ολόισιους σαν κατάρτια. Μας υπενθυμίζουν πώς ήταν κάποτε τα δάση του Καρβούνη. Κινούμαστε ήδη σε υψόμετρα ανάμεσα στα 900 και 1.000 μέτρα. Ξερό το έδαφος από την παρατεταμένη ανομβρία. Πολλή και η σκόνη, που εισορμά από τ’ ανοιχτά παράθυρα σε κάθε φύσημα του ανέμου. Παρά το υψόμετρο, η ζέστη αρχίζει να γίνεται αισθητή. Έρχονται στο νου οι ειδυλλιακές φθινοπωρινές και ανοιξιάτικες εικόνες του βουνού στο σπίτι του φίλου μας του γιατρού. Όχι, το καλοκαίρι δεν είναι η ευνοϊκότερη εποχή για περιήγηση στον Καρβούνη. Εμείς, ωστόσο, συνεχίζουμε την περιπλάνησή μας, καταγράφουμε γυμνές πλαγιές, δασωμένες που έχουν επιβιώσει, ορεινά αμπελάκια σε υψόμετρα 1.000 μέτρων, θεαματικούς γκρεμούς και σημεία θέας προς τη βόρεια Σάμο και το Βαθύ.
Μια σκουριασμένη πινακιδούλα μας κατευθύνει στο ξωκκλήσι του Αγ. Ιωάννη. Το ανακαλύπτουμε μετά από 10λεπτη διαδρομή σε δύσβατο μονοπάτι, κλεισμένο σε αρκετά σημεία από την αχρησία. Το σπηλαιώδες ξωκκλήσι βρίσκεται στα έγκατα ενός πελώριου βράχου. Ένας πυκνός κισσός έχει κυριεύσει την πρόσοψη του βράχου σε ύψος 15 περίπου μέτρων. Για μερικά λεπτά χαλαρώνουμε στη σκιά. Στο υψόμετρο των 850 μέτρων το μελτεμάκι είναι ιδιαίτερα δροσερό. Αφήνουμε τον Αγ. Ιωάννη με την αίσθηση, ότι έχουμε βρεθεί σ’ ένα από τα πιο ταπεινά και απόκρυφα ξωκκλήσια της ελληνικής υπαίθρου.
Φτάνουμε στον οικισμό φάντασμα «Κιουλαφίδες», με δυο-τρία σπίτια, θαυμάσια αμπελάκια στα 900 περίπου μέτρα και έξοχη θέα στο πέλαγος. Τα δάση εδώ είναι πυκνά. Ακολουθώντας το δίκτυο των δασικών δρόμων καταλήγουμε στον Προφητηλία, στα 1.153 μέτρα. Πανέμορφο το ασβεστοχρισμένο εκκλησάκι της κορυφής, θα υποδεχτεί σε δυο μέρες τους πιστούς που θα συρρεύσουν για τη γιορτή.
Μας χαιρετάει εγκάρδια ένας βοσκός. Πιάνουμε κουβέντα. Μας χαρίζει τα ευωδιαστά κλωναράκια από το τσάι που μάζεψε εκεί γύρω. Πιο κάτω συναντάμε μερικούς κατοίκους από το Πάνδροσο. Έχουν ήδη ξεκινήσει τις ετοιμασίες για το πανηγύρι. Είναι οι γνωστοί μου Γιώργης και Μαρία, από προηγούμενο ταξίδι στη Σάμο.
-Ελάτε στο πανηγύρι, θα περάσουμε ωραία.
Το υποσχόμαστε, αν και είμαστε σχεδόν βέβαιοι, ότι εκείνη τη μέρα θα βρισκόμαστε αλλού.
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΝΩΛΑΤΕΣ ΣΤΟΥΣ ΣΤΑΥΡΙΝΗΔΕΣ
–Είναι πολύ όμορφο μονοπάτι, μας διαβεβαιώνει στο τηλέφωνο ο Κώστας Αντωνίου, εδώ και χρόνια αναγνώστης του περιοδικού.
Με καταγωγή από τους Σταυρινήδες, στις βόρειες υπώρειες του Καρβούνη, ο Κώστας μας δίνει όλες τις πληροφορίες για το μονοπάτι που συνέδεε παλιά Μανωλάτες με Σταυρινήδες. Εκτός από το ωραίο μονοπάτι, ωστόσο, μας επεφύλασσε και πολλές ακόμη συναρπαστικές εκπλήξεις ο τόπος. Και πρώτα την διαδρομή από τον Αγ. Κωνσταντίνο, στο κεντρικό οδικό δίκτυο, ως τους Μανωλάτες.
Ανηφορίζουμε πλάι σε ρεματιά με γάργαρα νερά. Πανύψηλα πεύκα και πλατάνια κρύβουν τον ήλιο. Δροσιά, χτιστή πηγή νερού και τιτιβίσματα πουλιών. Τοπίο παραδεισένιο. Μερικά χιλιόμετρα πιο πάνω, φτάνουμε στους Μανωλάτες. Στην είσοδο του χωριού μας υποδέχονται η «Ανθεμούσα» και η «Πηγή». Είναι δυο ταβερνεία-καφενεδάκια, πνιγμένα στα λουλούδια, από τα γραφικότερα που μπορεί να δει κανείς.
Χτισμένοι αμφιθεατρικά, πάνω από τα 360 μέτρα οι Μανωλάτες, είν’ ένα επιβλητικό μπαλκόνι ανάμεσα στο Αιγαίο και στο βουνό. Πολύ ευχάριστα μας προδιαθέτει ένας θαυμάσιος χώρος στάθμευσης στην είσοδο του χωριού. Μια μεγάλη πινακίδα με λεπτομερές σχεδιάγραμμα μας κατατοπίζει για όλες τις υποδομές και υπηρεσίες του οικισμού. Αμέσως μετά αρχίζει το κεντρικό πλακόστρωτο δρομάκι, που διασχίζει κάθετα το χωριό. Αυτό το δρομάκι μας αποκαλύπτει βήμα-βήμα όλα αυτά που έκαναν τους Μανωλάτες τόσο ιδιαίτερο και επιθυμητό προορισμό. Και πρώτα τα εργαστήρια κεραμεικής, το ένα μετά το άλλο. Ύστερα τα μικρομάγαζα με χειροτεχνήματα από ποικίλες πρώτες ύλες, όλα καλαίσθητα, με αντικείμενα πολύ γοητευτικά. Δεν ξέρει κανείς πού πρώτα να εστιάσει την προσοχή του.
Ανάμεσα στον καλλιτεχνικό κόσμο παρεμβάλλονται μικρόσπιτα με παραδοσιακή αρχιτεκτονική, με αυλές, λουλούδια και πεζουλάκια στις εξώπορτες για τις κοινωνικές συναναστροφές της γειτονιάς. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα καφενεία και τα ταβερνάκια, γραφικότατα όλα με ποικίλες εξαγγελίες εδεσμάτων στους καταλόγους.
Συναντάμε λοιπόν την «Καλλίστη», στο δροσερό στενάκι της, απ’ όπου αγναντεύει το κατάφυτο βουνό. Πιο μέσα είναι η πρωτότυπη «ΑαΑ», αρχικά των λέξεων «Αφθονία» – «Αμβροσία» και «Απόλαυση». Το τέταρτο «Α», που θα πρόσθετα εγώ, είναι το αρχικό της λέξης «Αποκάλυψη».
Εδώ βρίσκεται η μικροσκοπική και βυθισμένη στη σκιά πλατειούλα «Χατζημανωλάκη». Δίπλα της η οδός «Ζωοδόχου Πηγής». Πιο πάνω το εστιατόριο «Δέσποινα», μ’ έναν αύλειο χώρο πλακόστρωτο, σκιερό, με θαυμάσια θέα στο βουνό. Σημαντικό στοιχείο του χώρου είναι η εμβληματική μαρμάρινη σκαλιστή κρήνη του 1876. Από το στόμιό της τρέχει ασίγαστο νερό.
Βρισκόμαστε ήδη στο τέρμα του κεντρικού δρομίσκου του χωριού. Αμέσως πιο πάνω συναντάμε δεξιά πινακίδα και κοκκινόλευκο σημάδι προς Σταυρινήδες.
11:10’. Ξεκινάμε από υψόμετρο 390 μέτρων με κατεύθυνση Δ-ΝΔ. Άριστο το μονοπάτι, χωμάτινο, ομαλώτατο και στενό, απολύτως αυθεντικό. Πυκνή βλάστηση και σκιά από πεύκα, πουρνάρια, οπωροφόρα, πλατάνια και αριές. Σ’ ένα 5λεπτο συναντάμε μικρή δεξαμενή νερού.
11:25’. Το μονοπάτι διχάζεται. Αριστερά ανηφορίζει προς το βουνό. Συνεχίζουμε ευθεία, ακολουθώντας τη σήμανση πάνω σε πανύψηλο μαυρόπευκο. Κατηφορίζει για λίγο ελικοειδώς το μονοπάτι. Ευωδιές από ρίγανη και αλιφασκιά (φασκόμηλο). Διασχίζουμε ξερή κοίτη μικρορρέματος και βγαίνουμε σε διακλάδωση χωματόδρομου. Ανηφορίζουμε ευθεία. Τα σημάδια είναι μισοσβησμένο κόκκινο βέλος πάνω σε βράχο καθώς και δυο «κούκοι» (μικροσωροί από πέτρες που χρησιμοποιούνται για σημάδια).
11:50’. Συναντάμε τις πρώτες καστανιές. Αμέσως μετά, 40 μέτρα δεξιά του δρόμου, βρίσκουμε το ξωκκλήσι του Αϊ-Γιάννη, σε υψόμετρο 450 μέτρων. Οι Μανωλάτες προβάλλουν απέναντί μας με εικόνα εκπληκτική, κόκκινες κεραμοσκεπές σε φόντο καταπράσινο και στο βάθος η απεραντοσύνη του Αιγαίου. Χαλαρώνουμε για λίγο, ευγνώμονες για την ύπαρξη της δροσερής σκιάς και του ειρηνικού τούτου τόπου στο βουνό. Ο Κώστας είναι σε συνεχή επαφή μαζί μας.
Ξαναβγαίνουμε στο δρόμο. Ανήφορος και ζέστη. Σε 3’ συναντάμε δεξιά πέτρινο κτίσμα και πινακίδα προς Σταυρινήδες. Κατηφορίζουμε ελαφρά. Θαυμάσια αμπελάκια με πεζούλες στις πλαγιές. Ελάχιστα λεπτά μετά κόκκινα σημάδια και βέλη μας κατευθύνουν σε κλειστή αριστερή στροφή. Ο δρόμος τελειώνει, ξαναρχίζει το μονοπάτι, μέσα σε ρεματιά βυθισμένη στη σκιά. Πού και πού συναντάμε ίχνη καλντεριμιού. Μπαίνουμε σε ελαιώνα, με καλοφτιαγμένες πεζούλες και γέρικες ελιές. Τα κόκκινα σημάδια δεν είναι πάντα σαφή, χρειάζεται λίγη προσοχή.
12:35’. Φτάνουμε στην εκκλησούλα του Αϊ-Γιάννη, με κάποια μικρόσπιτα και έξοχα αμπελάκια. Ξεκουραζόμαστε στη σκιά μιας καρυδιάς και πίνουμε το τελευταίο μας νερό. Η ζέστη είναι δυνατή. Προβάλλει ένας άνθρωπος και μας χαιρετάει ευγενικά. Τον ρωτάω αν υπάρχει κάπου πηγή νερού.
–Εγώ θα σας δώσω, ελάτε στο σπίτι μου, μας λέει.
Ακριβώς πάνω από την εκκλησία είναι το σπίτι του κυρ-Θωμά, ανάμεσα σε αιωνόβια πουρνάρια και κυπαρίσσια. Οι φιλόξενοι άνθρωποι θέλουν να μας προσφέρουν καφέ, χυμό, ακόμα και φαγητό. Αρκούμαστε μόνον σε παγωμένο νερό. Ξαναβγαίνουμε στον χωματόδρομο και στον ήλιο. Μερικές εκατοντάδες μέτρα μετά διχάζεται ο δρόμος. Ακολουθούμε δεξιά τον κατηφορικό προς Μανωλάτες. Λίγο πιο κάτω νέα διακλάδωση. Δεξιά προς Μανωλάτες, αριστερά προς Αγ. Κωνσταντίνο και Σταυρινήδες. Ήδη το χωριό προβάλλει σε μικρή απόσταση στα ΒΔ. Ξαναβρίσκουμε πανέμορφο μονοπάτι, ευκολοδιάβατο, στενό και απόλυτα σκιερό. Είναι πολύ ευχάριστο να ολοκληρώνουμε μ’ αυτό τον τρόπο τη διαδρομή μας. Και μάλιστα σε κοίτη κατάφυτης ρεματιάς, με μεγάλη κτιστή κρήνη και υπέροχο νερό. Βρισκόμαστε στο χαμηλότερο σημείο του χωριού, σε υψόμετρο 340 μέτρων. Είναι 13:20’. Με όλες μας τις στάσεις και με χαλαρό ρυθμό, χρειαστήκαμε 2 ώρες και 20’. Με συνεχές βάδισμα δύσκολα θα ξεπερνούσαμε την 1 ώρα και 10’.
Ο Κώστας μας καλωσορίζει στο χωριό του. Ανηφορίζουμε ένα φαρδύ, έξοχο καλντερίμι, περνάμε έξω από τον εκπληκτικό κήπο του Κώστα και της Κατίνας Αγγελέτου. Διασχίζοντας το χωριό συναντάμε την εκκλησία του Προφητηλία με την ιδιόμορφη αρχιτεκτονική, το παλιό κοινοτικό γραφείο και σχολείο, την μικρή πλατεία και σπίτια, άλλα κατοικημένα και άλλα ερειπωμένα. Ελάχιστους ανθρώπους χαιρετάμε, δεν υπάρχει εμπορικός δρόμος, καφενεία, τουρίστες και μαγαζιά. Καθόλου δεν μοιάζουν οι Σταυρινήδες με τους τόσο ανεπτυγμένους αντικρινούς Μανωλάτες.
–Ευτυχώς υπάρχει κάτι ανοιχτό, λέει ο Κώστας. Εκεί θα μπορέσω να σας προσφέρω μια παγωμένη μπύρα τη ζεστή τούτη ώρα της ημέρας.
Βρίσκουμε την ταβερνούλα «Ίριδα», με σκιά και με δροσιά, λιτό αλλά νόστιμο φαγητό. Είναι η πιο ευχάριστη κατάληξη της πεζοπορικής μας διαδρομής, συντροφιά μ’ έναν Σαμιώτη εξωστρεφή και φιλόξενο, που έχουμε την αίσθηση ότι γνωρίζουμε από χρόνια.
–Εγώ ούτως ή άλλως σας ξέρω από χρόνια, λέει ο Κώστας χαμογελώντας.
ΜΕ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΚΑΙ ΞΕΝΑΓΟ ΜΑΣ ΤΟ ΓΙΑΤΡΟ
Στο ξεκίνημα της μέρας το μελτέμι είναι και πάλι δυνατό και δροσερό. Όσες μέρες φυσάει στο Αιγαίο -και είναι πολλές αυτές- το καλοκαίρι είναι μια ευχάριστη εποχή. Στο λιμάνι του Καρλόβασι είναι ήρεμα τα νερά. Στ’ ανοιχτά όμως έχει καιρό.
–Μην ανησυχείτε, λέει ο φίλος μας ο γιατρός. Η βάρκα του Σταύρου είναι γερή κι ο καπετάνιος μας καλός.
–Ποιος είναι ο προορισμός μας; ρωτάει η Άννα.
-Ένα τμήμα της Β-ΒΔ ακτογραμμής, ως εκεί που θα μας αφήσει ο καιρός. Προορισμός μας είναι το φημισμένο Μεγάλο Σεϊτάνι.
Φτάνει κι ο καπετάνιος μας, ο Σταύρος Τσεσμελής.
–Με τον Σταύρο έχουμε ξεπεράσει από καιρό το χρυσό ιωβηλαίο της φιλίας μας, λέει ο Κώστας. Γνωριζόμαστε…, μισό λεπτό να θυμηθώ, από τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Καλός καπετάνιος και καλός ψαράς, χρόνια τώρα έχουμε κάνει μαζί σπουδαίες ψαριές. Εκεί όμως που είναι ασύγκριτος ο Σταύρος είναι η τέχνη του τσαγκάρη. Δεν είναι τυχαίο, που υπήρξε πρώτο χέρι στα υποδήματα Σεβαστάκη.
Μας δίνει το Σταύρος πρόσχαρα το χέρι.
-Μην τα πιστεύετε όλα. Συνηθίζει να υπερβάλλει ο γιατρός. Ας μπούμε όμως στη βάρκα.
Βγαίνουμε απ’ το λιμάνι με κατεύθυνση δυτική. Οι πνοές του ανέμου ζωντανεύουν. Δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά της η Αθηνά. Τα μακρυά μαλλιά της ανεμίζουν ασυγκράτητα.
-Πιο πολύ μ’ αρέσει εδώ, παρά στο μονοπάτι με τον ιδρώτα και τη ζέστη.
Δεν την αδικώ. Είναι ασύγκριτη η αλμύρα του θαλασσινού μελτεμιού.
Καβατζάρουμε τον κάβο Άκρα, παραπλέουμε την διπλή βοτσαλωτή παραλία «Ποτάμι», με μπαράκι, ντους, πάμπολλες ομπρέλλες και ξαπλώστρες. Μετά το ακρωτήριο «Πούντα», αποκτά η ακτογραμμή μεγάλο ενδιαφέρον και ποικιλία. Ακρωτήρια και ξέρες, παραλίες αμμουδερές και βραχώδεις, θαλασσοσπηλιές μεγάλες και μικρές, βγαίνουν ξαφνικά από την ανωνυμία, αποκτούν το επίσημο ή το ντόπιο τους όνομα, όπως το αναφέρουν οι δυο φίλοι. Ακόμα κι η παραμικρή γεωγραφική λεπτομέρεια της ακτογραμμής έχει μια θέση στις αναμνήσεις τους.
–Νά το «Μικρό Σεϊτάνι», με τις ύπουλες ξέρες και τα βράχια, αδύνατον να βγει η βάρκα στη στεριά. Νά και η «Μπαμπακιά» με το θεαματικό της νησιδάκι, νά και τα «Γλυφά», με χαραμάδες στους βράχους απ’ όπου τρέχει το νερό. Θαυμάστε τα διάφανα νερά, την άμμο του βυθού. Από τούτη τη φυσική πισίνα δεν υπάρχει ομορφότερη.
Αφήνονται οι φίλοι μας στις αναμνήσεις τους, ο ένας συμπληρώνει τον άλλον.
-Νά, σ’ εκείνη τη σπηλιά μπήκαμε με τη βάρκα, ψήσαμε τα ψάρια μας και περάσαμε τη νύχτα, σε τούτο τον κάβο μας βρήκε άγριος καιρός, εκεί στ’ ανοιχτά βγάλαμε ωραία ψάρια στο παραγάδι.
Ακούμε γοητευμένοι τις αφηγήσεις τους, παρακολουθούμε τα γυρίσματα του χρόνου στη ζωή τους.
Πλησιάζουμε στο «Μεγάλο Σεϊτάνι», μια από τις πιο διάσημες παραλίες της Σάμου. Ο αρχοντικός κόλπος, με την υπέροχη καμπύλη των 400 περίπου μέτρων, κυριαρχεί ήδη στο οπτικό μας πεδίο αλλά και στην επιθυμία μας για κολύμπι. Δένουμε το σκάφος στον μικρό ξύλινο μόλο και βουτάμε. Εξαίσια νερά, δροσερά και βαθειά, καθαρά σαν κρύσταλλο. Σπουδαίο είναι και το φυσικό περιβάλλον του τόπου. Η αμμουδιά εκτείνεται σε μεγάλο βάθος στη στεριά. Εκεί σχηματίζονται αμμοθίνες με υπέροχο κεδροδάσος. Κάποια κέδρα είναι αιωνόβια, πολύ εντυπωσιακά. Στη ζέστη του μεσημεριού μας προσφέρουν πολύ ευεργετική σκιά.
Στο ανατολικό άκρο του κόλπου είναι απότομες οι ακτές, κατάφυτες με πεύκα. Κάπου εκεί καταλήγει και το φαράγγι «Κακοπέρατο», το μεγαλύτερο και αγριότερο του Κέρκη, που κόβει στα δυο το βουνό. Η διάσχισή του είναι πολύωρη κι απαιτεί μεγάλη εμπειρία και ειδικό εξοπλισμό, αφού περιέχει 45(!) ραπέλ, με ύψος από 6 μέχρι 45 μέτρα.
Απομεσήμερο πια. Χορτασμένοι από τα θέλγητρα του Μεγάλου Σεϊτανιού, προετοιμάζουμε την επιστροφή μας. Δυστυχώς το μελτέμι έχει δυναμώσει, θα μας δημιουργούσε προβλήματα αν συνεχίζαμε προς τον Αγ. Ισίδωρο.
–Δεν πειράζει, ειν’ ένας καλός λόγος για να ξανάρθετε, λέει ο Σταύρος.
Η θαλασσινή περιήγησή μας τελειώνει. Ευχαριστούμε τον καπετάνιο μας και βγαίνουμε στο λιμάνι. Η απότομη άνοδος της στεριανής θερμοκρασίας μας γεμίζει με νοσταλγία για το ασύγκριτο μελτέμι, που χάϊδευε, ελάχιστα λεπτά πριν, τα πρόσωπά μας.
–Σας έχω μια δροσερή έκπληξη, λέει ο γιατρός. Αρκεί να μ’ ακολουθήσετε.
ΕΞΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΟ «ΠΟΤΑΜΙ»
Πάνω από την παραλία «Ποτάμι» και τον μικρό ομώνυμο οικισμό ξεκινάει ένας στενός τσιμεντόδρομος προς το εσωτερικό. Τον ακολουθούμε για μερικές εκατοντάδες μέτρα, παράλληλα με μια πλατανοσκέπαστη ρεματιά. Μέσα στην κοίτη της, αρχές του Ιούλη, υπάρχει ικανοποιητική ροή νερού.
–Μπορούμε να πάμε λίγο στο νερό; ρωτάει η Αθηνά.
–Και βέβαια, της απαντάει ο γιατρός. Πρώτα όμως θα πάμε μια βόλτα στο παρελθόν.
Στη διαδρομή συναντάμε όλο και περισσότερους ανθρώπους στο δρομάκι. Είναι νεαρής κυρίως ηλικίας και, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αλλοδαποί.
–Πού βρέθηκαν όλοι τούτοι; ρωτάω τον Κώστα. Και γιατί, μεσημεριάτικα, έχουν αφήσει τις παραλίες και πήραν τις στεριές;
-Έχουν το λόγο τους. Κάνε λίγη υπομονή και θα δεις.
Καθώς ο τσιμεντόδρομος τελειώνει, προβάλλει αναπάντεχα πλάι στη ρεματιά ένα κτίσμα με εντυπωσιακή όψη και διαστάσεις. Είναι ο βυζαντινός ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, που χρονολογείται από τον 13ο αιώνα και είναι πιθανότατα χτισμένος πάνω σε προγενέστερο ναό. Εκπληκτική είναι η πέτρινη τοιχοποιΐα και το πλακόστρωτο δάπεδο. Ο ναός είναι μονόχωρος και σταυροειδής με τρούλλο. Χοντροί μαρμάρινοι κίονες, με κιονόκρανα κορινθιακού τύπου, διαμορφώνουν στο εσωτερικό τρία κλίτη. Δυο πανύψηλα, αιωνόβια κυπαρίσσια σχηματίζουν μια φυσική πύλη πριν από την είσοδο του ναού.
Από τον αύλειο χώρο μια πινακίδα μας κατευθύνει προς το κάστρο. Ένα ανηφορικό, αρκετά κακοτράχαλο αλλά σύντομο μονοπάτι, μας οδηγεί σ’ ένα πεντάλεπτο σχεδόν, στην κορυφή του λόφου. Εδώ δεσπόζουν τα υπολείμματα βυζαντινών οχυρώσεων, με εποπτική θέα σε θάλασσα και βουνό.
Η πύλη του κάστρου, που αποτελείται από ορθογώνιους λαξευτούς ασβεστόλιθους, μας οδηγεί σ’ έναν επίπεδο οχυρωμένο χώρο με περιορισμένες διαστάσεις. Εδώ διασώζονται τα ερείπια μιας εκκλησίας και μιας δεξαμενής. Η τοιχοποιΐα, όπου υπάρχει, αποτελείται από αργολιθοδομή με συνδετικό κονίαμα και διατηρείται σε αρκετό ύψος. Η οχύρωση εκτείνεται κυρίως στο Α-ΒΑ τμήμα του λόφου. Τα υπόλοιπα σημεία υποστηρίζονται με φυσική οχύρωση από κατακόρυφους βράχους ύψους τουλάχιστον 20 μέτρων.
–Και τώρα, ας πάμε στο νερό που θέλεις, λέει ο Κώστας και πιάνει από το χέρι την Αθηνά.
Μετά τον βυζαντινό ναό συνεχίζει το μονοπάτι φαρδύ, ομαλότατο, δίπλα στην κατάφυτη ρεματιά. Πλατάνια, πεύκα, κυπαρίσσια και χαρουπιές δημιουργούν συνθήκες βλάστησης απίστευτης για νησί. Μετά βίας καταφέρνει να εισχωρήσει ο ήλιος, βαδίζουμε συνέχεια στη σκιά. Εν τω μεταξύ ο Κώστας και η Αθηνά κατεβαίνουν στην κοίτη και, σαν να’ ναι συνομήλικοι, πλατσουρίζουν στο νερό, ανάμεσα σε λιβελούλες, κοασμούς βατράχων και πεταλούδες. Ο περίπατος είναι ήρεμος, ξεκούραστος, χαλαρωτικός. Δεν είμαστε όμως μόνοι μας. Μεγάλος αριθμός ατόμων πηγαινοέρχεται σ’ αυτό το πανέμορφο μονοπάτι, που κάθε λίγο, διασχίζει το ρέμα με ξύλινα γεφυράκια.
–Αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί τόσος κόσμος έρχεται εδώ, λέω στον Κώστα.
-Και πού να δεις τί γίνεται παραπάνω.
Ελάχιστα λεπτά μετά -10 συνολικά από τον ναό- το μονοπάτι τερματίζει μπροστά σε μια κάθετη πλαγιά. Εδώ, η προαιώνια δράση του νερού έχει λαξεύσει μια στενή δίοδο ανάμεσα στους βράχους. Έτσι, έχει δημιουργηθεί μια μακρόστενη φυσική πισίνα, με βάθος νερού που πλησιάζει το ένα μέτρο. Σ’ αυτό το σημείο της ρεματιάς επικρατεί αληθινός συνωστισμός. Άλλοι είναι καθισμένοι στη σκιά των πλατανιών, πάνω σε πέτρες ή κορμούς. Άλλοι είναι μέσα στην πισίνα κι απολαμβάνουν το πολύ δροσερό νερό. οι πιο τολμηροί -και είναι πολλοί αυτοί- προχωρούν ακόμη περισσότερο. Διεισδύουν μέσα από το άνοιγμα των βράχων ως τον καταρράκτη. Είναι ο πρώτος από μια σειρά καταρρακτών, η πρόσβαση στους οποίους απαιτεί ειδικό εξοπλισμό. Πολυπληθής είναι και η παρουσία του ωραίου φύλου, με ποικιλόχρωμα μπικίνι, από πολλές χώρες και φυλές. Διεθνής πόλος έλξης λοιπόν το «Ποτάμι» της Σάμου, με όλα του τα δίκια.
Νυχτερινές ώρες στο Restaurant-Bar του θαυμάσιου συγκροτήματος SAMIAN BLUE στο Ποτοκάκι. Η ευγενική οικοδέσποινά μας, η κυρία Πόπη Καριώτογλου, μοιράζεται μαζί μας υπέροχες στιγμές, με διακριτική ζωντανή μουσική, φεγγαρόφωτο στη θάλασσα και εξαιρετικό λευκό Σαμιώτικο κρασί. Είναι το ωραιότερο κλείσιμο μιας μεγάλης μέρας, γεμάτης με συναρπαστικές και ποικίλες εμπειρίες και παραστάσεις.
ΣΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΓΙΑ ΤΑ ΣΕΪΤΑΝΙΑ
–Δεν θα’ θελα να φύγω από τη Σάμο χωρίς μια τελευταία βουτιά στο Σεϊτάνι, δηλώνει πρωί-πρωί η Άννα.
–Αχ ναι, ήταν τέλεια με τη βάρκα, φωνάζει ενθουσιασμένη η Αθηνά.
–Μόνο που τώρα δεν έχουμε βάρκα να μας πάει. Θα πάρουμε αναγκαστικά το μονοπάτι. Έτσι θα γνωρίσουμε τον τόπο κι απ’ τη στεριά.
Έξω απ’ το Καρλόβασι κάνουμε μια μικρή στάση στον ναό του Αγ. Νικολάου με την τόσο χαρακτηριστική αρχιτεκτονική. Χαμηλότερα απλώνεται με αρχοντική μεγαλοπρέπεια το «Ποτάμι», με την βοτσαλωτή παραλία και τα γαλαζοπράσινα νερά. Μετά το μπαράκι της παραλίας περνάμε πάνω από τον θεαματικό κάβο της Πούντας, συνεχίζουμε τον χωματόδρομο μέσα στο δάσος και, 1.1 χιλιόμετρο μετά, σταματάμε το αυτοκίνητο. Ένα σημάδι μας υποδεικνύει το μονοπάτι, όμορφο και κατηφορικό, ανάμεσα σε πεύκα και κυπαρίσσια, πουρνάρια, χαρουπιές και αιωνόβιες ελιές. Λίγα λεπτά μετά βαδίζουμε πάνω σε χοντροφτιαγμένο λιθόστρωτο. Η Άννα εντοπίζει και φωτογραφίζει μια υπέροχη πεταλούδα, όμοια με τις διάσημες πεταλούδες της Ρόδου. Στη διαδρομή δεν χορταίνουμε να παίρνουμε βαθειές εισπνοές. Στην ατμόσφαιρα πλανώνται μερικά από τα πιο αυθεντικά αρώματα της ελληνικής υπαίθρου, ρίγανη, θυμάρι, δάφνη κι αλιφασκιά. Τούφες-τούφες τα σαρκώδη κρίταμα, με την τόσο ιδιαίτερη και πικάντικη γεύση, είναι σκαρφαλωμένα στους βράχους της ακτής. Ποιος να τα μαζέψει σ’ αυτή την ερημιά!
Μισή περίπου ώρα μετά την αναχώρησή μας, προβάλλει ξαφνικά το Μικρό Σεϊτάνι. Η εικόνα του διαφέρει πολύ από εκείνη που μας είχε αποκαλύψει η παραθαλάσσια διαδρομή. Από ψηλά η παραλία φανερώνει μια κάτοψη ιδιαίτερη, που αντί για την συνηθισμένη καμπυλόγραμμη, εμφανίζει ένα παράξενο σχήμα «Π». Το άνοιγμα δεν ξεπερνάει τα 80 μέτρα, ανάμεσα σε βράχους με κοιλότητες και μικρές θαλασσοσπηλιές. Βότσαλα πολύχρωμα, στρογγυλεμένα ή πλατειά, καλύπτουν την ακτή. Στην ακροθαλασσιά, ωστόσο, τα βότσαλα μεταμορφώνονται σε πέτρες ανώμαλες και χοντρές, που, ιδιαίτερα όταν υπάρχει κυματισμός, δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα πρόσβασης στο νερό.
Δυο αντίσκηνα, τρία νεαρά ζευγάρια και δυο σκύλοι είναι οι θαμώνες του Μικρού Σεϊτανιού. Μπαίνουμε με δυσκολία στη θάλασσα, παλεύουμε λίγο με τα κύματα και μετά συνεχίζουμε για το Μεγάλο Σεϊτάνι, για πιο ήρεμα νερά. Ευδιάκριτο πάντα και ωραίο το μονοπάτι, στρωμένο πού και πού με χοντρό λιθόστρωτο. Η βλάστηση είναι πυκνή, πολλές φορές βαδίζουμε στη σκιά. Μισή σχεδόν ώρα μετά συναντάμε την διακλάδωση, που αριστερά ανηφορίζει προς Κοσμαδαίους. Συνεχίζοντας στην ευθεία αντικρύζουμε πολύ γρήγορα την μεγαλόπρεπη αγκαλιά του Μεγάλου Σεϊτανιού. Ένα τελευταίο ελικοειδές, κατηφορικό καλντερίμι, μας οδηγεί σε μερικά λεπτά στην γνωστή μας απαράμιλλη ακτή.
Απολαμβάνουμε ως τις απογευματινές ώρες τα λαχταριστά νερά. Ένας αιωνόβιος κέδρος μας προσφέρει καταφύγιο με την παχειά του σκιά. Παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής μοιράζοντας κυριολεκτικά «με το δελτίο» το τελευταίο μας λιγοστό νερό. Με καθαρή πορεία 1 ώρας και 5’ φτάνουμε στο αυτοκίνητο.
ΑΠΟΒΡΑΔΟ ΣΤΟΥΣ ΜΑΝΩΛΑΤΕΣ
Η ώρα του δειλινού μας βρίσκει μακρυά από θάλασσες και ακτές, στην ανηφόρα για Μανωλάτες. Εδώ θα πιούμε σαμιώτικο ουζάκι με μεζέδες θαλασσινούς, γυαλιστερές και κυδώνια ζωντανά. Μας τα έχει φυλαγμένα ο Γιώργος Νομικός. Δεν είναι ντόπιος δύτης ούτε ψαράς. Αλλά ξενομερίτης αγγειοπλάστης. Που, εκεί στις αρχές του 1990, 20 χρόνια πριν, έφτασε στη Σάμο για καλοκαιρινές διακοπές. Τον έβγαλε ο δρόμος στους, άσημους ακόμα τότε, αλλά γραφικότατους Μανωλάτες. Ο έρωτας ήταν περίπου κεραυνοβόλος, άλλαξε άρδην τα σχέδια του Γιώργου. Που εγκαταστάθηκε άμεσα στο χωριό μαζί με το μεράκι της ζωής του: την πανάρχαια τέχνη της αγγειοπλαστικής. Υπήρξε λοιπόν ο πρώτος στους Μανωλάτες που έδειξε τον δρόμο σε όσους επακολούθησαν και συνέβαλαν, ώστε να βγεί οριστικά από την αφάνεια το χωριό.
Βρίσκουμε τον Γιώργο στο εργαστήρι του -στο κεντρικό σοκάκι που διασχίζει τους Μανωλάτες- να παλεύει με τις λάσπες.
-Συγχωρέστε με, έχω λίγη δουλίτσα ακόμη.
Κάθεται δίπλα του η Αθηνά και παρακολουθεί με προσοχή. Ύστερα γεμίζει τα χέρια της με πηλό. Θυμάται την ανάλογη εμπειρία της, δυο χρόνια πριν, στις Μαργαρίτες του Ρεθύμνου, μια από τις κοιτίδες των Κρητών αγγειοπλαστών.
Ανηφορίζω μερικά σκαλοπάτια απέναντι απ’ του Γιώργου. Με βγάζουν σε μια υπερυψωμένη ταρατσούλα, ακριβώς πάνω από το δρομο. Λιτότατο το μικρό καφενείο, με τέσσερα λευκά τραπεζάκια και μπλε ψάθινες καρέκλες. Δίπλα μερικά νεοκλασσικά και αντίκρυ ο Καρβούνης με τις κατάφυτες πλαγιές. Ο ήλιος έχει πια χαθεί. Μετά τη ζέστη της ημέρας φυσάει απ’ το βουνό ένα αεράκι με απερίγραπτη δροσιά.
Από το εσωτερικό του μικρομάγαζου με βλέπει μια κυρούλα. Με πλησιάζει διακριτικά.
–Σας είδα που κάθεστε και είπα μήπως θέλετε κάτι. Μα κι αν δεν θέλετε, δεν πειράζει.
-Και βέβαια θέλω, κυρία μου, ένα ελληνικό μέτριο καφεδάκι.
-Πολύ ευχαρίστως.
Δυο λεπτά μετά η κυρα-Μαρία μου φέρνει το καφεδάκι με κρύο βουνίσιο νερό.
-Πόσο θέλετε για το καφεδάκι;
-Ένα ευρώ.
-Ένα ολόκληρο ευρώ;
Χαμογελάει η κυρα-Μαρία.
-Ε, γιατί να’ χει παραπάνω;
Απόβραδο. Τα φώτα ανάβουν στους Μανωλάτες. Πυκνώνει ο κόσμος που πηγαινοέρχεται στο σοκάκι. Έλληνες και ξένοι. Κάποιοι κοντοστέκονται και παρακολουθούν τα επιδέξια χέρια του Γιώργου, όπως δουλεύουν τον πηλό. Ως τη στιγμή που αρχίζει να τα ξεπλένει από τη λάσπη. Η δουλειά του για σήμερα έχει τελειώσει.
–Έτοιμος, λέει ο φίλος μας. Ώρα για γυαλιστερές, κυδώνια και ουζάκι.
-Μα, δεν θα το κλείσεις το μαγαζί;
-Γιατί να το κλείσω; Αν κάποιος θέλει ν’ αγοράσει κάτι, βλέπει την τιμή, το πληρώνει και το παίρνει. Μου αφήνει μάλιστα και σημείωμα.
Διαβάζουμε δυο σημειώματα στ’ Αγγλικά κι ένα στα Ελληνικά. Αναρωτιόμαστε αν είναι αλήθεια ή φαντασία.
Παίρνουμε ν’ ανηφορίζουμε για τα υπαίθρια τραπεζάκια της «Καλλίστης». Οι ολοζώντανες γυαλιστερές και τα κυδώνια, οι σαμιώτικοι μεζέδες και το ουζάκι μας περιμένουν. Στο γραφικό στενοσόκακο δεν σταματάει να φυσάει το αεράκι. Τούτη η ώρα στους Μανωλάτες δεν θυμίζει καλοκαίρι. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με το Γιώργο.
-Δεν προλάβαμε, όσο θέλαμε, να χαρούμε αυτόν τον ωραίο τόπο.
-Δεν πειράζει αφείστε το για την επόμενη φορά.