Το 1998 ήμασταν βέβαιοι, ότι είχαμε γνωρίσει το ΒΔ άκρο της Ελληνικής επικράτειας. Και δεν είχαμε άδικο. Ήταν στο αφιέρωμα για τα Διαπόντια νησιά και συγκεκριμένα τους Οθωνούς. Υπήρχε, ωστόσο, και κάποιο άλλο ΒΔ άκρο, όχι στην νησιωτική αλλά στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ήταν η περιοχή και ο οικισμός της Σαγιάδας, 20 χλμ. πάνω από την Ηγουμενίτσα, την τελευταία Ελληνική πόλη πριν από τα σύνορα με την Αλβανία.
Σε αντίθεση με τους Οθωνούς, την Σαγιάδα αργήσαμε να την γνωρίσουμε. Την επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά μόλις δύο χρόνια πριν. Ήταν μία ολιγόωρη επίσκεψη, μια πρώτη επαφή με τον τόπο. Που μας χάρισε ένα ωραίο γεύμα με φρέσκο ψαράκι στο ακροθαλάσσι, συνολική θέα της Κέρκυρας στον αχνό ορίζοντα κι ένα δροσερό γαρμπή που έφερνε μαζί του την ανάσα του Ιονίου. Θυμόμασταν ακόμη καλλιέργειες εσπεριδοειδών στον απέραντο κάμπο, κάποια σποραδικά ακατοίκητα σπίτια στα γύρω βουνά, καθώς και αλλεπάλληλες ιχθυοκαλλιέργειες σε μεγάλο τμήμα της ακτογραμμής προς την Αλβανία.
Ήταν πολλά και ενδιαφέροντα όσα είχε προλάβει να μας δείξει σε ελάχιστες ώρες η Σαγιάδα. Δύο χρόνια αργότερα θα διαπιστώναμε ότι υπήρχαν πολύ περισσότερα ακόμη.
Μετά την πολυπόθητη –σχεδόν- ολοκλήρωση της Εγνατίας, έχουν μικρύνει οι αποστάσεις και οι χρόνοι. Το Ιόνιο και η Β. Ελλάδα έχουν έρθει πιο κοντά, συναντιούνται πιο συχνά. Με την προϋπόθεση βέβαια, ότι όλα στην Εγνατία λειτουργούν κανονικά και δεν υπάρχουν σε εξέλιξη έργα οδοποιίας. Γιατί τότε αρχίζουν οι παρακάμψεις, αναβιώνουν οι οδικές περιπέτειες της Κρανιάς, του Μετσόβου και της Μηλιάς, με τις αργοκίνητες νταλίκες και τις αναρίθμητες στροφές. Κάτι τέτοιο μας συνέβη, λίγες μέρες μετά τα μέσα Ιούνη. Οφείλετο σε έργα και όχι σε αποκλεισμό από κάποιον «πατριώτη» Δήμαρχο (λόγω Καλλικράτη) ή κάποιους εξίσου «πατριώτες» συνδικαλιστές. Έτσι λοιπόν επανήλθαν στη μνήμη οι συνθήκες του παρελθόντος. Το Ιόνιο ξαναβρέθηκε στην παλιά μακρινή του θέση. Και η απόμακρη Σαγιάδα χρειάστηκε λίγο παραπάνω χρόνο, από όσο είχαμε υπολογίσει αρχικά.
ΣΑΓΙΑΔΑ, ΠΡΩΤΕΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ
Το 1998 ήμασταν βέβαιοι, ότι είχαμε γνωρίσει το ΒΔ άκρο της Ελληνικής επικράτειας. Και δεν είχαμε άδικο. Ήταν στο αφιέρωμα για τα Διαπόντια νησιά και συγκεκριμένα τους Οθωνούς. Υπήρχε, ωστόσο, και κάποιο άλλο ΒΔ άκρο, όχι στην νησιωτική αλλά στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ήταν η περιοχή και ο οικισμός της Σαγιάδας, 20 χλμ. πάνω από την Ηγουμενίτσα, την τελευταία Ελληνική πόλη πριν από τα σύνορα με την Αλβανία.
Σε αντίθεση με τους Οθωνούς, την Σαγιάδα αργήσαμε να την γνωρίσουμε. Την επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά μόλις δύο χρόνια πριν. Ήταν μία ολιγόωρη επίσκεψη, μια πρώτη επαφή με τον τόπο. Που μας χάρισε ένα ωραίο γεύμα με φρέσκο ψαράκι στο ακροθαλάσσι, συνολική θέα της Κέρκυρας στον αχνό ορίζοντα κι ένα δροσερό γαρμπή που έφερνε μαζί του την ανάσα του Ιονίου. Θυμόμασταν ακόμη καλλιέργειες εσπεριδοειδών στον απέραντο κάμπο, κάποια σποραδικά ακατοίκητα σπίτια στα γύρω βουνά, καθώς και αλλεπάλληλες ιχθυοκαλλιέργειες σε μεγάλο τμήμα της ακτογραμμής προς την Αλβανία.
Ήταν πολλά και ενδιαφέροντα όσα είχε προλάβει να μας δείξει σε ελάχιστες ώρες η Σαγιάδα. Δύο χρόνια αργότερα θα διαπιστώναμε ότι υπήρχαν πολύ περισσότερα ακόμη.
ΣΤΟ ΣΚΑΛΩΜΑ (ΛΙΜΑΝΙ) ΤΗΣ ΣΑΓΙΑΔΑΣ
– Ανυπομονώ να φτάσουμε στο λιμάνι της Σαγιάδας, μου λέει η Άννα. Όχι άδικα. Μετά τις χρονοβόρες παρακάμψεις της Εγνατίας και τη διάσχιση μίας συνωστισμένης Ηγουμενίτσας, η προοπτική της γαλήνιας προκυμαίας της Σαγιάδας, με τον ανοιχτό ορίζοντα και την αύρα του Ιονίου, μοιάζει γοητευτική. Είναι η ιδανική κατάληξη ενός πολύωρου ταξιδιού.
Φτάνοντας στο λιμάνι συναντάμε ό,τι επιθυμούμε. Ένας ελαφρός γαρμπής φέρνει από το πέλαγος δροσερές πνοές, μετριάζει την ζέστη των τελευταίων ημερών. Την ίδια ηρεμία συμμερίζονται και οι παρέες των ανθρώπων. Είναι καθισμένοι και συζητούν χαμηλόφωνα στα ταβερνεία και στα καφέ. Τα τραπεζάκια των μαγαζιών είναι αραδιασμένα στην σειρά, δίπλα στο λιμανάκι με τις ψαρόβαρκες και τα σκάφη αναψυχής. Η πλακόστρωτη προκυμαία σε κάποια σημεία απέχει τόσο λίγο από το επίπεδο της θάλασσας, που αρκεί μια ζωντανή όστρια ή γαρμπής για να βγει το θαλασσινό νερό αρκετά μέτρα στην στεριά.
Είναι όμορφα στο λιμάνι της Σαγιάδας. Πίνουμε καφεδάκι, αγναντεύουμε απέναντί μας τον μακρύ όγκο της Κέρκυρας, που επιβάλλεται καταλυτικά σ’ όλο τον ορίζοντα. Ξαφνικά η Άννα μου δείχνει ένα τραπεζάκι κοντινό. Ένας άνθρωπος είναι καθισμένος εκεί, αφοσιωμένος πάνω από ένα ογκώδες βιβλίο. Η μακριά και ατίθαση γενειάδα του προσδίδει στην φυσιογνωμία του όψη βιβλική.
– Είδες τι διαβάζει; με ρωτάει η Άννα. Είναι το βιβλίο του Θόδωρου Αραμπατζή για τα φυτά και τα δέντρα της Ελλάδας.
– Και τι το παράξενο υπάρχει σ’ αυτό;
– Ότι το βιβλίο είναι πολύ εξειδικευμένο.
Πριν προλάβω να απαντήσω σηκώνεται η Άννα, πλησιάζει τον άνθρωπο κι αρχίζει να του μιλάει. Περίπου δύο λεπτά μετά μου κάνει νόημα να πάω κι εγώ. Σηκώνομαι με αρκετή απροθυμία και πλησιάζω τον άγνωστο, που είμαι βέβαιος ότι έχει χάσει την πολύτιμη ηρεμία του. Η χειραψία του ωστόσο, και η ευχάριστη διάθεσή του με αφοπλίζουν. Παίζοντας τον ρόλο οικοδέσποινας η Άννα, αναλαμβάνει να κάνει τις συστάσεις.
– Ο Μιχάλης Πασιάκος είναι από την Σαγιάδα, απόλυτος γνώστης του τόπου και επιπλέον φυσιολάτρης, φυσιοδίφης και ιστορικός ερευνητής. Δέχεται με προθυμία να μας συνοδέψει στις περιηγήσεις μας στην Σαγιάδα.
ΣΤΗ «ΛΩΡΙΔΑ» ΤΗΣ ΣΑΓΙΑΔΑΣ
Αν παρατηρήσουμε με προσοχή κάποιον χάρτη που περιλαμβάνει την Σαγιάδα, θα διαπιστώσουμε μία ιδιαιτερότητα, που πιθανότατα δεν είναι ορατή με την πρώτη ματιά. Είναι μία στενή παράκτια ζώνη Ελληνικού εδάφους, που αρχίζει αμέσως μετά την Σαγιάδα και εκτείνεται για αρκετά χιλιόμετρα προς τα ΒΔ, κατά μήκος της μεθοριακής γραμμής με την Αλβανία (που καταλαμβάνει όλο το αντίστοιχο τμήμα προς τα μεσόγεια).
Αυτή η στενή ακτογραμμή αποτελεί το βορειοδυτικότερο και πιο απόμακρο τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στην περιοχή είναι γνωστή ως «Λωρίδα της Σαγιάδας»
Ξεκινάμε λοιπόν από το λιμάνι τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, που κινείται παραλιακά με κατεύθυνση ΒΔ. Μερικά χιλιόμετρα μετά περνάμε δίπλα από την πολύ καλά οργανωμένη πλαζ «Κεραμίδι». Αμέσως μετά το οπτικό μας πεδίο καταλαμβάνει μια εικόνα πολύ ιδιαίτερη. Είναι ο κωνικός όγκος μιας χερσονήσου, που εξέχει πολύ χαρακτηριστικά από την ακτή. Είναι το «Στροβίλι», που από μακρυά εντυπωσιάζει μόνον με το σχήμα του. Αν όμως πλησιάσει κανείς και πολύ περισσότερο, αν επιχειρήσει να περπατήσει για λίγο στις κακοτράχαλες πλαγιές, θα ανακαλύψει με έκπληξη λιθοσωρούς και υπολείμματα χριστιανικού ναού του πάλαι ποτέ οχυρωμένου βυζαντινού οικισμού. Εξαιτίας της στρατηγικής του θέσης απέναντι από την Κέρκυρα ο οχυρωμένος οικισμός του Στροβιλιού αποτέλεσε για χρόνια αντικείμενο διεκδίκησης ανάμεσα στους Βενετούς και τους Τούρκους κατά την διάρκεια των Τουρκοβενετικών πολέμων. Τελικά το 1479, με τη λήξη του πολέμου, η Βενετία υποχρεώθηκε να παραδώσει το Στροβίλι και την Σαγιάδα στους Τούρκους. Το Στροβίλι είχε άσχημη μοίρα. Ο φρούραρχος των Βενετών Piero Sagredo, αφού φόρτωσε σε μια γαλέρα τα όπλα και τα πυρομαχικά του φρουρίου, κατέστρεψε στη συνέχεια το κάστρο. Η καταστροφή ήταν τόσο συστηματική, που έκτοτε το κάστρο δεν επανεμφανίζεται στην ιστορία και από τις οχυρώσεις του ελάχιστα ίχνη διακρίνονται σήμερα.
Μετά το Στροβίλι ο ασφαλτόδρομος λοξεύει προς το εσωτερικό, όπου βρίσκεται το φυλάκιο στο «Μαυρομάτι» και το τελωνείο με την Αλβανία. Εμείς συνεχίζουμε ευθεία, με χωμάτινο δρόμο, παράλληλα με την βοτσαλωτή ακτογραμμή.
8 περίπου χιλιόμετρα μετά το λιμανάκι της Σαγιάδας αρχίζουν οι εγκαταστάσεις των πρώτων ιχθυοκαλλιεργειών. Είναι μια πραγματικότητα, που μας συντροφεύει ως το σημείο τερματισμού των Ελληνικών ακτών. Η διαδρομή παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον: ακτογραμμή με αλλεπάλληλους όρμους, λωρίδα στεριάς με πυκνότατη βλάστηση, μικρές λιμνοθάλασσες και υγρότοποι με μεγάλους αριθμούς και ποικιλία πουλιών. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι μία αποικία σταχτοτσικνιάδων, η μεγαλύτερη συγκέντρωση αυτού του είδους ερωδιών που έχουμε δει ποτέ. Δυστυχώς τα πουλιά είναι πολύ τρομαγμένα, μόλις σταματάμε το αυτοκίνητο με πρόθεση φωτογράφισης σηκώνονται και πετούν.
Περνάμε από τον απόλυτα προφυλαγμένο όρμο «Παγανιά». Δεξιά του δρόμου συναντάμε μεγάλα δέντρα «Μελικοκιάς», που εδώ σχηματίζουν μια σπάνια συστάδα. Λίγο αργότερα περνάμε δίπλα από την λιμνοθάλασσα του «Καταετού», με το ομώνυμο φυλάκιο. Ψηλότερα ορθώνεται ο γυμνός λόφος της Ορλιάς, και πιο πίσω ακόμη, μετά τα σύνορα, ο όγκος της Σαρακήνας.
Ήδη απέναντί μας προβάλλει, στην πλησιέστερη ίσως απόσταση, η πόλη της Κέρκυρας με το κάστρο.
20 περίπου χιλίομετρα μετά την Σαγιάδα, ο χωματόδρομος και η Ελληνική ακτογραμμή τερματίζουν στον όρμο του «Φτελιά». Υπέροχος τόπος, σαν λίμνη, με καταπληκτική βλάστηση, εγκατάσταση ιχθυοκαλλιεργειών αλλά και αρχαίο νταμάρι με ογκόλιθους λαξευτούς. Αθέατες λεπτομέρειες ενός τόπου αθέατου, απόμακρου αλλά τόσο συναρπαστικού.
ΚΕΝΤΡΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΚΑΛΑΜΑ
Επιστρέφουμε στην Σαγιάδα και δίπλα στο λιμάνι, επισκεπτόμαστε το «Κέντρο Πληροφόρησης Καλαμά». Εδώ συναντάμε τον υπεύθυνο λειτουργίας Ανδρέα Μάντο από την Σαγιάδα. Το κτίριο είναι διώροφο, με θέση ειδυλλιακή, δίπλα στο νερό. Η είσοδος μας επιφυλάσσει μια ακουστική έκπληξη.
Προέρχεται από αυθεντικούς ήχους πουλιών, που έχουν ηχογραφηθεί στο φυσικό περιβάλλον του Καλαμά. Βηματίζουμε στο ελαφρά επικλινές πλακόστρωτο δάπεδο, που μας δίνει μια αίσθηση των στενών και στη συνέχεια των εκβολών του ποταμού.
Το μεγαλύτερο ωστόσο ενδιαφέρον είναι πάνω από το δάπεδο, στους τοίχους. Είναι καλυμμένοι από εξαιρετικούς ενημερωτικούς πίνακες με άφθονες πληροφορίες σε δύο γλώσσες και με ωραίες φωτογραφίες. Περνάμε μπροστά από πίνακες για την Ελλάδα, την Θεσπρωτία, τις 18 φυσικές περιοχές της Ηπείρου, την δημιουργία των βουνών και των νερών. Στοιχεία γεωλογίας και φυσικού περιβάλλοντος του Καλαμά με το εκπληκτικό «Θεογέφυρο». Και ακόμη έλη, τυρφώνες, πουλιά, εξελικτική πορεία της ζωής στον Καλαμά, οι 17 τύποι οικοτόπων του ποταμού, καθώς και το Έλος Καλοδικίου με τους 4 τύπους οικοτόπων, που απαντώνται μόνο σ’ αυτό.
– Τι απ΄όλα αυτά θα συμπεριλάβετε στο άρθρο; μας ρωτάει ο Ανδρέας.
– Πολύ ελάχιστα, φοβάμαι. Είναι τόσο μεγάλος ο πλούτος και η ποικιλία των χαρακτηριστικών της περιοχής, που προβλέπεται να μας απασχολήσει για πολύ καιρό.
Εσωτερική σκάλα μας οδηγεί στον όροφο, με την αίθουσα προβολής, τις προτάσεις διαδρομών και περιηγήσεων κι ένα καταπληκτικό χρονολόγιο. Είναι ένας πίνακας με γεωλογική και ιστορική εξέλιξη της περιοχής του Καλαμά. Έχει ως χρονική αφετηρία τα 300 εκατ. χρόνια πριν, όταν η Ήπειρος ευρίσκετο ακόμη στον πυθμένα της αβαθούς θάλασσας της Τηθύος. Ο πίνακας καταλήγει στο 2000 μ.Χ. που η εκβολή του Καλαμά έχει επεκταθεί λόγω των προσχώσεων 2,5 χλμ. προς την Θάλασσα.
Πληροφοριακά αναφέρουμε, ότι το Κέντρο Πληροφόρησης Καλαμά περατώθηκε το 2000 ενώ ο Φορέας Διαχείρισης Στενών και Εκβολών Καλαμά και Αχέροντα συστάθηκε το 2007, έχει 9 στελέχη και λειτουργεί με έδρα την Ηγουμενίτσα. Πρόεδρος είναι ο Θεόδωρος Κομνηνός και Συντονίστρια Λειτουργίας η Εύη Κώνστα. (περισσότερες πληροφορίες στην ιστοσελίδα www.kalamas-acherontas.gr)
ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΣΑΓΙΑΔΑ
Πριν χαράξει ακόμη, ξεσπάει η καταιγίδα. Καταρρακτώδης βροχή, αστραπές και βροντές, δυνατός αέρας, πού και πού κάποιοι κεραυνοί. Μερικές ώρες μετά η μέρα ξημερώνει φρεσκοπλυμένη και δροσερή, με θεαματικά σύννεφα και γαλάζιο ουρανό.
Ξεκινάμε με τον Μιχάλη για να γνωρίσουμε την Παλιά Σαγιάδα. Ελάχιστα σπίτια της διακρίνονται από το κάμπο. Είναι σχεδόν εξαφανισμένα μέσα στην πυκνή βλάστηση του βουνού. Άσφαλτος 3 περίπου χιλιομέτρων καταλήγει στον κεντρικό δρόμο, που άλλοτε στρωμένος με χώμα και άλλοτε με ίχνη καλντεριμιού, διασχίζει το χωριό.
Όταν 2 χρόνια πριν είχαμε αντικρύσει την Παλιά Σαγιάδα από τον κάμπο, δεν μας είχε δώσει καθόλου την εντύπωση οικισμού. Έμοιαζε περισσότερο μ’ ένα ασήμαντο αριθμό ερειπωμένων τοίχων, διάσπαρτων εδώ κι εκεί μέσα στο βουνό.
Σήμερα, καθώς κατευθυνόμαστε στο κέντρο του χωριού, ανακαλύπτουμε σταδιακά την οικιστική του υπόσταση, τον αρχιτεκτονικό του χαρακτήρα. Ένα χαρακτήρα περίτεχνο και αρχοντικό, που αποτυπώνεται σε οικήματα διώροφα, με διαστάσεις επιβλητικές, ερειπωμένα μεν αλλά με στοιχεία τοιχοποιίας εκπληκτικά. Καλοπελεκημένες ανοιχτόχρωμες πέτρες, εξαίρετοι γωνιόλιθοι, τοξάκια διακοσμητικά πάνω από παράθυρα και πόρτες.
– Εδώ ήταν ο κυριότερος εμπορικός δρόμος του χωριού, μας εξηγεί ο Μιχάλης, τα σημαντικότερα μαγαζιά.
Μερικές δεκάδες μέτρα μετά, μία μεγαλόπρεπη πέτρινη πύλη με καμάρα μας οδηγεί στο κέντρο του χωριού με την πλακόστρωτη πλατεία, «το αλώνι».
Ανηφορίζουμε μερικά σκαλοπάτια και βγαίνουμε σ’ ένα μπαλκόνι με θέα μοναδική. Από υψόμετρο 450μ. αγναντεύουμε στα Ν-ΝΔ τις παλιές αλυκές της Σαγιάδας με το μικρονήσι της Αγίας Ελένης.
Οι αλυκές αναφέρονται από τους Βενετούς ήδη από το 1386 και η εκμετάλλευσή τους προσέδωσε πλούτο και αίγλη στην περιοχή. Όπως αναφέρει ο Γιώργος Τσόγκας στο βιβλίο του ΣΑΓΙΑΔΑ: «Η ζωή του τόπου είχε να κάνει περισσότερο με τις αλυκές και την θάλασσα και λιγότερο με τον κάμπο ή τα βοσκοτόπια. Το αλάτι ήταν εκείνη την εποχή πολύτιμο αγαθό, γιατί ήταν το βασικό μέσον συντήρησης των τροφίμων. Πάστωναν μ’ αυτό τα ψάρια, τα κρέατα και τα τυριά για να τα προωθήσουν στις διάφορες αγορές. Συγχρόνως έκαναν εξαγωγή του αλατιού που τους περίσσευε. Τα καραβάνια με τα μουλάρια στην ξηρά και τα καΐκια στην θάλασσα μετάφεραν το «λευκό χρυσό», που ήταν περιζήτητος, στις κοντινές και μακρύτερες περιοχές.
Το λιμάνι της Σαγιάδας λοιπόν, παρόλο που ήταν ρηχό και ανοιχτό στους ανέμους, άρχισε ήδη από την βυζαντινή περίοδο να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σ΄όλη την Ήπειρο και την Βόρεια Ελλάδα».
– Για τις αλυκές της Σαγιάδας θα μπορούσαμε να πούμε πολλά, συμπληρώνει ο Μιχάλης. Στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους τράβηξαν το ενδιαφέρον των Ανδηγαυών, των Ενετών, του Δεσποτάτου της Ηπείρου, των Αλβανών και τέλος των Τούρκων. Έτσι, αλλάζοντας συνεχώς χέρια λειτούργησαν μέχρι το 1946. Τότε, και μετά από 6 αιώνες λειτουργίας και προσφοράς στο τόπο καταργήθηκαν με απόφαση του Ελληνικού Μονοπωλείου!
Για λίγα λεπτά αγναντεύουμε, όπως οι δημογέροντες της Παλιάς Σαγιάδας, τον ανεμπόδιστο ορίζοντα, μακρυά ως τους Παξούς και τις Κερκυραίικες ακτές και κοντά μας, χαμηλά, στους υγρότοπους και στις εκβολές του Καλαμά. Δίπλα μας εξακολουθούν να παραμένουν οι τοίχοι του παλιού κοινοτικού καταστήματος. Οφείλουν την έξοχη τοιχοποιία τους, όπως και τόσα άλλα οικήματα, σε ισνάφια από τα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας, κυρίως Πυρσογιαννίτες.
Ακριβώς κάτω από τον χώρο της πλατείας εντοπίζουμε ένα βραχώδες σύμπλεγμα με κάθετες επιφάνειες βράχων.
– Με λίγη προσοχή θα διακρίνετε ίχνη αρχαίων λαξευτικών εργασιών, λέει ο Μιχάλης. Άλλωστε τα λείψανα της οχύρωσης από τοθυς Ελληνιστικούς χρόνους μας δείχνουν ότι η περιοχή κατοικήθηκε πολύ νωρίς, ενώ ανάλογα ευρήματα υπάρχουν στο Σκάλωμα, στο λιμάνι της Σαγιάδας.
Κατά την διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, ήταν ένα σημαντικό χωριό της περιοχής. Ο Τούρκος περιηγητής Ελβιά Τσελεμπή έγραψε το 1670 ότι είχε 160 σπίτια, εκκλησίες, χάνια και μεγάλες αποθήκες.
Ωστόσο, οι δύο μεγάλοι σεισμοί που έπληξαν τη Σαγιάδα, κατέστρεψαν την μεσαιωνική της όψη. Το χωριό ξαναχτίστηκε από Κονιτσιώτες μαστόρους τον Αύγουστο του 1943 όμως οι Γερμανοί, με την βοήθεια των μουσουλμάνων Αλβανοτσάμηδων, έκαψαν το χωριό. Ο εμφύλιος έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στην Παλιά Σαγιάδα και οι κάτοικοί της διασκορπίστηκαν. Όσοι γύρισαν, δημιουργησαν στο λιμάνι και λίγο πιο μέσα το καινούργιο χωριό.
Πολύ κοντά μας βρίσκεται η πετρόχτιστη εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, του 1833. Το εσωτερικό είναι κατάγραφο από τοιχογραφίες, βεβηλωμένες όμως από άθλια χαράγματα ασεβών, φαινόμενο δυστυχώς, καθόλου σπάνιο σε απόμακρες εκκλησιές. Το ξύλινο τέμπλο επίσης λείπει. Το έχουν κάψει άλλοι βέβηλοι, το 1990 για να ζεσταθούν! Έχει μεγάλες φθορές η ωραία εκκλησία και χρειάζονται επείγουσες επεμβάσεις. Ευτυχώς παραμένει αναλλοίωτο το εκπληκτικό καμπαναριό.
Απέναντι από την εκκλησία δεσπόζουν δύο νεοκλασσικά, φτιαγμένα από αρχιτέκτονα και μαστόρους Κερκυραίους. Ανήκουν στην μεγάλη οικογένεια των Τσογκαίων, εμπόρων της περιοχής. Η προτομή του γερουσιαστή Γρηγόριου Τσόγκα βρίσκεται στο λιμάνι της Σαγιάδας. Και το μονοπάτι που συνδέει την Παλιά με την Νέα Σαγιάδα φέρει το ονομά του.
Περιδιαβαίνουμε ώρα πολλή το πανέμορφο χωριό, που έχει χαρακτηρισθεί οικισμός παραδοσιακός. Παραμερίζουμε χόρτα, πυκνά κλαδιά, μπαίνουμε σε υπόγεια και ερειπωμένες αυλές, θαυμάζουμε αψίδες, τζάκια, τοιχοποιΐες εκπληκτικές. Χωριό φάντασμα είναι σήμερα η Παλιά Σαγιάδα. Κι έτσι όμως διατηρεί μια αξεπέραστη αίγλη και γοητεία. Μακάρι ν’ αρχίσουν κάποιες εργασίες αναστήλωσης και ανάπλασης, να ξανάρθει η ζωή.
Συνεχίζουμε ευθεία, παρακάμπτουμε για λίγο αριστερά ως την μεγάλη πέτρινη βρύση με τα δύο στόμια και μετά βγαίνουμε από το χωριό, με κατεύθυνση προς το λόφο της Βίγλας. Είναι ο λόφος που με τον όγκο του εμποδίζει την οπτική επαφή του χωριού από τα βλέμματα ανεπιθύμητων θαλασσινών επισκεπτών. Ο αρκετά καλός χωματόδρομος κινείται περιμετρικά της Βίγλας και σε μερικά λεπτά μας αποκαλύπτει ένα υπερθέαμα των παραλίων και του κάμπου με όλες τις λεπτομέρειες, καθώς και μια θαυμάσια κάτοψη της Σαγιάδας. Είναι το ωραιότερο κατευόδιο, που μας επιφυλάσσει το χωριό. Βγαίνουμε στην άσφαλτο μερικές εκατοντάδες μέτρα από το λιμάνι της Σαγιάδας. Έχουμε ολοκληρώσει μια κυκλική διαδρομή 7 περίπου χιλιομέτρων, που με λίγη προσοχή, μπορούν να φέρουν σε πέρας ακόμη και συμβατικά αυτοκίνητα. Η επίσκεψη και η γνωριμία των τόσο αξιόλογων λεπτομερειών της Παλιάς Σαγιάδας αξίζει οπωσδήποτε και την συνιστούμε ανεπιφύλακτα.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ… ΛΙΟΨΗΣ
– Σας φτάνει ως τα πρώτα σπίτια ή θέλετε ψηλότερα, ως το Σαράι; ρωτάει ο Μιχάλης
– Μα, αυτό που αξίζει είναι η θέα του σαραγιού.
– Ε, τότε θα περπατήσουμε λιγάκι.
Περισσότερο ακόμη κι από τα ερείπια της Παλιάς Σαγιάδας, με είχαν εντυπωσιάσει τα χαλάσματα της Λιόψης. Έστεκαν ολόρθα στις άγριες ανηφοριές τους, αγέρωχα και φανερά από παντού, λες και γι αυτά δεν υπήρχε ο κίνδυνος της θάλασσας. Ψηλότερα ακόμη, στην καμπύλη του αυχένα, διαγράφετο με τον αλαζονικό του όγκο, όπως θα ‘πρεπε άλλωστε, το σύμβολο της εξουσίας του τόπου, το Σαράι του Ντίνο Μπέη.
– Πως πάει κανείς εκεί πάνω; είχα ρωτήσει στο Ασπροκκλήσι, κάτω στον κάμπο.
– Με τα πόδια του, μου είχαν απαντήσει, με ελαφριά ειρωνεία στην φωνή.
– Και είχαν δίκιο, λέει ο Μιχάλης. Η Λιόψη δεν είναι τουριστικός προορισμός.
Μπαίνουμε στο σκληροτράχηλο SUZUKI JIMNY και ξεκινάμε. Στα 3,5 χλμ. μετά το Ασπροκκλήσι εγκαταλείπουμε την άσφαλτο και ανηφορίζουμε στο βουνό. Ο χωματόδρομος είναι δύσβατος, ακατάλληλος για συμβατικά αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή μάλιστα είναι και η αργή τετρακίνηση απαραίτητη. Ελιόδενδρα, συκιές και αμυγδαλιές, πουρνάρια, φραγκοσυκιές και λυγαριές.
Ανάμεσά τους διάσπαρτα τα ερείπια των σπιτιών, με τοιχοδομία στιβαρή. Αντίθετα με την Σαγιάδα, εδώ κυριαρχεί η καλοφτιαγμένη αργολιθοδομή. Οι πελεκητές πέτρες χρησιμοποιούνται μόνον στις γωνίες των σπιτιών.
Στα 2,1χλμ. σταματάμε σ’ ένα επίπεδο σημείο του χωριού. Ψηλά δεσπόζει το σαράι. Διακρίνεται ο όγκος των ερειπίων του ανάμεσα στα δέντρα. Απέναντί του το ξεροβούνι «Μπιρμπίλι» με κορυφή στα 505μ. Λίγο χαμηλότερα, στον αυχένα του, είναι χτισμένο το Σαράι, ερειπωμένο ανάμεσα σε δέντρα.
Από τα 345μ. αρχίζει απότομη ανηφόρα σε κακοτράχαλο μονοπάτι, με πέτρες και αγκάθια. Η πλαγιά μοσχοβολάει ρίγανη και θυμάρι. Μας παίρνει ένα 20 λεπτο για να φτάσουμε μπροστά στο Σαράι στα 465μ. Μας υποδέχεται η γιστέρνα, μια βαθιά δεξαμενή νερού, με διάσταση βάσης περίπου 5 Χ 5 μ. και ύψος ως την επιφάνεια του εδάφους 8-9 μ.
Πίσω από τη γιστέρνα προβάλλει το κεντρικό τμήμα του σαραγιού. Πελεκητή πέτρα παντού, στα πρότυπα της Σαγιάδας. Ενδιάμεσα, παράλληλες ζώνες με πέτρες σε χρωματικούς τόνους ροζ, φερμένες από τον Παραπόταμο. Καμάρες, διακοσμητικά τόξα, ένα εκπληκτικό διώροφο τζάκι χτιστό με την ίδια πέτρα, μεγάλη κεντρική καμάρα για υποστήριξη του ορόφου. Στο θολωτό υπόγειο, τον «κουμπέ», ο χώρος των αλόγων. Ένα ισχυρό κάστρο προφύλασσε περιμετρικά το σαράι. Η τοιχοποιία από επιμελημένη αργολιθοδομή σώζεται ως τα 4 μέτρα, ενώ το πάχος φτάνει τα 80 εκ. Εντύπωση μας κάνουν οι πάμπολλες πολεμίστρες. Για τη θέση τι να πει κανείς. Είναι στρατηγική και προσφέρει θέα ανεμπόδιστη σε ανατολή και δύση, κάμπο, πέλαγος και βουνά.
– Ποια ήταν η ιστορία της Λιόψης; Ρωτάμε τον Μιχάλη.
– Κατοικούνταν από αλβανόφωνους μουσουλμάνους, από τις αρχές του 14αι μ.Χ Οι μεγάλοι βάλτοι των εκβολών του Καλαμά ιδανικοί για την βοσκή βοοειδών, έδωσαν το όνομα στο χωριό (Λιοπ = «αγελάδα») που είναι χτισμένο στις πλαγιές του βουνού. Οι κάτοικοι κατάφεραν να πάρουν στην κατοχή τους όλο τον πλούτο της περιοχής, αλυκές, λιμάνι, βιβάρια. Σύμμαχους είχαν τους Οθωμανούς τους οποίους υπηρέτησαν –αλλάζοντας μάλιστα την θρησκεία τους– μέχρι την προσάρτηση της περιοχής στο Ελληνικό κράτος.
Με τις νέες συνθήκες έχασαν τα προνόμιά τους κι έτσι στράφηκαν σε νέους συμμάχους, τους Ιταλούς. Μία μικρή αναλαμπή κατά την διάρκεια της κατοχής τους οδήγησε ξανά στην εξουσία αλλά και στο δρόμο της εξορίας, μετά το 1944. Το σπουδαιότερο και πιο οχυρό σημείο του χωριού είναι η συνοικία «Κόντριζα» όπου δεσπόζει το σαράι του Ντίνο Μπέη στην κορυφή. Η οικογένεια των Ντίνο, από τις μεγαλύτερες της περιοχής, έφτανε ως την Παραμυθιά και την Πρέβεζα. Ο γενάρχης Ντίνο Μπέη πολέμησε μαζί με τον ομοεθνή του Μεχμέτ Αλή στην Αίγυπτο και γύρισε πίσω με λάφυρα φορτωμένος. Ακόμα ψάχνουν στο σαράι για τον μεγάλο θησαυρό!
Σπουδαίοι απόγονοι της οικογένειας ο Οθωμανός νομάρχης του Αρχιπελάγους και Μέγας Βεζύρης αργότερα, Αμπαντίν Πασάς Ντίνο, ο οποίος εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές στα Ελληνικά! Ο Αμπεντίν Ντίνο ο Β’ θεωρείται από τους πρόδρομους της σκηνοθεσίας στη Τουρκία, ενώ ο Αλή Ντίνο Μπέη υπήρξε σκιτσογράφος στις αθηναϊκές εφημερίδες του μεσοπολέμου.
ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΓΙΤΑΝΗ
Στο ενδιάμεσο περίπου Ηγουμενίτσας και Σαγιάδας, στον ποταμό Καλαμά, βρίσκεται μικρός υδροηλεκτρικός σταθμός ισχύος 4,2 MW. Από την γέφυρα του ποταμού στρίβουμε ανατολικά προς την Αρχαία Γιτάνη. Μας συντροφεύει, μέσα από πυκνά πλατάνια και άλλα δέντρα η φαρδιά κοίτη του ποταμού με τα πράσινα ήρεμα νερά. Σ’ ένα σημείο διακρίνουμε, μισοβυθισμένο μέσα στην λάσπη και με μεγάλες φθορές το πέτρινο γεφύρι της «Γκούμανης», φωτογραφημένο ακέραιο τον Μάη του 1913 από τον Fred Boissonas
Μερικές εκατοντάδες μέτρα μετά, περνάμε με γέφυρα το ποτάμι και φτάνουμε στον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο της Γιτάνης, επισκέψιμο καθημερινά, εκτός Δευτέρας, από 08:30 – 15:00. Από το φυλάκιο παίρνουμε περιποιημένο φαρδύ χωματόδρομο με ήπια κλίση, που σ’ ένα 5λεπτο μας οδηγεί στην επίπεδη κορυφή λόφου, σε υψόμετρο 110 μέτρων. Μας εντυπωσιάζει η περιμετρική θέα σ’ όλο τον ορεινό ορίζοντα και η απόλυτη αμεσότητα με το πλατανοσκέπαστο περιβάλλον του ποταμού.
Ακόμη περισσότερο μας εντυπωσιάζει η έκταση, η εξαίρετη ανάδειξη και τα επιμέρους στοιχεία του χώρου: το καταπληκτικό περιμετρικό πολυγωνικό τείχος, το διατείχισμα, το εσωτερικό δηλαδή τείχος μήκους 315μ. που χωρίζει τον οικισμό σε ανατολικό και δυτικό, η Αγορά με τον πλακόστρωτο δρόμο και το συγκρότημα καταστημάτων, καθώς και το Πρυτανείο με τα ψηφιδωτά δάπεδα και τους εργαστηριακούς χώρους με τα πήλινα πιθάρια.
Εξωτερικά της δυτικής οχύρωσης, πολύ κοντά στον αρχαίο Θύαμι -τον σημερινό Καλαμά- βρίσκεται το Θέατρο της πόλης. Το κεντρικό τμήμα του κοίλου σώζεται σε ικανοποιητικό βαθμό και είχε χωρητικότητα 4-5000 θεατών. Τα ειδώλια αποτελούνται από μεγάλα παραλληλεπίπεδα κομμάτια πελεκητού ασβεστόλιθου. Εντυπωσιακό και σπάνιο είναι το γεγονός, ότι μεγάλος αριθμός εδωλίων φέρει στην πρόσθια πλευρά εγχάρακτες επιγραφές ονομάτων εξεχόντων προσώπων όπως Μενεδαμος, Χαροπίδας, Παυσανίας, Νικόστρατος κ.α.
Πληροφορικά αναφέρουμε ότι ο αρχαιολογικός χώρος καταλαμβάνει συνολική έκταση 287 στρεμμάτων και περιβάλλεται από ισχυρό πολυγωνικό τείχος περίπου 2.500 μέτρων. Καταλαμβάνει την ΝΔ πλαγιά του γυψολιθικού βουνού της «Βρυσέλλας», στη συμβολή του χειμάρρου Καλπακιώτικου με τον αρχαίο ποταμό Θύαμι, τον σημερινό Καλαμά. Η ύπαρξη πόλης με το όνομα Γιτάνη μαρτυρείται από την φιλολογική παράδοση (Λίβιος Πολύβιος) αλλά κυρίως από επιγραφές σε λίθους και σφραγίσματα. Τα Γίτανα υπήρξαν πολιτικό κέντρο και έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών από την ίδρυση τους, το 336 / 330 π.χ. έως την κατάληψή τους από τους Ρωμαίους το 167 π.χ.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Η καθημερινή περιδιάβαση μας οποιασδήποτε ώρα της ημέρας και σ’ οποιοδήποτε σημείο της περιοχής, είναι συναρπαστική. Ακόμα και στα ηπειρωτικά του ποταμού ο τόπος είναι ωραίος. Τούτο οφείλεται κυρίως στα –πανταχού παρόντα- κτήματα εσπεριδοειδών με τα πορτοκάλια και κυρίως με τα περίφημα μανταρίνια της ποικιλίας «Κλημεντίνη», ιδιαίτερα περιζήτητα στις αγορές του εξωτερικού. Είναι δικαιολογημένη λοιπόν η δημιουργία καινούργιων κτημάτων με δενδρύλια Κλημεντίμης.
Πολύ σημαντική είναι και η Μονή Κοίμησης Θεοτόκου Ραγίου κοντά στο χωριό Ράγιο. Η ακριβής χρονολογία κτίσης της είναι άγνωστη, σύμφωνα με την παράδοση όμως ιδρύθηκε επί Μανουήλ Κομνηνού (1143-1180) ή Μιχαήλ Παλαιολόγου (1261-1282)
Λεηλατήθηκε πολλές φορές και καταστράφηκε. Κατάφερε όμως ν’ αντέξει στο χρόνο μετά την ανακαίνισή της κατά τα έτη 1865-66. Σήμερα σώζονται από την παλιά μονή μόνον το καθολικό και μία μεγάλη δεξαμενή βρόχινου νερού. Ερωτηματικά και κακή εντύπωση δίνουν τα πολλά κλιματιστικά σώματα σε κορυφαία σημεία του ναού, εσωτερικά και εξωτερικά.
Δεν θα θέλαμε να κλείσουμε αυτή την πρώτη προσέγγιση μας με την περιοχή της Σαγιάδας, χωρίς μερικές εικόνες από τους υγροτόπους, τις παραλίες και τις εκβολές του Καλαμά. Με ξεναγό μας τον Ανδρέα Μάντο, κατευθυνόμαστε δυτικά της Ηγουμενίτσας, προς τις αχανείς αμμουδιές του Δρέπανου. Είναι μία συνολική περιοχή, προστατευόμενη από το Δίκτυο NATURA 2000.
Λιμνοθάλασσες, καλάμια, βιβάρια, θεαματική χερσόνησος της Λυγιάς, προφυλαγμένος κόλπος με ιχθυοκαλλιέργειες, συνεχείς εναλλαγές ήλιου και συννεφιάς με ενδιάμεση βροχή. Χωματόδρομος γεμάτος με ενοχλητικές λακκούβες μας βγάζει στις στις εκβολές της παλιάς κοίτης του Καλαμά. Απέραντη περιοχή, με πολύ ρηχά νερά, αρμυρίκια, ψαροκαλύβες και βιβάρια.
Λευκοτσικνιάδες και κορμοράνοι. Ένας τόπος με παράξενη ομορφιά. Μερικές δεκάδες μέτρα μετά αρχίζει η θάλασσα, με τα κύματα του γαρμπή. Είναι τόσο μεγάλη η αντίθεση με τα γαλήνια νερά του Καλαμά.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι συχνές απρόβλεπτες βροχές κι ο επίμονος γαρμπής δεν μας επέτρεψαν την προσέγγιση που σχεδιάζαμε από την μεριά της θάλασσας. Θα μείνει κι αυτό για την επόμενη φορά. Όπως κι η συστηματική ενασχόλησή μας με τους υγρότοπους, τις εκβολές και τόσα άλλα.
Το τελευταίο απόγευμα δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε μια περιπλάνηση και πάλι στις εκβολές. Υγρότοπος εκπληκτικός, συνεχείς βάλτοι με βούρλα, αρμυρίκια και καλάμια. Αμέτρητα φοβισμένα πουλιά, λευκοτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες, γελαδάρηδες, δύο χαλκόκοτες, ένα ζευγάρι αργυροπελεκάνων και τόσα άλλα. Να κι ένας μυοκάστορας, που κολυμπάει μ’ όλη του την ησυχία, μισοκρυμμένος πίσω από μια μικρή συστάδα καλαμιών. Ονειρευόμαστε ήδη την επόμενη φορά.
– Αρκεί ν’ έχετε στην διάθεσή σας περισσότερο χρόνο, λέει ο Μιχάλης. Υπάρχουν τόσα πολλά να δούμε και να πούμε.