Η Ροδαυγή μας καλωσορίζει απλωμένη αμφιθεατρικά σε μια κατάφυτη πλαγιά. Οι στέγες των σπιτιών, κατάσπαρτες σ’ όλη αυτή τη μεγάλη έκταση, μοιάζουν με κόκκινες διακοσμητικές πινελιές μέσα στο πράσινο. Στην είσοδο του χωριού διχάζεται ο δρόμος. Το ένα τμήμα περνάει περιφερειακά από τις παρυφές της Ροδαυγής και συνεχίζει για την Άρτα. Το άλλο εισχωρεί στο κέντρο του οικισμού. Ειν’ ένας δρόμος στενός, μια υπέροχη δίοδος ανάμεσα από δέντρα οπωροφόρα, κληματαριές, περιβολάκια και κήπους με λουλούδια. Στο τέρμα αυτής της “Οδού Ανθέων” καταλήγουμε, ταξιδιώτες ευτυχείς, στην πλατεία της Ροδαυγής, πλακόστρωτη, απλόχωρη, με τα πλατάνια και την πετρόχτιστη εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Η θέση της πλατείας είναι μοναδική. Από κάθε σημείο του ορίζοντα προβάλλει το περίγραμμα κάποιου κοντινού ή μακρινού ορεινού όγκου, το Ξεροβούνι, το Περιστέρι, τα επιβλητικά Τζουμέρκα, τα Αγραφιώτικα βουνά. Κάτω χαμηλά διακόπτεται για λίγο το αυστηρό βουνίσιο ανάγλυφο από τη νωχελική ροή και την τεχνητή λίμνη του Άραχθου. Νοτιότερα ακόμη, στις εσχατιές της όρασης, αστράφτουν στον ήλιο τα νερά του Αμβρακικού.
-Πως θα χαρακτήριζες, παπα-Γιάννη, επιγραμματικά τη Ροδαυγή;
Ο συμπαθής ιερέας σκέφτεται για μερικά δευτερόλεπτα κι ύστερα απαντάει: Όαση του Ξηροβουνίου.
Δεν θα μπορούσε να δώσει πιο εύστοχο χαρακτηρισμό. Η φύση μοιάζει να εξάντλησε όλη την αυστηρότητά της στο Ξερουβούνι, στις κατάσπαρτες από πέτρα και απόκρημνες πλαγιές του. Αμέσως μετά, μερικές εκατοντάδες μέτρα κάτω απ’ τους γκρεμούς, η φύση ημέρεψε. Διάλεξε έναν τόπο στις ηλιόφωτες ανατολικές πλαγιές του κακοτράχαλου βουνού κι εκεί ξόδεψε αφειδώλευτα όλη την εύνοιά της. Στον τόπο αυτό, σε υψόμετρο 700-800 μέτρων, φωλιάζει η Ροδαυγή.
Η ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Η Μαρία Παπαβασιλείου μιλάει με τόση θέρμη για τον τόπο της, που καταφέρνει να μας πείσει. Μέσα Σεπτέμβρη στο Συρράκο, στην πέτρινη αετοφωλιά της Πίνδου. Αντί να στραφούμε βόρεια προς τη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη, κατευθυνόμαστε ακόμη νοτιότερα, προς την Άρτα. Ισχυρότατος μαγνήτης γι’ αυτή την τόσο μεγάλη απόκλιση από την πορεία μας είναι η Ροδαυγή. Δεν τη γνωρίζαμε, χρειάστηκε να την ψάξουμε στο χάρτη.
Πράμαντα, Άγναντα, Γυφύρι της Πλάκας. Ελατοδάση και υπέροχα ορεινά χωριά. Πάνω ψηλά τα φοβερά Τζουμέρκα, με πύργους, πυραμίδες και άγριες κοψιές, βράχινο τείχος, καταλυτικό και αξεπέραστο. Στο θρυλικό Γεφύρι της Πλάκας το βλέμμα φεύγει για λίγο απ’ τα βουνά, χαμηλώνει στη γλυκιά αγκαλιά του Άραχθου. Το τοπίο ημερεύει, προσωρινά όμως μόνον.
Καινούργιος όγκος ορθώνεται μεμιάς και κρύβει όλο το οπτικό πεδίο προς τη Δύση. Είναι το Ξεροβούνι, εχθρικό και αφιλόξενο, με σάρες, γκρεμούς και κατακόρυφες πλαγιές, που μοιάζουν να ισορροπούν πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Η διαδρομή εξελίσσεται γοητευτική, γεμάτη εναλλαγές και εκπλήξεις, με στροφές, δρόμους στενούς και χωριουδάκια γραφικά, που απρόσμενα προβάλλουν μες το πράσινο.
Η Ροδαυγή μας καλωσορίζει με μια μεγάλη πινακίδα. Ωστόσο για μερικά χιλιόμετρα παραμένει αθέατη. Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά μας, απλωμένη αμφιθεατρικά σε μια κατάφυτη πλαγιά. Οι στέγες των σπιτιών, κατάσπαρτες σ’ όλη αυτή τη μεγάλη έκταση, μοιάζουν με κόκκινες διακοσμητικές πινελιές μέσα στο πράσινο. Φέρνουμε για λίγο στο νου μας την πρόσφατη ακόμα εικόνα του Συρράκου, τη σχεδόν καθολική επικράτηση του γκρίζου και της πέτρας, τις αυστηρές αρχιτεκτονικές γραμμές του οικισμού. Καμιά απόπειρα σύγκρισης δεν είναι δυνατή ανάμεσα στους δύο ηπειρώτικους οικισμούς. Στο Συρράκο, κυρίαρχος στο χώρο ήταν ο άνθρωπος, εδώ, στη Ροδαυγή, τον πρώτο λόγο έχει η φύση, με την ποικιλία των δέντρων και την αφθονία της βλάστησης.
Στην είσοδο του χωριού διχάζεται ο δρόμος. Το ένα τμήμα περνάει περιφερειακά από τις παρυφές της Ροδαυγής και συνεχίζει για την Άρτα. Το άλλο τμήμα εισχωρεί στο κέντρο του οικισμού. Ειν’ ένας δρόμος στενός, μια υπέροχη δίοδος ανάμεσα από δέντρα οπωροφόρα, κληματαριές, περιβολάκια και κήπους με λουλούδια. Στο τέρμα αυτής της «Οδού Ανθέων» καταλήγουμε, ταξιδιώτες ευτυχείς, στην πλατεία της Ροδαυγής, πλακόστρωτη, απλόχωρη, με τα μεγάλα της πλατάνια και την εκπληκτική πετρόχτιστη εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Εκείνο όμως το στοιχείο που κάνει την πλατεία της Ροδαυγής μοναδική, είναι η επιλογή της θέσης της. Σε κάθε σχεδόν σημείο του ορίζοντα το βλέμμα συναντάει το περίγραμμα κάποιου καπνού ή μακρινού ορεινού όγκου, το Ξεροβούνι, το Περιστέρι, τα επιβλητικά Τζουμέρκα, τα Αγραφιώτικα βουνά. Κάτω χαμηλά διακόπτεται για λίγο το αυστηρό βουνίσιο ανάγλυφο από τη νωχελική ροή και την τεχνητή λίμνη του Άραχθου. Νοτιότερα ακόμη, στις εσχατιές της όρασης, αστράφτουν στον ήλιο τα νερά του Αμβρακικού, ενώ πίσω τους διαγράφεται αχνά το γαλαζωπό περίγραμμα των βουνών της Ακαρνανίας.
Τον χώρο στο ανατολικό τμήμα της πλατείας καταλαμβάνει ένα καφενεδάκι – ψησταριά, που έχει ακόμα, αυτή την εποχή, τα «τραπεζάκια έξω».
Την ώρα αυτή του δειλινού πολλοί άνθρωποι απολαμβάνουν με ήσυχη κουβεντούλα τον καφέ τους.
Δεν ξέρω, πόσο πολύ εκτιμούν το μεγάλο αυτό προνόμιο του τόπου τους ή, μετά από την μακρόχρονη συνήθεια, το θεωρούν ως κάτι αυτονόητο.
Εμείς πάντως, οι επισκέπτες, αφηνόμαστε για αρκετή ώρα στην ανυπέρβλητη γαλήνη και ομορφιά, που εκπέμπει από κάθε της σημείο ή πλατεία της Αγίας Παρασκευής στη Ροδαυγή.
ΞΕΝΩΝΑΣ ΜΑΡΟΥΣΙΩ
ΣΠΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΚΑΙ ΘΑΛΠΩΡΗ
Η Μαρία Παπαβασιλείου μας υποδέχεται με ανοιχτή αγκαλιά στο «σπιτικό» της. Έτσι το νιώθουμε, από την πρώτη στιγμή, το κατάλυμα που δημιούργησε. Σαν προέκταση του δικού μας σπιτικού. Και την ίδια σαν φίλη, που τη γνωρίζουμε από χρόνια. Δεν θα κουραστούμε να το επαναλαμβάνουμε. Η μεγαλύτερη αξία σ’ ένα κατάλυμα, το πολυτιμότερο κεφάλαιο που διαθέτει, είναι το επίπεδο, η προσωπικότητα και η ψυχή του οικοδεσπότη. Όλα τα υπόλοιπα – κτίρια, εγκαταστάσεις, επιπλώσεις και αντικείμενα – είναι βέβαια σημαντικά αλλά χάνουν ένα μεγάλο μέρος της αξίας τους, αν δεν είναι εμποτισμένα μ’ αυτό το διακριτό άρωμα της ευγένειας και ποιότητας του οικοδεσπότη. Και η Μαρία είναι αληθινή οικοδέσποινα, που συνδυάζει όλες τις αρετές της Ελληνικής παραδοσιακής φιλοξενίας: ενδιαφέρον, πρόθυμη εξυπηρέτηση και, πάνω απ’ όλα, χαμόγελο και ευχάριστη διάθεση, μεταδοτική στον επισκέπτη. Στις μέρες που ακολούθησαν – και δεν ήταν λίγες – ποτέ δεν την είδαμε κακοδιάθετη, κουρασμένη, εκνευρισμένη ή – φανερά τουλάχιστον – αγχωμένη. Ακόμα κι όταν οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες ύψωναν εμπόδια ανυπέρβλητα στις περιηγήσεις και φωτογραφίσεις μας, εύρισκε η Μαρία τον τρόπο να μας μεταδίδει αισιοδοξία και ελπίδα.
-Τι να σας προσφέρω αυτή την ώρα; ρωτάει προβληματισμένη η Μαρία. Καφέ, τσάι ντόπιο του βουνού, γλυκό του κουταλιού, μηλόπιτα, λικέρ ή τσιπουράκι;
Την κοιτάμε αναποφάσιστοι.
-Για να σας βοηθήσω, το λικέρ έχει σαν πρώτη ύλη ρόδια από τις ροδιές μας, η μηλόπιτα είναι από ντόπια μήλα, το γλυκό κεράσι απ’ τη μεγάλη κερασιά μας κι όσο για το τσίπουρο, το φτιάχνει κάθε χρόνο από «ζαμπέλλα» ο πατέρας μου. Το μόνο που εισάγεται είναι ο καφές.
-Θα προτιμήσουμε τα ντόπια προϊόντα, λέει η Άννα. Για μένα αρκούν ένα λικέρ και λίγο κερασάκι.
-Αυτή η ζαμπέλλα που είπες πριν από λίγο, τι ακριβώς είναι Μαρία;
-Μια ιδιαίτερη ποικιλία μαύρου σταφυλιού, που ευδοκιμεί άριστα στα ορεινά Τζουμερκοχώρια αλλά και στην ευρύτερη περιοχή. Απ’ όσο ξέρω, δεν μοιάζει με καμιά άλλη ποικιλία στη χώρα μας. Ακόμη πιο συναρπαστική είναι στην περιοχή η ιστορία της ζαμπέλλας αλλά γι’ αυτήν θα μιλήσουμε κάποια άλλη φορά. Τσιπουράκι ζαμπελίσιο λοιπόν;
-Αναμφίβολα. Μου έχεις εξάψει πολύ την περιέργεια.
Από την αίθουσα υποδοχής περνάμε στο μπαλκόνι. Έχει σχήμα κεφαλαίου «Γ», με τη μικρότερη πλευρά του προς τα βόρεια, ενώ η μεγαλύτερη είναι ανοιχτή στα ανατολικά και στο νοτιά. Είναι ίσως η πιο γλυκιά ώρα της ημέρας. Ο ήλιος έχει χαθεί από ώρα πίσω απ’ το ογκώδες Ξεροβούνι, η Ροδαυγή είναι βυθισμένη στη σκιά. Στην άλλη ωστόσο άκρη του ουρανού συντελείται για λίγο ακόμη το τελευταίο μικρό θαύμα της ημέρας. Ακτίνες της δύσης χρυσοκόκκινες φωτίζουν τα Τζουμέρκα και τ’ Αγραφιώτικα βουνά, καθυστερώντας όσο μπορούν τον ερχομό της νύχτας. Κάθε λεπτό ανηφορίζουν πιο ψηλά κι αδυνατίζουν, την ώρα που αγγίζουν τις κορφές είναι σχεδόν ιώδεις. Τίποτε πια δεν μπορεί να εμποδίσει το σκοτάδι, που αργά-αργά καλύπτει τον ορίζοντα.
Υψώνω το ποτηράκι με το τσίπουρο ζαμπέλλας και, πριν το αγγίξω, νιώθω ένα άρωμα απαλό και ιδιαίτερο. Τι μου θυμίζει αυτό το άρωμα; Δεν ξέρω ακόμα. Βάζω στο στόμα μια μικρή γουλιά και την κρατάω για λίγα δευτερόλεπτα. Δεν κάνω λάθος, μου θυμίζει αγριοφράουλα. Η Άννα δίπλα μου πλαταγίζει τα χείλη μ’ ευχαρίστηση. Το ρόδι είναι υπέροχο.
Νυχτώνει. Το Ξεροβούνι μας στέλνει την ανάσα του, ένα ψυχρό βοριαδάκι που κατεβαίνει απ’ τους γκρεμούς. Η αίθουσα πρωινού και υποδοχής, με όλα τα φώτα αναμμένα, είναι έτοιμη να μας χαρίσει τη θαλπωρή της νύχτας. Είναι ένας εξαιρετικά όμορφος χώρος, που συνδυάζει αρμονικά την πέτρα στους τοίχους και το ξύλο στα ταβάνια και στο δάπεδο, όλα δουλεμένα αριστοτεχνικά και με σημασία στη λεπτομέρεια. Ένας υπέροχος χώρος καθιστικού δημιουργείται στο νότιο τμήμα της αίθουσας, μπροστά από το μεγάλο τζάκι.
Τρία μεγάλα παράθυρα, ανοιγμένα προς την ανατολή, εξασφαλίζουν ωραία θέα στον ανοιχτό ορίζοντα και άπλετο φωτισμό. Εξαιρετική είναι και η συνολική διακόσμηση της αίθουσας, που σε κάθε σημείο φέρει αποτυπωμένη την καλαισθησία της Μαρίας. Πολλά βιβλία και περιοδικά είναι τοποθετημένα προς χρήση των επισκεπτών κοντά στη ρεσεψιόν με θέματα ταξιδιωτικά, ιστορικά, λαογραφικά από τη Ροδαυγή, την Άρτα, την Ελλάδα. Περίοπτη θέση ανάμεσά τους κατέχει όλη η σειρά του περιοδικού μας, με τα εξώφυλλα καλυμμένα με χοντρό διάφανο πλαστικό για μεγαλύτερη προστασία.
Τα δωμάτια είναι πολύ όμορφα και διαφέρουν μεταξύ τους, καθένα έχει το δικό του χαρακτήρα, κάποια μάλιστα είναι ιδιαίτερα ρομαντικά. Όλα έχουν μεγάλες διαστάσεις και είναι επιπλωμένα και διακοσμημένα με εξαιρετικό γούστο και υψηλής ποιότητας υλικά. Τα δάπεδα και οι οροφές είναι από εκλεκτό ξύλο, όλα διαθέτουν αυτόνομη θέρμανση και τηλεόραση, ενώ πέντε απ’ αυτά θαυμάσιο τζάκι.
Πριν πέσουμε για ύπνο, βγαίνουμε για λίγο στο μπαλκόνι. Η νύχτα γύρω μας είναι ψυχρή και φωτεινή, τα περιγράμματα των βουνών διακρίνονται στον ορίζοντα με μεγάλη ευκρίνεια. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται είναι από τους γρύλους ή από τα κουδουνάκια κάποιων κατσικιών. Ένα ή δύο αυτοκίνητα που περνούν σε απόσταση, απλά υπενθυμίζουν την ανθρώπινη παρουσία.
ΕΞΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΗ ΡΟΔΑΥΓΗ
Κάποιος μακρινός κόκορας σε ρόλο σαλπιγκτή φροντίζει σχεδόν καθημερινά για το πρωινό μας εγερτήριο. Το ελαφρύ και υγιεινό κλίμα της Ροδαυγής μας ξυπνάει απ’ τα χαράματα. Υπάρχει όμως ένα ακόμη μεγαλύτερο κίνητρο για να εγκαταλείψουμε αβίαστα το κρεββάτι μας. Είναι η καθημερινή προσδοκία της ανατολής του ήλιου πίσω απ’ τα βουνά, κάπου ανάμεσα στα νότια χαμηλώματα των Τζουμέρκων και στις Αγραφιώτικες κορφές.
Η προσδοκία αυτή είναι έντονη, καθώς ποτέ σχεδόν δεν μπορούμε να προβλέψουμε, με ποιο πρόσωπο θα εμφανιστεί κάθε πρωί ο ήλιος. Άλλοτε ξεπροβάλλει μισοκρυμμένος πίσω από σύννεφα και ομίχλες, τόσο συνηθισμένες στην κοιλάδα του Άραχθου. Άλλοτε ανεβαίνει υπέρλαμπρος πίσω απ’ τα βουνά, μεγαλειώδης, μα χωρίς ίχνος μυστηρίου. Άλλοτε πάλι αδυνατεί να βρει διέξοδο, τα σύννεφα είναι αδιαπέραστα. Μα υπάρχουν και πρωινά που φοράει την πορφυρή, επίσημη χλαμύδα και βάφει τη φύση με χρώματα μοναδικά και ανεπανάληπτα.
Ξυπνώντας λοιπόν με τον ήλιο απέναντί της κάθε πρωί η Ροδαυγή, δικαιώνει απόλυτα τη νέα ονομασία της. Και λέμε «νέα», γιατί η παλιά ονομασία του χωριού ήταν Νησίστα. Το 1881 υπήρξε χρονιά καθοριστική για τα εθνικά και διοικητικά όρια της περιοχής. Η Θεσσαλία και το ανατολικά του Άραχθου τμήμα του νομού Άρτας παραχωρούνται στην Ελλάδα, ενώ το δυτικά του ποταμού τμήμα παραμένει υπό τουρκική κυριαρχία. Σύνορο λοιπόν ανάμεσα στις δύο χώρες μπαίνει το ποτάμι και το χωριό χωρίζεται στα δύο: την Νησίστα Παλαιάς Ελλάδας ή Δώθε Νησίστα, που βρίσκεται στα ανατολικά του ποταμού και ανήκει στην Ελλάδα και την Νησίστα Νέας Ελλάδας ή Πέρα Νησίστα, που βρίσκεται στα δυτικά του ποταμού και ανήκει στην Τουρκία. Μετά την απελευθέρωση του 1912 τα δυο χωριά αποτέλεσαν δύο διαφορετικές κοινότητες, το πρώτο την κοινότητα Κεντρικού και το δεύτερο τη γνωστή μας Ροδαυγή.
Από πότε όμως εμφανίζεται στην ιστορία η περιοχή της Ροδαυγής; Πολύ συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε, ότι στο Νότιοανατολικό Ξεροβούνι εντοπίσθηκαν μια σειρά αρχαιολογικών θέσεων των αρχαίων Μολοσσών, που αποδεικνύουν, ότι η ευρύτερη περιοχή ανήκε στις Νοτιοανατολικές εσχατιές της Μολοσσίας. Ειδικότερα στο «Ελληνικό», μια φυσική οχυρή θέση λίγο ψηλότερα από τον οικισμό των Πιστιανών – παρακείμενο της Ροδαυγής – διακρίνονται τα λείψανα μερικών αρχαίων σπιτιών, κατασκευασμένων με ξερολιθιά. Στη θέση αυτή, που οι ντόπιοι ονομάζουν «Ανεμόμυλο», σώζεται το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του τείχους του οικισμού, κατασκευασμένο από μεγάλους ορθογώνιους λίθους. Από τον τρόπο της κατασκευής του ο αρχαιολόγος Δάκαρης το τοποθετεί χρονολογικά στους ελληνιστικούς χρόνους και οπωσδήποτε όχι πριν από τον 4ο αιώνα π.Χ.
Το 1951, κατά τη διάνοιξη του δρόμου Πιστιανών – Ροδαυγής, ανευρέθηκε τυχαία ένα χάλκινο ειδώλιο γυναικείας μορφής, που ο Δάκαρης το απέδωσε στη θεά Άρτεμη και το χρονολόγησε στους ρωμαϊκούς χρόνους. Την ίδια χρονιά ο Δάκαρης ευτύχησε να εντοπίσει και να ανασκάψει ασύλητη ταφική θήκη Ελληνιστικών χρόνων, με αξιολογότερο εύρημα έναν χάλκινο κάδο με ίχνη επιχρύσωσης στα χείλη και τις λαβές και με διακόσμηση φύλλων κισσού. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα, ο κάδος είναι εισηγμένος από την περιοχή της Κάτω Ιταλίας και πιθανότατα από τον Τάραντα, που ήταν φημισμένο κέντρο κατασκευής τέτοιων αγγείων. Η χρονολόγησή του ανήκει στον 3ο αιώνα π.Χ. και αποτελεί σημαντική ένδειξη για την επικοινωνία της Ηπείρου με την Μεγάλη Ελλάδα. Δύο επιπλέον συλημένοι τάφοι ρωμαϊκών χρόνων αποδεικνύουν τη συνέχεια κατοίκησης της περιοχής ως τη ρωμαϊκή τουλάχιστον εποχή.
Άλλες ενδείξεις για την παλαιότητα κατοίκησης της περιοχής, βρίσκονται στην απόκρημνη χαράδρα «Κακολάγκαδο», ανάμεσα στην Ροδαυγή και στο «Σούμέσι». Στην τοποθεσία αυτή, η ροδαυγιώτικη παράδοση τοποθετεί το πρώτο οικισμό της Ροδαυγής με την ονομασία «Αγία Παρασκευή», που εγκαταλείθηκε λόγω γιγαντιαίας κατολίσθησης. Σε μια φυσικά οχυρή θέση της χαράδρας σώζεται ακόμη ένα τμήμα οχυρωματικού περιβόλου από μεγάλους ασβεστολιθικούς ογκόλιθους. Στην περιοχή φημισμένη και πόλος έλξης για περαστικούς και ντόπιους, είναι η «Κρύα Βρύση», με πόσιμο νερό πολύ καλής ποιότητας.
Τέλος, κάποια διάσπαρτα από τμήματα κεραμιδιών και μερικά άβαφα όστρακα, που ανευρέθησαν στον συνοικισμό «Λάψανα» κοντά στο ποτάμι και στον συνοικισμό «Παλιοχώρι», βόρεια της Σκούνας, αποτελούν σοβαρές ενδείξεις κατοίκησης της περιοχής της Ροδαυγής κατά τους αρχαίους χρόνους.
Κάθε πρωί με μόνιμο συνοδό και ξεναγό μας τη Μαρία, ξεκινάμε ν’ ανακαλύψουμε το σύγχρονο πρόσωπο της Ροδαυγής και την μεγάλη περιφέρεια που την περιβάλλει. Θα ήταν ουτοπικό και ίσως κουραστικό, να επιχειρήσω να περιγράψω με λεπτομέρειες κάθε διαδρομή και κάθε συνοικισμό που περιλαμβάνει η Ροδαυγή. Στην ουσία κάθε δρομίσκος – τισμεντοστρωμένος ως επί το πλείστον – που κατηφορίζει προς τα ανατολικά και νότια του χωριού, μοιάζει να μας μεταφέρει στον παράδεισο. Τεράστια πουρνάρια, πλατάνια, βελανιδιές, ρείκια, κουμαριές, μηλιές, ροδιές, κερασιές, καρυδιές, καστανιές και τόσα άλλα ακόμα οπωροφόρα δέντρα, μας φέρνουν στο νου το φημισμένο Πήλιο στις ωραιότερες στιγμές του. Παντού άφθονα νερά, βρύσες με συνεχή ροή και δροσερό νερό, σπιτάκια χαμένα μέσα σ’ αυτή την αφθονία της βλάστησης, με όμορφα λουλούδια και περιποιημένους λαχανόκηπους.
Κάποια απ’ αυτά τα σπίτια είναι παλιά, με θαυμάσια πέτρινη τοιχοποιία και στέγες από πλάκα ή κεραμίδι.
Δεσπόζουσα θέση μέσα στην καταιγιστική βλάστηση της Ροδαυγής κατέχει η «Ζαμπέλλα», η περίφημη αυτή Τζουμεριώτικη ποικιλία σταφυλιών. Την συναντάμε παντού, σε αυλές σπιτιών, περιβόλια, μικρούς αμπελώνες ή παρυφές δρόμων, άλλοτε πειθαρχικά καλλιεργημένη σε σύρματα και κρεβατίνες και άλλοτε αναρριχώμενη ατίθασα πάνω σε κορμούς μεγάλων δέντρων και κυρίως μουριών. Από όλα αυτά τα κλήματα κρέμονται άφθονα τσαμπιά με τις σκουρόχρωμες ολοστρόγγυλες ρώγες, που μέσα από τη χοντρή τους φλούδα κρύβουν τον τόσο ιδιαίτερα αρωματικό χυμό.
Ποια είναι όμως η ιστορική παρουσία της ζαμπέλλας στα Τζουμέρκα; Σύμφωνα με τον ερευνητή Νικόλαο Παπακώστα κατά τα έτη 1878 και 1897 ενέσκηψαν στην περιοχή των Τζουμέρκων ασθένειες, που σχεδόν εξαφάνισαν όλα τα αμπέλια. Τότε εισήχθη στην περιοχή η ζαμπέλλα, ως ποικιλία ανθεκτική. Η προέλευση όμως της ζαμπέλλας είναι αμερικάνικη, την μετέφερε ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο οποίος – τιμής ένεκεν – της έδωσε το όνομα της Βασίλισσας της Ισπανίας Ισαβέλλας. Ο Ν. Παπακώστας στο βιβλίο του «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ» αναφέρει σχετικά: «Ο Κολόμβος, κομίσας το κλήμα τούτο εξ Αμερικής, έδωκε το όνομα της προστατευσάσης αυτόν Βασιλίσσης της Ισπανίας».
Από αυτήν λοιπόν την ιστορική ποικιλία, που από τα τέλη του 19ου αιώνα θεωρείται παραδοσιακή στην περιοχή, βγαίνει κάθε φθινόπωρο το περίφημο ζαμπελίσιο τσίπουρο, που με το μοναδικό του άρωμα μοσχοβολούν όλα τα Τζουμερκοχώρια. Ήδη όμως η ζαμπέλλα κινδυνεύει.
Κατά τον Λάμπρο Ζιανίκα «τα τελευταία 5-10 χρόνια παρατηρείται κάθετη κάμψη στην καλλιέργεια και την απόδοση της ζαμπέλλας, που ίσως οφείλεται στην αλλαγή του τρόπου καλλιέργειας από αναρριχητικό σε αμπελίσιο ή στη χρήση ζιζανιοκτόνων ή στον τερματισμό του κύκλου ζωής της ή σε διάφορες άλλες αιτίες». Κατά τον συγγραφέα το πρόβλημα πρέπει να απασχολήσει έγκαιρα φορείς και ιδιώτες για τη διάσωση και διατήρηση αυτής της παραδοσιακής ποικιλίας των Τζουμέρκων.
Ένα πρωί ξεκινάμε από τον ξενώνα και αμέσως μετά κατηφορίζουμε απότομα δεξιά προς τον συνοικισμό «Περδικάρι». Μέσα από μια ονειρεμένη διαδρομή, που περιλαμβάνει όλη την ήδη γνωστή μας ποικιλία βλάστησης, φτάνουμε σε λίγα λεπτά στον λοφίσκο του Αϊ – Γιάννη, πάνω από τον οικισμό των Πιστιανών. Είναι ένα σημείο κορυφαίας θέας, τόσο προς τη Ροδαυγή, όσο και προς όλους τους γνωστούς μας ορεινούς όγκους και την κοιλάδα του Άραχθου. Καθώς χαμηλώνει ο λοφίσκος προς τα νοτιοανατολικά δημιουργείται ένα ωραιότατο μικρό δάσος από καστανιές με άφθονα κάστανα και κουμαριές με μεγάλα και νοστιμώτατα κούμαρα.
Μερικές εκατοντάδες μέτρα προς τα ΒΔ, σ’ έναν υψηλότερο λοφίσκο, δεσπόζει το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής των Πιστιανών. Η τοποθεσία είναι εκπληκτική, κατάφυτη με υπεραιωνόβιες καστανιές, κέδρα και πελώρια πουρνάρια. Μέσα σ’ αυτό το υπέροχο φυσικό περιβάλλον, το πετρόχτιστο και πλακοσκέπαστο εκκλησάκι βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία. Είναι ρυθμού βασιλικής, ξυλόστεγη, με τοιχοποιία από μαύρη πελεκητή πέτρα, που γενικά διατηρείται σε καλή κατάσταση. Τόσο στον νάρθηκα όσο και στον κυρίως ναό το παλιό, πλακόστρωτο δάπεδο διατηρείται αυτούσιο. Περίτεχνες τοιχογραφίες καλύπτουν την ανατολική πλευρά του νάρθηκα και το εσωτερικό του κυρίως ναού. Δυστυχώς σε ορισμένα σημεία των τοίχων έχει καταπέσει το παχύ στρώμα του σοβά, με αποτέλεσμα οι τοιχογραφίες να έχουν υποστεί σοβαρές φθορές. Η συντήρησή τους είναι απαραίτητη και η σκεπή χρειάζεται επείγουσα στεγανοποίηση. Είναι άγνωστος ο ακριβής χρόνος ίδρυσης της εκκλησίας, εικάζεται όμως ότι χτίστηκε στο τέλος του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα.
Ο οικισμός των Πιστιανών βρίσκεται τρία σχεδόν χιλιόμετρα νότια της Ροδαυγής και έχει τα ίδια μ’ αυτήν μορφολογικά και γεωφυσικά χαρακτηριστικά, αραιή δόμηση και πλουσιότατη βλάστηση. Η προσέγγιση στα Πιστιανά γίνεται είτε από το κεντικό οδικό δίκτυο Ροδαυγής – Άρτας, είτε μέσα απ’ αυτές τις παραδεισένιες διαδρομές των ελικοειδών δρομίσκων, που ξεκινούν από τη Ροδαυγή και εξαφανίζονται κυριολεκτικά κάτω από τα φυλλώματα και τη σκιά των δέντρων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μικρή πλακοσκέπαστη βασιλική του Αγίου Γεωργίου, που έχει πολλές ομοιότητες με την Αγία Παρασκευή. Χτίστηκε στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα και οι εξαιρετικές τοιχογραφίες είναι της ίδιας τεχνοτροπίας με της Αγίας Παρασκευής, ένδειξη ότι έγιναν από τον ίδιο τεχνίτη την ίδια εποχή.
Γαστρονομικό πόλο έλξης για όλη την περιοχή αποτελεί η ταβερνούλα – ψησταριά του Κώστα και της Σοφίας Βαρούχου, στο κέντρο του χωριού, ακριβώς απέναντι από την εκκλησία της Παναγίας. Καθόμαστε κάτω από μια τεράστια κληματαριά ζαμπέλλας με τα τσαμπιά να κρέμονται πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Στη δροσερή νύχτα του Σεπτέμβρη απολαμβάνουμε θαυμάσια εξυπηρέτηση, νοστιμότατα ντόπια κρέατα και ζαρζαβατικά από τον κήπο και στο τέλος την εκπληκτική προσφορά του καταστήματος, που όσο κι αν έχει προηγουμένως φάει κανείς, είναι αδύνατον να αρνηθεί» μια τεράστια πιατέλα με απίθανη ποικιλία γλυκισμάτων.
ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Ανάμεσα στις πολύωρες περιηγήσεις μας πάντα βρίσκουμε χρόνο για μια μικρή στάση στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής. Άλλοτε για ένα καφέ ή τσιπουράκι στην ταβερνούλα της Βαγγελιώς με την υπέροχη κουζίνα της. Και άλλοτε απλά για ένα πέρασμα από αυτό το τόσο ειδυλλιακό σημείο του χωριού, με την κορυφαία θέα και την ζωντανή παρουσία των κατοίκων.
Τα πρωινά των Κυριακών, και ιδιαίτερα μετά τη λήξη της Λειτουργίας, η πλατεία γεμίζει ασφυκτικά, ζει τις ωραιότερες στιγμές της. Μια τέτοια Κυριακή του Σεπτέμβρη, με θαυμάσιο καιρό, έχουμε την εμπειρία να παρακολουθήσουμε την υπαίθρια συνέλευση του Τοπικού Συμβουλίου κάτω από τη σκιά των πλατάνων της πλατείας. Με την παρουσία του Δημάρχου Ξεροβουνίου Λεωνίδα Τσιάπελλα, συμβούλων του Δημοτικού και Τοπικού Συμβουλίου και πολλών κατοίκων της Ροδαυγής, διεξάγεται μια πολύωρη, πολιτισμένη αλλά και ζωντανή συζήτηση για τα προβλήματα του οικισμού και τα έργα που είναι απαραίτητο να γίνουν.
Η δεύτερη επίσκεψή μας στη Ροδαυγή πραγματοποιείται στα τέλη του Οκτώβρη. Ο εορτασμός της Εθνικής Επετείου μας βρίσκει μακρυά από τον μεγαλειώδη εορτασμό της Θεσσαλονίκης, στη συγκινητική λιτότητα της εκδήλωσης στο προαύλιο της Αγίας Παρασκευής. Εδώ δεν υπάρχουν λαμπρές παρελάσεις, πλήθος κόσμου και ηχηρά ονόματα της πολιτειακής, πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του τόπου. Είναι μόνον τα λιγοστά παιδιά του Σχολείου της Ροδαυγής, οι κάτοικοι του χωριού και ο παπα-Γιάννης. Είμαι όμως βέβαιος, πως το προσκλητήριο από τη φωνή του παπα-Γιάννη των απόντων παιδιών της Ροδαυγής που χάθηκαν για την πατρίδα συγκλονίζει και συγκινεί όλων τις ψυχές, πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μεγαλειώδη εκδήλωση.
Κορυφαία όμως στιγμή για τη Ροδαυγή και την πλατεία της θα αποτελέσουν οι λαμπρές εκδηλώσεις, που θα πραγματοποιηθούν το καλοκαίρι του 2004 και συγκεκριμένα στις 26 Ιουλίου, την μέρα της γιορτής της Αγίας Παρακευής. Η ιδιαιτερότητα έγκειται στο γεγονός, ότι την ημέρα αυτή θα γιορτασθεί η σημαντική επέτειος της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την ανέγερση της επιβλητικής αυτής εκκλησίας, που είναι μια από τις ωραιότερες της Ηπείρου. Χτισμένη το 1804 με την εξαίρετη παραδοσιακή τοιχοποιία, η εκκλησία είναι μια πλακοσκέπαστη τρίκλιτη θολωτή βασιλική με τρούλλο και με μεγάλες διαστάσεις. Ο κιονοστήρικτος εξωνάρθηκας με τις σπονδυλωτές πέτρινες κολώνες και το ωραιότατο ανεξάρτητο κωδωνοστάσιο συνθέτουν ένα εντυπωσιακό σύνολο, στολίδι πραγματικό, όχι μόνον του χωριού αλλά και ολόκληρης της περιοχής. Το δάπεδο του ναού είναι σιρωμένο με τις μεγάλες αυθεντικές του πλάκες, ενώ στους τοίχους δεν σώζονται τοιχογραφίες. Εντυπωσιακό, τόσο σε διαστάσεις όσο και σε καλλιτεχνική αξία, είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο, με διαμπερές σκάλισμα σε ξύλο καρυδιάς. Νότια του κυρίως ναού και σε συνέχεια αυτού, έχει κτισθεί το 1855 – σύμφωνα με σχετικό λιθανάγλυφο – ένα παρεκκλήσι προς τιμήν αγνώστου αγίου, στο υπόγειο του οποίου σώζεται οστεοφυλάκιο.
Η αναφορά μας στην εκκλησία και την πλατεία της Ροδαυγής θα ήταν ημιτελής, αν δεν κάναμε μια – συνοπτικότατη έστω – μνεία, στο μεγάλο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, με τον ονομαστό χορό του, το «Καγκελάρι». Στην εξαίρετη σχετική μονογραφία του – που πολύ πρόσφατα δημοσιεύτηκε – ο Γεώργιος Χ. Κομζιάς χαρακτηρίζει το Καγκελάρι ως «ομφάλιο λώρο, που μας κρατά δεμένους με τη γενέθλια γη και ο γυρισμός σ’ αυτήν είναι για τον καθένα μασς ένα ζωικό αναβάπτισμα».
Ο εορτασμός της Αγ. Παρακευής στη Ροδαυγή διαρκεί δυο ημέρες, τη 26η και 27η Ιουλίου. Στις 26 είναι η παραμονή του πανηγυριού, ενώ τις 27 ( του Αγ. Παντελεήμονα) γιορτάζεται το κυρίως πανηγύρι. Η ρύθμισή αυτή καθιερώθηκε από τους παλιότερους για να μπορούν να γιορτάζουν την Αγ. Παρασκευή και στη Φτέρη, το μικρό χωριό χαμηλά στο ποτάμι, απέναντι από τη Ροδαυγή.
Σύμφωνα με τον Γ. Κομτζιά «… οι εκδηλώσεις του πανηγυριού βαστούσαν όλη μέρα με μικρή διακοπή το μεσημέρι. Το απόγευμα, μετά το φαγοπότι και το γλέντι στο σπίτι, έβγαιναν όλοι μαζί στο δρόμο και τραβούσαν για την πλατεία, με την καινούργια περιποιημένη φορεσιά τους, την «πανηγυριώτικη». Εκεί το γλέντι ξανάρχιζε. Τούτος ο απογευματινός χορός του πανηγυριού ήταν ο πιο επίσημος και ο πιο σπουδαίος της χρονιάς. Σε τούτον παρευρίσκονταν όλοι οι χωριανοί αλλά και πολλοί ξένοι. Εδώ θα τους έβλεπαν και θα ξεχώριζαν την ομορφιά, τη λεβεντιά, τη χάρη στο χορό, το καλό ντύσιμο και το σεμνό φέρσιμο των κοριτσιών. Αργότερα, και ενώ ο ήλιος άρχιζε να βασιλεύει, ξεκινούσε το πιο ξακουστό απ΄ όλα τα τραγούδια και ο πιο περίφημος απ’ όλους τους χορούς, το Καγκελάρι. Εδώ δεν είχαν θέση τα όργανα. Οι χορευτές, πιασμένοι θηλυκωτά, χόρευαν και τραγουδούσαν».
Δυστυχώς ο χώρος δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε όσο θα θέλαμε για το Καγκελάρι, που εκτός από τις 27 Ιουλίου, χορεύεται και την Τρίτη της Λαμπρής. Η ονομασία του οφείλεται, είτε στη λέξη «κάγκελο» – επειδή οι χορευτές είναι συνδεδεμένοι όπως τα κάγκελα – είτε στα «καγκέλια»ή «καγκελίσματα», τα διπλώματα δηλαδή του κύκλου, που κάνουν στο χορό οι χορευτές. Οι ρίζες του χάνονται στα βάθη του χρόνου, είναι όμως ήδη γνωστός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Σύμφωνα με τον Στ. Φίλο, «από το ύφος του, τις μονότονες κινήσεις και την καθολική σχεδόν συμμετοχή των πανηγυριστών, φαίνεται ότι είναι αρχαϊκό λείψανο, μέσο συμμετοχής και εκδηλώσεων κοινών συναισθημάτων από μεγάλες ομάδες λαού».
Ένας γερο Ηπειρώτης από τους Παπαδάτες Πρεβέζης, που χόρεψε στο χωριό του αυτό το χορό πριν από το 1912 είπε: Για μας το Καγκελάρι ήταν ξέσπασμα. Με τα σφιχτοδεμένα χέρια μας ήταν σαν να δίναμε ο ένας στον άλλο θάρρος. Και το πάτημά μας στο σκοπό του χορού ήταν δυνατό και οργισμένο. Έμοιαζε σαν αν πατούσαμε την τυραννία».
Δεν θα επεκταθούμε στο τελετουργικό και στις τεχνικές λεπτομέρειες του χορού. Άλλωστε χωρίς τη συμμετοχή – ή έστω την παρακολούθηση – ελάχιστη αξία θα είχαν. Θα περιορισθούμε μόνον να αναφέρουμε τα λόγια του 85χρονου Ροδαυγιώτη Βαγγέλη Σταύρου τον Απρίλιο του 2002 στον συγγραφέα του βιβλίου Γ. Κομζιά: «Το Καγκελάρι εκείνα τα χρόνια το παρακολουθούσαν και οι Τούρκοι. Κάθονταν στα σκαλιά της εκκλησίας και γύρω-γύρω στην πλατεία, έβλεπαν τους Έλληνες να χορεύουν και χαίρονταν, γιατί τους άρεσε σαν θέαμα. Έβλεπαν το χορό, γελούσαν και χειροκροτούσαν. Για να μπορούν λοιπόν να ξεφύγουν οι χωριανοί από την έντονη αυτή παρουσία των Τούρκων, σκέφτηκαν να κάνουν στο χορό τα καγκέλια και το σταυροκάγκελο, για να συνεννοούνται χωρίς να τους παίρνουν οι Τούρκοι μυρωδιά».
Ολοκληρώνοντας για την πλατεία θα πρέπει να αναφέρουμε, ότι δίπλα της υπάρχει διαμορφωμένος ένας μεγάλος και ωραίος χώρος στάθμευσης, πολύ εξυπηρετικός για τους επισκέπτες της Ροδαυγής.
Τοποθεσία πολύ αξιόλογη κοντά στο κέντρο του χωριού είναι η ονομαζόμενη «Μπέσικο» (από την τούρκικη λέξη «μπέσα» που σημαίνει πίστη, εμπιστοσύνη). Από εδώ περνάει το ομώνυμο ρέμα που πηγάζει από τη θέση «Μπιστούρα» – στα βόρεια, πάνω από το χωριό – και στη συνέχεια, μέσα από μια δύσβατη λαγκαδιά που θυμίζει ζούγκλα, συναντάει άλλα ρέματα και καταλήγει στο ποτάμι.
Ακολουθούμε την πινακίδα από τον κεντρικό δρόμο του χωριού και μετά από 200 μ. βατού δρόμου καταλήγουμε σ’ ένα μικρό πλάτωμα, κάτω από τεράστια πλατάνια, κισσούς και καρυδιές. Τις εποχές που τα δέντρα έχουν φυλώματα πολύ δύσκολα μπορεί να διεισδύσει ο ήλιος. Μερικές δεκάδες μέτρα πιο κάτω βρίσκεται η περίφημη πηγή «Μπέσικο», που στο παρελθόν παρείχε κινητήρια δύναμη στον βακούφικο νερόμυλο και στον μύλο των Μαραίων.
Εδώ κάποτε συγκεντρώνονταν οι γυναίκες της Ροδαυγής για να πλύνουν τα ρούχα της οικογένειας και από εδώ επίσης κουβαλούσαν το νερό με βαρέλες, που ήταν δεμένες στην πλάτη με τριχιά. Με δαπάνη του εφοπλιστή Δ. Αράπη από τη Ροδαυγή έχει διαμορφωθεί από το 1995 στη μνήμη των γονέων του, ένα καταπληκτικό πετρόχτιστο περιβάλλον γύρω από την ονομαστή αυτή βρύση του χωριού, τόπος μοναδικός για γαλήνη και ξεκούραση.
Η τοποθεσία βέβαια, που περισσότερο από κάθε άλλη διεκδικεί τον τίτλο του «εξώστη της Ροδαυγής» είναι η «Μπιστούρα». Φτάνει κανείς σ’ ένα δεκάλεπτο περίπου με μονοπάτι που ανηφορίζει στα βόρεια, πάνω από τα τελευταία σπίτια του χωριού. Υπάρχει όμως και οδική πρόσβαση από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο Ροδαυγής – Φανερωμένης. Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου πάνω από τη Ροδαυγή αρχίζει στα δεξιά δασικός δρόμος, που μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα, καταλήγει πάνω από τη Μπιστούρα. Και στις δύο περιπτώσεις όμως πρέπει να υπάρχουν σαφείς πληροφορίες ή – ακόμη καλύτερα – ντόπιος οδηγός. Σύμφωνα με τον Κ. Α. Διαμαντή. «Μπιστούρα ονομάζεται ογκοβράχος χιλιοτρυπημένος που κάτω σχηματίζει συνήθως σπηλιά και μοιάζει να είναι σωρός μεγάλος από κολλημένα πετραδάκια ασβεστόλιθου». Πράγματι, μετά από λίγο, παρατηρώντας τη σύσταση των βράχων, είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε την ακρίβεια της παραπάνω περιγραφής. Ο δασικός δρυμός – όχι ιδιαίτερα βατός σε συμβατικά αυτοκίνητα – καταλήγει σ’ ένα επίπεδο και όμορφο λιβαδάκι, που προβάλλει αναπάντεχα μέσα στο δάσος.
Στην άκρη του, κάτω από τους ασβεστολιθικούς βράχους της Μπιστούρας, χάσκει ένας απότομος γκρεμός, που μας χαρίζει την πανοραμικότερη θέα προς το χωριό, τα Τζουμέρκα και τα υπόλοιπα βουνά, τον Άραχθο και την τεχνητή του λίμνη, ως τις εσχατιές του νότιου ορίζοντα στη θάλασσα του Αμβρακικού. Είναι ένα συνολικό θέαμα που κόβει την ανάσα και μας επιβάλλει να παρατείνουμε την παραμονή μας ως το ηλιοβασίλεμα. Στα βόρεια του μικρού λιβαδιού αρχίζει ένα ευδιάκριτο μονοπάτι, που διασχίζει ένα υπέροχο μεικτό δάσος από πεύκα και κυπαρίσσια με λεπτούς και πανύψηλους κορμούς. Σε λιγότερο από ένα πεντάλεπτο το μονοπάτι καταλήγει σ’ ένα δεύτερο σημείο θέας, εξίσου συναρπαστικό με το πρώτο, όπου το Δασαρχείο έχει εγκαταστήσει ένα ξύλινο παρατηρητήριο.
ΣΤΙΣ ΕΞΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΟΥ ΑΡΑΧΘΟΥ
Από τα ψηλώματα της Μπιστούρας σε υψόμετρο 900 περίπου μέτρων, κατηφορίζουμε χαμηλότερα από τη Ροδαυγή, στις εξοχές και τις όχθες του Άραχθου. Για το περίφημο ποτάμι, που το όνομά του έχει συνδεθεί άρρηκτα με το θρυλικό «Γεφύρι της Άρτας», γράφει στα «Άπαντά» του ο Κ. Α. Διαμαντής: «Ο Άραχθος είναι το ποτάμι της Άρτας, που από σύγχυση πολλοί γεωγράφοι και ιστορικοί το λένε και Ινάχο. Πηγάζει από τα δυτικά του Λάκμονα στη θέση «Οξυά του Δεσπότη». Μέχρι το υψίπεδο των Ιωαννίνων λέγεται Μεστοβίτικος. Εκεί δέχεται στη δεξιά όχθη τα νερά του Διπόταμου (Μπαλντούμα), που συλλέγει τα νερά της περιοχής Ζαγοριού, ανάμεσα στο Μιτσικέλι και το Βραδέτο. Το Διπόταμο σχηματίζεται από δυο ποταμάκια: το Ζαγορίτικο και το Βαρβαπόταμο.
Από τη συμβολή του Μετσοβίτικου και Διπόταμου, το ποτάμι παίρνει το όνομα Άραχθος. Το όρος Δρίσκος το χωρίζει από τα Γιάννινα. Καθώς προχωρεί, η κοίτη του είναι αλλού πλατιά και πεδινή και αλλού έχει απόκρημνες πλευρές, όπως στη Μονή της Τσούκας και στο χωριό Φορτάσι, μετά τη συμβολή του Καλαρρυτιντού. Όλο το μήκος του Άραχθου, ως τις εκβολές του στον Αμβρακικό κόλπο, είναι 95 χιλιόμετρα.
Μια ποητικότερη εκδοχή για τη δημιουργία του Άραχθου βασίζεται στη λαϊκή παράδοση (Ν. Πέτρου, Αχελώος). «Τα παλιά τα χρόνια στην κορφή της Ρόνας ζούσαν τρία αδέλφια: ο Ασώρος (Αχελώος) ο μεγαλύτερος, ο Άραχθος και ο Σαλαμωριάς (Πηνειός). Κάποια μέρα μάλωσε ο Άσωρος, που ήτανε ζαβός αδερφός, με τους δύο μικρότερους κι εκείνοι θυμωμένοι αποφάσισαν κρυφά να φύγουν.
Σηκώθηκαν νύχτα και πήραν τον κατήφορο, ο Άραχθος προς τα Γιάννενα και ο Σαλαμωριάς προς τα Τρίκαλα. Κοντά χαραυγή ξύπνησε ο Άσπρος, δεν τους βρήκε και άρχισε να τους ψάχνει. Έσκιζε τα βουνά ουρλιάζοντας και τους φώναζε αλλά μες τη στενοχώρια του πήρε λάθος δρόμο κι όταν έφτασε στη θάλασσα χωρίς να τους βρει, ήταν πια αργά, δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω».
Από πολλούς δρόμους και πολλά σημεία μπορεί κάποιος να προσεγγίσει το ποτάμι και κυρίως από τους συνοικισμούς «Άμμος», «Καθαραβούνι» και «Σουμέση». Η πρώτη μας διαδρομή – που είναι και η συντομότερη – έχει ως προορισμό τον συνοικισμό Άμμο. Σύμφωνα με τον Κ. Α. Διαμαντή, «ο Άμμος βρίσκεται ανάμεσα στα Πιστιανά, στο Ποτάμι και στους συνοικισμούς Καθαραβούνι, Κερασίτσα και Περδικάρι. Ανάμεσα στον Άμμο και το Περδικάρι είναι τα Χάντακα, όπου υπάρχουν άφθονα νερά και άλλοτε λειτουργούσαν μαντάνια, μύλος και νεροτριβές. Στον Άμμο είναι χτισμένη η εκκλησία του Αγίου Βησσαρίωνα και στο ποτάμι υπήρχε παλιά ο νερόμυλος του Πολίτη. Εκεί ήταν και «πόρος» (πέρασμα), από όπου περνούσε ο κόσμος στο αντικρινό χωριό Τραπεζάκι».
Είναι μια διαδρομή σχεδόν μόνιμα κατηφορική, με δρόμο στενό, που άλλοτε είναι τσιμεντόδρομος και άλλοτε χωματόδρομος, γενικά βατός, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες.
Στα πεντέμιση χιλιόμετρα που μεσολαβούν από το χωριό ως την ακροποταμιά, το φυσικό περιβάλλον είναι εκπληκτικό, με όλη την ποικιλία και αφθονία της βλάστησης, που σε κάθε βήμα μας περιβάλλει στη Ροδαυγή. Μέσα σ’ αυτό τον παράδεισο, μακρυά από θορύβους και ανθρώπους, παραμένουν ακόμη μερικά πανέμορφα, πετρόχτιστα και πλακοσκέπαστα αγροτόσπιτα, που διατηρούν αναλλοίωτη όλη την αρχιτεκτονική παράδοση του τόπου. Περιβάλλονται από πλούσιες καλλιέργειες, οπωροφόρα δέντρα και λαχανόκηπους, ενώ βέβαια, πανταχού παρούσα είναι η περίφημη ζαμπέλλα, όχι μόνον σε αμπελώνες αλλά και σκαρφαλωμένη παραδοσιακά σε κορμούς μεγάλων δέντρων και κυρίως μουριών.
Με πολλή ζέστη – λόγω του χαμηλού υψομέτρου και της προφυλαγμένης κοιλάδας – φτάνουμε στην ακροποταμιά, σ’ ένα μικρό πλακόστρωτο πλάτωμα απέναντι από το χωριό Τραπεζάκι.
Μπροστά μας ο Άραχθος συνεχίζει ήρεμος την προαιώνια πορεία προς τον τελικό του προορισμό, ο ήχος της ροής του μοιάζει με σιγανό μουρμουρητό. Καθόμαστε στη σκιά μιας υπεραιωνόβιας αγριομουριάς, που από ένα σημείο του κορμού της έχει φυτρώσει – σαν σιαμαία – μια μικρή αγριοσυκιά! Ολόγυρά μας είναι διάχυτο το λεπτό άρωμα της μέντας, είναι στιγμές απίστευτης ομορφιάς, που μας γεμίζουν με γαλήνη και ηρεμία.
Η δεύτερη προσέγγιση στο ποτάμι γίνεται από τον συνοικισμό Σουμέσι, 4 χιλιόμετρα βόρεια της Ροδαυγής. Τη φορά αυτή, εκτός από τη Μαρία, μας συνοδεύει και ο Πέτρος Μπαρτζώκας, φυσιολάτρης και γνώστης όλης της περιοχής. Με τσιμεντόδρομο αρχικά και μετά χωματόδρομο, φτάνουμε μετά από οχτώμιση χιλιόμετρα στο ποτάμι. Η διαδρομή έχει πάντα την ίδια ομορφιά, φυσικό περιβάλλον ανυπέρβλητο. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και αρχίζουμε να βαδίζουμε πάνω στα αναρίθμητα στρογγυλεμένα βότσαλα της κοίτης με κατεύθυνση βόρεια, αντίθετη με τη ροή του ποταμού.
Το μόνο που ακούγεται στο γαλήνιο περιβάλλον είναι ο θόρυβος των βημάτων μας πάνω στα βότσαλα καθώς και ο ήχος του νερού, που είναι αρκετό αυτή την εποχή αλλά θολό. Σε ορισμένα σημεία η κοίτη είναι πολύ φαρδιά, ξεπερνάει τα 100 μέτρα. Κάποια στιγμή ο Πέτρος εγκαταλείπει την ομαλή πορεία στην κοίτη και χάνεται σ’ ένα μονοπάτι. Είναι αρκετά δύσβατο σε ορισμένα σημεία και ανηφορίζει παράλληλα με την κοίτη ενός ρέματος, που ο Πέτρος ονομάζει «Δαιμονότρυπες». Ξαφνικά έχουμε την αίσθηση ότι διασχίζουμε μια ζούγκλα. Όλα τα δέντρα και οι θάμνοι της περιοχής μοιάζουν να έχουν συγκεντρωθεί στη διαδρομή μας, σ’ ένα εντυπωσιακό και αξεδιάλυτο σφιχταγκάλιασμα. Προλαβαίνω να διακρίνω πλατάνια, πουρνάρια, φράξους, ιτιές, αριές, αγριοφουντουκιές, κουμαριές, ρείκια, κισσούς, κλιματσίδες, αβατσινιές, ακακίες, αγριοτριανταφυλλιές, λαδανιές και άφθονα κυκλάμινα. Κάποια στιγμή η πορεία μας γίνεται απαγορευτική, γιατί περνάει μέσα από το ρέμα. Επιστρέφουμε στις ανοιχτωσιές του Άραχθου, εντυπωσιασμένοι από αυτό το απίστευτα παρθένο περιβάλλον.
Η τρίτη μας προσέγγιση στον Άραχθο γίνεται από τον οικισμό της Σκούπας, επτάμιση χιλιόμετρα βόρεια της Ροδαυγής. Κατηφορίζουμε από το κέντρο του οικισμού, διασχίζουμε την καινούργια γέφυρα Τζάρη και βγαίνουμε στ’ αντικρινά χωριά από όπου για αρκετή ώρα έχουμε υπέροχη θέα από ψηλά, στο ποτάμι και στο φράγμα.
ΣΤΑ ΥΨΙΠΕΔΑ ΤΗΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ
Ως τελευταίο σημείο της περιπλάνησής μας στην περιοχή της Ροδαυγής αφήσαμε την «Φανερωμένη». Όχι τυχαία. Η Φανερωμένη είναι ένας μικρός οικισμός, σχεδόν ακατοίκητος το χειμώνα, αθέατος σ’ ένα υψίπεδο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Η πρώτη μας επίσκεψη με τη συνοδεία της Μαρίας πραγματοποιείται τον Σεπτέμβριο. Ακριβώς πάνω από τον ξενώνα ανηφορίζει με στροφές ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος, που αφήνει στα δεξιά του την τοποθεσία Μπιστούρα. Καθώς ανηφορίζει ο δρόμος η θέα γίνεται όλο και πιο μεγαλειώδης. 5 περίπου χιλιόμετρα πιο πάνω, στην κορυφή του αυχένα, ο δρόμος γίνεται χωμάτινος και αρχίζει να κατηφορίζει προς την κοιλάδα της Φανερωμένης.
Είναι ένα μακρόστενο και ευρύτατο υψίπεδο, που, εντελώς αναπάντεχα, ξεπροβάλλει μέσα από κακοτράχαλα βουνά. Διάσπαρτα εδώ κι εκεί διακρίνονται τα λιγοστά σπίτια του οικισμού, που στο κέντρο του, σ’ ένα θαυμάσιο λιβάδι, δεσπόζει η εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης. Είναι μονόκλιτη θολωτή βασιλική χωρίς τρούλλο. Κτίσθηκε το 1800. Οι πολύ καλές τοιχογραφίες φιλοτεχνήθηκαν το 1803, δυστυχώς όμως είναι δυσδιάκριτες από την αιθάλη τόσων χρόνων. Διασχίζουμε κατά μήκος του βόρειου άξονα τον οικισμό, εντυπωσιασμένοι από την πληθώρα των δέντρων καρυδιάς.
-Σ΄αυτό το υψόμετρο των 1.050 μέτρων τα καρύδια είναι άριστης ποιότητας, λέει η Μαρία. Κάθε χρόνο έρχομαι και βρίσκω εδώ την κυρά-Γιαννούλα. Από αυτήν προμηθεύομαι τα καρύδια της χρονιάς για τα διάφορα γλυκίσματα.
Την συναντάμε στις παρυφές του οικισμού, να βόσκει ολομόναχη τα γελάδια της. Στα 85 της σήμερα η κυρά-Γιαννούλα Κώστα, είχε την ατυχία να χάσει τον άντρα της σε ηλικία 32 ετών. Από τότε έζησε με το μοναχοπαίδι της, το Χρήστο, μέσα στις κακουχίες και τις στερήσεις, με συμμάχους όμως πολύτιμους το πείσμα, την αξιοσύνη της και τη συμπαράσταση των πεθερικών της. Έρχονταν να τη βρουν οι προξενήτρες και τις έδιωχνε. Δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Μετά από 53 χρόνια η ανάμνηση του άντρα της παραμένει ολοζώντανη.
-Ακόμα σκούζω, μας λέει με πίκρα. Σήμερα όμως είμαι καλά. Έχω το γιο μου και τα εγγόνια μου, τα δέντρα, τα γελάδια μου και κάτω στον κάμπο σπίτι και ελιές. Δεν έχω παράπονο. Η υγεία μου είναι καλή. Πόνο στο κεφάλι μου δεν γνώρισα ακόμα. Νιώθω σαν κοπέλα 18 χρονών.
Δεν βρίσκω καθόλου να υπερβάλλει. Είναι ζωηρή και αεικίνητη , σφίγγει χέρι σαν άντρας. Δίπλα η Μαρία σχηματίζει έναν αριθμό στο κινητό της. Αμέσως μετά λέει χαρούμενα: Κυρά Γιαννούλα, έλα να μιλήσεις με την εγγονή σου τη Γιαννούλα στην Αθήνα.
Πετάγεται από χαρά η γερόντισσα και πιάνει το τηλέφωνο. Για μερικά λεπτά την παρακολουθούμε να μιλάει ευτυχισμένη με την εγγονή της, αυτή από την ερημιά της Φανερωμένης κι εκείνη από το κέντρο της Αθήνας.
-Να σ’ έχει ο Θεός καλά Μαρία μου. Μου έδωσες μεγάλη χαρά. Τα καρύδια όμως δεν έγιναν ακόμα. Πρέπει να ξανάρθεις.
Ένα μήνα μετά, στα τέλη του Οκτώβρη, ξεκινάμε και πάλι για τη Φανερωμένη. Τη φορά όμως αυτή αποφασίζουμε ν’ ακολουθήσουμε μια ελάχιστα γνωστή βουνίσια διαδρομή με αφετηρία το Καστρί, 12 χιλιόμετρα ΝΔ της Ροδαυγής. Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου απ’ το Καστρί ακτινοβολεί με την μεγάλη ιστορική και αρχαιολογενή της σημασία η αρχαία πολιτεία Όρραον. Είναι ένας χώρος απίστευτης ομορφιάς, που με την ερειπωμένη ακρόπολη και τα εκπληκτικά της οικοδομήματα, μας συγκινεί για ώρες. Περιηγούμαστε στο χώρο με κατατοπιστικότατο ξεναγό τον αρχαιολόγο Θανάση Αρκουμάνη
της και μας κερνάει υπαίθριο καφεδάκι.
Τα καρύδια είναι πια μαζεμένα στα τσουβάλια τους, ενώ κάποια άλλα που είναι υγρά, στεγνώνουν στον δυνατό ήλιο του Οκτώβρη.
Γεμίζουμε το αυτοκίνητο, με όσα καρύδια μπορούμε περισσότερα, της ευχόμαστε Καλό Χειμώνα και την αποχαιρετάμε. Μακάρι κάποια φορά στο μέλλον να την ξανασυνταντήσουμε, γερή και δυνατή όπως τώρα.
Διασχίζουμε τη Φανερωμένη και μέσα από δύσβατο πετρόδρομο φτάνουμε στο τέρμα του αυχένα, σε υψόμετρο 1300 μ. Βρισκόμαστε ακριβώς στο χείλος ενός ασύλληπτου γκρεμού, που μετά από πολλές εκατοντάδες μέτρα σταματάει στο ασφάλτινο οδικό δίκτυο, πάνω από τη κοιλάδα του Άραχθου. Το θέαμα της κοιλάδας και του ορεινού όγκου των Τζουμέρκων μας γεμίζει με δέος, και οποιαδήποτε απόπειρα περιγραφής είναι μάταιη.