Η Ρεντίνα είναι ένας από τους ελάχιστους τόπους στην ελληνική βουνογραφία που συνδυάζει το πλεονέκτημα του αυθεντικού φυσικού τοπίου και του τεράστιου ιστορικού υπόβαθρου.
Βρίσκεται στον πυρήνα του Αγραφιώτικου μύθου, θα σας εντυπωσιάσει με τους θρύλους, τους αγώνες, την αντίσταση, την τέχνη, τις παραδόσεις, την ιστορία και τους πολύ ζωντανούς ανθρώπους της…
Πέρασα από τη Ρεντίνα πολλές φορές. Πάντοτε με μάγευε το αειφόρο δάσος και το εκπληκτικό ανάγλυφο του εδάφους της. Ποτέ όμως δεν είχα αφιερώσει τον οφειλόμενο χρόνο για να την επισκεφθώ και να γνωρίσω τα τρία σημαντικά της μουσεία.
Την Ρεντίνα είτε την προσεγγίσεις από την Καρδίτσα είτε από τους Σοφάδες, οι δρόμοι θα σμίξουν έξω απ’ τον Κέδρο και θα σ’ ανεβάσουν, περνώντας πάνω από τα Λουτρά Σμοκόβου, στο πολυμορφικό αυτό κεφαλοχώρι. Επίσης, στον οικισμό μπορείς να φτάσεις κι από το Καρπενήσι, αφού διασχίσεις ελατοσκέπαστους παράδεισους.
Η Ρεντίνα είναι χτισμένη αμφιθεατρικά, κάτω από τον Αϊ-Λια και τον μικρό λοφίσκο του Αϊ-Θανάση, έτσι που να θεάται βορρά, ανατολή και νότο. Περιβάλλεται από πλαγιές με πλούσια βλάστηση, αλλού δασοσκέπαστη κι αλλού χορτολιβαδική.
Εντυπωσιάζει με τη σπουδαία αρχιτεκτονική των σπιτιών της και είναι από τα σπουδαιότερα – αν όχι το σημαντικότερο – κεφαλοχώρια των Αγράφων.
Το δάσος της Ρεντίνας εξασφαλίζει στο έδαφος πορώδη ανάπτυξη με μεγάλη απορροφητική ικανότητα, καθώς διηθείται μεγάλος όγκος νερών που παρά τις μεγάλες κλίσεις των εδαφών της, βρίσκουν διέξοδο, δημιουργούν πηγές κι εμπλουτίζουν ρέματα και τη λίμνη του Σμόκοβου.
Ξεκινώντας το οδοιπορικό μας στη Ρεντίνα, οφείλουμε λίγα λόγια για τα Άγραφα και την τοπογραφία της Ρεντίνας.
Η περιοχή αυτή της Πίνδου ονομάστηκε έτσι όταν κατά την εποχή της Εικονομαχίας, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος ο Κοπρόνυμος, έστειλε τον 8ο αιώνα τους Εξάρχους του να ελέγξουν αν αφαίρεσαν οι κάτοικοι της περιοχής τις εικόνες από τις εκκλησιές τους. Όταν αυτοί έφτασαν, διαπίστωσαν ότι οι ορεινοί κάτοικοι, όχι μόνο δεν είχαν αφαιρέσει τις εικόνες, αλλά πιστοί και δεμένοι με τις παραδόσεις τους, επιτέθηκαν και σκότωσαν τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα, ως ασεβείς και ιερόσυλους.
Φτάνοντας τα μαντάτα στην Πόλη, ο αυτοκράτορας οργίστηκε και διέταξε να διαγράψουν την ανυπότακτη αυτή περιοχή από τους καταλόγους της αυτοκρατορίας, αλλά και από τα κατάστιχα είσπραξης φόρων. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε και αργότερα όταν οι Τούρκοι επικράτησαν στη Θεσσαλία, πριν από την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επί εποχής Μουράτ Β΄.
Το 1525 μ.Χ είναι έτος ορόσημο για τη Ρεντίνα. Υπογράφεται η συνθήκη του Ταμασίου, από την οποία αναγνωρίζεται η ανεξαρτησία των Αγράφων.
Τα Άγραφα αποτελούν το πετράδι στο στέμμα της Πίνδου. Στον Πινδικό χώρο και ειδικότερα στον νοτιοανατολικό ορεινό όγκο του βρίσκονται τα Άγραφα, που γεωγραφικά ενώνουν τη δυτική και κεντρική Ελλάδα με τη Θεσσαλία, και διαιρούνται στα Θεσσαλικά και Ευρυτανικά Άγραφα.
Λένε οι παλιοί ότι όταν ο Θεός έφτιαχνε τον κόσμο, πήρε μια χούφτα από χώμα και το πέρασε σε σήτα. Το εύφορο πέρασε από αυτήν και έγιναν οι κάμποι, οι δε πέτρες και τα χοντράδια έπεσαν στη γη και γεννήθηκαν τα Άγραφα.
Στα Άγραφα ο μύθος και η ιστορία ζωντανεύουν, είναι μια από τις περιοχές με πλούσιες αγωνιστικές παρακαταθήκες, κάθε ύψωμα αναταράζεται από συναρπαστικούς μύθους και το χώμα είναι βαμμένο με το αίμα των ηρωικών αγώνων του λαού. Από τα παλιά χρόνια στην ευρύτερη περιοχή των Αγράφων, έσμιξαν η ιστορία με τους θρύλους και τις παραδόσεις, και η θρησκευτική λατρεία με την τέχνη.
Η Ρεντίνα, πάλαι ποτέ έδρα του ομώνυμου ορεινού Δήμου του νομού Καρδίτσας, βρίσκεται πάνω στα όρια τριών νομών και μάλιστα εκεί που σμίγουν τα σύνορα με τους νομούς Ευρυτανίας και Φθιώτιδας. Έχει προσβάσεις και προς τις τρεις αυτές περιοχές των νομών και συνορεύει με τα χωριά Σμόκοβο, Παλαιά Γιαννιτσού, Πάπα, Ροβολιάρι, Πιτσιωτά, Φουρνά και Αϊδονοχώρι. Το «χωριό», όπως συνηθίζεται να λέγεται από τους ντόπιους, είναι κτισμένο αμφιθεατρικά μέσα σε μια έκταση που καλύπτει 57.000 στρέμματα, εκ των οποίων τα 30.000 είναι δάσος. Η απρόσμενη ομορφιά της φύσης δημιούργησε ιστορία, μια ιστορία ορεινού διατηρητέου και παραδοσιακού χωριού, που βρίσκεται στο κέντρο της «άλλης» Ελλάδας.
Ως προς το τοπωνύμιο της Ρεντίνας παρά τις προσπάθειες διαπρεπών γλωσσολόγων, δεν κατορθώθηκε να βρεθεί η ετυμολογία του. Κατά τους προγενέστερους αιώνες ήταν έδρα επισκοπής με ακμάζοντα σχολεία και ονομαζόταν Ρενδίνα. Παραμένει έτσι αδιευκρίνιστο το όνομά της, με πιθανότερη εκδοχή την άποψη πως είναι ξενικό (Σλάβικο). Όμως δεν πρέπει να δίνουμε και ιδιαίτερη σημασία στο όνομα, αφού την απάντηση την έχει δώσει με σαφήνεια η ιστορία. Οι Ρεντινιώτες είχαν ανέκαθεν Ελληνική συνείδηση και η λαλιά τους δεν ήταν άλλη από την Ελληνική και μάλιστα στη λιτή δωρική της εκδοχή.
Από τα διάσπαρτα αρχαιολογικά ευρήματα που σώζονται έως σήμερα, τις παραδόσεις, και τα τοπωνύμια, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα, ότι στο παρελθόν σε αρκετές περιοχές μέσα στα διοικητικά όρια της περιφέρειας του Δήμου Ρεντίνας, υπήρξαν οικισμοί με διάφορες ονομασίες, όπως Τσάτσα, Παλιχώρια, Κρυφό Χωριό και Αβλουβάς, οι οποίοι εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους ή συνενώθηκαν με την πολυάνθρωπη κωμόπολη.
Στη Ρεντίνα διασώζονται ερείπια προχριστιανικής πόλης του 3ου αιώνα αλλά και ακόμη παλιότερα. Πιο συγκεκριμένα, στην νοτιοανατολική πλευρά της και σε σχετικά μικρή απόσταση από το χωριό, στο βάθος της κοιλάδας, δίπλα στην Πηγή Βρωμόβρυση, διακρίνονται ερείπια πόλης, με τείχος χονδροειδώς κτισμένο από πολυγωνικές πέτρες, όπως ήταν και τα τείχη των Δολόπων.
Τέλος οφείλουμε να πούμε ότι στο βάθος της κοιλάδας που βρίσκεται στα δυτικά του χωριού, υπάρχουν πάρα πολλά κεραμικά θραύσματα, ίχνη από ερείπια νεκρόπολης προϊστορικής εποχής. Επίσης, στο λόφο το λεγόμενο Παλιόκαστρο, που βρίσκεται έξω από το χωριό στο χαμηλότερο επίπεδό του, ανακαλύφθηκαν τάφοι με σιδερένιες αιχμές δοράτων, τεμάχια σπαθιών και πήλινα αγγεία. Σε άλλο επίπεδο βρέθηκε λαφυραγωγημένος τετράγωνος τάφος από πέτρινες πλάκες, και στην κορυφή του λόφου διασώζονται εμφανή ερείπια τείχους Πελασγικής εποχής, με πολυγωνικούς λίθους και θεμέλια Κάστρου. Στην περιοχή του Παλιόκαστρου έχουν βρεθεί ακόμη κατά καιρούς αρχαία νομίσματα, που αποτελούν σημαντικά ευρήματα και πρέπει να οδηγήσουν σε συστηματική έρευνα και ανασκαφή για την ανάδειξη της τοπικής ιστορίας και των θησαυρών που κρύβει μέσα της η γη της Ρεντίνας.
Το Παλιόκαστρο αποτελεί, κατά την άποψή μας, το κέντρο του ενδιαφέροντος για τον τόπο. Το χωριό πολλά έχει να ωφεληθεί αν αξιοποιήσει τον λόφο του Παλιόκαστρου αφού τον καθαρίσει, για να αποκαλυφθεί ολόκληρη η περίμετρος των τειχών, που τώρα τα κλείνουν τα βάτα και τ’ αγκάθια.
Οι τρεις επισκέψεις της Ρεντίνας
Νοέμβρης του 2010
Ο παντο-πώλης
Μετά την περιήγηση στις γύρω ομορφιές της Ρεντίνας, έφτασα αργά σε ένα πλάτωμα του οικισμού, όπου βρίσκεται η εκκλησία, το περιφερειακό ιατρείο, το πρώην κοινοτικό γραφείο και το μαγαζί με τις τρεις διαχωρισμένες λειτουργίες: Kρεοπωλείο, μπακάλικο και καφενείο…
Ήταν ένα αξεχώριστο μονώροφο κτίσμα με ενιαία τζαμαρία που χώριζε όμως με εσωτερικές μεσοτοιχίες τα τρία πιο πάνω μαγαζάκια. Το πρώτο από αριστερά κατάστημα έγραφε στην προθήκη του «Κρεοπω», αφού του έλειπαν τα υπόλοιπα γράμματα.
Πίσω από την τζαμαρία φαινόταν καθαρά η όρθια σούβλα που έγερνε στον τοίχο με τη σουβλερή μύτη και τα πατηκωμένα κομμάτια από πρόβιο κρέας. Το κοντοσούβλι ήταν αλατισμένο, πιπεράτο και ριγανισμένο δίπλα στην ψησταριά, που τα κάρβουνά της φλόγιζαν μέσα στην έτοιμη θράκα.
Από πάνω της, σκυμμένος ο ηλικιωμένος ψήστης, ανακάτευε ακόμη τη θράκα αναμένοντας την κατάλληλη στιγμή.
Πλησίασα καθώς μου άρεσε η φάτσα του, μια φάτσα με τσιγκελωτό μουστάκι, ψαρά μαλλιά, κοκάλινα γυαλιά και με ένα βλέμμα βαθύ και σπαθάτο.
«Καλώστονα», μου πέταξε δίχως να με ρωτήσει το από πού και το πώς.
Πενήντα χρόνια δουλεύει αυτά τα τρία μαγαζιά. Και τρέχει από το ένα στ’ άλλο. Άλλοτε πουλάει φακές ή ξύδι στο κεντρικό καμαράκι, που έχει και του πουλιού το γάλα, άλλοτε σερβίρει τον πολλά βαρύ και όχι, κι άλλοτε κόβει με τον μπαλτά τη σπάλα από το ζυγούρι.
Ολόκληρο το κατάστημα ανήκει στην εκκλησία κι ο ίδιος είναι ο μοναδικός μισθωτής εδώ και πενήντα χρόνια. Αλλά βαρέθηκε λέει και θέλει να το γράψει στη θυγατέρα του.
Βαρέθηκε, ξεβαρέθηκε, εκεί όμως, στη δούλεψη και στη φωτιά, να σκαλίζει κάρβουνα, να αλατίζει μεριά, να ανοίγει κιβώτια με όσπρια ή δημητριακά, να αναμοχλεύει το μπρίκι στροβιλίζοντας το κουταλάκι του καφέ. Πελάτες του, γιδοβοσκοί και γελαδάρηδες, ο ιερέας του χωριού, ο δάσκαλος και ο γιατρός που θα ‘ρθει απ’ την Καρδίτσα περαστικός για έλεγχο κι έναν καφέ. Και μετά όπου φύγει – φύγει.
Ο Νίκος Φλωρογούλας, ο παντοπώλης, ο κρεοπώ κι ο καφετζής, είχε επιπλέον και μάντρα με οικοδομικά υλικά αλλά και μαγαζί με Γενικόν Εμπόριον, που εφοδίαζε τα γύρω χωριά με όλα τα αναγκαία προϊόντα και αγαθά. Έφτανε μέχρι τη Φουρνά, τον Κλειτσό και τη Βράχα, τ’ Αϊδονοχώρι και το Βαθύλακκο, μια, δυο και τρεις ώρες δρόμο με το «εμπορικό» του.
Ογδοντάρης πια, αλλά κρατάει γερά και δε λυγάει μπροστά στις κακουχίες και τις μπόρες.
Γιατί οι κακουχίες γι’ αυτόν υπάρχουν μόνο στο μυαλό των λιγόψυχων, κι οι μπόρες είναι αμετάφραστες και ξένες στο λεξικό του.
Σε λίγο, τα γεροντάκια του χωριού έρχονται από τους πάνω και κάτω μαχαλάδες. Κρεμάνε τα μπαστούνια τους και παίρνουν θέση δίπλα στην σόμπα που δουλεύει στο φουλ. Ο Νίκος ο Φλωρογούλας βιάζεται να βάλει τα κοψίδια πάνω στην πυρά. Αρχές Νοέμβρη, έπιασαν τα πρώτα κρύα.
Ιανουάριος του 2020
Τον χειμώνα του 2019-2020, η διεύθυνση του περιοδικού ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ δέχθηκε την πρόσκληση γνωριμίας με την περιοχή των Λουτρών Σμόκοβου. Από τα Λουτρά, τη δεύτερη μέρα της Πρωτοχρονιάς, ανηφορίσαμε για τη Ρεντίνα, ώστε να επισκεφτούμε το μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και ό,τι άλλο θα προλαβαίναμε να περιηγηθούμε.
Αξιοποιώντας τον ελάχιστο χρόνο μας, αποφασίσαμε αρχικά να επισκεφθούμε την Ιερά Μονή, να ξεναγηθούμε στο καθολικό, κι έπειτα να επισκεφτούμε τα τρία μουσεία του χωριού.
Διασχίσαμε το χωριό και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε για το μοναστήρι. Στη διαδρομή παρατηρούσαμε τις γραμμές των βουνών με τις υπέροχες κλίσεις, αλλά και τη λεπτότητα που τα ρέματα σμιλεύουν στο διάβα τους για να σμίξουν με τα νερά του Ονόχωνου. Το ποτάμι πήρε το όνομα από τα αρχαία χρόνια, όταν τα υποζύγια της Μακεδονικής Φάλαγγας που αποπειράθηκαν να διαβούν το ποτάμι, βούλιαξαν στην άμμο και πνίγηκαν.
Διαβαίνοντας το ποτάμι μπαίνουμε κατευθείαν μέσα στο δρυοδάσος. Υπάρχουν σημαδάκια στα δέντρα και στις πέτρες, που δεν αφήνουν τον πεζοπόρο να χαθεί. Η ανάβαση είναι ευχάριστη και το έδαφος αλλού καθαρό κι αλλού διάσπαρτο με ψιλά λιθαράκια, σκιερό κάτω από τις παχιές φυλλωσιές των βελανιδιών.
Σε 30 περίπου λεπτά θα φτάσουμε στην πίσω είσοδο της μονής που πρέπει να μας ανοίξουν οι φιλόξενες μοναχές. Μπροστά μας ανοίγεται ένας φαρδύς γυμνός χώρος, όπου παλιά υπήρχε αλώνι, και στα δεξιά μας είναι περιφραγμένο το περιβόλι της μονής με όλα τα κηπευτικά που καλλιεργούν οι τρεις δραστήριες γερόντισσες.
Πρώτη μας έγνοια η επίσκεψη στο καθολικό, που είναι γνήσιος αθωνίτικος τύπος, σταυροειδής με τρούλο. Στη δεξιά πλευρά του ναού υπάρχει το παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου, ενώ στην αριστερή των Αγίων Αποστόλων και του Αγίου Νικολάου. Ο κυρίως ναός, ο εσωνάρθηκας και το παρεκκλήσι των Αγ. Αποστόλων είναι κατάγραπτα από τοιχογραφίες. Μέσα στο καθολικό βρίσκεται υπόγεια κρύπτη, στην οποία φυλάσσονται κρανία πατέρων της Μονής.
Εκεί η αδελφή Ακακία θα μας ανάψει το θαβώρειο φως μιας εκτυφλωτικής εξαγιασμένης ομορφιάς, κάτω από το οποίο εμείς οι ταπεινοί θα μείνουμε άναυδοι.
Πρώτη μας έκπληξη το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο. Η αγιογράφηση έγινε από τον επιφανή ζωγράφο Ιωάννη.
Εκτός από τις περίφημες δεσποτικές εικόνες και το Δωδεκάορτο, υπάρχουν προσκυνητάρια με χωνευτές διακοσμήσεις, τα οποία ο Κίτσος Μακρής χαρακτηρίζει «περίφημα» στο είδος τους. Ως προς τη ζωγραφική απεικόνιση, ολόκληρος ο ναός και ο εσωνάρθηκας είναι αγιογραφημένοι με τοιχογραφίες που διατηρούν την παράδοση της Κρητικής Σχολής, όπως η τελευταία διαμορφώθηκε στο Άγιον Όρος.
Οι τοιχογραφίες είναι σε επάλληλες ζώνες. Στην κατώτερη ιστορούνται οι μορφές και τα στηθάρια των αγίων. Πάνω από αυτές, σε μεγάλα τετράγωνα πλαίσια, υπάρχουν συνθέσεις από τον Χριστολογικό και Θεομητορικό κύκλο. Στην κόγχη του Ιερού εικονίζεται η Πλατυτέρα και κάτω απ’ αυτή η θεία Λειτουργία. Στον εσωνάρθηκα δεξιά κι αριστερά ιστορούνται ολόσωμες εικόνες του Χριστού και της Παναγίας και σε επάλληλα τετράγωνα οι 24 Οίκοι του Ακάθιστου Ύμνου.
Ανάμεσα στις πολλές παραστάσεις του εξωνάρθηκα παρουσιάζεται και μια αλληγορική της ζωής του ανθρώπου. Στο κέντρο δυο ομόκεντρων κύκλων εικονίζεται ο χρόνος. Στον πρώτο κύκλο οι 4 εποχές και στον δεύτερο ο ζωδιακός κύκλος. Το αξιοσημείωτο σε αυτόν τον κύκλο είναι ότι στην περιφέρειά του έχει οκτώ θνητούς και, όπως περιστρέφεται, τους ανεβάζει νεαρούς, χαρούμενους, κι ύστερα τους κατεβάζει περίλυπους μέχρι που ο τελευταίος πέφτει σε ανοιχτό τάφο.
Το ίδιο αυτό θέμα υπάρχει μόνο στον Ναό των Ταξιαρχών στις Μηλιές του Πηλίου.
Αύγουστος του 2021
Φέτος το καλοκαίρι είπαμε με την Άννα να επισκεφθούμε και πάλι την Ρεντίνα με περισσότερο χρόνο. Να περπατήσουμε στις γειτονιές της με τα ιδιαίτερα χρώματα των μαχαλάδων, να γνωρίσουμε την ιστορία και τους κατοίκους της, να ανέβουμε στο περίφημο Παλιόκαστρο και να εντρυφήσουμε στους μοναδικούς θησαυρούς των μουσείων της.
Σαν περπατήσεις μέσα στο χωριό και τρυπώσεις μες τα στενοτόπια και τις υψωμένες αυλές, θα μαγευτείς από τα καλλωπιστικά και τα καρποφόρα.
Ο κεντρικός δρόμος Πέτρου Αναγνωστόπουλου με τα μαγαζιά και την αγορά, οδηγεί στην κεντρική πλατεία.
Δροσόλουστο χωριό η Ρεντίνα, είναι γεμάτη από βρύσες και πλακοστρωμένους δρόμους. Όμορφη, επιθυμητή και διαφορετική η παραμονή σ’ αυτήν όλο τον χρόνο.
Η βουκολική ομορφιά του τοπίου από τη στροφή του Αϊ-Λια μέχρι τις βουνοκορφές του Ζαχαράκη, είναι αξεπέραστη και συναρπαστική. Στη Ρεντίνα σήμερα λειτουργούν δυο ξενοδοχεία, εξαιρετικά και με προδιαγραφές. Το ένα είναι ο δημοτικός ξενώνας «ΔΟΛΟΠΙΑ» στο πάνω μέρος του χωριού και το άλλο είναι το «Rentinia inn» στην κεντρική πλατεία.
Στην ευρύτερη περιοχή της Ρεντίνας έχουν εντοπισθεί λείψανα αρχαίων οικισμών. Ο ένας από αυτούς βρέθηκε στα νότια του χωριού, κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, κι ο άλλος στα δυτικά, όπου ανακαλύφθηκαν τα ερείπια αρχαίου τείχους, που σηματοδοτούν την ύπαρξη ακρόπολης του μετακλασικού αιώνα. Ο χώρος αυτός έχει ταυτοποιηθεί από τους ερευνητές και αρχαιοδίφες ως οι αρχαίες Αγγειές, που άκμασαν μεταξύ του 4ου και του 3ου π.Χ. αιώνα.
Οι κάτοικοί του ανήκαν στη φυλή των Δολόπων που είχε κατακλύσει στην περιοχή των ανατολικών Αγράφων.
Η Ρεντίνα άκμασε στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας χάρη στα προνόμια που της είχαν παραχωρηθεί ύστερα από τη συνθήκη του Ταμασίου. Η οικονομία της βασιζόταν στην κτηνοτροφία, αριθμούσε δε την εποχή εκείνη 450 οικογένειες. Από αυτήν την περίοδο χρονολογούνται και ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου (με τέμπλο του 1695), ο ναός του Αγίου Γεωργίου αγιογραφημένος κι αυτός το 1719, καθώς και ο ναός του Αγίου Νικολάου (1725). Λειτουργούσε δε από τότε μεγάλη Βιβλιοθήκη και σχολή που διδάσκονταν ελληνικά και λατινικά.
Ένα άλλο εξαιρετικά βαρυσήμαντο στοιχείο είναι ότι εδώ λειτούργησε και η Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών του ΕΛΑΣ, από την οποία αποφοίτησαν 840 αντάρτες, ανάμεσα στους οποίους και έντεκα γυναίκες.
Στο χωριό που είναι χαρακτηρισμένο ως παραδοσιακός οικισμός, σώζονται πολλά πετρόκτιστα αρχοντικά και παραδοσιακές κρήνες.
Σήμερα λειτουργούν τρία Μουσεία, το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης, το Εκκλησιαστικό Μουσείο και το Λαογραφικό.
Το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης στεγάζεται στο διώροφο δημοτικό σχολείο και είναι δωρεά του Συγγρού από το 1913. Έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο και διαθέτει φωτογραφικό υλικό από την αντίσταση.
Το εκκλησιαστικό μουσείο στεγάζεται στο παρεκκλήσι του Αγίου Σεραφείμ της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Στα εκθέματά του περιλαμβάνονται φορητές εικόνες, άμφια, λειτουργικά σκεύη και βιβλία. Το παλιότερο βιβλίο της συλλογής εκδόθηκε στη Βενετία το 1538. Από τα άλλα εκθέματα ξεχωρίζουν το βημόθυρο από το μοναστήρι της Ρεντίνας, η εικόνα της Παναγίας από το 1588, το πατριαρχικό έγγραφο του 1799 κι ένα δισκοπότηρο του 1796.
Η Ρεντίνα αποτελεί φυσικό, θρησκευτικό και ιστορικό προσκύνημα που πρόκοψε και καταξιώθηκε ως κεφαλοχώρι γεννώντας ανθρώπους περήφανους, συνετούς και σεμνούς.
Χρήσιμες πληροφορίες
Χιλιομετρικές αποστάσεις:
Ρεντίνα – Καρδίτσα, 56 χιλιόμετρα.
Ρεντίνα – Καρπενήσι, 54 χιλιόμετρα.
Ρεντίνα – Σοφάδες, 50 χιλιόμετρα.
Ρεντίνα – Λαμία (μέσω Φουρνά – Αγ. Γεωργίου), 90 χιλιόμετρα.
Ρεντίνα – Λαμία (μέσω Ι.Μ.Ρεντίνας – Ροβολάρι – Βίτωλη – λίγος χωματόδρομος) 68 χιλιόμετρα.
Υψόμετρο: 850 μέτρα (στην πλατεία).
Βιβλιογραφία:
Kωνσταντίνος Κούτρας: «Ιστορία και πολιτισμός Ρεντίνας Αγράφων».
Κώστας Κορομπίλης: «Η Ρεντίνα των Αγράφων στους αιώνες».
Βασίλης Νίκου: «Προσφορά του δάσους της Ρεντίνας».
Υστερόγραφο: Από τη Ρεντίνα πέρασαν, ο καθένας για τον δικό του λόγο, αφήνοντας το στίγμα τους στην περιοχή, τόσο ο Κατσαντώνης κι ο αδελφός του Κώστας Λεπενιώτης, όσο και ο Γιώργης Καραϊσκάκης.