η Ραψάνη την ήξερα – ή μάλλον γνώριζα την ύπαρξή της – από πα- λιά. Και πως θα μπορούσα άλλωστε να την αγνοώ; Κάθε φορά που ζύγωνα στα Τέμπη, φανερώνονταν απέναντί μου, ακοίμητος βιγλάτορας των θρυ-λικών στενών. Άλλοτε αστράφτοντας στο φως του ήλιου, άλλοτε αθέατη σχεδόν πίσω από βαρειά σύννεφα και άλλοτε με τα φωτάκια της να λαμπυρίζουν από μακριά μέσα στο σκοτάδι, η Ραψάνη ήταν πάντα εκεί, σκαρφα-λωμένη στις πλαγιές του Κάτω Ολύμπου.

)