Ήταν παλιά η επιθυμία μας για μια, έστω και σύντομη, γνωριμία με τα Ψαρά. Μα κάθε φορά, τα θέλγητρα της Χίου ήταν τόσο πολλά κι ο διαθέσιμος χρόνος τόσο λιγοστός, ώστε η υλοποίηση της επιθυμίας αναβάλλετο συνεχώς. Ως το φετινό καλοκαίρι που αποφασίσαμε, ότι έφτασε επιτέλους η ώρα των Ψαρών…
Μάταια προσπάθησαν οι τελευταίοι ιδιοκτήτες να απαλείψουν από τη λαμαρίνα την αρχική ονομασία του καραβιού. Το σημερινό «ΝΗΣΟΣ ΘΗΡΑ» φαίνεται καθαρά, πως κάποτε λεγόταν «ΝΗΣΟΣ ΚΥΘΗΡΑ». Τώρα, για ποιο λόγο προχειρόσβησαν το «ΚΥ», ώστε να μείνει μόνον το «ΘΗΡΑ», δεν το γνωρίζω. Όπως και να λέγεται πάντως, σημασία έχει, ότι το εν λόγω καράβι ανήκει στην παλιά εκείνη γενιά των μικρών, οχηματαγωγών, που σε τίποτε δεν θυμίζουν τα μεγάλα σημερινά. Την ώρα της επιβίβασης λοιπόν κάποιοι επιβάτες σχολιάζουν τον μικρό όγκο και την μεγάλη ηλικία του μεταφορικού τους μέσου, με αρκετή ανησυχία κιόλας. Στα μάτια τους φαντάζει επικίνδυνος ο ολοζώντανος γραίγος που μπουκάρει τουλάχιστον με 6 μποφόρ στο, υπό επέκταση, λιμάνι των Μεστών. Δεν συμμερίζομαι την ανησυχία τους. Ξέρω από προηγούμενες εμπειρίες, πως τούτα τα σκαριά με τους θαλασσοδαρμένους τους καπετάνιους, αν και κουνάνε λίγο παραπάνω στους πλαϊνούς καιρούς, είναι αληθινοί γερόλυκοι της θάλασσας, που έχουν κερδίσει πολλές κόντρες με τα κύματα του Αιγαίου. Και τούτο εδώ, το ΝΗΣΟΣ <ΚΥ>ΘΗΡΑ, δεν μοιάζει να διαφέρει. Αποπλέει λοιπόν στις 09:40’, αδιαφορώντας πλήρως για τα 6 και ίσως και περισσότερα, μποφόρ και στις 11:50’ ακριβώς μπαίνει στο λιμάνι των Ψαρών…
Πολλές φορές τα τελευταία χρόνια αγναντέψαμε από τα δυτικά ή τα βόρεια της Χίου τον όγκο των Ψαρών. Έναν όγκο καταμεσίς στο Αιγαίο, άλλοτε βυθισμένο στην πρωινή καταχνιά κι άλλοτε στα πορφυρά χρώματα της δύσης. Μιας δύσης με αρχοντικό βύθισμα του ήλιου στα νότια του νησιού, θέαμα πολυφωτογραφημένο και δημοφιλέστατο για τους επισκέπτες, Έλληνες και ξένους, από το δυτικό άκρο του οικισμού των Αυγωνύμων. Όταν ο ορίζοντας είναι καθαρός, διαγράφονται αρκετές λεπτομέρειες των άγονων εδαφών, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα, το πιο τραχύ και ορεινό.
Ήταν παλιά η επιθυμία μας για μια, έστω και σύντομη, γνωριμία με τα Ψαρά. Μα κάθε φορά, τα θέλγητρα της Χίου ήταν τόσο πολλά κι ο διαθέσιμος χρόνος τόσο λιγοστός, ώστε η υλοποίηση της επιθυμίας αναβάλλετο συνεχώς. Ως το φετινό καλοκαίρι που αποφασίσαμε, ότι έφτασε επιτέλους η ώρα των Ψαρών…
Ευρύχωρο και ωραίο το λιμάνι του νησιού, είναι προστατευμένο καλά από τους περισσότερους καιρούς. Εδώ βρίσκουν καταφύγιο πολλές δεκάδες μικρά ψαροκάϊκα και βάρκες και, περιστασιακά, μερικά σκάφη αναψυχής. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Στα μέσα του 18ου αιώνα δεν είχαν λιμάνι τα Ψαρά. Η ναυπήγηση των πλοίων, που εξελίσσετο διαρκώς τόσο σε αριθμό όσο και σε μέγεθος σκαριών, καθιστούσε πλέον επιτακτική την ύπαρξη λιμανιού. Στον μυχό του ευρύτατου όρμου, μπροστά στον οικισμό, η ακτογραμμή σχηματίζει «μικράν αγκάλην». Εκεί λοιπόν αποφάσισαν οι κάτοικοι να φτιάξουν το λιμάνι. Στην ωραία έκδοση του Μορφωτικού Εξωραϊστικού Συλλόγου Ψαρών «ο Κωνσταντίνος Κανάρης (1)» διαβάζουμε χαρακτηριστικά, ότι «την εποχή εκείνη τα Ψαρά υπάγονταν διοικητικά στον Μουσελήμη της Χίου. Του ζήτησαν λοιπόν και τους εδόθη μια παλιά σαπισμένη «γαλιότα» (κατ’ εξοχήν ψαριανό σκαρί, ελαφρύ, με τριγωνικά πανιά και 16 κουπιά) που, αφού την γέμισαν πέτρες, την βύθισαν για να κάνει χρήση λιμενοβραχίονα».
Χρειάστηκε, ωστόσο, η οικονομική ενίσχυση του μεγάλου Ψαριανού και Εθνικού Ευεργέτη Ιωάννη Βαρβάκη για ν’ αρχίσει να κατασκευάζεται το λιμάνι στις αρχές του 1800, στην θέση όπου βρίσκεται σήμερα.
Και, όπως συμπληρώνει το έντυπο του Συλλόγου, «Η ζωή στο νησί είναι δεμένη με το λιμάνι. Το πλοίο που φτάνει καθημερινά με τις προμήθειες, με τα νέα πρόσωπα που θα φέρει ή θα πάρει, με τις ανάγκες που θα εξυπηρετήσει, ζωντανεύει για λίγο και ταρακουνάει την ηρεμία και την καθημερινότητα του νησιού. Οι ταβέρνες, τα μαγαζάκια, τα γραφικά καφενεία, οι ψαράδες που ξεκινούν με τα καΐκια για την ψαριά, όλα είναι γύρω απ’ αυτό. Η καθημερινή ανάσα του τόπου είναι το λιμάνι».
Περιδιαβαίνουμε την προκυμαία, με τα καφενεία, τις ταβέρνες και τα υπόλοιπα μαγαζιά. Δεν θα λέγαμε, ότι στα μέσα Ιούλη ο τόπος υποφέρει από τουριστικό συνωστισμό. Κίνηση βέβαια υπάρχει, προέρχεται όμως κυρίως από τους ντόπιους ή τους Ψαριανούς, που επιστρέφουν το καλοκαίρι για τις διακοπές τους στο νησί. Η κατ’ εξοχήν τουριστική κίνηση ξεκινάει στα Ψαρά γύρω από τις 20 του Ιούλη και τερματίζει κατά τα τέλη του Αυγούστου, μόλις λίγο παραπάνω από έναν μήνα δηλαδή. Μά, και τότε ακόμη, δεν «βουλιάζει» το νησί. Τα Ψαρά ποτέ δεν υπήρξαν τυπικό δείγμα νησιωτικού προορισμού για κοσμική ζωή. Είναι περισσότερο τόπος για χαλάρωση και απόλαυση της θάλασσας, στις πολλές και καλές παραλίες του νησιού. Η ησυχία και η απλή ζωή, που θα εκτιμήσουν οι οικογένειες ιδιαίτερα, είναι τα κυριότερα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν το νησί. Άλλωστε η τουριστική του υποδομή είναι μικρή. Λίγες δεκάδες είναι όλα κιόλα τα διαθέσιμα κρεβάτια στα πέντε καταλύματα του μοναδικού οικισμού που υπάρχει στο νησί. Ειν’ ένας οικισμός περιποιημένος και ευχάριστος, με ελαφρές κλίσεις και στενορρύμια και σπίτια χαμηλά, διώροφα το πολύ, κατασκευασμένα με σύγχρονη και απλή αρχιτεκτονική γραμμή. Αυτή η γραμμή επικράτησε μετά την καταστροφή της πόλης το 1824 απ’ τους Τούρκους. Οι Ψαριανοί, βέβαια, άρχισαν γύρω στα 1860 να επιστρέφουν και ν’ ασχολούνται με την ανοικοδόμηση της πόλης. Τα παλιά, ωστόσο, αρχοντικά και καπετανόσπιτα αποτελούσαν ήδη παρελθόν. Ένα παρελθόν, την αρχιτεκτονική αίγλη του οποίου εξακολουθούν να μαρτυρούν, έστω και με τα ερείπιά τους, τα σπίτια των μπουρλοτιέρηδων Αργύρη και Γιάνναρη στην ακτή της περιοχής «Κάβος», ΒΑ του λιμανιού. Σώζεται επίσης το σπίτι του Ναύαρχου Αποστόλη. Λίγο μακρύτερα, στην εκπληκτική αμμουδιά των Λαζαρέτων και κυριολεκτικά πάνω στο νερό, σώζονται τα «Σπιτάλια» (από τη λέξη HOSPITAL, δηλαδή νοσοκομείο). Εδώ ήταν τα παλιά λοιμοκαθαρτήρια, όπου μετά το ταξίδι τους έμεναν μερικές μέρες οι Ψαριανοί ή άλλοι επισκέπτες του νησιού, προκειμένου να εξακριβωθεί αν έφεραν κάποια μεταδοτική ασθένεια, που θα μπορούσε να μολύνει τον ντόπιο πληθυσμό.
Σήμερα τα Σπιτάλια είναι ένα μακρόστενο, πέτρινο κτίσμα με πέντε όμοιους συνεχόμενους χώρους με τζάκια και θολωτές σκεπές. Μετά από έξοχη ανάπλαση έχει αξιοποιηθεί ως ένας πολύ ιδιαίτερος χώρος εστίασης και καφέ, που χαρίζει στους πελάτες του την μοναδική αίσθηση της άμεσης παρουσίας του νερού.
Στο κέντρο περίπου του οικισμού ξεχωρίζει ο Ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ο Καθεδρικός Ναός του νησιού. Είναι χτισμένος πριν από το 1770 και, όπως αναφέρει ο Υποναύαρχος Κων/νος Νικόδημος το 1862 (2), ο ναός ήταν η μητρόπολη των Ψαρών, ενώ εδώ λειτούργησαν και Ρώσοι ιερείς, όταν έπλευσαν ρωσικά πλοία στα Ψαρά κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1770.
Στα δυτικά ψηλώματα του οικισμού, αγναντεύοντας ανεμπόδιστα τα Αντίψαρα και την θάλασσα, κυριαρχεί ο Ναός του Αγ. Νικολάου, εντυπωσιακός και μεγαλόπρεπος, όπως πρέπει να είναι ο προστάτης των ναυτικών. Ας δανειστούμε μερικά γλαφυρά στοιχεία από το έντυπο του Συλλόγου των Ψαριανών: «Ο ναός του Αγ. Νικολάου άρχισε να κτίζεται από το 1785. Χρόνια της μαύρης σκλαβιάς αλλά και χρόνια που η ναυτιλία των Ψαρών άρχιζε να αναπτύσσεται. Κουβαλούσαν οι Ψαριανοί τα μάρμαρα από τα Θυμιανά της Χίου, από νησιά του Αιγαίου αλλά κι από πιο μακρυά: από τη Μασσαλία και τη Μάλτα! Κουβαλούσαν και οι Ψαριανές τα κεράσματα στους εργάτες μέσα στα πιο όμορφα πιάτα που είχαν στο νοικοκυριό τους. Κι όταν τελείωσε το χτίσιμο, τα πήραν οι εργάτες και τα εντείχισαν στο εξωτερικό του ναού και μένουν μέχρι σήμερα μαρτυρία της ευλάβειας και της προσφοράς».
Εντυπωσιακές είναι και οι διαστάσεις του ναού. Μήκος 28 μέτρα και πλάτος 14, ενώ το ύψος φτάνει τα 24 μέτρα. Για τον φωτισμό του είχαν σχεδιαστεί 67 παράθυρα και 8 πόρτες. Σήμερα υπάρχουν αντίστοιχα 51 και 7. Και καταλήγει το έντυπο του Συλλόγου: «Τη χρονιά που γεννήθηκε ο Κανάρης (1793), ολοκληρώθηκε ο ναός. Καταστράφηκε το 1824 και ανακαινίστηκε το 1863, όταν μετά την καταστροφή οι Ψαριανοί άρχισαν να ξαναμαζεύονται στο νησί τους. Αξίζει ν’ ανεβεί κανείς τα 60 σκαλοπάτια και να επισκεφτεί την εκκλησιά που προσκύνησε ο Κανάρης, πριν ξεκινήσει για τα μεγάλα του κατορθώματα».
ΕΞΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΑ ΨΑΡΑ
Βόρεια του οικισμού παίρνουμε έναν τσιμεντοστρωμένο δρόμο, σε κάποια σημεία πολύ στενό. Είναι το κεντρικό οδικό δίκτυο που διασχίζει σ’ όλο το μήκος του το νησί, από τα νότια ως τα βόρεια. Πρώτος προορισμός μας το Μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου, στο βορειότερο άκρο των Ψαρών. Καθώς βγαίνουμε από τα σπίτια, δυο χρωματικοί τόνοι κυριαρχούν: οι αποχρώσεις του καφέ από το ξερό έδαφος και τους αγκαθωτούς θάμνους και το βαθύ γαλάζιο στην δυτική ακτογραμμή. Ένα μικρό αιολικό πάρκο προβάλλει στην κορυφή της «Βίγλας», ενός λόφου πάνω από τη θάλασσα. 9 είναι συνολικά οι ανεμογεννήτριες, απ’ αυτές όμως μόνον οι 5 περιστρέφουν τα πτερύγιά τους στο φύσημα του μαΐστρου. Η μισή σχεδόν παραγωγικότητα του αιολικού πάρκου των Ψαρών πάει χαμένη.
Κάποια πανέμορφα μικρονήσια αναδύονται πολύ κοντά στις αμμουδερές ακτές. Είναι οι νησιδούλες «Νησόπουλα», κοντά τους το νησάκι του Αγ. Νικολάου, γνωστότερο ως Αη – Νικολάκης και, λίγο βορειότερα το «Δασκαλιό». Όλα εξέχουν με μικρό ύψος από τα ρηχά νερά του μεγάλου όρμου του Αγ. Νικολάου. Κάποιοι αγροτικοί δρομίσκοι καταλήγουν στην εκτεταμένη ακτή «Αρχοντίκι». Αποφασίζουμε να επιστρέψουμε σ’ αυτό τον γλυκύτατο τόπο, μόλις ολοκληρώσουμε την περιήγησή μας στο βόρειο τμήμα του νησιού.
Στα 8.3 χλμ. από τον οικισμό ένας παράδρομος ανηφορίζει απότομα δεξιά. Πολύ γρήγορα μετατρέπεται σ’ έναν χωματόδρομο, τόσο ανώμαλο από νεροφαγώματα και πέτρες, ώστε μόνον αυτοκίνητα 4×4 και μάλιστα σκληροτράχηλα, μπορούν να τον ανέβουν. Το «μενού» της διαδρομής μας, ωστόσο, δεν περιλαμβάνει μόνον νεροφαγώματα και πέτρες. Τα πρανή του δρόμου, αν και κατάσπαρτα από θάμνους αγκαθωτούς, είναι έξοχα διακοσμημένα από τις ζωηρόχρωμες μωβ τούφες του θυμαριού, που στο φύσημα του ανέμου γεμίζουν την ατμόσφαιρα με λεπτότατη ευωδιά. Είναι η πολύτιμη πρώτη ύλη για το θυμαρίσιο μέλι του νησιού, τόσο εκλεκτό αλλά και τόσο δυσεύρετο.
Μια άλλη έκπληξη της διαδρομής, προέρχεται από τους μοναδικούς κατοίκους αυτού του αγριότοπου. Είναι μερικά μεγαλόσωμα πρόβατα, με όψη αγριεμένη και τρίχωμα μακρύ, που φέρνει στο νου ανάκατα μαλλιά και γένεια ανταρτών. Στη θέα του αυτοκινήτου, τόσο σπάνιου στα λημέρια τους, παύουν να μασουλάνε κι αρχίζουν να κατρακυλούν με ορμή, σαν κατσίκια, στα απότομα πρανή.
Μετά από 2.3 δύσκολα χιλιόμετρα καταλήγουμε στην κορυφή του Προφήτη Ηλία, που με υψόμετρο 531 μέτρων είναι το υψηλότερο σημείο του νησιού. Λιτό και γραφικό το εκκλησάκι της κορυφής περιβάλλεται από ψηλό μαντρότοιχο, που σχηματίζει μια λιλιπούτεια στάνη για προστασία των προβάτων από τους δυνατούς ανέμους, που σπάνια σταματούν εδώ. Κάποιες κεραίες – σύνηθες πια θέαμα σε βουνοκορφές – ορθώνονται παραδίπλα. Αφήνουμε το βλέμμα μας να περιπλανηθεί χαμηλά, στους χωματόδρομους που διαγράφονται πολύ ρεαλιστικά και καταλήγουν σε διάφορες, παραλιακές και μή, τοποθεσίες του νησιού. Όλο τον Α – ΝΑ ορίζοντα διαφεντεύει ο μακρότατος όγκος της Χίου, ενώ δυτικότερα προβάλλουν τα Αντίψαρα με πλούσιο ανάγλυφο και μια θεαματική αμμουδιά. Ο ήλιος, ωστόσο, μας χτυπάει ανελέητα, μας υποχρεώνει να εγκαταλείψουμε την γύμνια της κορυφής.
ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
10 χλμ. μετά τον οικισμό ο δρόμος τερματίζει μπροστά στο Μοναστήρι της Παναγίας, ιδιαίτερα αγαπητό στους Ψαριανούς. Όπως αναφέρει το έντυπο του Συλλόγου, «είναι τυχερός όποιος βρεθεί εδώ ένα δειλινό καλοκαιριού. Όλο το Αιγαίο μπροστά του! Βλέπει τη Σκύρο και μπορεί να διακρίνει και τ’ Άγιο Όρος, αν ο καιρός είναι καλός. Παραδίπλα η Λέσβος και δεξιά η «Μέλανα Άκρη της Χίου, το ιστορικό Μελανιός».
Δεν είναι με ακρίβεια γνωστή η ιστορία της Μονής. Πιστεύεται ότι χτίστηκε γύρω στα 1780, στη θέση μικρότερης εκκλησούλας. Ο ρουμελιώτης αρχιτέκτονας ακολούθησε τον αγιορείτικο ρυθμό στο καθολικό, που είναι ναός σύνθετος τετρακιόνιος, σταυροειδής εγγεγραμμένος μετά τρούλου. Και στην περίπτωση της μονής οι Ψαριανοί χρησιμοποίησαν δομικά υλικά που έφεραν από μακρυά, όπως τις μαρμάρινες κολώνες που ξεφόρτωναν σε μια παραλία λίγο βορειότερα, που γι’ αυτό το λόγο ονομάστηκε «Κολώνες».
Έξοχη η τοιχοποιΐα του καθολικού, αποτελείται αποκλειστικά από πελεκητές πέτρες που θα αποκαλυφθούν και στην τοιχοποιΐα των κελιών, μόλις απομακρυνθεί το άχαρο τσιμέντο που τις καλύπτει. Μαρμάρινο υπέρθυρο και εξαίρετα λιθανάγλυφα κοσμούν εξωτερικά τον ναό. Ανάμεσά τους και ένας εκπληκτικός δικέφαλος αετός. Το πηγάδι στον αύλειο χώρο φέρει στο μαρμάρινο στόμιό του τα βαθειά ίχνη από την πολύχρονη χρήση του σχοινιού απ’ τους μοναχούς. Το 1897 το μοναστήρι μετετράπη από ανδρικό σε γυναικείο, ενώ το 1981 απεβίωσε και ο τελευταίος μοναχός.
Στο εσωτερικό του ναού υπάρχει ωραίο πλακόστρωτο δάπεδο και διακοσμητικά μοτίβα στους τοίχους, πολύ καλές φορητές εικόνες και πολυέλαιοι παλιοί με κρύσταλλα Βενετίας. Στην βιβλιοθήκη της μονής σώζονται σπάνια χειρόγραφα και ιερατικά βιβλία τυπωμένα στην Βενετία και τη Μόσχα. Υπήρχε και μια εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου με την υπογραφή του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, του περίφημου Ελ Γκρέκο. Για να την διασώσουν οι Ψαριανοί την μετέφεραν στη Σύρο, όπου υπάρχει σήμερα στον Ναό της Κοίμησης της πόλης.
Κάθε χρόνο, την νύχτα της 31ης Ιουλίου προς την 1η Αυγούστου, τηρείται ευλαβικά από τους Ψαριανούς ένα έθιμο εκπληκτικό. Ξεκινούν τα μεσάνυχτα πορεία από τον οικισμό προς τη μονή, διάρκειας τριών ωρών. Τα χαράματα διενεργείται αντίστροφα αυτή η πορεία μαζί με την εικόνα της Παναγίας, που μεταφέρεται στον Ναό της Μεταμόρφωσης στην πόλη. Η εικόνα παραμένει μέχρι τον εορτασμό της Μεταμόρφωσης στις 6 Αυγούστου και μετά επιστρέφει στη μονή, αφού προηγουμένως έχει γυρίσει και προσκυνηθεί σ’ όλα τα σπίτια του οικισμού.
ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΚΑΙ ΕΞΟΧΕΣ
Επιστρέφουμε από το Μοναστήρι της Παναγίας κι αρχίζουμε να παρατηρούμε προσεκτικά τα τοπία του νησιού. Η αρχική εντύπωση – από το πλοίο ακόμη – για τα γυμνά εδάφη εξακολουθεί να ισχύει. Την ίδια γνώμη είχε και ενάμισι αιώνα πριν ο Υποναύαρχος Κων/νος Νικόδημος (3): «Η γη των Ψαρών, ξηρά ούσα και άγονος, δεν παράγει δημητριακούς καρπούς ούτε άλλα προϊόντα εκ των απολύτως αναγκαίων δια την διατροφήν των κατοίκων. Τα προς ζωάρκειαν οι κάτοικοι, οιον σίτον, έλαιον, βούτυρον κλπ, τα πορίζονται αλλαχόθεν. Άγρια δέντρα και δάση δεν φύονται ούτε εις τα όρη ούτε εις τους λόφους. Συκαί και άμπελοι υπάρχουσιν, εκάστη δε οικογένεια, κατασκευάζει τον οίνον της και ξηραίνει τα δια τον χειμώνα σύκα».
Για το μέλι και τα νερά αναφέρει ο Νικόδημος ότι, «τα όρη φύουσι εχινόποδας και θύμους (θυμάρι). Εκ των τελευταίων αι μέλισσαι παράγουσι μέλι, ολίγον μεν αλλ’ εξαίρετον.
Πηγαί ποσίμου ύδατος υπάρχουσι τινες, αναβρύουσαι ύδωρ ολίγον και αύται εισιν μακράν της πόλεως. Η πόλις υδρεύεται δια φρεάτων ύδατος αλμυρού και ποσίμου. Εκτός δε της πόλεως, εις τας εξοχάς υπάρχουσι φρέατα πολλά, τινά μεν ύδατος αλμυρού και τινά ποσίμου. Θηρία τετράποδα, οίον λύκοι, αλώπεκες και λοιπά δεν υπάρχουσιν ούτε ερπετά».
Επιστρέφοντας από τη μονή, στρίβουμε σε τσιμεντόδρομο δεξιά. Σε 800 μέτρα τερματίζουμε σε μικρή κοιλάδα με υποτυπώδεις αγροτικές εγκαταστάσεις και εκκλησάκια. Εδώ αγναντεύει τη θάλασσα το εξωκκλήσι του Αγ. Ισίδωρου, ένα από τα συνολικά 64 (!) του νησιού. Ο τσιμεντόδρομος διακλαδίζεται και μετά από 150 περίπου μέτρα καταλήγει σε μικρή ρεματιά, καταπράσινη και κατάφυτη, που δεν μοιάζει καθόλου με τα γυμνά τοπία που περιγράφει ο Νικόδημος. Πανέμορφος τόπος, σκιερός και δροσερός με ελιές και συκιές, αμυγδαλιές, μουριές και καλαμιές, ολάνθιστες λυγαριές. Τον τόπο κοσμεί η εκκλησούλα της Ζωοδόχου Πηγής, μετόχι της Μονής, με θαυμάσια τοιχοποιΐα από πέτρα λαξευτή, αύλειο χώρο με ωραίο πλακόστρωτο, υπεραιωνόβια μουριά και χτιστό πηγάδι με αρκετό νερό. Η εσωτερική κόγχη του τρούλου και τμήματα των τοίχων είναι ζωγραφισμένα κυρίως με θέματα φυτικά. Δίπλα στην εκκλησούλα υπάρχει καλοφτιαγμένο κτίσμα, ενώ πολύ κοντά απομένουν τα ερειπωμένα κτίσματα των παλιών κελιών, απ’ τα οποία απουσιάζουν οι σκεπές. Τα δάπεδα είναι χωμάτινα και σώζεται ένα ωραίο τζάκι με πήλινη καπνοδόχο. Λίγο πιο πάνω διακρίνουμε τα εξωκκλήσια της Ανάληψης και του Αγ. Κωνσταντίνου.
Βγαίνουμε και πάλι στον κεντρικό δρόμο και αμέσως στρίβουμε σε νέα διακλάδωση, που πάει παράλληλα με μια μεγάλη ρεματιά. Είναι κατάφυτη κι αυτή με πάμπολλα είδη θάμνων και δέντρων, ειδυλλιακή παρένθεση ανάμεσα στα μουντά καφετιά χρώματα των άγονων εδαφών της περιοχής. Νά κι ένα όμορφο φουρνάκι, μοναχικό πλάι στο δρόμο. Το μεγάλο περιφραγμένο κτήμα λίγο πιο κάτω έχει και περιβολάκι με ζαρζαβατικά και καταλήγει σε απόσταση 40 μέτρων απ’ την ακτή. Είναι η παραλία «Φτελιό», με βότσαλα και άμμο, φουρτουνιασμένη τούτη την ώρα απ’ τον γαρμπή.
Στην επόμενη διασταύρωση μια μεγάλη πινακίδα της Κ! Εφορίας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων μας πληροφορεί για τον αρχαιολογικό χώρο στην παραλία «Αρχοντίκι». Ειν’ ένας εκτεταμένος και περιφραγμένος χώρος δεκάδων στρεμμάτων. Μας εντυπωσιάζουν αρχικά οι – μικρής κλίμακας – κτιριακές εγκαταστάσεις, απόλυτα εναρμονισμένες στο τοπίο της περιοχής. Ο περιβάλλων χώρος, προϊόν ειδικής μελέτης, είναι εξαιρετικά περιποιημένος και φυτεμένος με πάμπολλα άνθη και φυτά, που σ’ ελάχιστα χρόνια θα δημιουργήσουν μια όαση στην συνολική γυμνή περιοχή.
Έχουμε την τύχη να συναντήσουμε και να ξεναγηθούμε από την Έφορο Αρχαιοτήτων Όλγα Φιλανιώτου, παρουσία και του Δημάρχου Ψαρών Μανώλη Αγαπούση. Είναι άλλο να διαβάζει κανείς ακόμη και το πιο καλογραμμένο πληροφοριακό έντυπο και άλλο να ενημερώνεται στον αρχαιολογικό χώρο με τρόπο αυθεντικό από τους ειδικούς.
Θαυμάζουμε τις δεκάδες των άριστα διατηρημένων και συντηρημένων τάφων, όπου βρέθηκαν πλούσια κτερίσματα σε απόσταση ελάχιστων μέτρων από το κύμα. Πελώρια, εξαιρετικής κατασκευής πήλινα πιθάρια έχουν παραμείνει και αναδεικνύονται μέσα στους τάφους. Ένας ελικοειδής διάδρομος, στρωμένος με χαλικάκι, διατρέχει τον χώρο, περνάει δίπλα από τις σημαντικότερες ανασκαφές και οδηγεί σε κιόσκια ξεκούρασης και περισυλλογής, που έχουν δημιουργηθεί σε στρατηγικά σημεία του χώρου. Εδώ μπορεί κανείς να χαλαρώσει απέναντι από τα απαράμιλλα σε γραφικότητα μικρονήσια, τα Νησόπουλα, τον Αη – Νικολάκη, το Δασκαλιό και, μακρύτερα ακόμη, τα πανέμορφα Αντίψαρα.
Ως «Ψυρίη» αναφέρει ο Όμηρος στην Οδύσσεια τα Ψαρά και αυτή είναι η πρώτη γνωστή αναφορά. Ο γεωγράφος Στράβων (67 π.Χ – 23 μ.Χ) ονομάζει «Ψύρα» το νησί, ενώ ο λεξικογράφος Σουΐδας (1ος αι. μ.Χ) λέει για τα «Ψύρα», ότι ήταν «ευτελής νήσος» κοντά στη Χίο. Δεν ήταν όμως καθόλου ευτελή τα ευρήματα που αντικρύσαμε, μετά την αναχώρησή μας απ’ το νησί, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χίου, στο τμήμα Ψαρών. Εκεί θαυμάσαμε αμφορείς διαφόρων μεγεθών από τον 14ο ως τον 12ο αι. π.Χ, περιδέραια από υαλόμαζα, δαχτυλίδια από φαγεντιανή, χρυσά ελάσματα, περιδέραια με σφαιρικές και αμυγδαλόσχημες χάνδρες από σάρδιο, ασημένια συρμάτινα ελάσματα, ένα θαυμάσιο κωνικό ρυτό με ερυθρόχρωμη διακόσμηση, κοντά χάλκινα ξίφη και πάμπολλα ακόμη θαυμάσια ευρήματα.
Προχωρημένο απόγευμα πια, μετά από πολλές ώρες ζέστης και ήλιου, καταλήγουμε στην ακτή Λαζαρέτα, δίπλα στον οικισμό, κάτω ακριβώς από το Ναυτικό και Ιστορικό Μουσείο των Ψαρών. Είναι η απόλυτη οικογενειακή αμμουδιά, με άμμο λεπτή και σκληρή, ρηχή ως το γόνατο για τα πρώτα 50 μέτρα. Είναι αληθινό προνόμιο για ντόπιους και επισκέπτες η ύπαρξη της διαυγέστατης αυτής θάλασσας, τόσο κοντά στον οικισμό.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ
Η μέρα μας ξεκινάει μ’ έναν μικρό εκνευρισμό. Στο κατάλυμά μας, που περιλαμβάνει «επιπλωμένα διαμερίσματα», δεν προβλέπεται πρωινό. Σκεφτόμαστε λοιπόν να το δημιουργήσουμε εκ των ενόντων, με μια επίσκεψη στον φούρνο του νησιού. Ονειρευόμαστε διάφορες λιχουδιές, που κατά καιρούς έχουμε βρει σε φούρνους της περιφέρειας. Δυστυχώς, ο μοναδικός φούρνος του νησιού ειδικεύεται στην παρασκευή ενός τύπου ψωμιού, από εκείνα τα λευκά, άγευστα και λαστιχωτά, που υποβαθμίζουν κάθε έννοια παραδοσιακού ψωμιού. Ας προσέξουν λίγο περισσότερο κάποιοι που ασχολούνται στα Ψαρά με την υπόθεση «τουρισμός». Το ιστορικό και τόσο ενδιαφέρον αυτό νησί δεν οφείλει να εισπράττει εξ αιτίας τους αρνητικά σχόλια και δυσμενείς κριτικές.
Μετά την γνωριμία, έστω και σύντομη, με το βόρειο και δυτικό τμήμα του νησιού, ολοκληρώνουμε την περιήγησή μας με τις τσιμεντόστρωτες και χωμάτινες διακλαδώσεις στο κεντρικό και νότιο τμήμα των Ψαρών. Από τον οικισμό στρίβουμε τον πρώτο τσιμεντόδρομο δεξιά. Δύο περίπου χιλιόμετρα μετά καταλήγουμε στην εκτεταμένη παραλία Λήμνος, με βότσαλα και πέτρες. Πολλά τσιμεντένια μπλόκια, απ’ αυτά που χρησιμοποιούνται στους λιμενοβραχίονες, είναι ανεξήγητα ριγμένα κατά μήκος της ακτής.
Επιστρέφουμε στα ηπειρωτικά. Οι στενοί χωματόδρομοι διασχίζουν αγροτικές εκτάσεις με μικρές κατοικίες, περιβολάκια, πολλά δέντρα και κυρίως συκιές. Υπάρχουν και αρκετές μουριές. Γράφει σχετικά ο Δημήτριος Σπανός (4). «Η σηροτροφία εις τα Ψαρά ήταν άλλοτε πολύ ανεπτυγμένη. Όλα τα φορέματα των ανδρών και γυναικών ήταν κατασκευασμένα από μετάξι που παρήγετο στο νησί. Τώρα απέμειναν μόνον οι μουριές, που μαρτυρούν την παλαιάν ακμήν της Ψαριανής σηροτροφίας».
Συναντάμε και μερικές αχλαδιές. Γράφει και πάλι ο Σπανός: «παλαιότερα υπήρχαν πολλές αχλαδιές, εξ ου και η ονομασία Αχλαδόκαμπος. Προ πολλών ετών (στα τέλη του 19ου αιώνα) υπήρχαν τόσο πολλά δέντρα, ώστε δεν ήτο δυνατόν να περάσει έφιππος κανείς από την περιοχή του Αχλαδοκάμπου».
Πού και πού συναντάμε και μικρά αμπελάκια. Ο Σπανός θεωρεί το Ψαριανό κρασί εξαιρετικής ποιότητας γιατί παράγεται μόνον από σταφύλια «φωκιανά», τα οποία αφήνουν πρώτα να ωριμάσουν και έπειτα τα πατούν. Είναι κρασί εύοσμο και παχύ.
Παίρνουμε τις ανηφοριές πάνω από την κοιλάδα του Αχλαδόκαμπου. Χωματόδρομος, σκόνη και αέρας δυνατός. Η διαδρομή περνάει ανάμεσα από χαραδρώσεις και διαδοχικές λοφοπλαγιές, ένα πολύπλοκο ανάγλυφο, όπου το μόνο που φυτρώνει είναι αγκαθωτοί καφεκίτρινοι θάμνοι. Εξίσου σκούρα είναι και τα πετρώματα, που αποτελούνται κυρίως από σχιστόλιθους και ψαμμίτες. Εξαίρεση αποτελούν μερικοί ασβεστόλιθοι, που προβάλλουν με την μορφή μαρμάρων, κατάλευκων μέσα στη σκουρόχρωμη γη.
Μετά από αρκετά δύσκολα χιλιόμετρα ο δρόμος τερματίζει στο νοτιοανατολικότερο άκρο του νησιού. Εδώ, σε μια απότομη πλαγιά πάνω από το ακρωτήριο του Αγ. Γεωργίου, ορθώνεται ο υψηλός φάρος, που οικοδομήθηκε από την Γαλλική κυβέρνηση το 1908. Κάτω στην ακτή σχηματίζεται ένας ωραίος καμπυλόσχημος όρμος με βότσαλα και πέτρες. Στη μια του άκρη καταλήγει σε ολόρθους σκούρους βράχους, που χαμηλώνουν προοδευτικά και βυθίζονται με θεαματικό τρόπο μέσα στο νερό.
Στην επιστροφή από τον φάρο αφιερώνουμε πολύ χρόνο στην εξερεύνηση του κεντρικού τμήματος του νησιού, όπου τουλάχιστον φτάνουν χωματόδρομοι. Διανοιγμένα μονοπάτια δεν είναι ορατά, αφού μεγάλα τμήματα εδάφους είναι άγονα, ακατοίκητα και καλυμμένα από αγκάθια. Υπάρχουν, ωστόσο, και οάσεις πράσινου, μικρές ρεματιές με λυγαριές, πικροδάφνες, καλαμιές και άλλα δέντρα. Νά κι ένα μαντρί απομονωμένο σε δρόμο που καταλήγει σε αδιέξοδο, πολλά κατάσπαρτα εξωκκλήσια, ένα κοπάδι νεαρές πέρδικες που στη θέα μας κοντοστέκονται κι αμέσως μετά, με γρήγορα βηματάκια, εξαφανίζονται στους θάμνους.
Παρένθεση γαλήνης και δροσιάς στη σκιά αποτελεί μια μικρή Μονή της Παναγίας, μετόχι της Κοίμησης Θεοτόκου. Φτάνουμε με το αυτοκίνητο στον λοφίσκο και βρισκόμαστε μπροστά σε μαντρότοιχο υψηλό. Πάνω από την αυλόθυρα υπάρχει επιγραφή δυσανάγνωστη και πιο πάνω η χρονολογία 1783. Στο εσωτερικό του μαντρότοιχου αποκαλύπτεται η πετρόχτιστη εκκλησία με βαρειά τοιχοποιΐα που υποστηρίζεται από πολλά σιδερένια «κλειδιά». Το μαρμάρινο υπέρθυρο είναι διακοσμημένο με δυο ανάγλυφα κυπαρίσσια, πάνω από την ημερομηνία 10 Ιουνίου 1785. Στον μικρό πλακόστρωτο αύλειο χώρο υπάρχει ένα πηγάδι με νερό, ενώ παραδίπλα ειν’ ένα περιβολάκι με μικροσκοπικά ώριμα ντοματίνια.
Καθόμαστε αρκετή ώρα στη σκιά. Είναι πολύ όμορφα να μας δροσίζει το αεράκι.
ΣΤΗΝ «ΜΑΥΡΗ ΡΑΧΗ»
Η νύχτα μάς βρίσκει στους πρόποδες του Παλαιόκαστρου, του κάβου που περικλείει το λιμάνι από την δυτική του πλευρά. Εδώ βρίσκεται η θρυλική «Μαύρη Ράχη» των Ψαρών, που έμεινε στην ιστορία μετά την πυρπόληση της πυριτιδαποθήκης την Κυριακή στις 22 Ιούνη του 1824. Ήταν τότε, που ο Δημήτρης Βρατσάνος, Πρόεδρος της Βουλής των Ψαρών, έδωσε εντολή στον γιο του Αντώνη Βρατσάνο να βάλει φωτιά στο μπαρούτι για να μην πέσουν οι 120 υπερασπιστές Έλληνες στα χέρια των πολυπληθέστερων Τούρκων. Την τελευταία Κυριακή του Ιούνη κάθε χρόνου τιμάται από όλους τους Ψαριανούς, με την επίσημη εκπροσώπηση και της πολιτείας, η μνήμη του Ολοκαυτώματος των Ψαρών.
Ως ελάχιστο φόρο τιμής σ’ εκείνους τους ανυπέρβλητους ήρωες, ανηφορίζουμε τον εξαιρετικό λιθόστρωτο πεζόδρομο, που με 150 περίπου άνετα σκαλοπάτια μας οδηγεί σ’ ένα 10λεπτο στην κορυφή του λόφου. Μας καλωσορίζει το δισυπόστατο εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου και της Αγίας Άννας, χτισμένο το 1849. Μπροστά του κυματίζουν τρεις σημαίες, η Ελληνική, η Βυζαντινή και η θρυλική Σημαία των Ψαριανών. Καθώς πέφτει η νύχτα, βάφεται κόκκινος ο ορίζοντας πίσω από τ’ Αντίψαρα. Τούτη η ώρα, με τον πορφυρό, στο χρώμα του αίματος ορίζοντα, είναι ίσως η συμβολικότερη ώρα επίσκεψης στον ιερό τούτο χώρο. Στο Ν άκρο της πλακόστρωτης πλατειούλας ένα λιτό μνημείο αναγράφει: «Εις μνήμην των αθανάτων ηρώων του Ολοκαυτώματος της Μαύρης Ράχης».
Στους πρόποδες της Μαύρης Ράχης και λίγο βορειότερα εκτείνεται ο Κάτω Γιαλός, μια βοτσαλωτή παραλία, ορθάνοιχτη στους δυτικούς καιρούς. Εδώ βρίσκεται το «Ηλιοβασίλεμα», μια ταβερνούλα με τα τραπέζια της μερικά μέτρα από το κύμα. Φυσάει με αρκετή ένταση ο μαΐστρος κι είναι δροσερός, αυτό όμως δεν μας εμποδίζει να πιάσουμε ένα τραπεζάκι, «πρώτο στο κύμα». Αυτό χρειαζόμαστε τούτη τη στιγμή. Στην κορυφή του κάβου προς τα ΒΔ δεσπόζει ο επιβλητικός ναός του Αγ. Νικολάου, ενώ πίσω μας η «Μαύρη Ράχη» είναι ήδη φωτισμένη. Μια κυρία, πολύ συμπαθητική, μας πλησιάζει απ’ την ταβέρνα.
-Πρώτη φορά στα Ψαρά;
-Ναι, μόλις κατεβήκαμε από τη Μαύρη Ράχη, το σύμβολο του νησιού.
Ρίχνει ψηλά μια ματιά:
-Ο πρόγονός μου, ο Αντώνης Βρατσάνος, ανατίναξε εκεί πάνω το μπαρούτι. Και 88 χρόνια μετά, ένας άλλος Βρατσάνος, Αντώνης κι αυτός, κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «ΙΕΡΑΞ», απελευθέρωσε τα Ψαρά. Ήταν 21η Οκτώβρη του 1912.
Μένω κατάπληκτος από όσα ακούω.
-Πώς είναι το όνομά σας;
–Γαρυφαλλιά Βρατσάνου, μου απαντάει απλά.
Έρχεται ο άντρας της ο Χρήστος. Μας φέρνει τσίπουρο, με φρεσκότατες κουτσομούρες και άλλα θαλασσινά. Έρχεται στη συντροφιά και ο Μανώλης Αγαπούσης, ο Δήμαρχος Ψαρών. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας και αγναντεύουμε τη Μαύρη Ράχη. Μιλάμε για το ιστορικό του Ολοκαυτώματος, το ηρωικό παρελθόν του τόπου, την αυτοθυσία των Ψαριανών. Ύστερα ερχόμαστε και στις μέρες μας. Στα γνωστά και χιλιοειπωμένα προβλήματα της Ελληνικής περιφέρειας, των μικρών νησιών. Που θα μπορούσαν να ήταν μικροί περιηγητικοί παράδεισοι. Αλλά δυστυχώς παραμένουν στην μετριότητα και μιζέρια.
Καλύτερα να συνεχίσουμε να μιλάμε για το παρελθόν. Μας κάνει να αισθανόμαστε καλύτερα.
(ΕΝΘΕΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)
Απέχει πολύ από την πραγματικότητα να ισχυριστούμε, ότι έχουμε πει τα πάντα για τα Ψαρά. Το άρθρο αυτό είναι περισσόετρο μια περιηγητική ματιά σ’ έναν τόπο αγωνιστών και ηρώων όπως ο Κωνσταντίνος Κανάρης και ο Νικόλαος Αποστόλης, ο Δημήτρης και Αντώνης Βρατσάνος, ο Κων/νος Νικόδημος και ο Γεώργιος Καλαφάτης, ο Ιωάσαφ Νικολάρας, ο Δημήτρης Παπανικολής, ο Ανδρέας Σταματάρας και τόσοι άλλοι.
Ψαριανός ήταν και ο Εθνικός Ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης. Από το εξαίρετο κείμενο της Μαίρης Μπελογιάννη σταχυολογούμε κάποια στοιχεία της θυελλώδους του ζωής, εντελώς επιγραμματικά.
Γεννήθηκε στα Ψαρά το 1745, γιος του καραβοκύρη Ανδρέα Λεοντή. Τα μεγάλα φωτεινά μάτια κι ο ορμητικός του χαρακτήρας τον έκαναν να μοιάζει με τα βαρβάκια που πετούσαν ελεύθερα στον αιγαιοπελαγίτικο ουρανό, γι’ αυτό και οι φίλοι του, του έδωσαν αυτό το παρωνύμιο που έμελλε να γίνει το επώνυμό του. Ως γνήσιος Ψαριανός καταπιάστηκε πολύ νωρίς με τη ναυτιλία. Στα δέκα του χρόνια γνώριζε να πυροβολεί με τουφέκι και πιστόλι, να χρησιμοποιεί κανόνι.
Καραβοκύρης 17 – 18 ετών πυρπόλησε την τουρκική ναυαρχίδα στην Ναυμαχία του Τσεσμέ, κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1770. Γι’ αυτή του την πράξη τιμήθηκε από τον Αλέξιο Ορλώφ και από την Αικατερίνη Β’, Τσαρίνα πασών των Ρωσιών. Οι Τούρκοι όμως δεν του το συγχώρεσαν ποτέ. Φεύγει κυνηγημένος στην Οδησσό και μετά στο Κίεβο, βαδίζει με τα πόδια 4.000 χιλιόμετρα ως την Αγία Πετρούπολη. Η Αικατερίνη θυμάται τον ριψοκίνδυνο αγωνιστή και του χαρίζει 10.000 ρούβλια και το δικαίωμα για αφορολόγητο εμπόριο ψαριών στην Κασπία Θάλασσα.
Ο Βαρβάκης στήνει μια κολοσσιαία επιχείρηση εμπορίας ψαριών όχι με δούλους όπως συνηθίζετο τότε, αλλά με τρεις χιλιάδες εργάτες μισθωτούς. Έτσι το 1776 αποκήρυξε την δουλοπαροικία, ενενήντα χρόνια πριν την καταργήσει το ρωσικό κράτος με νόμο.
Στο Αστραχάν ο Βαρβάκης ανακάλυψε την εκλεπτυσμένη γεύση των χρυσόχρωμων αυγών του ξανθού οξύρυγχου, του χαβιαριού, και άρχισε να προμηθεύει τα δείπνα των πλουσίων και επισήμων. Έκανε πολλά και κοινωφελή έργα στην ευρύτερη περιοχή, εκκλησίες, γεφύρια, νοσοκομεία, σχολεία, Ανώτερη Ελληνική Σχολή στην Οδησσό καθ’ υπόδειξη του Καποδίστρια.
Τεράστια υπήρξε η προσφορά του για την Ελλάδα. Το 1818 έστειλε στη Χίο ένα πλοίο με σιτάρι, ώστε τα έσοδα από την πώλησή του να χρησιμοποιηθούν για ανέγερση γυμνασίου στο νησί. Με χρήματα δικά του δημιουργήθηκε σχολείο και άρχισε στα Ψαρά η κατασκευή του λιμανιού. Με την κήρυξη της Επανάστασης στέλνει στον Υψηλάντη 100.000 ρούβλια και μετά από λίγο 1.000.000 ρούβλια για αγορά όπλων και εφοδίων.
Η καταστροφή των Ψαρών του Ιούνιο του 1824 τον βρίσκει στη Βιένη. Συντετριμμένος από την είδηση βοηθάει τους συμπατριώτες του με τέσσερα καράβια εφόδια και ρούχα, δίνει χρήματα στους Τούρκους και εξαγοράζει αιχμαλώτους Ψαριανούς. Στο Ναύπλιο συνεχίζει τις προσφορές και δωρεές. Η προσωρινή κυβέρνηση τον ανακηρύσσει «Μέγαν Ευεργέτη του Έθνους». Οι εσωτερικές όμως διαμάχες τον πικραίνουν βαθύτατα. Αποφασίζει να επιστρέψει στη Ρωσία μέσω Ζακύνθου. Οι Άγγλοι, θεωρώντας τον ως πράκτορα των Ρώσων, τον έκλεισαν στο λοιμοκαθαρτήριο. Η κλονισμένη υγεία του δεν αντέχει. Έτσι, στις 12 Ιανουαρίου του 1825 ο Ιωάννης Βαρβάκης έφυγε για τη χώρα των Μακάρων. Στη διαθήκη που υπέγραψε δυο μέρες πριν απ’ τον θάνατό του, κληροδότησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του για την οικοδόμηση ελληνικών διδακτηρίων. Μετά από πολλές περιπέτειες ιδρύθηκε μόλις το 1886, 60 χρόνια (!) μετά τον θάνατό του, με βασιλικό διάταγμα το «Βαρβάκειον Λύκειον».
Όμως πέρα και από τα χρήματα και τα υλικά αγαθά, η πιο σπουδαία παρακαταθήκη που άφησε ο μεγάλος αυτός άνδρας στην ελληνική νεολαία είναι η ίδια του η ζωή, η σπουδαία προσωπικότητα και η καλλιέργεια της ψυχής, η φιλανθρωπία και ο ακέραιος χαρακτήρας του, η δίκαιη κρίση, η ριψοκίνδυνη και δραστήρια φύση του, η γενναιοδωρία και οι ευφυείς επιλογές και τέλος η γνήσια και ανυστερόβουλη αγάπη για την πατρίδα.
Ευχαριστούμε,
-τον Δήμαρχο Ψαρών Μανώλη Αγαπούση,
-την Γραμματέα του Μορφωτικού Συλλόγου Δέσποινα Φρατζέσκου,
-την Γαρυφαλλιά Βρατσάνου και τον Χρήστο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Υποναυάρχου Κων/νου Νικόδημου, «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΨΑΡΩΝ», Αθήνα 1862 (επανέκδοση από το βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καραβία).
-Δημητρίου Σπανού, «ΨΑΡΙΑΝΟΙ ΑΓΩΝΙΣΤΑΙ», ΑΘΗΝΑΙ 1967.
-Δημητρίου Σπανού, «ΨΑΡΙΑΝΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ» ΑΘΗΝΑΙ 1962.
-Μορφωτικού Εξωραϊστικού Συλλόγου Ψαρών, «ΨΑΡΑ, του μπουρλότου και της ηρεμίας», εκδ. ΔΗΜΟΥ ΨΑΡΩΝ, ΧΙΟΣ 2006.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΚΩΔΙΚΟΣ ΚΛΗΣΗΣ: 22740
ΔΗΜΟΣ ΨΑΡΩΝ: 61101
ΛΙΜΕΝΑΡΧΕΙΟ: 61336
ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΤΑΞΙΔΙΩΝ: 61159
ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ:
ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ ΑΝΝΑ: 61178
ΚΑΒΟΣ: 61140
ΚΟΥΤΣΟΔΟΝΤΗΣ ΑΝΑΣΤ.: 61209
ΡΕΣΤΑΛΙΑ: 61201
ΨΑΡΑ: 61180
ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
Έξοχο – αλλά λιγοστό – θυμαρίσιο μέλι.
Κρασί από «φωκιανό»
Ντόπιο πρόβιο τυρί, ψάρια και αστακοί.