Μάρτιος 2008
Τεύχος 62
Κείμενο: Θεόφιλος Μπασγιουράκης
3,00 € – 3,50 €
Αγαπητοί μου φίλοι,
Κάθε φορά λέω να παραβλέψω, στο σημείωμά μου, την επικαιρότητα. Να ανιχνεύσω – ή στην ανάγκη να εφεύρω – θέματα ευχάριστα, που θα μας φτιάξουν τη διάθεση. Πολύ γρήγορα συνειδητοποιώ το μάταιον της προσπάθειας. Είναι σαν να πιέζω τον εαυτό μου να ευθυμήσει παρακολουθώντας τις βραδινές ειδήσεις στην τηλεόραση. Μου φαίνεται σχεδόν απίθανο να υπάρχει κάποιος Έλληνας – ακόμα και ο πιο αισιόδοξος – που να αισθάνεται ψυχική ευφορία μετά την ολοκλήρωση οποιουδήποτε δελτίου ειδήσεων.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι, αν υπάρχει άλλη ευρωπαϊκή χώρα, που να υποφέρει ταυτόχρονα από τόσα πολλά και ποικίλα δεινά, τόσο στο εσωτερικό όσο και σε σχέση με τους γειτόνους της. Όσο κι αν ψάχνω καταλήγω, ότι κρατάμε τα σκήπτρα της απαισιοδοξίας στην Ευρώπη, της έλλειψης χαμόγελου και στόχων, της προοπτικής για μια όμορφη ζωή. Δεν κάθομαι να εξετάσω τα αίτια και τους αίτιους. Θα έπρεπε να γράφω για ώρες και για μέρες. Αυτό όμως που με βεβαιότητα γνωρίζω είναι, ότι καθημερινά αμφισβητούνται όλο και περισσότερο οι θεμελιώδεις θεσμοί, απαξιώνονται συνεχώς η πολιτική και οι πολιτικοί, διασύρονται και αλληλοσπαράσσονται τα ΜΜΕ και οι εκφραστές της κοινής γνώμης. Τι απομένει; Μια πρωτόγνωρη άμβλυνση αντανακλαστικών, μια συνολική αδιαφορία και απάθεια. Κανένας δεν πιστεύει και δεν υπολήπτεται κανέναν. Συμπεριφορές και πρακτικές, που σε άλλες εποχές θα επέσυραν την οργή και απόρριψη της κοινής γνώμης, σήμερα θεωρούνται περίπου δικαιολογημένες και αναμενόμενες, δεν εντυπωσιάζουν κανέναν. Για μερικές μέρες συντηρούν το ενδιαφέρον μας. Ύστερα ξεχνιούνται ή καταλήγουν ν’ αποτελέσουν αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινότητάς μας, σαν ένα ακόμα από τα τόσα ανούσια «σίριαλ», που ολημερίς καθηλώνουν εκατομμύρια μάτια απέναντί τους.
– Το μόνο που μας σώζει είναι τα αθλητικά γεγονότα, έλεγε τις προάλλες ένας φίλος. Κερδίζει κανέναν αγώνα η ομάδα μας ή η εθνική και για λίγο παίρνουμε τα πάνω μας, σαν άτομα ή σαν έθνος.
– Καλά νάναι κι οι ταβερνούλες, συμπλήρωσε ένας άλλος. Συναντάμε δυο φίλους, πίνουμε ένα ποτηράκι και ξεχνιόμαστε. Γι’ αυτό εμείς οι Έλληνες τρώμε έξω πιο συχνά από κάθε Ευρωπαίο.
Δεν είχαν άδικο οι φίλοι μου. Απλά, είχαν ξεχάσει τα ταξίδια. Που, τα τελευταία χρόνια, ανεξάρτητα αν είναι μεγάλα ή μικρά, συχνά ή αραιά, οικονομικά ή πολυδάπανα, αποτελούν ήδη μια αναγκαιότητα για τον Έλληνα, μια διέξοδο και πολύτιμη φυγή. Αυτή είναι και η πιο αισιόδοξη σκέψη του σημερινού μου σημειώματος. Ο προγραμματισμός του επόμενου ταξιδιού. Είναι κυριολεκτικά μια επένδυση ψυχής. Γι’ αυτό, αγαπητοί μου φίλοι, όσο μπορείτε, ταξιδεύετε!