Μάιος 2005
Τεύχος 45
Κείμενο: Θεόφιλος Μπασγιουράκης
3,00 € – 3,50 €
ΜΗΠΩΣ ΠΑΛΙΑ ΗΤΑΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ;
Αγαπητοί μου φίλοι,
Μαζί με τις ειδήσεις παρακολουθώ αναπόφευκτα τον τελευταίο καιρό – όπως όλοι μας άλλωστε – τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ για το Πασχαλινό τραπέζι, στα κρεοπωλεία και στους πάγκους των λαϊκών. Κύρια θέματα η τιμή αλλά και η εθνικότητα του αρνιού. Πόσα ευρώ θα φτάσει το κιλό; Θα είναι Ελληνικός ή αλλοδαπός ο οβελίας στο τραπέζι μας; Αναρίθμητες συνεντεύξεις και διιστάμενες απόψεις από κρεοπώλες, «αρμοδίους» και προβληματισμένους καταναλωτές. Δεν ξέρουμε πια τι να πιστέψουμε. Είναι φτηνό ή ακριβό το αρνί; Το «εκτός συνόρων» είναι ίδιας ποιότητας με το ντόπιο; Ποια σφραγίδα είναι γνήσια και ποια πλαστή; Οι συκωταριές και τα αντεράκια είναι φρέσκα ή κατεψυγμένα;
Κάθε μέρα όλο και περισσότερο για όλο και περισσότερα ανησυχεί και προβληματίζεται ο κόσμος. Και πως όχι άλλωστε; Είναι πολύ πρόσφατο το πανελλήνιο σοκ από τα γιαούρτια και τα μέλια και τόσα ακόμη ακατάλληλα για κατανάλωση προϊόντα, που συνεχώς ανακαλύπτονται σε ύποπτες αποθήκες ή σε εισαγωγές χωρίς ελέγχους. Φρούτα, κηπευτικά, ξηροί καρποί και πατάτες, κρέατα και ψάρια, ακόμη και ηλεκτρικές συσκευές είδαμε τον τελευταίο καιρό να τίθενται υπό αμφισβήτηση από άποψη καταλληλότητας και ασφάλειας. Η ποιότητα της διατροφής – και γενικότερα της ζωής – διακυβεύεται καθημερινά, μια συνολική κρίση εμπιστοσύνης ταλανίζει τους πάντες για τα πάντα. Τελικά ποια είναι η εξέλιξη και η πρόοδος της σύγχρονης εποχής;
Περνάνε φευγαλέα απ’ το μυαλό μου κάποιες αναμνήσεις από χρόνια απόμακρα, της παιδικής μου ηλικίας στην Καβάλα. Χρόνια δύσκολα, γεμάτα στέρηση και φτώχια. Γκαζόλαμπα ως τα τέλη του Δημοτικού, χαρτζιλίκι πενταροδεκάρες, κυριολεκτικά από το υστέρημα του ταμείου της οικογένειας. Ένα παιχνίδι όλο κι όλο τα Χριστούγεννα και ίσως άλλο ένα για το Πάσχα, που, βέβαια, ήταν προορισμένα να ικανοποιούν τις παιδικές μου ανάγκες όχι για μία αλλά για περισσότερες χρονιές. Λιτότητα, αυτοπειθαρχία και αυτοσυγκράτηση. Κατανόηση και ευγνωμοσύνη στους γονείς. Πρώιμη ωρίμανση.
Η μέρα όμως του Πάσχα ήταν ημέρα έκστασης. Όχι για την θρησκευτική σημασία της γιορτής. Η παιδική ηλικία δεν συμμετείχε σε τέτοιες εμβαθύνσεις. Η έκσταση αφορούσε το ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ. Που πάντα αποτελείτο από την ανεπανάληπτη μαγειρίτσα της μαμάς και από μισό κατσίκι ή αρνί, τοποθετημένο με άφθονες πατάτες στο μεγάλο ηπειρώτικο ταψί και ψημένο στον ξυλόφουρνο του Κώστα ή του Μίμη, ένα τέταρτο με τα πόδια απ’ το σπίτι. Ακόμα θυμάμαι με πόση άφατη χαρά και λαιμαργία τσιμπούσα απ’ το ταψί που κουβαλούσε στην ανηφόρα ο πατέρας, τις ευωδιαστές, ξεροψημένες πατάτες γύρω απ’ το κρέας. Ήταν πραγματική γιορτή, μια και μοναδική φορά το χρόνο, γι’ αυτό κι ήταν τόσο μεγάλη η σημασία της.
Ναι, το κρέας ήταν σπάνιο στο οικογενειακό τραπέζι. Όποτε όμως υπήρχε, ήταν αληθινή απόλαυση. Και βέβαια ποτέ δεν αμφισβητείτο η ποιότητά του και η προέλευση. Τα κατεψυγμένα ήταν άγνωστα, το ίδιο κι οι εισαγωγές από άλλες χώρες. Μήπως λοιπόν, παρ’ όλες τις στερήσεις, παλιά ήταν καλύτερα;