Υπάρχουν ορισμένα ορυκτά τα οποία έχουν ιδιαίτερη μορφή, λάμψη, χρώμα, διαφάνεια, σκληρότητα και γενικά ομορφιά. Λόγω αυτών των εξαιρετικών ιδιοτήτων τους, εκτιμούνται ιδιαίτερα από τον άνθρωπο και χρησιμοποιούνται, μετά από κατεργασία, σαν κοσμήματα και διακοσμητικά πετράδια και ονομάζονται πολύτιμοι λίθοι. Γενικά, όλα τα ορυκτά, τα πετρώματα και τα οργανικά υλικά, τα οποία μπορούν να υποστούν επεξεργασία και να χρησιμοποιηθούν σε κοσμήματα, σε καλλιτεχνήματα, σε διακοσμητικά αντικείμενα συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία των πολυτίμων λίθων.
Υπάρχουν ορισμένα ορυκτά τα οποία έχουν ιδιαίτερη μορφή, λάμψη, χρώμα, διαφάνεια, σκληρότητα και γενικά ομορφιά. Λόγω αυτών των εξαιρετικών ιδιοτήτων τους, εκτιμούνται ιδιαίτερα από τον άνθρωπο και χρησιμοποιούνται, μετά από κατεργασία, σαν κοσμήματα και διακοσμητικά πετράδια και ονομάζονται πολύτιμοι λίθοι. Γενικά, όλα τα ορυκτά, τα πετρώματα και τα οργανικά υλικά, τα οποία μπορούν να υποστούν επεξεργασία και να χρησιμοποιηθούν σε κοσμήματα, σε καλλιτεχνήματα, σε διακοσμητικά αντικείμενα συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία των πολυτίμων λίθων.
Παλαιότερα ως πολύτιμοι λίθοι θεωρούνταν το διαμάντι, το ρουμπίνι, το ζαφείρι και το σμαράγδι, με ιδιαίτερα μεγάλη αξία, ενώ όλα τα υπόλοιπα πετράδια ονομάζονταν ημιπολύτιμοι λίθοι, όπως η άκουα μαρίνα, το τοπάζι, ο γρανάτης, ο οπάλιος, το τουρκουάζ κ.ά. Καθώς ο αριθμός των αξιόλογων ορυκτών με εκπληκτικές ιδιότητες, όπως ο τανζανίτης, που η αξία του είναι πολύ μεγαλύτερη από τους κοινούς πολύτιμους λίθους, το όριο μεταξύ πολυτίμων και ημιπολύτιμων λίθων ήταν δυσδιάκριτο. Έτσι σήμερα δεν υπάρχει διάκριση και αναγνωρίζεται μόνο μία ομάδα, αυτή η οποία στην διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ως gemstones που περιλαμβάνει και τους πολυτίμους αλλά και τους ημιπολύτιμους λίθους.
Στην πραγματικότητα οι λίθοι αυτοί αποτελούν πολύτιμες και σπάνιες ποικιλίες κοινών ορυκτών που βρίσκονται στη φύση σε μεγάλη κλίμακα. Έτσι, το σμαράγδι, η ακουαμαρίνα, η ηλιόδωρο και ο μοργκανίτης αποτελούν τις «ευγενείς» ποικιλίες του ορυκτού βήρυλλος, ενώ το ρουμπίνι και το ζαφείρι του ορυκτού κορούνδιο. Το διαμάντι είναι ο άνθρακας (C) που κρυσταλλώνεται σε διαφορετικό σύστημα από τον κοινό γραφίτη. Υπάρχουν όμως και ορισμένα πετράδια οργανικής προέλευσης που δημιουργήθηκαν από ζωντανούς οργανισμούς και είναι το μαργαριτάρι, το ήλεκτρο, το κοράλλι, ο γαγάτης και το ελεφαντόδοντο.
Η Γεμολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με την ανάλυση, την αναγνώριση, την πιστοποίηση της αυθεντικότητας, την αναγνώριση επεξεργασιών βελτίωσης καθώς και την εκτίμηση της αξίας ενός πολύτιμου λίθου. Είναι ένας επιστημονικός κλάδος της ορυκτολογίας που έχει εξελιχθεί και είναι από τα σημαντικότερα αντικείμενα της Γεωλογίας. Η ετυμολογία της λέξης Γεμολογία προέρχεται από την λατινική λέξη gemma που σημαίνει νεογέννητος και οφθαλμός φυτού ή μπουμπούκι λουλουδιού. Την λέξη αυτήν τη χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στο έργο του Naturalis Historia, και πιθανώς αποτελεί παράφραση της ελληνικής λέξης «γέννα». Στα αγγλικά της Αγγλίας ο όρος Γεμολογία γράφεται με δύο m και στα αγγλικά των Ηνωμένων Πολιτειών με ένα m.
Για να χαρακτηριστεί ένα ορυκτό πολύτιμος λίθος θα πρέπει να πληροί κάποιες προϋποθέσεις, να έχει δηλαδή κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Οι ιδιότητες αυτές είναι η μεγάλη σκληρότητα, το χρώμα, η διαύγεια, ο μεγάλος δείκτης διάθλασης και βέβαια η σπανιότητα. Η σκληρότητα μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα του ορυκτού να ανθίσταται στην τριβή με άλλα υλικά. Το διαμάντι, για παράδειγμα, είναι το σκληρότερο υλικό στη φύση, κάτι που οφείλεται στη συμπαγή εσωτερική δομή του και στους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των μορίων του. Για το λόγο αυτό είναι το πολυτιμότερο πετράδι ανάμεσα στα άλλα. Ιδιαίτερα εντυπωσιακά και ελκυστικά είναι στους πολύτιμους λίθους το χρώμα, η διαύγεια και η λάμψη και συνήθως, μετά από ειδική επεξεργασία, όπως το κόψιμο και η στίλβωση, αναδεικνύονται ακόμη περισσότερο οι ιδιότητες αυτές, επειδή επιτρέπεται στο φως να εισχωρήσει σε αυτά κατά τον καλύτερο τρόπο.
Η μονάδα μέτρησης του βάρους ενός πολύτιμου λίθου ονομάζεται καράτι και είναι ίσο με 0,2 γραμμάρια (1 ct = 0,2 g = 200 mg). Ο όρος καράτι (carat) είναι τελείως διαφορετικός από τη μονάδα μέτρησης καθαρότητας του χρυσού που λέγεται επίσης καράτι (karat). Επίσης, το καράτι σχετίζεται μόνο με το βάρος του πολύτιμου λίθου και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για τις διαστάσεις του ή για την πυκνότητα και το ειδικό βάρους του.
Η λέξη καράτι προέρχεται από την αραβική qirat, δανεισμένη από την ελληνική λέξη «κεράτιον», που αναφέρεται στους σπόρους του χαρουπιού (Σχ. 2). Η επίσημη ονομασία της χαρουπιάς είναι κερωνία, κερατέα ή Κερατονία και προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «κέρας» εξαιτίας του κερατόμορφου σχήματος που έχει ο καρπός. Το κεράτιον είναι το υποκοριστικό της λέξης κέρας και έτσι ονομαζόταν ο σπόρος του χαρουπιού. Κάθε χαρούπι περιέχει 5 έως 15 σπόρους δηλαδή κεράτια που έχουν σχεδόν σφαιρικό σχήμα με σκληρό περίβλημα. Οι σπόροι του χαρουπιού έχουν ομοιομορφία στο μέγεθος με βάρος 0,2 γραμμάρια (περίπου 1,7 έως 2,2 γραμμάρια) και για τον λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκαν ως μονάδα βάρους για τους πολύτιμους λίθους από την αρχαιότητα.
Επεξεργασία των πολύτιμων λίθων
Από την εξόρυξη ενός ορυκτού από την Γη μέχρι να βγει στην βιτρίνα ενός καταστήματος ως πολύτιμος λίθος η διαδρομή είναι πολύ μεγάλη. Για να προσελκύσουν το αγοραστικό κοινό τα πετράδια (rough stones) υπόκεινται σε κοπή και βελτιωτικές διεργασίες, σε ειδικά εργαστήρια με μεγάλη τεχνογνωσία.
Η κοπή των λίθων αποτελεί ένα πολύ λεπτό εγχείρημα, το οποίο απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και εξειδικευμένη τεχνική. Στόχος της κοπής είναι να προβάλλονται η λάμψη, η στιλπνότητα και τα χρώματα των πολύτιμων λίθων. Ανάλογα με τον πολύτιμο λίθο, τις έδρες του και το σχήμα του μετά την κατεργασία, υπάρχουν διάφοροι τρόποι κοπής. Έτσι, ανάλογα με το σχήμα του περιγράμματος τους έχουμε τη στρογγυλή, την τετράγωνη, την ορθογώνια, την τρίγωνη, την ωοειδή.
Η διασημότερη κοπή που χρησιμοποιείται στα πετράδια είναι η κοπή μπριγιάν (brilliant). Εμφανίστηκε περίπου στο τέλος του 17ου αιώνα στην Ιταλία και είναι η ιδανική και η πιο συνηθισμένη κοπή διαμαντιών γιατί είναι η πιο αποδοτική ώστε να αναδείξει την λάμψη και την στιλπνότητα αυτού του μοναδικού λίθου. Αυτός είναι ο λόγος που το διαμάντι ονομάζεται και μπριγιάν, αλλά είναι λάθος η ταύτισή τους. Η κοπή μπριγιάν έχει συνήθως στρογγυλό περίγραμμα με 56 ξεχωριστές έδρες, από τις οποίες οι 32 βρίσκονται στο επάνω μέρος και η 24 στο κάτω μέρος. Άλλες κοπές είναι επίσης η απιοειδής ή πέντελοκ, η μαρκησία ή σαΐτα (παραλλαγές της κοπής μπριγιάν, με ελαφρά τροποποιημένο περίγραμμα), η κοπή ρόδου ή ροζέτας, η κοπή ζιρκόνιο, η κοπή σμαράγδι ή κλιμακωτή και η κοπή καμποσόν.
Στην κοπή καμποσόν (cabochon) οι λίθοι έχουν σχήμα θολωτό (κυρτό) χωρίς έδρες. Χρησιμοποιείται για λίθους που είναι ελάχιστα διαφανείς ή θαμποί, όπως το ρουμπίνι, το ζαφείρι, το σμαράγδι, το τουρκουάζ, ο οπάλιος κ.ά., για να προβάλλονται πιο έντονα οι οπτικές αναλαμπές. Η κοπή αυτή είναι η παλαιότερη στην κατεργασία των πολύτιμων λίθων. Τα κάμποσον στην πιο απλή μορφή τους αποτελούνται από μια κυρτή γυαλισμένη επιφάνεια και μια επίπεδη αγυάλιστη βάση. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα είναι το οβάλ και το στρογγυλό. Στην κατηγορία αυτή εκτός από τα κάμποσον ανήκουν και οι χάντρες, οι σφαίρες, τα γνωστά διακοσμητικά, τα εσώγλυφα, τα ανάγλυφα και όλα τα γλυπτά.
Όσον αφορά τις χαράξεις (κοπές cameo και intaglio) επάνω στην επιφάνεια των πολύτιμων λίθων, αυτές γίνονται με σκάλισμα και αποτελούν σημαντικό μέρος της κατεργασίας. Η κοπή καμέο (cameo) είναι χάραξη ενός πετραδιού σε δύο το λιγότερο διαφορετικά χρωματιστά στρώματα, ενώ το σχέδιο είναι υπερυψωμένο. Για να επιτευχθεί η υπερύψωση, ένα μέρος του ακατέργαστου πετραδιού σκαλίζεται και απομακρύνεται. Ο χαλκηδόνιος αποτελεί ένα από τα πιο συνηθισμένα ορυκτά για να χαραχτεί με την κοπή καμέο. Η κοπή ιντάλιο (intaglio) είναι το αντίθετο του καμέο. Αντί το σχέδιο να είναι υπερυψωμένο στην επιφάνεια του πετραδιού, είναι χαραγμένο μέσα του.
Σχεδόν όλοι οι πολύτιμοι λίθοι που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή κοσμημάτων έχουν υποστεί βελτιωτικές διεργασίες. Πρόκειται για την επεξεργασία των λίθων με διάφορες μεθόδους που βελτιώνουν την ανθεκτικότητά τους και τις ιδιότητές τους, όπως το χρώμα, την λάμψη, την καθαρότητα ή την συνοχή. Οι τέσσερις κυριότερες μέθοδοι επεξεργασίας είναι η θέρμανση, η ακτινοβολία, η χημική κατεργασία (περιλαμβάνει διάφορες επεξεργασίες όπως ο εμποτισμός με έλαια, η βαφή, το άσπρισμα, ο διαποτισμός σε όλο το σώμα του λίθου) και η συγκόλληση (συνένωση του λίθου με κάποιο άλλο υλικό).
Η βελτίωση των ιδιοτήτων των λίθων δεν είναι κάτι καινούργιο και εφαρμόζεται από πολύ παλιά. Βέβαια, σήμερα που η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν τεράστια ανάπτυξη, έχουμε κατανοήσει σε βάθος τους παράγοντες χρωματισμού των λίθων. Έτσι είναι πιο εύκολο να βελτιώσουμε το χρώμα τους και ταυτόχρονα πιο δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι οι λίθοι έχουν υποστεί κάποιες βελτιωτικές διεργασίες. Η επεξεργασία των λίθων εκτός από την κοπή και το γυάλισμα, θεωρούνται ως «μη έντιμες» παρεμβάσεις αφού αλλοιώνουν την φυσική τους υπόσταση.
Εγκλείσματα σε πολύτιμους λίθους
Η αξία ενός λίθου εξαρτάται επίσης και από τα εγκλείσματα που μπορεί να περιέχει, και αυτά μπορεί να είναι ένας κρύσταλλος, μία φυσαλίδα, εσωτερικά σπασίματα, νεφελώματα από ακαθαρσίες ή ρευστά εγκλείσματα. Η παρουσία εγκλεισμάτων γενικά έχει αρνητική επίπτωση στην εμπορική αξία ενός λίθου. Εντούτοις, τα εγκλείσματα δεν είναι πάντοτε ανεπιθύμητα, αφού με τη βοήθειά τους μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα φυσικό από ένα τεχνητό πετράδι ή ακόμη μπορεί να αυξήσουν την λαμπρότητα του πετραδιού.
Εντούτοις, η παρουσία εγκλεισμάτων προκαλεί πολλές φορές εντυπωσιακά φαινόμενα σε ορισμένα πετράδια. Έτσι η παρουσία πολλών εγκλεισμάτων μικρών κρυστάλλων ρουτιλίου στα ρουμπίνια και στα ζαφείρια συνήθως προκαλεί το φαινόμενο του αστερισμού. Τα εγκλείσματα αυτά μπορεί να διατάσσονται παράλληλα προς τους κρυσταλλογραφικούς άξονες του ορυκτού, να σχηματίζουν γεωμετρικά σχήματα και να προξενούν έτσι το φαινόμενο του αστερισμού. Ο αστερισμός (star ruby ή star sapphire) είναι ένα εντυπωσιακό φαινόμενο και όταν αντανακλά το φως στην επιφάνεια του ρουμπινιού ή του ζαφειριού, δημιουργείται ένα λαμπρό εξάκτινο αστέρι που δίνει στο πετράδι μία ξεχωριστή λάμψη και βέβαια μεγαλύτερη αξία. Πολύ σπάνια το αστέρι αυτό μπορεί να είναι και δωδεκάκτινο.
Απομιμήσεις, οι συνθετικοί λίθοι και τα τεχνητά πετράδια
Ένα άλλο σοβαρό ζήτημα στην εμπορία και διακίνηση των πολύτιμων λίθων είναι οι απομιμήσεις, οι συνθετικοί λίθοι και τα τεχνητά πετράδια. Οι απομιμήσεις (imitations) αναφέρονται σε οποιοδήποτε υλικό που μοιάζει εξωτερικά με κάποιον από τους πολύτιμους λίθους και μπορεί να τον αντικαταστήσει σε κόσμημα. Οι απομιμήσεις είναι πολύ μικρότερης αξίας από τον πολύτιμο λίθο που προσπαθούμε να μιμηθούμε. Δηλαδή προσπαθούμε να βρούμε ένα υλικό που να έχει παρόμοια διαφάνεια, χρώμα, λάμψη και σε πολλές περιπτώσεις ίδια δομή με τον αυθεντικό πολύτιμο λίθο. Οι απομιμήσεις έχουν διαφορετική χημική σύσταση και διαφορετικές φυσικές ιδιότητες με εξαίρεση το χρώμα και σε ορισμένες περιπτώσεις τη λάμψη που είναι παρόμοια με το πολύτιμο πετράδι. Οι απομιμήσεις καλύπτουν ένα πολύ μεγάλο εύρος υλικών τα οποία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, ώστε να βρεθεί το κατάλληλο σε εμφάνιση υλικό που να μπορεί να μιμηθεί έναν πολύτιμη λίθο. Για παράδειγμα ο κόκκινος σπινέλλιος και ο κόκκινος τουρμαλίνης είναι ορυκτά που χρησιμοποιούνται σαν υποκατάστατα του ρουμπινιού, γιατί μοιάζουν με αυτό, αλλά είναι πολύ φτηνότερα. Ο μοϊσανίτης είναι το συνηθισμένο υποκατάστατο του διαμαντιού.
Σαν απομίμηση μπορεί να χρησιμοποιηθούν και υλικά που δεν είναι ορυκτά, όπως το γυαλί και το πλαστικό. Το γυαλί έχει χρησιμοποιηθεί εδώ και χιλιάδες χρόνια σαν απομίμηση όλων των λίθων είτε διαφανές είτε με πρόσμιξη διαφόρων χρωστικών. Τα πλαστικά έχουν χρησιμοποιηθεί κυρίως σαν απομιμήσεις των οργανικών πολύτιμων πετρών όπως το κεχριμπάρι, το ελεφαντόδοντο και το κοράλλι. Τέτοια υλικά είναι ο βακελίτης, τα πολυαμίδια (νάϋλον), η κελλουλοϊτη ή κυτταρινοειδής, το πολυμερισμένο διαφανές ακρυλικό πλαστικό (perspex), το πολυστυρένιο ή πολυστυρόλιο και άλλα.
Επίσης αρκετά συχνά αντί για τα φυσικά χρησιμοποιούμε τα συνθετικά ορυκτά που έχουν ακριβώς την ίδια χημική σύσταση και κρυσταλλική δομή, και άρα τις ίδιες φυσικές ιδιότητες με το φυσικό λίθο, αλλά είναι κατασκευασμένα από τον άνθρωπο με τεχνητά μέσα. Οι φυσικές, μηχανικές και οπτικές ιδιότητες του συνθετικού λίθου και του αντίστοιχου φυσικού είναι ακριβώς οι ίδιες γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να τους ξεχωρίσουμε.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα συνθετικών πολύτιμων λίθων είναι το συνθετικό ρουμπίνι που παράγεται με τη μέθοδο Verneuil, και το συνθετικό διαμάντι που κατασκευάζεται σε αντίστοιχες συνθήκες με τα φυσικά διαμάντια (υψηλές συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας). Επίσης ο συνθετικός μπλε σπινέλλιος μοιάζει με την ακουαμαρίνα.
Στου συνθετικούς λίθους εντάσσονται και τεχνητά πετράδια που δεν υπάρχουν στην φύση αλλά τα έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος εργαστηριακά με παρόμοιες μεθόδους που χρησιμοποιεί για να κατασκευάσει τα συνθετικά ορυκτά. Ένα παράδειγμα ενός τέτοιου πετραδιού είναι το κυβικό ζιρκόνιο CZ. Στην φύση δεν υπάρχει τέτοια χημική ένωση με κυβική συμμετρία. Κατόρθωσε όμως ο άνθρωπος και κατασκεύασε έναν τέτοιο κρύσταλλο που αποτελεί μία από τις πιο πετυχημένες απομιμήσεις του διαμαντιού. Αυτά τα σώματα που δεν υπάρχουν στην φύση αλλά τα συνθέτει εργαστηριακά ο άνθρωπος τα ονομάζουμε τεχνητά.
Ιστορική αναδρομή στη χρήση, στη διακίνηση και εμπόριο των πολυτίμων λίθων
Τα πολύτιμα πετράδια, από τα αρχαία ακόμη χρόνια αποτελούσαν δείκτη πλούτου, δύναμης και εξουσίας, ενώ έχουν συνδεθεί και με απόδοση τιμής και λατρείας. Έτσι, πολύτιμους λίθους θα συναντήσουμε εκτός από τα μουσεία, σε ναούς και μοναστήρια (κυρίως της χριστιανικής, βουδιστικής και ισλαμικής θρησκείας), σε συλλογές βασιλικών οικογενειών και σε αστέρες του κινηματογράφου.
Από την προϊστορική περίοδο οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν τους λίθους ως κοσμήματα. Με βάση τα αρχαιολογικά ανασκαφικά δεδομένα το ενδιαφέρον για τους πολυτίμους λίθους χρονολογείται από την Μεσολιθική Εποχή (10.000-6.500 π.Χ.), ενώ είναι δεδομένη η χρήση τους κατά τη Νεολιθική περίοδο (6.500-3.000 π.Χ) και πολύ περισσότερο στην Εποχή του Χαλκού (3.000-1.100 π.Χ). Ο τάλκης, ο σερπεντίνης, το μάρμαρο, ο μαλαχίτης και το ήλεκτρο (κεχριμπάρι) είναι μερικά από τα υλικά που έχουν βρεθεί σε νεολιθικές ανασκαφές στην Ελλάδα, περίπου από το 5.500 π.Χ. Αλλά και κατά την Εποχή του Χαλκού, κοσμήματα από αμέθυστο έχουν εντοπιστεί σε Αιγυπτιακούς τάφους (20ος-19ος αι. π.Χ.) και σε Μινωικούς και Μυκηναϊκούς τάφους (17ος-13ος αι. π.Χ.). Θεωρείται ότι τα πρώτα διαμάντια ανακαλύφθηκαν στην Ινδία, ήδη από 1000 χρόνια π.Χ. Και η Ινδία παρέμεινε ο σημαντικότερος προμηθευτής διαμαντιών μέχρι τον 18ο αιώνα.
Στο τέλος 4ου αι. π.Χ., ο Θεόφραστος στο έργο του «Περί Λίθων», το πρώτο ορυκτολογικό σύγγραμμα, κάνει αναφορές σε λίθους (πετράδια) που ήταν «σπάνιοι και μικροί όπως η σμάραγδος και το σάρδιον, ο άνθραξ, η σάπφειρος και όλοι σχεδόν όσοι χρησιμοποιούνται σαν σφραγιδόλιθοι». Επίσης αναφέρει και για άλλους λίθους, όπως για τον «άνθρακα, από τον οποίο κατασκευάζονται σφραγιδόλιθοι και έχει κόκκινο χρώμα», «είναι μεγάλης αξίας» και «μεταφέρεται από την Καρχηδόνα και τη Μασσαλία», για έναν «λίθο που βρίσκεται κοντά στη Μίλητο, είναι γωνιώδης με εξαγωνικά σχήματα και λέγεται και αυτός άνθραξ» και για άλλους «από τους οποίους φτιάχνουμε σφραγίδες, όπως ο υαλοειδής που παρουσιάζει ανταύγεια και διαφάνεια και το ανθράκιον και ο όμφαξ. Ακόμα και η κρύσταλλος και το αμέθυσον που είναι και τα δύο διαφανή. Αυτά και το σάρδιον βρίσκονται όταν κόψουμε ορισμένους λίθους».
Την ίδια περίοδο, ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλαβε την Περσία και τις Ινδίες, περίπου το 330 π.Χ., και τότε μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα μερικά ακατέργαστα διαμάντια. Γνωστά στον Αρχαίο Κόσμο ήταν επίσης τα σμαράγδια της Αιγύπτου κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα. Στους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους το εμπόριο πολύτιμων λίθων ήταν άγνωστο, αν και έχουν βρεθεί διαμάντια σε Ρωμαϊκά κοσμήματα. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (1ος αι. μ.Χ.) αναφέρει μία ιστορία με τον μουσικό Ισμηνία, ενός ανθρώπου ματαιόδοξου με πολλά χρήματα που ζούσε με επιδεικτικό τρόπο. Ο Ισμηνίας έμαθε ότι στην Κύπρο υπήρχε ένα σπουδαίο σμαράγδι που είχε πάνω του σκαλισμένη το πρόσωπο της νύμφης Αμυμώνης. Η τιμή του ήταν έξι χρυσοί στατήρες. Ο Ισμηνίας έστειλε έναν αντιπρόσωπό του για να αγοράσει το σμαράγδι για λογαριασμό του. Αυτός έκανε σκληρό παζάρι και τελικά αγόρασε τον λίθο με δύο στατήρες. Όταν επέστρεψε ο Ισμηνίας νευρίασε και κατηγόρησε τον αντιπρόσωπό του ότι τον κορόιδεψε, αφού με το παζάρι που έκανε το σμαράγδι έχασε πολύ την αξία του.
Οι Ενετοί ήταν οι πρώτοι συστηματικοί έμποροι και τεχνίτες επεξεργασίας των πολύτιμων λίθων. Ο πατέρας όμως του σύγχρονου εμπορίου είναι ο Γάλλος Jean-Baptiste Tavernier. Από τα ταξίδια του, τον 17ο αιώνα, αποκόμισε πολύτιμους λίθους, τους οποίους πούλησε σε Ευρωπαίους μονάρχες. Το σύγχρονο εμπόριο ξεκίνησε από την Ινδία όπου ανακαλύφθηκαν τα πρώτα αποθέματα διαμαντιών που κατευθύνονταν προς την Βρετανία και τις μεγάλες Ευρωπαϊκές πόλεις. Από το 1650 περίπου το Βόρνεο, όπου βρέθηκαν διαμάντια, υπήρξε προμηθευτής διαμαντιών στην ολλανδική βιομηχανία διαμαντιών.
Η ανακάλυψη νέων αποθεμάτων στη Βραζιλία, το 1725 προκάλεσε τεράστια άνοδο των τιμών. Παράλληλα με το εμπόριο, αναπτύχθηκε και το λαθρεμπόριο, που είχε μεγάλη άνθηση εξαιτίας των υψηλών φόρων. Σταθμός για τους πολύτιμους λίθους αποτέλεσε η ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων διαμαντιών στη Ν. Αφρική, το 1866, αφού από τότε αρχίζει η σύγχρονη εμπορία και διακίνηση του πολύτιμου αυτού πετραδιού που συνεχίζεται και σήμερα. Την ίδια εποχή (1855) ανακαλύφθηκαν μεγάλες ποσότητες διαμαντιών στη Σιβηρία, όπου υπάρχει ένα από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα στον κόσμο. Τέλος το 1970 ανακαλύφθηκαν διαμάντια στην Αυστραλία που είναι η πρώτη παραγωγός χώρα στον κόσμο.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, τα διαμάντια εξορύσσονται σε περισσότερες από 20 χώρες σε όλο τον κόσμο. Από τη συνολική παγκόσμια παραγωγή, το 20% χρησιμοποιείται για κοσμήματα, το υπόλοιπο για βιομηχανικές εφαρμογές. Τα διαμάντια κοσμημάτων κόβονται μόνο σε περιορισμένο αριθμό τοποθεσιών στον κόσμο και συγκεκριμένα στο Άμστερνταμ (έως το 1966), στην Αμβέρσα, στο Ντουμπάι, στο Γιοχάνεσμπουργκ, στη Νέα Υόρκη, στο Τελ Αβίβ, στο Smolensk της Ρωσίας, στην Βομβάη και στο Surat της Ινδίας, καθώς και στην Σαγκάη και το Κουανγκτσόου της Κίνας.
Σε όλες τις εποχές οι τιμές των πετραδιών, όπως άλλωστε και των μετάλλων, παρουσιάζουν διακυμάνσεις. Σημαντικό ρόλο στην άνοδο ή την πτώση της τιμής τους παίζει η σπανιότητα, η ζήτηση από το αγοραστικό κοινό, η καθιέρωση της μόδας από τους σχεδιαστές κοσμημάτων, η ανακάλυψη νέων ποικιλιών ορυκτών που δίνουν πολύτιμους λίθους, η παραγωγή συνθετικών πετραδιών, η διακίνηση και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των εταιρειών που διαχειρίζονται τα μονοπώλια εμπορίας.
Το 1995, η «De Beers» (Ντε Μπέερς) ήταν η μεγαλύτερη εταιρία παγκοσμίως που κυριαρχούσε στο εμπόριο των ακατέργαστων διαμαντιών, ελέγχοντας το 80% τα διακίνησής τους και ουσιαστικά διατηρούσε και τις τιμές σε υψηλά επίπεδα. Το 2000 το ποσοστό αυτό έπεσε στο 60%, επειδή η Αυστραλία (η μεγαλύτερη παραγωγός διαμαντιών στον κόσμο εκείνη την εποχή), η Ρωσία, ο Καναδάς και η Αγκόλα άρχισαν να διαθέτουν τα διαμάντια μέσω άλλων διαύλων και όχι μέσω της De Beers. Έτσι, μετά το 2000 το κυνήγι διαμαντιών μεταφέρθηκε στην Αμβέρσα του Βελγίου, κέντρο κατεργασίας και εμπορίας του 50% των διαμαντιών που διακινούνταν στην παγκόσμια αγορά, όπου άνθρωποι της «De Beers» προσπαθούν να ξαναγοράσουν τα διαμάντια που διακινούταν εκτός κυκλώματος.
Σήμερα μπαίνοντας στην δεκαετία του 2020, η κατάσταση έχει αλλάξει αρκετά με την Ρωσία να είναι η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα διαμαντιών στον κόσμο, και ακολουθούν ο Καναδάς, η Μποτσουάνα, η Νότια Αφρική, η Αγκόλα, το Κονγκό και η Ναμίμπια.
Μία παράμετρος που επηρεάζει την διακίνηση και το εμπόριο των διαμαντιών και των πολύτιμων λίθων είναι το γεγονός ότι εξορύσσονται κυρίως σε χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, όπως η Myanmar (πρώην Μπούρμα), η Ταϊλάνδη, η Τανζανία, η Κένυα, η Λαοκρατική Δημοκρατία του Κονγκό (DMC), η Σιέρα Λεόνε, η Γκάνα, η Γουινέα, η Ζιμπάμπουε, η Κολομβία, όπου οι δικτατορίες, οι εμφύλιοι πόλεμοι και η πολιτική αστάθεια αποτελούν συχνό φαινόμενο και τα ορυχεία μπορεί να παραμένουν κλειστά για πολύ καιρό. Το σημαντικότερο όμως ζήτημα με αυτές της χώρες είναι ότι η εξόρυξη των διαμαντιών πραγματοποιείται κάτω από εξαιρετικά τραγικές συνθήκες σε ότι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, και για τον λόγο αυτό αναφέρονται και ως «αιματοβαμμένα διαμάντια» (blood diamonds). Με τα κέρδη από την πώληση αυτών των διαμαντιών χρηματοδοτούνται ένοπλες συγκρούσεις και πόλεμοι, που έχουν αφανίσει μεγάλους πληθυσμούς στην Αγκόλα, στη Λαοκρατική Δημοκρατία του Κονγκό, στη Λιβερία και στη Σιέρα Λεόνε. Παρ’ όλο που μερικοί από αυτούς τους πολέμους έχουν λήξει, το πρόβλημα της εξόρυξης των διαμαντιών παραμένει, καθώς αυτά φθάνουν με διάφορους τρόπους στις διεθνείς αγορές, παρά τις απαγορεύσεις που έχουν επιβληθεί από τους σχετικούς οργανισμούς εμπορίου. Το 2003 δρομολογήθηκε ένα παγκόσμιο σύστημα πιστοποίησης, η ονομαζόμενη Διαδικασία του Κίμπερλι, η οποία κατέστησε παράνομη την εμπορία των λεγόμενων «πολεμικών διαμαντιών».
Επιπλέον το γεγονός ότι οι περισσότερες θέσεις εξόρυξης πολύτιμων λίθων έχουν υποστεί εκμετάλλευση για πολύ μεγάλη χρονική περίοδο και τα καλύτερα δείγματα έχουν εξαντληθεί, σε συνδυασμό με τη δυσκολία με την οποία εξορύσσονται, συνήθως χειρονακτικά, κάνουν την κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο πιο δύσκολη και το μέλλον αβέβαιο.