Πού πήγες διακοπές φέτος? αν και συνδυάζω διακοπές με δουλειά, απαντώ Πολύαιγο. Οι περισσότεροι με κοιτούν με απορία: που είναι αυτό?
Η Πολύαιγος (ή Πόληβος) λοιπόν είναι νησί, αλλά ένα ιδιαίτερο νησί γιατί παρά το σχετικά μεγάλο μέγεθός του (18 τετρ. χιλιόμετρα, όσο και η Ηρακλειά) είναι ακατοίκητο.
Πού πήγες διακοπές φέτος? αν και συνδυάζω διακοπές με δουλειά, απαντώ Πολύαιγο. Οι περισσότεροι με κοιτούν με απορία: που είναι αυτό?
Η Πολύαιγος (ή Πόληβος) λοιπόν είναι νησί, αλλά ένα ιδιαίτερο νησί γιατί παρά το σχετικά μεγάλο μέγεθός του (18 τετρ. χιλιόμετρα, όσο και η Ηρακλειά) είναι ακατοίκητο.
Σκοπός του ταξιδιού ήταν να ψάξω για μονοπάτια ώστε στη νέα έκδοση του χάρτη Μήλος-Κίμωλος-Πολύαιγος να βάλω κάτι και σ’ αυτό το νησί, να μη δείχνει άδειο πλάι στην Κίμωλο, που συνέχεια εμπλουτίζεται με πεζοπορικές διαδρομές – χάρις στη δραστήρια τοπική ομάδα των “Κιμωλιστών”.
Έφθασα λοιπόν στην Πολύαιγο μια μέρα του Αυγούστου με βοριαδάκι, το γνωστό αυγουστιάτικο μελτέμι των Κυκλάδων, με το καΐκι του “Χειμώνα” από την Κίμωλο (το παρατσούκλι του Βαγγέλη Βαμβακάρη, καπετάνιου “παντός καιρού” που εκτελεί τοπικές θαλάσσιες μεταφορές).
Σύντομα μετά την άφιξή μου εμφανίστηκε ο Πέτρος, κτηνοτρόφος που έχει το κοπάδι του στο νησί. Μου πρότεινε να καταλύσω στο ξωκλήσι της Παναγίας, που έχει περιποιημένη αυλή και μερικά κτίσματα τριγύρω. Ο ίδιος θα έφευγε το ίδιο βράδυ για Κίμωλο κι έτσι θα έμενα ολομόναχη στο νησί.
Την πρώτη μέρα θα την αφιέρωνα για να συνδέσω την Παναγία με το μεγάλο πέτρινο Φάρο του νησιού, χτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα. Αν και ο φαροφύλακας ανέβαινε στο φάρο από την Αμμούρα (την παραλία που βρίσκεται από κάτω του) συχνά -λόγω καιρού- πήγαινε από την Παναγία με μονοπάτι. Μετά από πολλές όμως δεκαετίες εγκατάλειψης και με εκατοντάδες κατσίκες να περιφέρονται ελεύθερα πάνω στο νησί, τα παλιά μονοπάτια χάθηκαν και δημιουργήθηκαν πολλά σκόρπια γιδόστρατα. Αποφάσισα λοιπόν να κατευθυνθώ προς τα υψώματα του νησιού και να αποκτήσω πρώτα μια γενική εποπτεία του χώρου. Στην πολύωρη περιπλάνησή μου βρήκα τμήματα μονοπατιών με χτιστό ανάλημμα, ένα παλιό μαντρί και μια καλοχτισμένη πέτρινη καλύβα. Διαπίστωσα επίσης ότι είναι καλύτερα να ακολουθώ τις κορυφογραμμές και τις ράχες γιατί είχαν λιγότερη βλάστηση ενώ οι ρεματιές ήταν συνήθως αδιάβατες.
Μετά από 5 ώρες έφθασα στο φάρο, αφού είχα πρώτα κατέβει και στη ρεματιά στα νότιά του με τους φοβερούς βράχους που εξέχουν σα δάχτυλα από τη γη. Ο φάρος βρίσκεται σε υπέροχη τοποθεσία, έφυγα όμως γρήγορα γιατί η ώρα περνούσε. Το παλιό μονοπάτι ακολουθεί τη θεαματική ράχη πάνω από το φάρο που πέφτει απότομα προς το βορρά και στη συνέχεια την κορυφογραμμή του Ψηλού Βουνού. Μετά από 2.30 περίπου ώρες, με το τελευταίο φως και τα πόδια πονεμένα έφτασα στο ξωκλήσι μου.
Έστρωσα τον υπνόσακο στο πεζούλι κι έβγαλα το βάλσαμό μου απ το σακίδιο, τσιπουράκι αρωματικό που το συνόδευσα με γυλωμένη μανούρα Σίφνου (ένα από τα εκλεκτότερα τυριά της Ελλάδας). Πάνω στην ώρα άνοιξε και η αυλαία του ουρανού κι άστραψαν σα διαμάντια πάνω σε μαύρο βελούδο τα αστέρια της Μεγάλης Άρκτου και πιο πέρα ολόλαμπρος ο Πολικός αστέρας. Ανάμεσα σ’εκατομμύρια αστέρια εντόπισα και το “W” της Κασσιώπης. Προσπαθώντας εις μάτην να αναγνωρίσω τον Περσέα και την Ανδρομέδα νύσταξα γλυκά, ήταν περίπου δέκα και μισή. Χρόνια είχα να κοιμηθώ τέτοια ώρα. Άνετα λοιπόν ξύπνησα με το πρώτο φως. Η δεύτερη μέρα θα ήταν πιο χαλαρή. Επίσκεψη στις παραλίες της δυτικής πλευράς, τα Μερσίνια. Το μονοπάτι εύκολο και σχετικά φανερό ξεκινά δυτικά από τη στάνη του Πέτρου ανεβαίνει σ’ένα διασελάκι, κατηφορίζει σε βραχώδη πλαγιά και στη συνέχεια πλάι σε ρεματιά μέχρι την παραλία. Σε μήκος 2 περίπου χιλιομέτρων οι ηφαιστειακοί σχηματισμοί της ακτής σχηματίζουν ολόλευκες αμμουδιές σε διάφορα μεγέθη. Μεγαλύτερη είναι η νοτιότερη, το Κάτω Μερσίνι που έχει και μικρό υγρότοπο στην άκρη της, αλλά και καλοχτισμένο πηγάδι πίσω από την παραλία. Μετά την αποτύπωση της ακτής, ώρα για βουτιά και στη συνέχεια ξεκούραση σε μια από τις μικρές βραχοσκεπές της ακτής. Επιστρέφοντας θα κάνω ένα μεγάλο γύρο στα νότια του Ξαπλοβουνιού για να εξερευνήσω τις νότιες περιοχές του νησιού, στόχο της επομένης. Οι νότιες ακτές του νησιού είναι οι πιο εντυπωσιακές: στα “γαλάζια νερά” τους ξεπετάγονται εντυπωσιακές βραχονησίδες αποκομένες από την απόκρημνη ακτή.
Στην επιστροφή ακολούθησα τμήμα της κορυφογραμμής που είχα περπατήσει την πρώτη μέρα. Ο τόπος γινόταν σιγά σιγά γνώριμος. Βρήκα και τους λίγους κούκους που είχα στήσει σε κάποια σημεία. Την τρίτη μέρα ξεκίνησα το περπάτημα σε γνώριμο πια μονοπάτι και για αρκετή ώρα βάδιζα πάνω στο χθεσινό μου ίχνος. Μετά από δύο περίπου ώρες βρισκόμουν στη ρίζα δυο μεγάλων χαραδρών: η δυτικότερη καταλήγει στην παραλία του Χοχλακιά και η ανατολική στη Σκάλα Γρηγορίου, όπου υπήρχε παλιότερα ορυχείο. Έκανα μερικά μπρος-πίσω μέχρι να εντοπίσω τη σωστή ράχη που με οδήγησε χωρίς δυσκολία στην υπέροχη παραλία με τα γαλάζια νερά. Το μέρος ήταν θεϊκό αλλά κάποιοι πλούσιο-διάβολοι με κότερο είχαν βαλθεί να του χαλάσουν τη μαγεία με μουσικές στη διαπασών κι ένα drone να σφυρίζει πάνω από τα κεφάλια τους. Απέδρασα με τη μάσκα μου στο γαλήνιο κόσμο του βυθού κι ύστερα χωρίς καθυστέρηση πήρα το δρόμο της επιστροφής. Έφυγα την επομένη παίρνοντας μαζί μου το άρωμα της φίδας, τις γρατζουνιές στα πόδια, τις εικόνες των αλλόκοτων βράχων και του υπέροχου γαλάζιου. Άλλο ένα μοναδικό κομμάτι της ελληνικής γης είχε αποτυπωθεί στην ψυχή μου και τους χάρτες μου.
Πηνελόπη Ματσούκα
εκδόσεις Ανάβαση
ΠΟΛΥΑΙΓΟΣ – ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΟΧΙΑΣ
Μια μέρα λαμπρή – κατάλαμπρη, ύστερα από αιώνες φουρτούνα και θυμό, η θάλασσα ντύθηκε τα καλά της, εκείνα τα καλά που ξέρει να φοράει, για να μάς ξεγελάει, και σαλπάραμε με το καϊκι του καπετάν – Βοριά, – του Βαγγέλη θέλω να πω -, από τον ντόκο της Ψάθης, στην Κίμωλο, για τ’ απέναντι γυρογιάλια.
Μέρες περίμενα την καλοσύνη κι απάνω που με δάμαζε η απογοήτευση και με σάρκωνε η θλίψη, απ’ το προηγούμενο βράδι μού διαμήνυσε ο καπτά – Βάγγος, ο Βαμβακάρης, πως αύριο θα μπουνατσάρει και «νάσ’ απ’το πρωί στο μόλο», θ’ ανοίξουμε, λέει, πανιά, όπως συνήθιζε ν’ αποκαλεί, τις τούρμπο μηχανές του απ’ το ταχύπλοό του.
Ένα τσιγάρο απόσταση, η Πολύαιγος. Είχε τη φήμη του νησιού – φάντασμα, απ’ όσα ακούσματα το περιέβρεχαν σαν θρύλοι. Ένα τσιγάρο, που λέει ο λόγος. Ώσπου να τ’ ανάψεις, νάτη η Μυρσίνη απέναντι.
Μέρες και μέρες τ’ αγνάντευα και το ποθούσα. Με τηλεφακούς και με θωπείες λατρευτικές. Σήμερα το μπογάζι δεν είχε κέφια κι έτσι πεζέψαμε στις κουπαστές, ο Ηλίας απ’ το ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ, ένα ζευγάρι Ιταλών και καναδυό φίλοι και σαλπάραμε στα γαλάζια νερά, καβάλα σε μια πηχτή από φως και διαφάνεια σεπτεμβριάτικη μέρα.
Ψηλόκορμος όγκος η Πολύαιγος, με καταιονισμούς βραχωδών εξάρσεων και βαθιών διαμελισμών, με σαρωτικές πλαγιές, τινάγματα κορφών, χαράδρες και μυτίκια. Με ηφαιστειακά πετρώματα, που έχουν αφήσει την ανεξίτηλη δράση τους απάνω στο δέρμα του νησιού που μοιάζει καμένο. Γι αυτό και οι ξένοι, στον Μεσαίωνα, την είπαν «Κ α μ έ ν η Ν ή σ ο». Όμως έχει και παράλια συναρπαστικής ομορφιάς, άλλα βοτσαλωτά, άλλα αμμώδη, καθώς και αποσπάσματα βράχων μέσα σε μια απίστευτη περιπλοκάδα φωτερών ακτών, και μπλάβων ύφαλων. Τί να πρωτοθαυμάσει ο ατημέλητος νους και τί ν’ απομονώσει η αίσθηση, η πανούργα ματιά κι η όσφρηση των ματαίων παραδείσων του κόσμου;…
Από τις πρώτες ήπιες αχτές με τα καταιγιστικά χρώματα και τις απαλές πλαγιές, στην Κάτω Μυρσίνη, το πρώτο λιμανάκι που πιάνουμε, ώς την άκρη των βράχων, στην Άσπρη Πούντα, κι αφού έχουμε καβατζάρει το νησάκι του Μανώλη, όσο το πλεούμενο του καπετάν Βάγγου μαρσάρει για το νότο, οι ραγδαίες εικόνες ενός πρωτόλειου παραδείσου δίνουν και παίρνουν. Τα νερά ακινητούν κι ο βυθός αποκρυσταλλώνεται. Ένα πλήθος καλλικατζούνων γλείφουν την επιφάνεια, πετώντας σύρριζά της.
Μάς σαρκώνει τ’ όνειρο σε κάθε στροφή των επιτόπιων κάβων. Περνούμε τον κάβο – Χοχλακιά κι εισχωρούμε σε μικρό γιαλό. Εδώ, αγάλματα βράχων, κομμένες πλαγιές από φαλτσέτα, εκεί, ορθές γωνιές θαυμάτων, παρέκει σφαχτάρια κρεμασμένα, σαν από θυσία νωπή, λες και τα τίναξε ο θεός στα πλευρικά τοιχώματα του νησιού, και πιο πέρα σπηλιές βαθιές, ανήλιαγες και μυτερά βραχόνησα και αιφνίδια υβώματα, που ξεφυτρώνουν σαν από θαμμένη ήπειρο. Λες κι είναι βγαλμένα από πίνακα εξπρεσιονιστικό, με στάμπες φωτιάς πυρπολημένο. Και στις άκρες του βράχινου στριφώματος μια λιλιπούτεια γιαλοτή αγκαλιά.
Κύμα πιάνουμε και κύμα αφήνουμε, η μαγεία συνταξιδεύει, το όνειρο τροχίζεται, απλώνει δίχτυα, νετάρει εικόνες και μπαλώνει θαύματα.
Φτάνουμε στη Φυκιάδα και το σκάφος του καπετάν – Βάγγου προσεγγίζει τον παράδεισο από ένα παράθυρο ανοιχτό που άφησε επίτηδες ο αιγαιοπλάνος Μύστης.
Εδώ είν’ αρόδο αραγμένο ένα τρεχαντηράκι, κι ένα ζευγάρι όμορφο χτίζει απάνω του όλη την γκάμα των ερώτων. Κάτω απ’ την τέντα συγκεντρώνεται όλη η ομορφιά του ελληνικού καλοκαιριού. Σ’ ετούτο το τρεχαντηράκι δοκιμάζονται, σαν τα ώριμα κρασιά, ανάερες αγκαλιές και σκαρώνονται οπτικά ποιήματα. Ο νέος καλαφατίζει τα πλαϊνά, κρεμασμένος στο κενό, η νια διαβάζει αραχτή στο κατάστρωμα κρατώντας σημειώσεις. Τί άρρητη εικόνα, δεμένη με το στίχο που πλέκει ο Ποιητής σε τούτη τη συναρπαστική γωνιά της ευδαιμονίας!…
Τους χαιρετάει ο καπετάν – Βάγγος, τον αντιχαιρετούν οι μικροί έλληνες θεοί του θαλασσινού ονείρου. Έχουν αράξει από χτές, ερωτεύτηκαν, κολύμπησαν, πλάγιασαν ύστερα στο πλωριό κάσαρο, χαδεύτηκαν τέλος απάνω στην υγρή, περίαπτη, αρμύρα. Ύστερ’ αρωματίστηκαν, όχι με εισαγόμενες σταγόνες πλαστικές, αλλά με τα βότανα και την πούδρα του κυμάτου και την αφή του ξανακερδισμένου τους εαυτού. Πόσο μακριά βρίσκονται οι χαμένες ταυτότητες της Ψαρούς και της Περίσας…
Ξαναπιάνουμε το κύμα από την ουρά του και μας αποπληρώνει με ριπές γαλάζιου περλίτη ο μαγικός βυθός της Αιγαιϊδας. Εδώ στην πιο χρυσή γωνιά του νησιού, – στους Καλόγερους -, με χύμα τα διάτρητα κι ανόμοια ποιήματα των βράχων, χάνεται ο χρόνος, σβήνει ο λαμπτήρας των ηλιακών κεριών κι ανάβει ο μέγας και πελώριος θυμός: Ο Απολλώνιος! Ποιός πέρασ’ από δω κι άφησε τούτες τις διαβόητες Κίρκες και τις αυτοσχέδιες σειρήνες να μάς πάρουν τα μυαλά; Ποιός ποιητής μάς άφησε λυτούς κι αρμενίζουμε εκεί που θέλει η οργάντζα των ονείρων;
Με θυμό, δηλαδή αφυπνισμένη ψυχή, περνάμε τον κάβο – Πουνέντε, τον ανήσυχο, τους λιγνούς και θεϊκούς βράχους και τα κοίλα των θεάτρων και με μια ματιά περισπούδαστη κι αυτοδίδαχτη, τα ραίνουμε. Δεν είναι θραύσματα μιας αρχαίας λεκάνης κι ενός πιθαμφορέα μινωϊκού, ετούτα τα σπαράγματα των βράχων. Είναι ατόφια μιλήματα και στοχασμοί θεών περιπλάνητων και πανούργων. Που ξέρουν τις εγγενείς αδυναμίες των ανθρώπων και μάς λοιδορούνε με τούτες τις λιχουδιές που πλάθουν με μαεστρία και γλύκα ζαχαροπλάστη.
Οι φωτιές που μάς ανάβουν τα κάθετα βράχια σμίγουν με τις άλλες μύχιες φωτιές που κατατρώνε τα σωθικά μας.
Κατακόκκινοι ματωμένοι χιτώνες, κορήματα, φλέβες – οξείδια του σιδήρου, κατεβασιές ολοπόρφυρων στίχων, άσπρα – κάτασπρα ψαχνά, ονειροβαμμένες μινιατούρες γιαλών.
Οι φωκοσπηλιές διαδέχονται η μια την άλλη κι η κάθε άλλη ξαναδέχεται μια τρίτη, μια πλαστή γωνιά θαλασσινή, που άγνωστες κατολισθήσεις όρθωσαν την ειδοποιό διαφορά τους.
Φεύγουμε κι από δω αφήνοντας την ψυχή μας έρμαιη στα χέρια του μεγάλου κράχτη των νησιών. Νησιώτες γεννηθήκαμε εδωνά, νησιώτες θα πεθάνουμε παρακεί, σε λίγο, η ευωχία δεν κουβαλάει όνομα, να το σπρώξεις παραπέρα, για να σωθείς…
Βγαίνουμε ανατολικά, υψώνουνται βουνά, αχνίζουν κορυφές, μας κρένουν επουράνια μονοπάτια. Μια λευκή κηλίδα αιωρείται ανάμεσα φουσκωμένου κυμάτου και σπηλιάδων τ’ ουρανού. Είναι το καμαρωτό φανάρι, που σκαρφαλώνει στα μεταίχμια βράχια και φλογίζει τη ματιά μας με το κέρινο στήθος του αψηλά, σε μια καμάρα του μεσημβρινού ονείρου.
Τί πλωτός αιωρούμενος φαλλός και τούτος! Λευκασμένος από την αντηλιά και τα χέρια φτωχών φαροφυλάκων, μετεωρίζει, υψωμένος εκατόν τριάντα μέτρα απ’ το κύμα, με την αυτόνομη θέα του να σκαλώνει στα μετερίζια των ανέμων, σε αυτή εδώ τη θέση που τη λένε Μάσκουλα. Μα εκείνο το σκαμμένο, βραχωμένο μονοστράτι, πώς εντοιχίστηκε επαέ;
Μας καλεί με φυσούνες κι αστραπές. Δεν είναι εύκολη δουλειά η κατάχτησή του. Θέλει ψυχή και πόδια που ν’ αγνοούν τον κίντυνο και τις οχιές.
Το πλησίασμα της αχτής είναι από μόνο του μια περιπέτεια. Θα σκαλώσει το καΐκι, θα το κόψει ο λεβάντες και σε ποιά χρονική στιγμή θα φουσκώσουν οι φλέβες των κνημών, να σαρκώσουν το άλμα του ναυβάτη;
Πηδάνε απ’ το μπαστούνι του καϊκιού, με το παλάτζο του κυματισμού, να τους ανεβοκατεβάζει, όσοι έχουν περίσσιο θάρρος. Τ’ αντιμάμαλο μπουκάρει απ’ τ’ αδειάσματα των βράχων παρασύροντας το καΐκι πότε μακριά απ’ το βραχώδη μόλο, πότε σύρριζα στ’ αγκρίφια των βράχων.
Ακολουθούμε εκείνο που μοιάζει με σκάμμα μονοπατιού επάνω στην όρθια κοψιά των βράχων. Φλογισμένοι ασβεστόλιθοι, διάσπαρτοι περλίτες, μπετονίτες, ολόφρεσκα κιμωλιακά πετρώματα, διανθίζουν το κάθετο κι εντυπωσιακό τοπίο και πυρώνουν τη φαντασία μας. Αριστερά σε μια βαθειά λεκάνη, στάσιμη γαλάζια πέρλα, κοιλωμένη στη χαράδρα, μια μικρόθωρη λίμνη, μπλαβίζει πίσω από την αχτή. Ο φάρος δε φαίνεται από δω κι η ανηφόρα με τα τρόχαλα που είναι σπαρμένα στο δρομί, προβληματίζει την προσέγγιση του φάρου. Αλλεπάλληλες φουρκέτες, καρφωμένες στα σπλάχνα του βουνού διαρκούν κάμποσο από το καταμεσήμερο που έτσι κι αλλιώς διαπυρώνει την πορεία μας.
Κάποτε φτάνουμε στην ευθεία του φάρου, περνώντας μέσα από μονόπετρα αγάλματα και μάς πνίγει η έκπληξη από την άκρα ετούτη του στηθαίου, απέναντι στο μικρό θαύμα του απειρόπνοου πέλαγου.
Αφήνω τους άλλους να εκστασιάζονται μπροστά στην απερατότητα του Αιγαίου κι ανηφορίζω με τον Ηλία μες από χοχλακιές κι αγριάγκαθα. Σούρνονται μες στα πόδια μας οι μικρές, κόκκινες οχιές, που κάμανε κατάληψη στο ερημονήσι. Παραπατούμε, για να μην τις πατήσουμε. Δεν είν’ επίφοβες μήτε και δολερές, μα έχουνε φαρμάκι. Γι αυτό και το ένα βλέμμα καταγής και το άλλο αψηλά, στην κορφή. Η κορφή με ντοπάρει και πρέπει να την πιάσω από τα μαλλιά.
Κορφώνω σύντομα, άλλα θαύματα ξεφαντώνουν εκείθε. Κατεβασιές, γαλάζια σύνολα, ένας ουράνιος διάδρομος που καρφώνεται μέσα ι έξω από το οπτικό πεδίο.
Αυτά!
Σηκώνομαι φορτωμένος πια από τα οπλικά συστήματα του θέρους, θερίζοντας ονείρατα κι τύχη. Πώς να κατέβω στο γιαλό; Άλλος κόσμος εδωπάνω. Ελαφρύς, ανάερος, ψωμωμένος, αλλιώτικος από τον πελαγίσο, τον φορτωμένο πρώτες και δυσβάσταχτες ύλες.
Δε βλέπω κατεβαίνοντας ούτε τον φάρο, ούτε το μονοπάτι. Βαθειά, κάτω, στα βάθρα του υπόγειου κόσμου αντιφεγγίζουν μικρές τεμαχισμένες οπτασίες. Η βάρκα που αφήσαμε, ο κόσμος που κολυμπάει στα Αμουρα, – την παραλία του φάρου – (όσοι δεν αποτόλμησαν το μονοπάτι) και κάποιοι που χώθηκαν μέσα στο φαράγγι ν’ απαντήσουν τις ναϊάδες των λιμνών.
Ξαναγυρίζω στον κόσμο, χώνουμαι ανάμεσα στα μικρά ατελείωτα γίγνεσθαι των ανθρώπων.
Μπαρκάρουμε με το καΐκι και πιάνουμε το μαΐστρο κατάπλωρα που στο μεταξύ έχει ξαναφουντώσει και παλατζάρουμε, ανάμεσα γης και ουρανού. Φτάνουμε στη Φανάρα, – υφαντό των βράχων μέσα σε σπηλιές. Κόβει ο αέρας, πλουτίζουν οι μυστήριες ανυφάντρες των σκιών. Βγαίνουμε από την κυκλώπεια σπηλιά κι όπως ξανοιγόμαστε στο στενό μπογάζι απ’ τη βορεινή πύλη, έρχεται ο ήλιος απ’ τα δυτικά και μάς μπολιάζει με σπάνια υδροχρώματα.
Όμως δεν τελειώνει εδώ ο γύρος του νησιού. Κι ούτε καν βαδίσαμε ακόμη στα ήπια και γνωστά κατατόπια. Απομένει το αυλάκι της Παναγιάς από τη μια και το Βορεινό αυλάκι απ’ την άλλη. Εισβάλλουμε στο πρώτο με την ορμή του μαΐστρου, σ’ ένα προφυλαγμένο αυλακωτό λιμάνι. Εδώ είν’ αραγμένο το καΐκι του Πέτρου του Μαριάνου, του ψαρά και του βαρκάρη, του βοσκού και του αγωγιάτη. Που έχει το καλύβι του αψηλά, πάνω από το μοναστήρι της Παναγίας, μέσα σε μια γυμνή ηλιοκαμένη στεριά, που βάλλεται ολούθε απ’ τους ανέμους. Μένει εδώ και πολλά χρόνια, έχει χίλια τόσα γιδοπρόβατα και μαντριά, κονάκια και περίφραχτα λιβάδια. Έχει και δυο τρία σκυλιά ανήμερα και δώδεκα γάτες σκόρπιες που σουλατσάρουν γύρω από το καλύβι.
Ανηφορίζουμε στο αμμουδερό μονοπάτι. Περνάμε από χαμηλά πρανή, ανοιγόμαστε στις πετρώδεις λάκες του βουνού. Βαδίζουμε για κανα χιλιόμετρο. Πίσω από μια δέντρινη πύλη, σε μια κρυμμένη πλαγιά, απλώνεται το μαντρωμένο και πετρόχτιστο μοναστήρι, μυστηριακό, ακατοίκητο, ξεχασμένο. Παμπάλαιος και φτωχικός ο ναΐσκος, σύντοιχα δυο – τρία λιτά πέτρινα κελλιά. Η εγκατάλειψη ορατή απ’ όλες τις πάντες. Δε φαίνεται απ’ τη θάλασσα, το βλέπει μονάχα ο ουρανός. Είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Παναγίας κι οι απέναντι Κιμωλιάτες τόχουνε βαφτίσει μονύδριο της Παναγίας της Νηπολυβιάτισας. Μοιάζει με σκηνικό μεξικάνικου ερημικού χωριού.
Παίρνουμε το δρόμο ανοιχτού ορίζοντα πίσω από τη μονή και ξεφαντώνουμε στο βουνί. Μια πελώρια αγκίδα βράχου μάς ξαγκρίζει από τα ανατολικά. Τη λένε Αστακίδα. Χαλεύει το βλέμμα και δεν εννοούμε πότε πατούμε στ’ αύλεια εδάφη του Μαριάνου. Τα σκυλιά μάς παίρνουν στο ξεφωνητό, μ’ αλυχτίματα κι επιθετικόν οίστρο. Χωρίζουμε με τον Ηλία. Εκείνος δε βλέπει την ώρα να ξυπνήσει τον μοναχικό κάτοικο του νησιού, να τον “ανακρίνει”. Εγώ ψηλώνω κι άλλο στο βουνό και κορφώνουμαι πάλι ακολουθώντας μια τραβέρσα καταπάνω στο βράχινο γκρίφι.
Όταν κατεβαίνω στο καλύβι του Πέτρου του Μαριάνου, ο Ηλίας έχει κατεβάσει ποτηριές νερό απ’ το κατώϊ. Ο Πέτρος μόλις έχει ξυπνήσει, τον ξύπνησαν τα σκυλιά και μαχμουρλής όπως είναι, μας ψήνει καφέ σε ποτήρι. Μάς φέρνει κι άλλο νερό, κλωτσάει τις γάτες να ξυπνήσουν. Εκείνες χουχουλιάζουν κάτω από τις σκιερές γωνιές, χορτάτες μα εξαγριωμένες.
Βλέπεις, κάθε μέρα οπλίζουνται και πολεμάν – χρόνια μαθημένες – να διώξουν το φαρμάκι που γυροφέρνει το καλύβι.
«Αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι», που λέει κι ο ποιητής. Κάθε πρωί οι γάτες του Μαριάνου φορτώνουνται τα σύνεργα – νύχια, δόντια και γαμψά δρεπάνια – και παίρνουν στο κυνήγι τις λεμπετίνες. Τις κόκκινες οχιές. Τις πιάνουν, όπως μπορούν, τις ξεσχίζουν, πριν τις πάρουν χαμπάρι οι τελευταίες, γιατί αλλοίμονό τους, αν εκείνες προκάνουν στην άμυνα. Το φαρμάκι που εκτοξεύουν τις βρίσκει στη ράχη, στην κοιλιά και στο μέτωπο. Κι ύστερα οι γάτες το ξύνουν, το φαρμάκι, – όπως μπορούν -, να το ξεριζώσουν και κει που δαγκώθηκαν, μένει στάμπα, η σφραγίδα του δηλητήριου. Το φαρμάκι μπορεί να βγαίνει, το δέρμα όμως δεν ξαναφυτρώνει, οι τρίχες μαραζώνουν, κάνει καλή δουλειά το ρημάδι, το φαρμάκι.
«Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες» οι γάτες «ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος χαθήκανε. Δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι».
Όμως εδώ στην Πολύαιγο τα πράγματα δεν είναι έτσι. Έτσι τα τελειώνει ο Σεφέρης, στις «Γάτες τ’Αϊ-Νικόλα». Οι Γάτες στην Πολύαιγο είναι πιο δυνατές, επιβιώνουν μαθές σε τούτο το νησί, γιατί ξυπνάν χαράματα κι αρχίζουν το κυνήγι των ερπετών. Πριν εκείνα γίνουν απειλητικά.
«Γύρω από το καλύβι», μάς λέει ο Πέτρος ο Μαριάνος, «δεν ζυγώνουν τα θεριά κι έτσι κοιμάμαι ήσυχος»…
Όσην ώρα κουβεντιάζουμε, οι γάτες είν’ ανήσυχες μα κι ετοιμοπόλεμες. Σηκώνουν το κεφάλι, περισκοπεύουν κι οσμίζουνται τις στρατιές και τα χνάρια των κόκκινων φιδιών, που γέμουν το νησί, απ’ άκρη σ’ άκρη. Κοιμούνται, ξυπνούν, πάντα σ’ ετοιμότητα κι εγρήγορση. Δεν έχω ματαδεί γάτες τόσο καλά εξοπλισμένες και πολεμόχαρες.
Βέβαια κι η αντικρυνή Μήλος έχει κόκκινες οχιές, μα σε ορισμένα μέρη του νησιού. Τάχουν μυριστεί οι Φράγγοι και τις εξοντώνουν. Για το φαρμάκι, πούναι χρήσιμο κι επιστημονικά προσοδοφόρο. Εδώ δεν πατάει κανείς, γιατί λίγοι ξέρουν πως σε τούτο το νησί, τα φίδια έχουν την πρώτη παρουσία στις αχτές, στα βουνά, στα λαγκάδια και γι αυτό κανένας δεν τόχει σε καλό νάρθει να μείνει, να κοιμηθεί, να ξεθαρέψει.
Γι αυτό κι η Πολύαιγος είν’ ωραία σα μια γενναία ξωμάχα νεράϊδα, κρυμμένη πίσω απ’ τη Μήλο και δώθε απ’ την Κίμωλο…
Όσην ώρα ξετυλίγουμε κουβάρι με τον Πέτρο τον Μαριάνο, στην Πολύαιγο, ο καιρός μαϊστραλίζει και κάτω στο λιμάνι ανησυχεί ο καπετάν – Βοριάς, ο Βαγγέλης, γιατί δεν θα μπορέσει να περάσει το δίαυλο καταπρύμα.
Στέλνει απάνω στο βουνί ορντινάτσα και μάς μηνάει πως θα σαλπάρει απ’ της Παναγιάς τ’ Αυλάκι, αν σε λίγο δεν εγκαταλείψουμε τον Μαριάνο, με τα φίδια, τις σειρήνες και τις γάτες, που μας έχουνε μαγέψει εκειπάνω…