Η δυτική πλευρά της πόλης δεν ήταν ποτέ πάνω πάνω στις λίστες των ταξιδιωτικών οδηγών για τη Θεσσαλονίκη. Ούτε η βιβλιογραφία της έχει αφιερώσει τεράστια κεφάλαια. Κι όμως η περιοχή που ξεκινά απ’ την απόληξη του δυτικού τείχοuς και που κάποιοι γνωρίζουν με την ονομασία Τοπχανέ, φωτίζει ένα μεγάλο μέρος της ζωής της πόλης.
Η δυτική πλευρά της πόλης δεν ήταν ποτέ πάνω πάνω στις λίστες των ταξιδιωτικών οδηγών για τη Θεσσαλονίκη. Ούτε η βιβλιογραφία της έχει αφιερώσει τεράστια κεφάλαια. Κι όμως η περιοχή που ξεκινά απ’ την απόληξη του δυτικού τείχοuς και που κάποιοι γνωρίζουν με την ονομασία Τοπχανέ, φωτίζει ένα μεγάλο μέρος της ζωής της πόλης.
Η περιοχή του Τοπχανέ απλωνόταν ανάμεσα στην εκκλησία του Αγίου Μηνά και τα σημερινά Λαδάδικα. Η περιοχή έχει αποτυπωθεί τόσο σε γκραβούρες, όσο και σε φωτογραφίες και όπως δείχνουν οι τοπογραφικές αλλαγές σ’ αυτήν ήταν πολυάριθμες. Διαχρονικά πάντως, η θέση της κοντά στο λιμάνι (τόσο το Οθωμανικό, όσο και το νεότερο) την καθιστούσε κατά κύριο λόγο εμπορική περιοχή.
Οι άνθρωποι που θα συναντήσουμε σ’ αυτόν μας τον περίπατο άλλοτε φοράνε τα καθημερινά ρούχα του Εβραίου εμπόρου, άλλοτε τη ρεντιγκότα του πλούσιου Φράγκου, άλλοτε βγάζουν απ’ την ντουλάπα την κοντή φούστα της εκδιδόμενης γυναίκας ή το σεμνό ένδυμα της θεοσεβούμενης. Σήμερα συνήθως φορούν τα σκούρα ρούχα της νυχτερινής εξόδου που διαρκεί μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Όλοι έχουν περπατήσει στους ίδιους δρόμους σε άλλες ώρες κι άλλες εποχές, σήμερα, όμως, τα βήματά μας θα συναντηθούν με τα δικά τους.
***
Ξεκινάμε τη διαδρομή από το Φρούριο του Βαρδαρίου στη δυτική απόληξη του τείχους, στην περιοχή των σημερινών Δικαστηρίων. Το φρούριο χτίστηκε απ’ τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής του στη Θεσσαλονικη τον χειμώνα του 1546 και πρόκειται για ένα πολύ παλιό σύστημα οχυρώσεων που πήρε την μορφή οπλαποθήκης και κανονιοστασίου τον 16ο αιώνα. Ένα μεγάλο μέρος του μπαίνει μέσα στο κτίριο των Δικαστηρίων για να διαγράψει έναν κύκλο που όμως σήμερα δεν είναι εύκολο να τον διακρίνεις. Χρειάζεται να τον φανταστείς, το ίδιο και τη θάλασσα που τότε έφτανε ως εδώ. Στην ίδια περιοχή, ο Μέγας Κωνσταντίνος δημιούργησε το Τσερέμπουλο, το τεχνητό λιμάνι που επεκτεινόταν μέχρι τα σημερινά Λαδάδικα και που έδωσε τεράστια ώθηση στην ανάπτυξη της πόλης.
Το τείχος της Θεσσαλονίκης, μεγάλο τμήμα του οποίου σώζεται στην Πάνω Πόλη, είχε κάποτε συνολικό μήκος 8.000 μέτρα. Σώζεται σήμερα τμήμα 4.300 μέτρων σε αρκετά καλή κατάσταση. Το τείχος άρχισε να χτίζεται την Ελληνιστική εποχή και τον 4ο μ.Χ. αιώνα πήρε την τελική του μορφή. Στα 1873 και 1902 κατεδαφίστηκε ένα μεγάλο τμήμα για τις ανάγκες επέκτασης της πόλης. Η σημερινή γραμμή των οχυρωμάτων της Θεσσαλονίκης, δηλαδή ο Βυζαντινός περίβολος, ακολουθεί τη γραμμή του αρχαιότερου ή ελληνιστικού περιβόλου με μικρές διαφορές. Παρ’ όλα αυτά η τοιχοδομία επιτρέπει να χρονολογήσουμε ορισμένα τμήματα σαν παλαιότερα κι άλλα σαν νεότερα ή επισκευασμένα. Οι επιγραφές άλλωστε που υπάρχουν σε κάποια σημεία δίνουν στοιχεία για τις επισκευές ακόμα και για τις προσθήκες που έγιναν.
Το σχήμα της οχύρωσης της πόλης μοιάζει με τραπέζιο και οι πύργοι της, που έχουν ύψος δύο ή τριών ορόφων, απολήγουν σε επάλξεις όπως και το τείχος του οποίου δεσπόζουν. Κατά μήκος του τείχους οι γειτονιές αν και βρίσκονται τόσο κοντά στο κέντρο της πόλης είναι ταυτόχρονα τόσο ξένες. Ανάμεσα στις πολυκατοικίες και κατά μήκος του τείχους υπάρχουν χαμηλά προσφυγόσπιτα που χτίστηκαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, σε πολλές περιπτώσεις μεσοτοιχία μ’ αυτό. Είναι τα λεγόμενα καστρόπληκτα, αρκετά από τα οποία έχουν κατεδαφιστεί.
Οι μεγάλοι δρόμοι, η Εγνατία, η Ολύμπου και η Αγίου Δημητρίου, διακόπτουν ανά διαστήματα την επαφή με το τείχος. Στην αρχή της σημερινής οδού Ολύμπου, κοντά στα δυτικά τείχη συναντάμε τον Ναό των Αγίων Αποστόλων, ένα σημαντικό μνημείο της βυζαντινής Θεσσαλονίκης κι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα αρχιτεκτονικής της Παλαιολόγειας περιόδου (Δυναστείας των Παλαιολόγων). Κτίστηκε την περίοδο 1310-1314 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Νήφωνα τον Α’ όπως φαίνεται από επιγραφές της εκκλησίας που φέρουν το όνομά του: Νίφων πατριάρχης και κτήτωρ. Πρόκειται για παλαιό καθολικό μονής που θεωρείται ότι ήταν αρχικά αφιερωμένη στη Θεοτόκο. Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο των σύνθετων πεντάτρουλλων τετρακιόνιων σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών με νάρθηκα, περίστωο, δύο παρεκκλήσια και λιτή. Ο εσωτερικός διάκοσμος σώζεται αποσπασματικά καθώς η εκκλησία υπέστη καταστροφές από τους Οθωμανούς όταν μετατράπηκε σε τζαμί την περίοδο 1520-1530, με την επωνυμία Σοούκ Σου Τζαμί (τζαμί του κρύου νερού).
Το εσωτερικό του ναού αν στρέψεις το βλέμμα προς τα επάνω δείνει μια πολύ κάθετη εντύπωση, μιας και η αναλογία ύψους προς πλάτος στον κεντρικό χώρο του ναού είναι 5 προς 1. Ο εσωτερικός διάκοσμος αποτελείται από πλούσια ψηφιδωτά στα άνω επίπεδα, εμπνευσμένα από Κωνταντινουπολίτικα πρότυπα. Τα συγκεκριμένα είναι σημαντικά καθώς πρόκειται για τα τελευταία παραδείγματα βυζαντινών ψηφιδωτών και τα τελευταία του είδους τους στη Θεσσαλονίκη. Οι τοιχογραφίες συμπληρώνουν τη διακόσμηση στα κατώτερα επίπεδα του ναού, καθώς επίσης και στο νάρθηκα και σε ένα από τα παρεκκλήσια. Και αυτά δείχνουν επίσης επίδραση από την Κωνσταντινούπολη, και πιθανώς σχεδιάστηκαν από ένα εργαστήριο της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας. Η αναστήλωση του ναού και η σταδιακή αποκατάσταση των τοιχογραφιών ξεκίνησε το 1926. Μετά τον σεισμό του 1978 το κτήριο ενισχύθηκε και το 2002 τα ψηφιδωτά καθαριστήκαν.
Πολύ κοντά στους Αγίους Αποστόλους βρίσκεται ακόμη ένας ναός της ίδιας περιόδου. Είναι ο Ιερός Ναός της Αγίας Αικατερίνης στη νοτιοδυτική είσοδο της Άνω Πόλης. Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης και ο ναός των Αγίων Αποστόλων έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά από πλευράς διάταξης των χώρων και μορφολογίας. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά και των δύο αυτών ναών είναι η περίτεχνη τοιχοποιία τους.
Στην πλατεία Αντιγονιδών, στη διασταύρωση των οδών Κρυστάλλη και Διοικητηρίου, είναι θαμμένο ένα πολύ καλά κρυμμένο μυστικό: ο Υστεροαρχαϊκός Ναός της Αφροδίτης. Αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά το 1936 κατά τη διάρκεια εκσκαφών για την ανέγερση μονοκατοικίας. Βρέθηκαν πολυάριθμα εξαιρετικής ποιότητας και σημασίας μάρμαρα, αρχιτεκτονικά μέλη και αγάλματα, τα οποία μεταφέρθηκαν προσωρινά στον προάυλιο χώρο της Ροτόντας μιας και δεν υπήρχε ακόμα το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Τα ερείπια του ναού θαύτηκαν κάτω από τη μονοκατοικία και τότε το μνημείο αυτό ξεχάστηκε. Τα αρχιτεκτόνικα μέλη που διασώθηκαν μελέτησαν διάφοροι αρχαιολόγοι και ανακάλυψαν πως επρόκειτο για ένα μνημείο που διαλύθηκε και ανασυντέθηκε. Το 2000 η μονοκατοικία κατεδαφίστηκε για να χτιστεί στη θέση της πολυώροφη οικοδομή. Στα πλάισια της εκσκαφής των θεμελίων έγινε η κανονική ανασκαφή που ξανάφερε στο φως το νοτιοανατολικό τμήμα της κρηπίδας του ναού, αγάλματα των ρωμαϊκών χρόνων και πλήθος θραυσμάτων αρχιτεκτονικών μελών, αρκετά από τα οποία κόλλησαν με αυτά που φυλάσσονταν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Ο υπόλοιπος ναός συνεχίζει δυτικά κάτω από την πλατεία Αντιγονιδών και συγκεκριμένα στη θέση που σήμερα παρκάρουν αυτοκίνητα.
Η διεξοδική μελέτη των ευρυμάτων οδήγησε με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι ο υστεροαρχαϊκός ναός της Θεσσαλονίκης αποτελεί ανασύνθεση από αρχιτεκτονικά μέλη που προέρχονται από δύο τουλάχιστον αρχαϊκά μνημεία τα οποία μεταφέρθηκαν τον 1ο μ.Χ. αιώνα από άλλη περιοχή, για να φιλοξενήσουν τη λατρεία αυτοκρατόρων, Δία Αιγιόχου και Θεάς Ρώμης, όπως προκύπτει από τα τέσσερα αγάλματα που βρέθηκαν μέσα στο ναό. Το ένα χρονολογείται στο τέλος του 6ου και το δεύτερο στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα. Ο καθηγητής Ε. Βουτυράς υποστήριξε ότι ο ένας από τους ναούς από τους οποίους μεταφέρθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη στη Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να βρίσκεται στην Αίνεια (δίπλα στη Μηχανιώνα), όπου τεκμηριωμένα από αρχαίες πηγές υπήρχε αρχαϊκός ναός της Αφροδίτης.
Το 2002 το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε ότι το μνημείο αυτό έπρεπε να διατηρθεί και να γίνει απαλλοτρίωση του οικοπέδου και να συνεχιτεί η ανασκαφή του κάτω από την πλατεία καθώς έχει αποκαλυφθεί μόνο ένα τμήμα του που δεν ξεπερνά το 1/3 του συνολικού μνημείου. Παρόλα αυτά το 2006 υποβλήθηκε αίτηση για την ανέγερση πολυκατοικίας, η γνωμοδότηση αναθεωρήθηκε και αποφασίσθηκε να διατηρηθεί το μνημείο στο υπόγειο της υπό ανέγερση πολυκατοικίας. Ωστόσο το 2007, μετά από κινητοποίηση φορέων της πόλης, απορρίφθηκε η πρόταση για την ανέγερση πολυκατοικίας και υποστηρήχθηκε ομόφωνα η απαλλοτρίωση του οικοπέδου και την ανάδειξη του μνημείου “in situ”. Σήμερα, η απαλλοτρίωση, η οποία αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη διάσωση του μνημείου, δεν έχει προχωρήσει και ο αρχαϊκός ναός, παρά τη μεγάλη ιστορική, αρχαιολογική και καλλιτεχνική του αξία στέκει καλά κρυμμένος κάτω από την πλατεία.
Πολύ κοντά στην Αγία Αικατερίνη , στην είσοδο του χαρακτηρισμένου παραδοσιακού οικισμού της Άνω Πόλης μεταξύ των οδών Θεοτοκοπούλου, Κρίσπου, Χρυσοστόμου και Φιλοκτήτου, βρίσκεται το Βυζαντινό Λουτρό της Άνω Πόλης. Είναι το μοναδικό βυζαντινό Λουτρό που σώζεται από την μεσοβυζαντινή ή ύστεροβυζαντινή περίοδο στον ελλαδικό χώρο και ένα από τα λίγα διασωθέντα κοσμικά κτίρια εκείνης της εποχής. Επί Τουρκοκρατίας πήρε την ονομασία Κουλέ Χαμάμ.
Ένα ακόμη λαμπρό μνημείο, σημαντικό τεκμήριο της ιστορίας της αρχαίας Θεσσαλονίκης, στέκεται σήμερα αγνοημένο στην οδό Αγ. Δημητρίου, έξω από τον κεντρικό υποσταθμό της ΔΕΗ. Πρόκειται για το ύψους 3,50 μ. μαρμάρινο βάθρο που υψωνόταν άλλοτε σε θέση περίοπτη πάνω στην πορεία της Αγ. Δημητρίου. Είναι γνωστό ως Στήλη των Όφεων. Απέκτησε τ’ όνομά της εξαιτίας ενός θρύλου που λέει ότι επί τουρκοκρατίας η περιοχή γέμισε φίδια, τα οποία συγκεντρώθηκαν γύρω της λες και είχαν ξεπεταχτεί από αυτήν. Μάλιστα, σύμφωνα πάλι με τον θρύλο, μέσα στην απελπισία του ο κόσμος κάλεσε τότε ένα εξορκιστή Χότζα, ο οποίος και απομάκρυνε τα ερπετά χρησιμοποιώντας τις μαγικές του δυνάμεις.
***
Ανάμεσα στο σύγχρονο κέντρο της πόλης και στην προκυμαία βρίσκονται τα Λαδάδικα με τα λιθόστρωτα δρομάκια, τα μπιστρό, τα μεζεδοπωλεία, τις μπυραρίες και τα ξενυχτάδικα. Ένα σύμπλεγμα διασκέδασης που παρά το μικρό μέγεθός του, δίνει στον επισκέπτη μία εικόνα πώς ήταν χτισμένη η Θεσσαλονίκη πριν το ξέσπασμα της φωτιάς του 1917 που ισοπέδωσε τα τρία τέταρτα της πόλης.
Η ιστορική αυτή συνοικία ήταν για αιώνες ένα από τα πιο σημαντικά εμπορικά κέντρα της πόλης. Όπως λέει και τ’ όνομά της στην περιοχή υπήρχαν πολλά καταστήματα χονδρικής που πουλούσαν ελαιόλαδο. Η περιοχή των Λαδάδικων συγκέντρωνε επίσης καρεκλοποιούς κι εμπόρους ναυτιλιακών ειδών. Εδώ κατοικούσαν πολλοί Εβραίοι ενώ οι Ευρωπαίοι έμποροι της πόλης κατοικούσαν στην περιοχή των Άνω Λαδάδικων στον λεγόμενο “Φραγκομαχαλά” πάνω απ’ την οδό Τσιμισκή. Τα Λαδάδικα βρίσκονται στη θέση του βυζαντινού λιμανιού που επιχωματώθηκε και μέχρι το 1870 ήταν η μοναδική συνοικία που βρισκόταν έξω από τα τείχη. Δημιουργήθηκε μετά τον 16ο αιώνα στις δυτικές πύλες της πόλης και λειτουργούσε αρχικά ως αγορά αποικιακών προϊόντων και τόπος αποθηκών για την εξυπηρέτηση του λιμανιού.
H περίοδος παρακμής των Λαδάδικων ξεκίνησε με τη μεγάλη πυρκαγιά και διήρκησε μέχρι τη δεκαετία του ’80. Στο κτιριακό απόθεμα που ολοένα υποβαθμιζόταν και ανάμεσα στις μικρές εμπορικές και μεταποιητικές επιχειρήσεις άρχισαν να εμφανίζονται πολλοί οίκοι ανοχής και καπηλειά. Τα Λαδάδικα συγκέντρωναν μονάχα το ενδιαφέρον των «περίεργων»: λογοτέχνες του περιθωρίου, ιστοριοδίφες και συλλέκτες που γοητεύονταν από την απρόσκοπτη συνύπαρξη του πρωινού βουερού χονδρεμπορίου και του νυχτερινού αγοραίου έρωτα στην άκρη της πόλης.
Ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης στο βιβλίο του Κανάλ Ντ’ Αμούρ (Άγρα, Αθήνα 1996) γράφει:
“Τα Λαδάδικα είχαν, βέβαια, και τις σπιτίσιες. Η πιο ξακουστή, η Καλλιροη, μια Σαμιώτισσα καλλονή, η επιτομή της ελληνικής γυναικείας ομορφιάςτης δεκαετίας του ’80, και η ακάματη Αμαλία, ασάλευτη στο μετερίζι της, που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να βασιλεύει στα Λαδάδικα κόντρα στις αλλαγές των καιρών.
Αλλά αυτοί πώς μπούκαραν εδώ ξαφνικά; Μέχρι τώρα δεν κυκλοφορούσε στην περιοχή ούτε μισός απ’ αυτούς με τα πόδια. Ούτε με μηχανάκι ούτε με ποδήλατο. Ούτε στα Λαδάδικα ούτε στο Κανάλ Ντ’ Αμούρ ούτε στην Πολυτεχνείου ούτε Κάτω Βαρδάρι ούτε Πάνω Βαρδάρι. Τέτοια μούτρα δεν περνούσαν απ’ αυτά τα σοκάκια. Μεθυσμένοι τριγυρνούσαν, τσόλια γυρόφερναν, πρεζόνια ξέπεφταν κατά κει, από τσιγγανάκια να φαν κι οι κότες, φοινικιώτικα και δεντροποταμίσια, αλλ’ απ’ αυτούς κανείς, ποτέ. Ήταν τα μέρη ανόσια κι εγκληματικά, δεν ταιριάζαν στην ηθική τους, στην τάξη και τα γούστα τους.”
Το 1985, τα Λαδάδικα ανακηρύχτηκαν ως περιοχή με πολιτιστική αξία από το Υπουργείο Πολιτισμού και οι οίκοι ανοχής έφυγαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τα σπίτια μεταφέρθηκαν όλα στο Βαρδάρι, όπου ήδη λειτουργούσαν πορνεία, στα στενά απέναντι από τα δικαστήρια, στην Αισώπου, την Ταντάλου, τη Σαπφούς. Όμως πριν φύγουν, τα ίδια σκοτεινά κτίρια νοικιάστηκαν πάμφθηνα από επιχειρηματίες που έστησαν μια βιομηχανία διασκέδασης. Σήμερα τα Λαδάδικα έχουν μεταμορφωθεί σε ψυχαγωγική περιοχή της Θεσσαλονίκης κι εκεί που κάποτε βρίσκονταν καταστήματα πώλησης λαδιού, εμπορικές αποθήκες ή οίκοι ανοχής στεγάζονται μπαρ, νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, εστιατόρια και ταβέρνες.
Παρόλο που ανοικοδομήθηκαν πολυώροφα κτίρια για γραφεία και βιοτεχνίες στα μεγαλύτερα περιμετρικά οικόπεδα και διανοίχτηκαν μεγάλοι δρόμοι όπως η Τσιμισκή που διαμέλισαν την παλιά συνοικία, τα Λαδάδικα διατηρούν την ιδιαίτερη αισθητική τους. Στο εσωτερικό της η περιοχή διασώζει σε μεγάλο βαθμό την αρχιτεκτονική καθώς και τις κτιριακές μορφές που χαρακτήρισαν τις συνοικίες των αγορών και εργαστηρίων στις βαλκανικές πόλεις έως το τέλος του 19ου αιώνα: λιλιπούτεια οικόπεδα, κτίσματα μικρά σχεδόν τυποποιημένα που έχουν μέτωπο στο δρόμο, κατασκευές από τούβλα και πέτρες με λιτό χρηστικό διάκοσμο. Ορισμένα νεότερα κτίσματα μετά την πυρκαγιά του 1917 είχαν περισσότερους ορόφους και περίτεχνες εκλεκτικιστικές μορφές.
***
Καποδιστρίου, Βαλαωρίτου, Συγγρού, Πάικου, Βηλαρά, Καθολικών, Λέοντος Σοφού, Φράγκων…
Είναι μερικά μόνο από τα δρομάκια του Φραγκομαχαλά, της συνοικίας που από τον 19ο αιώνα ζούσαν οι Ευρωπαίοι κατοίκοι της πόλης, οι Φράγκοι όπως τους αποκαλούσαν περιφρονητικά στον Ορθόδοξο κόσμο. Σε γενικές γραμμές οι Φράγκοι της Θεσσαλονίκης διακρίνονται σε δυο κατηγορίες, στην πρώτη ανήκουν οι επιχειρηματίες και στη δεύτερη τα μέλη του προξενικού σώματος και αυτοί που ήρθαν να εγκατασταθούν στη Μακεδονία στα πλαίσια μιας αποστολής, συχνά θρησκευτικής. Το 1768 ήταν μόλις εκατό, όμως στα τέλη του 19ου αιώνα οι Φράγκοι έφταναν σχεδόν τους δέκα χιλιάδες. Ο Φραγκομαχαλάς (Frank Mahallesi) ήταν μέχρι την παραμονή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου το κέντρο των εμπορικών συναλλαγών της Θεσσαλονίκης με τις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές.
Το πρωί τα φορτηγά σταματούν καταμεσής του δρόμου για να ξεφορτώσουν εμπορεύματα στα υφασματάδικα και τα μικρομάγαζα. Εκνευρισμένοι οδηγοί πασχίζουν μέχρι να βγουν στους γύρω κεντρικούς, την Εγνατία, την Τσιμισκή, την Ίωνος Δραγούμη ή τη Δωδεκανήσου. Το βράδυ τα μαγαζιά κλείνουν, τα φώτα ανάβουν, τα τραπέζια και οι καρέκλες φτάνουν μέχρι το δρόμο. Δυνατές μουσικές ακούγονται όλες μαζί αλλά και καμία και οι άλλοτε παρατημένες ταράτσες μεταμορφώνονται σε λάουντζ μπαρ. Μια περιοχή με δύο ζωές που δεν συναντά ποτέ η μία την άλλη.
Σιγά σιγά οι ιδιοκτήτες των βιοτεχνιών αξιοποίησαν την επικερδή επιλογή που τους δόθηκε και νοίκιασαν τα καταστήματά τους για να γίνουν καφέ-μπαρ. Η πρόσφατη ανάπλαση στην πλατεία Χρηματιστηρίου μπροστά από τη Στοά Μαλακοπής και στην πλατεία Εμπορίου που βρίσκεται λίγο πιο κάτω στην οδό Αγίου Μηνά, έβαλε μια κάποια τάξη στο χάος, τόσο το πρωινό όσο και το βραδινό. Έδωσε μάλιστα κατά κάποιον τρόπο μια ενιαία ταυτότητα κι αισθητική. Η περιοχή που ήταν κάποτε κέντρο απόκεντρο, προορισμός διασκέδασης μόνο για τους εναλλακτικούς, αντίπαλο δέος της παραλιακής κι ένας εν δυνάμει καλλιτεχνικός πυρήνας μεταμορφώθηκε και επισήμως σε νυχτερινό σημείο αναφοράς. Πλέον καινούρια κλαμπ, μπαράκια και εστιατόρια εμφανίζονται από τη μια στιγμή στην άλλη ενώ οι παλιοί θαμώνες της περιοχής έχουν ανακαλύψει νέα πιο απόμερα στέκια.
Ανάμεσα σε βιομηχανικά κτίρια και εγκαταλελειμμένα νεοκλασικά βρίσκεται ένα πολύ μικρό δρομάκι που παρά την πολυκοσμία της περιοχής πολύ λίγοι το διασχίζουν καθημερινά. Είναι η οδός Ερνέστου Εμπράρ, του Γάλλου αρχιτέκτονα που εκπόνησε τα σχέδια για την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Η περιοχή του Φραγκομαχαλά κάηκε μερικώς σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος της πόλης που κάηκε ολοσχερώς.
Στην οδό Φράγκων βρίσκεται το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκε το 1914 με απόφαση του τότε πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Χτίστηκε το 1840 και ανήκε σε μια από τις πιο ισχυρές οικογένειες της Θεσσαλονίκης, στην οικογένεια Άμποτ. Όπως γράφει ο Μαρκ Μαζάουερ στο βιβλίο του “Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων”, ο Τζον “Τζέκις” Άμποτ ήταν “Έλληνας στο θρήσκευμα, Βρετανός στην υπηκόοτητα”. Η οικογένειά του ήταν εγκατεστημένη στην πόλη περισσότερο από πενήντα χρόνια, αλλά ο αληθινός αρχιτέκτονας της ανόδου της ήταν αυτός. Την περιουσία του αρχικά την έφτιαξε καλλιεργώντας και πουλώντας βδέλλες, που ήταν απαραίτητες στους ντόπιους θεραπευτές. Αυτά τα μικρά υδρόβια τα μάζευαν από πηγάδια σε ελώδεις περιοχές γύρω απ’ την πόλη. Σύμφωνα με τον Sam Levy, Θεσσαλονικιό δημοσιογράφο του τέλους του αιώνα, ο Τζέκις Άμποτ δε δίστασε προκειμένου να βρει ποια από τα πηγάδια είναι τα καλύτερα, να ρίξει μέσα με μια κλοτσιά τον ιδιοκτήτη τους, έναν Εβραίο που είχε την ολέθρια ιδέα να του δείξει την περιοχή. Ο δύστυχος ψαράς εξαφανίστηκε μέσα σε δευτερόλεπτα “στραγγισμένος απ’ όλο του το αίμα”. Με αυτόν τον τρόπο λέγεται πως άρχισε η ραγδαία άνοδος του Τζέκις ο οποίος αγόρασε όλη την περιοχή γύρω απ’ το αιμοβόρο πηγάδι. Μα οι βδέλλες είχαν κι άλλη σημασία γιατί ο Άμποτ είχε χρησιμοποιήσει τα λεφτά του για να γίνει ένας από τους κύριους τοκογλύφους της περιοχής, “διαφθείροντας τις αρχές και διαπράττοντας έτσι κάθε είδους άδικες πράξεις”.
Ο Άμποτ ήταν όμως άνθρωπος σπάταλος κι εριστικός και το 1859 περίπου άρχισε η πτώση του. Παραδίνεται στα τυχερά παιχνίδια, εγκαταλείπει τη γυναίκα του και αρχίζει να τρέχει πίσω από γυναίκες “ελαφρών ηθών”. Μάλιστα υπήρχε ο μύθος στη Θεσσαλονίκη πως οι ερωμένες του τού χάρισαν πάνω από εκατό παιδιά. Ο Τζέκις Άμποτ που το πρώτο μισό του 19ου αιώνα δημιούργησε μια τεράστια περιουσία πέθανε τρελός και πάμπτωχος, λέγεται μάλιστα πως αυτά που άφησε δεν επαρκούσαν ούτε για τα έξοδα της κηδείας του. Η εξοχική έπαυλη που διατηρούσε στο χωριό Ουρεντζίκ, το σημερινό Ρετζίκι στις πλαγιές του Χορτιάτη, με τους μεγάλους κήπους, το μαρμάρινο συντριβάνι από πορφύρα της Πάρου και το ιδιωτικό παρεκκλήσι ρήμαξε. Ήταν μια ονειρεμένη βίλα, ένα αληθινό παλάτι βγαλμένο από τις Χίλιες και Μια Νύχτες.
Το 1863 η κυριότητα του ανακτορικού σπιτιού των Άμποτ στην οδό Φράγκων με τη Λέοντος Σοφού πέρασε στην Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα, ώστε να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστημα, σημάδι πως η εποχή των τοκογλύφων έφτανε στο τέλος της και στη θέση της έμπαινε ο ισχυρός διεθνής καπιταλισμός. Η οικονομική ζωή της πόλης άρχισε να κυλά στο Φραγκομαχαλά με επίκεντρο το κτίριο της Οθωμανικής Τράπεζας. Το κτίριο ανασχεδιάστηκε το 1890 από τους μηχανικούς Baruch and Amar. Στον περίβολο του καινούριου κτιρίου της Οθωμανικής Τράπεζας οι αρχιτέκτονες μετέφεραν δυο νεοκλασικά μνημειακά αγάλματα που κοσμούσαν την εξωτερική αυλή της εξοχικής κατοικίας των Άμποτ. Στα δεξιά το άγαλμα της Οικονομίας και από την άλλη αυτό της Τραπεζικής Πίστης, τα αγάλματα είναι τα τελευταία απομεινάρια της άλλοτε πανίσχυρης οικογένειας.
Τo 1903 το κτίριο καταστράφηκε από έκρηξη δυναμίτιδας, μετά από τρομοκρατική ενέργεια Βούλγαρων αναρχικών. Ξαναχτίστηκε από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι, στον οποίο η Θεσσαλονίκη οφείλει μερικά από τα πιο εντυπωσιακά κτίρια της ύστερης οθωμανικής περιόδου, πάνω στον κάνναβο της πρόσοψης του προηγούμενου κτιρίου διατηρώντας μόνο την όψη επί της Φράγκων. Επισκευές και προσθήκες έγιναν σύμφωνα με μελέτες των μηχανικών Πλέυμπερ (1921) και Μοδιάνο (1924). To 1949 το ΙΚΑ αποκτά τους τίτλους ιδιοκτησίας και στεγάζει εκεί τις υπηρεσίες του μέχρι το 1978 τη χρονιά του καλοκαιρινού σεισμού. Το 1987, με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης μεταφέρεται εκεί όπου και παραμένει μέχρι σήμερα.
Το κτίριο του Ωδείου ανήκει στο ρεύμα του εκλεκτικισμού, με νεομπαρόκ και νεοκλασικά στοιχεία. Κυρίαρχο στοιχείο στην οργάνωση του κτιρίου αποτελεί το εσωτερικό αίθριο, το οποίο στο ισόγειο εμφανίζεται κλειστό με θολωτή τζαμωτή στέγαση. Χαρακτηρίζεται από το νεομπαρόκ στυλ, στο οποίο είναι φανερές οι γαλλικές επιδράσεις. Άλλο χαρακτηριστικό είναι η επίστεψη του μεγάλου εξώστη με φεγγίτη με αναγεννησιακά στοιχεία.
Δίπλα στο Ωδείο, στην οδό Φράγκων 19, βρίσκεται η Φραγκοκλησιά. Η επίσημη ονομασία της είναι Καθολική Εκκλησία Αμίαντου Συλλήψεως της Παναγίας. Η κατασκευή της ξεκίνησε το 1897 σε σχέδια του Βιταλιάνο Ποζέλι και κράτησε 2 χρόνια. Χτίστηκε για να αντικαταστήσει την παλαιότερη εκκλησία των Καθολικών που είχε υποστεί σημαντικές ζημιές στην φωτιά του 1897. Μάλιστα σκάβοντας για την κρύπτη της παρούσας εκκλησίας βρέθηκαν τα θεμέλια της πρώτης. Η εκκλησία βρισκόταν στο κέντρο της Φράγκικης γειτονιάς. Το καμπαναριό της, με ύψος 40μ. ξεχώριζε από μακριά και το ρολόι του έδειχνε την φράγκικη ώρα στην βαλκανική Θεσσαλονίκη. Η εκκλησία έπαθε ζημιές κατά τον βομβαρδισμό της πόλης με σημαντικότερη την κατάρρευση της οροφής, που ήταν θολωτή στο εσωτερικό, αλλά κατά την αποκατάσταση μετατράπηκε σε πλάκα τσιμέντου με δίρρηχτη, ξύλινη στέγη. Βρίσκεται κρυμμένη από τα ψηλότερα κτίρια γύρω της.
Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική, με το μεσαίο κλίτος να είναι και το μεγαλύτερο. Το κεντρικό κλίτος έχει ύψος 18μ ενώ τα δύο πλαϊνά 8,20μ. Η διαφορά στο ύψος των κλιτών μας δίνει εξωτερικά κλιμακωτή στέγαση με αποτέλεσμα τον φυσικό φωτισμό του κεντρικού κλίτους από μεγάλα τοξωτά παράθυρα. Τα παράθυρα είναι διακοσμημένα με βιτρό και στο εσωτερικό της εκκλησίας παρατηρούμε το εξομολογητήριο και τα παραβήματα.
Ένα ακόμα κτίριο με πολύ σημαντική ιστορία βρίσκεται στον Φραγκομαχαλά, σε πολύ μικρή απόσταση από τη Φραγκοκλησιά. Είναι η Στοά Μαλακοπής στην οδό Συγγρού, εδώ που άλλοτε βρισκόταν το αρχοντικό της Ιταλοεβραϊκής οικογένειας Αλλατίνι. Η δυναστεία Αλλατίνι, που είχε τους ομώνυμους μύλους και άλλους εμπορικούς οίκους, έδρασε στη Θεσσαλονίκη ως το 1911, όταν στη διάρκεια του Ιταλοτουρκικού πολέμου η Τουρκία έκλεισε για αντίποινα τις επιχειρήσεις των Ιταλών υπηκόων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το 1904 στο βόρειο τμήμα του οικοδομήματος υπήρχε ένα μοναδικό κτίριο με έναν κήπο που εκτεινόταν προς το νότο. Το 1906 χτίστηκε η στοά στο σημείο όπου βρισκόταν ο κήπος, προκειμένου να στεγαστούν διάφορα καταστήματα αλλά και η Τράπεζα της Θεσσαλονίκης. Οι περίφημες χοροεσπερίδες του θα απομείνουν αναφορές χρονικογράφων της εποχής. Η οικογένεια τότε, όπως κι άλλες πλούσιες οκογένειες του Φραγκομαχαλά. θα μεταφερθεί ανατολικά στη νέα κατοικία της, στο οικοδόμημα που στεγάζει σήμερα τη Νομαρχία, τη βίλα Αλλατίνι.
Στο άετωμα της στοάς έχει ένα μεγάλο χαρακτηριστικό ρολόι. Oι δείκτες του δείχνουν 11.05 ακριβώς. Σταμάτησαν εκεί το βράδυ της Τρίτης 20 Ιουνίου του 1978, όταν χτύπησε τη Θεσσαλονίκη ο μεγάλος σεισμός, ο πρώτος μεγάλος σεισμός που έπληξε μία σύγχρονη ελληνική πόλη. Ένα λεπτό νωρίτερα κι ενώ οι οθόνες των τηλεοράσεων μετέδιδαν τον ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ Ιταλίας και Αυστρίας στο μουντιάλ της Αργεντινής, όλη η πόλη άρχισε να χορεύει έναν καταστρεπτικό χορό. Ο σεισμός είχε ένταση 6,5 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ και εστιακό βάθος 10 χιλιόμετρα, πολύ κοντά δηλαδή στην επιφάνεια της Γης. Το επίκεντρό του εντοπίστηκε 35 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα στο χωριό Στίβος που βρίσκεται ανάμεσα στις λίμνες Κορώνεια και Βόλβη.
***
Η παλιά Θεσσαλονίκη ζωντανεύει στις γειτονιές του Τοπχανέ μ’ έναν διαφορετικό τρόπο, πιο διακριτικά, μακριά από τους προβολείς των τουριστικών αξιοθέατων. Ίσως αυτό είναι που την κάνει πιο ενδιαφέρουσα, δεν μπορείς να ανακαλύψεις κάτι που είναι ήδη φανερωμένο, να εξερευνήσεις κάτι που σου δείχνει από πριν όλους τους τρόπους να το γνωρίσεις, να βιώσεις προσωπικά συναισθήματα όταν υπάρχει ήδη μια εντυπωμένη αφήγηση, να συνθέσεις με το μυαλό σου κάτι που έχει αποκατασταθεί πλήρως. Ίσως σε λίγα χρόνια από τώρα να δούμε και την περιοχή του δυτικού τείχους ν’ αλλάζει, να “αναδεικνύεται” και να προσελκύει όλο και περισσότερο κόσμο. Θα αιστανθούν όμως αυτοί που θα την περπατήσουν την ίδια συγκίνηση; Εκείνη που ένιωθαν και οι παλιοι θαμώνες της Βαλαωρίτου ή οι νυχτερινοί διαβάτες στα παλιά Λαδάδικα; Τη συγκίνηση που αιστανθήκαμε κι εμείς σ’ αυτήν εδώ τη διαδρομή; Γιατί αν κάτι ξεχωρίζει αυτές τις γειτονιές του απόκεντρου από εκείνες του κέντρου της πόλης είναι ότι εδώ μόνο όποιος ψάχνει βρίσκει.
ΕΚΤΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 1978
Δέκα μόλις δευτερόλεπτα ήταν αρκετά. Ιστορικά μνημεία της πόλης, όπως η Ροτόντα και η Αχειροποίητος, κλονίστηκαν, μια οκταώροφη πολυκατοικία στην πλατεία Ιπποδρομίου (σημερινό Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης) κατέρρευσε, 220 άνθρωποι τραυματίστηκαν και 49 βρήκαν τραγικό θάνατο. Οι 29 από αυτούς θάφτηκαν στα χαλάσματα της μοιραίας πολυκατοικίας. Ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους που όμως ήταν αδιάβατοι από τις καταπτώσεις τοίχων και μπαλκονιών. Δεν υπήρχε φως, μόνο σύννεφα σκόνης και φωνές. Το κυκλοφοριακό χάος που επικράτησε έκανε αδύνατη την κίνηση των ασθενοφόρων και των πυροσβεστικών οχημάτων. Οι επικοινωνίες, όπως και η ηλεκτροδότηση, είχαν “πέσει” σε πολλές περιοχές της πόλης, ενημέρωση δεν υπήρχε.
“Πανικός και πένθος σε μια έρημη πόλη”, “Νύχτα τρόμου στο ύπαιθρο πέρασαν οι Θεσσαλονικείς”, “Καταστροφές και θύματα από τον τρομερό σεισμό”, ήταν μερικά από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της επόμενης μέρας. Τον πανικό της πρώτης στιγμής διαδέχθηκε η έντονη ανησυχία των επόμενων ημερών για το αν θα ακολουθούσαν κι άλλες δονήσεις. Πολλοί φοβούνταν ακόμη και μετά από μέρες να επιστρέψουν στα σπίτια τους, χιλιάδες σεισμοπαθείς εγκαταστάθηκαν σε σκηνές που στήθηκαν σε υπαίθριους χώρους. Η έκρυθμη αυτή κατάσταση διατηρήθηκε αμείωτη για έναν τουλάχιστον μήνα, και μόνο περί τα τέλη Αυγούστου η ζωή στην πόλη ομαλοποιήθηκε.
Ο σεισμός έγινε αισθητός σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα, την ΠΓΔΜ και τη Βουλγαρία. Είχε προηγηθεί σειρά προσεισμών με πιο δυνατό εκείνον της 24ης Μαϊου μεγέθους 5,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ από τον ίδιο εστιακό χώρο, ο οποίος προκάλεσε και σποραδικές ζημιές. Ακολούθησε επίσης σειρά ισχυρών μετασεισμών με ισχυρότερο εκείνον της 5ης Ιουνίου μεγέθους 5,0 βαθμών Ρίχτερ και με μετακινημένο επίκεντρο στα 7,0 – 10,0 χιλιόμετρα από τη πόλη. Ωστόσο, η Πολιτεία παρά τις προειδοποιήσεις του Εγκέλαδου δεν ήταν προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει μια τέτοια κρίση.
Μετά το πρώτο σοκ η ενεργοποίηση υπήρξε άμεση. Έγινε εκτίμηση των ζημιών και τα κτίρια χαρακτηρίστηκαν, ανάλογα με τις βλάβες τους, πράσινα, κίτρινα ή κόκκινα. Τα τελευταία ήταν περίπου 3.170. Επίσης, συστήθηκε επιτροπή για την αποκατάσταση των μνημείων, πολλά από τα οποία ο σεισμός τα βρήκε έτσι κι αλλιώς σε κακή κατάσταση. Παράλληλα, η πολιτεία προχώρησε σε μακροπρόθεσμης σημασίας ενέργειες με την δημιουργία νέων ή ενίσχυση υφιστάμενων επιστημονικών και διοικητικών υποδομών για τη μείωση του σεισμικού κινδύνου στη χώρα. Τέλος, προχώρησε στη γενναία χρηματοδότηση της σεισμικής έρευνας.