Μεγάλη Παρασκευή, ημέρα πένθιμη. Θα γνωρίζαμε τη Θεσσαλονίκη της προσκύνησης των Επιταφίων. Από την Επάνω Πόλη ως την Παραλία, θα σημαδεύαμε στο χάρτη του φετινού μας Πάσχα, κατάνυξης σταθμούς και προσευχής.
Ήρθες ντυμένη στα μαύρα. Το φόρεμα μακρύ, άφηνε τις γάμπες σου γυμνές. Μου θύμισες ικέτιδα έξω από τα τείχη της Τροίας να θρηνεί.

Από το Επταπύργιο ίσαμε το Θερμαϊκό πώς μοσχοβολά η πόλη.
Μπήκε για τα καλά η άνοιξη στην πόλη. Το μολυβί σώμα της θάλασσας, λαμπύριζε κάθε φορά που ξέφευγε ο ήλιος μέσα απ’ τα σύννεφα.
Σε περίμενα στην Ακρόπολη, έξω από την πύλη του Επταπυργίου. Στο δεύτερο περίπατο μιας πόλης που θυμάται, στιγμές και εποχές, πένητες και βασιλιάδες.
Μεγάλη Παρασκευή, ημέρα πένθιμη. Θα γνωρίζαμε τη Θεσσαλονίκη της προσκύνησης των Επιταφίων. Από την Επάνω Πόλη ως την Παραλία, θα σημαδεύαμε στο χάρτη του φετινού μας Πάσχα, κατάνυξης σταθμούς και προσευχής.
Ήρθες ντυμένη στα μαύρα. Το φόρεμα μακρύ, άφηνε τις γάμπες σου γυμνές. Μου θύμισες ικέτιδα έξω από τα τείχη της Τροίας να θρηνεί.
Η πόρτα ήταν κλειστή. Είπαμε να περπατήσουμε περιμετρικά της Ακρόπολης. Τείχη απροσπέλαστα εξασφάλιζαν την κορωνίδα της πόλης από την εποχή των Παλαιολόγων. Επιγραφή στο μεσαίο πύργο αναφέρει τον Τσαούς μπέη, πρώτο Τούρκο διοικητή της πόλης και τη χρονολογία 1431.
Οι Επτά Πύργοι˙ το θρυλικό “Γεντί Κουλέ“. Το παρελθόν του δεν στοίχειωνε μόνο τους ψηλούς τοίχους αλλά και τις μνήμες. Για εκατό περίπου χρόνια, 1890-1989, θα λειτουργούσε ως φυλακή.
Μας φάνηκε παράδοξο. Κάποτε προστάτευε τους κατοίκους από τους εξωτερικούς εχθρούς, αργότερα θα κρατούσε τους «εχθρούς» εντός, προστατεύοντας τον έξω κόσμο.
Ρώτησες για το εκκλησάκι, τον Άγιο Ελευθέριο, που βρίσκεται στο κέντρο των κτιρίων. Μάζεψε το πέπλο της η ιστορία αποκαλύπτοντας το χρέος ενός ιερομόναχου. Ο Μελχισεδέκ Μακρής από τα Δουμπιά της Χαλκιδικής, βρέθηκε μεταξύ των τροφίμων της, καταδικασμένος σε ισόβια από το έκτακτο στρατοδικείο της Χαλκιδικής το Μάιο του 1917 ως φιλοβασιλικός, καθώς συμμετείχε στα «Κονδυλικά».
Σε μια επιστολή μέσα από το κελί του, απευθυνόμενος προς τη μονή Βατοπεδίου, έγραφε:
[…] «δι’ εράνων κατόρθωσα να ανεγείρω εκ βάθρων εκκλησίαν τη εγκρίσει της σεβαστής ημών κυβερνήσεως επί ονόματι του Αγίου Ελευθερίου. Και κατά τας αγίας ημέρας των Παθών του Κυρίου εκκλησιάσθησαν άπαντες οι κρατούμενοι, τους μετάλαβα των θείων και αχράντων μυστηρίων. Φαντασθήτε 600 κατάδικοι αναζωογονηθέντες υπό του πυρός της θρησκείας, αντλήσαντες εκ της μητρός εκκλησίας μεγίστην παραμυθίαν…».
Ο δικός σου αναστεναγμός ήρθε να προστεθεί στις εκατοντάδες άλλων που στέριωσαν τον πόνο τους στις πέτρινες επιφάνειες των άκτιστων συνειδήσεων.
«Μα ποιος εκλείδωσε τις φλόγες μας
σ’ αυτό το πνιγηρό και σκοτεινό μπουντρούμι;
Γιατί να τρεμοσβήνουμε εμείς
που απειλούσαμε να πυρπολήσουμε
τις παρυφές του κόσμου;»
έγραφε ο Νίκος Χλωρός, έγκλειστος επί Χούντας, στο ποίημά του «Κράτα Γερά», το 1968.
Σήμερα, το Επταπύργιο φιλοξενεί την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, του Υπουργείου Πολιτισμού. Ξεπερνά το παρελθόν του πραγματοποιώντας εκδηλώσεις και εκθέσεις για τους κατοίκους και τους επισκέπτες του.
Δεν φυλακίζονται Πολιτισμός και Τέχνη. Στην ιστορία της ανθρωπότητας, ελεύθερες γεννήθηκαν οι έννοιές τους.
Βγήκαμε από την «Πορτάρα» για να περάσουμε στη Μονή Βλατάδων. Ο ορθογώνιος πύργος, απέναντι από την είσοδο της Μονής, συνέδεε το δυτικό τείχος της Ακρόπολης με το ενδιάμεσο τείχος. Πάνω του δύο επιγραφές μαρτυρούν τη μεγάλη επέμβαση που έγινε στην Ακρόπολη κατά τον 12ο αι. Δύο είναι τα ονόματα που αναφέρονται σε αυτές, του Ανδρόνικου Λαπαρδά:
ΠΗΡΓΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝ[Σ]ΕΒΑΣΤΟΥ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
ΚΕ ΜΕΓΑΛΟΥ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗΟΥ
ΚΗΡΩ ΑΝΔΡΟ[ΝΙ]ΚΩ ΤΩ ΛΑΠΑΡΔΑ
και του Μιχαήλ Προσούχ:
…] ΟΙΣ ΤΑΠΕ[Ι]ΝΟΣ
ΚΕ ΔΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΛΑΠΑΡΔΑ
ΜΗΧΑΗΛ ΠΡΟΣΟΧ
πρόσωπα γνωστά της εποχής των Κομνηνών, γύρω στα 1167.
Αποτύπωση επιγραφών: †Αργύρης Κούντουρας, αναστηλωτής, σχεδιαστής και φωτογράφος της πρώην 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Θεσσαλονίκης.
Διασχίσαμε το προαύλιο των Βλατάδων. Μύριζε ρετσίνι και βρεγμένο πεύκο. Περάσαμε την πόρτα του ναού, του μοναδικού σε λειτουργία βυζαντινού μοναστηριού της Θεσσαλονίκης. Στο άναμμα του κεριού το πρόσωπο φωτίστηκε θλιμμένο. Αμίλητος ο κόσμος συμμετείχε στην Αποκαθήλωση.
«Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον…»
Ο επιτάφιος ολομέταξος, με την εικόνα της αποκαθήλωσης του Χριστού χρυσοκέντητη, περιστρέφεται γύρω από το ξύλινο κουβούκλιο στολισμένο με σταυρολούλουδα, έτοιμο να δεχτεί το Θεάνθρωπο. Οι καμπάνες πένθιμα άρχισαν να χτυπούν. Βαρύς καιρός κάλυπτε την πόλη μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα.
Με χορηγία της Άννας Παλαιολογίνας το 1351 και βασιλικό χρυσόβουλλο η Μονή, ανακηρύχθηκε ως Βασιλική και με σιγίλλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη Νείλου ανακηρύχθηκε ως Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή.
Κτήτορες, οι αδελφοί Δωρόθεος και Μάρκος Βλατής, ιερομόναχοι με σπουδαία μόρφωση και βαθιά χριστιανική πίστη, μαθητές και φίλοι του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά.
Σύμφωνα με την παράδοση, στο χώρο της Μονής κήρυξε ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, προς τους Θεσσαλονικείς το 51 μ.Χ.
Με σουλτανικό φιρμάνι το 1446, έλαβε ειδικά προνόμια, αποκτώντας μετόχια εντός και εκτός της Θεσσαλονίκης, γεγονός που πιστοποιεί οικονομική ευρωστία και μεγάλη ισχύ.
Καθώς ο κόσμος αποχωρούσε επιστρέψαμε στο ναό. Ψηλαφίσαμε τα σφυροκοπήματα των τοιχογραφιών. Οι πληγές των Αγίων ανοικτές, μετά την αποκόλληση του επιχρίσματος των οθωμανών γεμίζουν θυμίαμα και προσευχές. Τότε, την ώρα που η εκκλησία αδειάζει, ακέραιοι αρχίζουν τις μυστικές τους προσευχές.
Η πόλη, απλωμένη κάτω από τα θεμέλια της Μονής, μας προσκαλεί σε νέες διαδρομές στον προσωπικό μας χάρτη.
Στις γειτονιές της “Άνω Πόλης” αναδεύεται το λιβάνι με των νεραντζιών το τολμηρό τους άρωμα.
Ω Γλυκύ μου έαρ…
Τα σκαλάκια στενά και φροντισμένα. Μόλις άρχισαν να απλώνονται οι πρώτες κληματσίδες.
Αρχαία ονόματα ηρώων, θεών, μυθικών προσώπων μοιράζονται την προσωπική ιστορία των κατοίκων.
Η παλιά βρύση και το Αγίασμα πάνω από τη Μονή Λατόμου. Σπάνια, μας είπαν, το βρίσκουμε ανοικτό. Θα ξανάρθουμε˙ πάντα θα επιμένουμε για όσα ακόμα δεν είδαμε.
Η πλακόστρωτη διαδρομή προς τη Μονή Λατόμου ή Όσιος Δαβίδ, μας οδηγεί σε μια φυσική στοά από δέντρα. Η αυλή ευρύχωρη με το καμπαναριό μικρό, βαλμένο να αντικρίζει την πόλη κατάματα.
Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO αναφέρεται πως το μοναστήρι το έκτισε η κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού Γαλέριου, Θεοδώρα, που είχε κρυφά βαπτιστεί χριστιανή από τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Αλέξανδρο, χωρίς όμως να τεκμηριώνεται. Το 1921 ο ναός αφιερώθηκε στον Όσιο Δαβίδ της Θεσσαλονίκης, για να τιμηθεί ο Άγιος που ασκήτεψε τον 6ο αι. στην περιοχή αυτή.
Μπήκαμε στο ναό. Δεξιά μας το εξαιρετικό ψηφιδωτό στην κόγχη του Ιερού. Με θαυμασμό σταματήσαμε μπροστά του. Η αρμονική σύνθεση, τα λαμπερά χρώματα, το κάλλος ενός ναού που σήμερα στέκει μισός. Σου διάβασα για το τέχνασμα της προστασίας του ψηφιδωτού.
Πραγματικά ευφυές. Την εποχή της εικονομαχίας, κάλυψαν το ψηφιδωτό με δέρμα βοδιού για να το διασώσουν. Ανακαλύφθηκε τυχαία στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα του Αρμένιου [813-820μ.Χ.] στη διάρκεια ενός σεισμού. Παριστάνει το «όραμα» του προφήτη Ιεζεκιήλ. Ο Χριστός καθισμένος σε ελλειψοειδές τόξο πλήρους δόξας, περιβάλλεται από τα τέσσερα σύμβολα των Ευαγγελιστών. Στα πόδια του ρέουν οι ποταμοί του Παραδείσου. Εκείνου που συνεχώς θα ψάχνουμε.
Το πρόσωπό Του αθώο, νεαρό, «αγένειο» ακόμα, μας κοίταζε ήρεμος. Μπροστά Του στέκονταν λιτός, ο επιτάφιός Του.
Πώς να βλέπει άραγε, το γήινο κορμί Του, νεκρό μες στα λευκά τα άνθη στολισμένο;
-Έρχονται οι άνθρωποι στον «αγένειο» Ιησού της Ναζαρέτ; ρώτησες χτυπώντας πένθιμα τη καμπάνα.
Ένα μικρό αγόρι στάθηκε δίπλα σου. Σε κοίταξε. Με τη σειρά του χτύπησε την καμπάνα.
Η διαδρομή μας συνεχίστηκε στο “Μπαΐρι“, όπως ονόμαζαν οι οθωμανοί την Άνω Πόλη. Σφιχταγκαλιασμένα τα σπίτια όπως και οι άνθρωποι, τότε που τα κατοικούσαν. Κάποτε από παράθυρο σε παράθυρο αντάλλασαν την καθημερινότητά τους. Έπαιρνε λίγο πόνο ο ένας, πρόσφερε λίγη χαρά ο άλλος και τα χρόνια ένωναν τις ζωές τους σε μία κοινή. Την ανθρώπινη.
Βρεθήκαμε μπροστά στο βυζαντινό ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, αν και η όψη του μνημείου του 14ου αι. είναι δύσκολο να αναγνωριστεί από τις ανακατασκευές και τις προσθήκες. Η παράδοση αναφέρει πως κατά τα βυζαντινά χρόνια ο ναός ήταν αφιερωμένος στους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ. Σε αυτό προστίθεται και η δοξασία του μιναρέ με δύο εξώστες, όταν αργότερα μετατράπηκε σε τζαμί από τον Γαζή Χουσείν Μπέη και η ιστορία κάπου μπλέκεται ξανά με το μύθο.
Κατεβήκαμε στην ταφική κρύπτη του ναού. Κατανυκτικά σταθήκαμε στο ημίφως ανάμεσα στα αρκοσόλια*. Μια πραγματική επιτάφια αίσθηση γαλήνης μάς τύλιξε. Να ‘ταν οι ύμνοι που κάλυψαν τους θόλους με της ελπίδας τη διάφανη ταπεινότητα ή της άνοιξης ο Μέγας Θρήνος;
* χριστιανικό μνημείο, τάφος σκαμμένος σε βράχο, που σχηματίζει ημικυκλική καμάρα.
Λίγο αργότερα, σχεδόν αμίλητοι, υποσυνείδητα θαρρείς, ως συγγενείς βουβοί μετά από κηδεία, ακολουθήσαμε πορεία προς τα ανατολικά. Στη ράχη της οδού Μουσών που απλώνονταν νωχελικά ανάμεσα στα σπίτια, κατηφορίσαμε, στην οδό Ανδοκίδου.
Ένα κορίτσι με κόκκινα μαλλιά καθισμένο στο πλακόστρωτο ενός σπιτιού, μας καλημέρισε σα να μας γνώριζε. Ανταποδώσαμε το χαιρετισμό με την ίδια εγκαρδιότητα. Η Βίκυ, μάθαμε αργότερα, είναι από τους νέους ανθρώπους που πίστεψαν από την αρχή ξανά σε αυτή την πόλη. Μαζί με τον αδελφό της, και τώρα με συνεργάτες, έδωσαν την ευκαιρία σε επισκέπτες απ’ όλο τον κόσμο, να διαμένουν στο μεγάλο μικρό σπίτι της, στο «little big house». Μιλήσαμε ώρα πολλή, για την πόλη που κρύβεται μέσα στην πόλη. Αυτής που εξελίσσεται με μία άλλη θεώρηση˙ το σεβασμό της ιστορίας της περιοχής.
Μου κράτησες το χέρι.
–Να γινόμασταν νέοι απ’ την αρχή, μου είπες νοσταλγικά.
–Να γινόμασταν καλύτεροι άνθρωποι απ’ την αρχή, είπα με παράπονο.
Μπροστά μας το ταβερνάκι, «το Ίγγλις», στην οδό Ηροδότου. Θέλησα να καθίσουμε. Πιο πολύ για να αφουγκραστούμε εκεί στο δίστρατο, που έσπρωχνε το βλέμμα μας ψηλά, τους ψίθυρους από τα κλειστά παντζούρια και τις κλειδωμένες καγκελόπορτες.
Σε λίγο, ο Λάζαρος, ο νέος ιδιοκτήτης, θα έφερνε χταπόδι με ρεβιθάδα, νηστίσιμα λόγω ημέρας και μια γουλιά τσίπουρο, έτσι να τσούξει λίγο ο λαιμός στου παρελθόντος την ανάμνηση.
-Το θρυλικό «Ίγγλις» κι όποιος σπούδασε στη Θεσσαλονίκη είναι βέβαιο ότι έχει περάσει από τα τραπεζάκια του, το άνοιξε εδώ το 1971 ο κυρ-Μανώλης, γεροντάκι σήμερα.
-Το όνομα;
-Από τη Νέα Αγχίαλο Θεσσαλονίκης. Το Αγγλικό στρατηγείο κατά το Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρίσκονταν εκεί. Οινοπαραγωγοί της περιοχής δημιούργησαν ένα εκλεκτό κρασί και προμήθευαν τη Θεσσαλονίκη. Η ποικιλία του κρασιού τους, επικράτησε να ονομάζεται «Ίγγλις».
«Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου» σα να ακούστηκε η φωνή του κυρ-Μανώλη πίσω μας να αναδύεται μαζί με τα αρώματα από φρεσκοανοιγμένο βαρέλι.
Οι καμπάνες του “Αγίου Νικολάου του Ορφανού” ή των Ορφανών λίγο παρακάτω, μας μετέφεραν πένθιμα το μήνυμα της ημέρας. Ήταν ώρα να συνεχίσουμε.
Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και παλαιό βυζαντινό καθολικό Μονής, η ανέγερσή του υπολογίζεται τη δεκαετία 1310-1320.
Ιδρυτές αναφέρονται ο Νίκων Σκουτέριος Καπανδρίτης Ορφανός και ο κράλης της Σερβίας Μιλιούτιν, ο οποίος ανέπτυξε σχέσεις με την πόλη της Θεσσαλονίκης μετά το γάμο του με την πριγκίπισσα Σιμωνίδα.
Τρεις εκδοχές υπάρχουν για την ονομασία του ναού. Η πρώτη έχει σχέση με τον κτήτορα του ναού που ανήκε στην οικογένεια των Ορφανών, η δεύτερη με τη λειτουργία ορφανοτροφείου στο χώρο του ναού και η τρίτη με τον Άγιο Νικόλαο ως προστάτη των χήρων και των ορφανών.
Μπήκαμε στον αύλειο χώρο με τον ψηλό φράχτη. Το τοπίο θυμίζει νότια Ελλάδα. Κυπαρίσσια, ελιές και η ελαφρά κατασκευή από πλίνθους και κεραμίδι να τονίζει με τις γωνίες του, τον γκρίζο ουρανό.
Δυο κορίτσια, όχι πάνω από δώδεκα – δεκατριών ετών, αμίλητα τράβαγαν τα δεμένα σκοινιά στις καμπάνες. Τις κοίταζα συγκινημένος, αναπολώντας τη δική μου χαμένη παιδικότητα. Να λοιπόν, που δεν έσβησαν όλα.
Οι παύσεις τους ανάμεσα στους κτύπους, μοίραζαν τον πόνο της Μάνας σαν αντίδωρο.
Μες στο ναό, το φως λιγοστό. Αρκετό όμως για να περιεργαστούμε τις τοιχογραφίες. Έργο της ώριμης παλαιολόγειας αναγέννησης συνδέεται με τον καλλιτεχνικό κύκλο των Θεσσαλονικέων ζωγράφων Γεωργίου Καλλιέργη, Μιχαήλ Αστραπά και Ευτύχιου, από τα πληρέστερα διατηρούμενα σύνολα στη Θεσσαλονίκη, τα οποία αποκαλύφθηκαν μόλις το 1957-1960 κατά τη διάρκεια εργασιών αποκατάστασης του ναού.
Τα αρώματα των ανθισμένων δέντρων και του μουσκεμένου χώματος της αυλής του Αι-Νικόλα, μας συνόδευσαν στην έξοδο. Απομακρυνθήκαμε αργά από τη γειτονιά ενός κόσμου αφημένου με ευλάβεια στο χρόνο.
Περνώντας από το Σπίτι-Μουσείο του Κεμάλ Ατατούρκ, μια περίεργη αίσθηση μου δημιουργήθηκε. Αυτοί που κάποτε ατρόμητοι ήταν οι κύριοι της πόλης, σήμερα να προστατεύονται φρουρούμενοι. Τι να φοβούνταν άραγε;
Ένα Θεό που βρίσκεται στον Τάφο ή ένα λαό που περιμένει την ανάσταση;
Στην περιοχή των «φοιτητο-μάγαζων», έρημοι οι δρόμοι. Η σπουδάζουσα νεολαία της πόλης είχε αποχωρήσει περιχαρής. Η επίσκεψη στα πατρικά, η αντάμωση με φίλους παιδικούς, η μαγειρίτσα της μαμάς, όλα έπαιζαν το ρόλο τους. Η αγία ελληνική οικογένεια.
Μπροστά μας το πλέον αναγνωρίσιμο περίκεντρο οικοδόμημα της Ελλάδας, η Ροτόντα, εξομάλυνε με το σχήμα της, την ανισορροπία των πανύψηλων οικοδομικών τετραγώνων που έχουν αλλοιώσει την περιοχή. Προχωρήσαμε από τη δυτική πλέον είσοδο του μνημείου. Η κύρια είσοδος του κτιρίου, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, βρισκόταν στη νότια πλευρά του, πάνω στον άξονα της πομπικής οδού προς το τετράπυλο της Αψίδας του Γαλερίου.
Χωρίς σκαλωσιές μετά την ολοκλήρωση των εργασιών στο εσωτερικό της, η Ροτόντα, τεράστια μήτρα, τίκτει αυτοκρατορικές μνήμες.
Κτισμένη στα χρόνια του καίσαρα Γαλερίου, γύρω στο 306 μ.Χ. σύμφωνα με τη νεότερη ιστορική έρευνα, κτίσθηκε ως ναός της αρχαίας θρησκείας ή ως μαυσωλείο πιθανόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Εξαιρετικής ποιότητας ψηφιδωτά επηρεασμένα από την τέχνη της Ελληνιστικής Ανατολής, έργα λαμπρού καλλιτεχνικού εργαστηρίου της Θεσσαλονίκης, κοσμούν το μεγαλύτερο μέρος του θόλου, τις φωτιστικές θυρίδες και τα εσωρράχια των καμαρών στη βάση του.
Ο πλούτος των θεμάτων, η ρεαλιστική απόδοσή τους, η ποικιλία των χρυσών και ασημένιων ψηφίδων του «κάμπου», κατατάσσουν τον ψηφιδωτό διάκοσμο σε ένα ανυπέρβλητο καλαισθησίας και εργασίας, μνημειακό έργο.
Η μετατροπή του σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο σύμφωνα με βυζαντινές πηγές στους Αγίους Αρχαγγέλους, συντελέστηκε στη διάρκεια των παλαιοχριστιανικών χρόνων.
Η Ροτόντα υπήρξε Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης γνωστή ως «Παλιά Μητρόπολη» [Eski Metropol] από το 1524 έως το 1591, για να μετατραπεί στη συνέχεια σε τζαμί από τον Sinan Paşa και το σεΐχη του γειτονικού τεκέ των δερβίσηδων, Hortaci Süleyman Efendi. Κατάλοιπο της ίδιας εποχής είναι ο μιναρές της.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, το μνημείο αποδόθηκε και πάλι στη χριστιανική λατρεία ως ναός του Αγίου Γεωργίου μέχρι το 1914, οπότε άρχισαν εκτεταμένες αρχαιολογικές ανασκαφές και έρευνες.
-Πάντα επιμένω να λέω, πως το Πάνθεον της Ρώμης συγκρίνεται με τη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης κι ας ξέρω πως δεν ισχύει.
-Το καθήκον εσάς των συγγραφέων είναι, να ικανοποιηθεί ο μύθος με μια αληθοφανή σύμβαση.
Πριν ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας, ένας μικρός στενός δρόμος κατεύθυνε το βλέμμα σου στο επόμενο Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς αυτής της πόλης. Στον Άγιο Παντελεήμονα. Αν και αυτή είναι η νεότερη ονομασία του. Πολλοί τον ταυτίζουν με τη Μονή της Θεοτόκου Περιβλέπτου. Αρχιτεκτονικά και τοιχογραφικά, ο ναός χρονολογείται στα τέλη του 13ου – αρχές 14ου αι., αν και κάποιες ενδείξεις υποστηρίζουν χρονολογικά τον 12ο αι. Στο ναό αυτό, διαμορφώνονται για πρώτη φορά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της λεγόμενης «Μακεδονικής Σχολής».
Η λιτότητα του ναού εσωτερικά σε εντυπωσίασε. Κατανυκτικός, μικρός σα χούφτα αγγειοπλάστη με χέρια που φοράνε τον πηλό. Ο Άγιος Παντελεήμονας, «Ο ιαμάτων τη χάρη παρ’ αυτού κομισάμενος», έλαμπε δίπλα στα κεριά των δεήσεων˙ νέος γλυκός και μεγαλόπρεπος.
Στον περίβολο της Μονής, ο ήλιος ζέσταινε το κλειστό από τη βροχή, αγιόκλημα. Υπομονετικά στέγνωνε μέχρι να έρθει η στιγμή να ψάλλει τα Εγκώμια μαζί με τους πιστούς.
-Επίσης, να σου αναφέρω πως σπουδαίες πνευματικές φυσιογνωμίες της πόλης του 14ου αι., όπως ο ελληνιστής Θωμάς Μάγιστρος και ο συγγραφέας Ματθαίος Βλάσταρης συνδέθηκαν μαζί με τη συγκεκριμένη Μονή.
-Ήμουν σίγουρη. Όλο και κάποιος λόγιος θα είχε σχέση με το ναό που τόσο αγαπάς.
-Υπήρξε πνευματικό κέντρο με μεγάλη διδακτική δραστηριότητα, να μη σε ενημερώσω;
Χαμογέλασες. Κι εγώ. Για το συσχετισμό.
Λίγο πιο πέρα, η Αγιορειτική Εστία. Το εξαιρετικό κτίριο της άλλοτε κλινικής Κωνσταντίνου Νεδέλκου συνδεδεμένο με τις περιπέτειες των αρχών του 20ου αι. στη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη. Ενταγμένο στην περιουσία του Δήμου Θεσσαλονίκης, με εξωστρέφεια διέρχεται απ’ το παρελθόν στο παρόν αυτής της πόλης.
Περάσαμε τη μεγάλη αψιδωτή είσοδο. Αριστερά, το τμήμα αγιορείτικων προϊόντων και το πλουσιότατο εξειδικευμένο βιβλιοπωλείο της.
Η έντονη εκδοτική δραστηριότητά της εμπλουτίζει επιλεκτικά επιστημονικές και ερευνητικές μονογραφίες, συλλογές, καταλόγους, ανατυπώσεις παλαιών σπάνιων εκδόσεων.
Νέοι καλλιτέχνες που συνδιαλέγονται με το Άγιο Όρος βρίσκουν εδώ ένα φιλόξενο χώρο να επικοινωνήσουν. Ένας διαρκής δημιουργικός διάλογος στον τομέα του πολιτισμού και της εκπαίδευσης, έχει ξεκινήσει με σπουδαία αποτελέσματα.
Αναρωτιέμαι αν εισπράττουν οι επισκέπτες του χώρου, την αφοσίωση της Αγιορειτικής Εστίας για αυτόν τον τόπο, τον πολύπαθο. Με τις εξάρσεις και τις υφέσεις του, το σπουδαίο και το άστοχο πάντα ωστόσο, δεμένο με την πολιτιστική του κληρονομιά. Κι αυτή του Αγίου Όρους, είναι θεμελιώδες κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας.
Καθίσαμε στον κήπο του κτιρίου. Ένα μοναστηριακό κέρασμα, καφές με λουκουμάκι, αφέθηκε διακριτικά μπροστά μας.
Οι βασιλικοί, ανυπόμονοι, τεντώνουν τη φουντωτή κορμοστασιά τους μέρα με τη μέρα ανάμεσα σε ελιές κι αναρριχώμενα.
Βγαίνοντας, κοίταξα το κτίριο απέναντι.
-Πώς τα πας με τη ραπτική και τη μαγειρική; σε ρώτησα δήθεν αδιάφορα.
-Εξαιρετικά, είπες χαμογελώντας απορημένη.
-Με τη βρεφοκομία και το κέντημα;
-Βρεφοκομία και κέντημα; Εδώ θα σ’ απογοητεύσω. Γιατί ρωτάς;
-Αν φοιτούσες το 1962, στο σχολείο απέναντί μας, θα διδασκόσουν μαζί με τις υπόλοιπες 299 συμμαθήτριες σου, όλα αυτά που σε ρώτησα. Βλέπεις, εδώ παλιά ήταν η «Οικοκυρική Σχολή».
Το οικόπεδο στο οποίο κατασκευάστηκε, αγοράστηκε με πρωτοβουλία της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας μετά την πυρκαγιά του 1890, με σκοπό την ανέγερση του «Ελληνικού Γυμνασίου».
Μεγάλο μέρος της δαπάνης καλύφθηκε με δωρεά του Ανδρέα Συγγρού. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Ιστορία της Θεσσαλονίκης», του Απ. Παπαγιαννόπουλου, το κτίριο ανεγέρθηκε με δαπάνες της Πουλχερίας Πρασακάκη. Κόστος αγοράς και κατασκευής 2.369,67 οθωμανικές λίρες.
Τα αρχικά σχέδια είχε εκπονήσει ο αρχιτέκτονας Ερνέστος Τσίλερ, ως «δίδυμο» οικοδόμημα του Ελληνικού Προξενείου, σήμερα “Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα“. Στην πορεία ο μαθητής του, Π. Καμπανάκης, εκπόνησε νέα σχέδια τα οποία όμως απορρίφθηκαν, καθώς προέβλεπαν μεγάλο κόστος κατασκευής. Τα τελικά σχέδια ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Κ. Κοκκινάκης και μέσα σε ένα χρόνο, το Σεπτέμβριο του 1893, ξεκίνησε τη λειτουργία του.
Πολλά σχολεία, τελευταία το 13ο Γυμνάσιο, στεγάστηκαν σε αυτό. Ένα ακόμα κόσμημα της πόλης, δείγμα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Σήμερα στους χώρους του λειτουργούν με πρωτοβουλία του Δήμου Θεσσαλονίκης τμήματα ενισχυτικής διδασκαλίας.
Στην ίδια πλευρά, λίγο παραπάνω, στη συμβολή των οδών Εγνατία με Παλαιών Πατρών Γερμανού, βυθισμένος μέσα στη σιωπή του, ο μικρός μα τόσο σπουδαίος ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα. Στο δρόμο που διέρχεται ανάμεσά τους, στέκει σε τόξο προσευχής απέναντι από τον Άγιο Παντελεήμονα.
Δείγμα της παλαιολόγειας ναοδομίας της Θεσσαλονίκης, ο ναός του Παντοκράτορα Σωτήρα Χριστού, όπως αναφέρεται στην UNESCO, είναι ένα από τα Δεκαπέντε Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Θεσσαλονίκης. Ανήκει σε ένα σπάνιο αρχιτεκτονικό τύπο, αυτόν του “εγγεγραμμένου τετράκογχου“.
Η είσοδός μας στο ναό, επιφύλασσε μια ακόμα πνευματική εμπειρία.
Οι τοιχογραφίες στο λεπτό και ψηλό για το σύνολο του ναού, τρούλο, χρονολογούνται την περίοδο 1350-1370. Ένα νόμισμα που τοποθετήθηκε εκεί κατά το κτίσιμό του, επιβεβαιώνει τη χρονολογία. Στην αρχική θέση της Αγίας Τράπεζας, μια μικρή μολύβδινη λειψανοθήκη από το εγκαίνιο του ναού που έφερε εγχάρακτες επιγραφές, αποκάλυψε πως είχε αφιερωθεί στην Παναγία. Κάτω από το δάπεδο της βόρειας και της νότιας κόγχης, στο νάρθηκα καθώς και στον περιβάλλοντα χώρο του, εντοπίστηκαν τάφοι αποδεικνύοντας το νεκρικό χαρακτήρα του ναού.
Εκεί στην απόλυτη ησυχία, ψάλαμε στροφές από το «Η Ζωή εν τάφω…». Αγιογραφημένοι ιεράρχες, διάκονοι, ψάλτες και πλήθος πιστών στη βάση του τρούλου, ένωσαν τις φωνές τους μαζί μας. Μυσταγωγία.
Προχωρήσαμε προς το σημείο επαφής της συνεχούς ροής κατοίκων και επισκεπτών, την εμβληματική «Καμάρα» των Θεσσαλονικέων. Υψωμένη στη συμβολή της Via Regia, και της Πομπικής Οδού που ένωνε τη Ροτόντα με τα Ανάκτορα, το άλλοτε Τετράπυλο εξύμνησε συμβολικά την πρώτη Τετραρχία (298-303 μ.Χ.).
Σήμερα κάτω από την Αψίδα του Γαλερίου, διέρχεται το χτυποκάρδι του πρώτου ραντεβού κι άλλοτε, ζωντανή κι ατίθαση, πάλλεται η καρδιά των νεαρών διαδηλωτών στη διεκδίκηση του «τώρα». Τα ντεσιμπέλ των αυτοσχέδιων γιορτών ταράζουν τη σύναξη των πετρωμένων μαχητών του Γαλερίου, στωικά καθώς κοιτούν τους αιώνες να περνούν γράφοντας και ξαναγράφοντας την ιστορία.
-Ειδικά στα χρόνια του κομματικού διχασμού έχουν δοθεί τιτάνιες μάχες εξαιρετικής σφοδρότητας σε τούτο το μνημείο, σου είπα με σοβαρότητα.
Γέλαγες πριν καν μιλήσω.
Οι γειτονιές γύρω από την Καμάρα ήταν κατά κανόνα «Βασιλικές». Υπήρχαν βέβαια και μερικοί «Βενιζελικοί». Εκείνος που τους αντιμετώπιζε, στους ομηρικούς καυγάδες τους, ήταν ο κουρέας Χρήστος Ριζόπουλος, ο Κοντορίζος, όπως τον έλεγαν οι Καμαριώτες. Μετά τον καυγά ανέβαινε στην Καμάρα κι έστηνε επάνω μια άγκυρα, σύμβολο των «Φιλελευθέρων».
Το άλλο πρωί ο Πεντεδέκας, πρωτοπαλίκαρο των «Βασιλικών», ανέβαινε με τη σειρά του στην Καμάρα, κατέβαζε την άγκυρα κι έβαζε στη θέση της ένα μεγάλο κλωνάρι ελιάς, σύμβολο των «Βασιλικών».
Ο Κοντορίζος παρατούσε με τις σαπουνάδες τον πελάτη που ξύριζε, ανέβαινε στην Καμάρα, πετούσε κάτω την ελιά και ξανάβαζε την άγκυρα.
Έτσι έλυναν τις διαφορές τους άνθρωποι που γνώριζαν, πως ο πραγματικός αγώνας για επιβίωση δεν είναι υποσχέσεις αλλά πράξη πολιτική.
«Πού να περάσουν όλες αυτές
οι μεγάλες ιστορικές ώρες, να χωρέσουν
φοβερές και ογκώδεις, οι τρομερές κραυγές
θριάμβου και πόνου, τώρα φανταστικές,
κάτω απ’ το χαμηλό τόξο, που βαστά
τη μεγαλοπρέπεια τόσου βίου,
με μικρή πια την επιβολή !
Εγνατία Οδός
κι εσύ της Αψίδας πύλη στενή,
προς το μέλλον της μνήμης πορεία,
της ψυχής οδηγία διαρκής»
Ζωή Καρέλλη, Η στενή πύλη (Αψίς Γαλερίου, Θεσσαλονίκη 1959), Το σταυροδρόμι (1973)
Προχωρήσαμε προς τη θάλασσα ακολουθώντας τη διαδρομή για το ανάκτορο του Γαλερίου. Την επίσημη κατοικία του αυτοκράτορα και της αυλής του, όταν διέμεναν προσωρινά στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Κατεβήκαμε τα σκαλιά του πληροφοριακού κέντρου του Γαλεριανού Συγκροτήματος στον πεζόδρομο Σβώλου με Γούναρη. Για όσο κράτησε η παρουσίαση των ευρημάτων, ζήσαμε την ψευδαίσθηση των αιώνων που προηγήθηκαν. Κινηθήκαμε στο χθες, ακίνητοι στο σήμερα. Από τη Ροτόντα στην Αψιδωτή αίθουσα του τρικλινίου, κι από τη Βασιλική στο Οκτάγωνο και τον Ιππόδρομο, σε μια αυτοκρατορική Θεσσαλονίκη όπως δεν θα την γνωρίσουμε ποτέ κι ας είναι το μοναδικό ανάκτορο της περιόδου στην Ευρώπη, που διατηρείται σε τόσο μεγάλη έκταση. Κενοτάφιο για πάντα εγκλωβισμένο στα θεμέλια πολυκατοικιών, όπως συμβαίνει και με άλλους σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους.
Δυσκολεύομαι να παραδεχτώ τις κοντόφθαλμες ανάγκες για ανάπτυξη, αφαιρώντας από το ίδιο μας το «είναι» αυτό που πραγματικά είμαστε.
Είμαστε κάτοικοι με παρελθόν σε αυτή την πόλη. Για το μέλλον κάτι ελπίζω. Το παρόν είναι που με θλίβει.
Με συνοπτικές διαδικασίες σταμάτησα τα σχόλια, οδηγώντας μας στον πεζόδρομο της Ισαύρων.
Η αύρα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Μπακόλα και άλλων σπουδαίων συγγραφέων της πόλης, θιασώτες κάποτε του βιβλιοπωλείου και Καφέ «Λοξίας» εδώ και χρόνια, θα μου χάριζε την ηρεμία που φαινόταν πως είχα ανάγκη.
Με το μπαλκόνι του να κρέμεται πάνω από το ανάκτορο του Γαλερίου αισθανθήκαμε κι εμείς συμποσιαστές, πίνοντας και φιλοσοφώντας.
-Μπορεί να μη σου πρόσφερα ανάκλιντρο στο τρικλίνιο, όμως, ένα ποτήρι ημίγλυκο κρασί θα το απολαύσουμε, προσπάθησα να εξιλεωθώ για τις ώρες που υπομονετικά άντεξες τον ανοιξιάτικο περίπατό μας.
Μιλήσαμε πολύ για τη μελαγχολικά χαρούμενη ευθεία της Δημητρίου Γούναρη. Αυτής που γεμίζει κάθε της εκατοστό με διαφορετικές προσεγγίσεις κι εναλλακτικές στάσεις ζωής. Απλοί διερχόμενοι, τουρίστες, άστεγοι, παρεμβατικοί, ιδιοκτήτες, ενοικιαστές τετραετίας ή όσο διαρκούν οι σπουδές τους, όλοι βρίσκονται εδώ. Στις νύχτες που θα ακολουθήσουν, εκείνες τις θερμές καλοκαιρινές νύχτες με το «μπουγάζι» της θάλασσας να στεγνώνει τα όνειρα, θα ξενυχτήσουμε πίνοντας μπύρα από το μπουκάλι, τρώγοντας κρέπα αλμυρή, μουρμουρίζοντας τις νότες με κάποιον περιφερόμενο μουσικό, στο ταξίδι για το αύριο.
Λίγο πιο κάτω, στην εκκλησία της Νέας Παναγίας θα ολοκληρώναμε την προσκύνηση των Επιταφίων στη Θεσσαλονίκη του 2016.
Σε επιγραφή πάνω από τη νότια είσοδο του ναού, ως ημερομηνία ανέγερσης, αναφέρεται το έτος 1727. Στον ίδιο ακριβώς χώρο υπήρχε βυζαντινό μοναστήρι προς τιμή της Θεοτόκου. Ιδρυτής του, ο Ιλαρίων Μαστούνης τον 12ο αι., καταστράφηκε όμως από πυρκαγιά το 1690.
Ξεκίνησα να σου λέω για τη γειτονιά. Κάποτε υπήρχε εδώ, «το ωραίο Καζακλάρ» του κυρ-Λεωνίδα Μπάσμπα. Μπακάλικο και μανάβικο μαζί. Εκτός των άλλων που διέθετε, παρείχε την καθημερινή διατροφική πρόταση του αφεντικού, γραμμένη με χρυσή μελάνη:
«Έλαιον, κοινώς λάδι, τριάντα την οκά.
Όξος, κοινώς ξύδι, έξι την οκά.
Κύαμοι, κοινώς κουκιά, έξι την οκά.
Συμβουλεύουμε για σήμερα πατάτες γιαχνί.
Εκ του γραφείου».
Μέχρι το 1928, γύρω από την αυλή της Νέας Παναγίας, υπήρχαν σπίτια που δεν κάηκαν στην πυρκαγιά του 1917. Τα σπίτια κατεδαφίστηκαν και τη θέση τους πήραν από τότε και στην πορεία, νέα κτίρια με αρχιτεκτονικές επιρροές του ’30 και του ’50, με άποψη στη δόμηση των κοινοχρήστων χώρων και της θεωρίας της «αναπνέουσας πόλης» καθώς η διαγώνιος χάραξη και η αύρα της θάλασσας θα φρόντιζαν για αυτό. Στο σημείο αυτό και σε πολλά άλλα της πόλης, η προσεκτική παρατήρηση θα προσφέρει υλικό για σκέψεις. Για την ανθρώπινη πόλη που κάποιοι οραματίστηκαν.
-Να που τα οράματα γίνονται εικόνες, είπα, κοιτάζοντας το εμπορικό που κάποτε ήταν κινηματογράφος.
Ιδιοκτησία του Χατζηνάκου το 1930, τα «Ηλύσια», κτίστηκαν σε σχέδια του αρχιτέκτονα, Λεονάρδου Ζωίδη. Η κατασκευή του ξεκίνησε αρκετά επεισοδιακά καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που θεώρησαν «βέβηλο να υπάρχει σινεμά» δίπλα στην παρακείμενη εκκλησία. Με εξαιρετικά ενδιαφέροντα τρόπο έγινε και η επιλογή του ονόματός του. Με δημοψήφισμα. Έχουμε αυτή την πρωτιά οι Έλληνες, όσο να πεις, με τα δημοψηφίσματα.
Ο ιδιοκτήτης δεν πτοήθηκε των όσων διαδραματίστηκαν και οι προβολές ξεκίνησαν κανονικά στις 18 Οκτωβρίου 1930, αδιαφορώντας για την άμεση αντίδραση των εκπαιδευτικών: «Απαγορεύεται ρητώς η είσοδος μαθητών εντός της αιθούσης του κινηματογράφου».
Με τη Κατοχή, τα «Ηλύσια» παραχωρήθηκαν στον ιταλικό στρατό. Η είσοδος επιτρέπονταν και σε Έλληνες, αρκεί να μην κάθονται στην πλατεία. Στον εξώστη, με σύμμαχο το σκοτάδι, Ιταλοί στρατιώτες κι Έλληνες μαζί, ενάντιοι στον πόλεμο και στο φασισμό, συνομιλούσαν παρέχοντας αγαθά πρώτης ανάγκης. Ο κινηματογράφος έκλεισε οριστικά το 1994.
Ο ήλιος έδυε. Κι εσύ, σκοτεινή φιγούρα των αναμνήσεων μου, τη θέση σου ζητάς απ’ την ταξιθέτρια νύχτα. Τα φώτα χαμηλώνουν, η προβολή ξεκίνησε. Άσε με να σου κρατώ το χέρι. Σσσς…
Μες στου μυαλού τις αίθουσες θα παίζονται στιγμές απ’ τη ζωή μας. Των περιπάτων μας θα έρχονται σκηνές. Κι αν κάτι όμορφο μέσα στην αίθουσα γλυκά μοσχοβολήσει, μη ξαφνιαστείς, σπυριά λιβάνι των Θείων συναντήσεων, θα είναι.