Από την μικρή πλατεία Τερψιθέας στην Άνω Πόλη στην κεντρική πλατεία Αριστοτέλους, εκεί που τέμνονται οι ζωές των ανθρώπων εδώ και αιώνες. Μια κατηφορική διαδρομή που ζωντανεύει καθημερινές ιστορίες και σκηνές από το μοναδικό παρελθόν της Selânik, Sãrunã, Solun ή Salonika, της Θεσσαλονίκης.

Ο κύριος Χρήστος κάθεται όπως κάθε πρωί στο τραπεζάκι δίπλα στην είσοδο του καφενείου του. Κοιτάζει σιωπηλός τη Ρωμαϊκή Αγορά καθώς ο αχνός ήλιος της δίνει μια ήρεμη όψη. Είναι Σάββατο και όπου να ‘ναι θα καταφθάσουν οι τακτικοί πελάτες. Δίπλα ακριβώς ο Πασχάλης ανοίγει τα στόρια του κουρείου, η βοηθός του ετοιμάζει σιγά σιγά τις πετσέτες και βάζει στη θέση τους τα ψαλίδια και τα ξυράφια. Απέναντι, στο Μπλουζ μπαρ, οι σερβιτόροι καθαρίζουν τα τραπεζάκια και βάζουν μπρος τη μηχανή του καφέ. Δεν πάνε πολλές ώρες που οι βραδινοί πέταξαν τα άδεια μπουκάλια μπύρας. Ο Ουζούνης, ο μπακάλης στη γωνία Ολύμπου με Αμύντα, έχει ήδη λάβει θέση πίσω από τον πάγκο με τα κατσικίσια τυριά, τα γιαούρτια και τα φρέσκα αυγά δικής του παραγωγής, και περιμένει.
Δεν περνάει πολλή ώρα και ο δρόμος μοσχομυρίζει ψημένο καφέ. Τα τραπέζια γεμίζουν. Ένα γκρουπ με τουρίστες από τη Λιθουανία κατηφορίζει από τον Άγιο Δημήτριο και απλώνεται στο στενό πεζοδρόμιο πάνω από την Αγορά. Κάποιος διερχόμενος προσπαθεί να περάσει ανάμεσά τους και διακόπτει τη χαμηλόφωνη αφήγηση του ξεναγού. Λίγο πιο κάτω, Ολύμπου με Τοσίτσα, στις μεγάλες κατσαρόλες του Τσαρουχά βράζει ο πατσάς της ημέρας. Οι λαχανοντολμάδες, η πικάντικη και τα παπουτσάκια έχουν ήδη πάρει πρώτη θέση στη βιτρίνα και θολώνουν το τζάμι με τους μυρωδάτους αχνούς. Όσο περνάει η ώρα ο δρόμος γεμίζει αμάξια που ψάχνουν μάταια μια κενή θέση πάρκινγκ.
Περίπου στο μισό μιας διαδρομής που ξεκινάει από την Πλατεία Τερψιθέας και καταλήγει στην Πλατεία Αριστοτέλους είναι η Ρωμαϊκή Αγορά ή αλλιώς το Forum των Ρωμαίων. Σε αυτό ακριβώς το σημείο τέμνονται οι ζωές των ανθρώπων εδώ και αιώνες στην πόλη που ήταν άλλοτε γνωστή ως Selânik, Sãrunã, Solun ή Salonika, τη Θεσσαλονίκη. Εδώ ήταν κάποτε ο διοικητικός πυρήνας της πόλης. Δημόσια κτίρια, ένα ωδείο- βουλευτήριο, ένα νομισματοκοπείο, βιβλιοθήκη και λουτρά, αγκάλιαζαν από τρεις πλευρές μια μεγάλη μαρμαρόστρωτη πλατεία. Στη νότια πλευρά της μια υπόγεια θολωτή στοά στην οποία στεγάζονταν αποθήκες και καταστήματα, η Κρυπτή Στοά, δίνει μια εφευρετική αρχιτεκτονική απάντηση στην έντονα κατηφορική κλίση του εδάφους.
Σήμερα με λίγη αναπαραστατική φαντασία μπορεί εύκολα κάποιος να οικοδομήσει την Ρωμαϊκή Αγορά στο νου του, να φανταστεί ανθρώπους με ζωηρόχρωμους χιτώνες να περιφέρονται, να μπαινοβγαίνουν στη βιβλιοθήκη και να αποφασίζουν για τα κοινά στο βουλευτήριο. Το βράδυ όμως, όταν το φως του φεγγαριού πέφτει στις καταρρέουσες πέτρες η αίσθηση της χρονικής απόστασης μεγαλώνει. Οι αρχαίες επιγραφές αντί να ιστορούν το ένδοξο ρωμαϊκό παρελθόν της πόλης μαρτυρούν με κάποια μελαγχολία τη φθαρτή υπόσταση όλων των δημιουργημάτων του ανθρώπου και το αδιάκοπο πέρασμα των εποχών.
Ας πάμε όμως πίσω, στην μικρή πλατεία Τερψιθέας στην Άνω Πόλη. Εκεί όπου ξεκίνησε η ωραία αυτή κάθετη διαδρομή προτού φτάσει στη Ρωμαϊκή Αγορά και τα θαυμαστά ερείπιά της για να καταλήξει τελικά στην σημερινή κεντρική πλατεία την πλατεία Αριστοτέλους. Μια διαδρομή στις ιστορίες της πόλης.
***
Περίπου μία ώρα πριν στα στενά λιθόστρωτα ανηφορικά δρομάκια της Άνω Πόλης, που κάνουν και τους πιο αθλητικούς μύες να ζορίζονται, ελάχιστοι κυκλοφορούσαν. Κάποιες γάτες μόνο έκοβαν βόλτες ανάμεσα στις τριανταφυλλιές, τις αρμπαρόριζες και τις μολόχες στις εισόδους των διώροφων σπιτιών. Τα ξύλινα παντζούρια στα σαχνισιά ότι άρχιζαν να ανοίγουν νυσταλέα. Ακούσιες εικόνες ενός αστικού βίου μιας άλλης εποχής ή σημάδια ενός μεγάλου κεφαλαίου της ζωής της πόλης; Την απάντηση δίνει ένα μεγάλο οκταγωνικό κτίριο του 16ου αιώνα στην κορυφή της πλατείας Τερψιθέας, αδιάψευστο τεκμήριο του όχι και τόσο παλιού οθωμανικού παρελθόντος. Είναι ο Τουρμπές του Μουσά Μπαμπά, το μαυσωλείο δηλαδή που είναι θαμμένος ο Άγιος των Σούφι.
Η πόλη έζησε πέντε περίπου αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας που ξεκίνησε το 1430 με την άλωσή της από το Σουλτάνο Μουράτ Β’ και έληξε μόλις το 1912 με την προέλαση του Ελληνικού Στρατού στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο. Στην Άνω Πόλη αυτή η μακρά περίοδος δεν έχει θαφτεί εντελώς κάτω από τους δρόμους και τα νέα κτίσματα όπως συνέβη στο υπόλοιπο τμήμα. Εδώ μάλιστα πλειοψηφούσαν οι Μουσουλμάνοι καθώς απολάμβαναν καλύτερη πρόσβαση στο νερό και τον καθαρό αέρα. Ιδιωτικά πηγάδια, πέτρινα αρχοντικά με καφασωτά μπαλκόνια, κιόσκια, βρύσες και ευρύχωροι κήποι συνέθεταν ένα μαγικό τοπίο στην πιο προνομιακή θέση. Με κάποια ειρωνεία η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 βοήθησε να διατηρηθεί η Άνω Πόλη καθώς ο δυνατός βοριάς που φυσούσε εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα έστειλε τις φλόγες προς τη θάλασσα.
Ο τάφος του Μουσά Μπαμπά είναι μία από τις ελάχιστες στερνές κατοικίες των Μουσουλμάνων που υπάρχουν σήμερα στη Θεσσαλονίκη. Υπάρχουν ακόμη δύο τάφοι στο προαύλιο της Ροτόντας και μια σαρκοφάγος στον κήπου του Γενί Τζαμιού. Λέγεται πως στον τάφο του Αγίου προσκυνούσαν τη δεκαετία του 1930 οι Χριστιανοί από τις γύρω γειτονιές για να ζητήσουν τη βοήθειά του ενάντια στην ελονοσία. Πώς το έκαναν αυτό σε μια πόλη όπου εκατοντάδες μάρτυρες και άγιοι βασανίστηκαν και μαρτύρησαν στο όνομα του Χριστού; Η απάντηση είναι πως για πολλούς ο Μουσά Μπαμπά δεν ήταν ένας άγιος άνθρωπος των Μουσουλμάνων, αλλά ο Αϊ- Γιώργης που μεταμορφώθηκε σε Τούρκο με υπερφυσικές δυνάμεις για να κάνει τους άπιστους να πιστέψουν.
Προτού αλωθεί η πόλη από τον Μουράτ Β’ είχε ζήσει ήδη χίλια επτακόσια χρόνια ως ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή μητρόπολη. Παρά το ότι προστατευόταν έξοχα χάρη στα θεόρατα τείχη της, τα πλούτη και η θέση της μαγνήτιζαν τον έναν εισβολέα μετά τον άλλον. Ρωμαίους, Σλάβους, Άραβες, Νορμανδούς. Μετά την οθωμανική κατάκτηση το 1430 ίχνη μονάχα του ελληνικού της παρελθόντος επέζησαν. Ο Ιππόδρομος, η Αγορά και το Αυτοκρατορικό παλάτι ρήμαξαν, τα ερείπιά τους διαλύθηκαν και πέρασαν κάτω από το έδαφος που ανυψωνόταν αργά για να δημιουργήσει ένα αόρατο υπόστρωμα από κατακόμβες, κρύπτες και μυστικά περάσματα.
Στη θέση τους ήρθαν τζαμιά με ψηλόλιγνους μιναρέδες, μεγαλόπρεπα πέτρινα χαμάμ και τούρκικα αρχοντικά σαν αυτό στην πλατεία Ρομφέη, όπου στεγάζεται σήμερα η βιβλιοθήκη της Άνω Πόλης. Το 1492 οι Οθωμανικές αρχές εκμεταλλεύτηκαν τα αντιεβραϊκά μέτρα της δυτικής Ευρώπης και καλωσόρισαν χιλιάδες Εβραίους από την Ιβηρική χερσόνησο στη Θεσσαλονίκη, τους ονομαζόμενους Σεφαραδίμ. Βέβαια δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Εβραίοι θα κατοικούσαν στη Θεσσαλονίκη. Στα βυζαντινά χρόνια υπήρχαν αρκετές εκατοντάδες οικογένειες ελληνόφωνων Εβραίων, οι λεγόμενοι Ρωμανιώτες. Το 1520 η πόλη έφτασε τους 30.000 κατοίκους από τους οποίους περισσότεροι από τους μισούς ήταν Εβραίοι ενώ οι Χριστιανοί ήταν λιγότεροι από το ένα τέταρτο. Οι φιλοπρόοδοι και φιλόπονοι Εβραίοι υπηρέτησαν την οθωμανική οικονομία αφήνοντας στους Οθωμανούς την πολυτέλεια να διοικούν το κράτος.
Στοιχείο του πόσο πολυθρησκευτικός και πολύγλωσσος ήταν ο Οθωμανικός κόσμος είναι το γεγονός ότι ακόμα και οι λούστροι της Θεσσαλονίκης μιλούσαν έξι επτά γλώσσες για τις ανάγκες της δουλειάς τους.
***
Σε μια νοητή ευθεία από τον Τουρμπέ, κάτω από την Ολυμπιάδος και την Κασσάνδρου, βρίσκεται ο Άγιος Δημήτριος, ο Ιερός Ναός του Αγίου που κατέληξε να συμβολίζει το θρίαμβο του Χριστού στη Θεσσαλονίκη. Οι επαίτες έχουν πάρει από ώρα θέση στα σκαλιά κρατώντας πλαστικοποιημένες εικόνες και κεριά. Βιτρίνες μαγαζιών με αγιογραφίες, κομποσκοίνια, βίους αγίων και άλλα εκκλησιαστικά σουβενίρ καλωσορίζουν τους θιασώτες του θρησκευτικού τουρισμού. Σταθμευμένα ταξιδιωτικά λεωφορεία εμποδίζουν την έτσι κι αλλιώς δύσκολη κυκλοφορία των αυτοκινήτων. Το καυσαέριο και ο ήχος από τις μηχανές και τις κόρνες εξαφανίζονται λυτρωτικά στην είσοδο του ναού. Μέσα, πιστοί περιμένουν να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα του Αγίου προστάτη της πόλης. Άλλοι κάθονται στα στασίδια και προσεύχονται, άλλοι σταυροκοπιούνται γονατισμένοι μπροστά από τις εικόνες. Ένα γκρουπ με τουρίστες παρατηρεί τα ψηφιδωτά στους τοίχους και τον περίτεχνο γλυπτικό διάκοσμο, την πολύχρωμη ορθομαρμάρωση, τις κιονοστοιχίες το τέμπλο. Δύσκολο να φανταστείς πως στη θέση του ιστορικού και επιβλητικού αυτού κτίσματος κάποτε υπήρχαν ρωμαϊκά λουτρά.
Ο Άγιος Δημήτριος ήταν αξιωματικός των Ρωμαίων που μαρτύρησε στα τέλη του τρίτου αιώνα μ.Χ. Ένα μικρό προσκύνημα ανεγέρθηκε προς τιμήν του, πλάι στα πολλά άλλα ιαματικά προσκυνήματα που βρίσκονταν διάσπαρτα γύρω από την Αγορά. Όταν ένας Ρωμαίος έπαρχος θεραπεύθηκε χάρη στις θαυματουργικές ιδιότητες του Αγίου, του έχτισε από ευγνωμοσύνη μια πεντάκλιτη βασιλική, η οποία έγινε σύντομα κέντρο σπουδαίας λατρείας, που προσέλκυε κάθε λογής πιστούς. Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου όπως και τ’ άλλα σπουδαία παλαιοχριστιανικά μνημεία -η Παναγία Αχειροποίητος και η Μονή Λατόμου- δείχνει πόσο βαθιά είχε διαποτιστεί η ελληνορωμαϊκή κουλτούρα της πόλης από τη χριστιανική πίστη αλλά και το αντίστροφο. Ψηφιδωτά στις τοξοστοιχίες παρουσιάζουν τον Άγιο να καλωσορίζεται από αγγέλους-σαλπιγκτές ντυμένους με τηβέννους ενώ μια ιστορική τοιχογραφία στο νότιο τμήμα του ναού απεικονίζει τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β’ έφιππο με στρατιωτική ακολουθία.
Το 1493 ο Ναός μετατρέπεται σε τζαμί από τους Τούρκους με το όνομα Κασιμιέ Τζαμί και παραμένει έτσι μέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912. Ο Κασίμ ήταν ένα παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων στα Βαλκάνια, των εξισλαμισμένων μορφών Χριστιανών Αγίων. Χριστιανοί προσκυνητές δεν παύουν να συρρέουν στο ναό μαζί με τους Μουσουλμάνους και η λατρεία του Δημητρίου κατακλύζει την πόλη. Ο Άγιος Δημήτριος δυστυχώς δεν γλίτωσε από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 που άφησε όρθιους μόνο τους γυμνούς μαυρισμένους τοίχους της ωραίας βυζαντινής εκκλησίας. Όμως υψώθηκε σαν προστατευτικό φράγμα που σταμάτησε την εξάπλωση της φωτιάς βορειότερα. Ας δούμε όμως τι έγινε εκείνη την αυγουστιάτικη ημέρα που έμελλε να αλλάξει την όψη της πόλης για πάντα.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν έχουμε για πρώτη φορά απογραφή των κατοίκων με ονοματεπώνυμο για τον καθένα, ένας στους δέκα χριστιανούς της Θεσσαλονίκης είχε το όνομά του.
***
Η 18η Αυγούστου 1917 (5η Αυγούστου με το παλιό ημερολόγιο) ήταν μια τυπικά ζεστή καλοκαιρινή μέρα. Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ξεκινήσει και η Θεσσαλονίκη είχε αποκτήσει νέα γραφικότητα με την παρουσία του συμμαχικού στρατού. Γάλλοι φαντάροι με γαλάζιες στολές έπιναν κρασί στις ταβέρνες και κάπνιζαν πίπα. Οι καλλιτεχνικές φύσεις, έστηναν τα φορητά καβαλέτα τους και ζωγράφιζαν την ακουαρέλα κάποιου παλιού σπιτιού ή φωτογράφιζαν τα βυζαντινά μνημεία. Ανοιχτόχρωμοι Εγγλέζοι και Σκοτσέζοι με πλισέ φούστες, Ιταλοί, Ρώσοι στρατιώτες του Τσάρου, Σέρβοι φτωχοντυμένοι, Σενεγαλέζοι από τις γαλλικές αποικίες της Αφρικής και Μαροκινοί συμπλήρωναν το απίθανο μωσαϊκό της εποχής.
Εκείνο το απόγευμα φυσούσε στην πόλη για τρίτη συνεχή μέρα ένας δυνατός βοριάς. Σε ένα φτωχικό σπίτι στην οδό Ολυμπιάδος 3, στη συνοικία ονόματι Μεβλανέ, μια σπίθα από τη φωτιά της κουζίνας έπεσε στη διπλανή αχυραποθήκη. Η πυρκαγιά μεταδόθηκε στα γειτονικά σπίτια και πολύ σύντομα άρχισε να καταβροχθίζει ό,τι έβρισκε στο πέρασμά της, καταστήματα, καφέ, συναγωγές, τζαμιά, εκκλησίες, ξενοδοχεία, θέατρα, διοικητικά κτίρια. Η ελπίδα πως η Εγνατία με το κάπως μεγαλύτερο φάρδος της θα συγκρατούσε την πυρκαγιά αποδείχτηκε μάταιη.
Ένα αλαφιασμένο πλήθος ξεχύθηκε στους δρόμους. Άλλοι θρηνούσαν, άλλοι προσεύχονταν και άλλοι εκλιπαρούσαν για βοήθεια. Με κάρα, παραφορτωμένα γαϊδούρια ή ακόμη και στους ώμους προσπαθούσαν να περισώσουν τα υπάρχοντά τους. Κρεβάτια, ντουλάπες, καθρέφτες, τσουκάλια, πιατικά και ραπτομηχανές πηγαινοέρχονταν σαν ένα δυσκίνητο σκηνικό ενός περιπλανώμενου θιάσου. Ο πάταγος των στεγών που κατέρρεαν σκέπαζαν τις απεγνωσμένες φωνές των ανθρώπων και τον θόρυβο των κάρων.
Κατά τα μεσάνυχτα η φωτιά είχε φτάσει πια στην παραλία. Η προκυμαία σε ένα μήκος ενός περίπου χιλιομέτρου είχε τυλιχθεί στις φλόγες. Οι πυροπαθείς που είχαν κατέβει στην παραλία να φυλαχτούν τώρα διέφευγαν προς τα άλλα δύο άκρα της πόλης. Μικρά και παμπάλαια πυροσβεστικά μηχανήματα, οι λεγόμενες τουλούμπες, μετέφεραν αξιοθρήνητα το ανεπαρκές νερό τους, ήταν όμως πολύ αργά. Όσοι βρίσκονταν στο ύψος της Ακρόπολης (Επταπύργιο) ή τη Μονή Βλατάδων έβλεπαν έντρομοι τις φλόγες να υψώνονται με δύναμη στους ουρανούς και καπνούς να σκοτεινιάζουν τον ορίζοντα. Ο δυνατός άνεμος και οι στενοί δρόμοι σε συνδυασμό με την ανυπαρξία υπηρεσίας κατάσβεσης πυρκαγιών και την έλλειψη νερού, μιας και όλο σχεδόν είχε διατεθεί για τις ανάγκες του συμμαχικού στρατού, έφεραν ολέθρια αποτελέσματα.
Η καταστροφή ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Ο απολογισμός; 9.500 κατεστραμμένα κτίρια και 72.000 άστεγοι. Τα τρία τέταρτα της παλιάς πόλης διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη. Τούβλα, πέτρες, σίδερα, στάχτες και κάθε λογής συντρίμμια κάπνιζαν για εβδομάδες καταμεσής των δρόμων. Για ολόκληρους μήνες κάτω από τα ερείπια και μέσα στα υπόγεια των αποθηκών διατηρούνταν παραχωμένες εστίες από πυρωμένη χόβολη. Χειρότερα από όλες χτυπήθηκε η εβραϊκή κοινότητα, η ιστορική της συνοικία είχε γίνει στάχτη και μαζί οι περισσότερες συναγωγές, οι βιβλιοθήκες, τα σχολεία, οι λέσχες και τα γραφεία της. Κάηκαν επίσης πολλά τζαμιά καθώς και τα περισσότερα μεγάλα χάνια που στέγαζαν για χρόνια τους ταξιδιώτες. Η χριστιανική κοινότητα μέτρησε τις λιγότερες απώλειες.
Οι περισσότεροι κάτοικοι των Καμένων, όπως ονομάστηκε αυτή η τεράστια έκταση, στεγάστηκαν προσωρινά σε καταλύματα και στρατώνες. Σιγά σιγά κατάλαβαν ότι δεν θα επέστρεφαν ποτέ στο σπίτι τους.
Η ανάγκη να γίνει το ξεκαθάρισμα των ερειπίων είχε δημιουργήσει απίθανα επαγγέλματα. Ένας Εβραίος σιδεράς είχε ειδικευτεί στο άνοιγμα παραμορφωμένων χρηματοκιβωτίων. Όσοι περνούσαν έξω από το σιδεράδικό του διάβαζαν με κάποια κατάπληξη «Σολομών Γιουδά, διαρρήκτης».
***
Πώς θα ήταν η Θεσσαλονίκη σήμερα αν δεν έπεφτε εκείνη η μικρή σπίθα στην αχυραποθήκη το ‘17; Άραγε θα είχε πεζοδρομηθεί, μιας και η κυκλοφορία των αυτοκινήτων στα στριφογυριστά στενοσόκακα θα ήταν αδύνατη; Θα είχε διώροφα σπίτια με πολύχρωμες αυλές μέσα στο κέντρο και γραφικά μικρομάγαζα; Ή μήπως οι συνθήκες θα ήταν αφόρητες από την πυκνή και άναρχη κατοίκηση; Ίσως και να υπήρχαν ακόμα οι παλιοί οθωμανικοί κήποι πίσω από το λιμάνι και εκεί που κάποτε οι Εβραίοι δόξαζαν τους νεκρούς τους να μην κυκλοφορούσαν φοιτητές με τις σημειώσεις τους και βιαστικοί ακαδημαϊκοί. Κανένας δεν το γνωρίζει. Το σίγουρο είναι όμως πως θα ήταν μια πολύ διαφορετική πόλη. Θα έλειπαν τα μεγάλα ορθογώνια οικοδομικά τετράγωνα αλλά και οι ευθύγραμμες φαρδιές οδικές αρτηρίες που κινούνται παράλληλα με τη θάλασσα. Θα έλειπε και ο άξονας αυτής εδώ της διαδρομής, της Αριστοτέλους.
Ας δούμε όμως τι έγραψε η ιστορία. Η τότε Κυβέρνηση Βενιζέλου συγκρότησε άμεσα μια επιτροπή Ελλήνων, Γάλλων και Βρετανών μηχανικών με πρόεδρο τον αρχιτέκτονα τοπίου Τόμας Μόσον, για να καταστρώσει το φιλόδοξο πολεοδομικό σχέδιο της ανοικοδόμησης της πόλης. Με παρότρυνση του Βενιζέλου η προκαταρτική μελέτη αντιμετώπιζε τη Θεσσαλονίκη σαν ένα άγραφο χαρτί. Άλλωστε το προοδευτικό και σύγχρονο έθνος που οραματιζόταν ο Βενιζέλος δεν θα μπορούσε να καθρεφτιστεί στην παλιά οθωμανική πόλη. Όταν ο Μόσον επέστρεψε στην Αγγλία τη θέση του πήρε ένας νεότερος Γάλλος αρχιτέκτονας, ο Ερνέστος Εμπράρ.
Το σχέδιο Εμπράρ άλλαξε εκ βάθρων την ιστορική καρδιά της πόλης. Αποφασίστηκε να απαλλοτριωθεί όλο το ρημαγμένο κέντρο και να ξαναχτιστεί μια νέα σύγχρονη πόλη, υπόδειγμα εμπορικής και επιχειρηματικής ζωής. Στο ύψος της Αριστοτέλους θα διανοίγονταν μια φαρδιά λεωφόρος κάθετη στη θάλασσα που θα ξεκινούσε από μια κεντρική πλατεία πάνω στην Εγνατία. Σε όλο το μήκος της θα ήταν πλαισιωμένη από μεγαλόπρεπα δημόσια κτίρια.
Βέβαια, τα μεγαλεπήβολα αρχιτεκτονικά σχέδια ήρθαν σε δεύτερη μοίρα μετά τα γεγονότα του 1922-1923. Από το 1920 ως το 1924 σχηματίστηκαν όχι λιγότερες από δέκα κυβερνήσεις και η Ελλάδα περνούσε ίσως την πιο ταραγμένη περίοδο της ιστορίας της. Με την καταστροφή της Σμύρνης και τη συμφωνία της ανταλλαγής πληθυσμών πάνω από τριάντα χιλιάδες Μουσουλμάνοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και την ίδια στιγμή σχεδόν εκατό χιλιάδες Χριστιανοί έφτασαν από την Ανατολική Θράκη, τη Μικρά Ασία και τη Μαύρη Θάλασσα. Τι μπορεί να σήμαινε αυτό για όσους είχαν γεννηθεί και ζήσει στην πόλη που τώρα έπρεπε να εγκαταλείψουν ανεπιστρεπτί; Η πραγματικότητα σίγουρα ξεπερνάει τα βιβλία και τις πάμπολλες ταινίες που έχουν γυριστεί με αυτό το θέμα.
Το 1923 οι Έλληνες ήταν για πρώτη φορά μετά τα βυζαντινά χρόνια η πλειονότητα στη Θεσσαλονίκη. Σε λίγα χρόνια πολύ λίγοι θα θυμούνταν την πόλη όπως ήταν στις μέρες του Αμπντούλ Χαμίτ.
***
Αν σταθείς στη μέση του άξονα της Αριστοτέλους στο ύψος της Εγνατίας οδού μπορείς με μια ματιά να δεις τις τρεις μεγάλες ιστορικές περιόδους της πόλης.
Τη βυζαντινή εποχή αντιπροσωπεύει η Παναγία Χαλκέων, που χρονολογείται τον 11ο αιώνα, και βρίσκεται στα δυτικά. Η Παναγία πήρε το όνομά της από τη γειτονική χαλκευτική στοά που υπάρχει στην περιοχή ως και σήμερα και στην οποία έχουν τα εργαστήριά τους χαλκωματάδες και αργυροχρυσοχόοι. Ο πλινθόκτιστος ναός που ονομάστηκε και Κόκκινη Εκκλησία το 1430 μετατράπηκε σε τζαμί με την επωνυμία Καζαντζιλάρ τζαμί, δηλαδή τζαμί των χαλκωματάδων. Από το εσωτερικό του ναού είναι ορατός μόνο ο κεντρικός τρούλος, καθώς οι υπόλοιποι δύο είναι «χτιστοί» και φαίνονται μόνο εξωτερικά. Ένα στοιχείο που κάνει μοναδικό τον ναό της Παναγίας Χαλκέων είναι το ότι στον κεντρικό τρούλο αντί για την εικόνα του Παντοκράτορα υπάρχει τοιχογραφία με την Ανάληψη του Κυρίου. Στη Θεσσαλονίκη μόνο η Αγία Σοφία και η Παναγία Χαλκέων έχουν στον τρούλο τους την εικόνα της Ανάληψης.
Την οθωμανική αντιπροσωπεύει το Μπέη Χαμάμ που βρίσκεται ανατολικά. Το τούρκικο μπάνια με τα χωριστά του λουτρά για άντρες και γυναίκες, αποτελεί έξοχο δείγμα της πρώιμης οθωμανικής αρχιτεκτονικής στα Βαλκάνια. Ως τη δεκαετία του 1960 οι ταξιδιώτες μπορούσαν ακόμα να πλυθούν στα Λουτρά Παράδεισος, όπως ονομάζονταν στην τελευταία τους περίοδο. Σήμερα τα καυτά και κρύα νερά που έτρεχαν αδιάκοπα, όπως ανέφεραν περιηγητές του δέκατου έβδομου αιώνα, έχουν πια στερέψει. Ωστόσο, χάρη στην Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία μπορεί κανείς να εισχωρήσει από δωμάτιο σε δωμάτιο μέσα από τα στενά περάσματα και να θαυμάσει τον περίτεχνο εσωτερικό διάκοσμο και τις μαρμάρινες πλάκες όπου δέχονταν το μασάζ οι πελάτες. Οι βαθιά ανοιγμένες τρύπες μέσα στη θολωτή οροφή άφηναν τις δέσμες του φωτός να ξεχύνονται στα δροσερά θολωτά δωμάτια με τους γύψινους κυψελωτούς μουκαρνάδες (ημιχώνια). Μπροστά από το Μπέη Χαμάμ και χαμηλά μέσα στο έδαφος ο επισκέπτης μπορεί σήμερα να διακρίνει μια υστερορωμαϊκή κρήνη.
Τέλος, την αρχαία εποχή αντιπροσωπεύει η Ρωμαϊκή Αγορά στα βόρεια. Η Ρωμαϊκή Αγορά καταλάμβανε έκταση δύο περίπου 20 στρεμμάτων στην καρδιά της ρωμαϊκής πόλης. Άρχισε να κατασκευάζεται στο τέλος του 2ου αι. μ.Χ. στη θέση μιας προϋπάρχουσας αγοράς των πρώτων αυτοκρατορικών χρόνων. Αν ξεφυλλίζαμε ένα λεύκωμα με φωτογραφίες της Αγοράς από τα νεότερα χρόνια θα μέναμε έκπληκτοι από τις τόσες μεταμορφώσεις της στο πέρασμα των χρόνων: στη μία φωτογραφία θα βλέπαμε μια πολύβουη εβραϊκή συνοικία, στην επόμενη τη συνοικία να τυλίγεται στις φλόγες και έπειτα έναν ανοιχτό χώρο καλυμμένο με χώμα. Στην επόμενη σελίδα θα υπήρχε μία προσωρινή λαχαναγορά, με ξύλινα παραπήγματα ή εφήμερα μικρά λούνα παρκ. Μια φωτογραφία από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής θα απεικόνιζε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης Πολωνών αιχμαλώτων και μια άλλη που θα ήταν τραβηγμένη στο τέλος της δεκαετίας του 1950 θα έδειχνε το χώρο να μετατρέπεται σε αφετηρίες λεωφορείων. Τέλος, μια φωτογραφία από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 θα έδειχνε λίγους εργάτες και έναν επιβλέπων αρχαιολόγο σκυμμένους πάνω από μια μικρή τομή στο έδαφος.
Από το 1962 που εντοπίστηκαν τα πρώτα οικοδομικά λείψανα μέχρι το 1973 ο χώρος της Αγοράς πέρασε από σαράντα κύματα μέχρι να αποσοβηθεί η πιθανότητα να συγκατοικήσει με το Δικαστικό Μέγαρο, το οποίο είχε προγραμματιστεί να ανεγερθεί μετά την πυρκαγιά του 1917.
***
Περπατώντας στην Αριστοτέλους βλέπεις τη σφραγίδα του Εμπράρ στα γύρω κτίρια και το όραμα του Βενιζέλου για ένα σύγχρονο ελληνικό κράτος. Οι κίονες και τα τόξα θυμίζουν κλίτη παλαιοχριστιανικής βασιλικής εκκλησίας ενώ τα νεομαυριτανικά στοιχεία των κτιρίων με τα μαροκινά αραβουργήματα στα μπαλκόνια φέρνουν στο νου εξωτικούς προορισμούς. Ένα υβρίδιο βυζαντινής αρχιτεκτονικής και νεομαυριτανικού στυλ που μαρτυρά τον οριενταλισμό της δύσης και την αποικιοκρατική της κληρονομιά. Ο άξονας της πλατείας Αριστοτέλους μπορεί να χρειάστηκε ογδόντα χρόνια για να ολοκληρωθεί όμως τα κτίρια με μικρές παραλλαγές μεταξύ τους υπακούουν απαρέγκλιτα στο ίδιο αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο.
Η κατηφορική κλίση προς τη θάλασσα δίνει στους διαβάτες μια φιλόξενη αίσθηση προσανατολισμού. Το βλέμμα φτάνει ανεμπόδιστο απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο κόσμος τώρα μπαινοβγαίνει στα μαγαζιά και περιμένει ανυπόμονος στα φανάρια. Το ίδιο ανυπόμονα περιμένουν και τα μποτιλιαρισμένα αμάξια που σταματούν σχεδόν πάνω στις διαβάσεις. Πολλοί συναντούν το ραντεβού τους και κατευθύνονται σε κάποια από τις κοντινές ταβέρνες στην Πλατεία Άθωνος. Κοντά στην παραλία δύο κτίρια με κυκλική όψη αγκαλιάζουν μια μεγάλη τσιμεντοστρωμένη πλατεία, την Πλατεία Αριστοτέλους. Είναι ο ιστορικός κινηματογράφος Ολύμπιον και ακριβώς απέναντι το πολυτελές Ηλέκτρα Παλλάς. Στην παραθαλάσσια πλατεία πλανόδιοι πωλητές κρατούν μπαλόνια με τηλεοπτικούς παιδικούς ήρωες ενώ μια παρέα από παιδιά σκαρφαλώνει στο άγαλμα του Αριστοτέλη, την ώρα που οι γονείς τους πίνουν καφέ στο Nouveau ή στο Mojo. Εδώ, στο κέντρο του κέντρου της πόλης, πρόκειται να στολιστεί σε λίγες μέρες το μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο και να μετρήσουν αντίστροφα πολλοί Θεσσαλονικείς χαιρετώντας το 2016.
Στη Θεσσαλονίκη η θέα του Θερμαϊκού με τον Όλυμπο στην άλλη πλευρά του κόλπου είναι το μοναδικό πράγμα που παραμένει πάντα το ίδιο. Αυτό έβλεπαν όσοι πέρασαν από εδώ και θα βλέπουν όσοι θα περάσουν, όταν πια και τη σημερινή πόλη θα έχει διαδεχτεί μια άλλη.
Η κεντρική παραθαλάσσια Πλατεία Αριστοτέλους τελείωσε μόλις τις δεκαετίες του 1950 και 1960.
Προτεινόμενα αναγνώσματα για τη Θεσσαλονίκη:
Βαφόπουλος Γ.Θ. (1995) Το παραμύθι της Θεσσαλονίκης, Παρατηρητής
Γκλαρνέτατζης, Γ. (2016) Στιγμές Σαλονίκης θερινές, Ακυβέρνητες Πολιτείες
Mazower, M. (2006) Θεσσαλονίκη, Πόλη των Φαντασμάτων, Αλεξάνδρεια
Μόλχο, Ρ. (2014) Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης 1856-1917, Εκδόσεις Πατάκη
Ναρ, Λ. (2011) Θεσσαλονίκη 1912-2012, Το μέλλον του παρελθόντος, Καπόν
Ντέμη Κουτσοσταμάτη
dkoutsostamati@gmail.com