Να, λοιπόν που σου γράφω από τη Θεσσαλονίκη.
Θα αναρωτιέσαι πώς βρέθηκα εδώ…
Τα βήματά μας, γνωρίζουν τη διαδρομή. Αυτή που ακόμα δεν διαβήκαμε.
Έφτασα ξημερώματα. Με μια αποσκευή γεμάτη χαρτιά που ανυπομονούν να γεμίσουν λέξεις. Με μια καρδιά που ελπίζει να συντονιστεί με τον καινούργιο τόπο.
Χαμογελάς… Έτσι είναι ο φίλος σου, με γνωρίζεις άλλωστε καλύτερα απ’ τον καθένα. Με μια βαλίτσα μοναχά, γυρίζω στο χρόνο και στο χώρο. Είναι η εποχή αυτή, που με καλεί να γράψω.
Το καταφύγιο μου – έτσι δεν το λες; βρίσκεται ψηλά, στην Άνω Πόλη. Ένα δωμάτιο με ένα μικρό κουζινάκι και ένα παράθυρο. Μόνο. Μα είναι αρκετό.
Ο Θερμαϊκός με τα χίλια πρόσωπα διεισδύει τόσο επίμονα, που νιώθω πως θέλει να γεμίσει θάλασσα όλο το δωμάτιο.
Τώρα που το παρατηρώ και το δωμάτιο είναι βαμμένο γαλάζιο. Το γαλάζιο δωμάτιο του Θερμαϊκού.
Έκανα μια σκέψη, καθώς ανέβαινα το πρωί. Να μου κάνεις παρέα στους περιπάτους μου και εγώ, πάντα “ο πιστός σου συγγραφέας”, θα σου γράφω για όσα συναντήσαμε. Θα είσαι εδώ χωρίς να είσαι ή πάλι χωρίς να είσαι εδώ, είσαι παντού.

Να, λοιπόν που σου γράφω από τη Θεσσαλονίκη.
Θα αναρωτιέσαι πως βρέθηκα εδώ…
Τα βήματά μας, γνωρίζουν τη διαδρομή. Αυτή που ακόμα δεν διαβήκαμε.
Έφτασα ξημερώματα. Με μια αποσκευή γεμάτη χαρτιά που ανυπομονούν να γεμίσουν λέξεις. Με μια καρδιά που ελπίζει να συντονιστεί με τον καινούργιο τόπο.
Χαμογελάς… Έτσι είναι ο φίλος σου, με γνωρίζεις άλλωστε καλύτερα απ’ τον καθένα. Με μια βαλίτσα μοναχά, γυρίζω στο χρόνο και στο χώρο. Είναι η εποχή αυτή, που με καλεί να γράψω.
Το καταφύγιο μου – έτσι δεν το λες; βρίσκεται ψηλά, στην Άνω Πόλη. Ένα δωμάτιο με ένα μικρό κουζινάκι και ένα παράθυρο. Μόνο. Μα είναι αρκετό.
Ο Θερμαϊκός με τα χίλια πρόσωπα διεισδύει τόσο επίμονα, που νιώθω πως θέλει να γεμίσει θάλασσα όλο το δωμάτιο.
Τώρα που το παρατηρώ και το δωμάτιο είναι βαμμένο γαλάζιο. Το γαλάζιο δωμάτιο του Θερμαϊκού.
Έκανα μια σκέψη, καθώς ανέβαινα το πρωί. Να μου κάνεις παρέα στους περιπάτους μου και εγώ, πάντα “ο πιστός σου συγγραφέας”, θα σου γράφω για όσα συναντήσαμε. Θα είσαι εδώ χωρίς να είσαι ή πάλι χωρίς να είσαι εδώ, είσαι παντού.
Περίπατος Πρώτος: Ανάμεσα σε δύο πύργους
Λευκός Πύργος – Πύργος Αλύσεως
Λευκός Πύργος. Σου διάβαζα από τον οδηγό της πόλης πληροφορίες. Ακουμπούσες στον ώμο μου αμίλητη προσέχοντας κάθε μου λέξη. Ολοκληρώθηκε σε αυτή τη μορφή τον 15ο αι. Το 1985 αναστηλώθηκε και τιμήθηκε το 1988 με το βραβείο Europa Nostra.
Πρότεινα να μπούμε μέσα. Είπες πως αυτό το κάνουν οι ταξιδιώτες. Μα και εμείς ταξιδιώτες είμαστε. Πάντα θα είμαστε όσο γνωρίζουμε τους εαυτούς μας.
Μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μας στο φως, σου ψιθύρισα στο αυτί πως κάποτε τον έλεγαν “Πύργο του αίματος”. Μου έσφιξες δυνατά το χέρι. Πόσο εύθραυστη είσαι…
Το 1883 ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο δεύτερος, έδωσε εντολή να τον ασπρίσουν και έτσι απέκτησε το επίθετο “Λευκός” Πύργος.
Σταματήσαμε σε κάθε σταθμό εικονικής περιήγησης αναγνωρίζοντας σημεία και εποχές.
Η διαχρονία της Θεσσαλονίκης και του πολιτισμού της μέσω της τέχνης και των πολυμέσων. Σε μια κυκλική διαδρομή τυλίγεται και ξετυλίγεται η ιστορία της.
“Θεσσαλονίκη. Μεταμορφώσεις – Μνημεία και Ιστορία – Πατρίδα των ανθρώπων – Στους δρόμους του εμπορίου”.
Στην κορυφή του Πύργου με πήρες αγκαλιά. Η καρδιά σου χτυπούσε έντονα.
Στην κάθοδό μας, ακούμπησες στο κυκλικό τείχος. Με κοίταξες με εκείνο το γνώριμο βλέμμα. Εκείνο που μου χάριζες όταν ήθελες να με ευχαριστήσεις. Το ταξίδι μιας πόλης μαγικής είχε μόλις ξεκινήσει.
Περάσαμε στην “Εθνικής Αμύνης”. Μια μονοκοντυλιά ο δρόμος αυτός από τον Λευκό Πύργο μέχρι την Αγίου Δημητρίου εκεί που ο ένας αγκώνας κλείνει το πανεπιστήμιο. Το οθωμανικό όνομά της, “λεωφόρος Χαμηδιέ”, από το όνομα του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ ΙΙ. Η ονομασία του δρόμου άλλαζε σα παιδικό παιχνίδι. 1916: Βασιλίσσης Σοφίας, 1920: Εθνικής Αμύνης, 1922: Βασιλίσσης Σοφίας, 1936: Εθνικής Αμύνης, Κατοχή: Βασιλίσσης Σοφίας, μετά την κατοχή: Εθνικής Αμύνης, σήμερα: Εθνικής Αμύνης.
Σίγουρα δεν έμειναν χωρίς αντικείμενο οι επιγραφοποιοί των οδοσημάνσεων. Γέλαγες σα μικρό παιδί, το βρήκες πολύ αστείο. Θλιβερά αστείο πράγματι!
Σταματήσαμε έξω από την ψηλή πρόσοψη του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Υπήρξε το πρώτο θέατρο στην Ελλάδα που καθιέρωσε εναλλασσόμενο δραματολόγιο.
Σου άρεσε να παρακολουθείς παραστάσεις. Έλεγες πως οι δραματικοί ρόλοι σου ταίριαζαν πολύ. Εγώ πάλι σε είχα για κωμική φιγούρα. Ίσως πάλι, αυτός ο σαρκασμός σου για τη ζωή, να είναι ταυτόχρονα δραματικός και κωμικός σε όλη του την έκταση.
Το Κρατικό Θέατρο, διαβάζω, ιδρύθηκε το 1961, στεγάστηκε ένα χρόνο αργότερα στο νεόκτιστο κτίριο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Σωκράτη Καραντινό, ιδρυτή μαζί με σπουδαίους συνεργάτες της “Νέας Δραματικής Σχολής” στην Αθήνα του 1933.
Αισθάνθηκα όμορφα όταν σου ανέφερα για τον πρώτο πρόεδρο, συγγραφέα Γιώργο Θεοτοκά.
Μου αρέσει ο τίτλος του συγγραφέα. Προσδίδει πάντα την αίγλη του στοχαστικού ανθρώπου.
Έκανες εκείνο το χαριτωμένο «Μμμ! Περίεργοι, απομονωμένοι τύποι…».
Την ένιωθα την απομόνωση που έλεγες. Κάποιοι ξεχωριστοί άνθρωποι που προσεγγίζουν το μη ορατό, τόσο απλά και απόλυτα.
Δίπλα, η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Η σπουδαία προσφορά της Εταιρείας σε επιστημονικό και εθνικό επίπεδο έχει τιμηθεί με το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών. Η συλλογή τής βιβλιοθήκης της περιλαμβάνει πάνω από εβδομήντα χιλιάδες τόμους, παλαιότυπα, εφημερίδες, χάρτες κ.α.
Ιδρύθηκε το 1939 με πρώτο πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Μερκουρίου. Σκοπός της, η συγκέντρωση και η διάδοση υλικού που σχετιζόταν με την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Ό,τι στάθηκε υψηλό ιδανικό για τους πνευματικούς πρωτεργάτες συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Παρέμεινες σιωπηλή. Μάλλον σκεφτική. Γνώριζα ποιο μονοπάτι διάβαινες. Για τους στόχους που θέτονται πάνω από τον μικρόκοσμο του καθενός. Η συλλογική μνήμη που πρέπει να μείνει κοινή και αδιαίρετη. Σε άφησα μέχρι να επιστρέψεις μόνη σου.
Αριστερά, σου έδειξα τα πρώτα δείγματα του ανατολικού τείχους. Κάτω από το ογκώδες οίκημα της τράπεζας προσπαθούσαν να αναπνεύσουν.
Και να ήταν το πρώτο κτίριο που στάθηκε με τόσο θράσος στις δικαιολογίες “της ανοικοδόμησης της πόλης”; Υψώθηκαν και κάλυψαν κομμάτια ιστορίας, τόνοι μπετόν. Κρίκοι αλυσίδας διαλυμένοι, μόλις που φαίνονται μέσα στα οικοδομικά τετράγωνα.
Πάλι θα με πεις “γκρινιάρη” και πάλι θα σφίξω τα χείλη να μη το συνεχίσω.
Μα, σα να κατάλαβες πως κάτι άλλο γίνεται σε τούτη δω την πόλη και με άφησες να λέω. Κάτι που αλλάζει μέσα σου ανείπωτα όταν την δεις να απλώνεται με όλα της τα θέλγητρα μπροστά σου.
Στην οδό Μανουσογιαννάκη με Φιλικής Εταιρείας ένα νεοκλασικό διώροφο κτίριο τράβηξε την προσοχή σου. Διάβασες δυνατά: «Ελληνική Αστική Σχολή Δ. Ιωαννίδη Σιατίστεως».
Οι μεγάλοι ευεργέτες εξακολουθούν να πορεύονται στις κοινωνικές διαδρομές αυτής της πόλης, όπως κι όλης της Ελλάδας. Ο Δημήτρης και η Μαρία Ιωαννίδη δεν ευτύχισαν να αποκτήσουν παιδιά, όμως κατάφεραν να μορφώσουν γενιές μαθητών. Η ιστορία του σχολείου είναι συγκινητική καθώς ο Ιωαννίδης ιδιόχειρα και μυστικά είχε συντάξει τη διαθήκη του που εκτελέστηκε μετά το θάνατό του το 1906 και στην οποία επιθυμούσε να κτιστεί το σχολείο ώστε να στεγάσει την Αστική Σχολή του 1885. Ένα πλήρες εξατάξιο σχολείο αρρένων της χριστιανικής κοινότητας. Για τη δράση του το σχολείο βραβεύτηκε το 1969 με χρυσό μετάλλιο.
«Τότε οι νεκροί πεθαίνουν, όταν τους λησμονούμε», έτσι δεν έγραφε ο Κώστας Ουράνης;
Ανεβαίναμε αργά, στην πρώτη μας συνάντηση. Μετρούσαμε τα βήματα που κάναμε μαζί. Τα πρώτα μας στη “Σαλονίκη”. Έβρισκες αυτή την ονομασία ποιητική. Ανθρώπινη. Τόσο που η παρουσία της πόλης ήταν ανάμεσά μας.
Βγαίνοντας στην οδό Εθνικής Αμύνης ξανά, το επιβλητικό σύγχρονο κτίριο της Κεντρικής Δημοτικής Βιβλιοθήκης.
«Ευεργετών συνέχεια. Κάτι ακόμα για την προσφορά στην παιδεία. Πάμε στο υπόγειο;»
«Απ’τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’τα πολλά…»
«Στα πολύτιμα», σε πρόλαβα πριν τελειώσεις τη φράση σου. «Έλα, οι παλαιότερες εφημερίδες της συλλογής της βιβλιοθήκης, ο «Αιών» και η «Ομόνοια» του 1880, βρίσκονται εδώ». Χαμηλόφωνα άκουσες την ιστορία της δημοτικής βιβλιοθήκης. Ιδρύθηκε το 1932 και άρχισε να λειτουργεί το 1939. Oι εργασίες για τη συγκρότησή της άρχισαν το 1938 από το Γεώργιο Βαφόπουλο, τον πρώτο διευθυντή της, σε μια αίθουσα του Μεγάρου της ΧΑΝΘ με 2.500 περίπου βιβλία.
Στα πενηντάχρονα της λειτουργίας της το 1989, έγινε η πρώτη δωρεά από τον Βαφόπουλο με το ποσό των 120.000.000 δραχμών για την ανέγερση Νέας Κεντρικής Βιβλιοθήκης. Και μια λεπτομέρεια: στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41, η Δημοτική βιβλιοθήκη αναγκάστηκε να κλείσει το αναγνωστήριό της, οργάνωσε όμως ένα σύστημα δανεισμού βιβλίων στους τραυματίες της πόλης.
Όποια διαδρομή καθημερινά κι αν ακολουθείς, έχεις λόγους να εκτιμάς και να εμπνέεσαι από έργα ανθρώπων, που έζησαν, πρόσφεραν και δημιούργησαν συνθήκες πολιτισμού και ιστορίας.
Απλά μη προσπερνάς σα να μην βλέπεις. Καμιάς πόλης δεν αξίζει ένα ακόμα αδιάφορο βήμα.
Στο “Σιντριβάνι” σου είπα την επόμενη ιστορία του δρόμου.
Όταν ο Σαμπρή πασάς κατεδάφισε το 1869 τα παραθαλάσσια Βυζαντινά Τείχη της Θεσσαλονίκης και λίγο αργότερα το 1889 ο Μιδάτ πασάς τα ανατολικά για να δημιουργηθεί η ονομαζόμενη Λεωφόρος Χαμηδιέ δημιουργήθηκε άσχημη εντύπωση στον πληθυσμό της πόλης και ιδιαίτερα στους Έλληνες.
Πράγματι δεν ήταν θέμα αισθητικής. Τα τείχη τους έκαναν λιγότερο ανασφαλείς. Άλλωστε έμπαιναν στην νέα εποχή, του εξωραϊσμού. Η μεγαλούπολη δεν είχε λόγους να φοβάται. Ό,τι της είχε συμβεί άλλωστε, είχε συμβεί με την παρουσία των τειχών. Το μόνο που είχε πλέον να φοβάται, ήταν ο ίδιος της ο εαυτός.
Την ημέρα των εγκαινίων έρρεε σερμπέτι βύσσινο από το σιντριβάνι.
«“Σερμπέτι”, έτσι πίνεις τον καφέ σου», με κοίταξες και κούνησες το κεφάλι.
Πάντα με μάλωνες για την πολύ ζάχαρη που έβαζα.
Το Σιντριβάνι παρέμεινε στην θέση του μέχρι το 1936. Το σημερινό είναι πιστή ανακατασκευή του αρχικού που επανατοποθετήθηκε στον ίδιο ακριβώς χώρο της ομώνυμης πλατείας το 1977.
Απογοητεύτηκες όταν το άκουσες.
Απέναντι του, το γλυπτό του Ζογγολόπουλου, σύμβολο της βιομηχανικής ανάπτυξης την μεταπολεμική περίοδο. Σύμφωνα με τον δημιουργό, απεικονίζει αφαιρετικά τη Νίκη της Σαμοθράκης. Αγορασμένο από τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1966, είχε εγείρει ζητήματα καλαισθησίας και όχι μόνο, στους κατοίκους της πόλης. Οι εφημερίδες έγραφαν και ο κόσμος άλλοτε δυσανασχετούσε κι άλλοτε εξήρε το προοδευτικό πνεύμα της εποχής.
Σου διάβασα ένα απόσπασμα του Δ. Αγραφιώτη πρόεδρο της Ενώσεως Β. Ελλάδας “Πολύγνωτος Παιώνιος”, στον “Ταχυδρόμο”: “Σας ευχαριστούμε και πάλι θερμότατα όλους! Ζήτω ο λαός της Θεσσαλονίκης με το ανεπτυγμένο γούστο, που θα διώξει από την πόλη το σκιάχτρο που στήθηκε μπροστά στη ΔΕΘ για να μην μπορούν τα παιδάκια να περνούν από κει κοντά”.
Υπήρξε όμως και η υποστήριξη όσων κινούνται σε άλλες διαστάσεις και με διαφορετικές ταχύτητες.
Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Φατούρος, καθηγητής της Διακοσμητικής της Πολυτεχνικής Σχολής, θα πάει ένα βήμα παραπέρα: “Από αυτή την άποψη η Θεσσαλονίκη βρίσκεται όχι απλώς στην πρώτη σειρά των αντίστοιχων προσπαθειών στα Βαλκάνια, αλλά και μέσα στην Ευρώπη. Πρέπει να συγχαρούμε την ΔΕΘ για την πρωτοβουλία της”.
Το γλυπτό πια είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πόλης όπως και το Σιντριβάνι. Καταφέρνει αυτή η πόλη να ενώνει εποχές διατηρώντας την αίγλη του μύθου που τις καλύπτει. Κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει τη δυναμική της έκφρασης.
Το ροζ κτίριο απέναντι από τη “Παλαιά Φιλοσοφική” τράβηξε το βλέμμα σου. Το καφέ Tabya.
Tούρκικη λέξη που σημαίνει οχύρωμα καθώς ονομαζόταν έτσι όλη η περιοχή. Μπήκαμε μέσα στη διατηρητέα μονοκατοικία του 1912 χτισμένη με υλικά από τα κατεδαφισθέντα τείχη του 1911.
«Έναν καφέ “σερμπέτι” και ένα κακάο» παράγγειλες γελώντας πονηρά. Τι σερμπέτι βύσσινο στο σιντριβάνι, τι σερμπέτι ελληνικός καφές, στην Tabya. Το σερμπέτι είναι σερμπέτι και ας μας χωρίζουν παραπάνω από ένας αιώνας.
Τη δεκαετία του ‘60, πριν γίνει η ανάδειξη του ανατολικού τείχους, τα παιδιά έπαιζαν στις “τούμπες” που είχε η περιοχή.
Κάποιο ζεστό καλοκαιριάτικο βράδυ θα μπορούσα να είχα τραυματιστεί ηρωικά στον αυτοσχέδιο πόλεμο, μέχρι να σημάνει λήξη παιχνιδιού και να πάει ο καθένας σπίτι του.
Από το παράθυρο του Καφέ και με μελωδίες από το Πράσινο Ακρωτήρι, κοίταζες την “Παλαιά Φιλοσοφική”. Στο τέλος του 19ου αι. χτίζεται ως Οθωμανική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, “Ιδαδιέ Μεκτεμπί”. Έργο του αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι. Το 1927 εγκαταστάθηκε εδώ το νεοσύστατο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Τμήμα της σχολής στεγάζεται μέχρι σήμερα στο ίδιο κτίριο.
Μιλήσαμε για όσα θα μπορούσε ο καθένας μας να αναγνωρίσει και να ανακαλύψει σε έναν κυριακάτικο περίπατο στην πόλη. Το ζητούμενο είναι να μπορεί να αφουγκραστεί αυτό που η πόλη πάντα ψιθυρίζει ή άλλοτε κραυγάζει χωρίς να μπορεί να ακουστεί.
Μετά το διάλλειμα μας, συνεχίσαμε προς την Άνω πόλη. Ξεκίνησα να σου λέω για τα νεκροταφεία που εκτείνονταν έξω από τα τείχη της πόλης.
Το εβραϊκό νεκροταφείο βρισκόταν εκεί που σήμερα αναπτύσσεται η πανεπιστημιούπολη. Καταστράφηκε από τους Γερμανούς επί Κατοχής. Οι εβραίοι νεκροί της πόλης, αντιμετώπισαν δύο φορές τον θάνατο και αυτό είναι θλιβερότερο κι από την ανάμνηση που ποτέ δεν χάνεται.
Ποιο πάνω είναι το νεκροταφείο της “Βαγγελίστριας”. Μέχρι το 1875 οι Έλληνες έθαβαν τους νεκρούς τους οπουδήποτε έξω από τα τείχη της πόλης. Εκείνη τη χρονιά όμως, η Ελληνική Κοινότητα πέτυχε να της χορηγηθεί μια περιοχή για τις ανάγκες κοιμητηρίου. Περιτειχίστηκε, κτίστηκε η εκκλησία της Παναγίας της Ευαγγελίστριας και άρχισαν να θάβονται εκεί οι νεκροί.
Είχα όμως ακόμα μία ιστορία να σου πω. Δίπλα στην εκκλησία, υπήρχε μια στέρνα για να συγκεντρώνεται το νερό για τις ανάγκες του κοιμητηρίου. Οι εβραίοι ως άρχοντες της οικονομικής ζωής της πόλης μας, έπεισαν τις τουρκικές αρχές να απαγορεύσουν τη κατάδυση του σταυρού στη θάλασσα την ημέρα των Θεοφανείων για να μη μολύνονται τα νερά και τα ψάρια. Η τελευταία κατάδυση του σταυρού στη θάλασσα έγινε το 1879. Από τότε γινόταν στην στέρνα της Ευαγγελίστριας. Όταν ο χειμώνας ήταν βαρύς και τα νερά παγωμένα, ο Μίχος, ένας παλικαράς από τη περιοχή της Καμάρας, που έπιανε συνήθως τον σταυρό, έσπαγε τον πάγο με το κεφάλι. Το 1912 ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, Ρακτιβάν απόκρυψε την εντολή που είχε να μην καταδυθεί ο σταυρός στον Θερμαϊκό και συνέχισε την παράδοση από την εξέδρα του Λευκού Πύργου.
Νεκροταφείων συνέχεια. Στην ίδια περιοχή δόθηκε χώρος για τους Διαμαρτυρόμενους και τους Αρμένιους να θάβουν τους νεκρούς τους. Θα δεις αριστερά πριν το νοσοκομείο του Αγίου Δημητρίου τον ψηλό μαντρότοιχο.
Με κοίταξες με εκείνο το βλέμμα: «Όχι άλλη θλίψη» και είπα να αφήσω κατά μέρους τα περί θανάτων.
Ο Άγιος Δημήτριος χτίστηκε ως νοσοκομείο άπορων ξένων, “Γκουρεμπά Χαστάνεσι” κι έπειτα μετατράπηκε σε Δημοτικό Νοσοκομείο, “Χαμιδιέ Μπελεντιγιέ”. Η πρωτοβουλία για την ίδρυσή του οφείλεται στον δήμαρχο Χουλουσή μπέη, ενώ αρχιτέκτονας του έργου φέρεται να είναι ο Ξ. Παιονίδης. Περιελάμβανε το κτίριο του λυσσιατρείου και τους κήπους του Πασά. Μετά την απελευθέρωση το νοσοκομείο μετονομάστηκε σε “Άγιος Δημήτριος”.
Με ρώτησες όλο ενδιαφέρον για τους κήπους του Πασά. Η μαγεία της Ανατολής σού δημιουργούσε πάντα μια ονειρική διάθεση. Ένας ακόμα αστικός μύθος στο αναλόγιο της βόλτας μας.
Αποτελούσαν τους κήπους του Νοσοκομείου. Διαμορφώθηκαν το 1904 από άγνωστο αρχιτέκτονα. Άγνωστη είναι και η προέλευση της ονομασίας τους. Οι κατασκευές αποτελούν δείγμα του κινήματος της φανταστικής αρχιτεκτονικής. Αν και ερειπωμένα, μπορείς να διακρίνεις το σιντριβάνι και γύρω από αυτό μια σήραγγα, μια στέρνα για τη συγκέντρωση του νερού, μια χαμηλή πύλη που οδηγεί σε ένα υπόγειο χώρο και ένα υπερυψωμένο καθιστικό. Σε κάποια κεραμίδια διακρίνεται και η φίρμα της κεραμοποιίας: «Fratelli Allatini».
Τον ρόλο που έπαιξαν κανείς δεν τον γνωρίζει. Πάντως τα σενάρια είναι αρκετά και όχι μόνο φαντασίας.
Ανεβαίναμε θαυμάζοντας τα τείχη με τη κορμοστασιά των περίπου δέκα, δώδεκα μέτρων που περιέκλειναν την “Καλλίστη όλων των πόλεων”, τη Θεσσαλονίκη. Αν και τελικά δεν την βοήθησαν ιδιαίτερα με τις συνεχείς προσπάθειες αλώσεώς της.
Βλέπαμε την πόλη να αναπτύσσεται ανατολικά εκεί που κάποτε κοντά στον Άγιο Παύλο διέρρεε ένας ακόμα χείμαρρος με αφετηρία τον Χορτιάτη. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και γυάλιζε τη στιλπνή επιφάνεια της θάλασσας. Αριστερά από τον πευκόφυτο λόφο η πόλη έκρυβε το πρόσωπό της κάτω από τη σκιά των τειχών της.
Μια λακέρδα με λίγο “χτυπητή” και μελιτζάνα “αλοιφή”, θα ήταν ό,τι έπρεπε. Πριν προλάβω να προτείνω να πιούμε ένα ουζάκι στο μπαλκόνι του Κρεωνίδη, ήδη με τράβηξες μαγεμένη από τη θέα. Το πρόσωπό σου έλαμπε στη προσπάθεια να χορτάσει το βλέμμα σου την πόλη. Από τις σπουδαίες προσωπικότητες μέχρι τους ανώνυμους ταξιδιώτες, η τέρψη σώματος και πνεύματος χρειάζονται εξίσου, ένα καλό γεύμα και μια καλή παρέα.
Άρχισε να σουρουπώνει.
Ήθελα να κλείσει ο πρώτος μας περίπατος στον άλλο κόμπο στο κουβάρι της μνήμης της πόλης.
Ο πύργος του Τριγωνίου ή της Αλύσεως. Κατασκευασμένος την ίδια εποχή με τον σχεδόν όμοιό του στο νότο, κυκλικός κι αυτός, συνομιλούν πάνω από 5 αιώνες για τις τύχες αυτής της πόλης και των ανθρώπων της. Και πόσα έχουν ακόμα να πουν…
Πόσα έχω εγώ, ακόμα να σου πω…
Δεν χρειάστηκε να γυρίσω πλάι μου να σ’ αναζητήσω. Είχες ήδη φύγει, όπως ήρθες στο μυαλό μου σαν όραμα πως ήσουνα κοντά μου.
Όπως εκείνη. Η σκιά της κυράς Παλαιολογίνας που μπαινοβγαίνει από την πύλη της, παράπλευρα στην «Πορτάρα» των κάστρων, κάθε πρωί και βράδυ.
“Ανηγέρθη η παρούσα πύλη ορισμώ της κραταιάς και αγίας ημών
κυρίας και δεσποίνης κυράς Άννης της Παλαιολογίνης…”
Μαζί με τον Άι – Δημήτρη, καβαλάρη στις επάλξεις, αγναντεύουν την πόλη του Κάσσανδρου να γεννιέται και να πεθαίνει και πάλι ζωντανή να μένει.
Νίνα Ρόδη
Χρησιμοποιήθηκε υλικό από το βιβλίο: Κώστας Τομανάς, Δρόμοι και γειτονιές της Θεσσαλονίκης,
εκδ. Νησίδες 1997